Language of document : ECLI:EU:T:2021:933

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2021 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Συμφωνίες επιχορήγησης συναφθείσες στο πλαίσιο διαφόρων προγραμμάτων της Ένωσης – Παράβαση των συμβατικών διατάξεων από τη δικαιούχο εταιρία – Επιλέξιμες δαπάνες – Έρευνα της OLAF – Εκκαθάριση της εταιρίας – Είσπραξη από την περιουσία των εταίρων της εν λόγω εταιρίας – Αναγκαστική εκτέλεση – Ισχυρισμοί που προέβαλαν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων – Προσδιορισμός της εναγομένης – Μη τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων – Εν μέρει απαράδεκτο – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑721/18 και T‑81/19,

Ζωή Αποστολοπούλου, κάτοικος Αθηνών (Ελλάδα),

Αναστασία Αποστολοπούλου-Χρυσανθάκη, κάτοικος Αθηνών,

εκπροσωπούμενες από τον Δ. Γκούσκο, δικηγόρο,

ενάγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους J. Estrada de Solà και Θ. Αδαμόπουλο,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγές βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ με αίτημα, κατ’ ουσίαν, την αποκατάσταση της βλάβης την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν οι ενάγουσες εξαιτίας των ισχυρισμών που προέβαλαν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής στο πλαίσιο της εκδικάσεως της ανακοπής κατά της εις βάρος των εναγουσών αναγκαστικής εκτέλεσης των αποφάσεων της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63), ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών και του Εφετείου Αθηνών,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τις M. J. Costeira, πρόεδρο, M. Kancheva (εισηγήτρια) και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: Η. Πολλάλης, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Μαΐου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        H πρώτη ενάγουσα των υποθέσεων T‑721/18 και T‑81/19, Ζωή Αποστολοπούλου, είναι δικηγόρος εγγεγραμμένη στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών. Η δεύτερη ενάγουσα των ως άνω υποθέσεων, Αναστασία Αποστολοπούλου-Χρυσανθάκη, μητέρα της πρώτης ενάγουσας, είναι συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος.

 Τα πραγματικά περιστατικά πριν από την άσκηση της αγωγής στην υπόθεση T721/18

2        Οι ενάγουσες είναι οι δύο μοναδικές εταίροι της εταιρίας Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοιχτή στις Ειδικές Ανάγκες – Ισότης (στο εξής: εταιρία Ισότης), αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας κατά την έννοια του άρθρου 741 του ελληνικού Αστικού Κώδικα, συσταθείσας στις 7 Ιανουαρίου 2004.

3        Ως αστική εταιρία των άρθρων 741 έως 743 του Αστικού Κώδικα νοείται καταρχήν η ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα. Μια τέτοια αστική εταιρία μπορεί όμως να αποκτήσει νομική προσωπικότητα σύμφωνα με το άρθρο 784 του Αστικού Κώδικα, εφόσον ασκεί οικονομική δραστηριότητα, η οποία μπορεί να μην είναι κερδοσκοπική, και εφόσον τηρηθούν οι όροι δημοσιότητας που προβλέπονται για τις ομόρρυθμες εταιρίες, ήτοι η κατάρτιση καταστατικού και η δημοσίευσή του. Ο οικονομικός χαρακτήρας της εταιρίας υφίσταται όταν η πραγματοποίηση του εταιρικού σκοπού έχει ως αναγκαία ή δυνητική συνέπεια δικαιοπρακτική ή αδικοπρακτική ευθύνη ή παροχές οι οποίες στα συναλλακτικά ήθη κατά κανόνα αμείβονται. Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 784 του Αστικού Κώδικα και κατά συνέπεια δεν υφίσταται νομική προσωπικότητα, κάθε εταίρος της αστικής εταιρίας βαρύνεται, σύμφωνα με το άρθρο 759 του Αστικού Κώδικα, με τις υποχρεώσεις που έχουν γεννηθεί έναντι τρίτων από τη διαχείριση ή την αντιπροσώπευση της εταιρίας, κατά τον λόγο της εταιρικής μερίδας του.

4        Αντιθέτως, κατά την ημερομηνία σύστασης της εταιρίας Ισότης, εφόσον επληρούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 784 του Αστικού Κώδικα και η αστική εταιρία είχε, ως εκ τούτου, νομική προσωπικότητα, οι δανειστές της εταιρίας μπορούσαν να στραφούν κατά των εταίρων για την ικανοποίηση της απαιτήσεώς τους μόνο μετά τη λύση και την εκκαθάριση της εταιρίας και εφόσον το ενεργητικό της δεν επαρκούσε προς ικανοποίησή τους.

5        Στις 11 Απριλίου 2012 τέθηκε σε ισχύ ο νόμος 4072/2012 – Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος (ΦΕΚ Aʹ 86/11.4.2012), του οποίου το άρθρο 249, παράγραφος 1, και το άρθρο 270, παράγραφος 1, καθιερώνουν την παράλληλη, απεριόριστη και εις ολόκληρον ευθύνη των εταίρων της αστικής εταιρίας με νομική προσωπικότητα για τα χρέη της εταιρίας.

6        Δυνάμει του άρθρου 2 του καταστατικού της που δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών, η εταιρία Ισότης έχει ως σκοπό να προωθήσει την ίση μεταχείριση και την ένταξη των ατόμων με ειδικές ανάγκες στον χώρο της κοινωνίας της πληροφορίας, μέσα από τη γνωστοποίηση και τη διάδοση των σχετικών διεθνώς αναγνωρισμένων κανόνων και οδηγιών προσβασιμότητας, καθώς και τη συμβουλευτική υποστήριξη κατά την εκπόνηση και την εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας.

7        Κατά το άρθρο 5 του καταστατικού της εταιρίας Ισότης, η πρώτη ενάγουσα διαχειρίζεται μόνη το σύνολο των εταιρικών υποθέσεων, εκπροσωπεί την εταιρία ενώπιον κάθε αρχής και τη δεσμεύει με την υπογραφή της κάτω από την εταιρική επωνυμία και σφραγίδα.

8        Δυνάμει του άρθρου 8 του ως άνω καταστατικού, η εταιρία Ισότης, ως νομικό πρόσωπο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ευθύνεται μόνη η ίδια με την περιουσία της για τις δημιουργούμενες υποχρεώσεις και τις οφειλές της. Οι εταίροι δεν ευθύνονται για χρέη ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας προς τρίτους, πέραν της εισφοράς τους που κατατέθηκε και αποτελεί περιουσιακό στοιχείο της εταιρίας.

9        Η εταιρία Ισότης είχε συνάψει με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διάφορες συμβάσεις με αντικείμενο την εκτέλεση ορισμένων έργων. Οι συμβάσεις αυτές είχαν συναφθεί μεταξύ, αφενός, της Κοινότητας, εκπροσωπούμενης από την Επιτροπή, και, αφετέρου, του συντονιστή και των μελών κοινοπραξίας στην οποία μετείχε και η εταιρία Ισότης.

10      Για εννέα από τις συμβάσεις αυτές διενεργήθηκε οικονομικός έλεγχος από την Επιτροπή από τις 8 έως τις 12 Φεβρουαρίου 2010. Στην οριστική έκθεση οικονομικού ελέγχου, την οποία η Επιτροπή ενέκρινε και διαβίβασε στην εταιρία Ισότης στις 22 Δεκεμβρίου 2010, περιέχονταν οι εξής διαπιστώσεις:

–        επί πολλά συναπτά έτη, η εταιρία Ισότης δεν κατέγραφε ορθώς στα λογιστικά της βιβλία και αρχεία ιδίως τα ακριβή έσοδά της, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του ελληνικού δικαίου· ως εκ τούτου, οι λογιστικές της εγγραφές δεν ήταν αξιόπιστες και δεν μπορούσε να γίνει άμεση σύγκριση μεταξύ των σχετικών με την εκτέλεση του έργου δαπανών και εσόδων, αφενός, και της γενικής καταστάσεως των λογαριασμών της εταιρίας Ισότης, αφετέρου,

–        σημαντικό ποσοστό των δελτίων παρουσίας του προσωπικού έφερε σε συστηματική βάση χειρόγραφες διορθώσεις που είχαν γίνει από τον υπεύθυνο προγραμμάτων, εκ των υστέρων και χωρίς τη συναίνεση του προσωπικού· το γεγονός αυτό είχε σημαντικό αντίκτυπο στον χρόνο εργασίας που δηλώθηκε και προκαλούσε αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία της καταγραφής των ωρών εργασίας,

–        στα δελτία παρουσίας του υπεύθυνου προγραμμάτων είχαν δηλωθεί υπερβολικές ώρες εργασίας, οι οποίες αλληλεπικαλύπτονταν με τις ώρες απασχολήσεώς του σε άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες,

–        η εταιρία Ισότης είχε δηλώσει ψευδώς ότι ο υπεύθυνος προγραμμάτων δεν συμμετείχε στην εκτέλεση μιας άλλης σύμβασης επιχορήγησης συναφθείσας με την Επιτροπή (ETSI STF 333),

–        η αιτιολόγηση των εξόδων ταξιδίου δεν παρείχε αξιόπιστη και αντικειμενική εικόνα των συνθηκών και των δραστηριοτήτων που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των μετακινήσεων αυτών, καθόσον το κύριο μέρος των εν λόγω ταξιδιών δεν σχετιζόταν άμεσα με τα επίμαχα προγράμματα.

11      Ως εκ τούτου, το συμπέρασμα της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου ήταν ότι έπρεπε να γίνει δεκτό ότι όλες οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η εταιρία Ισότης κατά την εκτέλεση των συμβάσεων τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος του Φεβρουαρίου του 2010 ήταν μη επιλέξιμες και ότι έπρεπε να αναζητηθούν όλα τα σχετικά ποσά που είχαν καταβληθεί στην εν λόγω εταιρία.

12      Λόγω της σοβαρότητας των διαπιστωθεισών παρατυπιών, η έκθεση οικονομικού ελέγχου πρότεινε επίσης την καταγγελία όλων των υπό εκτέλεση συμβάσεων που είχαν συναφθεί μεταξύ της εταιρίας Ισότης και της Επιτροπής.

13      Με το έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή προσδιόρισε το προς επιστροφή ποσό για καθεμία από τις συμβάσεις τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος του Φεβρουαρίου του 2010 και διευκρίνισε ότι οι προσαρμογές που είχαν καταστεί αναγκαίες λόγω της καταβολής μη επιλέξιμων ποσών στην εταιρία Ισότης θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις μελλοντικές πληρωμές στο πλαίσιο των εν λόγω συμβάσεων ή να λάβουν τη μορφή εντάλματος εισπράξεως. Επιπλέον, ενημέρωσε την εταιρία Ισότης ότι, πέραν των προσαρμογών αυτών, οι υπηρεσίες της διατηρούσαν τη δυνατότητα να υπολογίσουν το ποσό της οφειλόμενης στην Ένωση κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως βάσει του άρθρου II.30 των γενικών όρων των συμβάσεων τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος του Φεβρουαρίου του 2010 και να εκδώσουν, εφόσον χρειαζόταν, ένταλμα εισπράξεως σε σχέση με την αποζημίωση αυτή.

14      Δυνάμει συμφωνητικού της 28ης Δεκεμβρίου 2010 το οποίο δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 17 Ιανουαρίου 2011, η εταιρία Ισότης τέθηκε σε εκκαθάριση. Κατόπιν τούτου, ο A, σύζυγος της πρώτης ενάγουσας, ο οποίος μέχρι την ημερομηνία εκείνη ήταν υπεύθυνος ευρωπαϊκών προγραμμάτων της εταιρίας Ισότης, διορίστηκε εκκαθαριστής της εν λόγω εταιρίας.

15      Στις 31 Ιανουαρίου 2011 η εταιρία Ισότης άσκησε, βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, αγωγή η οποία πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου με αριθμό υπόθεσης T‑59/11 και με την οποία ζητούσε από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η ίδια δεν ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει τα ποσά των δαπανών που είχαν πραγματοποιηθεί κατά την εκτέλεση των συμβάσεων τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος του Φεβρουαρίου του 2010, διότι επρόκειτο για επιλέξιμες δαπάνες, και ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να της καταβάλει την τελευταία δόση της επιχορηγήσεως που προέβλεπαν ορισμένες από τις συμβάσεις αυτές, πλέον τόκων υπερημερίας.

16      Στις 29 Απριλίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε εννέα χρεωστικά σημειώματα με τα οποία προσδιόριζε το προς επιστροφή ποσό για καθεμία από τις συμβάσεις τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος του Φεβρουαρίου του 2010 και έτασσε στην εταιρία Ισότης προθεσμία 45 ημερών προς επιστροφή των οφειλόμενων ποσών, η οποία έληγε στις 14 Ιουνίου 2011 και μετά την άπρακτη παρέλευση της οποίας τα εν λόγω ποσά θα προσαυξάνονταν με τους προβλεπόμενους από τις εν λόγω συμβάσεις τόκους υπερημερίας, βάσει του επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προσαυξημένου κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες.

17      Στις 20 Ιουνίου 2011 η Επιτροπή εξέδωσε έξι χρεωστικά σημειώματα σχετικά με τις συμβάσεις τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος του Φεβρουαρίου του 2010, με τα οποία καθόριζε σε 70 471,47 ευρώ το συνολικό ποσό που όφειλε η εταιρία Ισότης ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση δυνάμει του άρθρου II.30 των γενικών όρων των εν λόγω συμβάσεων.

18      Εξάλλου, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) διενήργησε έρευνα σχετικά με πιθανή διάπραξη απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης εκ μέρους της εταιρίας Ισότης, της πρώτης ενάγουσας και του A. Η έρευνα αυτή κατέληξε σε έκθεση της 15ης Νοεμβρίου 2011 με την οποία η OLAF διατύπωσε συστάσεις για τη λήψη κατάλληλων μέτρων και την ενημέρωση των ελληνικών δικαστικών αρχών λόγω υπονοιών περί στοιχειοθέτησης του εγκλήματος της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η Επιτροπή διαβίβασε την οριστική έκθεση έρευνας της OLAF στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών.

19      Με απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματα της εταιρίας Ισότης και δέχθηκε την ανταγωγή της Επιτροπής, υποχρεώνοντας την εταιρία αυτή να επιστρέψει στην Επιτροπή το ποσό των 999 213,45 ευρώ, εντόκως από 15ης Ιουνίου 2011, βάσει του επιτοκίου της ΕΚΤ προσαυξημένου κατά 3,5 μονάδες, προς επιστροφή των χρηματοδοτικών συνεισφορών τις οποίες έλαβε δυνάμει των συμβάσεων τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος του Φεβρουαρίου του 2010, καθώς και το ποσό των 70 471,47 ευρώ, εντόκως από 5 Αυγούστου 2011, βάσει του επιτοκίου της ΕΚΤ προσαυξημένου κατά 3,5 μονάδες, ως κατ’ αποκοπήν αποζημίωση που οφειλόταν δυνάμει έξι εκ των συμβάσεων αυτών.

