Language of document : ECLI:EU:T:2022:5

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 12ης Ιανουαρίου 2022 (*)

«Θεσμικό δίκαιο – Ενισχυμένη συνεργασία για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας – Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 – Διορισμός των Ευρωπαίων εισαγγελέων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας – Διορισμός ενός από τους υποψηφίους που πρότεινε το Βέλγιο – Κανόνες για τον διορισμό των Ευρωπαίων εισαγγελέων»

Στην υπόθεση T‑647/20,

Jean-Michel Verelst, κάτοικος Éghezée (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον C. Molitor, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους K. Pleśniak, R. Meyer και K. Kouri,

καθού,

υποστηριζόμενου από το

Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τις C. Pochet, M. Van Regemorter και M. Jacobs,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της εκτελεστικής απόφασης (ΕΕ) 2020/1117 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 2020, για τον διορισμό των Ευρωπαίων εισαγγελέων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ 2020, L 244, σ. 18), καθόσον διορίζει τον Yves van den Berge στη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και απορρίπτει την υποψηφιότητα του προσφεύγοντος,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τις M. J. Costeira, πρόεδρο, M. Kancheva (εισηγήτρια) και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο προσφεύγων, Jean-Michel Verelst, ασκεί από το 2010 τα καθήκοντα του αντεισαγγελέα Βρυξελλών (Βέλγιο) με εξειδίκευση στον φορολογικό τομέα. Είναι, μεταξύ άλλων, διευθυντής της κεντρικής υπηρεσίας κατασχέσεων και δημεύσεων (Organe central pour la saisie et la confiscation, στο εξής: OCSC) της βελγικής εισαγγελικής αρχής από τις 2 Ιανουαρίου 2017, έχοντας διατελέσει ως αναπληρωτής διευθυντής από τον μήνα Δεκέμβριο του 2013.

2        Στις 12 Οκτωβρίου 2017 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ 2017, L 283, σ. 1). Ο κανονισμός αυτός προβλέπει τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ως οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θεσπίζει τους κανόνες σχετικά με τη λειτουργία της.

3        Η αιτιολογική σκέψη 40 του κανονισμού 2017/1939 έχει ως εξής:

«Η διαδικασία διορισμού του (της) ευρωπαίου(-ας) γενικού(-ής) εισαγγελέα και των ευρωπαίων εισαγγελέων θα πρέπει να διασφαλίζει την ανεξαρτησία τους. Η νομιμοποίησή τους θα πρέπει να αντλείται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που συμμετέχουν στη διαδικασία διορισμού.»

4        Η αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 2017/1939 έχει ως εξής:

«Θα πρέπει να καταρτίζεται από επιτροπή επιλογής κατάλογος επιλεγμένων υποψηφίων για τη θέση του (της) ευρωπαίου(-ας) γενικού(-ής) εισαγγελέα. Η αρμοδιότητα για τη θέσπιση των κανόνων λειτουργίας της επιτροπής επιλογής και για τον διορισμό των μελών της θα πρέπει να ανατεθεί στο Συμβούλιο, βάσει πρότασης της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής. Αυτή η εκτελεστική αρμοδιότητα θα αντανακλά τις ειδικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στο Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 86 [ΣΛΕΕ] και αντικατοπτρίζει την ιδιαίτερη φύση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η οποία θα παραμείνει στενά συναρθρωμένη με τις εθνικές νομικές δομές, ενώ θα είναι συγχρόνως ενωσιακός οργανισμός. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα ασκεί καθήκοντα σε διαδικασίες στις οποίες οι περισσότεροι άλλοι συμμετέχοντες θα είναι εθνικοί φορείς, όπως τα δικαστήρια, η αστυνομία και οι άλλες αρχές επιβολής του νόμου, και, ως εκ τούτου, έχει ιδιαίτερη σημασία για το Συμβούλιο να συμμετέχει στενά στη διαδικασία διορισμού. Η ανάθεση των εν λόγω αρμοδιοτήτων στο Συμβούλιο λαμβάνει επίσης δεόντως υπόψη και τη δυνητικά ευαίσθητη φύση των εξουσιών λήψης αποφάσεων που έχουν άμεσες συνέπειες για τις δικαστικές δομές και τις δομές δίωξης των κρατών μελών […]».

5        Σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939, κάθε κράτος μέλος που συμμετέχει στην ενισχυμένη συνεργασία για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας πρέπει να προτείνει τρεις υποψηφίους για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα μεταξύ προσώπων τα οποία είναι ενεργά μέλη της εισαγγελικής αρχής ή του δικαστικού σώματος του σχετικού κράτους μέλους, παρέχουν εχέγγυα ανεξαρτησίας και διαθέτουν τα προσόντα που απαιτούνται για διορισμό σε υψηλό εισαγγελικό ή δικαστικό αξίωμα στο αντίστοιχο κράτος μέλος τους και διαθέτουν τη σχετική πρακτική πείρα στα εθνικά νομικά συστήματα, στις έρευνες στον χρηματοοικονομικό τομέα και στη διεθνή δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις.

6        Το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1939 προβλέπει ότι το Συμβούλιο, αφού λάβει την αιτιολογημένη γνώμη από την επιτροπή επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού (στο εξής: επιτροπή επιλογής), επιλέγει και διορίζει έναν από τους υποψηφίους ως Ευρωπαίο εισαγγελέα του οικείου κράτους μέλους και ότι, εάν η επιτροπή επιλογής κρίνει ότι συγκεκριμένος υποψήφιος δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του Ευρωπαίου εισαγγελέα, η γνώμη της είναι δεσμευτική για το Συμβούλιο. Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1939, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία, επιλέγει και διορίζει τους Ευρωπαίους εισαγγελείς για μη ανανεώσιμη θητεία διάρκειας έξι ετών και μπορεί να αποφασίσει να παρατείνει τη θητεία έως τρία έτη μετά το πέρας της περιόδου των έξι ετών.

7        Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1939, το Συμβούλιο θεσπίζει τους κανόνες λειτουργίας της επιτροπής επιλογής και εκδίδει απόφαση περί του διορισμού των μελών της έπειτα από πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

8        Στις 13 Ιουλίου 2018 το Συμβούλιο εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2018/1696, για τους κανόνες λειτουργίας της επιτροπής επιλογής που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3 του κανονισμού 2017/1939 (ΕΕ 2018, L 282, σ. 8).

9        Το παράρτημα της εκτελεστικής απόφασης 2018/1696 φέρει τον τίτλο «Κανόνες λειτουργίας» (στο εξής: κανόνες λειτουργίας της επιτροπής επιλογής). Σύμφωνα με το σημείο VI.2 των κανόνων αυτών, σχετικά με τη διαδικασία διορισμού των Ευρωπαίων εισαγγελέων, η επιτροπή επιλογής, αφού λάβει τις υποψηφιότητες, τις εξετάζει σε σχέση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939 και καλεί τους προτεινόμενους υποψηφίους σε ακρόαση, η οποία πραγματοποιείται με αυτοπρόσωπη συμμετοχή. Το πρώτο εδάφιο του σημείου VII.2 των ίδιων κανόνων προβλέπει ότι «[μ]ε βάση τα πορίσματά της κατά τη διάρκεια της εξέτασης και της ακρόασης, η επιτροπή επιλογής διατυπώνει γνώμη σχετικά με τα προσόντα των υποψηφίων για την εκτέλεση των καθηκόντων των Ευρωπαίων εισαγγελέων και δηλώνει ρητά το κατά πόσον οι υποψήφιοι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 16 παράγραφος 1 του κανονισμού […] 2017/1939». Κατά το τρίτο εδάφιο του εν λόγω σημείου VII.2, «[η] επιτροπή επιλογής κατατάσσει τους υποψηφίους με βάση τα προσόντα και την πείρα τους», η κατάταξη δε αυτή «καθορίζει τη σειρά προτίμησης της επιτροπής επιλογής και δεν είναι δεσμευτική για το Συμβούλιο».

