Language of document : ECLI:EU:T:2011:444

Υπόθεση T-257/07

Γαλλική Δημοκρατία

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υγειονομικός έλεγχος – Κανονισμός (ΕΚ) 999/2001 – Προστασία από τις μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες – Αιγοπρόβατα – Κανονισμός (ΕΚ) 746/2008 – Θέσπιση μέτρων εξαλείψεως λιγότερο δεσμευτικών σε σχέση με τα προηγουμένως προβλεφθέντα – Αρχή της προφυλάξεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εφαρμογή – Μέτρα προστασίας της ανθρώπινης υγείας – Εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως

(Άρθρα 3, στοιχείο ο΄, ΕΚ, 6 ΕΚ, 152 § 1 ΕΚ, 153 §§ 1 και 2 ΕΚ και 174 §§ 1 και 2 ΕΚ· κανονισμός 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 1)

2.      Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εφαρμογή – Επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων

(Άρθρο 152 § 1 ΕΚ· κανονισμός 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 2)

3.      Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εφαρμογή – Αξιολόγηση των κινδύνων – Προσδιορισμός του βαθμού επικινδυνότητας

(Άρθρο 152 § 1 ΕΚ)

4.      Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εφαρμογή – Συνεκτίμηση των απαιτήσεων σχετικά με τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον – Εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως

(Άρθρο 152 § 1 ΕΚ· κανονισμός 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 2)

5.      Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εξουσία εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης – Έκταση – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

6.      Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Αντικείμενο – Εκτίμηση της νομιμότητας – Κριτήρια

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

7.      Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως – Περιεχόμενο – Όρια – Τήρηση των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στις διοικητικές διαδικασίες

(Άρθρο 152 § 1 ΕΚ)

8.      Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών περί υγειονομικού ελέγχου – Μέτρα προστασίας σχετικά με τις μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες – Εντοπισμός των ζώων που παρουσιάζουν κίνδυνο κατά τη διενέργεια έρευνας

(Κανονισμός 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 13 § 1, στοιχεία β΄ και γ΄, 23 και 24 § 2)

1.      Η αρχή της προφυλάξεως αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, απορρέουσα από το άρθρο 3, στοιχείο ο΄, ΕΚ, το άρθρο 6 ΕΚ, το άρθρο 152, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 153, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ και το άρθρο 174, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ, επιβάλλουσα στις οικείες αρχές να λαμβάνουν, στο συγκεκριμένο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί βάσει της σχετικής νομοθεσίας, κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προλαμβάνουν δυνητικούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον, εξασφαλίζοντας την υπεροχή των απαιτήσεων που συνδέονται με την προστασία των συμφερόντων αυτών έναντι των οικονομικών συμφερόντων.

Εξάλλου, όπως ρητώς μνημονεύεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 178/2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων, στο πλαίσιο της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, βάσει της αρχής της προφυλάξεως μπορούν να ληφθούν τα αναγκαία προσωρινά μέτρα διαχειρίσεως του κινδύνου για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας, όταν, ύστερα από αξιολόγηση των διαθέσιμων πληροφοριών, εντοπίζεται πιθανότητα βλαβερών επιπτώσεων στην υγεία αλλά εξακολουθεί να υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα.

Έτσι, βάσει της αρχής της προφυλάξεως τα θεσμικά όργανα, οσάκις υφίσταται επιστημονική αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή την έκταση των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου, μπορούν να λαμβάνουν μέτρα προστασίας, χωρίς να οφείλουν να αναμένουν να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων ή να επέλθουν οι αρνητικές για την υγεία του ανθρώπου επιδράσεις.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας που καταλήγει στη θέσπιση από θεσμικό όργανο των κατάλληλων μέτρων προκειμένου να προλαμβάνονται δυνητικοί κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον δυνάμει της αρχής της προφυλάξεως, μπορούν να διακριθούν τρία διαδοχικά στάδια: πρώτον, ο εντοπισμός των ενδεχόμενων αρνητικών επιδράσεων που απορρέουν από συγκεκριμένο φαινόμενο, δεύτερον, η αξιολόγηση των κινδύνων για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον που σχετίζονται με το φαινόμενο αυτό, και τρίτον, εφόσον οι εντοπισθέντες δυνητικοί κίνδυνοι υπερβαίνουν το αποδεκτό για την κοινωνία όριο, η διαχείριση του κινδύνου με τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προστασίας.