20      Στις 25 Σεπτεμβρίου 2014 η εταιρία Ισότης άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), η οποία πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό υπόθεσης C‑450/14 P. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως με διάταξη της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477).

21      Παράλληλα με τις συμβάσεις τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος του Φεβρουαρίου του 2010, η Κοινότητα είχε συνάψει με την εταιρία Intelligence for Environment and Security Srl – IES Solutions Srl καθώς και 21 άλλους αντισυμβαλλομένους εγκατεστημένους σε διάφορα κράτη μέλη της Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν η εταιρία Ισότης, τη σύμβαση υπ’ αριθ. 238940 «REsponding to All Citizens needing Help (REACH112)». Αντικείμενο της εν λόγω συμβάσεως ήταν η εκτέλεση του έργου REACH112, που εντασσόταν στο πλαίσιο της εκτέλεσης του προγράμματος υποστηρίξεως της πολιτικής για τις τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών, το οποίο αποτελούσε μέρος του προγράμματος-πλαισίου CIP. Σκοπός του έργου ήταν να προταθούν εναλλακτικές εφαρμογές έναντι της παραδοσιακής φωνητικής τηλεφωνίας, οι οποίες να είναι προσβάσιμες σε όλους.

22      Στις 13 Σεπτεμβρίου 2013 η Επιτροπή εξέδωσε το χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3241310346 για την είσπραξη ποσού 47 197,93 ευρώ λόγω του τερματισμού της συμμετοχής της εταιρίας Ισότης στο έργο REACH112 την 1η Ιουλίου 2010. Στο χρεωστικό σημείωμα αναφερόταν σαφώς ότι το ποσό αυτό αντιστοιχούσε στην προχρηματοδότηση που είχε χορηγήσει στην εταιρία Ισότης ο συντονιστής του εν λόγω έργου και ότι οι δαπάνες που αποδεχόταν η Επιτροπή κατόπιν του οικονομικού ελέγχου του Φεβρουαρίου του 2010 ανέρχονταν σε 0 ευρώ.

23      Στις 24 Οκτωβρίου 2013 η εταιρία Ισότης άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου νέα αγωγή βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, με την οποία ζητούσε από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η ίδια δεν ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει στην Επιτροπή το προαναφερθέν ποσό των 47 197,93 ευρώ και ότι, εν πάση περιπτώσει, το περί επιστροφής αίτημα της Επιτροπής ήταν αβάσιμο κατά το ποσό των 13 821,12 ευρώ, το οποίο αφορούσε τις δαπάνες που είχαν δηλωθεί για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112. Με το υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή ζήτησε ανταγωγικώς από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την ενάγουσα εταιρία να της καταβάλει το ποσό των 47 197,93 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας.

24      Με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63), το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή της εταιρίας Ισότης όσον αφορά τις δαπάνες που είχε δηλώσει για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112 και απέρριψε την αγωγή κατά τα λοιπά. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ανταγωγή της Επιτροπής όσον αφορά τις δαπάνες που είχε δηλώσει η εταιρία Ισότης για την πρώτη περίοδο αναφοράς του έργου REACH112 και υποχρέωσε την εν λόγω εταιρία να καταβάλει στην Επιτροπή το ποσό των 33 376,81 ευρώ, πρoσαυξημένo με τόκoυς υπερημερίας, βάσει επιτοκίου 4 % κατ’ έτος, από τις 29 Οκτωβρίου 2013 και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του ποσού αυτού.

25      Στις 23 Μαΐου 2016 ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, εκτιμώντας ότι δεν είχαν προκύψει ενδείξεις ενοχής εις βάρος της πρώτης ενάγουσας ή του A για τη διάπραξη του αδικήματος της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, έθεσε την υπόθεση στο αρχείο. Στη σχετική εισαγγελική αναφορά διευκρινιζόταν ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυπτε η επί της ουσίας εμπλοκή της πρώτης ενάγουσας σε οποιαδήποτε ενέργεια του συζύγου της σχετιζόμενη με τη χρηματοδότηση των επίμαχων συμβάσεων, γεγονός που αποδεχόταν ρητώς και η OLAF στην έκθεσή της.

26      Στις 7 Σεπτεμβρίου 2017 η Επιτροπή επέδωσε στις ενάγουσες τα υπ’ αριθ. 692/2016 και 693/2016 εκτελεστά απόγραφα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθέντα, αντιστοίχως, επί της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και της αποφάσεως της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), με την από 20 Ιουλίου 2017 επιταγή προς πληρωμή του συνολικού ποσού του 1 090 055,42 ευρώ μέχρι τις 22 Φεβρουαρίου 2017, πλέον οφειλόμενων τόκων για κάθε ημέρα καθυστέρησης μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση.

27      Την ίδια ημερομηνία η Επιτροπή επέδωσε στις ενάγουσες το υπ’ αριθ. 553/2016 εκτελεστό απόγραφο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθέν επί της αποφάσεως της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63), με την από 20 Ιουλίου 2017 επιταγή προς πληρωμή του ποσού των 33 376,81 ευρώ, πρoσαυξημένoυ με τόκoυς υπερημερίας, βάσει επιτοκίου 4 % κατ’ έτος, από τις 29 Οκτωβρίου 2013 και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του ποσού αυτού.

28      Στις 11 Σεπτεμβρίου 2017 οι ενάγουσες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης και υπέβαλαν αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης.

29      Την 1η Νοεμβρίου 2017 οι ενάγουσες υπέβαλαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αίτηση με την οποία ζήτησαν και πάλι την αναστολή εκτελέσεως, καθώς και την προστασία της προσωπικότητάς τους, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί της ανακοπής.

30      Στις 12 Δεκεμβρίου 2017, κατά τη δημόσια συνεδρίαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής καθώς και οι ενάγουσες ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους σχετικά με τις αιτήσεις των εναγουσών για αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης και για προστασία της προσωπικότητάς τους. Κατά την ως άνω συνεδρίαση, μια υπάλληλος της OLAF κατέθεσε ως μάρτυρας υπέρ της Επιτροπής.

31      Στις 14 Δεκεμβρίου 2017 η Επιτροπή κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δύο δικόγραφα σημειωμάτων που αφορούσαν, αντιστοίχως, την αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης και την αίτηση για προσωρινή ρύθμιση κατάστασης.

32      Οι υποβληθείσες από τις ενάγουσες αιτήσεις για αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης και για προστασία της προσωπικότητάς τους απορρίφθηκαν με αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της 11ης Ιανουαρίου 2018 και της 18ης Ιανουαρίου 2018 αντιστοίχως.

33      Στις 17 Απριλίου 2018 οι εκπρόσωποι της Επιτροπής κατέθεσαν το δικόγραφο των προτάσεών τους επί της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης την οποίαν είχαν ασκήσει οι ενάγουσες ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 11 Σεπτεμβρίου 2017.

34      Στις 20 Απριλίου 2018 οι εκπρόσωποι της Επιτροπής κατέθεσαν δικόγραφο προσθήκης-αντίκρουσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

35      Στις 4 Ιουλίου 2018 το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δέχθηκε μερικώς την ανακοπή των εναγουσών κατά της επισπευσθείσας από την Επιτροπή αναγκαστικής εκτέλεσης και ακύρωσε την από 20 Ιουλίου 2017 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφων των εκτελεστών απογράφων υπ’ αριθ. 692/2016 και 693/2016, εκδοθέντων, αντιστοίχως, επί της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και της αποφάσεως της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679). Κατά τα λοιπά, απέρριψε την ανακοπή.

36      Στις 12 Σεπτεμβρίου 2018 οι ενάγουσες άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ενώπιον του Εφετείου Αθηνών.

37      Στις 20 Σεπτεμβρίου 2018 η Επιτροπή επέβαλε, δυνάμει των διατάξεων του εφαρμοστέου ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δύο κατασχέσεις των απαιτήσεων των εναγουσών εις χείρας πέντε ελληνικών τραπεζικών ιδρυμάτων για ποσό 1 222 233,91 ευρώ και για ποσό 217 407,61 ευρώ. Τα εν λόγω τραπεζικά ιδρύματα δήλωσαν ότι οι ενάγουσες δεν διέθεταν τραπεζικό λογαριασμό ή ότι στους υπάρχοντες τραπεζικούς λογαριασμούς δεν υπήρχαν καταθέσεις ή μόνον, όσον αφορά ένα εξ αυτών, κατάθεση ποσού το οποίο ήταν ακατάσχετο. Κατόπιν έρευνας, η Επιτροπή διαπίστωσε εξάλλου ότι οι ενάγουσες δεν διέθεταν ακίνητη περιουσία στο όνομά τους.

 Τα πραγματικά περιστατικά μετά την άσκηση της αγωγής στην υπόθεση T721/18

38      Στις 12 Δεκεμβρίου 2018 οι εκπρόσωποι της Επιτροπής κατέθεσαν ενώπιον του Εφετείου Αθηνών τις προτάσεις τους επί της εφέσεως των εναγουσών κατά της από 4 Ιουλίου 2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

39      Στις 18 Δεκεμβρίου 2018 οι εκπρόσωποι της Επιτροπής κατέθεσαν δικόγραφο προσθήκης-αντίκρουσης ενώπιον του Εφετείου Αθηνών.

40      Με απόφαση της 31ης Ιουλίου 2019, το Εφετείο Αθηνών εξαφάνισε την από 4 Ιουλίου 2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δέχθηκε την ανακοπή των εναγουσών κατά της επισπευθείσας από την Επιτροπή αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατ’ ουσίαν, το σκεπτικό της αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών ήταν ότι το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο δεν επέτρεπε να επιδιωχθεί η αναγκαστική εκτέλεση της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και των αποφάσεων της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63), κατά των εναγουσών διότι αναγκαστική εκτέλεση μπορούσε να επισπευσθεί μόνον κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας Ισότης, μολονότι οι ενάγουσες ήταν οι δύο μοναδικές εταίροι της εταιρίας Ισότης και μολονότι κατά τον χρόνο ενάρξεως της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης η εταιρία αυτή τελούσε υπό εκκαθάριση. Με την ίδια απόφαση, το Εφετείο Αθηνών ακύρωσε την από 20 Ιουλίου 2017 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι του εκτελεστού απογράφου που είχε εκδοθεί επί της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και της αποφάσεως της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), καθώς και την επιταγή προς πληρωμή της ίδιας ημερομηνίας κάτωθι του εκτελεστού απογράφου που είχε εκδοθεί επί της αποφάσεως της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63).

41      Στις 6 Αυγούστου 2019 η Επιτροπή επέδωσε δηλώσεις άρσης της από 20 Σεπτεμβρίου 2018 κατάσχεσης εις χείρας τρίτου προς όλα τα οικεία τραπεζικά ιδρύματα.

 Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

42      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Δεκεμβρίου 2018, οι ενάγουσες άσκησαν αγωγή με αίτημα, ιδίως, την ικανοποίηση της βλάβης την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν για τον λόγο ότι οι εκπρόσωποι της Επιτροπής και μία υπάλληλος της OLAF προσέβαλαν την υπόληψη και την αξιοπρέπειά τους κατά την εκδίκαση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και των αποφάσεων της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63). Η αγωγή πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υπόθεσης T‑721/18.

43      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Φεβρουαρίου 2019, οι ενάγουσες άσκησαν αγωγή με αίτημα, ιδίως, την ικανοποίηση της βλάβης την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν για τον λόγο ότι οι εκπρόσωποι της Επιτροπής προσέβαλαν την υπόληψη και την αξιοπρέπειά τους κατά την εκδίκαση της ασκηθείσας ενώπιον του Εφετείου Αθηνών εφέσεως κατά της αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της 4ης Ιουλίου 2018, με την οποία είχε γίνει μερικώς δεκτή η ανακοπή τους κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και των αποφάσεων της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63). Η αγωγή πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υπόθεσης T‑81/19. Με το δικόγραφο της αγωγής, οι ενάγουσες ζήτησαν η υπόθεση αυτή να συνεκδικαστεί με την υπόθεση T‑721/18 βάσει του άρθρου 68 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

44      Την 1η Αυγούστου 2019, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε βάσει του άρθρου 89, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την κατάσταση εκκρεμοδικίας που ενεδέχετο να προκύψει από την άσκηση της αγωγής στην υπόθεση T‑81/19, λαμβανομένης υπόψη της αγωγής που είχε ήδη ασκηθεί στην υπόθεση T‑721/18. Η Επιτροπή και οι ενάγουσες συμμορφώθηκαν προς το μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, στις 30 Αυγούστου 2019 και στις 3 Σεπτεμβρίου 2019 αντιστοίχως.

45      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, η εισηγήτρια δικαστής τοποθετήθηκε στο ένατο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκαν, κατά συνέπεια, οι υπό κρίση υποθέσεις.

46      Στην υπόθεση T‑721/18, κανένας διάδικος δεν ζήτησε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας. Στην υπόθεση T‑81/19, οι ενάγουσες ζήτησαν στις 20 Φεβρουαρίου 2020 τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως σύμφωνα με το άρθρο 106 του Κανονισμού Διαδικασίας.

47      Στις 11 Μαΐου 2020 το Γενικό Δικαστήριο υπέβαλε, μέσω μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, ερωτήσεις στις ενάγουσες στην υπόθεση T‑721/18 και στην υπόθεση T‑81/19 καθώς και στην Επιτροπή στην υπόθεση T‑81/19. Η Επιτροπή και οι ενάγουσες απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 8 Ιουνίου 2020 και στις 15 Ιουνίου 2020.

48      Με απόφαση της προέδρου του ένατου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 2020, οι υποθέσεις T‑721/18 και T‑81/19 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 68 του Κανονισμού Διαδικασίας.

49      Κατόπιν προτάσεως της εισηγήτριας δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑721/18 και T‑81/19. Στις 28 Σεπτεμβρίου 2020 οι ενάγουσες ζήτησαν, επί τη βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, λόγω της υγειονομικής κατάστασης που είχε δημιουργήσει η κρίση της COVID‑19, να αναβληθεί η επ’ ακροατηρίου συζήτηση που είχε αρχικώς οριστεί για τις 9 Οκτωβρίου 2020 και στην οποία είχαν δεόντως κλητευθεί. Στις 18 Νοεμβρίου 2020 οι ενάγουσες ζήτησαν για τους ίδιους λόγους να αναβληθεί η επ’ ακροατηρίου συζήτηση που είχε οριστεί για τις 4 Δεκεμβρίου 2020. Για τους ίδιους πάντοτε λόγους, οι ενάγουσες ζήτησαν εκ νέου, στις 28 Ιανουαρίου 2021, να αναβληθεί η επ’ ακροατηρίου συζήτηση που είχε οριστεί για τις 4 Φεβρουαρίου 2021. Επιπλέον, οι ενάγουσες διευκρίνισαν ότι δεν επιθυμούσαν να κάνουν χρήση της δυνατότητας να λάβουν μέρος στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση μέσω βιντεοδιάσκεψης. Στις 4 Φεβρουαρίου 2021 η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου γνωστοποίησε στους διαδίκους ότι η επ’ ακροατηρίου συζήτηση θα διεξαγόταν στις 20 Μαΐου 2021.

