Language of document : ECLI:EU:C:2019:468

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 6ης Ιουνίου 2019 (1)

Υπόθεση C-233/18

Zubair Haqbin

κατά

Federaal Agentschap voor de opvang van asielzoekers

[αίτηση του arbeidshof te Brussel
(δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών των Βρυξελλών, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Πολιτική ασύλου – Οδηγία 2013/33/ΕΕ – Απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία – Άρθρο 20 – Περιορισμός ή ανάκληση του ευεργετήματος των υλικών συνθηκών υποδοχής – Κυρώσεις εφαρμοστέες σε περίπτωση σοβαρής παραβάσεως του κανονισμού του κέντρου φιλοξενίας ή σε περίπτωση επιδείξεως ιδιαίτερα βίαιης συμπεριφοράς – Βίαιες πράξεις τελεσθείσες από ασυνόδευτο ανήλικο – Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα προσωρινό αποκλεισμό από το ευεργέτημα της υλικής συνδρομής – Συμβατότητα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»






I.      Εισαγωγή

1.        Με τα προδικαστικά ερωτήματά του το arbeidshof te Brussel (δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών των Βρυξελλών, Βέλγιο) ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει την έννοια των διατάξεων που περιέχονται στο άρθρο 20, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33/ΕΕ (2), προκειμένου να καθοριστεί αν και, εν ανάγκη, υπό ποιες προϋποθέσεις κράτος μέλος μπορεί να αποκλείσει από το ευεργέτημα των υλικών συνθηκών υποδοχής ασυνόδευτο ανήλικο λόγω του ότι αυτός διέπραξε σοβαρή παράβαση του κανονισμού του κέντρου φιλοξενίας ή επέδειξε ιδιαίτερα βίαιη συμπεριφορά.

2.        Η παρούσα προδικαστική παραπομπή εντάσσεται στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Z. Haqbin, ασυνόδευτου ανηλίκου αφγανικής ιθαγένειας, και της Federaal agentschap voor de opvang van asielzoekers (ομοσπονδιακής υπηρεσίας για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο, Βέλγιο) (3). Λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των βίαιων πράξεων του Z. Haqbin, η Fedasil επέβαλε σε αυτόν κύρωση, αφαιρώντας του προσωρινά το ευεργέτημα των υλικών συνθηκών υποδοχής. Η κύρωση αυτή είχε ως συνέπεια τον αποκλεισμό όχι μόνον από τη δομή υποδοχής, αλλά και από το σύνολο των συνδεδεμένων με αυτήν υπηρεσιών.

3.        Στην ίδια γραμμή με τις αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Cimade και GISTI (4), καθώς και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Saciri κ.λπ. (5), το Δικαστήριο καλείται να καθορίσει τους όρους αναδοχής, από το κράτος μέλος υποδοχής, αιτούντος διεθνή προστασία (6) όταν αυτός είναι ασυνόδευτος ανήλικος του οποίου η συμπεριφορά έθεσε σε κίνδυνο το προσωπικό και τους άλλους τροφίμους της δομής υποδοχής.

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

4.        Κατά το άρθρο της 1, σκοπός της οδηγίας 2013/33 είναι η θέσπιση προτύπων για την υποδοχή των αιτούντων στα κράτη μέλη.

5.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 9, 14, 25 και 35 της εν λόγω οδηγίας έχουν ως εξής:

«(9)      Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώκουν την επίτευξη πλήρους συμμόρφωσης με τις αρχές του μείζονος συμφέροντος του παιδιού και της ενότητας της οικογένειας, σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [(7)], τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού του 1989 [(8)] και τη […] Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών [(9)] αντίστοιχα.

[…]

(14)      Η υποδοχή προσώπων με ειδικές ανάγκες υποδοχής θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα των εθνικών αρχών, ώστε να διασφαλίζεται ότι η υποδοχή τους έχει σχεδιασθεί ειδικά με σκοπό την κάλυψη των ειδικών αναγκών υποδοχής.

[…]

(25)      Θα πρέπει να περισταλεί η δυνατότητα κατάχρησης του συστήματος υποδοχής με τον καθορισμό των περιστάσεων κατά τις οποίες οι υλικές συνθήκες υποδοχής των αιτούντων ενδέχεται να περιοριστούν ή να ανακληθούν, διασφαλίζοντας παράλληλα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για όλους τους αιτούντες.

[…]

(35)      Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και συνάδει με τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως στον [Χάρτη]. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία αποβλέπει στη διασφάλιση του πλήρους σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στην προώθηση της εφαρμογής των άρθρων 1, 4, 6, 7, 18, 21, 24 και 47 του [Χάρτη] και πρέπει να εφαρμοσθεί αναλόγως.»

6.        Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

[…]

δ)      “ανήλικος”: υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ηλικίας κάτω των 18 ετών·

ε)      “ασυνόδευτος ανήλικος”: ανήλικος που φτάνει στο έδαφος των κρατών μελών χωρίς να συνοδεύεται από ενήλικο υπεύθυνο για αυτόν σύμφωνα με τον νόμο ή την πρακτική του οικείου κράτους μέλους και εφόσον κανένας ενήλικος δεν ασκεί στην πράξη την επιμέλειά του. Ο ορισμός καλύπτει και τον ανήλικο που παύει να συνοδεύεται μετά την είσοδό του στο έδαφος των κρατών μελών·

στ)      “συνθήκες υποδοχής”: η πλήρης δέσμη μέτρων που τα κράτη μέλη εφαρμόζουν προς όφελος των αιτούντων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία·

ζ)      “υλικές συνθήκες υποδοχής”: οι συνθήκες υποδοχής που περιλαμβάνουν την παροχή στέγης, τροφής και ρουχισμού, σε είδος ή υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος ή δελτίων, ή συνδυασμό των τριών, καθώς και ένα βοήθημα για τα καθημερινά έξοδα·

[…]

θ)      “κέντρο φιλοξενίας”: κάθε χώρος που χρησιμοποιείται για την ομαδική φιλοξενία των αιτούντων·

[…]».

7.        Το άρθρο 17 της οδηγίας 2013/33, το οποίο επιγράφεται «Γενικοί κανόνες για τις υλικές συνθήκες υποδοχής και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη», ορίζει στην παράγραφό του 2:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι υλικές συνθήκες υποδοχής να εξασφαλίζουν στους αιτούντες επαρκές βιοτικό επίπεδο, το οποίο να διασφαλίζει τη συντήρησή τους και να προστατεύει τη σωματική και την ψυχική τους υγεία.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να επιτυγχάνεται αυτό το βιοτικό επίπεδο στην ειδική περίπτωση των ευάλωτων προσώπων, σύμφωνα με το άρθρο 21, καθώς και στην περίπτωση των προσώπων που τελούν υπό κράτηση.»

8.        Το άρθρο 20 της οδηγίας αυτής, το οποίο αποτελεί τη μοναδική διάταξη του κεφαλαίου ΙΙΙ και επιγράφεται «Περιορισμός ή ανάκληση των υλικών συνθηκών υποδοχής», έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν ή, σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, να ανακαλούν τις υλικές συνθήκες υποδοχής όταν ο αιτών:

α)      εγκαταλείπει τον τόπο διαμονής που έχει καθορίσει η αρμόδια αρχή χωρίς να την ενημερώσει ή, εφόσον απαιτείται, χωρίς άδεια, ή

β)      δεν συμμορφούται με υποχρεώσεις δήλωσης στοιχείων ή δεν ανταποκρίνεται σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών ή δεν προσέρχεται, στα πλαίσια της διαδικασίας ασύλου, σε προσωπική συνέντευξη εντός εύλογης προθεσμίας που ορίζεται από το εθνικό δίκαιο, ή

γ)      έχει υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση όπως καθορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (10)].

[…]

2.      Τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να περιορίζουν τις υλικές συνθήκες υποδοχής, όταν διαπιστώνουν ότι ο αιτών, χωρίς δικαιολογημένη αιτία, δεν έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας το συντομότερο ευλόγως δυνατόν, μετά την άφιξη στο εν λόγω κράτος μέλος.

3.      Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν ή να αφαιρούν την πρόσβαση στις υλικές συνθήκες υποδοχής, όταν ο αιτών έχει αποκρύψει τους οικονομικούς του πόρους και έχει, κατά συνέπεια, επωφεληθεί με τρόπο αθέμιτο από τις υλικές συνθήκες υποδοχής.

4.      Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν τις κυρώσεις που ισχύουν για σοβαρές παραβάσεις των κανόνων των κέντρων φιλοξενίας, καθώς [και] για την επίδειξη ιδιαίτερα βίαιης συμπεριφοράς.

5.      Οι αποφάσεις για τον περιορισμό ή την αφαίρεση πρόσβασης στις υλικές συνθήκες υποδοχής ή για κυρώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου λαμβάνονται σε ατομική, αντικειμενική και αμερόληπτη βάση και πρέπει να αιτιολογούνται. Οι αποφάσεις βασίζονται στην ειδική κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου, ιδίως όσον αφορά τα πρόσωπα τα οποία καλύπτονται από το άρθρο 21, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες την πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σύμφωνα με το άρθρο 19 και εξασφαλίζουν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για όλους τους αιτούντες.

6.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δεν ανακαλούνται ούτε περιορίζονται οι υλικές συνθήκες υποδοχής πριν ληφθεί απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 5.»

