Language of document : ECLI:EU:C:2017:480

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 20ής Ιουνίου 2017 (1)

Υπόθεση C-670/16

Tsegezab Mengesteab

κατά

Bundesrepublik Deutschland

[αίτηση του Verwaltungsgericht Minden(διοικητικό δικαστήριο του Minden, Γερμανία)για την έκδοση προδικαστικής απόφασης]

«Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Ερμηνεία του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 – Αιτήματα αναδοχής κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1 – Προθεσμίες υποβολής αιτημάτων αναδοχής – Χρονικό σημείο στο οποίο κατατίθεται η αίτηση διεθνούς προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2 – Χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει η προθεσμία που τάσσει το άρθρο 21, παράγραφος 1 – Ζήτημα αν η μη τήρηση της προθεσμίας του άρθρου 21, παράγραφος 1, εμπίπτει στο πεδίο του δικαιώματος άσκησης ενδίκου μέσου ή επανεξέτασης απόφασης μεταφοράς, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 27, παράγραφος 1»






1.        Με την παρούσα αίτηση προδικαστικής απόφασης, το Verwaltungsgericht Minden (διοικητικό δικαστήριο του Minden, Γερμανία) ζητεί λεπτομερείς διευκρινίσεις σχετικά με την ερμηνεία διαφόρων πτυχών του κανονισμού Δουβλίνο III (2), καθώς και ορισμένων πράξεων του δικαίου της Ένωσης στις οποίες στηρίζονται οι διαδικασίες που θεσπίζει ο εν λόγω κανονισμός (3). Πρώτον, στην περίπτωση που υπήκοος τρίτης χώρας καταθέτει αίτηση διεθνούς προστασίας στο κράτος μέλος Α αλλά το κράτος αυτό ζητήσει από το κράτος μέλος Β να αναλάβει την εξέταση της αίτησης και το κράτος μέλος Β καταστεί το υπεύθυνο κράτος μέλος βάσει των διατάξεων του κανονισμού Δουβλίνο III, θεμελιώνει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, δικαίωμα προσβολής της απόφασης μεταφοράς, την οποία εξέδωσε το κράτος μέλος Α, για τον λόγο ότι το αίτημα αναδοχής υποβλήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας που τάσσει ο κανονισμός Δουβλίνο III; Δεύτερον, ποιο ακριβώς γεγονός σηματοδοτεί την έναρξη της χρονικής περιόδου εντός της οποίας το κράτος μέλος Α (υποβάλλον το αίτημα κράτος μέλος) οφείλει να προβεί στην υποβολή του αιτήματος αναδοχής; Συναφώς, ανακύπτουν διάφορα υποερωτήματα όπως: μήπως η περίοδος αυτή αρχίζει όταν ο υπήκοος τρίτης χώρας παρουσιάζεται ενώπιον των αρχών κράτους μέλους και προβάλλει το αρχικό του αίτημα για διεθνή προστασία; Ή μήπως αρχίζει όταν οι αρχές κράτους μέλους εκδίδουν έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται, αφενός, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει δικαίωμα παραμονής στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους μέχρις ότου εξεταστεί η αίτηση διεθνούς προστασίας και, αφετέρου, ότι δικαιούται, στη διάρκεια της περιόδου αυτής, ορισμένες παροχές, περιλαμβανομένων επιδομάτων στέγασης και κοινωνικής πρόνοιας; Ή μήπως αυτή αρχίζει με την κατάθεση της αίτησης διεθνούς προστασίας στις αρμόδιες αρχές (και, αν ναι, τι ακριβώς συνιστά «υποβολή» της αίτησης);

 Το νομικό πλαίσιο της Ένωσης

 Ο Χάρτης

2.        Το άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4) εγγυάται το δικαίωμα ασύλου, τηρουμένων των κανόνων της Σύμβασης της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951, σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων (5), και σύμφωνα με τις Συνθήκες.

3.        Κατά το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη, κάθε πρόσωπο του οποίου εθίγησαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου (6).

4.        Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η ΕΣΔΑ.

 Το σύστημα του Δουβλίνου — σύντομη επισκόπηση

5.        Το σύστημα του Δουβλίνου έλκει την καταγωγή του από τον διακρατικό μηχανισμό που θεσπίστηκε με τη σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (7). Το σύστημα του Δουβλίνου προβλέπει κριτήρια και μηχανισμούς για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Οι διατάξεις αυτές ενσωματώθηκαν στη Σύμβαση του Δουβλίνου (8), η οποία έγινε μέρος του κεκτημένου της Ένωσης με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 και, ακολούθως, αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου (9).

 Ο κανονισμός Δουβλίνο III

6.        Στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού επισημαίνονται τα ακόλουθα:

–        Η μέθοδος για τον καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο πρέπει να θεμελιώνεται σε αντικειμενικά και δίκαια κριτήρια, τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Θα πρέπει, ιδίως, να επιτρέπει τον ταχύ προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο, προκειμένου να κατοχυρώνεται η πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες χορήγησης διεθνούς προστασίας και να μην διακυβεύεται ο στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας (10).

–        Η οδηγία για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου (11) θα πρέπει να εφαρμόζεται συμπληρωματικά και με την επιφύλαξη των διατάξεων σχετικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις βάσει του κανονισμού Δουβλίνο III, υπό τους περιορισμούς που προβλέπονται στην εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας (12).

–        Για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων προσώπων, θα πρέπει να θεσπιστούν νομικές εγγυήσεις και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής όσον αφορά αποφάσεις για μεταφορές στο υπεύθυνο κράτος μέλος, σύμφωνα, ιδίως, με τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Προκειμένου να τηρείται το διεθνές δίκαιο, η πραγματική προσφυγή κατά των ανωτέρω αποφάσεων θα πρέπει να καλύπτει την εξέταση τόσο της εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο III όσο και της νομικής και της πραγματικής κατάστασης στο κράτος μέλος στο οποίο μεταφέρεται ο αιτών (13).

–        Όσον αφορά τη μεταχείριση των προσώπων τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο III, τα κράτη μέλη δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από πράξεις του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της σχετικής νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (14). Ο κανονισμός Δουβλίνο III σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως (15).

7.        Στο άρθρο 2 παρατίθενται οι ακόλουθοι ορισμοί:

«α) “υπήκοος τρίτης χώρας”: κάθε πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και που δεν είναι υπήκοος κράτους το οποίο συμμετέχει [στον κανονισμό Δουβλίνο III] δυνάμει συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση·

β)      “αίτηση διεθνούς προστασίας”: η αίτηση διεθνούς προστασίας όπως ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο η΄, της οδηγίας [για την αναγνώριση] (16

γ)      “αιτών”: υπήκοος τρίτης χώρας ή […] άπατρις που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για την οποία δεν έχει ακόμη ληφθεί οριστική απόφαση,

[…]».

8.        Η γενική αρχή που διατυπώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III είναι ότι τα κράτη μέλη «[…] εξετάζουν κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα στο έδαφος οποιουδήποτε από αυτά, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων ή των ζωνών διέλευσης. Η αίτηση εξετάζεται από ένα μόνο κράτος μέλος, το οποίο είναι το οριζόμενο ως υπεύθυνο σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο κεφάλαιο III». Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, εάν δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί το υπεύθυνο κράτος μέλος βάσει των κριτηρίων του κεφαλαίου III, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο κατατέθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 3, παράγραφος 2, κωδικοποιεί την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση N.S. (17). Ορίζει τα εξής:

«Όταν είναι αδύνατη η μεταφορά αιτούντος στο κράτος μέλος που έχει προσδιοριστεί πρωτίστως ως υπεύθυνο, εξαιτίας βάσιμων λόγων που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν συστημικές ελλείψεις στη διαδικασία ασύλου και στις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων στο εν λόγω κράτος μέλος, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, κατά την έννοια του άρθρου 4 [του Χάρτη], το προσδιορίζον κράτος μέλος εξακολουθεί να εξετάζει τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ, ώστε να διαπιστώσει αν άλλο κράτος μέλος μπορεί να προσδιοριστεί ως υπεύθυνο.»

9.        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, προβλέπει ότι «[μ]όλις υποβληθεί σε κράτος μέλος αίτηση διεθνούς προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, οι αρμόδιες αρχές του ενημερώνουν τον αιτούντα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού […]» (18). Τα κράτη μέλη υπέχουν επίσης την υποχρέωση διεξαγωγής συνεντεύξεων με τους αιτούντες δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1 (19).

10.      Το κεφάλαιο III περιλαμβάνει τα άρθρα 7 έως 15. Το άρθρο 7, παράγραφος 1, ορίζει ότι τα κριτήρια του κεφαλαίου III για τον προσδιορισμό του υπευθύνου κράτους μέλους εφαρμόζονται με τη σειρά με την οποία παρατίθενται στο κεφάλαιο αυτό. Ο προσδιορισμός του υπεύθυνου κράτους μέλους πραγματοποιείται βάσει της κατάστασης που ίσχυε τη στιγμή κατά την οποία ο αιτών κατέθεσε την αίτησή του διεθνούς προστασίας για πρώτη φορά σε ένα κράτος μέλος (άρθρο 7, παράγραφος 2).

11.      Στην κορυφή της σχετικής ιεραρχίας τίθενται τα κριτήρια που αφορούν τους ανήλικους (άρθρο 9) και τα μέλη της οικογένειας (άρθρα 9, 10 και 11). Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει ότι στην κύρια δίκη δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής αυτών των κριτηρίων.

12.      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«Όταν διαπιστώνεται, βάσει αποδεικτικών στοιχείων ή των έμμεσων αποδείξεων, όπως περιγράφεται στους δύο καταλόγους που αναφέρονται στο άρθρο 22, παράγραφος 3 του [κανονισμού Δουβλίνο III], συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων που αναφέρονται στον [κανονισμό Eurodac], ότι ο αιτών διέβη παρανόμως, οδικώς, διά θαλάσσης ή δι’ αέρος, τα σύνορα κράτους μέλους προερχόμενος από τρίτη χώρα, αυτό το κράτος μέλος στο οποίο εισήλθε παρανόμως είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Η ευθύνη αυτή παύει να υφίσταται δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα η παράνομη διάβαση των συνόρων».

13.      Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, «[…] κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3, παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος δύναται να αποφασίζει να εξετάζει αίτηση διεθνούς προστασίας που έχει κατατεθεί από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, ακόμη και αν δεν είναι υπεύθυνο για την εξέταση δυνάμει των κριτηρίων που ορίζονται στον [κανονισμό Δουβλίνο III]».

14.      Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, το υπεύθυνο κράτος μέλος υποχρεούται να αναδέχεται αιτούντα ο οποίος κατέθεσε αίτηση σε άλλο κράτος μέλος. Στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 18, παράγραφος 2, προβλέπει ότι το υπεύθυνο κράτος μέλος εξετάζει ή ολοκληρώνει την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτών.

15.      Οι κανόνες που διέπουν τις διαδικασίες σχετικά με την «αναδοχή» ή την «εκ νέου ανάληψη» παρατίθενται στο κεφάλαιο IV. Το άρθρο 20 ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Η διαδικασία προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους κινείται μόλις υποβληθεί για πρώτη φορά αίτηση διεθνούς προστασίας σε ένα κράτος μέλος.

2. Μια αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρείται υποβληθείσα από τη στιγμή κατά την οποία παραλαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους έντυπο που υποβάλλεται από τον αιτούντα ή πρακτικό που καταρτίζεται από τις αρχές. Εάν η αίτηση δεν γίνεται εγγράφως, το διάστημα μεταξύ της δήλωσης πρόθεσης και της κατάρτισης πρακτικού θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν βραχύτερο.

[…]»

16.      Το άρθρο 21, παράγραφος 1, προβλέπει τα εξής:

«1. Εάν το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρεί ότι άλλο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέτασή της, μπορεί να απευθύνει σε αυτό αίτημα περί αναδοχής του αιτούντος, το συντομότερο δυνατό και, σε κάθε περίπτωση, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2.

Παρά το πρώτο εδάφιο, σε περίπτωση σύμπτωσης του Eurodac με δεδομένα που έχουν καταχωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 14 του [κανονισμού Eurodac], το αίτημα αποστέλλεται εντός δύο μηνών από την παραλαβή της σύμπτωσης σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

Εάν το αίτημα περί αναδοχής του αιτούντος δεν υποβληθεί εντός των προθεσμιών του πρώτου και του δεύτερου εδαφίου, η ευθύνη της εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας εμπίπτει στο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση.»

17.      Κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα προβαίνει στις απαραίτητες επαληθεύσεις και αποφαίνεται σχετικά με το αίτημα περί αναδοχής του αιτούντος εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία της παραλαβής του αιτήματος. Δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 2, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής χρησιμοποιούνται συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία και έμμεσες αποδείξεις. Το άρθρο 22, παράγραφος 7, ορίζει ότι η έλλειψη απάντησης εντός της προθεσμίας των δύο μηνών που αναφέρεται στο άρθρο 22, παράγραφος 1, ισοδυναμεί με αποδοχή του αιτήματος περί αναδοχής κατά τη διαδικασία καθορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους όσον αφορά το αίτημα αναδοχής.

18.      Οι διαδικασίες για τα αιτήματα εκ νέου ανάληψης προβλέπονται από τα άρθρα 23 έως 25. Όταν κράτος μέλος στο οποίο ο αιτών έχει υποβάλει νέα αίτηση διεθνούς προστασίας, θεωρεί ότι υπεύθυνο είναι άλλο κράτος μέλος, μπορεί να υποβάλει στο τελευταίο κράτος μέλος αίτημα εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερομένου (άρθρο 23, παράγραφος 1). Το αίτημα αυτό υποβάλλεται το ταχύτερο δυνατό και σε κάθε περίπτωση εντός δύο μηνών από την παραλαβή του θετικού αποτελέσματος αναζήτησης στο σύστημα Eurodac (στο εξής: θετικό αποτέλεσμα Eurodac). Εάν το αίτημα εκ νέου ανάληψης βασίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία διαφορετικά από τα στοιχεία που ελήφθησαν από το σύστημα Eurodac, αποστέλλεται στο κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης διεθνούς προστασίας (άρθρο 23, παράγραφος 2). Όταν το αίτημα εκ νέου ανάληψης δεν υποβάλλεται εντός των οριζομένων προθεσμιών, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας είναι το κράτος μέλος στο οποίο κατατέθηκε η νέα αίτηση (άρθρο 23, παράγραφος 3).

19.      Κατά το άρθρο 24, παράγραφος 2, όταν η αναζήτηση στο σύστημα Eurodac δίνει θετικό αποτέλεσμα, δεν έχει κατατεθεί νέα αίτηση στο υποβάλλον το αίτημα αναδοχής κράτος μέλος και ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας διαμένει στο συγκεκριμένο κράτος μέλος χωρίς τίτλο διαμονής, η προθεσμία που ισχύει για το αίτημα εκ νέου ανάληψης είναι δύο μήνες. Εάν το αίτημα εκ νέου ανάληψης βασίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία διαφορετικά από τα στοιχεία που ελήφθησαν από το σύστημα Eurodac, αποστέλλεται στο κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία το αιτούν κράτος μέλος λαμβάνει γνώση ότι υπεύθυνο για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μπορεί να είναι άλλο κράτος μέλος. Όταν το αίτημα εκ νέου ανάληψης δεν υποβάλλεται εντός των προθεσμιών του άρθρου 24, παράγραφος 2, το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου διαμένει ο ενδιαφερόμενος χωρίς τίτλο διαμονής, του παρέχει τη δυνατότητα να υποβάλει νέα αίτηση (20).

20.      Σύμφωνα με το άρθρο 26, όταν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δέχεται την αναδοχή (ή την εκ νέου ανάληψη) του αιτούντος, το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα κοινοποιεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο την απόφαση για τη μεταφορά του προς το υπεύθυνο κράτος μέλος. Στην απόφαση αυτή πρέπει να περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με τα ένδικα μέσα που παρέχονται.

21.      Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1, οι αιτούντες έχουν το δικαίωμα άσκησης πραγματικής προσφυγής, με τη μορφή ένδικου μέσου ή επανεξέτασης, ενώπιον δικαστηρίου, τόσο για τα πραγματικά όσο και για τα νομικά στοιχεία, κατά απόφασης μεταφοράς. Σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 3, τα κράτη μέλη προβλέπουν στο εθνικό τους δίκαιο ότι ένδικα μέσα ή αιτήσεις επανεξετάσεις κατά αποφάσεων μεταφοράς αναστέλλουν την εκτέλεση των τελευταίων, επιτρέποντας στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να παραμείνει στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους εν αναμονή του αποτελέσματος της προσφυγής του.

22.      Το άρθρο 29 αφορά τις ρυθμίσεις και τις προθεσμίες που ισχύουν ως προς τη μεταφορά του αιτούντος. Κατά το άρθρο 29, παράγραφος 1, η μεταφορά «[…] από το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα προς το υπεύθυνο κράτος μέλος πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους που υπέβαλε το αίτημα, ύστερα από διαβούλευση μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών, μόλις αυτό είναι πρακτικά δυνατόν και το αργότερο εντός προθεσμίας έξι μηνών από την αποδοχή του αιτήματος περί αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερομένου από άλλο κράτος μέλος ή από την έκδοση οριστικής απόφασης επί ενδίκου μέσου ή επανεξέτασης εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 3, υπάρχει ανασταλτικό αποτέλεσμα».

23.      Το άρθρο 35, παράγραφος 1, προβλέπει ότι «[κ]άθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή αμελλητί τις ειδικές αρχές που είναι υπεύθυνες για την εκτέλεση των υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό και τις τυχόν τροποποιήσεις του. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές αυτές να διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους για να φέρουν σε πέρας τα καθήκοντα τους και, ιδίως, για να ανταποκρίνονται, εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, σε αιτήματα πληροφοριών, καθώς και σε αιτήματα αναδοχής και εκ νέου ανάληψης των αιτούντων».

 Ο κανονισμός Eurodac

24.      Σκοπός του συστήματος που θεσπίζεται με τον κανονισμό Eurodac είναι να συνδράμει στον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο, σύμφωνα με τον κανονισμό Δουβλίνο III, να εξετάσει την αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία έχει κατατεθεί σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας, και να διευκολύνει γενικότερα την εφαρμογή του ως άνω κανονισμού (21). Ως «σύμπτωση» ορίζεται «[έ]να ή περισσότερα συμπίπτοντα στοιχεία, τα οποία καθορίζονται από το κεντρικό σύστημα μετά από αντιπαραβολή των δεδομένων των δακτυλικών αποτυπωμάτων που έχουν καταχωριστεί στην μηχανογραφημένη κεντρική βάση δεδομένων και εκείνων που διαβιβάζει το κράτος μέλος σχετικά με ένα πρόσωπο […]» (22).

25.      Κατά το άρθρο 9, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει πάραυτα τα δακτυλικά αποτυπώματα όλων των δακτύλων κάθε αιτούντος διεθνή προστασία ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών, το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός 72 ωρών από την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III, και τα διαβιβάζει στο κεντρικό σύστημα (23). Τα δεδομένα αποθηκεύονται για περίοδο 10 ετών. Η υποχρέωση συλλογής και διαβίβασης των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων ισχύει επίσης και έναντι υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι συλλαμβάνονται κατά την παράνομη διάβαση εξωτερικών συνόρων (άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 2). Τα δεδομένα που συλλέγονται καταχωρίζονται στο κεντρικό σύστημα. Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης εκπόνησης στατιστικών, τα δεδομένα που καταχωρίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο χρησιμοποιούνται αποκλειστικά προς αντιπαραβολή με δεδομένα αιτούντων διεθνή προστασία (24).

 Ο εκτελεστικός κανονισμός

26.      Ο εκτελεστικός κανονισμός θεσπίζει ειδικές ρυθμίσεις προκειμένου να βελτιωθεί η συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή του κανονισμού Δουβλίνο III όσον αφορά τη διαβίβαση και τη διεκπεραίωση των αιτημάτων αναδοχής και εκ νέου ανάληψης των αιτούντων διεθνή προστασία (25). Στον εκτελεστικό κανονισμό προσαρτάται το τυποποιημένο έντυπο των αιτημάτων αναδοχής. Μεταξύ άλλων, το αίτημα πρέπει να περιλαμβάνει αντίγραφο όλων των αποδεικτικών στοιχείων και έμμεσων αποδείξεων που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας το κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται το αίτημα, καθώς και τα δεδομένα που συνδέονται με το θετικό αποτέλεσμα του Eurodac (26).