10      Ενόψει της πρότασης των τριών υποψηφίων για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939, οι βελγικές αρχές δημοσίευσαν πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων στο Moniteur belge της 25ης Ιανουαρίου 2019, στην οποία ανταποκρίθηκαν έξι υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων και ο προσφεύγων. Οι υποψήφιοι αυτοί έτυχαν ακρόασης από το Collège des procureurs généraux (σώμα των γενικών εισαγγελέων) και τον Procureur fédéral de Belgique (ομοσπονδιακό εισαγγελέα του Βελγίου) στις 14 Μαρτίου 2019. Με την από 20 Μαρτίου 2019 γνώμη του, το σώμα των γενικών εισαγγελέων επισήμανε, όσον αφορά την υποψηφιότητα του προσφεύγοντος για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα, ότι «[τ]α καθήκοντα [του προσφεύγοντος], τόσο τα τωρινά όσο και αυτά που άσκησε κατά το παρελθόν, ιδίως στον τομέα της καταπολέμησης του οικονομικού, χρηματοοικονομικού και φορολογικού εγκλήματος, καθώς και η πείρα του στο πλαίσιο της διοίκησης της OCSC (ευρωπαϊκές αποστολές – ΑRO – και διεθνείς –CARIN), αποτέλεσαν για τον ίδιο πλεονεκτήματα προκειμένου να ασκήσει τα καθήκοντα του Ευρωπαίου εισαγγελέα στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία». Ωστόσο, επισήμανε ότι «[ο προσφεύγων] δεν μπόρεσε να πείσει το σώμα [ότι είχε] αρκούντως σαφές όραμα για τα καθήκοντα και τις αποστολές της μελλοντικής Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και [του] [Ευρωπαίου] εισαγγελέα [κράτους μέλους]». Εν κατακλείδι, το σώμα των γενικών εισαγγελέων εξέδωσε, όσον αφορά τον προσφεύγοντα, «γνώμη με επιφυλάξεις όσον αφορά το αξίωμα του Ευρωπαίου εισαγγελέα (σε διαβαθμισμένη κλίμακα με τις ενδείξεις πολύ ευνοϊκή –ευνοϊκή – με επιφυλάξεις – αρνητική)».

11      Με έγγραφο της 11ης Απριλίου 2019, ο Βέλγος Υπουργός Δικαιοσύνης ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939, στις 29 Μαρτίου 2019 είχε προτείνει στον πρόεδρο της επιτροπής επιλογής τρεις υποψηφίους για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα, διευκρινίζοντας ότι ο προσφεύγων συμπεριλαμβανόταν ανάμεσά τους.

12      Ο προσφεύγων έτυχε ακροάσεως από την επιτροπή επιλογής στις 24 Μαΐου 2019.

13      Στις 20 Ιουνίου 2019 η επιτροπή επιλογής απηύθυνε στο Συμβούλιο την αιτιολογημένη γνώμη της σχετικά με τους υποψηφίους τους οποίους πρότεινε το Βασίλειο του Βελγίου για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα.

14      Με τη γνώμη αυτή, κατ’ αρχάς, η επιτροπή επιλογής διευκρίνισε ότι, κατά την εκτίμησή της, βάσει της εξετάσεως των βιογραφικών σημειωμάτων και των επιστολών εκδήλωσης ενδιαφέροντος καθώς και των ακροάσεων που διεξήχθησαν στις 23 και 24 Μαΐου 2019, οι υποψήφιοι που πρότεινε το Βασίλειο του Βελγίου για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939.

15      Στη συνέχεια, η επιτροπή επιλογής επισήμανε ότι είχε κατατάξει τους εν λόγω υποψηφίους με σειρά προτίμησης στην οποία ο προσφεύγων είχε καταταγεί στην πρώτη θέση, ενώ ο Y. van den Berge είχε καταταγεί στην τρίτη θέση.

16      Όσον αφορά τον προσφεύγοντα, η επιτροπή επιλογής αιτιολόγησε την κατάταξη αυτή ως εξής:

«Μεταξύ των προταθέντων υποψηφίων, η επιτροπή έκρινε ότι [ο προσφεύγων] είναι ο πλέον κατάλληλος για την άσκηση των καθηκόντων του Ευρωπαίου εισαγγελέα εντός της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας […]. Ως αντεισαγγελέας Βρυξελλών, [ο προσφεύγων] είναι ο διευθυντής της [OCSC] εντός της ομοσπονδιακής δημόσιας υπηρεσίας Δικαιοσύνης του Βελγίου. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, απέκτησε τεράστια πείρα στις έρευνες και τις διώξεις σχετικά με μείζονα οικονομικά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και σοβαρών περιπτώσεων αλυσιδωτής απάτης. Απέκτησε επίσης πολύτιμη πείρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. [Ο προσφεύγων] είναι μέλος της πιλοτικής ομάδας και πρόσωπο επαφής του Δικτύου Διασύνδεσης Υπηρεσιών Ανάκτησης Περιουσιακών Στοιχείων του Camden (CARIN) και συμμετέχει τακτικά στις ομάδες εργασίας της [Ένωσης] για την κατάσχεση παρανόμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων. [Ο προσφεύγων] έχει επιδείξει σημαντική ικανότητα εργασίας σε πολυπολιτισμικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας να αντιμετωπίζει διαφορετικά νομικά συστήματα της Ένωσης και της άρτιας γνώσης του θεσμικού νομικού της πλαισίου […]. Κατέχει, μεταξύ άλλων, εκτεταμένη πείρα σε διευθυντικές θέσεις.

Κατά την ακρόασή του, [ο προσφεύγων] παρουσίασε ένα στρατηγικό όραμα σχετικά με τον ρόλο και τη λειτουργία του Ευρωπαίου εισαγγελέα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και έδωσε πολύ συγκεκριμένες απαντήσεις στις ερωτήσεις της επιτροπής. Απέδειξε ότι έχει ορθώς κατανοήσει τον κανονισμό [2017/1939] καθώς και τις προκλήσεις τις οποίες θα μπορούσε να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και πρότεινε βιώσιμες λύσεις για την αντιμετώπισή τους. Η επιτροπή εκτίμησε την έμφαση που έδωσε [ο προσφεύγων] στην ανάγκη σεβασμού εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας των θεμελιωδών και δικονομικών δικαιωμάτων στις διαδικασίες της. Η επιτροπή εκτίμησε ιδιαιτέρως τις εξειδικευμένες γνώσεις του στον τομέα της κατάσχεσης και της ανάκτησης παρανόμως αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων, καθώς και την πραγματιστική προσέγγισή του κατά την επίλυση των ενδεχόμενων συγκρούσεων. Η επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι [ο προσφεύγων] πληροί όλες τις προϋποθέσεις προκειμένου να ασκήσει αποτελεσματικώς τα καθήκοντά του ως Ευρωπαίος εισαγγελέας.»