9.        Το κεφάλαιο IV της οδηγίας 2013/33, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατάξεις σχετικά με τα ευάλωτα πρόσωπα», περιέχει, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 21 και 24.

10.      Το άρθρο 21 της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Γενική αρχή», προβλέπει ότι, κατά τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη την ειδική κατάσταση των ευάλωτων προσώπων, στα οποία συγκαταλέγονται οι ανήλικοι και οι ασυνόδευτοι ανήλικοι.

11.      Το άρθρο 22 της οδηγίας 2013/33, το οποίο επιγράφεται «Αξιολόγηση των ειδικών αναγκών υποδοχής των ευάλωτων προσώπων», ορίζει, στην παράγραφό του 1, τρίτο εδάφιο, και στην παράγραφό του 3, τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η υποστήριξη που παρέχεται σε αιτούντες με ειδικές ανάγκες υποδοχής σύμφωνα με την παρούσα οδηγία λαμβάνει υπόψη τις ειδικές ανάγκες υποδοχής τους καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ασύλου και μεριμνούν για την κατάλληλη παρακολούθηση της κατάστασής τους.

[…]

3.      Μόνο ευάλωτα άτομα σύμφωνα με το άρθρο 21 μπορεί να θεωρούνται ότι έχουν ειδικές ανάγκες υποδοχής και συνεπώς να επωφελούνται της ειδικής στήριξης που παρέχεται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.»

12.      Το άρθρο 23 της οδηγίας αυτής, το οποίο αφορά τους ανηλίκους, ορίζει τα εξής:

«1.      Το μείζον συμφέρον του παιδιού αποτελεί το πρωταρχικό μέλημα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας σχετικά με τους ανηλίκους. […]

2.      Κατά την εκτίμηση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη ιδίως τους ακόλουθους παράγοντες:

[…]

β)      την ποιότητα ζωής και την κοινωνική ανάπτυξη του ανηλίκου, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη το υπόβαθρο του ανηλίκου,

γ)      ζητήματα ασφάλειας και προστασίας, ιδίως εάν υπάρχει κίνδυνος να καταστεί ο ανήλικος θύμα εμπορίας ανθρώπων,

[…]».

13.      Το άρθρο 24 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο αφορά τους ασυνόδευτους ανηλίκους, ορίζει, στην παράγραφό του 2, τα εξής:

«Οι ασυνόδευτοι ανήλικοι που ασκούν αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, από τη στιγμή που γίνονται δεκτοί στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο ασκήθηκε ή εξετάζεται η αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας έως τη στιγμή που υποχρεούνται να το εγκαταλείψουν, φιλοξενούνται:

[…]

γ)      σε κέντρα φιλοξενίας με ειδικές ρυθμίσεις για ανηλίκους·

δ)      σε άλλου είδους καταλύματα κατάλληλα για ανηλίκους.

[…]»

2.      Το βελγικό δίκαιο

14.      Ο wet betreffende de opvang van asielzoekers en van bepaalde andere categorieën van vreemdelingen (νόμος περί της υποδοχής των αιτούντων άσυλο και αλλοδαπών ορισμένων άλλων κατηγοριών) (11), της 12ης Ιανουαρίου 2007, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν είχε ακόμη τροποποιηθεί για τη μεταφορά της οδηγίας 2013/33 στο εθνικό δίκαιο.

15.      Κατά το άρθρο 2, σημείο 6, του νόμου περί υποδοχής, η υλική συνδρομή ορίζεται ως η «συνδρομή που χορηγείται από [τη Fedasil] ή τον εταίρο, εντός δομής υποδοχής, και συνίσταται ιδίως στην παροχή στέγης, γευμάτων, ρουχισμού, ιατρικής συνοδείας, κοινωνικής και ψυχολογικής στηρίξεως και στη χορήγηση βοηθήματος για τα καθημερινά έξοδα. Περιλαμβάνει επίσης την πρόσβαση σε νομική αρωγή, την πρόσβαση σε υπηρεσίες όπως η διερμηνεία και η επαγγελματική εκπαίδευση, καθώς και την πρόσβαση σε πρόγραμμα εθελούσιας επιστροφής».

16.      Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του νόμου αυτού ορίζει ότι «[κ]άθε αιτών άσυλο έχει δικαίωμα να τύχει υποδοχής η οποία πρέπει να του παρέχει τη δυνατότητα διαβιώσεως συνάδουσας με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».

17.      Το άρθρο 5 του εν λόγω νόμου ορίζει ότι, «[μ]ε την επιφύλαξη […] του βιβλίου ΙΙΙ, τίτλος ΙΙΙ, ο οποίος αφορά τα μέτρα για τη διατήρηση της τάξης και τις κυρώσεις, το ευεργέτημα της υλικής συνδρομής που περιγράφεται στον παρόντα νόμο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να καταργηθεί».

18.      Το βιβλίο ΙΙΙ, τίτλος ΙΙΙ, του νόμου περί υποδοχής, ο οποίος επιγράφεται «Μέτρα για τη διατήρηση της τάξης και κυρώσεις», ορίζει στο άρθρο 45:

«Στον δικαιούχο υποδοχής δύναται να επιβληθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 19 κύρωση, σε περίπτωση σοβαρής παραβάσεως του καθεστώτος και των κανόνων λειτουργίας που έχουν εφαρμογή στις δομές φιλοξενίας. Κατά την επιλογή της κυρώσεως λαμβάνονται υπόψη η φύση και η σημασία της παραβάσεως, καθώς και οι συγκεκριμένες περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε η παράβαση.

Μόνον οι ακόλουθες κυρώσεις μπορούν να επιβληθούν:

[…]

7°      προσωρινός αποκλεισμός από το ευεργέτημα της υλικής συνδρομής σε δομή υποδοχής για μέγιστο χρονικό διάστημα ενός μήνα.

Οι κυρώσεις επιβάλλονται από τον διευθυντή ή τον υπεύθυνο της δομής υποδοχής. Η κύρωση που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο, 7°, πρέπει να επικυρωθεί από τον γενικό διευθυντή της [Fedasil] εντός προθεσμίας τριών εργάσιμων ημερών από την επιβολή της κυρώσεως από τον διευθυντή ή τον υπεύθυνο της δομής υποδοχής. Αν δεν επικυρωθεί εντός της ως άνω προθεσμίας, η κύρωση του προσωρινού αποκλεισμού αίρεται αυτοδικαίως.

Οι κυρώσεις δύνανται να περιοριστούν ή να αρθούν, κατά τη διάρκεια της εκτελέσεώς τους, από την αρχή που τις επέβαλε.

Η απόφαση για την επιβολή κυρώσεως λαμβάνεται κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο και είναι αιτιολογημένη.

Με την επιφύλαξη της κυρώσεως που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, 7°, σε καμία περίπτωση η εφαρμογή κυρώσεως δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη κατάργηση της υλικής συνδρομής που χορηγείται δυνάμει του παρόντος νόμου ούτε τον περιορισμό της προσβάσεως σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Η κύρωση που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο, 7°, συνεπάγεται για το πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται ότι αυτό δεν μπορεί να τύχει καμιάς άλλης μορφής υποδοχής πλην της προσβάσεως σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, όπως αυτή προβλέπεται στα άρθρα 24 και 25 του παρόντος νόμου.

Η κύρωση που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο, 7°, μπορεί να επιβληθεί μόνο σε περίπτωση σοβαρότατης παραβάσεως του εσωτερικού κανονισμού της δομής υποδοχής, η οποία θέτει σε κίνδυνο το προσωπικό ή τους άλλους τροφίμους της δομής υποδοχής ή δημιουργεί κατάφωρους κινδύνους για την ασφάλεια ή την τήρηση της δημόσιας τάξης στη δομή υποδοχής.

Το πρόσωπο το οποίο αφορά η κύρωση προσωρινού αποκλεισμού πρέπει να τύχει ακροάσεως πριν από την επιβολή της κυρώσεως αυτής.

[…]»

III. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

1.      Τα πραγματικά περιστατικά

19.      Στις 23 Δεκεμβρίου 2015, ο Z. Habqin, αφγανικής ιθαγένειας, υπέβαλε στις βελγικές αρχές αίτηση διεθνούς προστασίας ως ασυνόδευτος ανήλικος. Φιλοξενήθηκε διαδοχικά στα κέντρα υποδοχής του Sugny και του Broechem (Βέλγιο) και, σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, ορίστηκε για αυτόν «επίτροπος», υπεύθυνος για την εκπροσώπηση και τη συνδρομή του (12).

20.      Στις 18 Απριλίου 2016 ο Z. Haqbin ενεπλάκη σε βίαιες πράξεις μεταξύ τροφίμων διαφορετικής εθνοτικής προελεύσεως στο κέντρο υποδοχής του Broechem. Η αστυνομία προέβη τότε στη διοικητική σύλληψή του πριν τον αφήσει ελεύθερο στις 19 Απριλίου 2016. Την ίδια ημέρα ο διευθυντής του ως άνω κέντρου υποδοχής αποφάσισε να επιβάλει στον Z. Haqbin την πειθαρχική κύρωση που προβλέπεται στο άρθρο 45 του νόμου περί υποδοχής (13). Η κύρωση αυτή συνεπάγεται τον προσωρινό αποκλεισμό του ανηλίκου όχι μόνον από το κέντρο υποδοχής, αλλά και από το σύνολο των υπηρεσιών που συνδέονται με αυτό, όπως η παροχή γευμάτων και ρουχισμού, η οργάνωση δραστηριοτήτων, και, με την επιφύλαξη επείγουσας ιατρικής βοήθειας, την παύση της ιατρικής συνοδείας και της κοινωνικής και ψυχολογικής στηρίξεως.