27.      Το παράρτημα II του εκτελεστικού κανονισμού περιλαμβάνει δύο καταλόγους, τον «κατάλογο Α» και τον «κατάλογο Β», στους οποίους απαριθμούνται τα αποδεικτικά μέσα που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους κατά την έννοια του κανονισμού Δουβλίνο III. Ο κατάλογος Α αναφέρει τα τυπικά αποδεικτικά μέσα βάσει των οποίων καθορίζεται η ευθύνη εφόσον αυτή δεν αντικρούεται από αντίθετα αποδεικτικά στοιχεία. Στο σημείο 7, πρώτη περίπτωση, του καταλόγου μνημονεύεται το θετικό αποτέλεσμα Eurodac μετά από αντιπαραβολή των δακτυλικών αποτυπωμάτων που έχουν ληφθεί από τον αιτούντα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 του κανονισμού Eurodac, με τα δεδομένα τα οποία είναι αποθηκευμένα στο κεντρικό σύστημα.

 Η οδηγία για την αναγνώριση

28.      Η οδηγία για την αναγνώριση θέτει τους κανόνες για την αναγνώριση υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για τη θέσπιση ενιαίου καθεστώτος υπέρ των προσφύγων ή των ατόμων που δικαιούνται επικουρική προστασία, και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (27). Μεταξύ των ορισμών που παρατίθενται στο άρθρο 2, περιλαμβάνονται και οι ακόλουθοι:

«α)      “διεθνής προστασία”: το καθεστώς πρόσφυγα και το καθεστώς επικουρικής προστασίας […]

[…]

η)      “αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας”: η αίτηση παροχής προστασίας από κράτος μέλος που υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτείται καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας και ο οποίος δεν αιτείται ρητώς να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας, μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, δυναμένη να ζητηθεί αυτοτελώς·

[…]».

 Η οδηγία για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου

29.      Η οδηγία για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου θεσπίζει κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και την ανάκληση της διεθνούς προστασίας (28). Η οδηγία εφαρμόζεται στις αιτήσεις διεθνούς προστασίας οι οποίες υποβάλλονται στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (29). Για όλες τις διαδικασίες, τα κράτη μέλη ορίζουν την αποφαινόμενη αρχή που θα είναι υπεύθυνη για την εξέταση των σχετικών αιτήσεων. Τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια να προβλέπουν αν η αποφαινόμενη αρχή θα είναι επίσης υπεύθυνη και για τη διεκπεραίωση υποθέσεων κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού Δουβλίνο III (30).

30.      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, όταν ένα πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε αρχή αρμόδια για την καταχώριση των αιτήσεων αυτών δυνάμει του εθνικού δικαίου, η καταχώριση γίνεται το αργότερο τρεις εργάσιμες ημέρες μετά την υποβολή της αίτησης. Εάν η αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται σε άλλες αρχές, οι οποίες δεν είναι αρμόδιες για την καταχώριση δυνάμει του εθνικού δικαίου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η καταχώριση να γίνεται το αργότερο έξι εργάσιμες ημέρες μετά την υποβολή της αίτησης. Οι αρχές αυτές οφείλουν να ενημερώνουν τους αιτούντες σχετικά με τον τόπο και τον τρόπο υποβολής αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το πρόσωπο το οποίο έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας να έχει πραγματική δυνατότητα να την καταθέσει το ταχύτερο δυνατό (31). Με την επιφύλαξη του άρθρου 6, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας να κατατίθενται αυτοπροσώπως και/ή σε καθορισμένο χώρο (άρθρο 6, παράγραφος 3). Το άρθρο 6, παράγραφος 4, ορίζει ότι, «[κ]ατά παρέκκλιση της παραγράφου 3, θεωρείται ότι έχει κατατεθεί αίτηση διεθνούς προστασίας, όταν οι αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους λαμβάνουν έντυπο το οποίο έχει υποβάλει ο αιτών ή, όταν προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, επίσημη έκθεση».

31.      Στους αιτούντες διεθνή προστασία επιτρέπεται να παραμείνουν στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αποκλειστικά για τον σκοπό της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεών τους (32).

 Η οδηγία για την υποδοχή

32.      Η οδηγία 2013/33/ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (33), όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο η΄, της οδηγίας για την αναγνώριση, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη ενημερώνουν τους αιτούντες, εντός προθεσμίας 15 ημερών από την «υποβολή» της αίτησης, για τις τυχόν παροχές που προβλέπονται και για τις υποχρεώσεις προς τις οποίες πρέπει να συμμορφώνονται σε σχέση με τις συνθήκες υποδοχής (άρθρο 5, παράγραφος 1). Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι εντός τριών ημερών από την πρώτη υποβολή της αίτησης, χορηγείται στον αιτούντα έγγραφο το οποίο πιστοποιεί ότι πρόκειται για αιτούντα ή ότι του/της επιτρέπει να παραμείνει στο έδαφος του κράτους μέλους επί όσο διάστημα εκκρεμεί ή εξετάζεται η αίτησή του/της (άρθρο 6, παράγραφος 1).

 Εθνική νομοθεσία

33.      Από τις διευκρινίσεις τις οποίες παρέχει το αιτούν δικαστήριο στην απόφαση περί παραπομπής συνάγεται ότι, στην περίπτωση που υπήκοος τρίτης χώρας ζητεί να τύχει διεθνούς προστασίας στη Γερμανία, το εθνικό σύστημα διακρίνει μεταξύ, αφενός, των ατύπων αιτημάτων ασύλου που προβάλλονται ενώπιον των αρχών (όπως η συνοριοφυλακή, η αστυνομία, οι υπάλληλοι της υπηρεσίας μετανάστευσης ή τα κέντρα υποδοχής των αιτούντων άσυλο) και, αφετέρου, της κατάθεσης επίσημης αίτησης για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας στην Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Προσφύγων, στο εξής: BAMF), η οποία είναι, βάσει του εθνικού δικαίου, η αποφαινόμενη αρχή για αιτήσεις ασύλου και αρμόδια να λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα με τη νομοθεσία περί αλλοδαπών.

34.      Αρχικώς, ο υπήκοος της τρίτης χώρας προωθείται σε αρμόδιο κέντρο υποδοχής, το οποίο οφείλει να ενημερώσει την BAMF. Οι γερμανικές αρχές υποχρεούνται να χορηγούν σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας πιστοποιητικό εγγραφής του ως αιτούντος άσυλο (στο εξής: πιστοποιητικό εγγραφής). Από εκείνο το σημείο και έπειτα, ο ενδιαφερόμενος επιτρέπεται να διαμένει νομίμως στη Γερμανία μέχρι την περάτωση της διαδικασίας που αφορά την εξέταση της αίτησης ασύλου του. Ακολούθως, ο υπήκοος της τρίτης χώρας καλείται σε προσωπική ακρόαση και οφείλει να παραστεί αυτοπροσώπως στα κατά τόπους γραφεία της BAMF προκειμένου να καταθέσει επισήμως αίτηση διεθνούς προστασίας.

 Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και προδικαστικά ερωτήματα

35.      Ο T. Mengesteab (στο εξής: αιτών) είναι υπήκοος Ερυθραίας. Δηλώνει ότι εισήλθε για πρώτη φορά στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 4 Σεπτεμβρίου 2015, στην Ιταλία, διαπλέοντας τη Μεσόγειο από τη Λιβύη. Στη Γερμανία έφτασε στις 12 Σεπτεμβρίου 2015, έχοντας ταξιδέψει διά ξηράς από την Ιταλία. Στις 14 Σεπτεμβρίου 2015, οι γερμανικές αρχές του χορήγησαν πιστοποιητικό εγγραφής το οποίο είχε εκδοθεί από την τοπική κυβέρνηση του κρατιδίου της Άνω Βαυαρίας κατόπιν ανεπισήμου αιτήματός του για τη χορήγηση ασύλου. Στις 8 Οκτωβρίου 2015, η Κεντρική Αρχή Μετανάστευσης του Bielefeld του χορήγησε και δεύτερο πιστοποιητικό εγγραφής. Στις 14 Ιανουαρίου 2016, ο T. Mengesteab απέστειλε στην BAMF το δεύτερο αυτό πιστοποιητικό εγγραφής, το οποίο απέστειλε εκ νέου στις 6 Φεβρουαρίου 2016. Στις 22 Ιουλίου 2016, ο T. Mengesteab κατέθεσε επίσημη αίτηση διεθνούς προστασίας ενώπιον της BAMF.

36.      Όπως προέκυψε από έρευνα που διενεργήθηκε στη βάση Eurodac στις 19 Αυγούστου 2016, στην Ιταλία είχαν ληφθεί τα δακτυλικά αποτυπώματα του T. Mengesteab (θετικό αποτέλεσμα Eurodac IT2LE01HRQ) χωρίς ωστόσο ο ίδιος να υποβάλει εκεί αίτηση για χορήγηση ασύλου. Οι γερμανικές αρχές υπέβαλαν αυθημερόν αίτημα αναδοχής προς τις αντίστοιχες ιταλικές. Το αίτημα αυτό παρέμεινε αναπάντητο από τις ιταλικές αρχές.

37.      Με απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, η οποία επιδόθηκε στον T. Mengesteab στις 16 Νοεμβρίου 2016, η BAMF έκρινε ότι το αίτημα διεθνούς προστασίας ήταν απαράδεκτο και, ως εκ τούτου, απέρριψε την αίτηση ασύλου και διέταξε την απέλασή του στην Ιταλία. Η BAMF έκρινε ότι υπεύθυνο κράτος μέλος για να εξετάσει την αίτηση ήταν η Ιταλία και όχι η Γερμανία, καθόσον ο αιτών διέβη παρανόμως τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης ταξιδεύοντας στην Ιταλία από τη Λιβύη και, κατά συνέπεια, η περίπτωσή του εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III.

38.      Στις 17 Νοεμβρίου 2016, ο T. Mengesteab άσκησε προσφυγή κατ’ αυτής της απόφασης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου υποβάλλοντας παράλληλα και αίτημα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης μεταφοράς. Στις 22 Δεκεμβρίου 2016, το δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα περί αναστολής της διάταξης για την απέλασή του.

39.      Ο T. Mengesteab υποστηρίζει ότι υπεύθυνη για την εξέταση της αίτησης ασύλου του είναι η Γερμανία, διότι το αίτημα αναδοχής υποβλήθηκε μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας που τάσσει το πρώτο εδάφιο του άρθρου 21, του κανονισμού Δουβλίνο III. Κατά την άποψή του, η προθεσμία για την υποβολή του αιτήματος αναδοχής είχε αρχίσει να τρέχει από τη στιγμή που ο ίδιος προέβαλε το ανεπίσημο αίτημα για χορήγηση ασύλου στις 14 Σεπτεμβρίου 2015. Το ίδιο δε ισχύει ακόμη και όταν υπάρχει θετικό αποτέλεσμα Eurodac, καθόσον η βραχύτερη προθεσμία των δύο μηνών που προβλέπεται από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 21, αποσκοπεί στην επιτάχυνση της διαδικασίας αναδοχής.

40.      Η BAMF αντιτείνει ότι, πρώτον, οι αιτούντες δεν μπορούν να στηριχθούν στους κανόνες του κανονισμού Δουβλίνο III σχετικά με τις προθεσμίες για να ασκήσουν ένδικο μέσο ή να ζητήσουν επανεξέταση, διότι οι κανόνες αυτοί δεν θεμελιώνουν ατομικά δικαιώματα. Δεύτερον, η BAMF υποστηρίζει ότι οι προβλεπόμενες προθεσμίες δεν εκκινούν παρά μόνο μετά την κατάθεση επίσημης αίτησης ασύλου.

41.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ο T. Mengesteab μπορεί να αμφισβητήσει την εφαρμογή των προθεσμιών του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III μέσω της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 27, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να του παρασχεθούν ερμηνευτικές διευκρινίσεις, ιδίως, ως προς το τι ακριβώς νοείται ως κατάθεση αίτησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τον κανονισμό Δουβλίνο III.

42.      Συνακόλουθα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά:

«1)      Μπορεί ο αιτών άσυλο να επικαλεστεί τη μεταβίβαση της ευθύνης στο κράτος μέλος που υπέβαλε αίτημα αναδοχής λόγω παρελεύσεως της προθεσμίας για την υποβολή του αιτήματος αναδοχής (άρθρο 21, παράγραφος 1, υποπαράγραφος 3, του [κανονισμού Δουβλίνο III]);

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα: Μπορεί ο αιτών άσυλο να επικαλεστεί τη μεταβίβαση της ευθύνης, ακόμα και αν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναδοχής εξακολουθεί να είναι διατεθειμένο να προβεί σε αναδοχή του;

3)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο δεύτερο ερώτημα: Μπορεί από τη ρητή ή πλασματική συναίνεση (άρθρο 22, παράγραφος 7, του [κανονισμού Δουβλίνο III] του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναδοχής να συναχθεί ότι το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αυτό εξακολουθεί να είναι διατεθειμένο να προβεί σε αναδοχή του αιτούντος άσυλο;

4)      Μπορεί η δίμηνη προθεσμία του άρθρου 21, παράγραφος 1, υποπαράγραφος 2, του [κανονισμού Δουβλίνο III], να λήξει μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 21, παράγραφος 1, υποπαράγραφος 1, του [κανονισμού Δουβλίνο III], σε περίπτωση που το υποβάλλον αίτημα αναδοχής κράτος μέλος αφήνει να παρέλθει διάστημα πλέον του μηνός από την έναρξη της τρίμηνης προθεσμίας πριν απευθύνει αίτημα προς τη βάση δεδομένων EURODAC;

5)      Η αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρείται υποβληθείσα, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του [κανονισμού Δουβλίνο III], ήδη την πρώτη φορά που εκδίδεται πιστοποιητικό εγγραφής του ενδιαφερομένου ως αιτούντος άσυλο ή μόνον αφού καταρτιστεί το πρακτικό για την υποβολή επίσημης αίτησης περί χορήγησης ασύλου; Ειδικότερα:

α)      Αποτελεί το πιστοποιητικό εγγραφής του ενδιαφερομένου ως αιτούντος άσυλο έντυπο ή πρακτικό υπό την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του [κανονισμού Δουβλίνο III];

β)      Αρμόδια αρχή υπό την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του [κανονισμού Δουβλίνο III], είναι η αρχή η οποία είναι αρμόδια για την παραλαβή του εντύπου ή την έκδοση του πρακτικού ή η αρχή που είναι αρμόδια να αποφανθεί επί της αίτησης ασύλου;

γ)      Το πρακτικό που καταρτίζεται από τις αρχές θεωρείται ότι έχει παραληφθεί από την αρμόδια αρχή όταν κοινοποιείται σε αυτήν το ουσιώδες περιεχόμενο του εντύπου ή του πρακτικού ή θα πρέπει να της έχει διαβιβαστεί το πρωτότυπο ή αντίγραφο του πρακτικού;

6)      Δύνανται καθυστερήσεις μεταξύ της για πρώτη φορά υποβολής αιτήματος ασύλου ή της πρώτης έκδοσης πιστοποιητικού εγγραφής του ενδιαφερομένου ως αιτούντος άσυλο και της υποβολής του αιτήματος αναδοχής να έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της ευθύνης στο κράτος μέλος που υπέβαλε αίτημα αναδοχής, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 21, παράγραφος 1, υποπαράγραφος 3, του [κανονισμού Δουβλίνο III], ή την υποχρέωση του κράτους μέλους που υπέβαλε αίτημα αναδοχής να κάνει χρήση του παρεχομένου από το άρθρο 17, παράγραφος 1, υποπαράγραφος 1, του [κανονισμού Δουβλίνο III] δικαιώματός του να υπεισέρχεται στην εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας ακόμη και αν δεν είναι υπεύθυνο για την εξέτασή της;

7)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο έκτο ερώτημα, όσον αφορά μία από τις δύο εναλλακτικές περιπτώσεις που αυτό προβλέπει: ποιο είναι το χρονικό διάστημα μετά την πάροδο του οποίου δύναται να θεωρηθεί ότι το αίτημα αναδοχής υποβλήθηκε με αδικαιολόγητη καθυστέρηση;

8)      Έχει τηρηθεί η προθεσμία του άρθρου 21, παράγραφος 1, υποπαράγραφος 1, του [κανονισμού Δουβλίνο III] σε περίπτωση που το κράτος μέλος που υποβάλλει αίτημα αναδοχής αναφέρει στο αίτημα αυτό μόνον την ημερομηνία εισόδου στο υποβάλλον το αίτημα αναδοχής κράτος μέλος και την ημερομηνία υποβολής της επίσημης αίτησης ασύλου, χωρίς όμως να αναφέρει και την ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκε για πρώτη φορά αίτημα χορήγησης ασύλου ή την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε για πρώτη φορά πιστοποιητικό εγγραφής του ενδιαφερομένου ως αιτούντος άσυλο, ή είναι ένα τέτοιο αίτημα «ανίσχυρο»;».

43.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Γερμανική και η Ουγγρική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 25 Απριλίου 2017, ανέπτυξαν προφορικώς παρατηρήσεις όλοι οι ανωτέρω, καθώς επίσης ο T. Mengesteab και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.

 Ανάλυση

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

44.      Στην απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι ο T. Mengesteab εισήλθε στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ταξιδεύοντας από τη Λιβύη στην Ιταλία, έχοντας πραγματοποιήσει τον διάπλου της Μεσογείου. Ως υπήκοος Ερυθραίας θα έπρεπε να διαθέτει θεώρηση κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών της Ένωσης (34). Τούτο κατά πάσα πιθανότητα δεν συνέβη και, συνεπώς, η είσοδός του στο έδαφος της Ένωσης ήταν παράνομη στον βαθμό που ο ίδιος δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν (35). Με αυτά τα δεδομένα κατά νου, το αιτούν δικαστήριο θέτει τα ερωτήματά του λαμβάνοντας ως σημείο αφετηρίας, αφενός, ότι η περίπτωση του T. Mengesteab εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III και, αφετέρου, ότι, σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, υπεύθυνο κράτος μέλος είναι η Ιταλία.

45.      Είναι βάσιμη η παραδοχή του αιτούντος δικαστηρίου ότι η είσοδος του T. Mengesteab στην Ιταλία ήταν παράνομη κατά την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης;

46.      Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας δεν τίθεται ρητώς ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Παρόμοιο ζήτημα, το οποίο αφορά τη διέλευση χερσαίων συνόρων από υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι ταξίδευσαν μέσω των δυτικών Βαλκανίων μεταξύ του φθινοπώρου του 2015 και της άνοιξης του 2016, εκκρεμεί επί του παρόντος ενώπιον του Δικαστηρίου στις υποθέσεις A.S. (36) και Jafari (37). Στις υποθέσεις εκείνες, το Δικαστήριο έχει κληθεί να παράσχει διευκρινίσεις σχετικά με το νόημα της φράσης «[…] διέβη παρανόμως […] τα σύνορα κράτους μέλους» στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, σε συνδυασμό με την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, το οποίο παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να παρεκκλίνουν από μία ή περισσότερες προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, της ίδιας πράξης (όπως η κατοχή έγκυρης θεώρησης) για ανθρωπιστικούς λόγους ή λόγω των διεθνών τους υποχρεώσεων, επιτρέποντας στους υπηκόους τρίτων χωρών την είσοδο στο έδαφός τους.

47.      Εξετάστηκε το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο της υπόθεσης του T. Mengesteab; Εάν όχι, δεν θα έπρεπε;

48.      Πρόκειται όχι μόνο για δύσκολο αλλά και για ευαίσθητο ζήτημα, το οποίο μας φέρνει μπροστά σε άρρητα πολιτικά διλήμματα και σε οδυνηρή αμηχανία, λόγω των τραγικών ιστοριών των ανθρώπων που χάνουν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να διασχίσουν τη Μεσόγειο. Μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν υπέβαλε σχετικό ερώτημα, εντούτοις, το ζήτημα αυτό έχει καθοριστική σημασία προκειμένου να διαπιστωθεί πώς ακριβώς εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση ο κανονισμός Δουβλίνο III. Εάν θεωρηθεί ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεν είναι το προσήκον από τα κριτήρια του κεφαλαίου III, ενδέχεται να παρέλκει η απάντηση στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν.

49.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι τον Απρίλιο του 2015, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε μετ’ επιτάσεως την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες ανθρώπινων ζωών στη θάλασσα (38). Κατόπιν τούτου, η Ένωση και παράκτια κράτη μέλη όπως η Ιταλία ανέλαβαν, συχνά σε συνεργασία με τη Frontex (ήτοι τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) (39), μεγάλο αριθμό συντονισμένων επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης (στο εξής: SAR) ή συνοριακών ελέγχων, οι οποίοι συνεπάγονται ανάλογες ευθύνες.