17      Το ζήτημα της επιλογής και του διορισμού των Ευρωπαίων εισαγγελέων εξετάστηκε από τους συμβούλους Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων του Συμβουλίου κατά τη διάρκεια έξι διαδοχικών συνεδριάσεων (στο εξής: συνεδριάσεις COPEN), οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις 9 Σεπτεμβρίου, στις 26 Νοεμβρίου και στις 12 Δεκεμβρίου 2019, καθώς και την 1η Ιουλίου 2020 και στις 20 και 22 Ιουλίου 2020.

18      Στις 18 Σεπτεμβρίου 2019 η Προεδρία του Συμβουλίου απηύθυνε στην Επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων (στο εξής: Coreper) έγγραφο με τίτλο «Καθήκοντα και διαδικασίες για την επιλογή των Ευρωπαίων εισαγγελέων». Το σημείο 8 του εγγράφου αυτού είχε ως εξής:

«Οι προπαρασκευαστικές τεχνικές εργασίες διεξάγονται από τα αρμόδια όργανα του Συμβουλίου (COPEN Ομάδα εργασίας και/ή συμβούλους ΔΕΥ, κατά περίπτωση). Η εξέταση πραγματοποιείται βάσει των αιτιολογημένων γνωμών που αποστέλλονται από την εξεταστική επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη σειρά προτίμησης της μη υποχρεωτικής κατάταξης της επιτροπής επιλογής και το γεγονός ότι τα προσόντα και η επαγγελματική ιδιότητα [καθώς και] οι δεξιότητες των προσώπων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των επικρατέστερων υποψηφίων έχουν ήδη αξιολογηθεί προσεκτικά από την επιτροπή επιλογής. Μετά την εξέταση αυτή, το αρμόδιο όργανο του Συμβουλίου θα προτείνει τους Ευρωπαίους εισαγγελείς και θα συστήσει στην [Coreper] να τους διορίσει. Σύμφωνα με το άρθρο 16[, παράγραφοι 3 και 4,] του κανονισμού [2017/1939], το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία των συμμετεχόντων κρατών μελών, επιλέγει και διορίζει τους Ευρωπαίους εισαγγελείς […]».

19      Κατά τη συνεδρίαση COPEN της 26ης Νοεμβρίου 2019, η βελγική αντιπροσωπεία ανέφερε [εμπιστευτικό] (1).

20      Κατά τη συνεδρίαση COPEN της 12ης Δεκεμβρίου 2019, [εμπιστευτικό].

21      Στις 27 Φεβρουαρίου 2020 το Βασίλειο του Βελγίου παρέσχε στο Συμβούλιο γραπτή αιτιολογία σχετικά με [εμπιστευτικό].

22      Με τη γραπτή αυτή αιτιολογία, το Βασίλειο του Βελγίου [εμπιστευτικό].

23      Στη συνέχεια, το Βασίλειο του Βελγίου εξέθεσε την άποψη του σώματος των γενικών εισαγγελέων και του ομοσπονδιακού εισαγγελέα ως εξής:

«[εμπιστευτικό]».

24      Το Βασίλειο του Βελγίου εξέθεσε επίσης τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη η άποψη του σώματος των γενικών εισαγγελέων εν προκειμένω ως εξής:

«[εμπιστευτικό]».

25      Το Βασίλειο του Βελγίου διευκρίνισε επίσης ότι «[εμπιστευτικό]».

26      Ολοκληρώνοντας τη γραπτή αιτιολογία του, το Βασίλειο του Βελγίου ανέφερε ότι, «[εμπιστευτικό]».

27      Κατά τη συνεδρίαση COPEN της 1ης Ιουλίου 2020, η Προεδρία του Συμβουλίου υπενθύμισε ότι, [εμπιστευτικό].

28      Κατά συνέπεια, το ζήτημα της επιλογής και του διορισμού του Ευρωπαίου εισαγγελέα του Βασιλείου του Βελγίου συζητήθηκε κατά τη συνάντηση της «ομάδας ANTICI» της 13ης Ιουλίου 2020.

29      Στις 24 Ιουλίου 2020 η Coreper ενέκρινε το σχέδιο αποφάσεως διορισμού των Ευρωπαίων εισαγγελέων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

30      Στις 27 Ιουλίου 2020 το Συμβούλιο εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2020/1117, για τον διορισμό των ευρωπαίων εισαγγελέων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ 2020, L 244, σ. 18, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

31      Οι αιτιολογικές σκέψεις 7 και 8 της προσβαλλόμενης απόφασης έχουν ως εξής:

«(7)      Η επιτροπή επιλογής συνέταξε τις αιτιολογημένες γνώμες και την κατάταξη για κάθε έναν από τους προτεινόμενους υποψηφίους που πληρούσαν τους όρους του άρθρου 16 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 και τις υπέβαλε στο Συμβούλιο, το οποίο τις παρέλαβε στις 29 Μαΐου, στις 20 Ιουνίου, στις 11 Οκτωβρίου, στις 18 Νοεμβρίου και στις 10 Δεκεμβρίου 2019, καθώς και στις 16 Ιουλίου 2020.

(8)      Σύμφωνα με τον κανόνα VII.2 τέταρτο εδάφιο των κανόνων λειτουργίας της επιτροπής επιλογής, η επιτροπή επιλογής κατέταξε τους υποψηφίους με βάση τα προσόντα και την πείρα τους. Η κατάταξη καθορίζει τη σειρά προτίμησης της επιτροπής επιλογής και δεν είναι δεσμευτική για το Συμβούλιο.»

32      Στην αιτιολογική σκέψη 12 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Συμβούλιο ανέφερε ότι αξιολόγησε τα αντίστοιχα ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων, λαμβάνοντας υπόψη τις αιτιολογημένες γνώμες που υποβλήθηκαν από την επιτροπή επιλογής. Στην αιτιολογική σκέψη 13 της αποφάσεως αυτής, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι, ως αποτέλεσμα της εν λόγω αξιολόγησης, ακολούθησε τη μη δεσμευτική σειρά προτίμησης που υπέδειξε η επιτροπή επιλογής για όλους τους υποψηφίους που προτάθηκαν από τα συμμετέχοντα κράτη μέλη πλην των προταθέντων από το Βασίλειο του Βελγίου, τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας και τη Δημοκρατία της Πορτογαλίας, για τους οποίους στηρίχθηκε σε διαφορετική αξιολόγηση των ουσιαστικών προσόντων των εν λόγω υποψηφίων από τα σχετικά προπαρασκευαστικά όργανα του Συμβουλίου.