50      Με έγγραφα της 29ης Απριλίου 2021, οι ενάγουσες ζήτησαν, αφενός, να μη μετάσχει η εισηγήτρια δικαστής στην εκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων βάσει του άρθρου 18 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 16 του Κανονισμού Διαδικασίας και, αφετέρου, την εκ νέου αναβολή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εν αναμονή του διορισμού νέου εισηγητή δικαστή.

51      Με απόφαση της 12ης Μαΐου 2021, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού άκουσε την εισηγήτρια δικαστή, απέρριψε το αίτημα των εναγουσών περί μη συμμετοχής της εισηγήτριας δικαστή στην εκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων.

52      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Μαΐου 2021.

53      Στην υπόθεση T‑721/18, οι ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή και την Ένωση, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να καταβάλουν σε καθεμία από τις ενάγουσες το ποσό των 500 000 ευρώ και συγκεκριμένα:

–        100 000 ευρώ για την προσβολή της προσωπικότητας καθεμίας από τις ενάγουσες που τελέστηκε με το δικόγραφο του σημειώματος το οποίο κατέθεσε η Επιτροπή στις 14 Δεκεμβρίου 2017 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά τη συζήτηση, στις 12 Δεκεμβρίου 2017, της από 11 Σεπτεμβρίου 2017 αιτήσεως των εναγουσών για αναστολή της επισπευσθείσας σε βάρος τους αναγκαστικής εκτέλεσης,

–        100 000 ευρώ για την προσβολή της προσωπικότητας καθεμίας από τις ενάγουσες που τελέστηκε με το δικόγραφο του σημειώματος το οποίο κατέθεσε η Επιτροπή στις 14 Δεκεμβρίου 2017 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά τη συζήτηση, στις 12 Δεκεμβρίου 2017, της από 1ης Νοεμβρίου 2017 αιτήσεως των εναγουσών για αναστολή εκτελέσεως και προστασία της προσωπικότητάς τους,

–        100 000 ευρώ για την προσβολή της προσωπικότητας καθεμίας από τις ενάγουσες που τελέστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Δεκεμβρίου 2017 με την ένορκο κατάθεση της προταθείσας και εξετασθείσας από τις εναγόμενες μάρτυρος στο ακροατήριο ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την εκδίκαση με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων της από 11 Σεπτεμβρίου 2017 αιτήσεως των εναγουσών για αναστολή της επισπευδόμενης σε βάρος τους αναγκαστικής εκτέλεσης και της από 1ης Νοεμβρίου 2017 αιτήσεως των εναγουσών για αναστολή εκτελέσεως και προστασία της προσωπικότητάς τους,

–        100 000 ευρώ για την προσβολή της προσωπικότητας καθεμίας από τις ενάγουσες που τελέστηκε με το από 17 Απριλίου 2018 δικόγραφο των προτάσεων που κατέθεσε η Επιτροπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη συζήτηση της από 11 Σεπτεμβρίου 2017 ανακοπής των εναγουσών ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου,

–        100 000 ευρώ για την προσβολή της προσωπικότητας καθεμίας από τις ενάγουσες που τελέστηκε με το από 20 Απριλίου 2018 δικόγραφο προσθήκης-αντίκρουσης που κατέθεσε η Επιτροπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά τη συζήτηση της από 11 Σεπτεμβρίου 2017 ανακοπής των εναγουσών ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή και την Ένωση να απέχουν από κάθε προσβολή της προσωπικότητας των εναγουσών στο μέλλον·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποκαταστήσει την τιμή και την υπόληψη των εναγουσών με δήλωσή της ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η εκδίκαση της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και την Ένωση στα δικαστικά έξοδα.

54      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

55      Στην υπόθεση T‑81/19, οι ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή και την Ένωση, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να καταβάλουν σε καθεμία από τις ενάγουσες το ποσό του 1 100 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι ενάγουσες από την προσβολή της προσωπικότητάς τους εξαιτίας των αναληθών ισχυρισμών τους οποίους προέβαλε η Επιτροπή στα δικόγραφα των προτάσεων και της προσθήκης-αντίκρουσης που κατέθεσε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών και ειδικότερα:

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι «η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος και της περιουσίας των καθών (οι οποίες ήταν και τα φυσικά πρόσωπα πίσω από [την εταιρία Ισότης] – οι εταίροι της) αποτελεί ουσιαστικά τη μόνη οδό για την ανάκτηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων», καθόσον με την αναφορά αυτή υπονοείται σαφώς και ευθέως ότι οι ενάγουσες είχαν την αποκλειστική διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων και ενεργούσαν με τρόπο αδιαφανή, τα ευρωπαϊκά κονδύλια περιήλθαν στη δική τους περιουσία, η δε εταιρία Ισότης αποτελούσε –κατά τα υπονοούμενα αυτά– εικονικό νομικό πρόσωπο,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι «οι καθών επιχειρούν όλως παράνομα και καταχρηστικά να απεκδυθούν κάθε ευθύνης και να αποστασιοποιηθούν από μία υπόθεση την οποία παρακολουθούσαν και χειρίζονταν σε βάθος δεκαετίας τόσο οι ίδιες προσωπικά όσο και μέσω προσώπου του άμεσου οικογενειακού τους περιβάλλοντος»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι «αποδείχθηκε και δικαστικά ότι είχε υποστεί σημαντικότατη βλάβη ως άμεση συνέπεια των επί σειρά ετών πράξεων και παραλείψεων των διαχειριστών της αντίδικης αστικής εταιρείας»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι πρόκειται για μια οφειλή «η οποία δεν δημιουργήθηκε από κάποια ξένη προς αυτές νομική οντότητα, αλλά από την αστική μη κερδοσκοπική εταιρία τους, πίσω από την οποία κινούνταν από την πρώτη στιγμή αποκλειστικά οι καθών, καθώς και πρόσωπο του άμεσου οικογενειακού τους περιβάλλοντος», καθόσον με την αναφορά αυτή υπονοείται σαφώς και ευθέως ότι οι ενάγουσες είχαν την αποκλειστική διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων και ενεργούσαν με τρόπο αδιαφανή, τα ευρωπαϊκά κονδύλια περιήλθαν στη δική τους περιουσία, η δε εταιρία Ισότης αποτελούσε –κατά τα υπονοούμενα αυτά– εικονικό νομικό πρόσωπο,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι «μοναδικοί εταίροι της αστικής εταιρείας παρέμεναν οι δύο καθών, οι οποίες από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή είχαν άμεση εικόνα και εποπτεία στη διαχείριση του δημοσίου ευρωπαϊκού χρήματος, που απορροφούσε η εταιρία τους»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι, «ενδεχομένως, αντιλήφθηκαν πλέον ότι δεν μπορούν να αποφεύγουν εις το διηνεκές τις ευθύνες τους και να κρύβονται πίσω από την κατ’ αυτές “αυτοτέλεια” του νομικού προσώπου της αστικής εταιρίας τους», καθόσον με την αναφορά αυτή υπονοείται σαφώς και ευθέως ότι οι ενάγουσες είχαν την αποκλειστική διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων και ενεργούσαν με τρόπο αδιαφανή, τα ευρωπαϊκά κονδύλια περιήλθαν στη δική τους περιουσία, η δε εταιρία Ισότης αποτελούσε –κατά τα υπονοούμενα αυτά– εικονικό νομικό πρόσωπο,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι «οι καθών προσπαθούν μέσω αυτού του ισχυρισμού τους να αποφύγουν για μία ακόμη φορά τις ευθύνες τους, κρυπτόμενες πίσω από τη δήθεν “νομική προσωπικότητα” της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας τους», καθόσον με την αναφορά αυτή υπονοείται σαφώς και ευθέως ότι οι ενάγουσες είχαν την αποκλειστική διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων και ενεργούσαν με τρόπο αδιαφανή, τα ευρωπαϊκά κονδύλια περιήλθαν στη δική τους περιουσία, η δε εταιρία Ισότης αποτελούσε –κατά τα υπονοούμενα αυτά– εικονικό νομικό πρόσωπο,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι ««τονίζουμε κατηγορηματικά, αρνούμενοι τον σχετικό ισχυρισμό των αντιδίκων, ότι ουδέποτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνώρισε την “Κοινωνία της Πληροφορίας Ανοικτή στις Ειδικές Ανάγκες-lσότης” ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι ««επρόκειτο, δηλαδή, για μία αστική εταιρία της οποίας ο σκοπός ήταν φιλανθρωπικός, κοινωνικής και ανθρωπιστικής αλληλεγγύης προς τα Άτομα με Ειδικές Ανάγκες, των οποίων την ίση μεταχείριση στο χώρο της Κοινωνίας της Πληροφορίας είχε αναλάβει να προωθήσει[·] o σκοπός της δεν ήταν οικονομικός[· τ]ο καταστατικό της το ίδιο προβλέπει ρητά: “[σ]ε κάθε περίπτωση η εταιρεία ενεργεί ως μη κερδοσκοπικό νομικό πρόσωπο” (άρθρο 2 – τελευταίο εδάφιο)»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι «μία εταιρία με καταστατικό σκοπό αυτού του είδους δεν έχει νομική προσωπικότητα, αφού οι υπηρεσίες που παρέχει μία αστική μη κερδοσκοπική εταιρία με “ιδεολογικό”, “ιδανικό” σκοπό […] δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν οικονομικής φύσεως[· ά]λλωστε, για το σκοπό αυτό επιχορηγείτο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή [· ω]ς εκ τούτου, κατά το άρθρο 759 του ΑΚ οι υποχρεώσεις της αστικής εταιρίας [έ]ναντι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βαρύνουν τις δύο καθών εταίρους της»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι, «[σ]υγκεκριμένα, [η πρώτη ενάγουσα] ήταν η μία εκ των δύο εταίρων της αστικής εταιρίας Ισότης, η μόνη διαχειρίστρια, νόμιμη εκπρόσωπος και ταμίας, ενώ [η δεύτερη ενάγουσα] ήταν η έτερη εκ των δύο εταίρων της αστικής εταιρίας»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι «[ε]πρόκειτο για μία εταιρία αστική, προσωπικής φύσεως, με καταστατική έδρα στην κατοικία των καθών»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι «εξ ορισμού οι καθών (έστω με τη συνδρομή και άλλων προσώπων, όπως του συζύγου της πρώτης [ενάγουσας], [A]), ήταν οι μόνες αρμόδιες να λαμβάνουν όλες τις αποφάσεις για την εταιρία τους, να διαχειρίζονται το σύνολο των εταιρικών υποθέσεων, να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν συμβάσεις με τρίτους[· μ]όνον οι δύο αυτοί εταίροι […] εδύναντο να αποφασίζουν κυριαρχικά[· η] ύπαρξη της αστικής τους εταιρίας ήταν καθαρά τυπική»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι «[ό]λα τα ανωτέρω οδηγούν ευλόγως στο συμπέρασμα ότι η επί μακρ[όν] συνέχιση της εκκαθάρισης της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας [Ισότης] τελείται καταχρηστικά, με προφανή σκοπό την αποφυγή των συνεπειών του Νόμου αναφορικά με την ευθύνη αυτής και των εταίρων της απέναντι στους εταιρικούς δανειστές»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι «[η εταιρία Ισότης] είναι μια μικρή αστική μη κερδοσκοπική και χωρίς οικονομικό σκοπό εταιρία, χωρίς προσωπικό»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι η εταιρία Ισότης είναι εταιρία «που δε[ν] συναλλάχθηκε με πληθώρα τρίτων»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι η εταιρία Ισότης είναι εταιρία «που δεν υποχρεούταν σε τήρηση λογιστικών προτύπων και πολύπλοκων εμπορικών βιβλίων»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι «η λειτουργία και οργάνωση της εν λόγω αστικής εταιρίας δεν παρουσιάζει κάποια πολυπλοκότητα, που θα συνεπαγόταν ενδεχομένως καθυστερήσεις στην εκκαθάριση και που συνήθως απαντάται στις μεγάλες εμπορικές εταιρίες με καθημερινή και ποικίλη δραστηριότητα [· μ]όνον τότε θα δικαιολογείτο μία επί μακρ[όν] συνέχιση της εκκαθάρισης, που ακολούθησε τη λύση της συγκεκριμένης εταιρίας»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι «[ε]ξάλλου, [η εταιρία Ισότης] είχε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό ανθρωπιστικό σκοπό»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι «το έργο της είχε ολοκληρωθεί πλήρως, όταν λύθηκε»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι οι ενάγουσες «ασφαλώς και υπέχουν ευθύνη, αφού ως μοναδικοί εταίροι μίας αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας χωρίς νομική προσωπικότητα, ex lege έχουν ουσιαστική ανάμειξη στη διαχείριση και στη λειτουργία της αστικής τους εταιρίας», και ότι «ασφαλώς και υπέχουν ευθύνη, αφού ως μοναδικοί εταίροι μίας αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας χωρίς νομική προσωπικότητα, εκ του Νόμου έχουν ουσιαστική ανάμειξη στη διαχείριση και στη λειτουργία της αστικής τους εταιρίας»,

–        50 000 ευρώ για την αναφορά ότι «επειδή οι εκκαλούσες έχουν την ιδιότητα των εταίρων της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας [Ισότης], τεκμαίρεται ότι αυτές ασκούν και την διαχείριση της εταιρείας τους και όχι ο οιοσδήποτε τρίτος»·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή και την Ένωση να απέχουν από κάθε προσβολή της προσωπικότητας των εναγουσών στο μέλλον·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποκαταστήσει την τιμή και την υπόληψη των εναγουσών με δήλωσή της·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

56      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη και εν πάση περιπτώσει ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

57      Η Επιτροπή προβάλλει πλείονες λόγους απαραδέκτου κατά των αγωγών στις υπό κρίση υποθέσεις. Η Επιτροπή προβάλλει το απαράδεκτο των αγωγών των υποθέσεων T‑721/18 και T‑81/19 λόγω αοριστίας των δικογράφων των αγωγών, τόσο ως προς το αντικείμενό τους και ως προς τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι ενάγουσες όσο και ως προς την ταυτότητα των εναγομένων και το περιεχόμενο του δευτέρου και του τρίτου αιτήματος. Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αγωγή της υπόθεσης T‑81/19 είναι απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας που δημιουργήθηκε εξαιτίας της άσκησης από τις ίδιες ενάγουσες της αγωγής στην υπόθεση T‑721/18.