50.      Κατά τα φαινόμενα, επικρατεί η σιωπηρή παραδοχή ότι κάθε εν δυνάμει αιτών διεθνή προστασία ο οποίος εισέρχεται στο έδαφος κράτους μέλους κατόπιν επιτυχούς διάπλου έχει κατ’ ανάγκην διαβεί τα εξωτερικά σύνορα του οικείου κράτους μέλους «παρανόμως» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Κατ’ εμέ, η παραδοχή αυτή δεν είναι απαραίτητο να ισχύει σε κάθε περίπτωση.

51.      Στην περίπτωση προσώπου το οποίο, μετά από θαλάσσιο ταξίδι, αποβιβάζεται με ασφάλεια και χωρίς να εντοπιστεί και ακολούθως, σε μεταγενέστερο στάδιο, παρουσιάζεται ενώπιον των αρχών είτε του εν λόγω είτε άλλου κράτους μέλους, το συμπέρασμα ότι το πρόσωπο αυτό διέβη μάλλον «παρανόμως» τα σύνορα του πρώτου κράτους μέλους είναι εύλογο: για την ακρίβεια, σχεδόν πάντοτε ευσταθεί. Όταν όμως κάποιος διασώζεται στην ανοικτή θάλασσα από ένα υπερπλήρες, φουσκωτό πλοιάριο το οποίο βυθίζεται, η νομική κατάσταση είναι σημαντικά πιο περίπλοκη. Το ζήτημα ενδέχεται να είναι ακόμη πιο σύνθετο όταν κάποιος διασώζεται εντός των χωρικών υδάτων κράτους μέλους.

52.      Η υποχρέωση παροχής βοήθειας σε πρόσωπα τα οποία βρίσκονται σε κίνδυνο στη θάλασσα συνιστά «[…] ένα εκ των παλαιότερων και θεμελιωδέστερων στοιχείων του δικαίου της θάλασσας» (40). Το άρθρο 98, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (στο εξής: UNCLOS) ορίζει ότι κάθε κράτος πρέπει να απαιτεί από τον πλοίαρχο οποιουδήποτε πλοίου φέρει τη σημαία του να πλέει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ταχύτητα για τη διάσωση ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο, εφόσον μπορεί να το πράξει χωρίς να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο το πλοίο, το πλήρωμα ή τους επιβάτες του. Το άρθρο 98, παράγραφος 2, της UNCLOS προβλέπει ότι κάθε παράκτιο κράτος πρέπει να μεριμνά για την ίδρυση, λειτουργία και συντήρηση επαρκούς και αποτελεσματικής υπηρεσίας έρευνας και διάσωσης στη θάλασσα (41).

53.      Ως «ασφαλής τόπος» νοείται η τοποθεσία εκείνη στην οποία θεωρείται ότι ολοκληρώνονται οι επιχειρήσεις διάσωσης. Είναι επίσης ο τόπος όπου η ζωή του επιζώντος δεν διατρέχει πλέον κίνδυνο και μπορούν να καλυφθούν οι βασικές ανθρώπινες ανάγκες του (όπως η τροφή, η στέγη και η ιατρική περίθαλψη). Επιπλέον, είναι ο τόπος όπου μπορούν να διευθετηθούν τα ζητήματα μεταφοράς των επιζώντων στον επόμενο ή τον τελικό προορισμό τους (42). Πάντως, το παράκτιο κράτος (ή το κράτος σημαίας του πλοίου ή το κράτος που διεξάγει την επιχείρηση SAR) δεν υπέχει ειδική συνακόλουθη υποχρέωση να επιτρέψει στους διασωθέντες να αποβιβαστούν στο έδαφός του (43). Κατ’ αρχήν, (και, προφανώς, υπό την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής μη επαναπροώθησης) υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίοι διασώζονται είτε από σκάφος το οποίο φέρει τη σημαία κράτους μέλους της Ένωσης είτε εντός των χωρικών υδάτων κράτους μέλους μπορούν να αποβιβαστούν σε κράτος το οποίο δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (44). Πριν από δέκα χρόνια, το 2007, η Επιτροπή επισήμανε τα προβλήματα που συνδέονταν με τον καθορισμό του πλέον κατάλληλου λιμένα για αποβίβαση (45). Το 2009, η Επιτροπή Διευκολύνσεων του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού πρότεινε ότι, σε περίπτωση αδυναμίας εξεύρεσης ασφαλούς τόπου για τους διασωθέντες, η κυβέρνηση που είναι υπεύθυνη για την περιοχή SAR θα πρέπει να δέχεται την αποβίβασή τους, αλλά, στη συνέχεια, η πρόταση αυτή απορρίφθηκε (46). Μετά από πρωτοβουλία του Συμβουλίου το 2010 (47), η οποία ακυρώθηκε από το Δικαστήριο για διαδικαστικούς λόγους (48), ο κανονισμός Frontex θέσπισε τον ακόλουθο βασικό κανόνα όσον αφορά τις επιχειρήσεις SAR: το κράτος μέλος υποδοχής και τα συμμετέχοντα κράτη μέλη συνεργάζονται με το αρμόδιο κέντρο συντονισμού της διάσωσης προκειμένου να εντοπίσουν ασφαλή τόπο, αλλά εάν τούτο δεν είναι εφικτό «[…] μόλις υπάρχει πρακτικά η δυνατότητα», οι διασωθέντες μπορούν να αποβιβαστούν στο κράτος μέλος υποδοχής (49). Πάντως, ο κανονισμός Frontex δεν τυγχάνει εφαρμογής στα χωρικά ύδατα τρίτων χωρών (50) και έχει, επιπλέον, επικριθεί διότι δεν προβλέπει «[…] σαφείς έννομες υποχρεώσεις για την αποβίβαση σε περιπτώσεις SAR» (51).

54.      Από την προεκτεθείσα συνοπτική επισκόπηση προκύπτει ότι ο συνδυασμός των σχετικών διατάξεων του διεθνούς δικαίου της θάλασσας, του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου (υπό τη μορφή της Σύμβασης της Γενεύης του 1951) και του δικαίου της Ένωσης δεν δίνει άμεση και σαφή απάντηση στο ερώτημα αν πρόσωπα τα οποία διασώζονται κατά τον διάπλου της Μεσογείου και αποβιβάζονται σε παράκτιο κράτος μέλος της Ένωσης (συνήθως, αλλά όχι κατ’ αποκλειστικότητα, στην Ελλάδα ή την Ιταλία) πρέπει να θεωρείται ότι διέβησαν «παρανόμως» τα σύνορα του εν λόγω κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III.

55.      Ούτως ή άλλως, η προκειμένη περίπτωση δεν είναι η κατάλληλη αφορμή για να παράσχει το Δικαστήριο τις απαραίτητες ερμηνευτικές διευκρινίσεις. Δεδομένου ότι το ζήτημα δεν τέθηκε στο πλαίσιο της αίτησης προδικαστικής απόφασης, τα κράτη μέλη τα οποία εμπλέκονται στην εφαρμογή του συστήματος του Δουβλίνου (52) δεν ενημερώθηκαν σχετικά. Ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να αποφασίσουν μετά λόγου γνώσεως αν θα υπέβαλλαν γραπτές παρατηρήσεις αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.

56.      Από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην αίτηση προδικαστικής απόφασης το Δικαστήριο δεν δύναται να γνωρίζει αν ο T. Mengesteab διασώθηκε στη θάλασσα (και αν ναι, από ποιόν) ή αν πράγματι του είχε επιτραπεί η είσοδος στην Ιταλία για ανθρωπιστικούς λόγους ή κατ’ εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κράτους μέλους από το διεθνές δίκαιο. Είναι εξίσου πιθανό όλες οι κινήσεις του να ήταν, αντιθέτως, εντελώς λαθραίες. Αναμφιβόλως, σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να θεωρηθεί σχεδόν βέβαιο ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III έχει εφαρμογή στην περίπτωσή του.

57.      Για τους λόγους αυτούς, καίτοι θεωρώ ότι ήταν καθήκον μου να αναδείξω το γενικότερο πρόβλημα, εντούτοις, έχω την άποψη ότι η ορθή ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III στο πλαίσιο θαλάσσιου διάπλου ο οποίος ολοκληρώνεται με την αποβίβαση στο έδαφος παράκτιου κράτους μέλους είναι ζήτημα το οποίο θα πρέπει να αποσαφηνιστεί στο πλαίσιο άλλης υπόθεσης, όπου θα έχει τεθεί ευθέως από το αιτούν δικαστήριο. Στρέφω λοιπόν τώρα την προσοχή μου στα ερωτήματα τα οποία υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

 Ερωτήματα 1, 2 και 3

58.      Τα ερωτήματα 1 έως 3 συνδέονται στενά μεταξύ τους. Κατ’ ουσίαν, με αυτά ζητείται να διευκρινιστεί αν ο T. Mengesteab μπορεί να προσβάλει την απόφαση για μεταφορά του από τη Γερμανία στην Ιταλία ως υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησής του κράτος μέλος.

 Ερώτημα 1: Γενικές παρατηρήσεις

59.      Με το ερώτημα 1 το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ επιτρέπει σε αιτούντα διεθνή προστασία να προσβάλει την απόφαση μεταφοράς του σε περίπτωση που το υποβάλλον το αίτημα αναδοχής κράτος μέλος (εν προκειμένω η Γερμανία) δεν συμμορφώνεται προς την τρίμηνη προθεσμία την οποία τάσσει για την υποβολή τέτοιας αίτησης το άρθρο 21, παράγραφος 1.

60.      Η Γερμανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζονται ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα 1. Ο T. Mengesteab και η Ουγγρική Κυβέρνηση έχουν αντίθετη άποψη. Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή είχε διατυπώσει την άποψη ότι ο αιτών μπορεί να προσφύγει κατά της απόφασης μεταφοράς του για αυτόν τον λόγο. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση όμως, η Επιτροπή μετέβαλε την άποψή της. Υποστήριξε ότι το δικαίωμα του αιτούντος για άσκηση ενδίκων μέσων ή επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, δεν καλύπτει εκείνες τις διατάξεις του κανονισμού που καθορίζουν τις προθεσμίες εντός των οποίων τα κράτη μέλη οφείλουν να υποβάλουν αίτημα αναδοχής.

61.      Κατά τη γνώμη μου, το ερώτημα 1 εγείρει δύο ευρύτερα ζητήματα, ήτοι, αφενός, την ερμηνεία του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και, αφετέρου, το πεδίο του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1. Ουσιαστικά, το θέμα είναι αν οι ενέργειες των κρατών μελών, ή πιο συγκεκριμένα η παράλειψή τους να δράσουν εντός των οριζομένων στον κανονισμό προθεσμιών, θα πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο μέσω προσφυγής την οποία ασκεί ο αιτών ενώπιον εθνικού δικαστηρίου κατά απόφασης μεταφοράς.

62.      Κατά την εξέταση αυτών των ζητημάτων, θεωρώ ότι είναι κεφαλαιώδους σημασίας να ληφθούν υπόψη ορισμένες γενικές αρχές της νομολογίας του Δικαστηρίου, οι οποίες επιβεβαιώνονται στο προοίμιο του κανονισμού Δουβλίνο III (53). Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι η Ένωση στηρίζεται στις αρχές του κράτους δικαίου, υπό την έννοια ότι τόσο τα κράτη μέλη της όσο και τα θεσμικά της όργανα πρέπει οπωσδήποτε να υπόκεινται σε έλεγχο όσον αφορά τη συμφωνία των πράξεών τους με τον Χάρτη και με τις Συνθήκες, όπου καθιερώνεται ένα πλήρες σύστημα ενδίκων μέσων και διαδικασιών, το οποίο αναθέτει στο Δικαστήριο τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Εξάλλου, τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, των οποίων την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο. Προς τούτο, το Δικαστήριο εμπνέεται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και, ιδίως, από την ΕΣΔΑ η οποία, συναφώς, ενέχει ιδιαίτερη σημασία (54).

63.      Στα κρίσιμα εν προκειμένω θεμελιώδη δικαιώματα καταλέγονται, μεταξύ άλλων, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, τα οποία κατοχυρώνονται από το άρθρο 47 του Χάρτη. Το πρώτο αποτελεί τμήμα των διαδικαστικών δικαιωμάτων που καλύπτει το δικαίωμα ακρόασης. Το δεύτερο συνίσταται στην υποχρέωση την οποία υπέχουν οι αρμόδιες αρχές να παράσχουν στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του, καθώς και να έχει πρόσβαση στην άσκηση αποτελεσματικών ενδίκων μέσων για κάθε είδους προσβολή των δικαιωμάτων που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης (55). Υπ’ αυτήν την έννοια, το άρθρο 47 έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής σε σχέση με τα αντίστοιχα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ (56).

64.      Λαμβανομένων υπόψη αυτών των γενικών αρχών κατά την ερμηνεία των άρθρων 21, παράγραφος 1, και 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III, φρονώ ότι, για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια, η απάντηση στο ερώτημα 1 θα πρέπει να είναι καταφατική. Οι πρακτικές συνέπειες για την υπόθεση του T. Mengesteab θα εξαρτηθούν και από την απάντηση στο ερώτημα 5, το οποίο αφορά το πότε λογίζεται ως «υποβληθείσα» μια αίτηση διεθνούς προστασίας. Το χρονικό αυτό σημείο σηματοδοτεί την έναρξη της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο του άρθρου 21, παράγραφος 1 (57).

 Άρθρο 21, παράγραφος 1 του κανονισμού Δουβλίνο III

65.      Μολονότι είναι αληθές ότι δεν προβλέπεται ρητώς ότι οι προθεσμίες του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III υπόκεινται στην άσκηση ενδίκου μέσου ή σε επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 1, εντούτοις, η ερμηνεία αυτή ούτε αντιβαίνει στο γράμμα της ρύθμισης ούτε αντίκειται στους σκοπούς της (58).

66.      Το ενδεχόμενο να ανακύψουν συγκρούσεις μεταξύ των ατομικών δικαιωμάτων και των διακρατικών μηχανισμών που θεσπίζονται από διαδικασίες τις οποίες διέπει το σύστημα του Δουβλίνου είναι ήδη γνωστό από τότε που δημιουργήθηκε το όλο σύστημα (59). Δεδομένου ότι, αρχικώς, το σύστημα του Δουβλίνου είχε προβλεφθεί προκειμένου να παράσχει στα κράτη μέλη έναν μηχανισμό για τον ταχύ προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για τη διεκπεραίωση των αιτήσεων ασύλου, δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ότι υφίσταται αυτή η ένταση (60).

67.      Ωστόσο, το ποιος είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για την εκτόνωσή της έχει αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Πρώτον, τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στον Χάρτη ως πρωτογενές δίκαιο πρέπει, πλέον, να λαμβάνονται υπόψη (61). Δεύτερον, το ιστορικό έκδοσης του κανονισμού καταδεικνύει ότι, με τη θέσπιση του κανονισμού Δουβλίνο III, ο νομοθέτης της Ένωσης αποσκοπούσε να διασφαλίσει ότι οι διατάξεις του θα είναι πλήρως συμβατές τόσο με τα θεμελιώδη δικαιώματα ως γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης όσο και με το διεθνές δίκαιο. Συναφώς, «[ι]διαίτερη έμφαση δόθηκε στην ανάγκη να ενισχυθούν οι νομικές και διαδικαστικές εγγυήσεις για τα πρόσωπα που υπόκεινται στη διαδικασία του Δουβλίνου και να τους επιτραπεί η καλύτερη υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους […]» (62). Η έμφαση που δόθηκε στα θεμελιώδη δικαιώματα είναι εμφανής στην όλη οικονομία και στο γράμμα του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Συνδυαστικά, αυτά τα δύο στοιχεία αποτελούν το πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να ερμηνεύεται το άρθρο 21, παράγραφος 1 (63).

68.      Από την όλη οικονομία του κανονισμού καθίσταται σαφές ότι πρωταρχικός σκοπός του είναι ο ταχύτερος δυνατός προσδιορισμός του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας η οποία έχει κατατεθεί σε κάποιο εκ των κρατών μελών (64). Ο προσδιορισμός αυτός γίνεται από τις αρμόδιες αρχές που ορίζονται προς τούτο σύμφωνα με το άρθρο 35, παράγραφος 1. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους οι αρχές αυτές οφείλουν να τηρούν τις προθεσμίες του κανονισμού Δουβλίνο III.

69.      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, η αίτηση εξετάζεται από ένα μόνο κράτος μέλος, το οποίο είναι αυτό που ορίζεται ως υπεύθυνο βάσει των κριτηρίων του κεφαλαίου III. Ως γενική αρχή ισχύει ότι την ευθύνη για την εξέταση αίτησης ασύλου έχει το κράτος μέλος που επιτέλεσε τον σημαντικότερο ρόλο στην είσοδο ή τη διαμονή του αιτούντος στο έδαφος της Ένωσης. Κατά το καθορισμό της ευθύνης για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας, πιο συχνά εφαρμόζονται τα κριτήρια του κεφαλαίου III σχετικά με την παράνομη είσοδο στο έδαφος της Ένωσης (δηλαδή το άρθρο 13, παράγραφος 1). Τα κριτήρια των άρθρων 8 έως 11 του κεφαλαίου III σχετικά με τους ανήλικους και την οικογενειακή ενότητα χρησιμοποιούνται λιγότερο συχνά (65). Το σύστημα του Δουβλίνου έχει σχεδιαστεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ότι ο αιτών δεν θα παραπέμπεται συνεχώς από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, ούτε θα παραμένει μετέωρος χωρίς κανένα κράτος μέλος να αναλαμβάνει την εξέταση της αίτησής του για διεθνή προστασία. Η φράση «[…] ένα μόνο κράτος μέλος» σημαίνει ότι οι αιτούντες δεν μπορούν να υποβάλουν περισσότερες της μίας αίτησης σε περισσότερα κράτη μέλη (πρακτική του forum shopping ή της άγρας δωσιδικίας) (66).

70.      Η διαδικασία προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους πρέπει να αρχίζει μόλις κατατίθεται για πρώτη φορά αίτηση διεθνούς προστασίας σε ένα κράτος μέλος (άρθρο 20, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού Δουβλίνο III). Εάν το κράτος μέλος στο οποίο κατατέθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρεί ότι υπεύθυνο για την εξέτασή της είναι άλλο κράτος μέλος, μπορεί να απευθύνει σε αυτό το άλλο κράτος μέλος αίτημα αναδοχής του αιτούντος. Τα αιτήματα αναδοχής υποβάλλονται το συντομότερο δυνατό και, το αργότερο, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την κατάθεση της αίτησης, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2. Το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αρχικώς η αίτηση δεν υπέχει υποχρέωση να υποβάλει τέτοιο αίτημα, καθόσον η διαδικασία αναδοχής επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια. Εάν δεν προβεί στην υποβολή του σχετικού αιτήματος παραμένει αυτό υπεύθυνο.

71.      Εξάλλου, από τις νομοπαρασκευαστικές εργασίες προκύπτει ότι όταν ο κανονισμός Δουβλίνο II αντικατέστησε τη σύμβαση του Δουβλίνου, η προθεσμία για την υποβολή αιτημάτων αναδοχής μειώθηκε από τους έξι στους τρεις μήνες (67). Οι αναθεωρημένες προθεσμίες του κανονισμού Δουβλίνο II (οι οποίες αποτυπώνονται και στον κανονισμό Δουβλίνο III) συνδέονταν με τη διαδικασία εξέτασης του παραδεκτού στην (τότε) προταθείσα οδηγία για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου (68). Στην αιτιολογική της έκθεση, η Επιτροπή είχε διευκρινίσει ότι ο μηχανισμός προσδιορισμού του κράτους που είναι υπεύθυνο μπορεί να λειτουργήσει μόνον αν, μεταξύ άλλων, οι αιτήσεις εξετάζονται εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών (69).