33      Κατά το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης:

«Τα ακόλουθα πρόσωπα διορίζονται ευρωπαίοι εισαγγελείς της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ως έκτακτοι υπάλληλοι στον βαθμό AD 13, για μη ανανεώσιμη θητεία έξι ετών από τις 29 Ιουλίου 2020:

κ. Yves VAN DEN BERGE

[…]».

34      Με έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2020, το Συμβούλιο κοινοποίησε στον προσφεύγοντα, όπως και σε όλους τους λοιπούς μη επιλεγέντες υποψηφίους, την προσβαλλόμενη απόφαση καθώς και τις κρίσιμες πληροφορίες σχετικά με τους λόγους στους οποίους στήριξε την απόφασή του να διορίσει άλλον υποψήφιο, εν προκειμένω τον Υ. van den Berge.

35      Συνεπώς, το Συμβούλιο διευκρίνισε [εμπιστευτικό].

36      Συναφώς, το Συμβούλιο παρέσχε διάφορες διευκρινίσεις. Ως εκ τούτου, επισήμανε [εμπιστευτικό].

37      Το Συμβούλιο υπογράμμισε επίσης [εμπιστευτικό].

38      Εξάλλου, το Συμβούλιο ανέφερε [εμπιστευτικό].

39      Με το έγγραφο αυτό, το Συμβούλιο διευκρίνισε επίσης [εμπιστευτικό].

40      Με έγγραφο της 19ης Οκτωβρίου 2020, ο προσφεύγων ζήτησε από το Συμβούλιο να του διαβιβάσει το σύνολο των εγγράφων σχετικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας επιλογής που τον αφορούσε. Απαντώντας, το Συμβούλιο κοινοποίησε στον προσφεύγοντα, στις 25 Νοεμβρίου 2020, την αξιολόγηση της υποψηφιότητάς του από την επιτροπή επιλογής, τη γραπτή αιτιολογία που παρέσχε το Βασίλειο του Βελγίου για να παρεκκλίνει από τη σειρά προτιμήσεως της επιτροπής επιλογής όσον αφορά τους προταθέντες από το κράτος μέλος αυτό υποψηφίους για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα, αποσπάσματα των πρακτικών των συνεδριάσεων COPEN της 26ης Νοεμβρίου 2019, της 12ης Δεκεμβρίου 2019 και της 1ης Ιουλίου 2020, καθόσον αφορούσαν την επιλογή των υποψηφίων που προτάθηκαν από το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και το έγγραφο του Συμβουλίου 12175/19, της 18ης Δεκεμβρίου 2019, για τον καθορισμό της εσωτερικής διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται στο πλαίσιο του Συμβουλίου για τον διορισμό των Ευρωπαίων εισαγγελέων και δύο άλλα έγγραφα σχετικά με την εμπλοκή της «ομάδας ANTICI» στην εν λόγω διαδικασία.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

41      Ο προσφεύγων, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Οκτωβρίου 2020, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

42      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Ιανουαρίου 2021, το Βασίλειο του Βελγίου ζήτησε να του επιτραπεί να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου. Με απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2021, ο πρόεδρος του ενάτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την εν λόγω παρέμβαση. Το Βασίλειο του Βελγίου κατέθεσε το υπόμνημά του και οι κύριοι διάδικοι γνωστοποίησαν εντός των ταχθεισών προθεσμιών στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν είχαν παρατηρήσεις επ’ αυτού.

43      Στις 26 Ιανουαρίου 2021 το Συμβούλιο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου το υπόμνημα αντικρούσεως.

44      Κατόπιν σχετικού αιτιολογημένου αιτήματος που υπέβαλε το Συμβούλιο στις 11 Φεβρουαρίου 2021, βάσει του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να μη συμπεριλάβει στο μη εμπιστευτικό κείμενο της παρούσας αποφάσεως το περιεχόμενο του εγγράφου του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2020, που επισυνάπτεται στο δικόγραφο της προσφυγής, και του εγγράφου του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2020 και των παραρτημάτων του, που επισυνάπτονται στο υπόμνημα αντικρούσεως.

45      Ο προσφεύγων και το Συμβούλιο κατέθεσαν τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως, αντιστοίχως, στις 12 Μαρτίου και στις 19 Απριλίου 2021.

46      Κατόπιν του θανάτου του δικαστή B. Berke την 1η Αυγούστου 2021, η πρόεδρος του ενάτου τμήματος όρισε άλλον δικαστή για να συμπληρωθεί η σύνθεση του τμήματος.

47      Στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους. Οι διάδικοι απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

48      Το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να αποφανθεί επί της προσφυγής χωρίς προφορική διαδικασία.

49      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον διορίζει τον Y. van den Berge Ευρωπαίο εισαγγελέα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας από τις 29 Ιουλίου 2020·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

50      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, έως ότου η πράξη αυτή αντικατασταθεί από νέα πράξη, νομίμως εκδοθείσα, αλλά όχι για περισσότερο από 24 μήνες από την έναρξη ισχύος της αποφάσεως των δικαστηρίων της Ένωσης που θα περατώσει οριστικώς την υπό κρίση υπόθεση.

51      Το Βασίλειο του Βελγίου ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

52      Προς στήριξη της προσφυγής, ο προσφεύγων προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τρεις λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, παράβαση των κανόνων που διέπουν τον διορισμό των Ευρωπαίων εισαγγελέων και ειδικότερα των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 14, παράγραφος 3, και του άρθρου 16, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 2017/1939, καθώς και του άρθρου 1 της εκτελεστικής αποφάσεως 2018/1696, των σημείων VI.2 και VII.2 των κανόνων λειτουργίας της επιτροπής επιλογής καθώς και παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ και κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και του καθήκοντος μέριμνας, καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των διατάξεων που διέπουν τη διαδικασία διορισμού των Ευρωπαίων εισαγγελέων και παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

53      Ο πρώτος λόγος χωρίζεται σε δύο σκέλη.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου

54      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο παρέβη τις διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης καθόσον προέβη σε σύγκριση των προσόντων μεταξύ των τριών υποψηφίων που πρότεινε το Βασίλειο του Βελγίου επί τη βάσει της γνώμης του σώματος των γενικών εισαγγελέων και του ομοσπονδιακού εισαγγελέα του εν λόγω κράτους μέλους και όχι επί τη βάσει της γνώμης της επιτροπής επιλογής.

55      Ο προσφεύγων υποστηρίζει, συναφώς, ότι από το άρθρο 16 του κανονισμού 2017/1939 προκύπτει ότι το Συμβούλιο επιλέγει και διορίζει έναν από τους τρεις υποψηφίους που προτείνονται από έκαστο των κρατών μελών που μετέχουν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αφού λάβει την αιτιολογημένη γνώμη της επιτροπής επιλογής. Επομένως, η εκ μέρους του Συμβουλίου επιλογή ενός εκ των τριών εν λόγω υποψηφίων πρέπει οπωσδήποτε να στηρίζεται στη γνώμη της επιτροπής επιλογής. Ως εκ τούτου, κατά τον προσφεύγοντα, το Συμβούλιο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη γνώμη της επιτροπής επιλογής με εκείνη του οικείου κράτους μέλους ή της αρμόδιας εθνικής αρχής, ο ρόλος των οποίων περιορίζεται στην πρόταση τριών υποψηφίων που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939.