21.      Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε στις 21 Απριλίου 2016 από τον γενικό διευθυντή της Fedasil, σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία.

22.      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος διανυκτέρευσε στο πάρκο Maximilien των Βρυξελλών από τις 19 έως τις 21 Απριλίου 2106 και στη συνέχεια από τις 24 Απριλίου έως την 1η Μαΐου 2016. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, στις 25 Απριλίου 2016, ο επίτροπος του Z. Haqbin προσέφυγε ενώπιον του arbeidsrechtbank te Antwerpen (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών της Αμβέρσας, Βέλγιο) με αίτημα να ανασταλεί το μέτρο αποκλεισμού (14). Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε λόγω ελλείψεως κατεπείγοντος, καθόσον ο Z. Haqbin δεν κατάφερε να αποδείξει ότι ήταν άστεγος.

23.      Στις 4 Μαΐου 2016 ο Z. Haqbin έγινε δεκτός στο κέντρο υποδοχής του Poelcapelle (Βέλγιο).

24.      Οι αποφάσεις που διέτασσαν τον αποκλεισμό του από το κέντρο υποδοχής του Broechem προσβλήθηκαν από τον επίτροπο του Z. Haqbin ενώπιον του Nederlandstalige arbeidsrechtbank Brussel (ολλανδόφωνου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών των Βρυξελλών, Βέλγιο) με δικόγραφο της 5ης Ιουλίου 2016. Ο επίτροπος θεώρησε ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, η Fedasil όφειλε να παράσχει φιλοξενία ή να προβλέψει εγγυήσεις αναφορικά με τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά την περίοδο αποκλεισμού του ενδιαφερόμενου και ζήτησε χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ποσού ενός ευρώ.

25.      Με απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2017 το Nederlandstalige arbeidsrechtbank Brussel (ολλανδόφωνο πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών των Βρυξελλών) απέρριψε την αγωγή αυτή ως αβάσιμη, καθόσον έκρινε ότι ο Z. Haqbin ζητούσε την αποκατάσταση βλάβης η οποία δεν αποδείχθηκε.

26.      Με δικόγραφο της 27ης Μαρτίου 2017 ο επίτροπος του Z. Haqbin άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

2.      Το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής

27.      Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33, κράτος μέλος μπορεί να ανακαλέσει ή να περιορίσει το ευεργέτημα των υλικών συνθηκών υποδοχής σε περίπτωση σοβαρής παραβάσεως του κανονισμού του κέντρου φιλοξενίας ή ιδιαίτερα βίαιης συμπεριφοράς. Παραπέμπει συναφώς στη θέση που διατύπωσε η επιτροπή επαφών η οποία συστάθηκε για να συνδράμει τα κράτη μέλη κατά τη μεταφορά της οδηγίας 2013/33 (15) καθώς και στη γνώμη που διατύπωσε η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (16). Αμφότερες θεωρούν ότι το άρθρο 20, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2013/33 προβαίνει σε εξαντλητική απαρίθμηση των λόγων βάσει των οποίων μπορεί να περιοριστεί ή να ανακληθεί το ευεργέτημα των υλικών συνθηκών υποδοχής και ότι το άρθρο 20, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής αφορά, κατά συνέπεια, άλλα είδη κυρώσεων. Το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει επίσης στη γνωμοδότηση του Raad van State (Συμβουλίου της Επικράτειας, Βέλγιο) ότι αυτή δεν είναι η μοναδική δυνατή ερμηνεία, λαμβανομένων υπόψη της διατυπώσεως και του συνδυασμού των διατάξεων του άρθρου 20, παράγραφοι 4 έως 6, της εν λόγω οδηγίας (17).

28.      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται για τις συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί η αρμόδια εθνική αρχή προκειμένου να εξασφαλίσει, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας 2013/33, αξιοπρεπές επίπεδο διαβιώσεως σε όλους τους αιτούντες, συμπεριλαμβανομένου του αιτούντος που έχει αποκλειστεί προσωρινά από κέντρο υποδοχής.

29.      Το αιτούν δικαστήριο απορρίπτει τα επιχειρήματα που προέβαλε η Fedasil, κατά τα οποία τα καθήκοντα του επιτρόπου αρκούν για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής. Βασιζόμενο στις εθνικές διατάξεις σχετικά με την επιτροπεία των ασυνόδευτων αλλοδαπών ανηλίκων, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο επίτροπος δεν έχει νομική υποχρέωση να εξασφαλίσει ο ίδιος την υποδοχή του ασυνόδευτου ανηλίκου και αποκλείει κάθε ενδεχόμενο να συντρέχει παράλειψη από μέρους του επιτρόπου (18).

30.      Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες όσον αφορά τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί η αρμόδια εθνική αρχή. Σημειώνει ότι, κατά την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου (19) που οδήγησε στον νόμο για τροποποίηση του νόμου της 12ης Ιανουαρίου 2007 περί της υποδοχής των αιτούντων άσυλο και αλλοδαπών ορισμένων άλλων κατηγοριών, της 6ης Ιουλίου 2016 (20), η υποχρέωση αυτή τηρείται όταν η Fedasil προσαρτά στην απόφασή της αποκλεισμού κατάλογο των τόπων υποδοχής αστέγων στους οποίους μπορεί να έχει πρόσβαση ο αιτών. Μόνο στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι ο αιτών δεν μπορεί να επωφεληθεί αποτελεσματικά από τις υποδομές αυτές, η Fedasil υποχρεούται να βρει, a posteriori, εναλλακτική λύση.

31.      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μια τέτοια διαδικασία καθιστά δυνατή την εκπλήρωση της υποχρεώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 5, της οδηγίας 2013/33 ή αν η τήρηση της υποχρεώσεως αυτής επιτάσσει τη διασφάλιση καταλύματος από την εθνική αρμόδια αρχή πριν από τον αποκλεισμό του αιτούντος από τη δομή υποδοχής.

32.      Τρίτον, στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι οι προβλεπόμενες στο άρθρο 20, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33 κυρώσεις μπορούν να λάβουν τη μορφή αποκλεισμού από το ευεργέτημα των υλικών συνθηκών υποδοχής, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, υπό το πρίσμα του άρθρου 20, παράγραφος 5, των άρθρων 21 έως 23, καθώς και του άρθρου 24, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, τέτοιες κυρώσεις μπορούν να επιβληθούν σε ανήλικο και, ειδικότερα, σε ασυνόδευτο ανήλικο. Προσθέτει δε ότι, σε αυτό το πλαίσιο, τίθεται επίσης το ζήτημα αν αυτές οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε ανηλίκους είναι συμβατές με τα άρθρα 1, 3, 4 και 24 του Χάρτη, τα οποία μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 35 της εν λόγω οδηγίας (21).

3.      Τα προδικαστικά ερωτήματα

33.      Το arbeidshof te Brussel (δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Βρυξελλών) αποφάσισε, ως εκ τούτου, να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 20, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας [2013/33] την έννοια ότι ορίζει περιοριστικώς τις περιπτώσεις στις οποίες οι υλικές συνθήκες υποδοχής μπορούν να περιοριστούν ή να ανακληθούν; Ή προκύπτει από το άρθρο 20, παράγραφοι 4 και 5, [της οδηγίας αυτής] ότι η ανάκληση του δικαιώματος σχετικά με τις υλικές συνθήκες υποδοχής μπορεί επίσης να επέλθει με την επιβολή κυρώσεων για σοβαρές παραβάσεις των κανόνων των κέντρων φιλοξενίας και για την επίδειξη ιδιαίτερα βίαιης συμπεριφοράς;

2)      Έχει το άρθρο 20, παράγραφοι 5 και 6, [της εν λόγω οδηγίας] την έννοια ότι τα κράτη μέλη, πριν λάβουν απόφαση για τον περιορισμό ή την ανάκληση των υλικών συνθηκών υποδοχής ή για κυρώσεις, και στο πλαίσιο των αποφάσεων αυτών, πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα τα οποία εξασφαλίζουν το δικαίωμα σε αξιοπρεπές επίπεδο διαβιώσεως κατά τη διάρκεια της περιόδου αποκλεισμού, ή πληροί τις απαιτήσεις των διατάξεων αυτών σύστημα κατά το οποίο, μετά τη λήψη αποφάσεως περί περιορισμού ή ανακλήσεως των υλικών συνθηκών υποδοχής, εξετάζεται αν το πρόσωπο το οποίο αφορά η απόφαση απολαύει αξιοπρεπούς επιπέδου διαβιώσεως και, αν χρειάζεται, λαμβάνονται τη στιγμή εκείνη διορθωτικά μέτρα;

3)      Έχει το άρθρο 20, παράγραφοι 4 έως 6[, της οδηγίας 2013/33], σε συνδυασμό με τα άρθρα 14, 21, 22, 23 και 24 της οδηγίας και με τα άρθρα 1, 3, 4 και 24 του [Χάρτη], την έννοια ότι το μέτρο ή η κύρωση του προσωρινού (ή οριστικού) αποκλεισμού από το δικαίωμα υλικών συνθηκών υποδοχής επιτρέπεται, ή δεν επιτρέπεται, στην περίπτωση ανηλίκου, και συγκεκριμένα στην περίπτωση ασυνόδευτου ανηλίκου;»

IV.    Ανάλυση

34.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο σχετικά με το πεδίο εφαρμογής των κανόνων που περιέχονται στο άρθρο 20 της οδηγίας 2013/33 όταν ο αιτών διαπράττει σοβαρή παράβαση του κανονισμού του κέντρου φιλοξενίας ή επιδεικνύει ιδιαίτερα βίαιη συμπεριφορά. Ενώ το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορούν τη μεταχείριση που επιφυλάσσεται σε κάθε αιτούντα, ανεξάρτητα από την ηλικία και την κατάστασή του, το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι πιο εξειδικευμένο και αφορά ειδικά την κατάσταση του Z. Haqbin, ήτοι ενός ασυνόδευτου ανηλίκου.