72.      Εφόσον ένα κράτος μέλος αποφασίσει να υποβάλει αίτημα αναδοχής, οι προβλεπόμενες από το άρθρο 21, παράγραφος 1, προθεσμίες είναι υποχρεωτικές και πρέπει να τηρούνται απαρεγκλίτως. Τα κράτη μέλη δεν δύνανται να τις παρατείνουν, ενώ ο νομοθέτης δεν έχει προβλέψει δυνατότητα παρέκκλισης των κρατών μελών από τις οριζόμενες προθεσμίες ούτε σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

73.      Το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση διεθνούς προστασίας μπορεί, ασφαλώς, να υποβάλει σε άλλο κράτος μέλος αίτημα αναδοχής, το οποίο να γίνει δεκτό. Στην περίπτωση παύει να είναι υπεύθυνο για την επί της ουσίας εξέταση της αίτησης ασύλου. Μπορεί όμως επίσης: (i) να αποφασίσει ότι δεν θα υποβάλει αίτημα αναδοχής· (ii) να προβεί στην υποβολή αιτήματος εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το οποίο να απορριφθεί νομίμως από το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται (λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων)· ή (iii) να προβεί στην υποβολή του σχετικού αιτήματος μετά την παρέλευση της περιόδου των τριών μηνών. Σε αμφότερες αυτές τις περιπτώσεις, το κράτος μέλος καθίσταται υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας (70). Τούτο, ασφαλώς, έχει μία τουλάχιστον ουσιαστική συνέπεια για τον ίδιο τον αιτούντα. Δεν μεταφέρεται από το κράτος μέλος Α στο κράτος μέλος Β. Παραμένει στο πρώτο κράτος μέλος για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η διεκπεραίωση και εξέταση της αίτησής του για παροχή διεθνούς προστασίας. Ο ουσιαστικός αντίκτυπος στον αιτούντα ποικίλλει ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Όταν η διαδικασία του Δουβλίνου εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς, οι συνέπειες που επιφέρει η εξέλιξη αυτή στη γενικότερη πρόοδο της αίτησης του αιτούντος διεθνή προστασία είναι, συνήθως, πιο περιορισμένες σε σύγκριση με την περίπτωση όπου η αίτηση υπόκειται σε καθυστερήσεις, ιδίως, κατά το προκαταρκτικό στάδιο του προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους (71). Υπ’ αυτήν την έννοια, οι οριζόμενες προθεσμίες, περιλαμβανομένων εκείνων του άρθρου 21, παράγραφος 1, εγγυώνται έναν ορισμένο βαθμό βεβαιότητας τόσο για τους αιτούντες όσο και για τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Γενικώς, οι διάφορες προθεσμίες είναι νευραλγικής σημασίας για τη λειτουργία του συστήματος του Δουβλίνου.

74.      Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορούν και οι διατάξεις που θεσπίστηκαν προκειμένου να αναγνωριστούν ή να ενισχυθούν ατομικά δικαιώματα, όπως είναι το δικαίωμα ενημέρωσης, στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 4, παράγραφος 1, ή το δικαίωμα κοινοποίησης της απόφασης μεταφοράς, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

75.      Προσθέτω ότι από το γράμμα του άρθρου 29, παράγραφος 3, προκύπτει ότι ο νομοθέτης δέχθηκε ότι υφίσταται, εντός του ρυθμιστικού αυτού πλαισίου, το ενδεχόμενο εσφαλμένης μεταφοράς κάποιου προσώπου και προέβλεψε ότι οι αποφάσεις μεταφοράς μπορούν να ακυρωθούν κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου ή επανεξέτασης (72).

76.      Κατά συνέπεια, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι από το γράμμα και τους σκοπούς του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, σε συνδυασμό με το όλο ρυθμιστικό πλαίσιο του ίδιου κανονισμού, συνάγεται ότι στις περιπτώσεις όπου κράτος μέλος δεν συμμορφώνεται με τις προθεσμίες που τάσσονται για την υποβολή του αιτήματος αναδοχής, θα πρέπει να παρέχεται στους αιτούντες η δυνατότητα προσβολής των αποφάσεων μεταφοράς τους, ιδίως αν η μη τήρηση των προθεσμιών έχει αντίκτυπο στην πρόοδο της αίτησης διεθνούς προστασίας, την οποία έχει καταθέσει ο ενδιαφερόμενος.

 Άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ

77.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις ως προς το αν μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία στην περίπτωση του T. Mengesteab η απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στην υπόθεση Abdullahi (73). H απόφαση Abdullahi αφορούσε Σομαλή υπήκοο η οποία εισήλθε για πρώτη φορά στο έδαφος της Ένωσης στην Ελλάδα. Ακολούθως, συνέχισε διασχίζοντας την Ουγγαρία μέχρι την Αυστρία, όπου υπέβαλε αίτημα ασύλου. Οι αυστριακές αρχές υποστήριξαν ότι βάσει του εφαρμοστέου κριτηρίου του κεφαλαίου III, υπεύθυνο κράτος μέλος ήταν η Ουγγαρία (74). Οι ουγγρικές αρχές δέχθηκαν να εξετάσουν την αίτησή της. Η Sh. Abdullahi υποστήριξε, αντιθέτως, ότι υπεύθυνο κράτος μέλος ήταν η Ελλάδα, αφού επρόκειτο για το κράτος μέσω του οποίου εισήλθε αρχικά στο έδαφος της Ένωσης (75). Το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου ή επανεξέτασης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο II, έχει την έννοια ότι στην περίπτωση όπου κράτος μέλος έχει δεχθεί το αίτημα αναδοχής υπό την ιδιότητα του κράτους μέλους της πρώτης εισόδου του αιτούντος άσυλο στο έδαφος της Ένωσης, ο αιτών δεν έχει δικαίωμα αμφισβήτησης παρά μόνον αν επικαλεστεί ότι υπάρχουν, στη διαδικασία χορήγησης ασύλου και στις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, συστημικές πλημμέλειες, οι οποίες συνιστούν σοβαρούς λόγους για να γίνει δεκτό ότι ο αιτών άσυλο θα διατρέξει ουσιαστικό κίνδυνο να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη.

78.      Κατ’ εμέ, η απόφαση Abdullahi περιορίζεται αποκλειστικά και μόνον στις περιστάσεις της υπόθεσης εκείνης. Η περίπτωση του T. Mengesteab είναι διαφορετική.

79.      Πρώτον, ο T. Mengesteab δεν βάλλει κατά της εφαρμογής της διάταξης που θεωρήθηκε η κρίσιμη ανάμεσα σε εκείνες του κεφαλαίου III (άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ). Δεύτερον, η ερμηνεία του κανονισμού Δουβλίνο II στην απόφαση Abdullahi έχει πλέον, σε μεγάλο βαθμό, ξεπεραστεί λόγω των αλλαγών που θεσπίστηκαν με τον επόμενο κανονισμό του συστήματος του Δουβλίνου (76). Οι σκοποί και η γενικότερη οικονομία του κανονισμού έχουν εξελιχθεί. Ως αποτέλεσμα, το δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου ή επανεξέτασης δεν είναι τόσο περιορισμένο όσο ήταν βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο II. Επίσης, ο κανονισμός εκείνος δεν περιείχε διατάξεις όπως αυτές του κανονισμού Δουβλίνο III για τις εγγυήσεις που παρέχονται στους αιτούντες σχετικά με πληροφορίες τις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να τους κοινοποιούν και για την υποχρέωση διενέργειας προσωπικής συνέντευξης (77). Οι αλλαγές του νομοθετικού πλαισίου επιβεβαιώνονται και από τους δεδηλωμένους σκοπούς, αφενός, της βελτίωσης της προστασίας που χορηγείται στους αιτούντες βάσει του συστήματος του Δουβλίνου και, αφετέρου, της θέσπισης αποτελεσματικών ενδίκων μέσων που να καλύπτουν την εξέταση τόσο της εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ όσο και της νομικής και πραγματικής κατάστασης στο κράτος μέλος προς το οποίο μεταφέρεται ο αιτών (78).

80.      Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το οποίο ορίζει ότι κάθε αιτών πρέπει να έχει το δικαίωμα άσκησης πραγματικής προσφυγής, με τη μορφή ένδικου μέσου ή επανεξέτασης κατά της απόφασης μεταφοράς, εξετάστηκε πρόσφατα από το Δικαστήριο στις υποθέσεις Ghezelbash (79) και Karim (80).

81.      Σε αμφότερες αυτές τις υποθέσεις, αιτούντες διεθνή προστασία άσκησαν προσφυγές κατά των αποφάσεων των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους όπου είχαν βρεθεί, περί μεταφοράς τους σε άλλο κράτος, το οποίο είχε συμφωνήσει με το πρώτο κράτος μέλος να αναλάβει την ευθύνη εξέτασης των αιτήσεών τους. Με την απόφαση Ghezelbash, το Δικαστήριο έκρινε [όσον αφορά την προβαλλόμενη εσφαλμένη εφαρμογή του κριτηρίου του κεφαλαίου III σχετικά με τις θεωρήσεις (άρθρο 12 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ)] ότι για να εξασφαλιστεί η τήρηση του διεθνούς δικαίου, το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής που καθιερώνει ο κανονισμός Δουβλίνο III κατά των αποφάσεων μεταφοράς πρέπει να καλύπτει (i) την εξέταση της εφαρμογής του κανονισμού και (ii) της νομικής και πραγματικής κατάστασης στο κράτος μέλος προς το οποίο μεταφέρεται ο αιτών άσυλο (81). Με την απόφαση Karim, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 19, παράγραφος 2, (το οποίο δεν περιλαμβάνεται στα κριτήρια του κεφαλαίου III, αλλά αποτελεί μέρος του κεφαλαίου V του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ) υπόκειται στην άσκηση ενδίκου μέσου ή σε επανεξέταση δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού, σημειώνοντας ότι: «[…] η εφαρμογή του [κανονισμού Δουβλίνο III] στηρίζεται κατ’ ουσίαν στη διεξαγωγή διαδικασίας προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλος, οριζόμενου με βάση τα κριτήρια του κεφαλαίου III του κανονισμού αυτού […]» (82).

82.      Ο T. Mengesteab και η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι οι αποφάσεις Ghezelbash και Karim έχουν εφαρμογή εν προκειμένω. Η Γερμανική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή θεωρούν ότι η νομολογία εκείνη τυγχάνει εφαρμογής μόνον υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, ήτοι σε υποθέσεις όπου ο αιτών διεθνή προστασία υποστηρίζει ότι τα κριτήρια του κεφαλαίου III εφαρμόστηκαν εσφαλμένα ή στην περίπτωση που η επίδικη διάταξη συνδέεται στενά με την εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων. Επιπλέον, η Επιτροπή καλεί το Δικαστήριο να αποσαφηνίσει τις αποφάσεις που εξέδωσε στις υποθέσεις Ghezelbash και Karim και να οριοθετήσει με σαφήνεια τα δικαιώματα του αιτούντος δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

83.      Φρονώ ότι, μολονότι οι αποφάσεις Ghezelbash και Karim δεν αφορούσαν ειδικά το ερώτημα αν ο αιτών άσυλο μπορεί να επικαλεστεί με την προσφυγή του τη μη τήρηση των προθεσμιών του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, εντούτοις, οι αρχές που τέθηκαν με τις αποφάσεις εκείνες έχουν εφαρμογή και στην υπό κρίση υπόθεση (83).

84.      Να ξεκινήσω με τις αντιρρήσεις που διατυπώνονται προς στήριξη της άποψης ότι δεν θα πρέπει να επιτρέπεται σε αιτούντες όπως ο T. Mengesteab να επικαλούνται το άρθρο 21, παράγραφος 1, στο πλαίσιο διαδικασίας άσκησης ενδίκου μέσου ή επανεξέτασης κατά απόφασης μεταφοράς.

85.      Το πρώτο επιχείρημα που προβάλλουν Γερμανική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή (η τελευταία, στο πλαίσιο της επ’ ακροατηρίου συζήτησης) είναι ότι οι αιτούντες δεν μπορούν να επικαλεστούν τη μη τήρηση των προθεσμιών του άρθρου 21, παράγραφος 1, διότι αυτές αφορούν διακρατικές σχέσεις, μεταξύ του υποβάλλοντος το αίτημα κράτους μέλους και του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα. Επομένως, τέτοιες σχέσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής εκ μέρους ιδιώτη.

86.      Η άποψη αυτή ουδόλως με πείθει, διότι το σύστημα του Δουβλίνου δεν αποτελεί πλέον αμιγώς διακρατικό μηχανισμό. Τούτο έπαυσε να ισχύει από τη στιγμή που το σύστημα του Δουβλίνου ενσωματώθηκε στο κεκτημένο της Ένωσης υπό τη μορφή του κανονισμού Δουβλίνο II, όπως εξάλλου προκύπτει και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την έκδοση της τελευταίας αυτής πράξης (84). Τούτο κατέστη ακόμη πιο σαφές με την έκδοση του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (85).

87.      Η δεύτερη αντίρρηση, η οποία προβάλλεται κυρίως από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι ότι οι προθεσμίες συνιστούν διαδικαστικά ζητήματα. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καλεί το Δικαστήριο να διακρίνει μεταξύ, αφενός, ζητημάτων που αφορούν ουσιαστικά δικαιώματα (όπως η εσφαλμένη εφαρμογή των κριτηρίων του κεφαλαίου III) και, αφετέρου, ζητημάτων που αφορούν (όπως ισχυρίζεται) αποκλειστικά και μόνον τη διαδικασία.

88.      Θεωρώ ότι η κατάσταση δεν είναι τόσο απλή όσο παρουσιάζεται από το Ηνωμένο Βασίλειο. Κατ’ εμέ, ο διαχωρισμός των ζητημάτων κατ’ αυτόν τον τρόπο ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα την τεχνητή εφαρμογή του κανονισμού και να είναι, όντως, αντίθετος προς τον Χάρτη.

89.      Είναι αληθές ότι η πρόβλεψη προθεσμιών θεωρείται ευρέως ότι αποτελεί διαδικαστικό ζήτημα. Η εφαρμογή όμως των προθεσμιών του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει ουσιαστικό αντίκτυπο τόσο για τον αιτούντα όσο και για το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος (86).

90.      Στο δίκαιο της Ένωσης γίνεται γενικώς δεκτό ότι, όσον αφορά πράξεις των θεσμικών οργάνων, η παράβαση ουσιώδους τύπου τις καθιστά ελαττωματικές, εφόσον είναι ικανή να επηρεάσει το αποτέλεσμα της διαδικασίας. Συναφώς, έχει κριθεί ότι τόσο το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προσφυγής όσο και το δικαίωμα ακρόασης συνιστούν ουσιώδη τύπο υπό την παραπάνω έννοια (87). Όσον αφορά τα αιτήματα αναδοχής, μετά την παρέλευση της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου του άρθρου 21, παράγραφος 1, επέρχονται οι συνέπειες που προβλέπονται από το τρίτο εδάφιο, δηλαδή το υποβάλλον το αίτημα κράτος μέλος παραμένει υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας.

91.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει, αναφορικά με προσφυγές οι οποίες στρέφονταν κατά του κύρους αποφάσεων περί εγγραφής ονόματος σε κατάλογο προσώπων, ότι ο δικαστικός έλεγχος καλύπτει, μεταξύ άλλων, την τήρηση των διαδικαστικών κανόνων, και ότι ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να αποφανθεί επί της τήρησης των διαδικαστικών εγγυήσεων από το αρμόδιο όργανο της Ένωσης (88). Κατά την άποψή μου, οι αρχές αυτές έχουν επίσης εφαρμογή και στην υπό κρίση υπόθεση.

92.      Η εφαρμογή των προθεσμιών του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, σε περιπτώσεις όπου αμφισβητείται η νομιμότητα, αφενός, του αιτήματος αναδοχής και, αφετέρου, της εκδοθείσας βάσει του αιτήματος αυτού απόφασης μεταφοράς, αφορά πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία σχετίζονται με την εφαρμογή του κανονισμού και πρέπει να μπορούν να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

93.      Υπογραμμίζω ότι ακόμη και αν το Δικαστήριο εκδώσει απόφαση με την οποία θα δέχεται αυτή τη συλλογιστική, τούτο ουδόλως προδικάζει την έκβαση της διαδικασίας σε εθνικό επίπεδο. Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ κατοχυρώνει το δικαίωμα πρόσβασης σε ένδικα μέσα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οποιαδήποτε προσφυγή ασκηθεί θα γίνει δεκτή επί της ουσίας. Όμως, προκειμένου το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής του άρθρου 27, παράγραφος 1, να μπορεί να ασκηθεί δεόντως, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν αν η απόφαση μεταφοράς, η οποία στηρίζεται σε συμφωνία αναδοχής δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 1, έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από την εν λόγω διάταξη διαδικασίες και αν έχουν τηρηθεί οι ελάχιστες εγγυήσεις του κανονισμού (89).

94.      Προκειμένου η άσκηση του ως άνω δικαιώματος να είναι αποτελεσματική στην περίπτωση που ο αιτών προσφύγει κατά της απόφασης μεταφοράς του επικαλούμενος ότι το κράτος μέλος το οποίο υπέβαλε το αίτημα αναδοχής δεν τήρησε τις σχετικές προθεσμίες του άρθρου 21, παράγραφος 1, ο εθνικός δικαστής χρειάζεται να εξετάσει, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ βάσει του γράμματος, της όλης οικονομίας του και του σκοπού του νομοθέτη. Όπως έχω προαναφέρει, οι προθεσμίες του άρθρου 21, παράγραφος 1, δεν είναι ελαστικές (90). Αν επιτραπεί στον αιτούντα να προσφύγει ενώπιον δικαστηρίου σε περίπτωση μη τήρησης προθεσμίας, τότε ο δικαστικός έλεγχος θα εξασφαλίζει, όταν το δικαιολογούν οι περιστάσεις, ότι ο αιτών έχει όντως στη διάθεσή του αποτελεσματικό ένδικο μέσο.

95.      Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή ορθώς επισημαίνουν ότι το άρθρο 21, παράγραφος 1, δεν είναι διατυπωμένο κατά τέτοιον ώστε να προκύπτει ευθέως ότι αποσκοπεί στην απονομή ατομικών δικαιωμάτων. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να μην επιτρέπεται σε ιδιώτες να επικαλούνται τη μη τήρηση των προθεσμιών που τάσσει ο κανονισμός Δουβλίνο III. Δεσμευτικές προθεσμίες εισήχθησαν το πρώτον με τον κανονισμό Δουβλίνο II, προκειμένου να παράσχουν στα κράτη μέλη κίνητρα ώστε να προσδιορίζεται το υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης ασύλου κράτος μέλος το ταχύτερο δυνατόν και να αποτρέπεται το ενδεχόμενο να παραμένουν οι αιτούντες διεθνή προστασία «μετέωροι» επί μακρόν (91). Επομένως, η αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος του Δουβλίνου είναι προς το συμφέρον των αιτούντων, διότι κατά τον τρόπο αυτό το υπεύθυνο κράτος μέλος προσδιορίζεται άμεσα και οι υποθέσεις τους περνούν στο στάδιο της ουσιαστικής εξέτασης των αιτήσεών τους. Η αποφυγή των καθυστερήσεων, πρώτον, κατά τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους και, δεύτερον, κατά την εξέταση και τη λήψη απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας ενέχει επίσης πλεονεκτήματα και για τα κράτη μέλη. Διαδικασία η οποία χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας μειώνει τις πιθανότητες δευτερογενών κινήσεων προς κράτη που θα θεωρούνται συνώνυμα με ταχύτερη διεκπεραίωση των αιτημάτων δυνάμει του συστήματος του Δουβλίνου.

96.      Αρκεί η έστω και κατά μία ημέρα υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III ώστε να καταστεί άκυρη οποιαδήποτε μεταγενέστερη μεταφορά ή θα πρέπει οι μεταφορές να απαγορεύονται μόνο σε περιπτώσεις κατάφωρης υπέρβασης των ορίων, όπως όταν η προθεσμία έχει παρέλθει εδώ και ένα έτος, αν όχι περισσότερο;

97.      Στο σημείο αυτό, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι το άρθρο 31, παράγραφος 3, της οδηγίας για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου ορίζει στους έξι μήνες την περίοδο εντός της οποίας θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της κατ’ ουσίαν εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας. Θεωρώ ότι, υπό φυσιολογικές συνθήκες, η προθεσμία υποβολής του αιτήματος αναδοχής δεν μπορεί να υπερβαίνει το διάστημα που προβλέπεται για την ολοκλήρωση της ουσιαστικής αξιολόγησης (92). Κατά συνέπεια, περίοδος μεγαλύτερη των έξι μηνών (ήτοι περισσότερο από το διπλάσιο της προθεσμίας που τάσσει ο νομοθέτης) υποδηλώνει μάλλον ότι οι σκοποί του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχουν υπονομευθεί. Ο προσδιορισμός του υπεύθυνου κράτους μέλους δεν πραγματοποιείται «το συντομότερο δυνατό» και ο αιτών είναι, πράγματι, «μετέωρος» αναμένοντας την περάτωση του προκαταρκτικού σταδίου της διαδικασίας πριν την κατ’ ουσίαν εξέταση της αίτησής του. Ως εκ τούτου, εναπόκειται, προφανώς, στον εθνικό δικαστή να κρίνει κάθε περίπτωση ξεχωριστά υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων.

98.      Προσθέτω ότι, στο μέτρο που οι προσφυγές του άρθρου 27, παράγραφος 1, έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα, η θέση του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δεν θίγεται κατ’ ανάγκην με την άσκηση προσφυγής κατά της απόφασης μεταφοράς. Αιτούντες των οποίων οι προσφυγές γίνονται δεκτές, δεν «ανταμείβονται» για αυτό. Η ευδοκίμηση της προσφυγής σημαίνει απλώς ότι συνεχίζει να ισχύει η «κανονική» κατάσταση βάσει του κανονισμού Δουβλίνο III και το υποβάλλον το αίτημα κράτος μέλος εξακολουθεί να είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας.

