Language of document :

Προσφυγή της 9ης Δεκεμβρίου 2010 - Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

(Υπόθεση C-574/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: G. Wilms και C. Zadra)

Καθής: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η καθής δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, το άρθρο 9 και το άρθρο 20 σε συνδυασμό με τα άρθρα 23 έως 55 της οδηγίας 2004/18/EΚ1, καθόσον προέβη σε ανάθεση παροχής υπηρεσιών αρχιτέκτονα για την ανακαίνιση πολυχώρου χωρίς προηγουμένως να διεξαγάγει διαγωνισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο·

να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Αντικείμενο της ασκηθείσας προσφυγής είναι οι εξ επαχθούς αιτίας συναφθείσες συμβάσεις για την παροχή υπηρεσιών αρχιτέκτονα μεταξύ του Δήμου του Niedernhausen υπό την ιδιότητά του ως αναθέτουσας αρχής και γραφείου τεχνικών μελετών. Μολονότι οι εν λόγω υπηρεσίες αρχιτέκτονα αφορούν συνολικώς ένα και το αυτό σχέδιο έργου, ήτοι την ανακαίνιση ενός πολυχώρου, εντούτοις ανατέθηκαν στο ίδιο γραφείο τεχνικών μελετών χωριστά, ως υπηρεσίες τεχνικών μελετών για κάθε τμήμα της κτιριακής υποδομής, και χωρίς προηγούμενο διαγωνισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αντιστοίχως, η αξία των παροχών υπολογίστηκε χωριστά ανά σύμβαση.

Οι ως άνω συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αρχιτέκτονα είναι εξ επαχθούς αιτίας συναφθείσες συμβάσεις για την παροχή υπηρεσιών υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 2004/18/EΚ. Οι υπηρεσίες αρχιτέκτονα είναι "κύριες" υπηρεσίες κατά το παράρτημα II A, κατηγορία 12, της οδηγίας.

Η Επιτροπή φρονεί ότι οι επίμαχες υπηρεσίες τεχνικών μελετών αποτελούν αντικείμενο μιας ενιαίας συμφωνίας, για την κατάτμηση της οποίας σε χωριστές συμβάσεις δεν συντρέχουν προφανείς αντικειμενικοί λόγοι. Πρόκειται περί τμηματικών παροχών στο πλαίσιο της ανακαινίσεως του ίδιου κτιρίου η οποία σχεδιάστηκε, αποφασίστηκε και εκτελέστηκε ως σύνολο. Οι παροχές αυτές εξυπηρετούσαν τον ίδιο σκοπό και συνδέονταν στενά μεταξύ τους από απόψεως χώρου, οικονομικών μέσων και λειτουργίας. Επομένως, η αξία της συμβάσεως έπρεπε να υπολογιστεί με βάση τη συνολική αξία των υπηρεσιών αρχιτέκτονα οι οποίες παρασχέθηκαν στο πλαίσιο της ανακαινίσεως. Εάν αυτό συνέβαινε, η αξία της συμβάσεως θα υπερέβαινε το κατά το άρθρο 7, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/18/EΚ κατώτατο όριο και η σύμβαση παροχής υπηρεσιών αρχιτέκτονα θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο διαγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η ίδια η ανακαίνιση των εγκαταστάσεων του πολυχώρου συνιστά δημόσια σύμβαση έργου με ενιαίο αντικείμενο υπό την έννοια του ευρωπαϊκού δικαίου των δημοσίων συμβάσεων. Από το στοιχείο αυτό προκύπτει ισχυρή ένδειξη ότι και οι αντίστοιχες τεχνικές μελέτες πρέπει να λογισθούν ως αντικείμενο μιας και της αυτής συμφωνίας. Εφόσον οι υπηρεσίες αρχιτέκτονα συνδέονται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, με δημόσια σύμβαση έργου που έχει ενιαίο αντικείμενο και το περιεχόμενό τους καθορίζεται με βάση το μελετώμενο έργο κατασκευής, δεν συντρέχει βάσιμος λόγος προκειμένου να επιλεγεί άλλη μέθοδος υπολογισμού. Οι υπηρεσίες αρχιτέκτονα είναι τρόπον τινά παρεπόμενες σε σχέση με το έργο. Κατά την Επιτροπή, ο λόγος για τον οποίο ένα έργο κατασκευής με ενιαίο αντικείμενο προϋποθέτει αναγκαστικά ενιαία παροχή υπηρεσιών αρχιτέκτονα δεν είναι προφανής.

Κατά το Δικαστήριο, η ενιαία οικονομική και τεχνική λειτουργία των εξατομικευμένων τμημάτων μιας συμβάσεως αποτελεί ένδειξη ότι πρόκειται περί μιας και της αυτής συμφωνίας. Μολονότι το στηριζόμενο στην επιτελούμενη λειτουργία κριτήριο αναπτύχθηκε σε σχέση με τις δημόσιες συμβάσεις έργων, η Επιτροπή φρονεί ότι το κριτήριο αυτό ισχύει και επί δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών. Εν προκειμένω, το κριτήριο της τεχνικής και οικονομικής ενότητας των υπηρεσιών τεχνικών μελετών για τα επιμέρους τμήματα του κτιρίου πληρούται, δεδομένου ότι πρόκειται περί της ανακαινίσεως ενός και του αυτού οικοδομήματος.

Με τη σχεδόν κατά βούληση κατάτμηση των συμβάσεων θίγεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας. Με την κατάτμηση αυτή, συχνά η αξία της συμβάσεως συγκρατείται τεχνηέντως κάτω από τα όρια με συνέπεια να περιορίζεται το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Το Δικαστήριο κατά πάγια νομολογία υπογραμμίζει τη σημασία των οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και τον δίκαιο ανταγωνισμό σε επίπεδο Ένωσης. Ο αυθαίρετος και παράτυπος "διαμελισμός" δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών που έχουν ενιαίο αντικείμενο διακυβεύει την επίτευξη αυτών των σκοπών.

Ο τεχνητός κατακερματισμός της αξίας συμβάσεως με ενιαίο αντικείμενο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσιονομικής διαχειρίσεως οι οποίοι επιβάλλουν την κατάτμηση σε επιμέρους έργα. Μια ενιαία συμφωνία, η οποία εκτελείται σε περισσότερα στάδια για αμιγώς δημοσιονομικούς λόγους, δεν μπορεί για αυτόν και μόνο τον λόγο να λογίζεται ως πλειάδα εξατομικευμένων συμβάσεων, με συνέπεια να περιορίζεται το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, διότι αυτό δεν συνάδει προς τον σκοπό των ευρωπαϊκών οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων. Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας απαγορεύει μια τέτοια τεχνητή κατάτμηση συμφωνίας που έχει ενιαίο αντικείμενο.

Συνοψίζοντας, διαπιστώνεται πως οι επίμαχες συμβάσεις συγκροτούν μια ενιαία συμφωνία, η αξία της οποίας κατά τον χρόνο της αναθέσεως υπερέβαινε το καθοριζόμενο στην οδηγία κατώτατο όριο. Για τη σύναψη της συμβάσεως έπρεπε λοιπόν να προηγηθεί διαγωνισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να τηρηθούν οι προβλεπόμενες στην ως άνω οδηγία διαδικασίες. Αυτό δεν συνέβη και, ως εκ τούτου, η καθής παρέβη την οδηγία 2004/18/EΚ.

____________

1 - Οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004 L 134, σ. 114)