35.      Θεωρώ ότι τα ερωτήματα αυτά πρέπει να εξεταστούν μόνον όσον αφορά την κατάσταση ενός ασυνόδευτου ανηλίκου. Ειδικότερα, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά, πρωτίστως, τον τρόπο υποδοχής, σε κράτος μέλος, ασυνόδευτου ανηλίκου. Η κατάστασή του επιτάσσει ειδική προστασία και κατάλληλο τρόπο υποδοχής, οπότε η ερμηνεία του άρθρου 20 της οδηγίας 2013/33 στηρίζεται στον συνδυασμό ειδικών διατάξεων που περιέχονται όχι μόνον στην οδηγία αυτή, αλλά και στον Χάρτη (22).

36.      Επομένως, προτίθεμαι να εξετάσω τα ερωτήματα αυτά επικεντρωνόμενος στην ειδική κατάσταση ενός ασυνόδευτου ανηλίκου.

1.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

37.      Με το πρώτο και το τρίτο προδικαστικό του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο αν το άρθρο 20, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33 αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που επιτρέπει τον αποκλεισμό ασυνόδευτου ανηλίκου από το ευεργέτημα των υλικών συνθηκών υποδοχής για τον λόγο ότι αυτός διέπραξε σοβαρή παράβαση του κανονισμού του κέντρου φιλοξενίας στο οποίο είχε γίνει δεκτός ή ότι επέδειξε ιδιαίτερα βίαιη συμπεριφορά.

38.      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται συνεπώς ως προς τη φύση και το πεδίο εφαρμογής των «κυρώσε[ων] που ισχύουν» τις οποίες το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να επιβάλει βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής.

39.      Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, είναι αναγκαίο να εκτεθούν οι όροι και η οικονομία του άρθρου 20 της εν λόγω οδηγίας καθώς και ο σκοπός της διατάξεως αυτής.

1.      Οι όροι, η οικονομία και ο σκοπός του άρθρου 20 της οδηγίας 2013/33

40.      Η φύση και το πεδίο εφαρμογής των «κυρώσε[ων] που ισχύουν», οι οποίες προβλέπονται από το άρθρο 20, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33, γεννούν αμφιβολίες στο μέτρο που το άρθρο αυτό επιγράφεται «Περιορισμός ή ανάκληση των υλικών συνθηκών υποδοχής» και συνιστά το μοναδικό άρθρο του κεφαλαίου ΙΙΙ, το οποίο έχει το ίδιο περιεχόμενο. Πάντως, η διατύπωση της παραγράφου 4 της διατάξεως αυτής διακρίνεται σαφέστατα από τη διατύπωση των προηγούμενων παραγράφων, καθόσον ο νομοθέτης της Ένωσης δεν αναφέρει ρητώς ότι το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να περιορίσει ή να ανακαλέσει το ευεργέτημα των υλικών συνθηκών υποδοχής. Αρκείται στη διευκρίνιση ότι τα κράτη μέλη «μπορούν να καθορίζουν τις κυρώσεις που ισχύουν» για σοβαρές παραβάσεις του κανονισμού του κέντρου φιλοξενίας ή για την επίδειξη ιδιαίτερα βίαιης συμπεριφοράς.

41.      Η διατύπωση αυτή και η εξουσία εκτιμήσεως που συνεπάγεται για το κράτος μέλος υποδοχής δικαιολογούνται από τη φύση των λόγων που προβλέπει ο νομοθέτης της Ένωσης.

42.      Αντιθέτως προς τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2013/33, οι «σοβαρές παραβάσεις των κανόνων των κέντρων φιλοξενίας» και η «επίδειξη ιδιαίτερα βίαιης συμπεριφοράς» αναφέρονται σε πράξεις δυνάμενες όχι μόνο να διαταράξουν την τάξη και την ασφάλεια στη δομή υποδοχής, αλλά και να αποτελέσουν ποινικό αδίκημα. Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης προβλέπει πράξεις η φύση και η βαρύτητα των οποίων μπορούν να εκτιμηθούν μόνον από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, βάσει των νόμων και των κανονισμών του κράτους μέλους υποδοχής. Ο νομοθέτης αυτός αναφέρεται επίσης σε πράξεις η τέλεση των οποίων συνεπάγεται, σύμφωνα με το νομικό σύστημα και το εφαρμοστέο δίκαιο του κράτους αυτού, τη λήψη ειδικού μέτρου, ή την επιβολή ειδικής κυρώσεως, πειθαρχικής, διοικητικής ή ποινικής φύσεως, το οποίο μπορεί να βαίνει πέρα από τον περιορισμό ή την ανάκληση του ευεργετήματος των υλικών συνθηκών υποδοχής.

43.      Επομένως, αντιθέτως προς τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2013/33, ο λόγος που προβλέπεται στην παράγραφο 4 της διατάξεως αυτής καθιστά αναγκαία την αναγνώριση ενός περιθωρίου ευελιξίας στο κράτος μέλος υποδοχής. Το περιθώριο αυτό παρέχει στο εν λόγω κράτος μέλος τη δυνατότητα να εκτιμήσει σε ποια έκταση ο αιτών που διέπραξε σοβαρή παράβαση του κανονισμού του κέντρου φιλοξενίας ή επέδειξε ιδιαίτερα βίαιη συμπεριφορά πρέπει να υποβληθεί σε κύρωση με γνώμονα τη φύση και τον βαθμό βαρύτητας της πράξεως. Το εν λόγω περιθώριο ευελιξίας παρέχει στο κράτος μέλος υποδοχής επίσης τη δυνατότητα να λάβει υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η επίμαχη πράξη, όπως η ηλικία, η κατάσταση και οι ειδικές ανάγκες του διαπράξαντος την πράξη.

44.      Ωστόσο, η εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει συναφώς είναι περιορισμένη.

45.      Αφενός, το κράτος μέλος υποδοχής πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτό προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας 2013/33. Κατά συνέπεια, το άρθρο 20 της οδηγίας αυτής πρέπει να αναγνωσθεί και να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα ιδίως του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων του παιδιού που κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 1 και 24 του Χάρτη.

46.      Αφετέρου, το κράτος μέλος υποδοχής πρέπει να τηρεί τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφοι 5 και 6, της εν λόγω οδηγίας.

47.      Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 5, της οδηγίας 2013/33, η απόφαση περιορισμού ή ανακλήσεως του ευεργετήματος των υλικών συνθηκών υποδοχής ή η κύρωση που μπορεί να επιβληθεί λόγω σοβαρής παραβάσεως του κανονισμού των κέντρων φιλοξενίας ή επιδείξεως ιδιαίτερα βίαιης συμπεριφοράς πρέπει να ικανοποιεί ορισμένες ουσιαστικές και τυπικές απαιτήσεις.

48.      Πρώτον, η εν λόγω απόφαση ή κύρωση πρέπει να λαμβάνεται κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο και να είναι αιτιολογημένη.

49.      Δεύτερον, πρέπει να είναι αναλογική και να εκδίδεται μετά τη διενέργεια εξατομικευμένου ελέγχου, λαμβανομένων υπόψη της ιδιαίτερης καταστάσεως και των ειδικών αναγκών των ευάλωτων προσώπων.

50.      Επομένως, στην περίπτωση που η πράξη τελέστηκε από ασυνόδευτο ανήλικο, το υπέρτερο συμφέρον του παιδιού πρέπει να αποτελέσει το πρωταρχικό μέλημα του κράτους μέλους υποδοχής, όπως επιτάσσουν το άρθρο 23 της οδηγίας 2013/33 (23) και το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη. Ειδικότερα, το κράτος μέλος υποδοχής πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την ποιότητα ζωής και την κοινωνική ανάπτυξη του ανηλίκου καθώς και ζητήματα ασφάλειας και προστασίας του, ιδίως αν δεν είναι δυνατή η ανάληψη της επιμέλειας από πρόσωπο που δικαιούται να ασκήσει τη γονική μέριμνα. Επιπλέον, πρέπει να βεβαιώνεται ότι η επιβαλλόμενη κύρωση δεν θα στερήσει τον ανήλικο από τα εχέγγυα που συνδέονται με την προστασία των συμφερόντων του και την ικανοποίηση των ειδικών αναγκών του.

51.      Οι διατάξεις αυτές σημαίνουν, επομένως, ότι στην περίπτωση που η συμπεριφορά του ασυνόδευτου ανηλίκου δείχνει ότι διακυβεύονται οι συνθήκες της εκπαιδεύσεώς του ή της αναπτύξεώς του, το κράτος μέλος υποδοχής υποχρεούται να προσφύγει στους μηχανισμούς του κοινού δικαίου περί προστασίας των παιδιών, προκειμένου να οργανώσει την αναδοχή που αρμόζει στις ανάγκες του ανηλίκου. Νομίζω ότι ο μηχανισμός αυτός είναι απαραίτητος στην περίπτωση του ασυνόδευτου ανηλίκου, ο οποίος είναι ένα ιδιαίτερα ευάλωτο πρόσωπο λόγω της ενίοτε μακράς και τραυματικής μεταναστευτικής του διαδρομής, καθώς και της επισφαλούς καταστάσεώς του η οποία οφείλεται στην έλλειψη οικογενειακής στηρίξεως και ίδιων πόρων.