99.      Μια τρίτη αντίρρηση, την οποία προβάλλουν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, είναι ότι το δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου ή επανεξέτασης λόγω μη τήρησης προθεσμιών θα ενθαρρύνει την πρακτική του forum shopping.

100. Δεν έχω πειστεί από το συγκεκριμένο επιχείρημα.

101. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτουν υπόνοιες για εμπλοκή του T. Mengesteab σε τέτοιου είδους δραστηριότητα. Επομένως, η ανησυχία αυτή είναι άνευ αντικειμένου εν προκειμένω. Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο κανονισμός Δουβλίνο III περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις για την αντιμετώπιση του εν λόγω φαινομένου, δηλαδή τις διατάξεις των άρθρων 23 έως 25 σχετικά με τα αιτήματα εκ νέου ανάληψης (93). Η άσκηση προσφυγής δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 1, κατά της απόφασης μεταφοράς για τον λόγο ότι παρήλθε άπρακτη η τρίμηνη προθεσμία είναι διαφορετικό ζήτημα από το forum shopping.

102. Εάν ο αιτών υποβάλλει δύο αιτήσεις διεθνούς προστασίας σε δύο διαφορετικά κράτη μέλη, πρόκειται όντως για forum shopping. Στην περίπτωση αυτή, ισχύουν οι προθεσμίες του άρθρου 23 και οι αρμόδιες αρχές δεσμεύονται από το προβλεπόμενο διάστημα των τριών μηνών. Εάν οι προθεσμίες παρέλθουν άπρακτες, τότε υπεύθυνο καθίσταται το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η νέα αίτηση. Ωστόσο, η συνέπεια αυτή απορρέει από το ίδιο το νομοθετικό πλαίσιο και δεν συνδέεται με το δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου ή επανεξέτασης (94).

103. Η τέταρτη αντίρρηση προβάλλεται μόνον από την Επιτροπή. Η Επιτροπή καλεί το Δικαστήριο να περιορίσει το δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου ή επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 1, συνδέοντάς το αποκλειστικά με διατάξεις οι οποίες αφορούν θεμελιώδη δικαιώματα του αιτούντος (95). Εκτιμώ ότι η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται στην παραδοχή ότι το δικαίωμα ασύλου είναι εγγυημένο στον βαθμό, ασφαλώς, που τηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης. Έτσι, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων ή επανεξέτασης θα πρέπει να αναγνωρίζεται μόνον στις περιπτώσεις όπου διακυβεύεται το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή ή τα δικαιώματα των παιδιών ή όταν διαπιστώνονται συστηματικές ελλείψεις στο σύστημα ασύλου του κράτους στο οποίο πρόκειται να μεταφερθεί ο αιτών (96).

104. Στο πλαίσιο της προκειμένης διαδικασίας, δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να ελέγξει το περιεχόμενο της πρότασης της Επιτροπής όσον αφορά τον κανονισμό Δουβλίνο IV. Πέραν αυτού, προσωπικά θεωρώ ότι ο όρος «δικαίωμα πραγματικής προσφυγής» δεν είναι δυνατό να ερμηνεύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με τα άρθρα 41 και 47 του Χάρτη (97), όπως ακριβώς τον ερμήνευσε το Δικαστήριο στις υποθέσεις Ghezelbash και Karim (98).

105. Η ερμηνεία της Επιτροπής θα δημιουργούσε επίσης μια αυθαίρετη διάκριση όσον αφορά την εφαρμογή των κριτηρίων του κεφαλαίου III, στον βαθμό που υποθέσεις σχετικές με την εσφαλμένη ερμηνεία κριτηρίων που αφορούν τους ανήλικους ή τις περιπτώσεις ύπαρξης οικογενειακών δεσμών (άρθρα 8 έως 11) θα ενέπιπταν στο άρθρο 27, παράγραφος 1, ενώ υποθέσεις σχετικά με την εσφαλμένη εφαρμογή κριτηρίων ως προς τα άρθρα 12 έως 15 (θεωρήσεις και προϋποθέσεις εισόδου), κατά κύριο λόγο, δεν θα καλύπτονταν από το οικείο άρθρο.

106. Κατ’ εμέ, είναι δύσκολο η άποψη αυτή να συνάδει προς τις απαιτήσεις του Χάρτη.

107. Η εξέταση του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής που προβλέπεται από το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ επιβάλλει την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης σε συνδυασμό με το άρθρο 26, παράγραφος 1. Η δεύτερη αυτή διάταξη υποχρεώνει τα κράτη μέλη να κοινοποιούν στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τις αποφάσεις μεταφοράς οι οποίες εκδίδονται εις βάρος τους. Το άρθρο 27, παράγραφος 1, αφενός, εγγυάται το δικαίωμα ακρόασης, το οποίο αποτελεί δικαίωμα άμυνας και, αφετέρου, υφίσταται προκειμένου να παράσχει δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής έναντι εσφαλμένων αποφάσεων μεταφοράς (99). Εάν δεν εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις κοινοποίησης που προβλέπονται από το άρθρο 26, παράγραφος 1, το άρθρο 27, παράγραφος 1, είναι αδύνατον να επιτελέσει τις ως άνω λειτουργίες. Από το γράμμα και μόνον του άρθρου 27, παράγραφος1, –«[…] με τη μορφή ένδικου μέσου ή επανεξέτασης […] τόσο για τα πραγματικά όσο και για τα νομικά στοιχεία […]»– συνάγεται ότι η διάταξη αφορά και την εφαρμογή των προθεσμιών στην πράξη. Η ερμηνεία αυτή είναι συνεπής προς τα δικαιώματα άμυνας και την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, τα οποία, όπως εξήγησε το Δικαστήριο στην απόφαση Kadi II (100), είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους.

108. Δεδομένου ότι το άρθρο 27, παράγραφος 1, δεν προβλέπει ρητώς την εξαίρεση των προθεσμιών του άρθρου 21, παράγραφος 1, φρονώ ότι θα ήταν αντίθετο προς το γράμμα, τους σκοπούς και την όλη οικονομία του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, να περιοριστεί το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής και η πρόσβαση στη δικαστική προστασία κατά τον τρόπο που προτείνει η Επιτροπή.

109. Είναι σαφές ότι η προσφυγική κρίση στα τέλη του 2015 και στις αρχές του 2016 δημιούργησε μια ειδική κατάσταση, η οποία προκάλεσε πολλές δυσκολίες στα κράτη μέλη και αποστράγγισε τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους (101). Όμως, δεν μπορώ να δεχθώ ότι τούτο θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον περιορισμό της δικαστικής προστασίας την οποία κατοχυρώνουν οι διατάξεις του κανονισμού Δουβλίνο III.

110. Ως εκ τούτου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 19 του ίδιου κανονισμού, έχει την έννοια ότι, όταν το υποβάλλον αίτημα αναδοχής κράτος μέλος δεν τηρεί τις προθεσμίες του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III όσον αφορά την υποβολή του σχετικού αιτήματος, ο αιτών δικαιούται να ασκήσει ένδικα μέσα ή να ζητήσει την επανεξέταση της απόφασης μεταφοράς του, η οποία εκδίδεται κατόπιν τέτοιου αιτήματος.

 Ερώτημα 2

111. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο αιτών άσυλο μπορεί να προσφύγει κατά της απόφασης για τη μεταφορά του ακόμη και αν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα συμφωνεί να τον αναδεχθεί και να καταστεί το υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας.

112. Στην περίπτωση του T. Mengesteab, η Ιταλία δεν απάντησε στο αίτημα αναδοχής που υποβλήθηκε από τη Γερμανία. Συνεπώς, δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 7, του κανονισμού Δουβλίνο III, κατέστη αυτή το υπεύθυνο κράτος μέλος, αφού οι ιταλικές αρχές δεν ενήργησαν εντός της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 22, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

113. Θεωρώ ότι το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής του αιτούντος, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, δεν εξαρτάται από το πώς θα αντιδράσει (ή δεν θα αντιδράσει) το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναδοχής. Το γράμμα του άρθρου 27, παράγραφος 1, υποδηλώνει ότι το ένδικο μέσο που προβλέπεται από την οικεία διάταξη αφορά την απόφαση η οποία εκδίδεται από το υποβάλλον το αίτημα κράτος μέλος. Σκοπός της διάταξης είναι να εξασφαλιστεί ο δικαστικός έλεγχος του κατά πόσον η συγκεκριμένη απόφαση ελήφθη ορθώς, τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής άποψης. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο μέσω της άσκησης ενδίκου μέσου ή επανεξέτασης, και όχι οι ενέργειες του κράτους μέλους προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα και το οποίο οφείλει να προβεί σε συγκεκριμένες επαληθεύσεις εντός δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος (άρθρο 22, παράγραφος 1).

114. Επομένως, αν ο αιτών βάλλει κατά της απόφασης που διατάσσει τη μεταφορά του, λόγω μη τήρησης των προθεσμιών που τάσσει το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το γεγονός ότι το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναδοχής κάνει δεκτό το αίτημα αυτό, δεν ασκεί καμία επιρροή. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα καταστεί υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 7.

115. Υπό το πρίσμα των απαντήσεων που προτείνω να δοθούν στα ερωτήματα 1 και 2, φρονώ ότι παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα 3.

 Ερώτημα 4

116. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ορίζει ότι σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος Eurodac σε σχέση με υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος συνελήφθη από τις αρχές κράτους μέλους λόγω παράνομης διελεύσεως των συνόρων του κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού Eurodac, το αίτημα αναδοχής αποστέλλεται εντός δύο μηνών από την παραλαβή του θετικού αυτού αποτελέσματος.

117. Με το ερώτημα 4 το αιτούν δικαστήριο ζητεί να αποσαφηνιστεί αν η περίοδος των δύο μηνών αρχίζει μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 21, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, με αποτέλεσμα το κράτος μέλος που υποβάλλει το αίτημα να έχει συνολικά στη διάθεσή του πέντε μήνες για να υποβάλει το αίτημα αναδοχής. Ή, μήπως, το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 21, παράγραφος 1, προβλέπει βραχύτερη προθεσμία στις περιπτώσεις όπου υπάρχει θετικό αποτέλεσμα Eurodac (102);

118. Η Ουγγαρία και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η οριζόμενη περίοδος των δύο μηνών είναι ανεξάρτητη και δεν ξεκινά μετά το πέρας της τρίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται από το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμερίζεται την άποψη αυτή. Εκτιμά ότι το γράμμα του εν λόγω κανονισμού συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 21, παράγραφος 1, θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η περίοδος των δύο μηνών προστίθεται στην τρίμηνη προθεσμία.

119. Από το γράμμα του πρώτου εδαφίου του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ συνάγεται ότι η γενική προθεσμία που προβλέπεται για την υποβολή του αιτήματος αναδοχής είναι τρεις μήνες. Η λέξη «παρά» στην αρχή του δεύτερου εδαφίου σημαίνει ότι, παρά τον γενικό κανόνα, γίνεται ειδική πρόβλεψη όσον αφορά τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες υπάρχει θετικό αποτέλεσμα Eurodac. Κατ’ εμέ, η δίμηνη προθεσμία θα πρέπει να αντικαθιστά ως εναλλακτική την προθεσμία των τριών μηνών και δεν προστίθεται σε αυτήν για τους ακόλουθους λόγους.

120. Πρώτον, το θετικό αποτέλεσμα Eurodac που προκύπτει από τη σύγκριση μεταξύ των δακτυλικών αποτυπωμάτων αιτούντος με αποτυπώματα τα οποία ελήφθησαν δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού Eurodac, συνιστά αποδεικτικό στοιχείο της παράνομης διέλευσης εξωτερικών συνόρων κράτους μέλους της Ένωσης (103). Αυτού του είδους οι ενδείξεις περιλαμβάνονται στις τυπικές αποδείξεις που καθορίζουν αν ένα κράτος μέλος είναι πράγματι υπεύθυνο κατά την έννοια του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (104). Ένα θετικό αποτέλεσμα Eurodac επιτρέπει την ταχύτερη διεκπεραίωση της διαδικασίας σε σχέση με περιπτώσεις όπου δεν υφίστανται τέτοια αποδεικτικά στοιχεία (105). Επομένως, το υποβάλλον το αίτημα αναδοχής κράτος μέλος χρειάζεται λιγότερο χρόνο για να αποφασίσει αν πρέπει να υποβάλει αίτημα περί αναδοχής.

121. Δεύτερον, η άποψη ότι το θετικό αποτέλεσμα Eurodac διευκολύνει την ταχεία διεκπεραίωση των διαδικασιών που προβλέπονται από τον κανονισμό Δουβλίνο III αποτυπώνεται και στις διατάξεις οι οποίες διέπουν τα αιτήματα εκ νέου ανάληψης (106). Σε αυτές τις περιπτώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού Δουβλίνο III, το αίτημα εκ νέου ανάληψης υποβάλλεται το ταχύτερο δυνατό και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο μηνών από την παραλαβή του θετικού αποτελέσματος Eurodac. Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, εάν το αίτημα εκ νέου ανάληψης βασίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία διαφορετικά από το θετικό αποτέλεσμα Eurodac, η οικεία περίοδος είναι τρεις μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας.

122. Ομοίως, στις υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 24 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (και αφορούν αιτήματα εκ νέου ανάληψης προσώπων τα οποία διαμένουν στο έδαφος κράτους μέλους χωρίς τίτλο διαμονής και δεν έχουν υποβάλει νέα αίτηση διεθνούς προστασίας), γίνεται διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων όπου υπάρχει θετικό αποτέλεσμα Eurodac και των περιπτώσεων όπου δεν υφίστανται αντίστοιχα αποδεικτικά στοιχεία. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 24 ορίζει ότι στην περίπτωση θετικού αποτελέσματος Eurodac η προθεσμία υποβολής του αιτήματος εκ νέου ανάληψης είναι δύο μήνες. Το δεύτερο εδάφιο της ίδιας διάταξης προβλέπει τρίμηνη προθεσμία για περιπτώσεις στις οποίες δεν είναι διαθέσιμα τέτοιου είδους αποδεικτικά στοιχεία. Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 1, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αποφαίνεται σχετικά με το αίτημα εκ νέου ανάληψης το ταχύτερο δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, όχι αργότερα από έναν μήνα από την ημερομηνία κατά την οποία υποβλήθηκε το αίτημα. Όμως, όταν το αίτημα βασίζεται στην ύπαρξη θετικού αποτελέσματος Eurodac, η σχετική προθεσμία μειώνεται στις δύο μόνον εβδομάδες.

123. Τρίτον, οι προθεσμίες που προβλέπονται από το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 21, παράγραφος 1, εκκινούν από διαφορετικά σημεία αφετηρίας. Για την πρώτη, κρίσιμη είναι η κατάθεση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Για τη δεύτερη, η παραλαβή από το κεντρικό σύστημα του Eurodac της πληροφορίας για την ύπαρξη θετικού αποτελέσματος. Εάν επρόκειτο περί μίας συνολικής περιόδου πέντε μηνών, η προθεσμία των δύο μηνών που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ θα έπρεπε κατ’ ανάγκην να θεωρηθεί ότι αρχίζει να τρέχει μόνον μετά την παρέλευση των τριών μηνών ανεξαρτήτως του πότε κατέστησαν γνωστές οι πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη θετικού αποτελέσματος. Όμως, η ερμηνεία αυτή θα ήταν αντίθετη προς το σαφές γράμμα της διάταξης.

124. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εξέφρασε την ανησυχία ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν δυσχέρειες όσον αφορά την εφαρμογή του κανονισμού Eurodac. Εξηγεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αυτοτραυματίζονται σκοπίμως προκειμένου να δυσχεράνουν τη λήψη των αποτυπωμάτων τους από τις αρμόδιες αρχές. Κάνει επίσης λόγο για περιπτώσεις όπου η λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι δυσχερής λόγω της φθοράς που έχουν υποστεί τα αποτυπώματα από μακροχρόνιες χειρωνακτικές εργασίες.

125. Μολονότι ουδόλως αμφισβητώ το βάσιμο των προβληματισμών της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου, φρονώ ότι τα προβλήματα που επισημαίνει δεν αντιμετωπίζονται μέσω της ερμηνείας την οποία προτείνει για το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

126. Η υποχρέωση λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων επιβάλλεται από το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού Eurodac (107). Βάσει αυτού του κανονισμού, τα δακτυλικά αποτυπώματα λαμβάνονται πάραυτα, το συντομότερο δυνατό από την κατάθεση της αίτησης διεθνούς προστασίας και, σε κάθε περίπτωση, εντός 72 ωρών από αυτήν (108). Η προθεσμία του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ αφορά αποκλειστικά και μόνο τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη σε σχέση με τα αιτήματα αναδοχής. Δεν ορίζει ειδικά την περίοδο εντός της οποίας πρέπει να ληφθούν τα δακτυλικά αποτυπώματα υπηκόου τρίτης χώρας μετά την εκ μέρους του κατάθεση αίτησης διεθνούς προστασίας. Για να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα Eurodac, τα δακτυλικά αποτυπώματα θα πρέπει, εξ ορισμού, να είναι ήδη καταχωρισμένα στο κεντρικό σύστημα Eurodac [επειδή, για παράδειγμα, ελήφθησαν και διαβιβάστηκαν στο πλαίσιο παράνομης διελεύσεως των συνόρων άλλου κράτους μέλους της Ένωσης (δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού Eurodac)]. Αυτό το στάδιο της διαδικασίας προηγείται του αιτήματος αναδοχής. Επομένως, κατά την άποψή μου, στον βαθμό που το η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ανησυχεί ότι ενδέχεται να θίγεται η θέση των κρατών μελών λόγω της βραχύτερης προθεσμίας των δύο μηνών κατά το δεύτερο εδάφιο της εν λόγω διάταξης, οι σχετικές ανησυχίες του οφείλονται σε παρερμηνεία του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της δίμηνης αυτής προθεσμίας ούτε σε περιπτώσεις στις οποίες δεν έχουν ληφθεί δακτυλικά αποτυπώματα βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού Eurodac, έτσι ώστε να συγκριθούν με αποτυπώματα καταχωρισμένα στο κεντρικό σύστημα Eurodac, ούτε σε περιπτώσεις όπου (για οποιονδήποτε λόγο) η αναζήτηση δακτυλικών αποτυπωμάτων στο σύστημα δεν δίνει θετικό αποτέλεσμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόζεται η γενική προθεσμία των τριών μηνών.

127. Ομολογουμένως, από το γράμμα του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 21, παράγραφος 1, δεν προκύπτει (ενδεχομένως) με σαφήνεια αν η εκεί οριζόμενη δίμηνη προθεσμία επικαλύπτεται με τη γενική προθεσμία των τριών μηνών ή αν αρχίζει να τρέχει μετά το πέρας αυτής.

128. Πάντως, βασικός σκοπός της διαδικασίας του Δουβλίνου είναι ο ταχύτερος δυνατός προσδιορισμός του υπεύθυνου κράτους μέλους. Θα ήταν άρα ασύμβατο προς τον σκοπό αυτό να θεωρηθεί ότι το διάστημα των δύο μηνών ξεκινά μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 21, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο (δημιουργώντας, έτσι, συνολική προθεσμία πέντε μηνών) (109). Κατά συνέπεια, στην περίπτωση θετικού αποτελέσματος Eurodac, η περίοδος για την υποβολή του αιτήματος αναδοχής αρχίζει τη στιγμή κατά την οποία το υποβάλλον το αίτημα κράτος μέλος παραλαμβάνει τις πληροφορίες που επιβεβαιώνουν τη σύμπτωση των αποτυπωμάτων με αποτυπώματα ήδη καταχωρισμένα στο κεντρικό σύστημα Eurodac. Το θετικό αποτέλεσμα Eurodac είναι αποδεικτικό στοιχείο παράνομης εισόδου σε εξωτερικά σύνορα κράτους μέλους. Ως εκ τούτου, η προθεσμία υποβολής αιτήματος αναδοχής υπό τέτοιες περιστάσεις πρέπει είναι βραχύτερη από τη γενική προθεσμία των τριών μηνών.

129. Έτσι, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η τρίμηνη περίοδος στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ είναι η προθεσμία που ισχύει γενικώς για την υποβολή αιτήματος αναδοχής. Η βραχύτερη περίοδος των δύο μηνών που προβλέπεται από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 21, παράγραφος 1, έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις εκείνες όπου η σύγκριση των αποτυπωμάτων που ελήφθησαν βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού Eurodac αποκαλύπτει σύμπτωση δεδομένων κατά την έννοια των άρθρων 2, στοιχείο δ΄, και 14, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Αυτό το χρονικό διάστημα των δύο μηνών δεν προστίθεται στη γενική τρίμηνη προθεσμία και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αρχίζει μετά την παρέλευση της περιόδου που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III. Σε υποθέσεις στις οποίες οι αρμόδιες αρχές ενημερώνονται για την ύπαρξη θετικού αποτελέσματος, η δίμηνη προθεσμία αρχίζει να τρέχει από αυτό το χρονικό σημείο και συνεπάγεται τη σύντμηση της γενικής προθεσμίας των τριών μηνών του άρθρου 21, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο.