(βλ. σκέψεις 66-69)

2.      Η αξιολόγηση των κινδύνων για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον συνίσταται, όσον αφορά το θεσμικό όργανο το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες αρνητικές επιδράσεις απορρέουσες από το φαινόμενο αυτό, στην επιστημονική εκτίμηση των εν λόγω κινδύνων και στη διαπίστωση αν υπερβαίνουν τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία. Έτσι, προκειμένου τα όργανα της Ένωσης να προβούν σε αξιολόγηση των κινδύνων, απαιτείται, αφενός, να έχουν στη διάθεσή τους επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων και, αφετέρου, να καθορίσουν τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία.

Ειδικότερα, η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων αποτελεί επιστημονική διαδικασία συνιστάμενη, κατά το δυνατόν, στον εντοπισμό του κινδύνου και στον χαρακτηρισμό του εν λόγω κινδύνου, στην αξιολόγηση της εκθέσεως στον κίνδυνο και τον χαρακτηρισμό του κινδύνου. Ως επιστημονική διεργασία, η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων πρέπει να ανατίθεται από το θεσμικό όργανο σε εμπειρογνώμονες.

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 178/2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων, η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων πρέπει να βασίζεται στα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία και να διεξάγεται με τρόπο ανεξάρτητο, αντικειμενικό και διαφανή. Συναφώς, η υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος συνεπάγεται ότι οι αποφάσεις τους λαμβάνονται κατόπιν πλήρους συνεκτιμήσεως των καλύτερων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων και στηρίζονται στα πλέον πρόσφατα αποτελέσματα της διεθνούς έρευνας.

Η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη να παρέχει στα θεσμικά όργανα πειστικές επιστημονικές αποδείξεις ως προς την ύπαρξη του κινδύνου και τη σοβαρότητα των δυνητικών αρνητικών επιδράσεων σε περίπτωση επελεύσεως αυτού του κινδύνου. Συγκεκριμένα, το πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της προφυλάξεως εξ ορισμού ανταποκρίνεται σε πλαίσιο επιστημονικής αβεβαιότητας. Πάντως, ένα προληπτικό μέτρο δεν μπορεί να αιτιολογείται λυσιτελώς με μια καθαρά υποθετική προσέγγιση του κινδύνου, στηριζόμενη σε απλές υποθέσεις που δεν έχουν ακόμη επιστημονικώς ελεγχθεί.

Περαιτέρω, η λήψη προληπτικού μέτρου ή, αντιθέτως, η απόσυρσή του ή η ελάφρυνσή του, δεν μπορεί να εξαρτάται από την απόδειξη της παντελούς ελλείψεως κινδύνου, διότι τέτοιου είδους απόδειξη είναι, εν γένει, αδύνατο να προκύψει από επιστημονικής απόψεως καθόσον στην πράξη δεν υπάρχει επίπεδο μηδενικού κινδύνου. Συνεπώς, προληπτικό μέτρο μπορεί να λαμβάνεται μόνον αν ο κίνδυνος, χωρίς η ύπαρξη και η έκτασή του να έχουν αποδειχτεί «πλήρως» με πειστικά επιστημονικά δεδομένα, στηρίζεται πάντως σε διαθέσιμα κατά τον χρόνο λήψεως του συγκεκριμένου μέτρου επιστημονικά δεδομένα. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια του «κινδύνου» ανταποκρίνεται, επομένως, στη λειτουργία της πιθανότητας αρνητικών επιδράσεων για το αγαθό που προστατεύει η έννομη τάξη, λόγω αποδοχής ορισμένων μέτρων ή πρακτικών.