56      Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 16 του κανονισμού 2017/1939 επιβεβαιώθηκε από το ίδιο το Συμβούλιο με το εσωτερικό έγγραφο 12175/19, της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, για τον καθορισμό της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται στο πλαίσιο του Συμβουλίου για τον διορισμό των Ευρωπαίων εισαγγελέων, το οποίο επισυνάπτεται στο παράρτημα του υπομνήματος αντικρούσεως.

57      Όμως, κατά τον προσφεύγοντα, από την αιτιολογική σκέψη 13 της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και από το έγγραφο του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2020 και από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το Συμβούλιο στο παράρτημα του υπομνήματος αντικρούσεως, προκύπτει ότι, όσον αφορά τον διορισμό του προτεινόμενου από το Βασίλειο του Βελγίου υποψηφίου στη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα, το Συμβούλιο, υιοθετώντας τη γνώμη του σώματος των γενικών εισαγγελέων και του ομοσπονδιακού εισαγγελέα του Βελγίου, κατά παράβαση του άρθρου 16 του κανονισμού 2017/1939, παρεξέκλινε από τη σύγκριση των προσόντων των υποψηφίων που προτάθηκαν από το εν λόγω κράτος μέλος, όπως αυτή πραγματοποιήθηκε από την επιτροπή επιλογής με την αιτιολογημένη γνώμη της, υπέρ διαφορετικής συγκρίσεως προσόντων, μη προβλεπόμενης από τον κανονισμό 2017/1939 και πραγματοποιηθείσας από μη εξουσιοδοτημένα όργανα.

58      Το Συμβούλιο και το Βασίλειο του Βελγίου αμφισβητούν τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

59      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί ότι όντως διεξήχθη η διαδικασία η οποία οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτή περιγράφεται στις σκέψεις 10 έως 30 ανωτέρω.

60      Επισημαίνεται, επίσης, ότι ο προσφεύγων δεν προέβαλε ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά του άρθρου 16 ή του άρθρου 14 του κανονισμού 2017/1939, ούτε κατά των κανόνων λειτουργίας της επιτροπής επιλογής, αλλά υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παρέβη, εν προκειμένω, τις εν λόγω διατάξεις.

61      Συναφώς, όσον αφορά τις διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1939, το Συμβούλιο επιλέγει και διορίζει στη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα του οικείου κράτους μέλους έναν από τους τρεις υποψηφίους που πρότεινε το εν λόγω κράτος μέλος, αφού λάβει την αιτιολογημένη γνώμη της επιτροπής επιλογής. Η ίδια διάταξη προβλέπει ότι, εάν η επιτροπή επιλογής κρίνει ότι συγκεκριμένος υποψήφιος δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του Ευρωπαίου εισαγγελέα, η γνώμη της είναι δεσμευτική για το Συμβούλιο.

62      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά το άρθρο 16, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1939, «[τ]ο Συμβούλιο, αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία, επιλέγει και διορίζει τους (τις) ευρωπαίους(-ες) εισαγγελείς για μη ανανεώσιμη θητεία διάρκειας έξι ετών […]».

63      Το ακριβές περιεχόμενο της αποστολής που ανατίθεται στην επιτροπή επιλογής διευκρινίζεται στους κανόνες λειτουργίας της επιτροπής επιλογής.

64      Συνεπώς, σύμφωνα με το σημείο VI.2 των κανόνων λειτουργίας της επιτροπής επιλογής, η τελευταία εξετάζει τις υποψηφιότητες των προταθέντων υποψηφίων σε σχέση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939 και καλεί τους προτεινόμενους υποψηφίους σε ακρόαση, η οποία πραγματοποιείται με αυτοπρόσωπη συμμετοχή. Σύμφωνα με το σημείο VII.2, πρώτο εδάφιο, των εν λόγω κανόνων, με βάση τα πορίσματά της κατά τη διάρκεια της εξέτασης και της ακρόασης, η επιτροπή επιλογής διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με τα προσόντα των υποψηφίων για την εκτέλεση των καθηκόντων του Ευρωπαίου εισαγγελέα και δηλώνει ρητά το κατά πόσον οι υποψήφιοι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939. Κατά το σημείο VII.2, δεύτερο εδάφιο, των κανόνων λειτουργίας της επιτροπής επιλογής, «[σ]ε περίπτωση που προτεινόμενοι υποψήφιοι δεν πληρούν τις [εν λόγω] προϋποθέσεις […], η επιτροπή επιλογής ζητά, μέσω της γραμματείας της, από το οικείο κράτος μέλος να προτείνει αντίστοιχο αριθμό νέων υποψηφίων». Τέλος, δυνάμει του σημείου VII.2, τρίτο εδάφιο, των ίδιων κανόνων λειτουργίας, η επιτροπή επιλογής κατατάσσει τους υποψηφίους με βάση τα προσόντα και την πείρα τους, η κατάταξη δε αυτή καθορίζει τη σειρά προτίμησης και δεν είναι δεσμευτική για το Συμβούλιο.

65      Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, όσον αφορά τη διαδικασία διορισμού των Ευρωπαίων εισαγγελέων, όπως ορθώς επισημαίνει το Συμβούλιο, η αποστολή της επιτροπής επιλογής συνίσταται σε δύο διαφορετικά καθήκοντα. Το πρώτο καθήκον αφορά τη σύνταξη αιτιολογημένης γνώμης σχετικά με τα προσόντα των υποψηφίων για την άσκηση των καθηκόντων του Ευρωπαίου εισαγγελέα, όπου αναφέρεται ρητώς αν ένας υποψήφιος πληροί ή όχι τις προϋποθέσεις του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939. Η γνώμη αυτή, η οποία εκδίδεται έπειτα από εξέταση των υποψηφιοτήτων και ακρόαση των υποψηφίων από την επιτροπή επιλογής, δεσμεύει το Συμβούλιο όταν διαπιστώνει ότι ένας υποψήφιος δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την άσκηση των καθηκόντων του Ευρωπαίου εισαγγελέα. Στην περίπτωση αυτή, η επιτροπή επιλογής καλεί το οικείο κράτος μέλος να προτείνει νέο υποψήφιο. Επομένως, το Συμβούλιο, το οποίο, δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 2017/1939, μπορεί να επιλέξει και να διορίσει στη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα έναν από τους τρεις υποψηφίους που έχει προτείνει το οικείο κράτος μέλος μόνον αφού λάβει την αιτιολογημένη γνώμη της επιτροπής επιλογής σχετικά με τα προσόντα των εν λόγω υποψηφίων για την άσκηση των καθηκόντων αυτών, μπορεί να λάβει σχετική απόφαση μόνον όταν η επιτροπή επιλογής θα έχει εκδώσει θετική αιτιολογημένη γνώμη ως προς τρεις υποψηφίους, οι οποίοι έχουν προταθεί από το οικείο κράτος μέλος. Επομένως, το πρώτο καθήκον της εν λόγω επιτροπής είναι να διασφαλίσει ότι το Συμβούλιο θα πρέπει να επιλέξει μεταξύ τριών υποψηφίων οι οποίοι, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων τους, πληρούν έκαστος τις προϋποθέσεις για την άσκηση των καθηκόντων του Ευρωπαίου εισαγγελέα.