 Επί της αοριστίας των δικογράφων των αγωγών

58      Χωρίς να προβάλλει ρητώς ένσταση απαραδέκτου κατά την έννοια του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα δικόγραφα των αγωγών στις υποθέσεις T‑721/18 και T‑81/19 δεν πληρούν τις απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας του άρθρου 76 του Κανονισμού Διαδικασίας σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς, τα προβαλλόμενα επιχειρήματα καθώς και το δεύτερο και το τρίτο αίτημα και την ταυτότητα των εναγομένων.

–       Επί της τηρήσεως των απαιτήσεων περί σαφήνειας και ακρίβειας όσον αφορά το αντικείμενο της διαφοράς και τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι ενάγουσες

59      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι είναι αδύνατο να προσδιοριστεί το αντικείμενο της διαφοράς, δεδομένου ότι το σύνολο των λόγων και των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενάγουσες συνδέεται είτε με το αντικείμενο διαφορών επί των οποίων έχει αμετακλήτως αποφανθεί ο δικαστής της Ένωσης είτε με το αντικείμενο διαφορών για τις οποίες αποκλειστικώς αρμόδιος να αποφανθεί είναι ο Έλληνας δικαστής δυνάμει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι τα δικόγραφα των αγωγών δεν της παρέχουν τη δυνατότητα να κατανοήσει ποια είναι η δήθεν παράνομη συμπεριφορά που της προσάπτεται και κατά συνέπεια να κατανοήσει αν και κατά πόσον υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των ενεργειών της και της φερόμενης ηθικής βλάβης των εναγουσών. Κατά την Επιτροπή, οι αγωγές είναι επίσης αόριστες καθόσον δεν περιέχουν κανένα στοιχείο όσον αφορά τον τρόπο ή τις παραμέτρους βάσει των οποίων οι ενάγουσες υπολογίζουν την ηθική τους βλάβη και προσδιορίζουν το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης. Η Επιτροπή υποστηρίζει ακόμη ότι δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί ποιο είναι το όργανο της Ένωσης κατά του οποίου διατυπώνονται ορισμένα επιχειρήματα που στρέφονται κατά του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Οι αγωγές στερούνται επίσης σαφήνειας καθόσον δεν αποσαφηνίζουν τη διασύνδεση μεταξύ των διατάξεων και των αρχών δικαίου τις οποίες επικαλούνται οι ενάγουσες και των πραγματικών περιστατικών της αγωγής. Εξαιτίας όλων των ασαφειών αυτών, καθίσταται αδύνατη η αποτελεσματική άμυνα της Επιτροπής στις υπό κρίση υποθέσεις.

60      Εξάλλου, στην υπόθεση T‑721/18, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι με την αγωγή τους οι ενάγουσες αποπειρώνται, αφενός, να ανακινήσουν τη συζήτηση για την οφειλή της οποίας το ποσό αμετακλήτως της επιδικάσθηκε και του οποίου την είσπραξη νομίμως επιδίωξε και, αφετέρου, να συμψηφίσουν την οφειλή τους με τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης την οποία ζητούν με το δεύτερο αγωγικό αίτημα. Κατά την Επιτροπή, η αγωγή των εναγουσών καταστρατηγεί την αρχή του δεδικασμένου.

61      Οι ενάγουσες αμφισβητούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

62      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ως άνω Οργανισμού και του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς, τους προβαλλόμενους λόγους και επιχειρήματα καθώς και να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των ως άνω λόγων. Κατά πάγια νομολογία, τα στοιχεία αυτά πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο μεν εναγόμενος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της αγωγής, ενδεχομένως χωρίς να χρειάζεται άλλα στοιχεία. Για τη διαφύλαξη της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει, προκειμένου το ένδικο βοήθημα να είναι παραδεκτό, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων ερείδεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεπή και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του σχετικού δικογράφου (βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Tàpias κατά Συμβουλίου, T‑527/16, EU:T:2019:856, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63      Εν προκειμένω, πρώτον, όσον αφορά την υπόθεση T‑721/18, επισημαίνεται ότι τα σημεία 1 έως 9 του δικογράφου της αγωγής περιέχουν κριτική αξιολόγηση της στάσης της Επιτροπής στο πλαίσιο των διαφορών μεταξύ της ίδιας και της εταιρίας Ισότης, επί των οποίων εκδόθηκαν η διάταξη της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και οι αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63). Επισημαίνεται ακόμη ότι το δικόγραφο της αγωγής περιέχει διάφορες αναφορές στη διεξαγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, της διαδικασίας εκδικάσεως της ανακοπής την οποία άσκησαν οι ενάγουσες κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης των προαναφερθεισών αποφάσεων που επέσπευσε η Επιτροπή. Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει με επαρκή σαφήνεια ότι η αγωγή δεν αποσκοπεί στο να αμφισβητήσει το δεδικασμένο της διατάξεως του Δικαστηρίου της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63), ούτε να αμφισβητήσει τις αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης των ως άνω αποφάσεων. Ειδικότερα, από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι αντικείμενό της είναι η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία καθεμία από τις ενάγουσες υποστηρίζει ότι υπέστη εξαιτίας των ενεργειών των εκπροσωπούντων την Επιτροπή δικηγόρων και μιας υπαλλήλου της OLAF, στο πλαίσιο της εκδικάσεως της ανακοπής κατά της επίμαχης αναγκαστικής εκτέλεσης.

64      Επισημαίνεται ότι οι ενέργειες που προσάπτονται στην Επιτροπή στο πλαίσιο της εκδικάσεως της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης εκτίθενται κατά τρόπο αρκούντως ακριβή στα σημεία 15 έως 30 του δικογράφου της αγωγής, με τα οποία οι ενάγουσες αιτιώνται τους δικηγόρους της Επιτροπής καθώς και μια υπάλληλο της OLAF η οποία εξετάστηκε ως μάρτυρας ότι, με τα δικόγραφά τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Δεκεμβρίου 2017, είχαν εν γνώσει τους δηλώσει αναληθώς ότι, αφενός, οι ενάγουσες είχαν οι ίδιες μετάσχει στη διαχείριση των συγχρηματοδοτούμενων ευρωπαϊκών προγραμμάτων στα οποία συμμετείχε η εταιρία Ισότης καθώς και στη σχετική με τα προγράμματα αυτά ένδικη διαφορά και, αφετέρου, είχαν προκαλέσει σημαντική βλάβη στην Ένωση.

65      Ομοίως, οι ενάγουσες εκθέτουν κατά τρόπο αρκούντως ακριβή, στα σημεία 41 έως 84 του δικογράφου της αγωγής, τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι οι πράξεις τις οποίες προσάπτουν στην Επιτροπή συνιστούν παράνομη συμπεριφορά. Ειδικότερα, από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι οι ενάγουσες εκτιμούν ότι η συμπεριφορά που προσάπτουν στην Επιτροπή είναι παράνομη καθόσον, μεταξύ άλλων, προσέβαλε το δικαίωμά τους στην αξιοπρέπεια, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του άρθρου 2 ΣΕΕ και του προοιμίου της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 10 Δεκεμβρίου 1948, παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, τις αρχές της νομιμότητας, της καλής πίστης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και προσέβαλε το δικαίωμά τους πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου και καθόσον συνιστούσε, εν πάση περιπτώσει, κατάχρηση δικαιώματος.

66      Πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής περί ασάφειας του δικογράφου της αγωγής όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι ενάγουσες αποτίμησαν την ηθική βλάβη για την οποία αξιώνουν χρηματική ικανοποίηση. Πράγματι, ανεξαρτήτως του ζητήματος της βασιμότητας του αιτήματος των εναγουσών για χρηματική ικανοποίηση και της εκτιμήσεώς του κατά δίκαιη και εύλογη κρίση από το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνεται ότι το πρώτο αίτημα της αγωγής διευκρινίζει σε επαρκή βαθμό τον τρόπο με τον οποίο οι ενάγουσες υπολόγισαν το ποσό χρηματικής ικανοποίησης ύψους 500 000 ευρώ για καθεμία από αυτές. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι το εν λόγω ποσό προκύπτει αθροιστικά με βάση τη βλάβη που προκάλεσε καθένας από τους πέντε ισχυρισμούς τους οποίους προέβαλαν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής με τα δικόγραφα που κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στο πλαίσιο της εκδικάσεως της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης και στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, για τον καθέναν από τους οποίους οι ενάγουσες ζητούν να τους επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση ύψους 100 000 ευρώ.

67      Δεύτερον, όσον αφορά την υπόθεση T‑81/19, επισημαίνεται ότι, όπως και στην υπόθεση T‑721/18, τα σημεία 1 έως 9 του δικογράφου της αγωγής περιέχουν κριτική αξιολόγηση της στάσης της Επιτροπής στο πλαίσιο των ένδικων διαφορών μεταξύ της ίδιας και της εταιρίας Ισότης, επί των οποίων εκδόθηκαν η διάταξη της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και οι αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63). Επισημαίνεται ακόμη ότι η αγωγή περιέχει πολλές αναφορές στη διεξαγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Εφετείου Αθηνών, της διαδικασίας ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης των προαναφερθεισών αποφάσεων που επέσπευσε η Επιτροπή. Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει με επαρκή σαφήνεια ότι με αυτήν δεν επιδιώκεται να αμφισβητηθεί το δεδικασμένο της διατάξεως του Δικαστηρίου της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63), ούτε να αμφισβητηθούν οι αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.

68      Ειδικότερα, από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι αντικείμενό της είναι η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία καθεμία από τις ενάγουσες υποστηρίζει ότι υπέστη εξαιτίας των ενεργειών των εκπροσωπούντων την Επιτροπή δικηγόρων στο πλαίσιο της εκδικάσεως της εφέσεως κατά της αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της 4ης Ιουλίου 2018, που αφορούσε τη δυνατότητα της Επιτροπής να επισπεύσει κατά των εναγουσών αναγκαστική εκτέλεση της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και των αποφάσεων της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63).

69      Όσον αφορά τις ενέργειες που προσάπτονται στην Επιτροπή σε σχέση με τη διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, επισημαίνεται ότι οι εν λόγω ενέργειες εκτίθενται κατά τρόπο αρκούντως ακριβή στα σημεία 34 έως 62 του δικογράφου της αγωγής, στα οποία οι ενάγουσες προσάπτουν στους δικηγόρους της Επιτροπής ότι όχι μόνον επανέλαβαν με τα δικόγραφα που κατέθεσαν ενώπιον του Εφετείου Αθηνών τους αναληθείς ισχυρισμούς που είχαν διατυπώσει με τα δικόγραφά τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίοι αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής στην υπόθεση T‑721/18, αλλά επίσης διατύπωσαν εκ προθέσεως μεγάλο αριθμό νέων αναληθών ισχυρισμών προκειμένου να παραπλανήσουν το Εφετείο Αθηνών ως προς ορισμένα πραγματικά περιστατικά ώστε να κριθεί ότι οι ενάγουσες ενέχονταν προσωπικά για τα χρέη της εταιρίας Ισότης έναντι της Επιτροπής.

70      Ομοίως, οι ενάγουσες εκθέτουν κατά τρόπο αρκούντως ακριβή, στα σημεία 63 έως 92 του δικογράφου της αγωγής, τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι οι ενέργειες των δικηγόρων της Επιτροπής στοιχειοθετούν παράνομη συμπεριφορά. Ειδικότερα, από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι οι ενάγουσες εκτιμούν ότι η συμπεριφορά που προσάπτουν στην Επιτροπή είναι παράνομη καθόσον αντιβαίνει, πρώτον, στο καθήκον αληθείας και ευθυδικίας των διαδίκων, στη θεμελιώδη γενική αρχή της δίκαιης απονομής της δικαιοσύνης καθώς και στο δικαίωμα δίκαιης δίκης, δεύτερον, στο δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στην αρχή της χρηστής διοικήσεως και, τρίτον, στις αρχές της νομιμότητας, της καλής πίστης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

71      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το δικόγραφο της αγωγής είναι αρκούντως σαφές όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι ενάγουσες αποτίμησαν την ηθική βλάβη για την οποία ζητούν χρηματική ικανοποίηση. Πράγματι, ανεξαρτήτως του ζητήματος της βασιμότητας του αιτήματος των εναγουσών για χρηματική ικανοποίηση και της εκτιμήσεώς του κατά δίκαιη και εύλογη κρίση από το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνεται ότι με το πρώτο αίτημα της αγωγής διευκρινίζεται σε επαρκή βαθμό ο τρόπος με τον οποίο οι ενάγουσες υπολόγισαν το ποσό χρηματικής ικανοποίησης ύψους 1 100 000 ευρώ για καθεμία από αυτές.

72      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να κριθεί ότι το περιεχόμενο των εισαγωγικών δικογράφων δεν κατέστησε αδύνατη, ούτε καν υπερβολικά δυσχερή, την εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση των δικαιωμάτων της άμυνας και πληροί, κατά συνέπεια, την προϋπόθεση σαφήνειας που επιβάλλει το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 62 ανωτέρω.

73      Πρέπει επομένως να απορριφθεί ο λόγος απαραδέκτου με τον οποίο η Επιτροπή προβάλλει αοριστία των αγωγών όσον αφορά το αντικείμενο της διαφοράς και τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι ενάγουσες στις υπό κρίση υποθέσεις.

–       Επί της ταυτότητας των εναγομένων

74      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αγωγές είναι απαράδεκτες καθόσον από τα δικόγραφα των αγωγών δεν προκύπτει σαφώς κατά ποίων στρέφονται.

75      Οι ενάγουσες αμφισβητούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής. Με την απάντησή τους στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 11ης Μαΐου 2020, επισημαίνουν ότι οι αγωγές των υποθέσεων T‑721/18 και T‑81/19 στρέφονται κατά της Επιτροπής, αφενός, ως θεσμικού οργάνου με αυτοτελή νομική προσωπικότητα και, αφετέρου, ως νομίμου εκπροσώπου της Ένωσης. Με την ίδια απάντηση, οι ενάγουσες διευκρινίζουν ότι η διατύπωση που χρησιμοποιούν στα δικόγραφα των αγωγών, κατά την οποία οι αγωγές στρέφονται κατά «[τ]ης Ευρωπαϊκής Ένωσης, νομίμως εκπροσωπούμενης», πρέπει να θεωρηθεί ως έχουσα την έννοια ότι οι αγωγές στρέφονται όχι μόνον κατά της Επιτροπής ως θεσμικού οργάνου αλλά και κατά της Ένωσης νομίμως εκπροσωπούμενης από την Επιτροπή.