 Ερώτημα 5

130. Με το ερώτημα 5, το αιτούν δικαστήριο επιδιώκει να αποσαφηνίσει το νόημα της φράσεως «[μ]ια αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρείται υποβληθείσα από τη στιγμή κατά την οποία παραλαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους έντυπο που υποβάλλεται από τον αιτούντα ή πρακτικό που καταρτίζεται από τις αρχές» στο άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Όπως διευκρινίζει το δικαστήριο αυτό, σύμφωνα με το γερμανικό σύστημα, το πιστοποιητικό μέσω του οποίου δηλώνεται ότι ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας αιτείται ασύλου εκδίδεται το πρώτον ως απάντηση στο αρχικό ανεπίσημο αίτημα ασύλου. Άπαξ το εν λόγω αίτημα καταχωριστεί, ο υπήκοος της τρίτης χώρας υποχρεούται στην υποβολή επίσημης αίτησης διεθνούς προστασίας ενώπιον της BAMF, της αρμόδιας αρχής που καθορίζεται βάσει του άρθρου 35, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Συνιστά «υποβολή» της αίτησης διεθνούς προστασίας κατά τον κανονισμό Δουβλίνο III το πιστοποιητικό εγγραφής που εκδίδεται από τις αρχές μετά από το ανεπίσημο αίτημα ασύλου ή μήπως η αίτηση θεωρείται ότι υποβάλλεται μόνον μετά την καταχώριση παραλαβής της επίσημης αίτησης από τις αρμόδιες αρχές;

131. Η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η αίτηση λογίζεται ως υποβληθείσα μόνον μετά την υποβολή επίσημης αίτησης και την παραλαβή της από τις αρμόδιες αρχές. Ο T. Mengesteab και η Ουγγαρία δεν συμμερίζονται αυτή την άποψη. Ο T. Mengesteab υποστηρίζει, αφενός, ότι η υποβολή ανεπισήμου αιτήματος ασύλου συνιστά υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας για τους σκοπούς του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και, αφετέρου, ότι το γεγονός αυτό ενεργοποιεί την τρίμηνη προθεσμία που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο του άρθρου 21, παράγραφος 1. Η Ουγγαρία έχει την άποψη ότι το πιστοποιητικό εγγραφής που εκδίδουν οι αρχές κατόπιν της υποβολής ανεπίσημου αιτήματος ασύλου αποτελεί το «πρακτικό» που καταρτίζουν οι αρχές κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

132. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρείται υποβληθείσα αφ’ ης στιγμής οι εθνικές αρχές εκδώσουν πιστοποιητικό εγγραφής του αιτούντος με το οποίο βεβαιώνεται ότι αυτός νομιμοποιείται να παραμείνει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας ασύλου καθώς και να λαμβάνει βοήθεια, όπως παροχή καταλύματος και ορισμένα επιδόματα κοινωνικής ασφαλίσεως.

133. Είμαι της γνώμης ότι η θέση της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής αποδίδει την ορθή ερμηνεία του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

134. Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (110).

135. Κατά το άρθρο 2, στοιχείο η΄, της οδηγίας για την αναγνώριση, η αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας ορίζεται ως «[η] αίτηση παροχής προστασίας από κράτος μέλος που υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτείται καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας και ο οποίος δεν αιτείται ρητώς να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας, μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, δυναμένη να ζητηθεί αυτοτελώς» (111). Η διατύπωση αυτή είναι αρκετά ευρεία και περιλαμβάνει τόσο τα ανεπίσημα αιτήματα διεθνούς προστασίας που υποβάλλονται ενώπιον των αρχών των κρατών μελών (όπως η αστυνομία, οι συνοριοφύλακες, οι μεταναστευτικές αρχές ή το προσωπικό των κέντρων υποδοχής) όσο και τις επίσημες αιτήσεις που υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές που καθορίζονται βάσει του άρθρου 35, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.

136. Ο ίδιος ο κανονισμός Δουβλίνο III δεν παραθέτει κάποιον ορισμό σχετικά με το τι ακριβώς συνιστά «υποβολή» της αίτησης διεθνούς προστασίας. Όσον αφορά τα διαδικαστικά ζητήματα σχετικά με τη χορήγηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η οδηγία για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου είναι προφανώς στενά συνδεδεμένη με τους κανόνες που θεσπίζει ο κανονισμός Δουβλίνο III (112).

137. Το άρθρο 6 της οδηγίας για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου διακρίνει μεταξύ δύο σταδίων κατά τη διαδικασία υποβολής της αίτησης: πρώτον, την περίπτωση που το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας και, δεύτερον, την περίπτωση που το πρόσωπο αυτό έχει τη δυνατότητα να καταθέσει την εν λόγω αίτηση (113). Όσον αφορά το πρώτο στάδιο, το άρθρο 6, παράγραφος 1, ορίζει ότι η καταχώριση της αίτησης πρέπει να γίνει το αργότερο τρεις εργάσιμες ημέρες μετά την υποβολή της αίτησης (114). Όσον αφορά το δεύτερο στάδιο (το οποίο δεν καλύπτεται από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 6, παράγραφος 1, προθεσμίες), το άρθρο 6, παράγραφος 2, ορίζει ότι το πρόσωπο το οποίο έχει υποβάλει αίτηση πρέπει να έχει δυνατότητα να την καταθέσει «[τ]ο ταχύτερο δυνατό» (115). Το άρθρο 6, παράγραφος 4, αντιστοιχεί στο άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ορίζοντας ότι «[…] θεωρείται ότι έχει κατατεθεί αίτηση διεθνούς προστασίας, όταν οι αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους λαμβάνουν έντυπο το οποίο έχει υποβάλει ο αιτών ή, όταν προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, επίσημη έκθεση». Η οδηγία για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου, όπως και ο κανονισμός Δουβλίνο III, δεν ορίζει σε τι ακριβώς συνίσταται η «κατάθεση» της αίτησης διεθνούς προστασίας και δεν θεσπίζει ειδικούς διαδικαστικούς κανόνες. Συνεπώς, η ρύθμιση των ζητημάτων αυτών επαφίεται στους εθνικούς νομοθετικούς κανόνες.

138. Ο όρος «υποβληθείσα» στο άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ υποδηλώνει την ύπαρξη επίσημης διαδικασίας όσον αφορά την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας (116). Η αίτηση αυτή υποβάλλεται είτε μέσω της συμπληρώσεως ενός εντύπου είτε μέσω της καταρτίσεως από τρίτον επίσημου πρακτικού για λογαριασμό του αιτούντος. Στην οδηγία για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου και στην οδηγία για την αναγνώριση δεν προσαρτάται τυποποιημένο έντυπο για τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας. Συνεπώς, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν το ακριβές περιεχόμενο του εντύπου και του πρακτικού. Συνήθως, υπεύθυνοι για τη συμπλήρωση των σχετικών εντύπων είναι οι ίδιοι οι αιτούντες, ενδεχομένως με τη συνδρομή μη κυβερνητικών οργανώσεων ή των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών. Ωστόσο, ορισμένοι αιτούντες ενδέχεται να μην είναι ικανοί να συμπληρώσουν το έντυπο και για αυτόν τον λόγο εξάλλου προβλέπεται η δυνατότητα συμπληρώσεως πρακτικού εκ μέρους τρίτου η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί του εντύπου της αίτησης. Η άποψη αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 20, παράγραφος 2, το οποίο αναφέρει ότι, «[ε]άν η αίτηση δεν γίνεται εγγράφως, το διάστημα μεταξύ της δήλωσης πρόθεσης και της κατάρτισης πρακτικού θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν βραχύτερο». Εξ όσων αντιλαμβάνομαι, το πιστοποιητικό εγγραφής που εκδίδεται από τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την υποδοχή των αιτούντων δεν συνιστά έντυπο ή πρακτικό κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης. Ο σκοπός του πιστοποιητικού εγγραφής έγκειται απλώς στην επιβεβαίωση του καθεστώτος του αιτούντος ενόψει της αξιολογήσεως της αίτησής του και στην πρόθεση να εξασφαλιστεί ότι πληρούνται οι απαιτήσεις της οδηγίας για την υποδοχή (117). Ο σκοπός του δεν έγκειται στην καταγραφή των λεπτομερών στοιχείων του αιτούντος τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να προβούν στην επί της ουσίας εξέταση της αίτησης ασύλου του.

139. Μια πρόσθετη υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 20, παράγραφος 1, συνίσταται στο ότι προκειμένου η αίτηση να λογίζεται ως υποβληθείσα, το έντυπο ή το πρακτικό θα πρέπει να έχει παραληφθεί από τις αρμόδιες αρχές. Στο πλαίσιο του Δουβλίνο ΙΙΙ, αρμόδιες αρχές είναι αυτές που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 1, και όχι εθνική αρχή η οποία έχει γενικότερα καθήκοντα στο σύστημα του κράτους μέλους σε σχέση με την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία. Και τούτο, διότι η πράξη της υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας ενεργοποιεί συγκεκριμένα γεγονότα στο πλαίσιο της διαδικασίας του Δουβλίνου. Σηματοδοτεί την έναρξη: (i) της διαδικασίας προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης (άρθρο 1)∙ (ii) της υποχρεώσεως ενημερώσεως του αιτούντα σχετικά με τη διαδικασία του Δουβλίνου (άρθρο 4, παράγραφος 1)∙ (iii) της δυνατότητας του κράτους μέλους να αποφασίσει αν θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια προκειμένου να καταστεί υπεύθυνο κράτος μέλος κατ’ εξαίρεση του προσδιορισμού της ευθύνης μέσω της εφαρμογής των κριτηρίων του κεφαλαίου III (άρθρο 17, παράγραφος 1), και (iv) των προθεσμιών που αφορούν τα αιτήματα αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης (δυνάμει του πρώτου εδαφίου του άρθρου 21 και του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 23, αντιστοίχως) (118).

140. Έτσι, προκειμένου μια αίτηση διεθνούς προστασίας να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, θα πρέπει να έχει υποβληθεί μέσω εντύπου ή πρακτικού σύμφωνα με τους εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες και να έχει παραληφθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές που καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Οι αρχές αυτές είναι υπεύθυνες, μεταξύ άλλων, και για την παραλαβή των αιτήσεων. Το κατά πόσον πρόκειται για την ίδια αρχή που συνδράμει τους αιτούντες και κατά την προετοιμασία των αιτήσεών τους συνιστά ζήτημα το οποίο ρυθμίζεται από την οδηγία για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου.

141. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, σύμφωνα με το γερμανικό σύστημα, υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος υποβάλλει αίτημα για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας (πρώτο στάδιο) ενώπιον εθνικών αρχών, όπως αυτές που είναι υπεύθυνες για τη φύλαξη των συνόρων, την αστυνομία ή την υπηρεσία μετανάστευσης, προωθείται σε κέντρο υποδοχής προκειμένου να καταχωριστεί. Αυτό το κέντρο υποδοχής οφείλει στη συνέχεια να γνωστοποιήσει στην BAMF (την αρμόδια αρχή που ορίζεται δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ) το αίτημα για χορήγηση διεθνούς προστασίας. Στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο χορηγείται πιστοποιητικό εγγραφής. Αυτά τα διαβήματα προηγούνται της υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας ενώπιον της BAMF (δεύτερο στάδιο).

142. Συνεπώς, κατά τα φαινόμενα, το έγγραφο που αφορά το ανεπίσημο αίτημα παροχής διεθνούς προστασίας (πρώτο στάδιο), δεν κατατίθεται στη BAMF. Επίσης, από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι το ανεπίσημο αίτημα υποβάλλεται μέσω εντύπου σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2 (119). Το ανεπίσημο αίτημα δεν αποτελεί επίσης πρακτικό κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης καθόσον δεν καταρτίζεται από τις εθνικές αρχές. Αντιθέτως, συντάσσεται από τον ίδιο τον αιτούντα.

143. Επιπλέον, θεωρώ ότι ούτε το πιστοποιητικό εγγραφής που εκδίδεται σε απάντηση του ανεπίσημου αιτήματος συνιστά πρακτικό κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Και τούτο διότι το πιστοποιητικό εγγραφής δεν αποτελεί αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται από υπήκοο τρίτης χώρας κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο η΄, της οδηγίας για την αναγνώριση. Αντιθέτως, αποτελεί την επίσημη απάντηση σε ένα ανεπίσημο αίτημα που υπέβαλε ο αιτών. Καταγράφει το προσωρινό καθεστώς του ενδιαφερομένου προσώπου εν αναμονή της εξέτασης της αίτησής του για παροχή διεθνούς προστασίας και επιβεβαιώνει ότι το πρόσωπο αυτό δικαιούται συνδρομής η οποία θα πρέπει να του παρασχεθεί κατά τα οριζόμενα στην οδηγία για την υποδοχή (120). Για την ακρίβεια, είναι πιθανόν, να αποτελεί, στην πραγματικότητα, το έγγραφο που εκδίδεται βάσει του εθνικού δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για την υποδοχή, με το οποίο πιστοποιείται το καθεστώς του αιτούντος και του επιτρέπεται να παραμείνει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος επί όσο διάστημα εκκρεμεί ή εξετάζεται η αίτησή του για διεθνή προστασία.

144. Η αντίθετη ερμηνεία του άρθρου 20, παράγραφος 2, στην οποία κατέληξε το αιτούν δικαστήριο οφείλεται στις διαδικαστικές ιδιαιτερότητες του γερμανικού συστήματος. Ωστόσο, οι ιδιαιτερότητες αυτές δεν απαντούν κατ’ ανάγκην στα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα υπόλοιπα κράτη μέλη δεν προβαίνουν κατ’ ανάγκη στην έκδοση επίσημου πιστοποιητικού εγγραφής ως απάντηση στην υποβολή ανεπίσημου αιτήματος παροχής διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, είμαι της γνώμης ότι η ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού εγγραφής δεν μπορεί να συνιστά το χρονικό σημείο υποβολής της αίτησης διεθνούς προστασίας.

145. Η Ουγγαρία υποστηρίζει ότι εάν γίνει δεκτό ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρείται ότι υποβάλλεται όταν παραληφθεί από τις αρμόδιες αρχές, τούτο θα παρείχε στα κράτη μέλη πολύ μεγάλο περιθώριο ελιγμών. Συγκεκριμένα, θα τους επέτρεπε να ελέγχουν τον χρόνο που παρεμβάλλεται μεταξύ του χρονικού σημείου κατά το οποίο ο υπήκοος της τρίτης χώρας υπέβαλε το αρχικό του αίτημα για παροχή διεθνούς προστασίας και του σημείου κατά το οποίο κατατίθεται τελικώς η αίτηση, με αποτέλεσμα να διασφαλίζουν ότι οι αιτήσεις θα κατατίθενται μόνον όταν η εθνική δημόσια διοίκηση μπορεί να εγγυηθεί ότι θα τηρηθούν οι προθεσμίες που τάσσονται για την υποβολή αιτημάτων αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης. Τούτο θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αυθαίρετη αντιμετώπιση μεμονωμένων υποθέσεων, γεγονός το οποίο θα υπονόμευε τη λειτουργία των διαδικασιών του συστήματος του Δουβλίνου, ιδίως όσον αφορά την υποχρέωση άμεσου προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους. Παρόμοιες ανησυχίες διατύπωσε και το αιτούν δικαστήριο.

146. Είναι αληθές ότι ο κανονισμός Δουβλίνο III δεν περιλαμβάνει κανόνες σχετικά με τη χρονική περίοδο που παρεμβάλλεται μεταξύ της υποβολής του ανεπίσημου αιτήματος και την κατάθεση της επίσημης αίτησης διεθνούς προστασίας. Από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ενεργήσουν εντός ορισμένης προθεσμίας, πλην του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου, το οποίο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι το πρόσωπο το οποίο έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας έχει πραγματική δυνατότητα να την καταθέσει το ταχύτερο δυνατό. Ως αποτέλεσμα, τα κράτη μέλη είναι όντως ελεύθερα να «διαχειριστούν» κατά το δοκούν την ταχύτητα με την οποία θα επιτρέπουν την υποβολή αιτήσεων ασύλου.

147. Τα πιθανά μειονεκτήματα που συνεπάγεται αυτή η ευελιξία για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα θα πρέπει να αξιολογούνται λαμβανομένων υπόψη των προβλημάτων που θα ανέκυπταν στη διαδικασία του Δουβλίνου αν αγνοούνταν τα άρθρα 20, παράγραφος 2 και 35, παράγραφος 1, και ανεπίσημα αιτήματα τα οποία υποβάλλονται ενώπιον εθνικών αρχών άλλων από αυτές που καθορίζονται δυνάμει της δεύτερης ως άνω διάταξης θεωρούνταν ισοδύναμα με την κατάθεση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Κατά την άποψή μου, η τελευταία αυτή ερμηνεία θα ήταν μάλλον πιθανότερο να διαταράξει τη διαδικασία του Δουβλίνου και να εισαγάγει ένα στοιχείο αβεβαιότητας όσον αφορά το πότε πραγματικά υποβάλλεται η αίτηση ασύλου. Επιπροσθέτως, θα καθιστούσε αδύνατο τον υπολογισμό των σχετικών προθεσμιών.

148. Ως εκ τούτου, είμαι της γνώμης ότι η πλέον ορθή ερμηνεία του άρθρου 20, παράγραφος 2, είναι αυτή που εστιάζει πλήρως στο γράμμα της εν λόγω διάταξης σε συνδυασμό με το άρθρο 35, παράγραφος 1.

149. Θεωρώ ότι ο νομοθέτης επέλεξε να αποτελεί αντικείμενο των εθνικών διαδικαστικών κανόνων ο καθορισμός του χρόνου κατά τον οποίο το έντυπο ή το πρακτικό κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, παραλαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Σε υποθέσεις στις οποίες τα κράτη μέλη εφαρμόζουν το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου η πιθανότητα συγχύσεως ως προς το συγκεκριμένο τμήμα της διαδικασίας είναι μικρότερη, δεδομένου ότι η αίτηση κατατίθεται είτε αυτοπροσώπως (όπως συμβαίνει στη Γερμανία) είτε σε καθορισμένο χώρο (121). Εκείνο είναι το χρονικό σημείο που το πρακτικό «παραλαμβάνεται» από τις αρμόδιες αρχές κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2.

150. Επομένως, ούτε το ανεπίσημο αίτημα διεθνούς προστασίας το οποίο προέβαλε ο T. Mengesteab ούτε τα πιστοποιητικά εγγραφής που εξέδωσαν οι εθνικές αρχές στις 14 Σεπτεμβρίου 2015 και στις 8 Οκτωβρίου 2015 συνιστούν κατάθεση της αίτησης για την παροχή διεθνούς προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ενώ τα πιστοποιητικά αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν «πρακτικό» για τους σκοπούς της ίδιας διάταξης. Συνεπώς, η χρονική περίοδος εντός της οποίας οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνταν να υποβάλουν το αίτημα αναδοχής δεν ξεκίνησε από καμία από τις ανωτέρω ημερομηνίες. Ξεκίνησε στις 22 Ιουλίου 2016, όταν ο T. Mengesteab κατέθεσε την επίσημη αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας ενώπιον της BAMF. Ως εκ τούτου, το αίτημα αναδοχής που υποβλήθηκε στις 19 Αυγούστου 2016 συμμορφώνεται προς την προθεσμία που τάσσει το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 21, παράγραφος 1.

151. Κατόπιν τούτων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι μια αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρείται ότι έχει υποβληθεί κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ όταν το έντυπο ή το πρακτικό παραληφθεί από τις αρμόδιες αρχές που ορίζονται ως υπεύθυνες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχει το κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Συναφώς: (i) το πιστοποιητικό εγγραφής του αιτούντος άσυλο δεν αποτελεί έντυπο ή πρακτικό· (ii) η αρμόδια αρχή που έχει οριστεί είναι αυτή που ορίζεται ως υπεύθυνη για την παραλαβή αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος· και, (iii) η αίτηση θεωρείται ότι παρελήφθη από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες εφαρμογής της οδηγίας για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου.