Τέλος, επισημαίνεται ότι η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων μπορεί να αποδειχθεί όλως αδύνατη λόγω ανεπάρκειας διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων. Τούτο, όμως, δεν μπορεί να εμποδίσει την αρμόδια δημόσια αρχή να λάβει προληπτικά μέτρα κατ’ εφαρμογή της αρχής της προφυλάξεως. Σημαντικό είναι, στην περίπτωση αυτή, οι επιστημονικοί εμπειρογνώμονες να προβούν σε επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων παρά την υφιστάμενη επιστημονική αβεβαιότητα ώστε η αρμόδια δημόσια αρχή να διαθέτει επαρκώς αξιόπιστα και σοβαρά πληροφοριακά στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να κατανοήσει όλη την έκταση του επιστημονικού ζητήματος που τίθεται και να καθορίσει την πολιτική της έχοντας επίγνωση της καταστάσεως.

Συνεπώς, η αναγκαιότητα ή μη ορισμένων εκτιμήσεων εκ μέρους επιστημόνων που συμμετέχουν στην επιστημονική αξιολόγηση των οφειλομένων στη θέσπιση διατάξεων που καθιστούν ηπιότερα προσωρινά μέτρα ληφθέντα δυνάμει της αρχής της προφυλάξεως κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου, εκτιμάται μεταξύ άλλων ανάλογα με τα διαθέσιμα στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 70-71, 73-77, 178-179)

3.      Στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των κινδύνων, ο προσδιορισμός του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται μη αποδεκτός για την κοινωνία ισοδυναμεί για τα επιφορτισμένα με την επιλογή πολιτικής όργανα με τον προσδιορισμό, τηρώντας τους εφαρμοστέους κανόνες, του βαθμού προστασίας που είναι ενδεδειγμένος για την εν λόγω κοινωνία. Στα όργανα αυτά εναπόκειται ο καθορισμός του μη αποδεκτού πλέον για τη συγκεκριμένη κοινωνία ορίου πιθανών αρνητικών επιδράσεων στη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον και τη σοβαρότητα αυτών των δυνητικών επιδράσεων, όριο η υπέρβαση του οποίου επιβάλλει τη λήψη προληπτικών μέτρων προς το συμφέρον της προστασίας της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος, παρά την υφιστάμενη επιστημονική αβεβαιότητα.

Κατά τον προσδιορισμό του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται μη αποδεκτός για την κοινωνία, τα θεσμικά όργανα φέρουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος. Αυτό το υψηλό επίπεδο προστασίας, για να συνάδει προς τη διάταξη αυτή, δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι το υψηλότερο δυνατό από τεχνική άποψη. Εξάλλου, τα όργανα αυτά δεν μπορούν να υιοθετούν μια καθαρά υποθετική προσέγγιση του κινδύνου και να κατευθύνουν τις αποφάσεις τους προς ένα επίπεδο «μηδενικού κινδύνου».

Ο προσδιορισμός του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται μη αποδεκτός για την κοινωνία εξαρτάται από την εκτίμηση της αρμόδιας δημόσιας αρχής σχετικά με τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε περιπτώσεως. Συναφώς, η δημόσια αυτή αρχή μπορεί να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τη σοβαρότητα του αντίκτυπου της επελεύσεως αυτού του κινδύνου για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της εκτάσεως των δυνητικών αρνητικών επιδράσεων, της εμμονής, της αντιστρεψιμότητας ή του πιθανώς καθυστερημένου αποτελέσματος αυτών των ζημιών, καθώς και της περισσότερο ή λιγότερο συγκεκριμένης αντιλήψεως του κινδύνου σε σχέση με τις διαθέσιμες επιστημονικές γνώσεις.

