Language of document : ECLI:EU:F:2011:172

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑80/10

AJ

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Προαγωγή — Άρθρα 43 και 45 του ΚΥΚ — Έκθεση αξιολογήσεως — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Αιτιολογία»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο AJ ζητεί, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της εκθέσεως αξιολογήσεώς του για το έτος 2008.

Απόφαση:      Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο προσφεύγων φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση αξιολογήσεως — Εξουσία εκτιμήσεως των αξιολογητών — Δικαστικός έλεγχος — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

2.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση αξιολογήσεως — Αντικείμενο — Υποχρεώσεις των αξιολογητών

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

3.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση αξιολογήσεως — Μείωση της βαθμολογίας σε σχέση με την προηγούμενη βαθμολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

4.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Έκθεση αξιολογήσεως — Επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως επί θεμάτων αξιολογήσεως και προαγωγών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή — Ρόλος των ενδιάμεσων ομάδων εργασίας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

5.      Υπάλληλοι — Βαθμολογία — Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας — Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43)

1.      Στους αξιολογητές αναγνωρίζεται ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στις κρίσεις που διατυπώνουν σχετικά με την εργασία των προσώπων για τη βαθμολόγηση των οποίων είναι υπεύθυνοι. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης επί του περιεχομένου των εκθέσεων αξιολογήσεως περιορίζεται στον έλεγχο του νομότυπου της διαδικασίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών και της τυχόν υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή καταχρήσεως εξουσίας. Πράγματι, δεν εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει το βάσιμο της εκτιμήσεως της διοικήσεως όσον αφορά τις επαγγελματικές ικανότητες του υπαλλήλου, όταν αυτή περιέχει σύνθετες αξιολογικές κρίσεις οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους, δεν επιδέχονται αντικειμενική επαλήθευση.

Ένα σφάλμα μπορεί να χαρακτηριστεί πρόδηλο μόνον εφόσον μπορεί ευχερώς να εντοπιστεί κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων από τα οποία ο νομοθέτης έχει εξαρτήσει την άσκηση εξουσίας λήψεως αποφάσεων.

Κατά συνέπεια, η διαπίστωση πρόδηλης πλάνης της διοικήσεως κατά την εκ μέρους της εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ικανής να δικαιολογήσει την ακύρωση αποφάσεως περί προαγωγής ή εκθέσεως αξιολογήσεως, προϋποθέτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία, το βάρος προσκομίσεως των οποίων φέρει ο προσφεύγων, αρκούν για την ανατροπή των εκτιμήσεων της διοικήσεως. Δηλαδή ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την πρόδηλη πλάνη πρέπει να απορρίπτεται εάν, παρά τα στοιχεία που προσκομίζει ο προσφεύγων, η προσβαλλόμενη εκτίμηση μπορεί να γίνει δεκτή ως αληθής ή έγκυρη.

Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν στην εν λόγω απόφαση έχουν εμφιλοχωρήσει σφάλματα εκτιμήσεως που, ακόμη και θεωρούμενα στο σύνολό τους, είναι ελάσσονα και ανίκανα να έχουν καθορίσει την απόφαση της διοικήσεως.

Πρέπει να προστεθεί, ειδικότερα, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των εκτιμήσεων που περιέχονται στις εκθέσεις αξιολογήσεως, ότι δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο ο έλεγχος αυτός να περιορίζεται στην πρόδηλη πλάνη, διότι ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει άμεση γνώση της καταστάσεως των αξιολογουμένων υπαλλήλων, ενώ η διαδικασία αξιολογήσεως παρέχει, σε διοικητικό επίπεδο, εχέγγυα, εμπλέκοντας τον αξιολογούμενο υπάλληλο, τους ιεραρχικώς ανωτέρους του και ένα όργανο ίσης εκπροσωπήσεως.