52.      Τέλος, τρίτον, το άρθρο 20, παράγραφος 5, της οδηγίας 2013/33 ορίζει ότι η απόφαση για τον περιορισμό ή την ανάκληση του ευεργετήματος των υλικών συνθηκών υποδοχής ή η εφαρμοστέα κύρωση πρέπει να διασφαλίζει «υπό οποιεσδήποτε συνθήκες» την πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και να εξασφαλίζει αξιοπρεπές επίπεδο διαβιώσεως για όλους τους αιτούντες.

53.      Η διάταξη αυτή αποσκοπεί στη διασφάλιση της συνέχειας της αναδοχής, με σεβασμό της αξιοπρέπειας του αιτούντος, κατόπιν κυρώσεως που έχει επιβληθεί από το κράτος μέλος υποδοχής (24).

54.      Η αναδοχή αυτή δικαιολογείται επειδή η επιβολή μιας τέτοιας κυρώσεως δεν συνιστά νόμιμο λόγο λήξεως του δικαιώματος υποδοχής. Όσο ο ανήλικος επιτρέπεται να παραμείνει στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής για τον σκοπό εξετάσεως της αιτήσεώς του (25) και υπό την επιφύλαξη ότι δεν διαθέτει δικούς του πόρους για να καλύψει τις βασικές του ανάγκες (26), το κράτος αυτό πρέπει να διασφαλίζει συνθήκες υποδοχής οι οποίες του παρέχουν τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και να ζει αξιοπρεπώς (27). Ακόμη και αν ο νομοθέτης της Ένωσης δεν ορίζει τα συγκεκριμένα μέτρα που το κράτος μέλος υποδοχής υποχρεούται να λάβει προκειμένου να εξασφαλίσει αξιοπρεπές επίπεδο διαβιώσεως, τα μέτρα αυτά πρέπει να καλύπτουν τα πιο βασικά δικαιώματα όταν ο αιτών δεν διαθέτει πηγές εισοδήματος, ήτοι τη δυνατότητα στεγάσεως, σιτίσεως και ενδύσεως (28).

55.      Κατά την αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας 2013/33, η αρχή που διατυπώνεται στο άρθρο 20, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής επιβάλλεται από το γεγονός ότι η εν λόγω οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και αποβλέπει, ειδικότερα, στη διασφάλιση πλήρους σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

56.      Η αρχή αυτή αποσκοπεί στη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας του αιτούντος στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, συμβάλλοντας στη μείωση του κινδύνου περιθωριοποίησης στον οποίο είναι εκτεθειμένος ο αιτών και των «δευτερογενών μετακινήσεων» τις οποίες ενδέχεται να επιχειρήσει (29).

57.      Η τήρηση της εν λόγω αρχής παρέχει τη δυνατότητα στον αιτούντα να ασκήσει το δικαίωμά του για άσυλο και να λάβει μέρος στη διαδικασία εξετάσεως της αιτήσεώς του διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με τα δικαιώματα που του έχουν αναγνωριστεί και τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των οδηγιών 2011/95/ΕΕ (30) και 2013/32. Τα δικαιώματα αυτά δεν θα έχουν πραγματικά αποτελέσματα και οι υποχρεώσεις αυτές θα στερούνται πρακτικής αποτελεσματικότητας αν δεν συνοδεύονται από τη συνεχή κάλυψη των στοιχειωδέστερων αναγκών του αιτούντος. Η εν λόγω κάλυψη παρέχει επίσης στο κράτος μέλος υποδοχής τη δυνατότητα να εξετάσει ενδελεχώς την αίτηση διεθνούς προστασίας, καθόσον, παρά την επιβληθείσα κύρωση, το κράτος αυτό είναι σε θέση να εντοπίσει τον αιτούντα προς τον σκοπό γνωστοποιήσεως των διαφόρων κλήσεων και συνεντεύξεων (31).

58.      Η αρχή που διατυπώνεται στο άρθρο 20, παράγραφος 5, της οδηγίας 2013/33 συμπληρώνεται με τις διαδικαστικές διατάξεις που περιέχονται στο άρθρο 20, παράγραφος 6, της οδηγίας αυτής, το πεδίο εφαρμογής των οποίων θα εκθέσω στο πλαίσιο της εξετάσεως του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος.

59.      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει τώρα να εξετάσω το ζήτημα αν, και, εν ανάγκη, υπό ποιες προϋποθέσεις, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να αποφασίσει την ανάκληση του ευεργετήματος των υλικών συνθηκών υποδοχής υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες εν προκειμένω.

2.      Η φύση των εφαρμοστέων μέτρων στο πλαίσιο του άρθρου 20, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33

1)      Η έννοια και το πεδίο της ανακλήσεως του ευεργετήματος των υλικών συνθηκών υποδοχής στο πλαίσιο του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2013/33

60.      Η ανάκληση του ευεργετήματος των υλικών συνθηκών υποδοχής συνιστά απόφαση την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης ρυθμίζει με αυστηρότητα στο άρθρο 20 της οδηγίας 2013/33, επειδή η απόφαση αυτή καταλήγει να στερήσει τον εντελώς εξαρτώμενο από την κρατική αρωγή αιτούντα από την παροχή στέγης, τροφής και ρουχισμού και από το χρηματικό βοήθημα που λαμβάνει για την κάλυψη των καθημερινών του αναγκών (32).

61.      Ο νομοθέτης της Ένωσης επιτρέπει στο κράτος μέλος υποδοχής να λάβει την απόφαση αυτή σε δύο περιπτώσεις.

62.      Η πρώτη περίπτωση είναι η προβλεπόμενη στο άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/33 και καλύπτει την κατάσταση στην οποία υφίσταται κατάχρηση δικαιώματος. Η ανάκληση μπορεί να επιβληθεί σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, όταν ο αιτών αποφεύγει να τηρήσει τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται προς τον σκοπό της εξετάσεως της αιτήσεώς του διεθνούς προστασίας, επειδή εγκατέλειψε τον υποχρεωτικό τόπο διαμονής ή δεν παρουσιάζεται στις αρχές, ή ακόμη όταν ο αιτών υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση με μοναδικό σκοπό να επωφεληθεί από τις συνθήκες υποδοχής.

63.      Η δεύτερη περίπτωση είναι η προβλεπόμενη στο άρθρο 20, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/33 και καλύπτει την κατάσταση στην οποία ο αιτών έχει αποκρύψει τους οικονομικούς του πόρους και, στην πραγματικότητα, μπορεί να καλύψει τις προσωπικές του ανάγκες. Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 17, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, το οποίο ορίζει ότι το κράτος μέλος υποδοχής δύναται να εξαρτά την παροχή του συνόλου ή μέρους των υλικών συνθηκών υποδοχής και της ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως από την προϋπόθεση ότι ο αιτών δεν διαθέτει επαρκείς πόρους που να του εξασφαλίζουν κατάλληλο βιοτικό επίπεδο από απόψεως υγείας και να καθιστούν δυνατή τη συντήρησή του.

64.      Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης επέδειξε σύνεση όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να ανακαλέσει το ευεργέτημα των υλικών συνθηκών υποδοχής.

65.      Η ίδια σύνεση πρέπει να επιδειχθεί στο πλαίσιο του άρθρου 20, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33, στο μέτρο που, αντιθέτως προς τις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις, ο αιτών, a priori, εξακολουθεί να επωφελείται του δικαιώματος υποδοχής και δεν διαθέτει πόρους για να καλύψει τις βασικές του ανάγκες. Συνεπώς, οι περιστάσεις αυτές επιτάσσουν όπως το μέτρο της ανακλήσεως του ευεργετήματος των υλικών συνθηκών υποδοχής πλαισιώνεται από αυστηρές προϋποθέσεις, που λαμβάνουν υπόψη όχι μόνον τη βαρύτητα της πράξεως που τελέστηκε, αλλά και την ηλικία, την κατάσταση και τις ειδικές ανάγκες του ασυνόδευτου ανηλίκου.

2)      Η έννοια και το πεδίο της ανακλήσεως του ευεργετήματος των υλικών συνθηκών υποδοχής στο πλαίσιο του άρθρου 20, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33

66.      Κάθε αιτών έχει καθήκοντα έναντι του κράτους μέλους στο οποίο ζητεί διεθνή προστασία. Τα καθήκοντα αυτά συμπεριλαμβάνουν, ειδικότερα, την τήρηση των νόμων και των κανονισμών του κράτους αυτού και τη συμμόρφωση με κάθε μέτρο για τη διατήρηση της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης (33). Επομένως, είναι θεμιτό το κράτος μέλος υποδοχής να λαμβάνει μέτρα για τη διαφύλαξη της σωματικής και ηθικής ασφάλειας του προσωπικού και των τροφίμων του κέντρου υποδοχής, ιδίως όταν η τελεσθείσα πράξη δημιούργησε κατάφωρους κινδύνους για την ασφάλειά τους και για την τήρηση της δημόσιας τάξης στη δομή αυτή.