76      Υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 76, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει προσδιορισμό του εναγομένου.

77      Εν προκειμένω, από τα δικόγραφα των αγωγών στις υποθέσεις T‑721/18 και T‑81/19 καθώς και από τις απαντήσεις των εναγουσών στα από 11 Μαΐου 2020 μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας προκύπτει ότι αμφότερες οι υπό κρίση αγωγές στηρίζονται στο άρθρο 268 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και στρέφονται, αφενός, κατά της Ένωσης «νομίμως εκπροσωπούμενης» από την Επιτροπή και, αφετέρου, κατά της Επιτροπής «ως οργάνου με αυτοτελή νομική προσωπικότητα».

78      Όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 63 και 68 ανωτέρω, από τα δικόγραφα των αγωγών στις υπό κρίση υποθέσεις προκύπτει επίσης ότι, με τις αγωγές τους, οι ενάγουσες ζητούν την ικανοποίηση της βλάβης την οποία υποστηρίζουν ότι υπέστησαν λόγω της συμπεριφοράς των νομίμων εκπροσώπων της Επιτροπής καθώς και μιας υπαλλήλου της OLAF.

79      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[σ]το πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».

80      Υπενθυμίζεται ακόμη ότι το άρθρο 47 ΣΕΕ απονέμει νομική προσωπικότητα στην Ένωση και όχι στην Επιτροπή.

81      Επομένως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο ενάγων δύναται να στρέψει την αγωγή του κατά της Ένωσης, η οποία έχει νομική προσωπικότητα (βλ. διάταξη της 2ας Φεβρουαρίου 2015, Gascogne Sack Deutschland και Gascogne κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑577/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:80, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Πάντως, επίσης από πάγια νομολογία, τόσο του Δικαστηρίου όσο και του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι, στις περιπτώσεις που η ευθύνη της Ένωσης θεμελιώνεται σε πράξη ενός εκ των θεσμικών της οργάνων της, εκπροσωπείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου από το ή τα θεσμικά όργανα στα οποία προσάπτεται ο γενεσιουργός λόγος ευθύνης προς αποζημίωση (βλ. διάταξη της 2ας Φεβρουαρίου 2015, Gascogne Sack Deutschland και Gascogne κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑577/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:80, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

83      Επομένως, οι υπό κρίση αγωγές είναι απαράδεκτες κατά το μέρος που στρέφονται κατά της Επιτροπής «ως οργάνου με αυτοτελή νομική προσωπικότητα».

–       Επί του περιεχομένου του δευτέρου και του τρίτου αιτήματος

84      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το δεύτερο αίτημα καθεμίας από τις αγωγές των υποθέσεων T‑721/18 και T‑81/19 είναι απαράδεκτο καθόσον υπερβαίνει προδήλως το αντικείμενο της διαφοράς στις δύο αυτές υποθέσεις. Το τρίτο αίτημα καθεμίας από τις αγωγές των υποθέσεων T‑721/18 και T‑81/19 είναι επίσης απαράδεκτο λόγω αοριστίας, δεδομένου ότι οι ενάγουσες δεν ανέφεραν σε τι είδους δήλωση θα μπορούσε να προβεί η Επιτροπή και βάσει ποιας διαδικασίας.

85      Οι ενάγουσες αμφισβητούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

86      Πρώτον, όσον αφορά το δεύτερο αίτημα καθεμίας από τις αγωγές των υποθέσεων T‑721/18 και T‑81/19, με το οποίο οι ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να απέχει από κάθε προσβολή της προσωπικότητάς τους στο μέλλον, επισημαίνεται ότι το αγωγικό αυτό αίτημα πρέπει να θεωρηθεί ως αίτημα επί παραλείψει.

87      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 268 ΣΛΕΕ και το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σχετικά με την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, προκύπτει ότι ο δικαστής της Ένωσης μπορεί, εφόσον συντρέχει λόγος, να επιδικάσει αποζημίωση σε είδος, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη, και ότι η αποζημίωση αυτή μπορεί να λάβει τη μορφή διαταγής προς πράξη ή παράλειψη, σε συμμόρφωση προς την οποία η Επιτροπή μπορεί να υιοθετήσει συγκεκριμένη συμπεριφορά (πρβλ. διατάξεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2013, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑34/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:552, σκέψη 29, και της 20ής Δεκεμβρίου 2019, Dragomir κατά Επιτροπής, T‑297/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:902, σκέψη 66).

88      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το δεύτερο αίτημα καθεμίας από τις αγωγές των υποθέσεων T‑721/18 και T‑81/19 συνδέεται άμεσα με το αντικείμενο της διαφοράς στις δύο αυτές υποθέσεις, στο μέτρο που με τις υπό κρίση αγωγές οι ενάγουσες ζητούν την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τους, που συνίσταται σε προσβολή της υπόληψής τους, για την οποία θεωρούν υπεύθυνη την Επιτροπή.

89      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, πρέπει να κριθεί ότι το δεύτερο αίτημα καθεμίας από τις αγωγές των υποθέσεων T‑721/18 και T‑81/19 είναι παραδεκτό. Υπενθυμίζεται όμως ότι, εξαιρουμένης της περιπτώσεως λήψεως προσωρινών μέτρων βάσει των άρθρων 278 και 279 ΣΛΕΕ, μια τέτοια διαταγή προς παράλειψη μπορεί, εφόσον συντρέχει λόγος, να εκδοθεί μόνον εφόσον έχει αποδειχθεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης (διάταξη της 20ής Δεκεμβρίου 2019, Dragomir κατά Επιτροπής, T‑297/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:902, σκέψη 66).

90      Δεύτερον, όσον αφορά το τρίτο αίτημα καθεμίας από τις αγωγές των υποθέσεων T‑721/18 και T‑81/19, με το οποίο οι ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο, κατ’ ουσίαν, να υποχρεώσει την Επιτροπή να προβεί σε δημόσια δήλωση προκειμένου να αποκαταστήσει την υπόληψή τους, επισημαίνεται ότι το αίτημα αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως αίτημα για την έκδοση διαταγής προς πράξη.

91      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 87 ανωτέρω, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο η αποζημίωση σε είδος να λάβει τη μορφή διαταγής προς πράξη την οποίαν απευθύνει ο δικαστής της Ένωσης στην Επιτροπή, αλλά πάντως το σχετικό αίτημα για την έκδοση διαταγής πρέπει επιπλέον να πληροί τις απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας τις οποίες επιβάλλει το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

92      Πλην όμως εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι οι ενάγουσες δεν αποσαφήνισαν με τις αγωγές τους ούτε τη μορφή ούτε τα λεπτομερή χαρακτηριστικά που έπρεπε να έχει η δήλωση για την αποκατάσταση της υπόληψής τους. Επισημαίνεται ακόμη ότι οι διευκρινίσεις στις οποίες προέβησαν οι ενάγουσες με τις απαντήσεις τους στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 11ης Μαΐου 2020 όσον αφορά το ακριβές περιεχόμενο του τρίτου αιτήματος καθεμίας από τις αγωγές δεν αρκούν στο πλαίσιο αυτό. Ειδικότερα, οι ενάγουσες διευκρίνισαν μεν τη μορφή που έπρεπε να λάβει η δήλωση αναφέροντας ότι επρόκειτο για εξώδικη δήλωση απευθυνόμενη σε καθεμία από αυτές, με την οποία η Επιτροπή να δηλώνει με τρόπο σαφή και ανεπιφύλακτο ότι καμία από τις ενάγουσες δεν είχε ανάμειξη σε χρηματοδότηση χορηγηθείσα από την Ένωση και ουδέποτε συμμετείχε στη διαχείριση των χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων στην πράξη, όπως είχε αναγνωρίσει η OLAF. Οι ενάγουσες ανέφεραν όμως επίσης ότι η ως άνω δήλωση έπρεπε να κοινοποιηθεί όχι μόνο στις ίδιες αλλά και σε κάθε αρχή, τράπεζα και φυσικό πρόσωπο που είτε άμεσα είτε έμμεσα είχε λάβει γνώση των αναληθών και συκοφαντικών ισχυρισμών που προβλήθηκαν από την Επιτροπή και τους εκπροσώπους της, όπως αυτοί εκτίθενται στις υπό κρίση αγωγές. Διαπιστώνεται δε ότι ένα τέτοιο αίτημα είναι, αυτό καθαυτό, υπερβολικά αόριστο για να θεωρηθεί ότι πληροί τις απαιτήσεις ακρίβειας και σαφήνειας τις οποίες επιβάλλει το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

93      Επομένως, το τρίτο αίτημα καθεμίας από τις αγωγές των υποθέσεων T‑721/18 και T‑81/19 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί της εκκρεμοδικίας

94      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί τους οποίους προβάλλουν οι ενάγουσες στην υπόθεση T‑81/19 είναι πανομοιότυποι προς εκείνους που διατυπώνονται στην υπόθεση T‑721/18 και ότι, στο μέτρο που οι ισχυρισμοί αυτοί αφορούν τη διαδικασία εκδικάσεως της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης και τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής πριν από την άσκηση της αγωγής στην υπόθεση T‑721/18, δεν εδικαιολογείτο η άσκηση δεύτερης αγωγής.

95      Κληθείσα από το Γενικό Δικαστήριο να τοποθετηθεί επί τυχόν υφιστάμενης εκκρεμοδικίας λόγω της υπόθεσης T‑721/18, η Επιτροπή διευκρινίζει με την απάντησή της στο από 1ης Αυγούστου 2019 μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη εκκρεμοδικίας. Η Επιτροπή επισημαίνει συναφώς ότι, σε αμφότερες τις υποθέσεις, οι ενάγουσες ζητούν την αποκατάσταση της ίδιας βλάβης, ήτοι της φερόμενης προσβολής της προσωπικότητάς τους, προκληθείσας από ένα και το αυτό ζημιογόνο γεγονός, ήτοι από τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της πρωτοδίκως και κατ’ έφεση ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, στα σημεία 15 έως 33 του δικογράφου της αγωγής στην υπόθεση T‑81/19, οι ενάγουσες επανέλαβαν επιχειρήματα σχετικά με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και στην πρωτοβάθμια δίκη, τους οποίους είχαν αμφισβητήσει στο πλαίσιο της αγωγής τους στην υπόθεση T‑721/18. Η Επιτροπή υπογραμμίζει επίσης ότι περιορίστηκε να επαναλάβει κατ’ έφεση τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και στην πρωτοβάθμια δίκη, δεδομένου ότι η προβολή νέων ισχυρισμών δεν επιτρέπεται στην κατ’ έφεση δίκη. Η επανάληψη των ισχυρισμών αυτών δεν συνιστά διακριτή ενέργεια ικανή να προκαλέσει στις ενάγουσες διαφορετική ζημία από εκείνη που δήθεν επέφερε η προβολή των ίδιων ισχυρισμών στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας δίκης. Το ίδιο ισχύει για τον υποτιθέμενο παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της, δεδομένου ότι στην υπόθεση T‑81/19 οι ενάγουσες επικαλούνται παραβίαση των αρχών της νομιμότητας, της καλής πίστης, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της χρηστής διοικήσεως, τις οποίες επικαλέστηκαν ήδη με την αγωγή της υπόθεσης Τ-721/18. Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα αιτήματα είναι επίσης πανομοιότυπα, δεδομένου ότι οι ενάγουσες ζητούν σε αμφότερες τις υποθέσεις αφενός να ικανοποιήσει η Επιτροπή την ηθική βλάβη τους και αφετέρου να υποχρεωθεί να απέχει από κάθε προσβολή της προσωπικότητάς τους στο μέλλον και να αποκαταστήσει την τιμή και την υπόληψή τους με δήλωσή της. Επιπλέον, το άθροισμα των επιμέρους κατ’ αποκοπήν ποσών που ζητούν οι ενάγουσες σε αμφότερες τις υποθέσεις ανέρχεται περίπου στο ίδιο ύψος με την απαίτηση της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτιμά ότι η αγωγή της υπόθεσης T‑81/19 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω υφιστάμενης εκκρεμοδικίας κατόπιν της άσκησης της αγωγής στην υπόθεση T‑721/18.

96      Οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι οι δύο αγωγές δεν αφορούν τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι, ενώ η αγωγή της υπόθεσης T‑721/18 αποβλέπει στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που τους προκάλεσαν οι «αναληθείς και δυσφημιστικοί» ισχυρισμοί τους οποίους προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και στην πρωτοβάθμια δίκη, η αγωγή της υπόθεσης T‑81/19 αποβλέπει αντιθέτως στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που τους προκάλεσαν η επανάληψη των ισχυρισμών αυτών και η προσθήκη νέων «αναληθών και δυσφημιστικών» ισχυρισμών στα δικόγραφα που κατέθεσαν οι δικηγόροι της Επιτροπής στις 13 και 18 Δεκεμβρίου 2018 στο Εφετείο Αθηνών, ενώπιον του οποίου είχαν ασκήσει έφεση κατά της από 4 Ιουλίου 2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

97      Κατά τις ενάγουσες, ούτε η νομική βάση των δύο αγωγών είναι πανομοιότυπη. Οι ενάγουσες επισημαίνουν συναφώς ότι, με την αγωγή της υπόθεσης T‑721/18, υποστηρίζουν ότι η προσαπτόμενη στην Επιτροπή συμπεριφορά είναι παράνομη ιδίως καθόσον θίγει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, αποτελεί δε καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, ενώ οι ως άνω λόγοι ελλείψεως νομιμότητας δεν προβάλλονται με την αγωγή της υπόθεσης T‑81/19. Ομοίως, οι ενάγουσες παρατηρούν ότι η αγωγή της υπόθεσης T‑81/19 περιέχει λόγο ελλείψεως νομιμότητας που αφορά παράβαση του καθήκοντος αληθείας και ευθυδικίας των διαδίκων, ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στην αγωγή της υπόθεσης T‑721/18. Επιπλέον, οι ενάγουσες τονίζουν ότι οι λόγοι ελλείψεως νομιμότητας που είναι κοινοί και στις δύο αγωγές δεν θεμελιώνουν πανομοιότυπα αιτήματα. Οι ενάγουσες υποστηρίζουν εξάλλου ότι το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η ικανοποίηση της φερόμενης ηθικής βλάβης στην υπόθεση T‑721/18 δεν μπορεί να επιδιωχθεί εκ νέου στο πλαίσιο της υπόθεσης T‑81/19 δεν αφορά την ύπαρξη εκκρεμοδικίας αλλά την περίπτωση στην οποία ο ασκών το ένδικο βοήθημα επιδιώκει την παραβίαση του δεδικασμένου, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω.