 Ερωτήματα 6 και 7

152. Υπό το πρίσμα της απάντησης που προτείνω να δοθεί στο ερώτημα 5 και μολονότι φρονώ ότι εν τέλει το οικείο ζήτημα εναπόκειται στην κρίση του εθνικού δικαστή, έχω την άποψη ότι το αίτημα περί αναδοχής στην υπόθεση του T. Mengesteab δεν ήταν άκυρο και ότι, ως εκ τούτου, η ευθύνη για την εξέταση της αίτησής του για διεθνή προστασία δεν επανέρχεται αυτομάτως στη Γερμανία βάσει του τρίτου εδαφίου του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Σε αυτό το πλαίσιο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν η καθυστέρηση των 10 μηνών μεταξύ της 8ης Οκτωβρίου 2015 (όταν εκδόθηκε το δεύτερο πιστοποιητικό εγγραφής του αιτούντος) και της 19ης Αυγούστου 2016 (όταν υποβλήθηκε το αίτημα αναδοχής), σημαίνει ότι η Γερμανία οφείλει να εξετάσει την αίτηση του T. Mengesteab σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (ερώτημα 6). Εάν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται πότε θεωρείται ότι το χρονικό διάστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ της έκδοσης του πιστοποιητικού εγγραφής και της υποβολής του αιτήματος αναδοχής συνιστά αδικαιολόγητη καθυστέρηση ως προς την υποβολή του οικείου αιτήματος (ερώτημα 7).

153. Η συνοπτική απάντηση είναι ότι από τα κράτη μέλη δεν μπορεί να απαιτείται να ασκούν τη διακριτική τους ευχέρεια δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ προκειμένου να εξετάσουν μια αίτηση διεθνούς προστασίας για ανθρωπιστικούς λόγους. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις φρονώ ότι δεν είναι απολύτως απαραίτητη η απάντηση του ερωτήματος 7 (122).

154. Η ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 1, συνιστά σαφώς ζήτημα του δικαίου της Ένωσης (123). Από το γράμμα της εν λόγω διάταξης συνάγεται ότι αυτή εισάγει εξαίρεση στον γενικό κανόνα του άρθρου 3, παράγραφος 1, ότι το υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας κράτος μέλος προσδιορίζεται βάσει των κριτηρίων του κεφαλαίου III. Η φράση «[κ]άθε κράτος μέλος δύναται να αποφασίζει να εξετάζει αίτηση διεθνούς προστασίας […]» καταδεικνύει ότι η εφαρμογή του άρθρου 17, παράγραφος 1, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών. Στον κανονισμό Δουβλίνο III δεν προβλέπεται κανένας μηχανισμός ο οποίος να επιβάλλει στα κράτη μέλη να επικαλεστούν το ως άνω άρθρο. Συνεπώς, η παραδοχή που υποκρύπτεται πίσω από το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου και υπονοεί ότι η καθυστέρηση μεταξύ της έκδοσης του πιστοποιητικού εγγραφής και της υποβολής του αιτήματος αναδοχής μπορεί να έχει ως συνέπεια να υποχρεωθεί το κράτος μέλος να εφαρμόσει το άρθρο 17, παράγραφος 1, είναι εσφαλμένη (124). Ομοίως, ο κανονισμός Δουβλίνο III δεν παρέχει καμία νομική βάση επί της οποίας να μπορεί να στηριχθεί η διαπίστωση ότι ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα είναι παράλογο.

155. Κατά την άποψή μου, η καθυστέρηση που διαπιστώνεται μεταξύ της έκδοσης του πιστοποιητικού εγγραφής ενός προσώπου ως αιτούντος διεθνή προστασία και της υποβολής του αιτήματος αναδοχής δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την επιβολή της υποχρεώσεως στο υποβάλλον το αίτημα κράτος μέλος να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Υπό το πρίσμα αυτής της απάντησης εκτιμώ ότι παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα 7.

 Ερώτημα 8

156. Με το ερώτημα 8, το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις ως προς τις πληροφορίες που πρέπει να περιέχει το αίτημα αναδοχής προκειμένου να είναι έγκυρο. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί ιδίως να πληροφορηθεί αν αρκεί η παροχή λεπτομερών στοιχείων σχετικά με την ημερομηνία εισόδου στο υποβάλλον το αίτημα κράτος μέλος και την ημερομηνία κατά την οποία ο αιτών κατέθεσε την επίσημη αίτησή του για διεθνή προστασία ή αν είναι επίσης απαραίτητο να συμπεριλαμβάνονται στο σχετικό αίτημα και η ημερομηνία υποβολής του ανεπισήμου αιτήματος για παροχή προστασίας καθώς και η ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού εγγραφής του αιτούντος.

157. Στο παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού προσαρτάται ένα τυποποιημένο έντυπο προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας το οποίο πρέπει να συμπληρώνεται στην περίπτωση υποβολής αιτήματος αναδοχής. Το έντυπο αυτό δεν περιλαμβάνει λεπτομέρειες σχετικά με την πρώτη ανεπίσημη αίτηση χορήγησης ασύλου ή την ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού εγγραφής του αιτούντος. Επιπλέον, τέτοιου είδους απαιτήσεις δεν προβλέπονται ούτε από το άρθρο 21.

158. Και τα οκτώ ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο συνδέονται μεταξύ τους. Λαμβανομένων υπόψη των απόψεων που διατυπώνω με τις παρούσες προτάσεις μου, ιδίως στις απαντήσεις των ερωτημάτων 1 έως 5, φρονώ ότι το αίτημα αναδοχής δεν είναι υποχρεωτικό να περιλαμβάνει ούτε λεπτομερή στοιχεία σχετικά με το ανεπίσημο αίτημα ασύλου ούτε την ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού εγγραφής του αιτούντος.

159. Επομένως, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, μολονότι τα αιτήματα αναδοχής του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ πρέπει να υποβάλλονται μέσω εντύπου όπως αυτό που προσαρτάται στο παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού του Δουβλίνο II, εντούτοις, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να συμπεριλάβουν σε αυτό ούτε την ημερομηνία υποβολής του πρώτου ανεπίσημου αιτήματος ασύλου ούτε την ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού εγγραφής του αιτούντος διεθνή προστασία.

 Πρόταση

160. Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω, φρονώ ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε το Verwaltungsgericht Minden (διοικητικό δικαστήριο του Minden, Γερμανία) ως εξής:

(1)      Το άρθρο 27, παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 19 του ίδιου κανονισμού, έχει την έννοια ότι, στην περίπτωση που το υποβάλλον το αίτημα κράτος μέλος δεν τήρησε την οριζόμενη από το άρθρο 21, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προθεσμία κατά την υποβολή του αιτήματος αναδοχής, ο αιτών μπορεί να ασκήσει ένδικο μέσο ή να ζητήσει την επανεξέταση της απόφασης που διατάσσει τη μεταφορά του και εκδόθηκε συνεπεία του εν λόγω αιτήματος αναδοχής.

(2)      Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, το ζήτημα αν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αναδοχής κάνει δεκτό το εν λόγω αίτημα, δεν ασκεί καμία επιρροή. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνθηκε το αίτημα καθίσταται υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας κράτος μέλος, δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 7, του κανονισμού 604/2013.

(3)      Παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα 3.

(4)      Η περίοδος των τριών μηνών που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 604/2013 συνιστά τη γενική προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να υποβάλλονται τα αιτήματα αναδοχής. Η συντομότερη περίοδος των δύο μηνών που προβλέπεται από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 21, παράγραφος 1, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου η σύγκριση των δακτυλικών αποτυπωμάτων που ελήφθησαν βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού Eurodac αποκαλύπτει σύμπτωση των δεδομένων κατά την έννοια των άρθρων 2, στοιχείο δ΄ και 14, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Αυτό το χρονικό διάστημα των δύο μηνών δεν προστίθεται στη γενική τρίμηνη προθεσμία και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ξεκινά μετά το πέρας της προθεσμίας που τάσσει το πρώτο εδάφιο του άρθρου 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 604/2013.

(5)      Μια αίτηση διεθνούς προστασίας λογίζεται ως υποβληθείσα κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 604/2013 όταν παραληφθεί το σχετικό έντυπο ή πρακτικό από τις αρμόδιες αρχές που ορίζονται ως υπεύθυνες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχει το κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 35, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Συναφώς: (i) πιστοποιητικό καταχωρίσεως του προσώπου ως αιτούντος άσυλο δεν συνιστά έντυπο ή πρακτικό· (ii) υπεύθυνη για την παραλαβή της αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος είναι η προς τούτο οριζόμενη αρμόδια αρχή· και (iii) η αίτηση θεωρείται ότι έχει παραληφθεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες εφαρμογής της οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

(6)      Η καθυστέρηση που διαπιστώνεται μεταξύ της έκδοσης του πιστοποιητικού καταχωρίσεως ενός προσώπου ως αιτούντος άσυλο και της υποβολής του αιτήματος αναδοχής, δεν συνεπάγεται την υποχρέωση του υποβάλλοντος το αίτημα κράτους μέλους να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 604/2013.

(7)      Παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα 7.

(8)      Παρά το γεγονός ότι το αίτημα αναδοχής που προβλέπεται από το άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 604/2013 πρέπει να υποβάλλεται μέσω εντύπου όπως αυτό που παρατίθεται στο παράρτημα I, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 118/2014 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1560/2003 για τα μέτρα εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας, το υποβάλλον το αίτημα κράτος μέλος δεν είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει στο εν λόγω έντυπο ούτε την ημερομηνία υποβολής του πρώτου ανεπίσημου αιτήματος διεθνούς προστασίας ούτε την ημερομηνία έκδοσης του πιστοποιητικού καταχωρίσεως ενός προσώπου ως αιτούντος διεθνή προστασία.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 –      Κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31· στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο III).


3 –      Βλ., ιδίως, κανονισμό (ΕΕ) 603/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 […] και σχετικά με αιτήσεις της αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac που υποβάλλουν οι αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών και η Ευρωπόλ για σκοπούς επιβολής του νόμου και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 1077/2011 σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (ΕΕ 2013, L 180, σ. 1∙ στο εξής: κανονισμός Eurodac), και κανονισμό (ΕΚ) 1560/2003 για τα μέτρα εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ 2003, L 222, σ. 3), όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 118/2014 της Επιτροπής, της 30ής Ιανουαρίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1560/2003 (ΕΕ 2014, L 39, σ. 1) (στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός).


4 –      ΕΕ 2010, C 83, σ. 389 (στο εξής: Χάρτης).


5 –      Υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations Unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954). Συμπληρώθηκε με το πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνάφθηκε στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης)].


6 –      Τα αντίστοιχα δικαιώματα με αυτά του άρθρου 47 του Χάρτη προβλέπονται στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ).


7 –      Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Schengen, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των Κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Benelux, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19, στο εξής: CISA). Οι κανόνες σχετικά με τον καθορισμό της ευθύνης για την εξέταση των αιτήσεων παροχής ασύλου περιλαμβάνονταν στα άρθρα 28 έως 38. Οι διατάξεις αυτές αντικαταστάθηκαν από το σύστημα του Δουβλίνου.


8 –      ΕΕ 1997, C 254, σ. 1.


9 –      Κανονισμός (ΕΚ) 343/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ 2003 L 50, σ. 1· στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο II –ο κανονισμός εκείνος αντικαταστάθηκε, με τη σειρά του, από τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ). Τα κριτήρια τα οποία εφαρμόζονται για τον καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας ορίζονται πλέον στο κεφάλαιο III του κανονισμού Δουβλίνο III (στο εξής: κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ).


10 –      Αιτιολογική σκέψη 5.


11 –      Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 6· στο εξής: οδηγία για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου).


12 –      Αιτιολογική σκέψη 12.


13 –      Αιτιολογική σκέψη 19.


14 –      Αιτιολογική σκέψη 32.


15 –      Αιτιολογική σκέψη 39.


16 –      Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9, στο εξής: οδηγία για την αναγνώριση).


17 –      Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, N.S. (C‑411/10 και C-493/10, EU:C:2011:865).


18 –      Μεταξύ των πληροφοριών που παρέχονται στους αιτούντες πρέπει να περιλαμβάνεται και υλικό σχετικά με τη δυνατότητα προσβολής της απόφασης μεταφοράς (άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄).


19 –      Η προσωπική συνέντευξη μπορεί να παραλείπεται εάν ο ενδιαφερόμενος αιτών έχει διαφύγει ή εάν έχει ήδη παράσχει τις πληροφορίες που απαιτούνται για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους (άρθρο 5, παράγραφος 2).


20 –      Το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα αποφαίνεται το αργότερο σε έναν μήνα από την ημερομηνία κατά την οποία παρέλαβε το αίτημα. Όταν το αίτημα βασίζεται σε στοιχεία λαμβανόμενα από το σύστημα Eurodac, η εν λόγω προθεσμία μειώνεται σε δύο εβδομάδες (άρθρο 25, παράγραφος 1). Η έλλειψη απάντησης εντός των προθεσμιών του άρθρου 25, παράγραφος 1, ισοδυναμεί με αποδοχή του αιτήματος εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερομένου προσώπου (άρθρο 25, παράγραφος 2).


21 –      Άρθρο 1.


22 –      Άρθρο 2, στοιχείο δ΄. Το σύστημα αποτελείται από ηλεκτρονική κεντρική βάση δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων (στο εξής: κεντρικό σύστημα) (άρθρο 3, παράγραφος 1).


23 –      Τα δεδομένα απαριθμούνται στο άρθρο 11 του κανονισμού Eurodac. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται τα ακόλουθα: το φύλο του αιτούντος· ο αριθμός μητρώου που χρησιμοποίησε το κράτος μέλος προέλευσης· η ημερομηνία λήψης των αποτυπωμάτων· η ημερομηνία διαβίβασης των δεδομένων στο κεντρικό σύστημα, και ο αναγνωριστικός αριθμός του χειριστή.


24 –      Άρθρο 15.


25 –      Αιτιολογική σκέψη 3.


26 –      Άρθρο 1.


27 –      Άρθρο 1.


28 –      Άρθρο 1.


29 –      Άρθρο 3, παράγραφος 1.


30 –      Άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2. Το άρθρο 2, στοιχείο στ΄, ορίζει ότι ως «αποφαινόμενη αρχή» νοείται «[κ]άθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις».


31 –      Στην περίπτωση που ο αιτών δεν έχει καταθέσει αίτηση, τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόσουν το άρθρο 28, το οποίο προβλέπει τη διαδικασία σε περίπτωση σιωπηρής ανάκλησης της αίτησης ή υπαναχώρησης από αυτήν.


32 –      Άρθρο 9, παράγραφος 1.


33 –      Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ 2013, L 180, σ. 96, στο εξής: οδηγία για την υποδοχή).


34 –      Βλ. άρθρο 1 και παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) 539/2001 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2001, περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή (ΕΕ 2001, L 81, σ. 1).


35 –      Κανονισμός (ΕΚ) 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (Κώδικας Συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ 2006, L 105, σ. 1). Έκτοτε, ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (ΕΕ 2016, L 77, σ. 1), τον επονομαζόμενο και Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν». Κατά τον κρίσιμο χρόνο, όταν δηλαδή ο T. Mengesteab διέβη τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης και εισήλθε στην Ιταλία (δηλαδή, στις 12 Σεπτεμβρίου 2015), ήταν σε ισχύ η προγενέστερη έκδοση του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, όπως αυτός είχε τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) 1051/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 295, σ. 1). Στις παρούσες προτάσεις μου αναφέρομαι σε αυτή την έκδοση του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν.


36 –      C-490/16 (υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου).


37 –      C-646/16 (υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου).


38 –      Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τις πρόσφατες τραγωδίες στη Μεσόγειο και τις πολιτικές μετανάστευσης και ασύλου της Ένωσης, 2015/2660(RSP), παράγραφος 1.


39 –      Οι επιχειρήσεις αυτές διέπονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 656/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, περί κανόνων επιτήρησης των εξωτερικών θαλάσσιων συνόρων στο πλαίσιο της επιχειρησιακής συνεργασίας που συντονίζεται από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, L 189, σ. 93, στο εξής: κανονισμός Frontex).


40 –      De Vattel, E., «The Law of Nations» (1834), σ. 170, όπου παραπέμπει ο Moreno-Lax, V., «Seeking Asylum in the Mediterranean: Against a Fragmentary Reading of EU Member States’ Obligations Accruing at Sea», 23(2), International Journal of Refugee Law, (2011), σ. 174 έως 220, ιδίως σ. 194.


41 –      Η Διεθνής Σύμβαση του 1974 για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (στο εξής: σύμβαση SOLAS), όπως τροποποιήθηκε, έχει εφαρμογή σε όλα τα σκάφη, είτε κρατικά είτε εμπορικά· βλ., επίσης, κανονισμό 33, παράγραφος 1, κεφάλαιο V, του παραρτήματος της συμβάσεως SOLAS και σημεία 2.1.10 και 1.3.2, του παραρτήματος της Διεθνούς Συμβάσεως για τη ναυτική έρευνα και διάσωση του 1979 (στο εξής: σύμβαση SAR), 1405, UNTS 109.


42 –      Η έννοια δεν ορίζεται στις συμβάσεις SOLAS ή SAR, αλλά στις κατευθυντήριες γραμμές για τη μεταχείριση προσώπων που διασώζονται στη θάλασσα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (στο εξής: ΙΜΟ), ψήφισμα MSC.167(78), το οποίο υιοθετήθηκε στις 20 Μαΐου 2004. Ο νομοθέτης της Ένωσης υιοθέτησε σχεδόν παρόμοιο ορισμό στο άρθρο 2, παράγραφος 12, του κανονισμού Frontex. Ο ασφαλής τόπος ενδέχεται να βρίσκεται στην ξηρά ή σε μονάδα διάσωσης ή σε άλλο κατάλληλο σκάφος ή εγκατάσταση στη θάλασσα που μπορεί να επιτελέσει τον ρόλο του ασφαλούς τόπου μέχρι οι επιζώντες να επιβιβαστούν στο μέσο που θα τους μεταφέρει στον επόμενο προορισμό τους.


43 –      Βλ. Moreno-Lax, V., υποσημείωση 40 των παρουσών προτάσεων, σ. 175.


44 –      Βλ. Moreno-Lax, V., υποσημείωση 40 των παρουσών προτάσεων, σ. 196. Όσον αφορά τις συμφωνίες με τρίτες χώρες βλ. Butler, G., και Ratcovich M., «Operation Sophia in Uncharted Waters: European and International Law Challenges for the EU Naval Mission in the Mediterranean Sea», 85(3), Nordic Journal of International Law (2016), σ. 235 έως 259, ειδικά σ. 249.


45 –      Βλ. έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής «Study on the international law instruments in relation to illegal immigration by sea», SEC(2007), 691.


46 –      IMO «Principles Relating To Administrative Procedures For Disembarking Persons Rescued At Sea», (2009), FAL.3/Circ.194.


47 –      Βλ. τμήμα II του παραρτήματος της απόφασης 2010/252/ΕΕ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2010, για τη συμπλήρωση του κώδικα συνόρων του Σένγκεν όσον αφορά την επιτήρηση των θαλάσσιων εξωτερικών συνόρων στο πλαίσιο της επιχειρησιακής συνεργασίας που συντονίζεται από τον ευρωπαϊκό οργανισμό για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, L 111, σ. 20). Η προτεινόμενη ρύθμιση προέβλεπε ότι, όσον αφορά τις κοινές επιχειρήσεις υπό την αιγίδα της Frontex, η αποβίβαση θα πρέπει να γίνεται στην τρίτη χώρα από όπου αναχώρησε το σκάφος που μεταφέρει τα πρόσωπα και, εφόσον τούτο δεν είναι δυνατό, θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στο κράτος μέλος υποδοχής (παράγραφος 2.1.).


48 –      Απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C-355/10, EU:C:2012:516). Το Δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο δεν ήταν εξουσιοδοτημένο να προβεί μόνο του στη λήψη των προσβαλλόμενων μέτρων.


49 –      Άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού Frontex.


50 –      Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, «Migrants in the Mediterranean: Protecting Human Rights», σ. 43.


51 –      Βλ. Klein, N., «A Maritime Security Framework for the Legal Dimensions of Irregular Migration by Sea», σε Moreno-Lax, V., και Papastravridis, E., «Boat Refugees’ and Migrants at Sea: A Comprehensive Approach» (Brill/Nijhoff, Leiden/Boston: 2017), σ. 35 έως 59, ειδικά σ. 49.


52      Για μια λεπτομερή ανάλυση όσον αφορά τα κράτη που εμπλέκονται στην εφαρμογή του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, βλ. σημείο 23 και υποσημείωση 32 των προτάσεών μου στις υποθέσεις A.S. (C-490/16) και Jafari (C-646/16, EU:C:2017:443).


53 –      Βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 32 και 39 του κανονισμού Δουβλίνο III.


54 –      Απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P και C-415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 283 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


55 –      Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi (C‑584/10 P, C-593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψεις 99 και 100) (στο εξής: Kadi II). Βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση Ghezelbash (C-63/15, EU:C:2016:186, σημεία 82 και 83).


