Language of document : ECLI:EU:T:2007:300

Υπόθεση T-257/07 R

Γαλλική Δημοκρατία

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ασφαλιστικά μέτρα – Υγειονομικός έλεγχος – Κανονισμός (ΕΚ) 999/2001 – Εξάλειψη ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών – Κανονισμός (ΕΚ) 727/2007 – Αίτηση αναστολής εκτέλεσης – Fumus boni juris – Επείγον – Στάθμιση συμφερόντων»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Εφαρμογή – Μέτρα προστασίας της ανθρώπινης υγείας

(Άρθρο 174 ΕΚ)

2.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Fumus boni juris

(Άρθρο 242 ΕΚ· κανονισμός 999/2001 της Επιτροπής)

3.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Fumus boni juris

(Άρθρο 242 ΕΚ· κανονισμός 999/2001 της Επιτροπής)

4.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Επείγον – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη

(Άρθρο 242 ΕΚ· κανονισμός 999/2001 της Επιτροπής)

5.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Στάθμιση του συνόλου των εμπλεκομένων συμφερόντων

(Άρθρο 242 ΕΚ)

1.      Η αρχή της προφύλαξης αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΕΚ, μία εκ των αρχών στις οποίες στηρίζεται η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα του περιβάλλοντος, τμήμα της οποίας αποτελεί και η πολιτική προστασίας της ανθρώπινης υγείας, ενώ η αρχή αυτή εφαρμόζεται επίσης όταν τα κοινοτικά όργανα θεσπίζουν, στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, μέτρα προστασίας της ανθρώπινης υγείας.

Δυνάμει της αρχής αυτής, οσάκις υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή ή τη σημασία των κινδύνων για την υγεία των ατόμων, τα κοινοτικά όργανα μπορούν να λαμβάνουν μέτρα προστασίας χωρίς να οφείλουν να αναμένουν να αποδειχθεί πλήρως το υπαρκτό και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων. Αντιθέτως, αν νέα στοιχεία τροποποιούν την αντίληψη ενός κινδύνου ή δείχνουν ότι ο κίνδυνος αυτός μπορεί να περιοριστεί με λιγότερο δεσμευτικά μέτρα από αυτά που υφίστανται, στα θεσμικά όργανα, και ιδίως στην Επιτροπή που έχει την εξουσία να λαμβάνει πρωτοβουλίες, απόκειται να μεριμνούν για την προσαρμογή της κανονιστικής ρυθμίσεως στα νέα δεδομένα. Έτσι, τα κοινοτικά όργανα μπορούν στην πράξη να θεσπίζουν λιγότερο δεσμευτικά μέτρα από αυτά που υφίστανται, οσάκις τα μέτρα αυτά μπορούν να περιορίσουν τον κίνδυνο την αντίληψη του οποίου έχουν τροποποιήσει νέα στοιχεία.

Ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στον τομέα αυτό που συνεπάγεται εκ μέρους του επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσης και εντός του οποίου καλείται να προβεί σε πολύπλοκες εκτιμήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή σχετικά με την ουσία πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του αν η άσκηση της εξουσίας αυτής πάσχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν ο νομοθέτης υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 60-61, 66-67)

2.      Προκειμένου να προσδιορισθεί εάν ο σχετικός με το fumus boni juris όρος πληρούται στις περιπτώσεις που η Επιτροπή επικαλείται, προς στήριξη της προσφυγής της κύριας δίκης, παραβίαση της αρχής της προφύλαξης οφειλόμενη σε πλάνη κατά την εκτίμηση του κινδύνου, λόγω της έκδοσης του κανονισμού 727/2007, για την τροποποίηση των παραρτημάτων I, III, VII και X του κανονισμού 999/2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ), ο οποίος επιφέρει έναν περιορισμό της αυστηρότητας των μέτρων υγειονομικού ελέγχου που εφαρμόζονται στα κοπάδια αιγοπροβάτων στα οποία ανιχνεύεται κρούσμα ΜΣΕ, πρέπει να πραγματοποιηθεί μια prima facie εξέταση του βασίμου του νομικού αυτού ισχυρισμού και επομένως να εξακριβωθεί εάν τα επιχειρήματα ως προς την επικαλούμενη παραβίαση έχουν τέτοια σπουδαιότητα ώστε δεν θα μπορούσαν να απορριφθούν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