67.      Η πράξη αυτή συνεπάγεται την επιβολή κυρώσεως, αλλά προ πάντων μαρτυρεί την αναγκαιότητα να οργανωθεί η αναδοχή χωριστά από την αναδοχή που προσφέρθηκε στο πλαίσιο της υποδοχής, και μάλιστα όταν η εν λόγω πράξη είναι βίαιη και επαναλαμβανόμενη. Πράγματι, ανεξάρτητα από την κατάσταση του συγκεκριμένου ανηλίκου και τη σοβαρότητα της τελεσθείσας πράξεως, η ανηλικότητά του δικαιολογεί την προστασία του.

68.      Ο περιορισμός του ευεργετήματος των υλικών συνθηκών υποδοχής μπορεί να μην συνιστά μέτρο που αρμόζει στην κατάσταση του ανηλίκου αυτού και να μην ανταποκρίνεται στις ειδικές του ανάγκες (34).

69.      Η προσαρμογή των συνθηκών αυτών μπορεί επίσης να μην συνιστά κατάλληλο μέτρο. Οι συνδυασμένες διατάξεις που προβλέπονται συναφώς στο άρθρο 18, παράγραφος, 9, στοιχείο αʹ (35), και στο άρθρο 22, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2013/33 (36) απευθύνονται πρώτα απ’ όλα στα πρόσωπα των οποίων η ευάλωτη θέση μπορεί να επιδεινωθεί λόγω της καταστάσεώς τους, όπως οι έγκυοι, τα άτομα που πάσχουν σοβαρές ασθένειες ή ψυχικές διαταραχές, ή ακόμη τα θύματα βιασμού ή εμπορίας ανθρώπων. Οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή, κατά τη γνώμη μου, στην περίπτωση ασυνόδευτου ανηλίκου για τον οποίο μπορεί να υποτεθεί, λαμβανομένων υπόψη των επανειλημμένων βίαιων πράξεων που έχει τελέσει, ότι διακυβεύονται οι συνθήκες της εκπαιδεύσεώς του ή της αναπτύξεώς του.

70.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ανάκληση του ευεργετήματος των υλικών συνθηκών υποδοχής συνιστά απόφαση που μπορεί να επιβάλλεται στο μέτρο που ο ασυνόδευτος ανήλικος πρέπει να τύχει αναδοχής η οποία, λόγω των μέσων που απαιτεί και των σκοπών που επιδιώκει, δεν μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο του μηχανισμού υποδοχής που προβλέπεται στην οδηγία 2013/33.

71.      Απόφαση ανακλήσεως του ευεργετήματος των υλικών συνθηκών υποδοχής οι οποίες είχαν παρασχεθεί αρχικά, νοείται συνεπώς μόνο στον βαθμό που επιλαμβάνονται της υποθέσεως οι υπηρεσίες υποστηρίξεως και/ή οι δικαστικές αρχές που είναι αρμόδιες για την προστασία των παιδιών. Οι εν λόγω υπηρεσίες και αρχές είναι οι πλέον κατάλληλες να εκτιμήσουν τις ειδικές ανάγκες του ανηλίκου αυτού, διατάσσοντας ιδίως μέτρα αρωγής που εφαρμόζονται από εξειδικευμένο προσωπικό στο πλαίσιο κατάλληλου καταλύματος.

72.      Αυτός ο τρόπος αναλύσεως έχει εφαρμογή a fortiori όταν η πράξη που διαπράχθηκε κατά παράβαση των νόμων και των κανονισμών του κράτους μέλους υποδοχής συνιστά ποινικό αδίκημα. Πράγματι, η διάπραξη εγκληματικής πράξεως συνεπάγεται ipso facto την παραπομπή της υποθέσεως στις δικαστικές αρχές που είναι αρμόδιες για την προστασία των παιδιών, καθώς και την τοποθέτηση ή τον εγκλεισμό του ανηλίκου σε κατάλληλη δομή και, συνακόλουθα, την ανάκληση του ευεργετήματος των υλικών συνθηκών υποδοχής. Η ανάκληση αυτή εντάσσεται εδώ στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, δυνάμενης να εγγυηθεί το σύνολο των δικαιωμάτων του ανηλίκου, και συνοδεύεται, κατά συνέπεια, από μέτρα εκπαιδευτικού χαρακτήρα και αναγκαστικού χαρακτήρα τα οποία δικαιολογούνται από την κατάσταση του ανηλίκου και τη βαρύτητα της πράξεως.

2.      Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

73.      Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες η αρμόδια εθνική αρχή πρέπει να προβεί βάσει του άρθρου 20, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας 2013/33 προκειμένου να εξασφαλίσει αξιοπρεπές επίπεδο διαβιώσεως στον ασυνόδευτο ανήλικο που έχει αποκλειστεί προσωρινά από κέντρο υποδοχής.

74.      Ειδικότερα, το δικαστήριο αυτό ερωτά το Δικαστήριο αν α) η υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας τηρείται όταν η αρμόδια εθνική αρχή προσαρτά στην απόφασή της αποκλεισμού από το κέντρο φιλοξενίας κατάλογο των χώρων υποδοχής αστέγων στους οποίους μπορεί να απευθυνθεί ο αιτών ή β) αν, απεναντίας, είναι αναγκαία η εξεύρεση εναλλακτικού καταλύματος από την αρχή αυτή πριν από τη λήψη της ως άνω αποφάσεως.

75.      Η απάντηση στο ερώτημα αυτό συνάγεται από το άρθρο 20, παράγραφος 6, της οδηγίας 2013/33, κατά το οποίο «[τ]α κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δεν ανακαλούνται ούτε περιορίζονται οι υλικές συνθήκες υποδοχής πριν ληφθεί απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 5 [της εν λόγω διατάξεως]» (37), και επιβάλλεται υπό το πρίσμα της όλης οικονομίας και του σκοπού της οδηγίας αυτής.

76.      Το άρθρο 20, παράγραφος 6, της οδηγίας 2013/33 είναι πρώτα απ’ όλα διάταξη διαδικαστικής φύσεως η οποία καθιστά δυνατό να διασφαλίζεται, κατόπιν της επιβολής κυρώσεως από το κράτος μέλος υποδοχής, συνεχής αναδοχή, σεβόμενη την αξιοπρέπεια του αιτούντος, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 20, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής (38).

77.      Η αρχή της συνέχειας της αναδοχής συνάγεται επίσης από την αιτιολογική σκέψη 8 της εν λόγω οδηγίας, η οποία διευκρινίζει ότι η οδηγία αυτή «θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια και τους τύπους διαδικασιών που αφορούν τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας, σε όλους τους χώρους και τις εγκαταστάσεις που φιλοξενούν αιτούντες και για όσο διάστημα έχουν τη δυνατότητα παραμονής στο έδαφος των κρατών μελών ως αιτούντες».

78.      Η αρχή αυτή σκοπεί όχι μόνο να εγγυηθεί τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του αιτούντος, αλλά και να διασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2013/33. Όπως έχω ήδη επισημάνει, τα δικαιώματα των οποίων απολαύει ο αιτών και οι υποχρεώσεις που τον βαρύνουν δυνάμει των οδηγιών 2011/95 και 2013/32 θα στερούνταν πραγματικού αποτελέσματος αν δεν συνοδεύονταν από την ανάληψη των πιο βασικών αναγκών του, ακόμη και κατά τη διάρκεια πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος, ιδίως όταν ο αιτών είναι ασυνόδευτος ανήλικος.

79.      Το Δικαστήριο είχε ήδη διατυπώσει την αρχή αυτή στην απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Saciri κ.λπ. (39), σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 13 της οδηγίας 2003/9/ΕΚ (40). Έκρινε ότι «η όλη οικονομία και ο σκοπός της οδηγίας 2003/9 καθώς και η τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και ιδίως των απαιτήσεων του άρθρου 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το οποίο η ανθρώπινη αξιοπρέπεια πρέπει να γίνεται το αντικείμενο σεβασμού και προστασίας, αντιτίθενται στη μη παροχή στον αιτούντα άσυλο, έστω και κατά τη διάρκεια προσωρινού χρονικού διαστήματος, μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου, της προστασίας που επιβάλλουν οι ελάχιστες απαιτήσεις της οδηγίας αυτής» (41).

80.      Η αρχή αυτή απαντά επίσης στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ). Στην απόφαση Winterstein κ.λπ. κατά Γαλλίας (42), η οποία αφορούσε τη νομιμότητα διαδικασίας απελάσεως κινηθείσας κατά νομάδων, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι συνέπειες της απελάσεως και η ευάλωτη θέση των προσφευγόντων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρχές πριν από την κίνηση της διαδικασίας απελάσεως.

81.      Συνεπώς το άρθρο 20, παράγραφος 6, της οδηγίας 2013/33 δεν επιτρέπει καμία ρήξη στη συνέχεια της αναδοχής του ανηλίκου, καθόσον απαιτεί ο ανήλικος να μην στερείται, έστω και για πολύ σύντομη διάρκεια, τις εγγυήσεις που του παρέχει το άρθρο 20, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής.