98      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ένδικο βοήθημα το οποίο αφορά τους ίδιους διαδίκους, έχει το ίδιο αντικείμενο και στηρίζεται στους ίδιους λόγους όπως και ένα προγενέστερο ένδικο βοήθημα πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτο (διάταξη της 14ης Ιουνίου 2007, Landtag Schleswig-Holstein κατά Επιτροπής, T‑68/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:180, σκέψη 16· πρβλ. επίσης, αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 1985, Hoogovens Groep κατά Επιτροπής, 172/83 και 226/83, EU:C:1985:355, σκέψη 9, και της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, Γαλλία κατά Κοινοβουλίου, 358/85 και 51/86, EU:C:1988:431, σκέψη 12).

99      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι οι αγωγές των υποθέσεων T‑721/18 και T‑81/19 ασκήθηκαν αμφότερες βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και αφορούν τους ίδιους διαδίκους.

100    Διαπιστώνεται όμως ότι, μολονότι αμφότερες οι αγωγές σκοπούν στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που φέρεται ότι προκάλεσε η Επιτροπή σε καθεμία από τις ενάγουσες, οι εκάστοτε βλάβες των οποίων ζητείται η ικανοποίηση δεν ταυτίζονται στο μέτρο που απορρέουν από διαφορετικές πράξεις.

101    Ειδικότερα, αφενός, δεν μπορεί καταρχήν να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η επανάληψη ισχυρισμών φερόμενων ως αναληθών και δυσφημιστικών να μπορεί αυτή καθαυτήν να προκαλέσει βλάβη διαφορετική από την αρχικώς προκληθείσα, απλώς και μόνο διότι η επανάληψη αυτή έλαβε χώρα στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης.

102    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει, δεν περιορίστηκε απλώς να επαναλάβει κατ’ έφεση τους ισχυρισμούς που είχε ήδη προβάλει στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και στον πρώτο βαθμό. Ειδικότερα, στα σημεία 40 έως 56 του δικογράφου της αγωγής οι ενάγουσες κατέγραψαν 17 νέους ισχυρισμούς. Συναφώς, η Επιτροπή αρκείται να υποστηρίξει ότι δεν διατύπωσε νέους ισχυρισμούς στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι δεν διευκρινίζει πού είχαν ήδη προβληθεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων ή στο πλαίσιο της εκδικάσεως της ανακοπής στον πρώτο βαθμό, οι καταγραφέντες ισχυρισμοί που χαρακτηρίζονται ως νέοι από τις ενάγουσες.

103    Δεν αποκλείεται επομένως το ενδεχόμενο οι νέοι αυτοί ισχυρισμοί, αν γίνει δεκτό ότι έχουν επιβλαβή χαρακτήρα, να δύνανται να προκαλέσουν ηθική βλάβη διαφορετική από εκείνη την οποία επικαλούνται οι ενάγουσες στην υπόθεση T‑721/18.

104    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι ο λόγος που αντλείται από παράβαση του καθήκοντος αληθείας και ευθυδικίας που υπέχουν οι διάδικοι, τον οποίο προβάλλουν οι ενάγουσες στην υπόθεση T‑81/19, δεν προβλήθηκε, αυτός καθαυτόν, με την αγωγή της υπόθεσης T‑721/18.

105    Δεδομένου ότι οι δύο αγωγές δεν έχουν ακριβώς το ίδιο αντικείμενο, κατά την έννοια της νομολογίας που υπενθυμίζεται στη σκέψη 98 ανωτέρω, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η ύπαρξη εκκρεμοδικίας και, ως εκ τούτου, η αγωγή T‑81/19 πρέπει να κριθεί παραδεκτή όσον αφορά το αίτημα ικανοποίησης της ηθικής βλάβης την οποία φέρονται ότι προκάλεσαν σε καθεμία από τις ενάγουσες οι ισχυρισμοί τους οποίους περιείχαν τα δικόγραφα που κατέθεσαν οι δικηγόροι της Επιτροπής ενώπιον του Εφετείου Αθηνών.

 Επί της ουσίας

106    Δυνάμει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, που αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

107    Kατά πάγια νομολογία, η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτομένης στο θεσμικό όργανο συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτομένης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, 26/81, EU:C:1982:318, σκέψη 16, και της 14ης Δεκεμβρίου 2005, Beamglow κατά Κοινοβουλίου κ.λπ., T‑383/00, EU:T:2005:453, σκέψη 95).

108    Εφόσον δεν πληρούται μία από τις τρεις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, τα αιτήματα αποζημιώσεως πρέπει να απορρίπτονται, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν πληρούνται οι άλλες δύο προϋποθέσεις (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, ΚΥΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑146/91, EU:C:1994:329, σκέψη 81, και της 20ής Φεβρουαρίου 2002, Förde-Reederei κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑170/00, EU:T:2002:34, σκέψη 37). Εξάλλου, ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να εξετάζει τις προϋποθέσεις αυτές με συγκεκριμένη σειρά (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 13).

 Επί της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην Επιτροπή

109    Στην υπόθεση T‑721/18, οι ενάγουσες αιτιώνται την Επιτροπή ότι, στο πλαίσιο της εκδικάσεως της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και των αποφάσεων της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63), τις παρουσίασε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με ισχυρισμούς που περιέχονταν στα δικόγραφά της και στη μαρτυρική κατάθεση μιας υπαλλήλου της OLAF, για τους οποίους η Επιτροπή γνώριζε ότι ήταν αναληθείς, ως πρόσωπα τα οποία είχαν αναμιχθεί άμεσα στη διαχείριση των κεφαλαίων της Ένωσης τα οποία η Ισότης είχε υποχρεωθεί με τις εν λόγω αποφάσεις να επιστρέψει στην Επιτροπή. Συνεπώς, η Επιτροπή παρουσίασε τις ενάγουσες στους τρίτους ως πρόσωπα αναξιόχρεα και αναξιόπιστα επιδιδόμενα σε δόλιες ενέργειες, πράγμα το οποίο έθιξε βαρύτατα την υπόληψή τους. Η εν λόγω σοβαρή προσβολή της υπόληψής τους είχε ως συνέπεια ηθική βλάβη αποτιμώμενη σε 500 000 ευρώ για καθεμία από τις ενάγουσες.

110    Στην υπόθεση T‑81/19, οι ενάγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι οι εκπρόσωποί της διατύπωσαν ενώπιον του Εφετείου Αθηνών συνειδητά εσφαλμένους ισχυρισμούς, ορισμένοι εκ των οποίων είχαν ήδη προβληθεί πρωτοδίκως από τους ίδιους εκπροσώπους, που αποσκοπούσαν, κατ’ ουσίαν, στο να παραπλανήσουν το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο σχετικά με την εμπλοκή της πρώτης ενάγουσας στη διαχείριση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων από την εταιρία Ισότης και σχετικά με την εικονικότητα της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας αυτής. Σκοπός της συμπεριφοράς αυτής ήταν, κατά τις ενάγουσες, να πειστεί το Εφετείο Αθηνών να αφήσει ανεφάρμοστες τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που δεν επέτρεπαν να θεωρηθεί ότι οι ενάγουσες ενέχονταν προσωπικά, ως εταίροι, για τα χρέη της εταιρίας Ισότης έναντι της Επιτροπής, πράγμα που θα δικαιολογούσε την αναγκαστική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων εις βάρος των εναγουσών.

111    Η Επιτροπή αμφισβητεί το κατά πόσον επέδειξε τη συμπεριφορά που της προσάπτεται, καθόσον δεν υποστήριξε ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων ότι οι ενάγουσες διέπραξαν απάτη, αλλά απλώς προέβαλε επιχειρήματα αντλούμενα από πραγματικά περιστατικά προκειμένου να αποδείξει ότι συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία για να επιτραπεί η εις βάρος των εναγουσών αναγκαστική εκτέλεση της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και των αποφάσεων της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63).

112    Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά την προσαπτόμενη στην Επιτροπή συμπεριφορά στην υπόθεση T‑721/18, επισημαίνεται ότι οι ενάγουσες παραπέμπουν σε συγκεκριμένα χωρία των σημειωμάτων της 14ης Δεκεμβρίου 2017, των προτάσεων της 17ης Απριλίου 2018 και της προσθήκης-αντίκρουσης της 20ής Απριλίου 2018, τα οποία κατατέθηκαν από τους δικηγόρους της Επιτροπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και στην από 12 Δεκεμβρίου 2017 μαρτυρική κατάθεση μιας υπαλλήλου της OLAF ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, η οποία επαναλαμβάνεται στο ένα από τα σημειώματα της 14ης Δεκεμβρίου 2017.

113    Επισημαίνεται ότι το σημείωμα της 14ης Δεκεμβρίου 2017 κατατέθηκε προς αντίκρουση της από 11 Σεπτεμβρίου 2017 αιτήσεως των εναγουσών για αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης και περιείχε την ακόλουθη δήλωση:

«Με τις δύο ένδικες αιτήσεις, οι καθών επιχειρούν όλως παράνομα και καταχρηστικά να απεκδυθούν κάθε ευθύνης και να αποστασιοποιηθούν από μία υπόθεση την οποία παρακολουθούσαν και χειρίζονταν σε βάθος δεκαετίας τόσο οι ίδιες προσωπικά όσο και μέσω προσώπου του άμεσου οικογενειακού τους περιβάλλοντος.»

114    Το ίδιο σημείωμα περιείχε ακόμη την ακόλουθη δήλωση:

«[…] διαχειρίστρια, νόμιμη εκπρόσωπος και ταμίας της εταιρίας ορίσθηκε η πρώτη καθής, διαχειριζόμενη μόνη το σύνολο των εταιρικών υποθέσεων σύμφωνα με τα άρθρα 748 επ. ΑΚ.»

115    Στο εν λόγω σημείωμα διευκρινιζόταν επίσης, σχετικά με το χρέος της εταιρίας Ισότης που είχε διαπιστωθεί με τις αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63), ότι «[ε]πρόκειτ[ο] για μία οφειλή η οποία δεν [είχε] δημιουργ[ηθεί] από κάποια ξένη προς αυτές νομική οντότητα, αλλά από μία σύμβαση εταιρίας με αμφισβητούμενη νομική προσωπικότητα, πίσω από την οποία κινούνταν από την πρώτη στιγμή αποκλειστικά οι καθών, καθώς και πρόσωπο του άμεσου οικογενειακού τους περιβάλλοντος».

116    Επιπλέον, οι δικηγόροι της Επιτροπής ανέφεραν στο ως άνω σημείωμα «[…] ότι [είχε] αποδ[ειχθεί] και δικαστικά ότι [η Επιτροπή] είχε υποστεί σημαντικότατη βλάβη ως άμεση συνέπεια των επί σειρά ετών πράξεων και παραλείψεων των διαχειριστών της αντίδικης αστικής εταιρείας».

117    Εξάλλου, στο ίδιο πάντοτε σημείωμα, οι δικηγόροι της Επιτροπής μετέφεραν τα όσα είχε καταθέσει μια υπάλληλος της OLAF κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Δεκεμβρίου 2017 ως εξής:

«[…] η μόνη οδός για την ανάκτηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων είναι η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος της περιουσίας των καθών (οι οποίες ήταν και τα φυσικά πρόσωπα πίσω από την e‑Isotis). […] Ειδικά η πρώτη των καθών βρισκόταν συνέχεια στο τιμόνι της e‑Isotis, την οργάνωνε και την κατηύθυνε (με τη συνδρομή του συζύγου της).»

118    Επισημαίνεται ότι τα παρατιθέμενα στις σκέψεις 113 έως 117 ανωτέρω χωρία επαναλήφθηκαν στο κατατεθέν στις 14 Δεκεμβρίου 2017 δεύτερο σημείωμα των δικηγόρων της Επιτροπής, σχετικά με την από 1 Νοεμβρίου 2017 αίτηση των εναγουσών με την οποία ζήτησαν την αναστολή εκτελέσεως καθώς και την προστασία της προσωπικότητάς τους, καθώς και στις από 17 Απριλίου 2018 προτάσεις των εν λόγω δικηγόρων.

119    Επισημαίνεται ακόμη ότι το δικόγραφο της προσθήκης-αντίκρουσης που κατέθεσαν οι δικηγόροι της Επιτροπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 20 Απριλίου 2018 περιείχε την ακόλουθη δήλωση:

«[…] μοναδικοί εταίροι της αστικής εταιρίας παρέμειναν οι δύο καθών, οι οποίες, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται οι μάρτυρές τους, από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή είχαν άμεση εικόνα και εποπτεία στη διαχείριση του δημοσίου ευρωπαϊκού χρήματος, που απορροφούσε η εταιρία τους.»

120    Από τα προπαρατεθέντα χωρία των δικογράφων των εκπροσώπων της Επιτροπής, των οποίων τη γνησιότητα δεν αμφισβητεί η Επιτροπή, προκύπτει ότι οι εν λόγω εκπρόσωποι υποστήριξαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ότι οι ενάγουσες είχαν ιδιαιτέρως ενεργό ρόλο στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις χρηματοδοτήσεις της Ένωσης τις οποίες ελάμβανε η εταιρία Ισότης στο πλαίσιο των προγραμμάτων που διαχειριζόταν ο A, σύζυγος της πρώτης ενάγουσας και γαμπρός της δεύτερης ενάγουσας.

121    Επισημαίνεται όμως ότι η από 15 Νοεμβρίου 2011 έκθεση της OLAF η οποία αφορούσε την έρευνα που είχε ζητηθεί από την Επιτροπή σχετικά με πιθανή διάπραξη απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης εκ μέρους της εταιρίας Ισότης, της πρώτης ενάγουσας και του A ανέφερε τα εξής:

«[Η πρώτη ενάγουσα] δεν είχε καμία ανάμειξη σε χρηματοδότηση χορηγηθείσα από την ΕΕ, δεδομένου ότι ουδέποτε συμμετείχε στη διαχείριση των σχεδίων στην πράξη [και] ήταν νομική εκπρόσωπος της e‑Isotis, ενώ ο [A] ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση και, ειδικότερα, για την υλοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων. [Η πρώτη ενάγουσα] συμμετείχε ως νομική σύμβουλος/συνεργάτης σε ορισμένα από τα ευρωπαϊκά σχέδια για τα οποία ο [A] άσκησε καθήκοντα συντονισμού και διαχείρισης. Κύριο μέλημα της [πρώτης ενάγουσας] ήταν να παρακολουθεί και να διασφαλίζει τη νομιμότητα συγκεκριμένων διαδικασιών οι οποίες απαιτούνται για την υλοποίηση ευρωπαϊκών σχεδίων, όπως η προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο χαρακτήρας των τελικών/πιλοτικών χρηστών που συμμετέχουν, θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας και η χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων.»