Στο μέτρο που ένας «μηδενικός κίνδυνος» δεν θα μπορούσε πραγματικά να υφίσταται, η αρχή της προφύλαξης μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε καταστάσεις κινδύνου, ιδίως για την υγεία του ανθρώπου, οι οποίες, χωρίς να στηρίζονται σε απλές υποθέσεις που δεν έχουν ελεγχθεί επιστημονικά, δεν έχουν πλήρως αποδειχθεί. Εκτός αυτού, στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της προφύλαξης, το οποίο εξ ορισμού ανταποκρίνεται σε πλαίσιο επιστημονικής αβεβαιότητας, δεν μπορεί να προσδοκάται ότι από την αξιολόγηση των κινδύνων θα ανακύψουν οπωσδήποτε για τα κοινοτικά όργανα πειστικές επιστημονικές αποδείξεις ως προς το υποστατό και τη σοβαρότητα των δυνατών αρνητικών επιδράσεων σε περίπτωση επελεύσεως αυτού του κινδύνου.

Οσάκις μπορεί να θεωρηθεί, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, ότι εξακολουθεί να υπάρχει πραγματική επιστημονική αβεβαιότητα, αφενός μεν, σχετικά με την πιθανότητα να είναι μεταδοτικοί στον άνθρωπο και άλλοι παράγοντες υπεύθυνοι για ΜΣΕ, εκτός από αυτόν που ενοχοποιείται για τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (ΣΕΒ), αφετέρου δε, σχετικά με την αξιοπιστία των δοκιμών διάκρισης, ο ισχυρισμός ότι η πρόοδος των επιστημονικών γνώσεων σχετικά με τις ΜΣΕ στα μικρά μηρυκαστικά δεν είναι σε θέση να μεταβάλει την αντίληψη του κινδύνου που αντιπροσωπεύουν αυτές οι νόσοι για τη δημόσια υγεία δεν στερείται παντελούς βάσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτίαση που θεμελιώνεται σε παραβίαση της αρχής της προφύλαξης λόγω εσφαλμένης αξιολόγησης του κινδύνου από την Επιτροπή δικαιολογεί μια ενδελεχή έρευνα που εναπόκειται αποκλειστικά στον δικαστή της ουσίας.

(βλ. σκέψεις 59, 65, 79, 85-86)

3.      Με την επιστημονική αξιολόγηση του κινδύνου η αρμόδια αρχή πρέπει να είναι σε θέση, στο πλαίσιο της διαχείρισης του κινδύνου, να καθορίσει ποια μέτρα θεωρεί κατάλληλα και αναγκαία για να αποφευχθεί η επέλευση του κινδύνου. Η κατά εύστοχο τρόπο εκτίμηση του κινδύνου είναι επομένως αποφασιστική για την εκτίμηση της διαχείρισης του εν λόγω κινδύνου.

Με την έκδοση του κανονισμού 7827/2007, για την τροποποίηση των παραρτημάτων I, III, VII και X του κανονισμού 999/2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ), η Επιτροπή περιόρισε την αυστηρότητα των μέτρων υγειονομικού ελέγχου που εφαρμόζονται στα κοπάδια αιγοπροβάτων στα οποία ανιχνεύεται κρούσμα ΜΣΕ μέσω μιας πρώτης ταχείας δοκιμής.

Μπορεί να θεωρηθεί, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, ότι οι γνώμες των σχετικών με τον οικείο κλάδο επιστημονικών αρχών εκφράζουν πραγματική επιστημονική αβεβαιότητα σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες οι ΜΣΕ, εκτός από τη ΣΕΒ, θα μπορούσαν να μεταδοθούν στον άνθρωπο και ότι, στο παρόν στάδιο των επιστημονικών γνώσεων, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η κατανάλωση κρεάτων και προϊόντων που προέρχονται από ζώα τα οποία έχουν προσβληθεί από ΜΣΕ, εκτός από τη ΣΕΒ, παρουσιάζει κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία. Εκτός αυτού, οι γνώμες αυτές φαίνεται να εκφράζουν πραγματική επιστημονική αβεβαιότητα όσον αφορά την αξιοπιστία των δοκιμών διάκρισης που σκοπούν στο να αποκλείσουν την ύπαρξη κρούσματος ΣΕΒ, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι θα μπορούσαν να διατεθούν στην αγορά κρέατα και προϊόντα προερχόμενα από ζώα φορείς μη ανιχνευθέντων στελεχών της ΣΕΒ.