82.      Η τήρηση των απαιτήσεων αυτών σημαίνει ότι το κράτος μέλος υποδοχής πρέπει να εξασφαλίζει, ακόμη και πριν από την έκδοση αποφάσεως για τον περιορισμό ή την ανάκληση του ευεργετήματος των υλικών συνθηκών υποδοχής ή από την επιβολή κυρώσεως προβλεπόμενης στο άρθρο 20, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33, την κάλυψη των βασικών αναγκών του αιτούντος, κατά τρόπο που να διασφαλίζει τη συντήρησή του καθώς και επίπεδο διαβιώσεως αξιοπρεπές και κατάλληλο από απόψεως υγείας, παρέχοντάς του, ιδίως, στέγαση, σίτιση, ρουχισμό και λαμβάνοντας υπόψη, όταν χρειάζεται, τις ειδικές του ανάγκες.

83.      Στο πλαίσιο του αποκλεισμού ασυνόδευτου ανηλίκου από κέντρο υποδοχής, η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει, πριν από τη λήψη της αποφάσεως αποκλεισμού, να απευθυνθεί στις υπηρεσίες αρωγής και/ή στις δικαστικές αρχές που είναι αρμόδιες για την προστασία των παιδιών, ώστε αυτές να είναι σε θέση να τοποθετήσουν τον ανήλικο σε δομή που αρμόζει στις ανάγκες του και, αν δικαιολογείται από τα πραγματικά περιστατικά και την κατάσταση του ανηλίκου, να διατάξουν μέτρα αρωγής.

84.      Συνεπώς, δεν αρκεί, όπως ισχυρίζεται η Fedasil, να επισυναφθεί στην απόφαση αποκλεισμού κατάλογος των χώρων υποδοχής αστέγων στους οποίους θα μπορεί να απευθυνθεί ο ασυνόδευτος ανήλικος ή ο εκπρόσωπός του.

85.      Μια τέτοια διαδικασία δεν αναγνωρίζει τη σημασία που πρέπει να αποδίδεται στο υπέρτερο συμφέρον του παιδιού. Ενέχει κίνδυνο ρήξεως της συνέχειας στην αναδοχή του ανηλίκου, όπως δείχνει η υπό κρίση υπόθεση. Το να αναμένει κανείς την εύρεση στέγης από τον ανήλικο βάσει ενός καταλόγου χώρων υποδοχής, ακόμη και με τη βοήθεια του επιτρόπου του, είναι ένα παρακινδυνευμένο στοίχημα, δεδομένου ότι, αν υπάρχουν δυνατότητες στεγάσεως, θα πρέπει επιπλέον τα καταλύματα αυτά να είναι διαθέσιμα και κατάλληλα για την κατάσταση ενός ασυνόδευτου αλλοδαπού ανηλίκου. Πάντως, οι χώροι υποδοχής αστέγων δεν καθιστούν δυνατή την εξασφάλιση στέγης, τροφής και ρουχισμού στον ανήλικο καθ’ όλη τη διάρκεια του αποκλεισμού του ούτε καθιστούν δυνατή την ικανοποίηση των αναγκών που προσιδιάζουν στην ηλικία, στο καθεστώς και στην κατάστασή του (43).

86.      Η ερμηνεία την οποία η Fedasil υποστήριξε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου δεν λαμβάνει υπόψη την επισφαλή και ευάλωτη κατάσταση και την ένδεια στην οποία μπορεί να βρεθεί ο ασυνόδευτος ανήλικος και δεν εγγυάται τον σεβασμό των δικαιωμάτων των οποίων αυτός απολαύει δυνάμει της οδηγίας 2013/33 και του Χάρτη.

87.      Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των παραμέτρων, φρονώ ότι στην περίπτωση που ασυνόδευτος ανήλικος διαπράξει σοβαρή παράβαση του κανονισμού του κέντρου φιλοξενίας ή επιδείξει ιδιαίτερα βίαιη συμπεριφορά η οποία δημιουργεί κατάφωρους κινδύνους για την τήρηση της δημόσιας τάξης στο κέντρο αυτό ή για την ασφάλεια του προσωπικού ή των άλλων τροφίμων του εν λόγω κέντρου, το άρθρο 20, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας 2013/33 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει, πριν από τη λήψη της αποφάσεως αποκλεισμού, να απευθυνθεί στις υπηρεσίες αρωγής και/ή στις δικαστικές αρχές που είναι αρμόδιες για την προστασία των παιδιών, ώστε να διασφαλίσει ότι ο ανήλικος αυτός θα τυγχάνει συνεχούς αναδοχής, προσαρμοσμένης στις ειδικές ανάγκες που επιτάσσουν η ηλικία του, το καθεστώς του και η κατάστασή του.

V.      Πρόταση

88.      Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που προηγήθηκαν, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του arbeidshof te Brussel (δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών των Βρυξελλών, Βέλγιο) ως εξής:

Υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες, στις οποίες ασυνόδευτος ανήλικος διέπραξε ιδιαίτερα βίαιη πράξη η οποία δημιουργεί κατάφωρους κινδύνους για τη διατήρηση της τάξης και της ασφάλειας εντός δομής υποδοχής, το άρθρο 20, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει να διαταχθεί η ανάκληση των υλικών συνθηκών υποδοχής, υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση αυτή συνοδεύεται από προηγούμενη παραπομπή στις υπηρεσίες αρωγής και/ή στις δικαστικές αρχές που είναι αρμόδιες για την προστασία των παιδιών, ώστε να διασφαλίζεται ότι ο ανήλικος αυτός θα τυγχάνει συνεχούς αναδοχής, προσαρμοσμένης στις ειδικές ανάγκες που επιτάσσουν η ηλικία του, το καθεστώς του και η κατάστασή του.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (ΕΕ 2013, L 180, σ. 96). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε την αναδιατύπωση της οδηγίας αυτής στο πλαίσιο της προτάσεώς της για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία [COM(2016) 465 τελικό].


3      Στο εξής: Fedasil.


4      C‑179/11 (EU:C:2012:594).


5      C‑79/13 (EU:C:2014:103).


6      Στο εξής: αιτών.


7      Στο εξής: Χάρτης.


8      Υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών με το ψήφισμά της 44/25 της 20ής Νοεμβρίου 1989 και τέθηκε σε ισχύ στις 2 Σεπτεμβρίου 1990.


9      Υπογράφτηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, στο εξής: ΕΣΔΑ.


10      ΕΕ 2013, L 180, σ. 60.


11      Belgisch Staatsblad, 7 Μαΐου 2007, σ. 24027, στο εξής: νόμος περί υποδοχής.


12      Όπως διευκρίνισε η Βελγική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο επίτροπος πρέπει να θεωρηθεί «εκπρόσωπος» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιʹ, της οδηγίας 2013/33.


13      Κατά το άρθρο 45, έβδομο εδάφιο, του νόμου περί υποδοχής, η κύρωση του προσωρινού αποκλεισμού από κέντρο φιλοξενίας μπορεί να επιβληθεί μόνο σε περίπτωση σοβαρότατης παραβάσεως του εσωτερικού κανονισμού της δομής υποδοχής, η οποία θέτει σε κίνδυνο το προσωπικό ή τους άλλους τροφίμους της δομής υποδοχής ή δημιουργεί κατάφωρους κινδύνους για την ασφάλεια ή την τήρηση της δημόσιας τάξης στη δομή υποδοχής. Το Grondwettelijk Hof (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βέλγιο), στην απόφασή του της 27ης Ιουλίου 2011, αριθ. 135/2011, επιβεβαίωσε τη νομιμότητα της διατάξεως αυτής θεωρώντας ότι η προβλεπόμενη κύρωση δεν είναι δυσανάλογη με τον θεμιτό σκοπό που επιδιώκει ο εθνικός νομοθέτης και δεν μειώνει σημαντικά το επίπεδο προστασίας όσον αφορά την κοινωνική πρόνοια (βλ. ιδίως σκέψεις B.18.1 επ. της αποφάσεως εκείνης). Συναφώς, το Grondwettelijk Hof (Συνταγματικό Δικαστήριο) επισήμανε ότι, κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του εν λόγω νόμου, «το ακραίο αυτό μέτρο [πρέπει] να λαμβάνεται μόνον αν αποδεικνύεται ότι άλλα μέτρα λιγότερο περιοριστικά για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του δικαιούχου υποδοχής (ιδίως όσον αφορά τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας) δεν κατέστησαν δυνατή ή δεν καθιστούν δυνατή την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι τη διασφάλιση ασφαλούς υποδοχής για το σύνολο των διαμενόντων στο κέντρο».


14      Το arbeidsrechtbank (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών, Βέλγιο) είναι πράγματι αρμόδιο για τις διαφορές σχετικά με κάθε προσβολή των δικαιωμάτων που διασφαλίζουν στους δικαιούχους υποδοχής τα βιβλία II και III του νόμου περί υποδοχής, σύμφωνα με το άρθρο 580, 8°, στοιχείο f, του gerechtelijk wetboek (κώδικα πολιτικής δικονομίας), καθώς και για την εφαρμογή των διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται στα βιβλία αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 583, πρώτο εδάφιο, του κώδικα πολιτικής δικονομίας.


15      Contact Committee «Reception Conditions Directive» (2013/33/EC). Κατά τη συνεδρίαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, η ως άνω επιτροπή επαφών εκτίμησε ότι το άρθρο 20, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας 2013/33 απαριθμεί εξαντλητικά τους λόγους βάσει των οποίων μπορεί να περιοριστεί ή να ανακληθεί το ευεργέτημα των υλικών συνθηκών υποδοχής και ότι το άρθρο 20, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής αφορά, κατά συνέπεια, άλλα είδη κυρώσεων.