56 –      Βλ. επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων όσον αφορά το άρθρο 47 (ΕΕ 2007, C 303, σ. 2).


57 –      Βλ. σημεία 130 επ. των προτάσεών μου όσον αφορά το ερώτημα 5.


58 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού Δουβλίνο III.


59 –      Βλ. αιτιολογική έκθεση της πρότασης της Επιτροπής COM(2001) 447 τελικό, της 26ης Ιουλίου 2001, για κανονισμό του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας (ΕΕ 2001, C 304E, σ. 192).


60 –      Βλ. σημείο 6 των παρουσών προτάσεων.


61 –      Η CISA και η Σύμβαση του Δουβλίνου προϋπήρχαν του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2000, C 364, σ. 1), ο οποίος διακηρύχθηκε πανηγυρικά από την Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, κατόπιν εγκρίσεως των κρατών μελών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας. Ο κανονισμός Δουβλίνο II είχε εκδοθεί πριν ο Χάρτης αποκτήσει ισχύ Συνθήκης το 2009.


62 –      Βλ. αιτιολογική έκθεση της πρότασης της Επιτροπής COM(2008) 820 τελικό, σ. 11, και αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού Δουβλίνο III.


63 –      Απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, C. K. κ.λπ. (C-578/16 PPU, EU:C:2017:127, σκέψη 59).


64 –      Απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, C. K. κ.λπ. (C-578/16 PPU, EU:C:2017:127, σκέψη 57).


65 –      Βλ. αιτιολογική έκθεση της πρότασης της Επιτροπής COM(2016) 270 τελικό, σχετικά με τον «κανονισμό Δουβλίνο IV».


66 –      Αντιλαμβάνομαι την έννοια του «forum shopping» ως την κατάχρηση των διαδικασιών ασύλου μέσω της υποβολής πολλαπλών αιτήσεων ασύλου από το ίδιο πρόσωπο σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη με αποκλειστικό σκοπό την παράταση της παραμονής του στο έδαφος των κρατών μελών, βλ. COM(2008) 820 τελικό, της 3ης Δεκεμβρίου 2008, σ 4. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης υπό ευρύτερη έννοια προκειμένου να χαρακτηρίσει υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι επιθυμούν να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας σε συγκεκριμένο κράτος μέλος. Στις παρούσες προτάσεις μου χρησιμοποιώ τον όρο αποκλειστικά και μόνον υπό την πρώτη έννοια, ιδίως, διότι ένας εκ των βασικών στόχων των κανόνων του συστήματος του Δουβλίνου είναι να αποτραπούν αυτές ακριβώς οι πολλαπλές αιτήσεις. Η χρήση του όρου «forum shopping» έχει δεχθεί κριτική ως αποπροσανατολιστική και ακατάλληλη, βλ. «The reform of the Dublin III Regulation» (μελέτη για την επιτροπή LIBE η οποία πραγματοποιήθηκε κατ’ εντολήν της διευθύνσεως πολιτικών για τα δικαιώματα των πολιτών και των συνταγματικών υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου), σ. 21.


67 –      Στο σχέδιο του κανονισμού Δουβλίνο IV, η Επιτροπή προτείνει η εν λόγω προθεσμία να συντμηθεί περαιτέρω στον έναν μήνα.


68 –      Η διαδικασία αυτή προβλέπεται πλέον από το άρθρο 34 της οδηγίας για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου.


69 –      Βλ. σημείο 3.3., σ. 4, της αιτιολογικής έκθεσης της Επιτροπής σε COM(2001) 447 τελικό.


70 –      Τρίτο εδάφιο του άρθρου 21, παράγραφος 1. Βλ., επίσης, σημεία 18 και 19 των παρουσών προτάσεων, όσον αφορά τα αιτήματα εκ νέου ανάληψης. Ως προς την ερμηνεία των άρθρων 23 και 24 του κανονισμού Δουβλίνο III και την εφαρμογή των προθεσμιών βλ. Hasan, C-360/16 (υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου).


71 –      Βλ. σημεία 96 και 97 των παρουσών προτάσεων.


72 –      Η ερμηνεία του άρθρου 29 αποτελεί το αντικείμενο της υπόθεσης Shiri (C-201/16), η οποία εκκρεμεί επί του παρόντος ενώπιον του Δικαστηρίου.


73 –      Απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Abdullahi (C-394/12, EU:C:2013:813).


74 –      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο II ήταν το αντίστοιχο του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III.


75 –      Κατά τον χρόνο εκείνο, η επαναπροώθηση στην Ελλάδα αιτούντων άσυλο είχε ανασταλεί. Τούτο σήμαινε ότι η S. Abdullahi μπορούσε να επιδιώξει να εξεταστεί η αίτησή της στην Αυστρία.


76 –      Με την πρότασή της COM(2008) 820 τελικό, η Επιτροπή τροποποίησε το κείμενο των διατάξεων που αφορούσαν το δικαίωμα του αιτούντος σε άσκηση ενδίκων μέσων ή επανεξέταση της απόφασης για τη μεταφορά του, βλ., ιδίως, την προτεινόμενη αιτιολογική σκέψη 17 και το άρθρο 26 το οποίο επιγράφεται «Προσφυγές». Το κείμενο αυτό τροποποιήθηκε εκ νέου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συναπόφασης. Ο νομοθέτης πρόσθεσε στο κείμενο των νυν αιτιολογικών σκέψεων 9 και 19, καθώς και του άρθρου 27, παράγραφος 1, την αναφορά στα ένδικα μέσα. Το Συμβούλιο υιοθέτησε την άποψη της Επιτροπής κατά την πρώτη ανάγνωση βάσει συμβιβασμού που επετεύχθη με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο οποίος προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση των νομικών εγγυήσεων και των δικαιωμάτων των αιτούντων διεθνή προστασία· βλ. διοργανικό φάκελο 2008/243/COD.


77 –      Βλ., ιδίως, άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, και άρθρα 5 και 26 του κανονισμού Δουβλίνο III.


78 –      Αιτιολογικές σκέψεις 9 και 19 του κανονισμού Δουβλίνο III.


79 –      Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash (C-63/15, EU:C:2016:409).


80 –      Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Karim (C-155/15, EU:C:2016:410).


81 –      Σκέψεις 38 και 39.


82 –      Σκέψη 23.


83 –      Απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash (C-63/15, EU:C:2016:409, σκέψεις 44 έως 46 και 51 έως 53), και σημείο 62 των παρουσών προτάσεων.


84 –      Βλ., για παράδειγμα, COM(2001) 447 τελικό, σ. 3.


85 –      Βλ., για παράδειγμα, σημείο 74 των παρουσών προτάσεων και αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού Δουβλίνο III.


86 –      Βλ. σημείο 73 των παρουσών προτάσεων.


87 –      Απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C-402/05 P και C-415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψεις 326 και 338).


88 –      Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Kadi ΙΙ (C-584/10 P, C‑593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψεις 117 και 118).


89 –      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Ιουλίου 2011, Samba Diouf (C-69/10, EU:C:2011:524, σκέψη 61). Όσον αφορά τις διαδικαστικές εγγυήσεις και τα εχέγγυα, βλ., ιδίως, άρθρα 4, 5 και 26 του κανονισμού Δουβλίνο III.


90 –      Βλ. σημείο 72 των παρουσών προτάσεων.


91 –      Βλ. σχόλια της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες στην πρόταση της Επιτροπής για τον κανονισμό Δουβλίνο IV [COM(2016) 270], σ. 21∙ αιτιολογική έκθεση στην πρόταση της Επιτροπής για τον κανονισμό Δουβλίνο II [COM(2001) 447 τελικό], και την πρόταση της Επιτροπής για τον κανονισμό Δουβλίνο III [COM(2008) 820 τελικό].


92 –      Οι πληροφορίες που παρέχονται στους αιτούντες δυνάμει του άρθρου 4 και παρατίθενται στο παράρτημα X του εκτελεστικού κανονισμού περιέχουν το ακόλουθο απόσπασμα: «[α]ν αποφασίσουμε ότι μια άλλη χώρα είναι υπεύθυνη για την αίτησή σας, θα προσπαθήσουμε να σας στείλουμε στη χώρα αυτή το συντομότερο δυνατό, έτσι ώστε η αίτησή σας να μπορέσει να εξεταστεί εκεί. Η συνολική διαδικασία του Δουβλίνου, μέχρι τη μεταφορά στη χώρα αυτή, μπορεί, υπό κανονικές συνθήκες, να διαρκέσει έως 11 μήνες». Η υπογράμμιση δεν είναι δική μου: επαναλαμβάνει τη διατύπωση του παραρτήματος X του εκτελεστικού κανονισμού. Το χρονικό αυτό διάστημα είναι σχεδόν διπλάσιο από τους έξι μήνες που προβλέπονται για την ουσιαστική εξέταση της αίτησης και φανερώνει ότι η φάση προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους διαρκεί σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβολικά πολύ. Η ουσιαστική εξέταση της αίτησης ενδέχεται να είναι ευαίσθητη και περίπλοκη, ενώ μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα του ενός στάδια, δεδομένου ότι ορισμένα εθνικά συστήματα εξετάζουν αρχικώς αν ο αιτών δικαιούται να υπαχθεί στο καθεστώς του πρόσφυγα και, εάν τούτο δεν είναι δυνατό, ακολούθως εξετάζεται η δυνατότητα παροχής επικουρικής προστασίας: βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 8ης Μαΐου 2014, N. (C-604/12, EU:C:2014:302, σκέψεις 55 επ.). Στο μέτρο που με αφορά, αδυνατώ να κατανοήσω για ποιον λόγο το προκαταρκτικό στάδιο (προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους) θα πρέπει να απαιτεί περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι η ουσιαστική εξέταση.


93 –      Βλ., επίσης, άρθρα 3, παράγραφος 1, και 20, παράγραφοι 4 και 5 του κανονισμού Δουβλίνο III.


94 –      Στην πρότασή της για τον κανονισμό Δουβλίνο IV η Επιτροπή πρότεινε ότι, όσον αφορά τα αιτήματα εκ νέου ανάληψης, η ευθύνη δεν θα πρέπει να επιστρέφει στο υποβάλλον το αίτημα κράτος μέλος. Πάντως, δεν έκανε την ίδια πρόταση και ως προς τα αιτήματα αναδοχής (όπως στην υπόθεση του T. Mengesteab). Βλ. σ. 16 της αιτιολογικής έκθεσης όσον αφορά το COM(2016) 270 τελικό.


95 –      Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι το προτεινόμενο από την Επιτροπή «περιορισμένο» δικαίωμα σε ένδικα μέσα ή επανεξέταση θα σήμαινε ότι το δικαίωμα δικαστικής προσφυγής σπανίως θα μπορούσε να επιδιωχθεί επιτυχώς. Πρώτον, η Ελλάδα είναι το μοναδικό κράτος μέλος στο οποίο δεν επαναπροωθούνται οι αιτούντες άσυλο. Πριν ληφθεί η απόφαση περί μη μεταφοράς των αιτούντων στην Ελλάδα το 2011, ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εκκρεμούσαν πολλές υποθέσεις οι οποίες καταδίκαζαν τις συνθήκες υποδοχής στην Ελλάδα και από τους μη κυβερνητικούς οργανισμούς είχαν προσκομιστεί σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία προς τούτο. Θα ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο για οποιονδήποτε ιδιώτη να μπορέσει να υποστηρίξει κάτι παρόμοιο όσον αφορά τα λοιπά κράτη μέλη χωρίς να τύχει της αντίστοιχης στηρίξεως. Δεύτερον, τα οικογενειακά κριτήρια του κεφαλαίου III χρησιμοποιούνται σπανίως από ιδιώτες αιτούντες και τα κράτη μέλη έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα απρόθυμα στο να δεχθούν τους αντίστοιχους ισχυρισμούς όταν αυτοί προβάλλονται [βλ. σ. 10 της αιτιολογικής έκθεσης ως προς την πρόταση για COM(2016) 270 τελικό].


96 –      Βλ., αιτιολογική έκθεση που αφορά την πρόταση COM(2016) 270 τελικό. Ουσιαστικά, η Επιτροπή προτείνει τη λύση που υποστήριξε ανεπιτυχώς και ενώπιον του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Ghezelbash και Karim.


97 –      Μολονότι το άρθρο 41 του Χάρτη αφορά τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι τα κράτη μέλη υπόκεινται στην αρχή της χρηστής διοίκησης όταν δρουν εντός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης· βλ. αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2012, M. (C-277/11, EU:C:2012:744, σκέψη 82), και της 8ης Μαΐου 2014, N. (C-604/12, EU:C:2014:302, σκέψεις 49 και 50). Όσον αφορά το δικαίωμα ακροάσεως και το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, βλ. σημεία 62 και 63 των παρουσών προτάσεων.


98 –      Αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2016, Ghezelbash (C-63/15, EU:C:2016:409), και Karim (C-155/15, EU:C:2016:410).


99 –      Βλ., επίσης, άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, του κανονισμού Δουβλίνο III το οποίο απαιτεί από τα κράτη μέλη να ενημερώνουν τον αιτούντα για τη δυνατότητα προσβολής της απόφασης μεταφοράς. Βλ., επιπλέον, υπόθεση Hassan (C-647/16, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου).


100 –      Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Kadi (C-584/10 P, C‑593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψεις 115 έως 117).


101 –      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γερμανία ανέφερε ότι κατά την περίοδο μεταξύ των ετών 2007 έως 2011 ο μέσος όρος αιτούντων διεθνή προστασία ανέρχονταν στα 39 000 άτομα ετησίως. Το 2012, ο αριθμός αυτός διπλασιάστηκε και ανήλθε στα 78 000 άτομα· το 2013 ήταν 127 000 άτομα· το 2014 ήταν 202 000· το 2015 ήταν 477 000 και το 2016, 746 000. Για το πρώτο τρίμηνο του 2017 δεν υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία.


102      Το τέταρτο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου (βλ. σημείο 42 των παρουσών προτάσεων) είναι δυνατό να διαβαστεί υπό την έννοια ότι ζητείται να διευκρινιστεί αν η δίμηνη προθεσμία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μια ελαστική παράταση της τρίμηνης περιόδου, αν το κράτος μέλος καθυστερήσει να προβεί σε αναζήτηση στο σύστημα Eurodac. Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τόσο η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου όσο και η Επιτροπή επιχειρηματολόγησαν ως προς το κατά πόσον, στην περίπτωση αναζήτησης στο σύστημα Eurodac, η κρίσιμη προθεσμία είναι [3 + 2] μήνες, αντί απλώς για δύο μήνες. Η προσέγγιση αυτή δεν αντικρούστηκε από τους εκπροσώπους ούτε του T. Mengesteab ούτε της Γερμανικής Κυβέρνησης, οπότε κι εγώ θα εξετάσω το ζήτημα υπό αυτό το πρίσμα.


103 –      Βλ. εκτελεστικό κανονισμό, παράρτημα II, σημείο 7, πρώτη περίπτωση. Αυτές οι πληροφορίες είναι κρίσιμες όσον αφορά τα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα που εκτίθενται με το αίτημα αναδοχής όπως ορίζει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1560/2003.


104 –      Άρθρο 22, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, σημείο i, του κανονισμού Δουβλίνο III.


105 –      Αιτιολογική σκέψη 30 του κανονισμού Δουβλίνο III. Βλ. επίσης, τον εκτελεστικό κανονισμό, παράρτημα X, μέρος Β όπου καθορίζονται οι πληροφορίες που αποστέλλονται στους αιτούντες δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.


106 –      Βλ. άρθρα 23 έως 25 του Κανονισμού Δουβλίνο III, και σημεία 18 και 19 των παρουσών προτάσεων.


107 –      Βλ., επίσης, άρθρο 14, παράγραφος 1 του κανονισμού Eurodac.


108 –      Οι ίδιες προθεσμίες προβλέπονται και από το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού Eurodac. Σημειωτέον ότι εκκρεμούν δύο υποθέσεις στις οποίες η Επιτροπή έχει ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά της Ιταλίας και της Ελλάδας, αντίστοιχα, για μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους από τον κανονισμό Eurodac.


109 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη 30 του κανονισμού Δουβλίνο III και σημείο 24 των παρουσών προτάσεων.


110 –      Απόφαση της 6ης Ιουνίου 2013, MA κ.λπ. (C-648/11, EU:C:2013:367, σκέψη 50).


111 –      Το άρθρο 4 της οδηγίας για την αναγνώριση διέπει την αξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας.


112 –      Βλ. αιτιολογική σκέψη του κανονισμού Δουβλίνο III και σημείο 30 των παρουσών προτάσεων.


113 –      Βλ., αντιστοίχως, άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου.


114 –      Το χρονικό αυτό διάστημα επεκτείνεται στις έξι εργάσιμες ημέρες εάν η αίτηση υποβάλλεται σε άλλες αρχές οι οποίες ενδεχομένως δεν είναι αρμόδιες για την καταχώριση δυνάμει του εθνικού δικαίου, όπως η αστυνομία (βλ. δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6, παράγραφος 1). Στην οδηγία για την υποδοχή δεν γίνεται διάκριση μεταξύ της υποβολής ανεπίσημου αιτήματος διεθνούς προστασίας και της καταθέσεως επίσημης αίτησης. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο όρος «υποβολή».


115 –      Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας να κατατίθενται αυτοπροσώπως και/ή σε καθορισμένο χώρο (άρθρο 6, παράγραφος 3 της οδηγίας για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου).


116 –      Η λέξη «lodge» ορίζεται στο λεξικό της αγγλικής γλώσσας της Οξφόρδης ως «to present (a complaint, appeal, claim etc.) formally to the proper authorities». Η μετάφραση του «lodged» στο άρθρο 1 του κανονισμού Δουβλίνο III στη γαλλική γλώσσα αποδίδεται ως «introduite». Πάντως, στο μέτρο που ο όρος «lodge» δεν χρησιμοποιείται κατά τρόπο συνεπή στις πράξεις που συνδυαστικά αποτελούν το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, δεν θα στηριχθώ σε μια αμιγώς γλωσσική επιχειρηματολογία προκειμένου να αποσαφηνίσω την ερμηνεία του (βλ. υποσημείωση 114 των παρουσών προτάσεων).


117 –      Βλ. σημεία 32 και 34 των παρουσών προτάσεων.


118 –      Χάριν πληρότητας, οφείλω να προσθέσω ότι δεν εξαρτώνται όλες οι προθεσμίες που προβλέπονται από τον κανονισμό Δουβλίνο III από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας. Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, στην περίπτωση αιτούντος ο οποίος διέβη παρανόμως τα σύνορα κράτους μέλους προερχόμενος από τρίτη χώρα, η ευθύνη του εν λόγω κράτους μέλους για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας παύει να υφίσταται δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα η παράνομη διάβαση των συνόρων. Εν προκειμένω, η ευθύνη δεν συνδέεται με την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας.


119 –      Από το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III φαίνεται ότι η επίσημη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να υποβληθεί μέσω εντύπου το οποίο κατατίθεται στις αρμόδιες αρχές, εκτός και αν υποβληθεί μέσω πρακτικού το οποίο αποστέλλεται στις εν λόγω αρχές· βλ. σημείο 15 των παρουσών προτάσεων.


120 –      Βλ., αντιστοίχως, άρθρο 9 της οδηγίας για τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου και άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας για την υποδοχή.


121 –      Βλ. σημεία 33 και 34 των παρουσών προτάσεων.


122 –      Βλ., επίσης, δεύτερο εδάφιο του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III το οποίο εφαρμόζεται όταν είναι αδύνατη η μεταφορά αιτούντος εξαιτίας βάσιμων λόγων που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν συστημικές ελλείψεις στη διαδικασία ασύλου και στις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων στο εν λόγω κράτος μέλος.


123 –      Απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, C. K.κ.λπ. (C-578/16 PPU, EU:C:2017:127, σκέψη 54).


124 –      Είναι σχεδόν απίθανο το κράτος μέλος που απλώς παραλείπει να ενεργήσει μετά την έκδοση πιστοποιητικού εγγραφής να θεωρηθεί ότι εφαρμόζει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει προβεί στις δέουσες κοινοποιήσεις τόσο στο δίκτυο ηλεκτρονικής επικοινωνίας «DubliNet» το οποίο θεσπίστηκε από τον κανονισμό εφαρμογής του Δουβλίνου όσο και στο Eurodac, βλ. πρώτο και δεύτερο εδάφιο του άρθρου 17, παράγραφος 1. Δεν προτίθεμαι να υπεισέλθω στο ζήτημα αν (και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, σε ποιο σημείο) η συνεχιζόμενη αδράνεια σε σχέση με την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας θα έχει ως συνέπεια να υποχρεωθεί το κράτος μέλος που κωλυσιεργεί, να προβεί στην επί της ουσίας αξιολόγηση, και εντός ποιας προθεσμίας.