(βλ. σκέψεις 32 και 34 έως 37)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 23 Νοεμβρίου 1978, 56/77, Agence européenne d’intérims κατά Επιτροπής, σκέψη 20

ΓΔΕΕ: 8 Μαΐου 1996, T‑19/95, Adia interim κατά Επιτροπής, σκέψη 49· 12 Δεκεμβρίου 1996, T‑380/94, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, σκέψη 59· 6 Ιουλίου 2000, T‑139/99, AICS κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 39· 12 Φεβρουαρίου 2008, T‑289/03, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 221· 21 Μαΐου 2008, T‑495/04, Belfass κατά Συμβουλίου, σκέψη 63

ΔΔΔΕΕ: 29 Σεπτεμβρίου 2009, F‑114/07, Wenning κατά Ευρωπόλ, σκέψη 111 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 23 Φεβρουαρίου 2010, F‑7/09, Faria κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 24 Μαρτίου 2011, F‑104/09, Canga Fano κατά Συμβουλίου, σκέψη 35, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπόθεση T‑281/11 P

2.      Ο σκοπός της εκθέσεως αξιολογήσεως είναι να αποτελεί γραπτή και επίσημη απόδειξη για την ποιότητα της εργασίας του υπαλλήλου, οπότε δεν περιγράφει απλώς τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν κατά το οικείο χρονικό διάστημα, αλλά εμπεριέχει και αξιολόγηση των ανθρώπινων προσόντων που επέδειξε ο κρινόμενος κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Από αυτό συνάγεται, ειδικότερα, ότι η έκθεση αξιολογήσεως δεν αποσκοπεί στην κατάρτιση ενός εξαντλητικού πίνακα των υπηρεσιών που κλήθηκε να παράσχει ο υπάλληλος στο πλαίσιο της εκτελέσεως των καθηκόντων που συνεπάγεται η θέση του, αλλά στην επισήμανση, βάσει καθοριστικών στοιχείων, της ικανότητας, της αποδόσεως και της συμπεριφοράς κάθε υπαλλήλου στην υπηρεσία. Εξάλλου, η κρίση του αξιολογητή διαμορφώνεται μετά από διαδικασία κατ’ αντιμωλία που αφορά ακριβώς την εκτίμηση των υπηρεσιών κατά την περίοδο αναφοράς. Κατά συνέπεια, αρκεί, κατ’ αρχήν, η έκθεση αξιολογήσεως να συνάγει τα κύρια χαρακτηριστικά των παρασχεθεισών από τον υπάλληλο υπηρεσιών όσον αφορά, ιδίως, την απόδοση, την ικανότητα και τη συμπεριφορά στην υπηρεσία και να προβαίνει στην εκτίμησή τους. Υπό την επιφύλαξη της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και υπό τον όρον ότι η εκτίμηση είναι σαφώς εξατομικευμένη και όχι απρόσωπη, ο αξιολογητής δεν είναι υποχρεωμένος να αιτιολογεί λεπτομερώς την εκτίμησή του παραθέτοντας συγκεκριμένα παραδείγματα που να αποδεικνύουν την ορθότητα των αξιολογικών του κρίσεων.

Εξάλλου, μολονότι ο αξιολογητής δεν μπορεί να αναθέτει σε τρίτους το καθήκον της εκτιμήσεως των παρασχεθεισών από τους αξιολογούμενους υπαλλήλους υπηρεσιών, τίποτα δεν τον εμποδίζει να λαμβάνει υπόψη πληροφορίες προερχόμενες από επίσημους και αξιόπιστους συνομιλητές. Μια τέτοια προσέγγιση είναι σύμφωνη προς την υποχρέωση κάθε αρχής να αποφαίνεται μετά λόγου γνώσεως και αφού εξετάσει πλήρως την κατάσταση.