66      Το δεύτερο καθήκον της επιτροπής επιλογής συνίσταται στην κατάταξη των υποψηφίων που προτείνονται από το οικείο κράτος μέλος βάσει των προσόντων και της πείρας τους, δηλαδή στη σύγκριση των προσόντων των υποψηφίων αυτών, η οποία καθορίζει τη σειρά προτίμησης. Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 64 ανωτέρω, το σημείο VII.2, τρίτο εδάφιο, των κανόνων λειτουργίας της επιτροπής επιλογής ορίζει ρητώς ότι η κατάταξη αυτή δεν είναι δεσμευτική για το Συμβούλιο. Επομένως, το δεύτερο καθήκον της επιτροπής επιλογής συνίσταται στην –αποκλειστικά συμβουλευτικού χαρακτήρα– σύγκριση των προσόντων μεταξύ των τριών υποψηφίων που προτείνει το οικείο κράτος μέλος και οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις για την άσκηση των καθηκόντων του Ευρωπαίου εισαγγελέα, σύγκριση στην οποία το Συμβούλιο θα μπορέσει, ενδεχομένως, να στηρίξει την απόφαση διορισμού ενός εκ των εν λόγω υποψηφίων για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα.

67      Εν προκειμένω, από τη γνώμη της επιτροπής επιλογής της 20ής Ιουνίου 2020 σχετικά με τους τρεις υποψηφίους που προτάθηκαν από το Βασίλειο του Βελγίου για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα, το περιεχόμενο της οποίας εκτίθεται στις σκέψεις 14 έως 16 ανωτέρω, προκύπτει ότι η επιτροπή αυτή, αφού εξέτασε τις υποψηφιότητες και προέβη σε ακρόαση των υποψηφίων αυτών, έκρινε ότι οι εν λόγω υποψήφιοι πληρούσαν τις προϋποθέσεις για την άσκηση των καθηκόντων του Ευρωπαίου εισαγγελέα που προβλέπονται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1939. Από τη γνώμη αυτή προκύπτει επίσης ότι η επιτροπή επιλογής προέβη σε κατάταξη κατά σειρά προτίμησης των υποψηφίων, σύμφωνα με την οποία ο προσφεύγων κατετάγη στην πρώτη θέση και ο Y. van den Berge στην τρίτη θέση και ότι αυτή η σειρά προτίμησης στηριζόταν στη σύγκριση των προσόντων και της πείρας των εν λόγω υποψηφίων.

68      Εξάλλου, από τα πρακτικά διαφόρων συναντήσεων COPEN (βλ. σκέψεις 19, 20 και 27 ανωτέρω) προκύπτει ότι, κατά το στάδιο της εξετάσεως των υποψηφιοτήτων για τις θέσεις Ευρωπαίου εισαγγελέα, η αντιπροσωπεία του Βασιλείου του Βελγίου επισήμανε [εμπιστευτικό].

69      Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 13 της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. σκέψη 32 ανωτέρω), καθώς και από το έγγραφο του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2020 (βλ. σκέψεις 34 έως 36 ανωτέρω), προκύπτει ότι, όσον αφορά τον διορισμό του Ευρωπαίου εισαγγελέα του Βασιλείου του Βελγίου, το Συμβούλιο στήριξε την απόφασή του όχι στην κατάταξη στην οποία προέβη η επιτροπή επιλογής, αλλά σε «διαφορετική σύγκριση των προσόντων». Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω σύγκρισης, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι [εμπιστευτικό].

70      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι η επιτροπή επιλογής πράγματι έκρινε, μετά την κατάταξη που πραγματοποιήθηκε βάσει των προσόντων και της πείρας των τριών υποψηφίων που προτάθηκαν από το Βασίλειο του Βελγίου για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα, ότι ο προσφεύγων ήταν ο πλέον κατάλληλος υποψήφιος για την άσκηση των οικείων καθηκόντων, ωστόσο το Συμβούλιο στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση σε διαφορετική σύγκριση προσόντων, στο πλαίσιο της οποίας διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο η γνώμη του σώματος των γενικών εισαγγελέων, την οποία του κοινοποίησαν οι βελγικές αρχές.

71      Αφενός, υπενθυμίζεται ότι, κατά το σημείο VII.2, τρίτο εδάφιο, των κανόνων λειτουργίας της επιτροπής επιλογής, η κατάταξη στην οποία προβαίνει η επιτροπή αυτή βάσει των προσόντων και της πείρας των τριών υποψηφίων που προτείνει το οικείο κράτος μέλος δεν είναι δεσμευτική για το Συμβούλιο (βλ. σκέψη 63 ανωτέρω).

72      Αφετέρου, επισημαίνεται ότι ούτε το άρθρο 16, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2017/1939 ούτε οι κανόνες λειτουργίας της επιτροπής επιλογής απαγορεύουν στο Συμβούλιο, προκειμένου να προβεί σε επιλογή μεταξύ των τριών υποψηφίων που προτείνονται από κράτος μέλος στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητας που του παρέχει το εν λόγω άρθρο 16, παράγραφοι 2 και 3, να λάβει υπόψη τις πληροφορίες που του παρέχουν οι κυβερνήσεις των κρατών μελών που εκπροσωπούνται εντός του οργάνου, ενδεχομένως και το ίδιο το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

73      Συνεπώς, κακώς υποστηρίζει ο προσφεύγων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων που διέπουν την έκδοσή της και, ειδικότερα, κατά παράβαση των άρθρων 14 και 16 του κανονισμού 2017/1939 καθώς και των σημείων VI.2 και VII.2 των κανόνων λειτουργίας της επιτροπής επιλογής.

74      Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

75      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων καθόσον θεμελίωσε την απόφασή του περί διορισμού των Ευρωπαίων εισαγγελέων του Βασιλείου του Βελγίου, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας σε σύγκριση προσόντων πραγματοποιηθείσα από μη εξουσιοδοτημένο προς τούτο όργανο, ενώ την ίδια απόφαση διορισμού όσον αφορά τα λοιπά κράτη μέλη που μετέχουν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία τη θεμελίωσε στη γνώμη της επιτροπής επιλογής, σύμφωνα με τον κανονισμό 2017/1939.

76      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων ή της ίσης μεταχειρίσεως παραβιάζεται μόνον όταν παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Solvay κατά Επιτροπής, C‑455/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:796, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Ιουνίου 2021, Krajowa Izba Gospodarcza Chłodnictwa i Klimatyzacji κατά Επιτροπής, T‑126/19, EU:T:2021:360, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

77      Εν προκειμένω, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, από το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν ακολούθησε την κατάταξη στην οποία προέβη η επιτροπή επιλογής για τον διορισμό των Ευρωπαίων εισαγγελέων για το Βασίλειο του Βελγίου, τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας και την Πορτογαλική Δημοκρατία δεν μπορεί να συναχθεί ότι το θεσμικό αυτό όργανο στήριξε τη σχετική απόφαση σε σύγκριση προσόντων πραγματοποιηθείσα από μη εξουσιοδοτημένο προς τούτο όργανο.