16      Στο εξής: Ύπατη Αρμοστεία. Σχόλια της Ύπατης Αρμοστείας επί του προσχεδίου νόμου το οποίο οδήγησε στον wet tot wijziging van 12 januari 2007 betreffende de opvang van asielzoekers en van bepaalde andere categorieën van vreemdelingen (νόμο για την τροποποίηση του νόμου της 12ης Ιανουαρίου 2007 περί της υποδοχής των αιτούντων άσυλο και αλλοδαπών ορισμένων άλλων κατηγοριών), της 6ης Ιουλίου 2016 (Belgisch Staatsblad, 5 Αυγούστου 2016, σ. 47647), ο οποίος εκδόθηκε για τη μερική μεταφορά της οδηγίας 2013/33 στο εθνικό δίκαιο, διαθέσιμα στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: https://www.refworld.org/docid/5746b44b4.html, όπου η Ύπατη Αρμοστεία συμφωνεί με τη θέση που διατύπωσε η ως άνω επιτροπή επαφών.


17      Γνωμοδότηση της 27ης Απριλίου 2016, αριθ. 59.196/4.


18      Οι υποχρεώσεις που έχει ο επίτροπος ορίζονται στον Programmawet (προγραμματικό νόμο) της 24ης Δεκεμβρίου 2002 (Belgisch Staatsblad, 31 Δεκεμβρίου 2002, σ. 58686). Ειδικότερα, πρέπει να μνημονευθούν τα άρθρα 9 έως 13 που περιέχονται στον τίτλο XIII, κεφάλαιο 6, του νόμου αυτού, το οποίο επιγράφεται «Επιτροπεία των ασυνόδευτων αλλοδαπών ανηλίκων». Η νομοθεσία αυτή συμπληρώνεται από τις διατάξεις που περιέχονται, αφενός, στο Koninklijk besluit tot uitvoering van Titel XIII, Hoofdstuk 6 «Voogdij over niet-begeleide minderjarige vreemdelingen» van de programmawet van 24 december 2002 (βασιλικό διάταγμα σε εφαρμογή του τίτλου XIII, κεφάλαιο 6 «Επιτροπεία των ασυνόδευτων αλλοδαπών ανηλίκων» του προγραμματικού νόμου της 24ης Δεκεμβρίου 2002), της 22ας Δεκεμβρίου 2003 (Belgisch Staatsblad, 29 Ιανουαρίου 2004, σ. 5538), και, αφετέρου, στις γενικές κατευθυντήριες γραμμές για τους επιτρόπους ασυνόδευτων αλλοδαπών ανηλίκων, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, διαθέσιμες στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: https://justice.belgium.be/sites/default/files/directives_generales_pour_tuteurs_-_02_12_2013.pdf (βλ., ιδίως, σημείο 2.8, υπό 66 έως 73, των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών).


19      Wetsontwerp tot wijziging van de wet van 12 januari 2007 betreffende de opvang van asielzoekers en van bepaalde andere categorieën van vreemdelingen (νομοσχέδιο για την τροποποίηση του νόμου της 12ης Ιανουαρίου 2007 περί της υποδοχής των αιτούντων άσυλο και αλλοδαπών ορισμένων άλλων κατηγοριών) της Βουλής των αντιπροσώπων του Βελγίου, της 18ης Μαΐου 2016 (Doc 54, 1839/001).


20      Μνημονεύθηκε στην υποσημείωση 16.


21      Επισημαίνω ότι η αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας 2013/33 παραπέμπει στα άρθρα 1, 4, 6, 7, 18, 21, 24 και 47 του Χάρτη.


22      Βλ., συναφώς, ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, της 12ης Απριλίου 2017, με τίτλο «Η προστασία των παιδιών-μεταναστών» [COM(2017) 211 τελικό], καθώς και κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου (EASO) για τις συνθήκες υποδοχής: πρότυπα διαδικασιών και δείκτες, Σεπτέμβριος 2016 (διαθέσιμες στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: https://www.easo.europa.eu/sites/default/files/Guidance-on-ReceptionConditions-EL.pdf), και για τις συνθήκες υποδοχής ασυνόδευτων ανηλίκων: πρότυπα διαδικασιών και δείκτες, Δεκέμβριος 2018 (διαθέσιμες στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: https://www.easo.europa.eu/sites/default/files/Guidance-on%20reception-%20conditions-%20for-unaccompanied-children.pdf).


23      Βλ., επίσης, αιτιολογικές σκέψεις 9, 14 και 22 της οδηγίας αυτής.


24      Η αρχή αυτή απορρέει από τις αιτιολογικές σκέψεις 11 και 25 της οδηγίας 2013/33.


25      Βλ., συναφώς, διατάξεις του άρθρου 9 της οδηγίας 2013/32.


26      Βλ., συναφώς, άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/33.


27      Βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida (C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψεις 59 έως 62), όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 14 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2008, L 348, σ. 98), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι το συγκεκριμένο κράτος μέλος υποχρεούται να καλύψει, κατά το δυνατόν, τις βασικές ανάγκες υπηκόου τρίτης χώρας που πάσχει από σοβαρή ασθένεια, εν αναμονή απομακρύνσεως, σε περίπτωση που αυτός δεν διαθέτει τα μέσα για να καλύψει ο ίδιος τις ανάγκες του.


28      Πρβλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019, Jawo (C‑163/17, EU:C:2019:218, σκέψη 92), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι οι πλέον στοιχειώδεις ανάγκες είναι, μεταξύ άλλων, η τροφή, η προσωπική καθαριότητα και η στέγαση.


29      Πρβλ. αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2013/33.


30      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).


31      Άλλωστε, ακριβώς για να διασφαλίσει την ταχεία και αποτελεσματική διεκπεραίωση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/33 επιτρέπει στο κράτος μέλος υποδοχής να αποφασίζει σχετικά με τη διαμονή του αιτούντος.


32      Όταν οι υλικές συνθήκες υποδοχής έχουν τη μορφή οικονομικού βοηθήματος, η ανάκληση καταλήγει στην κατάργηση της καταβολής του βοηθήματος αυτού.


33      Βλ., συναφώς, γνώμη την οποία συμμερίζεται η Ύπατη Αρμοστεία στο πλαίσιο των σχολίων της που μνημονεύθηκαν στην υποσημείωση 16 των παρουσών προτάσεων (https://www.refworld.org/docid/5746b44b4.html, σημείο 20).


34      Στο Βέλγιο, όπου η υλική συνδρομή καλύπτει ορισμένες υπηρεσίες ευρύτερες από τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στις υλικές συνθήκες υποδοχής που ορίζονται στην οδηγία 2013/33, ο περιορισμός αυτός μπορεί να αφορά την πρόσβαση σε κάποιες υπηρεσίες. Συναφώς, το άρθρο 45 του νόμου περί υποδοχής επιτρέπει στη Fedasil να περιορίζει την πρόσβαση σε ορισμένες υπηρεσίες ή ακόμη και να καταργεί ή να μειώνει προσωρινά το χρηματικό βοήθημα για τα καθημερινά έξοδα. Η κύρωση αυτή αφορά πράξεις μικρότερης βαρύτητας από τις επίμαχες πράξεις.


35      Δυνάμει της διατάξεως αυτής, σε εξαιρετικές και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, το κράτος μέλος υποδοχής δύναται να προβλέπει διαφορετικούς όρους όσον αφορά τις υλικές συνθήκες υποδοχής, όταν είναι αναγκαία η εκτίμηση των ειδικών αναγκών ευάλωτου προσώπου.


36      Κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, το κράτος μέλος υποδοχής οφείλει να μεριμνά για την κατάλληλη παρακολούθηση της καταστάσεως του αιτούντος και να λαμβάνει υπόψη τις ειδικές ανάγκες του, αν καταστούν εμφανείς σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας ασύλου, προκειμένου να του παράσχει ειδική στήριξη.


37      Η υπογράμμιση δική μου.


38      Πρβλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Ιανουαρίου 2011, M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας (CE:ECHR:2011:0121JUD003069609, § 252 έως 263), όπου το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η κατάσταση αιτούντος άσυλο ο οποίος «βρέθηκε επί μήνες να ζει στους δρόμους, χωρίς πόρους, χωρίς πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη, χωρίς να διαθέτει κανένα μέσο για να καλύψει τις βασικές του ανάγκες» είχε φθάσει στο επίπεδο βαρύτητας που απαιτείται από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Βλ., επίσης, απόφαση του ΕΔΔΑ της 18ης Ιουνίου 2009, Budina κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2009:0618DEC004560305).


39      C‑79/13 (EU:C:2014:103).


40      Οδηγία του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη (ΕΕ 2003, L 31, σ. 18).


41      Απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Saciri κ.λπ. (C‑79/13, EU:C:2014:103, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η υπογράμμιση δική μου.


42      Απόφαση του ΕΔΔΑ της 17ης Οκτωβρίου 2013 (CE:ECHR:2013:1017JUD002701307, § 161).


43      Όπως προκύπτει από το άρθρο 18 του νόμου περί υποδοχής, η διαμονή σε δομή φιλοξενίας έκτακτης ανάγκης δεν μπορεί να υπερβεί τις δέκα ημέρες, εκεί δε καλύπτονται οι στοιχειώδεις ανάγκες του δικαιούχου υποδοχής. Στις ανάγκες αυτές συμπεριλαμβάνεται κάθε αναγκαία αρωγή, και ιδίως η παροχή τροφής, στέγης, η πρόσβαση σε υγειονομικές εγκαταστάσεις και η ιατρική συνοδεία.