(βλ. σκέψεις 58 και 59)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 22 Δεκεμβρίου 2008, C‑198/07 P, Gordon κατά Επιτροπής, σκέψη 44

ΓΔΕΕ: 12 Σεπτεμβρίου 2007, T‑249/04, Combescot κατά Επιτροπής, σκέψη 86· 19 Νοεμβρίου 2009, T‑49/08 P, Μιχαήλ κατά Επιτροπής, σκέψη 57

ΔΔΔΕΕ: 10 Νοεμβρίου 2009, F‑93/08, N κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 46· 10 Σεπτεμβρίου 2009, F‑139/07, van Arum κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 101

3.      Η διοίκηση έχει την υποχρέωση να αιτιολογεί κάθε έκθεση αξιολογήσεως επαρκώς και λεπτομερώς και να παρέχει τη δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά με την αιτιολογία αυτή, η δε τήρηση των επιταγών αυτών είναι κατά μείζονα λόγο σημαντική όταν η αξιολόγηση είναι χαμηλότερη σε σχέση με την προηγούμενη αξιολόγηση.

(βλ. σκέψη 86)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 20 Νοεμβρίου 2007, T‑205/04, Ianniello κατά Επιτροπής, σκέψη 94

ΔΔΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 2007, F‑65/05, Sequeira Wandschneider κατά Επιτροπής, σκέψη 96· 21 Φεβρουαρίου 2008, F‑19/06, Semeraro κατά Επιτροπής, σκέψεις 47 και 48

4.      Η μοναδική αποστολή των ενδιάμεσων ομάδων εργασίας κατά τη διαδικασία βαθμολογήσεως στις υπηρεσίες της Επιτροπής συνίσταται στην προετοιμασία των συνεδριάσεων της ολομέλειας της επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως επί θεμάτων αξιολογήσεως και προαγωγών και στη σύνθεση της εργασίας των ομάδων εργασίας ίσης εκπροσωπήσεως για λογαριασμό της εν λόγω επιτροπής. Κατά συνέπεια, η καθιέρωση αυτών των ομάδων στηρίζεται στην εξουσία εσωτερικής οργανώσεως της αρχής, που της παρέχει τη δυνατότητα, ακόμη και ελλείψει σχετικής διατάξεως, να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσει την εσωτερική της λειτουργία προς το συμφέρον της χρηστής διοικήσεως. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η σύσταση των ενδιάμεσων ομάδων εργασίας δεν οδήγησε σε μεταβίβαση των εξουσιών που ο ΚΥΚ αναθέτει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και δεν δημιουργεί καμία υποχρέωση σε βάρος των αξιολογουμένων υπαλλήλων ούτε τους παρέχει κάποιο δικαίωμα ή κάποια διαδικαστική εγγύηση.

(βλ. σκέψη 101)

5.      Τα δικαιώματα άμυνας τυγχάνουν βέβαια εφαρμογής στη διαδικασία αξιολογήσεως, συνεπάγονται όμως μόνον ότι πρέπει να δοθεί στον βαθμολογούμενο υπάλληλο επαρκής δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας βαθμολογήσεως επί των αξιολογικών κρίσεων των οποίων αποτελεί αντικείμενο, πριν καταστεί οριστική η έκθεση βαθμολογίας του.

Επιπλέον, ο δευτεροβάθμιος αξιολογητής μπορεί να συμβουλευθεί τους ιεραρχικώς προϊσταμένους του αξιολογούμενου υπαλλήλου, τον αξιολογητή του ή συναδέλφους του ενδιαφερομένου, χωρίς η διαβούλευση αυτή να συνεπάγεται κατ’ ανάγκη τη διεξαγωγή κατ’ αντιμωλία συζητήσεως με τον υπάλληλο αυτόν. Αυτό επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο στην περίπτωση των ενδιάμεσων ομάδων εργασίας μιας επιτροπής ίσης εκπροσωπήσεως επί θεμάτων αξιολογήσεως και προαγωγών στην Επιτροπή, που δεν μπορούν να προβούν οι ίδιες στην αξιολόγηση των υπηρεσιών των ενδιαφερομένων.

(βλ. σκέψεις 108 και 109)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 20 Νοεμβρίου 2007, T‑308/04, Ianniello κατά Επιτροπής, σκέψεις 73 και 74· 18 Ιουνίου 2008, T‑164/07 P, Sundholm κατά Επιτροπής, σκέψεις 28 και 29