78      Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι από τις διατάξεις του κανονισμού 2017/1939 και από τους κανόνες λειτουργίας της επιτροπής επιλογής προκύπτει ότι η κατάταξη στην οποία προβαίνει η επιτροπή επιλογής όσον αφορά τους υποψηφίους που έχουν προταθεί από κράτος μέλος που συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν είναι δεσμευτική για το Συμβούλιο και ότι το τελευταίο μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη τα οποία εκπροσωπούνται εντός του οργάνου στο πλαίσιο της σύγκρισης των προσόντων των εν λόγω υποψηφίων στην οποία οφείλει, εν τέλει, να προβεί (βλ. σκέψεις 71 και 72 ανωτέρω).

79      Επομένως, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, το γεγονός ότι η εφαρμογή των διαδικαστικών κανόνων του κανονισμού 2017/1939 είχε ως αποτέλεσμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, το Συμβούλιο να ακολουθήσει την κατάταξη που κατήρτισε η επιτροπή επιλογής και, σε άλλες περιπτώσεις, να παρεκκλίνει από την κατάταξη αυτή και να στηρίξει την απόφασή του σε διαφορετική σύγκριση προσόντων δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι ορισμένοι υποψήφιοι έτυχαν διακριτικής μεταχείρισης.

80      Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

81      Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα, στερείται αιτιολογίας όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο επέλεξε να παρεκκλίνει από τη σειρά προτίμησης που καθόρισε η επιτροπή επιλογής και να στηριχθεί σε διαφορετική σύγκριση προσόντων στην οποία προέβησαν τα προπαρασκευαστικά όργανα του Συμβουλίου.

82      Κατά τον προσφεύγοντα, το έγγραφο του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2020 δεν είναι ικανό να θεραπεύσει αυτή την έλλειψη αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, αφενός, πρόκειται για αιτιολογία διαβιβασθείσα εκ των υστέρων, η οποία, επομένως, δεν περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση όπως αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα. Η αιτιολογία μιας απόφασης, η οποία έχει ακριβώς ως αντικείμενο τον καθορισμό των βάσεων της απόφασης και τη δικαιολόγηση της επιλογής στην οποία προέβη το Συμβούλιο εκδίδοντας την εν λόγω απόφαση, πρέπει να υφίσταται και να προσδιορίζεται κατά τον χρόνο έκδοσής της.

83      Αφετέρου, οι λόγοι που προβλήθηκαν με το έγγραφο αυτό είναι αλυσιτελείς, δεδομένου ότι είναι αντίθετοι προς το σύστημα αξιολογήσεως των υποψηφιοτήτων για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 2017/1939. Ο προσφεύγων αναφέρεται εν προκειμένω στο γεγονός ότι το Συμβούλιο δικαιολόγησε την επιλογή του υποψηφίου που διορίστηκε γενικός εισαγγελέας του Βασιλείου του Βελγίου με το γεγονός ότι [εμπιστευτικό]. Ο προσφεύγων αναφέρεται επίσης, συναφώς, στο ότι το Συμβούλιο δικαιολόγησε την επιλογή του με το γεγονός ότι [εμπιστευτικό]. Κατά τον προσφεύγοντα, οι περιστάσεις αυτές δεν ήταν ικανές να δικαιολογήσουν την εκ μέρους του Συμβουλίου αναγνώριση της υπεροχής της γνώμης μιας εθνικής αρχής έναντι εκείνης του αρμόδιου οργάνου της Ένωσης, ήτοι της επιτροπής επιλογής. Επιπροσθέτως, κατά τον προσφεύγοντα, το κριτήριο που συνδέεται με [εμπιστευτικό] δεν είναι ικανό να δικαιολογήσει την προτίμηση που δόθηκε στην υποψηφιότητα του διορισθέντος υποψηφίου σε σχέση με εκείνη του προσφεύγοντος.

84      Το Συμβούλιο και το Βασίλειο του Βελγίου αμφισβητούν τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

85      Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπουν το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων εξαρτάται από τη φύση της επίμαχης πράξης και από το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει σαφώς και χωρίς περιθώριο αμφιβολίας η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου, ώστε να καθίσταται δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο προκειμένου να μπορούν να προασπίσουν τα δικαιώματά τους και να διακριβώσουν αν η απόφαση είναι βάσιμη ή όχι, στον δε δικαστή της Ένωσης να μπορεί να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο νομιμότητας (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Di Bernardo, C‑114/19 P, EU:C:2020:457, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

86      Συνεπώς, η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να ανακοινώνεται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με την απόφαση που τον βλάπτει, η δε έλλειψη αιτιολογίας δεν δύναται να καλυφθεί από το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος πληροφορείται την αιτιολογία της αποφάσεως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Neirinck κατά Επιτροπής, C‑17/07 P, EU:C:2008:134, σκέψη 50· βλ., επίσης, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Di Bernardo, C‑114/19 P, EU:C:2020:457, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

87      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο επέλεξε και διόρισε στη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα έναν από τους τρεις υποψηφίους που πρότειναν καθένα από τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.

88      Αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τέτοια απόφαση διορισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη γενικής ισχύος, δεδομένου ότι δεν αφορά κατηγορίες προσώπων που προσδιορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο και ότι το σύνολο των πολιτών της Ένωσης, που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοια κατηγορία προσώπων την οποία αφορά η απόφαση διορισμού. Το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα δεν μπορεί, εξάλλου, να μεταβάλει τη νομική φύση της (βλ. διάταξη της 8ης Ιουλίου 2021, Mendes de Almeida κατά Συμβουλίου, T‑75/21, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:424, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

89      Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η απόφαση διορισμού στη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα ορισμένων υποψηφίων που προτάθηκαν από τα κράτη μέλη που μετέχουν στην ενισχυμένη συνεργασία για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας συνδέεται άρρηκτα με τη σιωπηρή άρνηση διορισμού στη θέση αυτή των λοιπών υποψηφίων που έχουν προτείνει τα εν λόγω κράτη μέλη (βλ. διάταξη της 8ης Ιουλίου 2021, Mendes de Almeida κατά Συμβουλίου, T‑75/21, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:424, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

90      Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να θεωρηθεί ως δέσμη πράξεων ατομικού χαρακτήρα που θίγουν και άλλα πρόσωπα πλην των αποδεκτών τους, ήτοι τους υποψηφίους που έχουν προταθεί από τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και δεν διορίστηκαν στη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα από το Συμβούλιο (βλ. διάταξη της 8ης Ιουλίου 2021, Mendes de Almeida κατά Συμβουλίου, T‑75/21, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2021:424, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 85 και 86 ανωτέρω, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον απέρριψε σιωπηρά την υποψηφιότητα του προσφεύγοντος για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα του Βασιλείου του Βελγίου, έπρεπε, κατ’ αρχήν, να του κοινοποιηθεί συγχρόνως με την προσβαλλόμενη απόφαση.