(βλ. σκέψεις 78-80)

4.      Στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της προφυλάξεως. η διαχείριση του κινδύνου αναφέρεται στο σύνολο των ενεργειών που αναλαμβάνει το όργανο το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει έναν κίνδυνο προκειμένου να τον επαναφέρει στον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωσή του να διασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας και του περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, οσάκις ο κίνδυνος αυτός υπερβαίνει τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία, το θεσμικό όργανο οφείλει, σύμφωνα με την αρχή της προφυλάξεως, να λαμβάνει τα αναγκαία προληπτικά μέτρα διαχειρίσεως του κινδύνου ώστε να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 178/2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων, τα εν λόγω προληπτικά μέτρα πρέπει να είναι ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, να μην εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, να ενισχύουν τη διαφάνεια και να παρουσιάζουν συνοχή σε σχέση με παρεμφερή μέτρα που έχουν ήδη θεσπιστεί.

Τέλος, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή να επανεξετάσει τα εν λόγω προληπτικά μέτρα εντός ευλόγου προθεσμίας. Συγκεκριμένα, αν νέα στοιχεία τροποποιούν την αντίληψη ενός κινδύνου ή δείχνουν ότι ο κίνδυνος αυτός μπορεί να περιοριστεί με λιγότερο καταναγκαστικά μέτρα από τα υφιστάμενα, στα θεσμικά όργανα, και ιδίως στην Επιτροπή που έχει την εξουσία να λαμβάνει πρωτοβουλίες, απόκειται να μεριμνούν για την προσαρμογή της κανονιστικής ρυθμίσεως στα νέα δεδομένα. Σε κάθε περίπτωση, η ελάφρυνση των προγενεστέρως ληφθέντων προληπτικών μέτρων πρέπει να δικαιολογείται από νέα δεδομένα τα οποία τροποποιούν την αντίληψη του οικείου κινδύνου.

Αυτά τα νέα δεδομένα, όπως νέες γνώσεις ή νέες επιστημονικές ανακαλύψεις, όταν δικαιολογούν την ελάφρυνση ενός προληπτικού μέτρου, τροποποιούν το συγκεκριμένο περιεχόμενο της υποχρεώσεως των δημόσιων αρχών για διαρκή διατήρηση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου. Συγκεκριμένα, τα νέα αυτά δεδομένα μπορούν να τροποποιήσουν την αντίληψη του κινδύνου καθώς και τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός από την κοινωνία. Ο νόμιμος χαρακτήρας της λήψεως ενός λιγότερο δεσμευτικού προληπτικού μέτρου δεν εκτιμάται βάσει του κρινόμενου ως αποδεκτού βαθμού επικινδυνότητας που λαμβάνεται υπόψη για τη λήψη των αρχικών προληπτικών μέτρων. Συγκεκριμένα, η λήψη των αρχικών προληπτικών μέτρων ώστε να επανέλθει ο κίνδυνος στον εκτιμώμενο αποδεκτό βαθμό γίνεται σε συνάρτηση με την αξιολόγηση των κινδύνων και δη με τον προσδιορισμό του βαθμού επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία. Εφόσον νέα δεδομένα τροποποιούν αυτή την αξιολόγηση των κινδύνων, ο νόμιμος χαρακτήρας της λήψεως των λιγότερο δεσμευτικών προληπτικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται λαμβάνοντας υπόψη τα νέα αυτά δεδομένα και όχι τα δεδομένα που είχαν χρησιμοποιηθεί κατά την αξιολόγηση των κινδύνων όταν λήφθηκαν τα αρχικά προληπτικά μέτρα. Μόνον οσάκις αυτός ο νέος βαθμός επικινδυνότητας υπερβαίνει το όριο που έχει κριθεί αποδεκτό για την κοινωνία πρέπει να διαπιστώνεται από τον δικαστή παραβίαση της αρχής της προφυλάξεως.