122    Επισημαίνεται ακόμη ότι, με την από 23 Μαΐου 2016 αναφορά του, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, στον οποίον η Επιτροπή είχε διαβιβάσει την από 15 Σεπτεμβρίου 2011 έκθεση έρευνας της OLAF, έκρινε ότι δεν υφίστατο απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης αναφέροντας σε σχέση με την πρώτη ενάγουσα τα εξής:

«Τέλος, όσον αφορά την [πρώτη ενάγουσα], από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε η επί της ουσίας εμπλοκή της σε οιαδήποτε ενέργεια του συζύγου της σχετιζόμεvη με τη χρηματοδότηση των επίδικων συμβάσεων, γεγονός άλλωστε που αποδέχεται ρητώς και η OLAF στην υπό κρίση έκθεσή της, η δε αμοιβή της για τις νομικές υπηρεσίες που προσέφερε συνιστούσ[ε] νόμιμη αμοιβή της για την οποία φορολογήθηκε κανονικά, δεν είχε τη μορφή απόδοσης μερίσματος σε αυτήν και δεν απαγορευόταν από το καταστατικό της [εταιρίας Ισότης].»

123    Από τις διαπιστώσεις της OLAF καθώς και της ελληνικής εισαγγελικής αρχής προκύπτει ότι η πρώτη ενάγουσα δεν είχε αποφασιστικό ρόλο όσον αφορά τη διαχείριση των χρηματοδοτήσεων της Ένωσης τις οποίες είχε λάβει η εταιρία Ισότης.

124    Διαπιστώνεται επομένως ότι η εκ μέρους της Επιτροπής περιγραφή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, του δήθεν ενεργού ρόλου των εναγουσών στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης διαψεύδεται, όσον αφορά την πρώτη ενάγουσα, από τις διαπιστώσεις που περιέχονται στην από 15 Σεπτεμβρίου 2011 έκθεση της OLAF, καθώς και από την από 23 Μαΐου 2016 αναφορά του Εισαγγελέως Αθηνών.

125    Εντούτοις, από την απλή αυτή διαπίστωση δεν μπορεί να συναχθεί ότι εν γνώσει της η Επιτροπή παρουσίασε αναληθώς τις ενάγουσες, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως πρόσωπα που είχαν διαπράξει απάτες εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

126    Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι, με τα δικόγραφα που κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής δεν προσήψαν στις ενάγουσες ότι είχαν προβεί σε απατηλές ενέργειες, αλλά ότι είχαν ενεργό ρόλο στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης και, ως εκ τούτου, στις παραβάσεις των συμβατικών υποχρεώσεων της εν λόγω εταιρίας έναντι της Επιτροπής, εξαιτίας των οποίων το Γενικό Δικαστήριο υποχρέωσε την εταιρία Ισότης να επιστρέψει το σύνολο των προχρηματοδοτήσεων τις οποίες είχε λάβει βάσει εννέα συμφωνιών επιχορήγησης, πλέον τόκων υπερημερίας και κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης, με την απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και να επιστρέψει μέρος της προχρηματοδότησης την οποία είχε λάβει βάσει μιας δέκατης συμφωνίας επιχορήγησης, πλέον τόκων υπερημερίας, με την απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63).

127    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, στην από 23 Μαΐου 2016 αναφορά του, ο Εισαγγελέας Αθηνών εκτίμησε ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι ο A, ο οποίος ήταν άμεσα επιφορτισμένος με τη διαχείριση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων στα οποία συμμετείχε η εταιρία Ισότης, περιλαμβανομένων και εκείνων που αποτελούσαν αντικείμενο των συμφωνιών επιχορήγησης τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος του Φεβρουαρίου του 2010, είχε διαπράξει απάτη εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, απλώς και μόνον ο ισχυρισμός ότι οι ενάγουσες είχαν ενεργό ρόλο στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης, περιλαμβανομένης της διαχείρισης των χρηματοδοτήσεων της Ένωσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εις βάρος τους κατηγορία για διάπραξη απάτης.

128    Δεύτερον, όσον αφορά τη συμπεριφορά που προσάπτεται στην Επιτροπή στην υπόθεση T‑81/19, επισημαίνεται ότι οι ενάγουσες παραπέμπουν σε συγκεκριμένα χωρία των δικογράφων των προτάσεων και της προσθήκης-αντίκρουσης που κατέθεσαν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, τα οποία παρατίθενται στη σκέψη 55 ανωτέρω και τα οποία κατά ένα μέρος τους επαναλαμβάνουν τους προβληθέντες στον πρώτο βαθμό ισχυρισμούς περί ενεργού ρόλου των εναγουσών στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης και κατ’ άλλο μέρος τους αμφισβητούν κατά πόσον ήταν αληθής η δραστηριότητα της εταιρίας Ισότης και, ως εκ τούτου, κατά πόσον υφίστατο η νομική της προσωπικότητα.

129    Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα όσα εκτίθενται στις σκέψεις 126 και 127 ανωτέρω για τη συμπεριφορά που προσάπτεται στην Επιτροπή στην υπόθεση T‑721/18 ισχύουν mutatis mutandis για τη συμπεριφορά που προσάπτεται στην Επιτροπή στην υπόθεση T‑81/19.

130    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, ανεξαρτήτως του αν είναι βάσιμοι, οι ισχυρισμοί που περιλαμβάνονταν στα δικόγραφα τα οποία κατέθεσαν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, με τους οποίους αμφισβητούνταν κατά πόσον ήταν αληθής η δραστηριότητα της εταιρίας Ισότης και, ως εκ τούτου, κατά πόσον υφίστατο η νομική της προσωπικότητα, δεν ενέχουν, αυτοί καθαυτούς, κατηγορία κατά των εναγουσών για διάπραξη απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

131    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξακριβωθεί αν το γεγονός ότι, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ή ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής κακώς υποστήριξαν ότι οι ενάγουσες είχαν ενεργό ρόλο στη διαχείριση της εταιρίας Ισότης και προέβαλαν ορισμένο αριθμό πραγματικών ισχυρισμών με τους οποίους αμφισβητούσαν κατά πόσον ήταν αληθής η δραστηριότητα της εταιρίας Ισότης και, ως εκ τούτου, κατά πόσον υφίστατο η νομική της προσωπικότητα συνιστά παράνομη συμπεριφορά ικανή να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

 Επί του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης στην Επιτροπή συμπεριφοράς

132    Υπενθυμίζεται ότι, σε σχέση με την προβλεπόμενη στη σκέψη 107 ανωτέρω προϋπόθεση η οποία αφορά την παράνομη συμπεριφορά που προσάπτεται στο οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο, η νομολογία απαιτεί να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 36). Τέτοιου είδους κατάφωρη παράβαση συντρέχει σε περίπτωση που η παράβαση συνεπάγεται πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση, εκ μέρους του οικείου θεσμικού οργάνου, των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια, τα δε στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται συναφώς υπόψη είναι, μεταξύ άλλων, η πολυπλοκότητα των προς ρύθμιση καταστάσεων, ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα καθώς και το εύρος του περιθωρίου εκτίμησης που αφήνει ο παραβιασθείς κανόνας στο θεσμικό όργανο της Ένωσης (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

133    Εν προκειμένω, στην υπόθεση T‑721/18, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι η συμπεριφορά που κατ’ αυτές επέδειξε η Επιτροπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών συνιστούσε σοβαρή και πρόδηλη παράβαση κανόνων που απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες. Ειδικότερα, με το δικόγραφο της αγωγής τους οι ενάγουσες προέβαλαν ότι η Επιτροπή είχε προσβάλει το δικαίωμά τους στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το άρθρο 2 ΣΕΕ, το προοίμιο της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθώς και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι ενάγουσες προέβαλαν επίσης ότι η συμπεριφορά αυτή αντέβαινε στην αρχή της χρηστής διοικήσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, από τον κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις σχέσεις του με το κοινό (ΕΕ 2000, L 267, σ. 63) καθώς και από τα άρθρα 4, 7 και 11 του ευρωπαϊκού κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς.

134    Υπογραμμίζεται ότι, με το δικόγραφο της αγωγής τους, οι ενάγουσες υποστήριξαν επίσης ότι, επιχειρώντας να επισπεύσει την εις βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και των αποφάσεων της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63), η Επιτροπή παρέβη την αρχή της νομιμότητας, που εμπεριέχει την αρχή pacta sunt servanda, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, την αρχή της καλής πίστης και την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και προσέβαλε τα δικαιώματά τους αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ακροάσεως και δίκαιης δίκης, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Επιπλέον, οι ενάγουσες υποστήριξαν «επικουρικά» ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος τους, άσκησε το δικαίωμα αυτό καταχρηστικά και παράνομα.

135    Ειδικότερα, πρώτον, όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης λόγω της συμπεριφοράς της Επιτροπής, οι ενάγουσες παρατήρησαν, αφενός, ότι η Επιτροπή υπεχρεούτο, βάσει των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 2321/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, κέντρων ερευνών και πανεπιστημίων και τους κανόνες διάδοσης των αποτελεσμάτων της έρευνας για την υλοποίηση του έκτου προγράμματος πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2002-2006) (ΕΕ 2002, L 355, σ. 23), να ελέγξει ότι οι φορείς με τους οποίους προετίθετο να συνάψει σύμβαση επιχορήγησης στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου είχαν νομική προσωπικότητα και, αφετέρου, ότι πριν από τη σύναψη των συμβάσεων επιχορήγησης μεταξύ της Επιτροπής και της εταιρίας Ισότης η Επιτροπή είχε αποδεχθεί, για καθεμία από τις εν λόγω συμβάσεις, το καταστατικό της εταιρίας Ισότης, που απέκλειε ρητώς την ευθύνη των εταίρων της πέραν της κατατεθείσας εισφοράς τους, σε περίπτωση παραβάσεως από την εν λόγω εταιρία των συμβατικών της υποχρεώσεων. Οι ενάγουσες υπογράμμισαν επίσης ότι η Επιτροπή είχε γνώση του άρθρου 784 του Αστικού Κώδικα, που απέκλειε την ευθύνη των εταίρων μιας αστικής εταιρίας όπως είναι η εταιρία Ισότης για τις παραβάσεις των συμβατικών υποχρεώσεων της εταιρίας αυτής, και ότι, μέχρι την έναρξη της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, η Επιτροπή ουδέποτε είχε ασκήσει αγωγή κατά των εναγουσών, ζητώντας από αυτές να καταβάλουν τα χρηματικά ποσά που αξίωνε από την εταιρία Ισότης, ούτε είχε προβεί σε σχετική αναφορά σε οιοδήποτε από τα στάδια των δικών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, κατόπιν δε ενώπιον του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο των ενδίκων διαφορών της με την εταιρία Ισότης.

136    Οι ενάγουσες υποστήριξαν ότι, υπό τις συνθήκες αυτές η Επιτροπή, συνάπτοντας επανειλημμένα συμβάσεις επιχορήγησης με την εταιρία Ισότης στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου και συμπράττοντας στη συνέχεια στην υλοποίησή τους, παρείχε στις ίδιες, επανειλημμένα και σταθερά, τη συγκεκριμένη κάθε φορά και ανεπιφύλακτη διαβεβαίωση ότι αναγνώριζε τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας Ισότης. Κατά συνέπεια, υποστηρίζοντας με τα δικόγραφα που κατέθεσαν οι δικηγόροι της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ότι η νομική προσωπικότητα της εταιρίας Ισότης ήταν αμφισβητούμενη, ότι η εν λόγω εταιρία δεν επιδίωκε οικονομικό σκοπό και ότι ως εκ τούτου δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 784 του Αστικού Κώδικα, η Επιτροπή παρέβη την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και την αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των συμβάσεων.

137    Δεύτερον, όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της νομιμότητας από την Επιτροπή, οι ενάγουσες υποστήριξαν ότι η Επιτροπή επέσπευσε την εις βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση χωρίς να έχει τηρήσει την προδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 80 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1). Οι ενάγουσες υποστήριξαν επίσης ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της νομιμότητας επιδιώκοντας να εισπράξει οφειλή που, ελλείψει κοινοποιηθέντος σε αυτές χρεωστικού σημειώματος, είχε υποπέσει σε παραγραφή από το έτος 2016, σύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 και το άρθρο 252 του Αστικού Κώδικα.

138    Τρίτον, όσον αφορά την προσβολή των δικαιωμάτων αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ακροάσεως και δίκαιης δίκης, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, οι ενάγουσες υπογράμμισαν ότι, δεδομένου του αποκλειστικού χαρακτήρα των ρητρών διαιτησίας που περιέχονταν στις συμφωνίες επιχορήγησης τις οποίες αφορούσε ο οικονομικός έλεγχος της 10ης Φεβρουαρίου 2010, δεν είχαν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν, ενώπιον του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν η διάταξη της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και οι αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63), ούτε ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, ότι δεν ενέχονταν προσωπικά, ως εταίροι, για τα χρέη της εταιρίας Ισότης.

139    Τέταρτον, τέλος, όσον αφορά την επιχειρηματολογία τους περί καταχρήσεως δικαιώματος, οι ενάγουσες υποστήριξαν ότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή είχε ωφεληθεί από τα αποτελέσματα των έργων για τα οποία είχε καταβάλει συγχρηματοδότηση και τα οποία χρησιμοποιούσε για τους σκοπούς της, ότι είχε εξοικονομήσει τη συγχρηματοδότηση των έργων ASK-IT και EU4ALL, την οποία ουδέποτε κατέβαλε στην εταιρία Ισότης, ότι είχε ωφεληθεί από την προσωπική περιουσία των εναγουσών κατά το ποσό των 200 600 ευρώ, το οποίο οι ενάγουσες είχαν διαθέσει για την εκτέλεση των έργων, ότι γνώριζε ότι, από τις συγχρηματοδοτήσεις που είχε καταβάλει στην εταιρία Ισότης, ποσοστό άνω του 85 % είχε καταβληθεί από την εν λόγω εταιρία για φόρους στο Ελληνικό Δημόσιο, ασφαλιστικές εισφορές σε ασφαλιστικούς φορείς και μισθοδοσία των εργαζομένων της εταιρίας Ισότης και ότι δεν είχε μεριμνήσει να περιορίσει την απαίτησή της παρακρατώντας, από τη χρηματοδότηση των κοινοπραξιών που είχαν αναλάβει τα έργα, τα ποσά τα οποία θεωρούσε ότι της όφειλε η εταιρία Ισότης, όπως είχε νόμιμο δικαίωμα. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι ενάγουσες εκτιμούσαν ότι η Επιτροπή, ζητώντας από αυτές να της επιστρέψουν το σύνολο των χρημάτων που είχε καταβάλει στην εταιρία Ισότης, και μάλιστα εντόκως, επιδίωκε να προσποριστεί υπερβολικό, καταχρηστικό και για τούτο παράνομο όφελος.