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν παρέχουν τη δυνατότητα περιορισμού του κινδύνου που παρουσιάζουν οι ΜΣΕ για την ανθρώπινη υγεία και ενδέχεται μάλιστα να τον επιτείνουν δεν φαίνεται, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, να είναι αλυσιτελής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτίαση που αντλείται από παραβίαση της αρχής της προφύλαξης λόγω εσφαλμένης διαχείρισης του κινδύνου από την Επιτροπή δικαιολογεί μια ενδελεχή έρευνα που εναπόκειται αποκλειστικά στον δικαστή της ουσίας.

(βλ. σκέψεις 88-89, 107-108, 116)

4.      Ο σκοπός της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων είναι να διασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της μελλοντικής οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να αποφεύγονται τα κενά στη δικαστική προστασία που διασφαλίζει ο κοινοτικός δικαστής. Για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός, το επείγον της αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ανάγκη που υφίσταται για την έκδοση προσωρινής απόφασης προκειμένου να αποφευχθεί η επέλευση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας στον διάδικο που ζητεί το προσωρινό μέτρο.

Οσάκις οι αρχές κράτους μέλους, που είναι επιφορτισμένες με την προάσπιση του συνδεόμενου με την προστασία της δημόσιας υγείας γενικού συμφέροντος, ζητούν την αναστολή εκτελέσεως των διατάξεων του κανονισμού 727/2007, για την τροποποίηση των παραρτημάτων I, III, VII και X του κανονισμού 999/2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ), οι οποίες επιφέρουν έναν περιορισμό της αυστηρότητας των μέτρων υγειονομικού ελέγχου που εφαρμόζονται στα κοπάδια αιγοπροβάτων στα οποία ανιχνεύεται κρούσμα ΜΣΕ, λόγω του κινδύνου που προκύπτει για την ανθρώπινη υγεία από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, πρέπει να ληφθεί υπόψη, στο πλαίσιο της εκτίμησης του επείγοντος, το γεγονός ότι οι πραγματικοί και νομικοί ισχυρισμοί που προβάλλει το εν λόγω κράτος μέλος προς στήριξη του fumus boni juris φαίνονται σοβαροί βάσει των στοιχείων που διαθέτει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων και ότι από τους ισχυρισμούς αυτούς προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι είναι πιθανό να έχουν διατεθεί προς κατανάλωση από τον άνθρωπο κρέατα ή προϊόντα προερχόμενα από ζώα που έχουν προσβληθεί από κάποια ΜΣΕ.

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η προϋπόθεση του επείγοντος ικανοποιείται.

(βλ. σκέψεις 122, 127-128, 133)

5.      Οσάκις ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει σε στάθμιση των διακυβευόμενων συμφερόντων, στο πλαίσιο αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, εναπόκειται σε αυτόν να καθορίσει εάν, σε περίπτωση ακυρώσεως της επίδικης πράξης από τον δικαστή της ουσίας, θα είναι δυνατή η ανατροπή της καταστάσεως που θα έχει δημιουργηθεί από την άμεση εκτέλεση της αποφάσεως αυτής και, αντιστρόφως, αν η αναστολή εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως μπορεί να παρεμποδίσει την παραγωγή όλων των αποτελεσμάτων της σε περίπτωση που απορριφθεί η κύρια προσφυγή.

Συναφώς, κατ’ αρχήν, οι επιταγές που συνδέονται με την προστασία της δημόσιας υγείας πρέπει αναμφισβήτητα να αναγνωρισθούν ως υπέρτερες σε σχέση με τις οικονομικές θεωρήσεις. Επομένως, όταν γίνεται επίκληση σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια υγεία, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, παρά τη ρητή εξουσία του όσον αφορά τη στάθμιση των συμφερόντων, θα κλίνει σχεδόν αναπόφευκτα υπέρ της προστασίας της δημόσιας υγείας.

(βλ. σκέψεις 140-141)