(βλ. σκέψεις 81-83, 212-213)

5.      Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης έχουν, στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον ορισμό των επιδιωκόμενων σκοπών και την επιλογή των κατάλληλων μέσων δράσεως. Επιπλέον, στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των κινδύνων, πρέπει να προβαίνουν σε περίπλοκες εκτιμήσεις προκειμένου να εκτιμήσουν, βάσει των τεχνικών και επιστημονικών στοιχείων που τους παρέχουν οι εμπειρογνώμονες στο πλαίσιο της επιστημονικής αξιολογήσεως των κινδύνων, αν οι κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον υπερβαίνουν τον βαθμό επικινδυνότητας που κρίνεται αποδεκτός για την κοινωνία.

Η εν λόγω ευρεία διακριτική ευχέρεια και οι περίπλοκες εκτιμήσεις συνεπάγονται περιορισμένο έλεγχο εκ μέρους του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, η διακριτική ευχέρεια και οι εκτιμήσεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα ότι ο επί της ουσίας έλεγχος του δικαστή περιορίζεται στην εξέταση του αν κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους τα θεσμικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν τα όργανα αυτά υπερέβησαν προδήλως τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας.

Όσον αφορά την εξέταση από τον δικαστή της Ένωσης του ζητήματος αν πράξη θεσμικού οργάνου πάσχει από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το όργανο αυτό κατά την εκτίμηση περίπλοκων πραγματικών περιστατικών υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη δυνάμενη να δικαιολογήσει την ακύρωση της εν λόγω πράξεως, πρέπει τα προσκομισθέντα από τον προσφεύγοντα αποδεικτικά στοιχεία να είναι ικανά να ανατρέψουν τις σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά εκτιμήσεις που έχουν γίνει στην εν λόγω πράξη. Πλην του ως άνω ελέγχου της αξιοπιστίας, το Γενικό Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να υποκαταστήσει την εκ μέρους του εκδότη της αποφάσεως εκτίμηση των οικείων πολύπλοκων οικονομικών δεδομένων με τη δική του.

Πάντως, ο περιορισμός του ελέγχου του δικαστή της Ένωσης δεν αναιρεί την υποχρέωσή του να ελέγχει την ακρίβεια των επικαλούμενων αποδεικτικών στοιχείων, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, καθώς και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα.

Επιπλέον, στις περιπτώσεις εκείνες όπου τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο έλεγχος της τηρήσεως ορισμένων εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στις διοικητικές διαδικασίες ενέχει θεμελιώδη σημασία. Στις ως άνω εγγυήσεις συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα συναφή στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως και να αιτιολογεί επαρκώς την απόφασή του.

Επομένως, η κατά το δυνατόν εξαντλητική επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων βάσει επιστημονικών γνωμών που βασίζονται στις αρχές της γνώσεως των πραγμάτων, της διαφάνειας και της ανεξαρτησίας συνιστά σημαντική διαδικαστική εγγύηση για τη διασφάλιση της επιστημονικής αντικειμενικότητας των μέτρων και προς αποφυγή λήψεως αυθαίρετων μέτρων.

(βλ. σκέψεις 84-89, 214)

6.      Η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να κρίνεται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως. Κατά συνέπεια, αποκλείεται να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της πράξεως αυτής, στοιχεία μεταγενέστερα από την ημερομηνία εκδόσεως της κοινοτικής πράξεως.

(βλ. σκέψη 172)

7.      Τα θεσμικά όργανα έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή των κατάλληλων μέσων δράσεως στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής. Εξάλλου, καθόσον τα όργανα αυτά έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου, έχουν επίσης ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή των κατάλληλων μέσων δράσεως προς τον σκοπό της τηρήσεως της υποχρεώσεως αυτής. Αυτή η ευρεία διακριτική ευχέρεια των θεσμικών οργάνων συνεπάγεται ότι ο έλεγχος της τηρήσεως των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στις διοικητικές διαδικασίες ενέχει θεμελιώδη σημασία.