140    Στην υπόθεση T‑81/19, οι ενάγουσες υποστηρίζουν, με διατύπωση πανομοιότυπη προς εκείνη της υπόθεσης T‑721/18, ότι η Επιτροπή, με τη συμπεριφορά που της προσάπτουν, προσέβαλε το δικαίωμά τους στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, καθώς και τις αρχές της νομιμότητας, της καλής πίστης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

141    Οι ενάγουσες υποστηρίζουν ακόμη ότι η συμπεριφορά την οποία προσάπτουν στην Επιτροπή στην υπόθεση T‑81/19 αντέβαινε στο καθήκον αληθείας και ευθυδικίας των διαδίκων και στη θεμελιώδη γενική αρχή της δίκαιης απονομής της δικαιοσύνης.

142    Οι ενάγουσες υποστηρίζουν συναφώς ότι, με τη συμπεριφορά της, η Επιτροπή παρέβη κατάφωρα το καθήκον αληθείας και ευθυδικίας που είχε την υποχρέωση να τηρήσει κατά τη διάρκεια της ένδικης διαφοράς της με τις ενάγουσες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 116 και 261 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και τη θεμελιώδη γενική αρχή που υποχρεώνει τους πληρεξούσιους και εντολοδόχους δικηγόρους της Επιτροπής, βάσει του ελληνικού Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος, να συμβάλλουν στη διαδικασία δίκαιης απονομής της δικαιοσύνης τηρώντας το καθήκον αληθείας, οι οποίες έχουν εφαρμογή στην εκδίκαση της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ. Κατά τις ενάγουσες, οι αρχές αυτές περιλαμβάνονται στον Καταστατικό Χάρτη των Θεμελιωδών Αρχών του Ευρωπαϊκού Νομικού Επαγγέλματος, ο οποίος υιοθετήθηκε στη συνεδρίαση της ολομέλειας του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CCBE) στις Βρυξέλλες στις 24 Νοεμβρίου 2006, περιέχει δε αρχές του δικαίου που ρυθμίζουν το νομικό επάγγελμα, οι οποίες είναι κοινές στα κράτη μέλη.

143    Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό των επιχειρημάτων των εναγουσών, δεδομένου ότι αφορούν ζητήματα τα οποία έχουν τελεσιδίκως κριθεί από τον Έλληνα δικαστή, του οποίου η σχετική αρμοδιότητα απορρέει από το άρθρο 299 ΣΛΕΕ.

144    Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η συμπεριφορά της κατά την εκδίκαση της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Εφετείου Αθηνών δεν ενέχει παρανομία ικανή να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης.

145    Συναφώς, κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα των εναγουσών που εκτίθενται στις σκέψεις 135 έως 139 ανωτέρω δεν αφορούν τους ισχυρισμούς που περιέχονται στα δικόγραφα τα οποία κατέθεσαν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδικάσεως της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και των αποφάσεων της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63), ούτε τη μαρτυρική κατάθεση μιας υπαλλήλου της OLAF στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας, που υποτίθεται ότι έθιξαν την υπόληψη των εναγουσών, αλλά αυτό καθαυτό το γεγονός ότι η Επιτροπή επέσπευσε κατά των εναγουσών αναγκαστική εκτέλεση των ως άνω δικαστικών αποφάσεων.

146    Επισημαίνεται ακόμη ότι, σε απάντηση ερώτησης του Γενικού Δικαστηρίου, οι ενάγουσες δήλωσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι οι αγωγές τους αποζημίωσης είχαν ως αποκλειστικό σκοπό την αποκατάσταση της βλάβης που τους είχαν προκαλέσει οι ισχυρισμοί οι οποίοι περιέχονταν στα δικόγραφα που είχαν καταθέσει οι εκπρόσωποι της Επιτροπής και η μαρτυρική κατάθεση μιας υπαλλήλου της OLAF ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εν συνεχεία ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, στο πλαίσιο της εκδικάσεως της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και των αποφάσεων της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63). Οι ενάγουσες διευκρίνισαν ότι δεν αιτιώνταν την Επιτροπή για το γεγονός ότι είχε επισπεύσει εις βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση των ως άνω δικαστικών αποφάσεων αλλά για το ότι, προς τον σκοπό αυτό, είχε εν γνώσει της διατυπώσει ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων εσφαλμένους ισχυρισμούς προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας Ισότης.

147    Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση οι ενάγουσες διευκρίνισαν επίσης ότι οι αγωγές τους αποζημίωσης δεν θεμελιώνονταν σε παραβίαση της αρχής pacta sunt servanda και ότι θεωρούσαν ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν είχαν προσβάλει το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη στο πλαίσιο της εκδικάσεως της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και των αποφάσεων της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63), και ότι δεν επικαλούνταν προσβολή του δικαιώματός τους σε δίκαιη δίκη ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

148    Επομένως, πρέπει να κριθεί ότι τα επιχειρήματα τα οποία αντλούν οι ενάγουσες από παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της αρχής της νομιμότητας, του δικαιώματος δίκαιης δίκης, της αρχής pacta sunt servanda, του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του δικαιώματος ακροάσεως, καθώς και από κατάχρηση δικαιώματος, και τα οποία εκτίθενται στις σκέψεις 135 έως 139 ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή καθόσον, καθ’ ομολογίαν των ίδιων των εναγουσών, δεν μπορούν να παράσχουν έρεισμα στα αποζημιωτικά αιτήματά τους.

149    Κατά δεύτερον, σε σχέση με την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, η οποία κατοχυρώνεται στην έννομη τάξη της Ένωσης με το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, διαπιστώνεται ότι οι ενάγουσες απλώς υποστηρίζουν κατά τρόπο πολύ γενικό ότι η συμπεριφορά την οποία προσάπτουν στην Επιτροπή στην υπόθεση T‑721/18 και στην υπόθεση T‑81/19 αντέβαινε στην αρχή της χρηστής διοικήσεως, χωρίς ουδόλως να τεκμηριώνουν την επιχειρηματολογία τους. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτό ότι η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι η απλή επίκληση της αρχής του δικαίου της Ένωσης της οποίας προβάλλεται η παραβίαση, χωρίς να παρατίθενται τα πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται ο εν λόγω ισχυρισμός, δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2018, Deza κατά Επιτροπής, T‑400/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:712, σκέψη 102).

150    Κατά τρίτον, σε σχέση με το επιχείρημα που αντλούν οι ενάγουσες από προσβολή του δικαιώματος στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο προβλέπει ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη και ότι πρέπει να είναι σεβαστή και να προστατεύεται, συνιστά κανόνα δικαίου της Ένωσης που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαΐου 2017, Σωτηροπούλου κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑531/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:297, σκέψεις 75 και 76). Πρέπει κατά συνέπεια να εξακριβωθεί αν τυχόν προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι, εν προκειμένω, ικανή να θεμελιώσει ευθύνη της Ένωσης.

151    Επισημαίνεται ότι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση οι ενάγουσες διευκρίνισαν ότι η Επιτροπή προσέβαλε την αξιοπρέπειά τους υποστηρίζοντας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και του Εφετείου Αθηνών ότι διέπραξαν απάτη εις βάρος της Επιτροπής και της Ένωσης.

152    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 126 και 127 ανωτέρω, η επιχειρηματολογία των εναγουσών στηρίζεται στην εσφαλμένη προκείμενη ότι η Επιτροπή τις παρουσίασε ως πρόσωπα έχοντα διαπράξει απάτες εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

153    Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι η δυνατότητα διεκδικήσεως εκ μέρους ενός προσώπου των δικαιωμάτων του διά της δικαστικής οδού και ο δικαστικός έλεγχος τον οποίο η δυνατότητα αυτή συνεπάγεται αποτελούν την έκφραση γενικής αρχής του δικαίου στην οποία στηρίζονται οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και η οποία έχει επίσης κατοχυρωθεί από τα άρθρα 6 και 13 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (αποφάσεις της 15ης Μαΐου 1986, Johnston, 222/84, EU:C:1986:206, σκέψεις 17 και 18, και της 17ης Ιουλίου 1998, ITT Promedia κατά Επιτροπής, T‑111/96, EU:T:1998:183, σκέψη 60), και από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, Rodriguez Prieto κατά Επιτροπής, T‑61/18, EU:T:2019:217, σκέψη 75).

154    Επισημαίνεται όμως ότι η επιχειρηματολογία των εναγουσών σημαίνει κατ’ αποτέλεσμα ότι η εκ μέρους της Επιτροπής προβολή, στο πλαίσιο της εκδικάσεως της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και των αποφάσεων της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63), οποιουδήποτε επιχειρήματος προς απόδειξη απατηλής συμπεριφοράς των εναγουσών θα συνεπαγόταν οπωσδήποτε προσβολή του δικαιώματός τους στην αξιοπρέπεια ικανή να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης στο μέτρο που το εν λόγω επιχείρημα απορρίφθηκε από τα ελληνικά δικαστήρια.

155    Επομένως, η επιχειρηματολογία των εναγουσών, αν γινόταν δεκτή, θα ισοδυναμούσε με περιορισμό του δικαιώματος της Επιτροπής να προβαίνει σε ενέργειες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προκειμένου να επισπεύσει, βάσει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ, αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου που της επιδικάζει απαίτηση, συμμορφούμενη προς τις υποχρεώσεις που υπέχει, από το μεν άρθρο 317 ΣΛΕΕ, να μεριμνά για τη χρηστή διαχείριση των πόρων της Ένωσης, από το δε άρθρο 325 ΣΛΕΕ, να καταπολεμά την απάτη και οιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

156    Πρέπει επομένως να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των εναγουσών που αντλείται από προσβολή του δικαιώματός τους στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

157    Κατά τέταρτον, σε σχέση με το επιχείρημα που προβάλλουν οι ενάγουσες στην υπόθεση T‑81/19 κατά το οποίο η Επιτροπή παραβίασε εν προκειμένω την αρχή της δικονομικής εντιμότητας, επισημαίνεται ότι οι ενάγουσες δεν προβάλλουν συναφώς παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες, όπερ αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης τις οποίες απαιτεί η υπομνησθείσα στη σκέψη 132 ανωτέρω νομολογία, αλλά παράβαση του άρθρου 116, παράγραφος 1, και του άρθρου 261 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καθώς και των διατάξεων του ελληνικού Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος. Επισημαίνεται επιπλέον ότι, για την περίπτωση που η αρχή της δικονομικής εντιμότητας μπορεί να θεωρηθεί αρχή κοινή στα δίκαια περισσοτέρων κρατών μελών, μια τέτοια αρχή δεν έχει μέχρι στιγμής κατοχυρωθεί στο δίκαιο της Ένωσης.

158    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, αφενός, κατά το άρθρο 299, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[η] αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας που ισχύει στο κράτος, στην επικράτεια του οποίου γίνεται» και, αφετέρου, κατά το άρθρο 299, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο έλεγχος της κανονικότητας των εκτελεστικών μέτρων ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων.

159    Υπογραμμίζεται συναφώς ότι η αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να ελέγχουν την κανονικότητα των εκτελεστικών μέτρων εκτείνεται όχι μόνο στις διαφορές που έχουν ως αντικείμενο την αναγκαστική εκτέλεση των πράξεων του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Επιτροπής ή της ΕΚΤ οι οποίες επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση εις βάρος προσώπων, πλην των κρατών, και είναι τίτλοι εκτελεστοί, αλλά και στις διαφορές που έχουν ως αντικείμενο την αναγκαστική εκτέλεση των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 280 ΣΛΕΕ και το άρθρο 60 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

160    Κατά συνέπεια, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι εναπέκειτο εν προκειμένω στο Εφετείο Αθηνών να βεβαιωθεί ότι η συμπεριφορά των εκπροσώπων της Επιτροπής στο πλαίσιο της εκδικάσεως της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης της διατάξεως της 31ης Μαΐου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (C‑450/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:477), και των αποφάσεων της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑59/11, EU:T:2014:679), και της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ισότης κατά Επιτροπής (T‑562/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:63), ήταν σύμφωνη με την αρχή της δικονομικής εντιμότητας και ιδίως με το άρθρο 116, παράγραφος 1, και με το άρθρο 261 του ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καθώς και με τις διατάξεις του ελληνικού Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος.

161    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα που προέβαλαν οι ενάγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά το οποίο εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει αν η Επιτροπή παραβίασε, ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, την αρχή της δικονομικής εντιμότητας, στο μέτρο που, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκδικάσει τις αγωγές αποζημίωσης λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που στρέφονται κατά της Ένωσης ή των υπαλλήλων της.

162    Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο είναι μεν αρμόδιο, σύμφωνα με το άρθρο 268 ΣΛΕΕ, επί των διαφορών αποζημιώσεως που προβλέπονται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο, «[σ]το πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».

163    Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί, στο πλαίσιο αγωγής που ασκείται βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, επί του ζητήματος της παράβασης από την Επιτροπή εθνικού δικονομικού κανόνα, στο πλαίσιο διαφοράς που έχει ως αντικείμενο την αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, χωρίς να θίγει τις προνομίες που ρητώς επιφυλάσσει στο εθνικό δικαστήριο το άρθρο 299 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ του δικαστή της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων που καθιερώνει η Συνθήκη ΛΕΕ.

164    Επομένως, το επιχείρημα των εναγουσών ότι η συμπεριφορά την οποία προσάπτουν εν προκειμένω στην Επιτροπή είναι παράνομη καθόσον συνιστά παραβίαση της αρχής της δικονομικής εντιμότητας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

165    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι οι ενάγουσες δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν ότι η συμπεριφορά την οποία προσάπτουν στην Επιτροπή στην υπόθεση T‑721/18 και στην υπόθεση T‑81/19 συνιστούσε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 132 ανωτέρω.

166    Υπό τις συνθήκες αυτές, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 108 ανωτέρω, το πρώτο και το δεύτερο αποζημιωτικό αίτημα που υποβάλλουν οι ενάγουσες σε καθεμία από τις υποθέσεις T‑721/18 και T‑81/19 πρέπει να απορριφθούν, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

167    Επομένως, οι αγωγές πρέπει να απορριφθούν ως εν μέρει απαράδεκτες και εν μέρει αβάσιμες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

168    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι ενάγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις αγωγές.

2)      Καταδικάζει τη Ζωή Αποστολοπούλου και την Αναστασία Αποστολοπούλου-Χρυσανθάκη στα δικαστικά έξοδα.

Costeira

Kancheva

Perišin

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Δεκεμβρίου 2021.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. van der Woude


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.