Μία εξ αυτών των εγγυήσεων συνίσταται στην υποχρέωση των αρχών, όταν εκδίδουν προσωρινά μέτρα δυνάμει της αρχής της προφυλάξεως προκειμένου να διασφαλίσουν υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου, να έχουν στη διάθεσή τους όλα τα συναφή στοιχεία. Είναι εξίσου σημαντικό να έχουν στη διάθεσή τους επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων στηριζόμενη στις αρχές της εμπειρογνωμοσύνης, της διαφάνειας και της ανεξαρτησίας. Η απαίτηση αυτή αποτελεί σημαίνουσα εγγύηση για τη διασφάλιση της επιστημονικής αντικειμενικότητας των μέτρων και την αποφυγή της λήψεως αυθαίρετων μέτρων.

Μία ακόμη εξ αυτών των εγγυήσεων συνίσταται στην υποχρέωση των αρχών, όταν θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες καθιστούν ηπιότερα προσωρινά μέτρα ληφθέντα δυνάμει της αρχής της προφυλάξεως προκειμένου να διασφαλίσουν υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου, να έχουν στη διάθεσή τους επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου που προκαλεί η θέσπιση των διατάξεων αυτών. Μία τέτοια επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, πλήρη αξιολόγηση από επιστημονικούς εμπειρογνώμονες της πιθανότητας εκθέσεως του ανθρώπου στις επιβλαβείς για την υγεία του συνέπειες των μέτρων. Κατά συνέπεια, περιλαμβάνει κατ’ αρχήν ποσοτική εκτίμηση των οικείων κινδύνων.

(βλ. σκέψεις 174-177)

8.      Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 999/2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών, διενεργείται έρευνα για τον εντοπισμό όλων των ζώων που παρουσιάζουν κίνδυνο σύμφωνα με το παράρτημα VII, σημείο 1. Επίσης, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού, όλα τα ζώα και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που παρουσιάζουν κινδύνους, όπως περιγράφονται στο Παράρτημα VII, σημείο 2 του κανονισμού αυτού και εντοπίζονται με την έρευνα που αναφέρεται στο στοιχείο β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 13, θανατώνονται και διατίθενται σύμφωνα με τον κανονισμό 1774/2002. Έτσι, κατά τη διάταξη αυτή, τα ζώα τα οποία πρέπει να θανατώνονται και να καταστρέφονται είναι εκείνα τα οποία εντοπίζονται από την έρευνα που διενεργείται σύμφωνα με το σημείο 1 του παραρτήματος VII του κανονισμού 999/2001 και τα οποία, περαιτέρω, πληρούν τα κριτήρια του σημείου 2 του εν λόγω παραρτήματος.

Κατά το άρθρο 23 του κανονισμού 999/2001, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιεί τα παραρτήματα του κανονισμού αυτού, κατά τη διαδικασία επιτροπολογίας του άρθρου 24, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, κατόπιν διαβουλεύσεως με την αρμόδια επιστημονική επιτροπή για κάθε θέμα δυνάμενο να έχει επιπτώσεις στην δημόσια υγεία. Έτσι, ο νομοθέτης ανέθεσε στην Επιτροπή την εξουσία να τροποποιεί τα παραρτήματα του κανονισμού 999/2001.

Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και το άρθρο 23 του κανονισμού 999/2001, αναγνωρίζεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να περιορίζει, με κανονισμό ο οποίος εκδίδεται κατ’ εφαρμογή της κατά το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 999/2001 διαδικασίας επιτροπολογίας, τα εντοπιζόμενα κατόπιν έρευνας ζώα τα οποία πρέπει να θανατωθούν και να καταστραφούν. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 999/2001 προσδιορίζει τα ζώα που πρέπει να θανατωθούν και να καταστραφούν παραπέμποντας στα κριτήρια του σημείου 2 του παραρτήματος VII, η Επιτροπή έχει, δυνάμει του άρθρου 23 του κανονισμού αυτού, την εξουσία να θεσπίσει διατάξεις με τις οποίες περιορίζονται τα προς θανάτωση και καταστροφή ζώα τα οποία έχουν εντοπισθεί κατόπιν της προαναφερθείσας έρευνας.

(βλ. σκέψεις 206-208)