92      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η μόνη αιτιολογία που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα, βρίσκεται στην αιτιολογική σκέψη 13 αυτής. Υπογραμμίζεται συγκεκριμένα ότι «όσον αφορά τους υποψηφίους που προτάθηκαν από το Βέλγιο, τη Βουλγαρία και την Πορτογαλία, το Συμβούλιο δεν ακολούθησε τη μη δεσμευτική σειρά προτίμησης της επιτροπής επιλογής, επί τη βάσει διαφορετικής αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων των εν λόγω υποψηφίων από τα σχετικά προπαρασκευαστικά όργανα του Συμβουλίου».

93      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η αιτιολογία αυτή δεν του παρέσχε τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο επέλεξε να παρεκκλίνει από τη σειρά προτίμησης που είχε καθορίσει η επιτροπή επιλογής, η οποία τον είχε ορίσει ως τον καταλληλότερο υποψήφιο για να ασκήσει τα καθήκοντα του Ευρωπαίου εισαγγελέα μεταξύ των υποψηφίων που είχε προτείνει το Βασίλειο του Βελγίου. Συγκεκριμένα, κατά τον προσφεύγοντα, το Συμβούλιο όφειλε να δικαιολογήσει, βάσει του περιεχομένου της γνώμης της επιτροπής επιλογής, τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να παρεκκλίνει από την εν λόγω σειρά προτίμησης.

94      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψη 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

95      Πάντως, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 66 ανωτέρω, από το σημείο VII.2, τρίτο εδάφιο, των κανόνων λειτουργίας της επιτροπής επιλογής προκύπτει ότι η κατάταξη στην οποία προέβη η επιτροπή αυτή όσον αφορά τους τρεις υποψηφίους για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα που προτάθηκαν από το Βασίλειο του Βελγίου βάσει των προσόντων και της πείρας τους δεν ήταν δεσμευτική για το Συμβούλιο. Επομένως, το τελευταίο ήταν ελεύθερο είτε να ακολουθήσει την εν λόγω κατάταξη είτε να στηρίξει την απόφασή του σε διαφορετική σύγκριση των προσόντων των υποψηφίων.

96      Ως εκ τούτου, κακώς ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης έπρεπε να του έχει παράσχει τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο αποφάσισε να μην ακολουθήσει τη σειρά προτίμησης που είχε καθορίσει η επιτροπή επιλογής.

97      Ωστόσο, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 13 της τελευταίας δεν παρέχει, αυτή καθαυτήν, τη δυνατότητα ούτε στον προσφεύγοντα ούτε στο Γενικό Δικαστήριο να κατανοήσουν γιατί το Συμβούλιο θεώρησε ότι η υποψηφιότητα του υποψηφίου που διορίστηκε στη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα του Βασιλείου του Βελγίου συγκέντρωνε περισσότερα προσόντα από εκείνη του προσφεύγοντος.

98      Το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι ο προσφεύγων μπορούσε να κατανοήσει τον λόγο για τον οποίο η υποψηφιότητα του διορισθέντος υποψηφίου προτιμήθηκε έναντι της δικής του, διότι είχε λάβει τη γνώμη του σώματος των γενικών εισαγγελέων του Βελγίου καθώς και τη γνώμη της επιτροπής επιλογής, στο μέτρο που τα έγγραφα αυτά τον αφορούσαν, δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την ως άνω διαπίστωση, στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιείχε καμία ένδειξη ως προς το ότι το Συμβούλιο στήριξε την απόφαση αυτή στις πληροφορίες που παρέσχε το Βασίλειο του Βελγίου σχετικά με τη γνώμη του σώματος των γενικών εισαγγελέων και του ομοσπονδιακού εισαγγελέα όσον αφορά τον καταλληλότερο υποψήφιο για την άσκηση των καθηκόντων του Ευρωπαίου εισαγγελέα.

99      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2020, το περιεχόμενο του οποίου εκτίθεται στις σκέψεις 34 έως 36 ανωτέρω, το Συμβούλιο εξέθεσε κατά τρόπο αρκούντως λεπτομερή τους λόγους για τους οποίους εκτίμησε ότι ο διορισθείς υποψήφιος ήταν καταλληλότερος για την άσκηση των καθηκόντων του Ευρωπαίου εισαγγελέα σε σχέση με τους δύο άλλους υποψήφιους.

100    Επομένως, μολονότι θα ήταν ευκταίο οι συμπληρωματικοί λόγοι απόρριψης της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος να του είχαν γνωστοποιηθεί συγχρόνως με τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα, επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων μπόρεσε να λάβει γνώση των λόγων αυτών με το έγγραφο του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2020, ήτοι πριν από την άσκηση της προσφυγής, και ότι, εν προκειμένω, η εν λόγω κοινοποίηση παρέσχε σε αυτόν τη δυνατότητα να εκτιμήσει το βάσιμο της αποφάσεως αυτής και να προασπίσει τα δικαιώματά του, όπως αποδεικνύεται από τα επιχειρήματα που προέβαλε για τη στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, τα οποία αναφέρονται ρητώς στους λόγους που εξέθεσε το Συμβούλιο με το έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2020.

101    Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων δεν μπορεί να προβάλει λυσιτελώς, επί του ζητήματος αυτού, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όπως αυτή διευκρινίζεται από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 85 και 86 ανωτέρω.

102    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι ο λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι διαφορετικός από εκείνον που αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, ενώ ο πρώτος, ο οποίος αφορά την ελλιπή ή ανεπαρκή αιτιολογία, εμπίπτει στην παράβαση ουσιώδους τύπου, υπό την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, και αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, ο δεύτερος λόγος, ο οποίος αφορά το νόμω βάσιμο μιας απόφασης, εμπίπτει στην παράβαση κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της Συνθήκης ΛΕΕ, υπό την έννοια του ίδιου άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ο δε δικαστής της Ένωσης μπορεί να τον εξετάσει μόνον εφόσον προβληθεί από τον προσφεύγοντα διάδικο. Επομένως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως είναι ζήτημα διαφορετικό από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 67).

103    Συνεπώς, τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος με τα οποία υποστηρίζει ότι οι λόγοι που προέβαλε το Συμβούλιο με το έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2020 ήταν αντίθετοι προς το σύστημα αξιολογήσεως των υποψηφιοτήτων για θέση Ευρωπαίου εισαγγελέα που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 2017/1939, καθόσον το Συμβούλιο προέκρινε τη γνώμη του σώματος των γενικών εισαγγελέων του Βελγίου έναντι της γνώμης της επιτροπής επιλογής, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή, στο μέτρο που προβάλλονται προς στήριξη λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

104    Εν πάση περιπτώσει, στο μέτρο που τα επιχειρήματα αυτά αλληλεπικαλύπτονται σε μεγάλο βαθμό με τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, καθόσον με αυτόν προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, αποτελούν αντικείμενο εξετάσεως στο πλαίσιο του λόγου αυτού.

105    Επομένως, ο δεύτερος λόγος, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, παράβαση του καθήκοντος μέριμνας και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

106    Κατά τον προσφεύγοντα, δυνάμει του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων καθιερώνει το δικαίωμα σε αμερόληπτη και δίκαιη μεταχείριση. Στον τομέα των υπαλληλικών υποθέσεων, ειδικότερα όσον αφορά τον διορισμό ή την πρόταση για καθήκοντα ή θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα, η αρχή αυτή συνεπάγεται την επιβολή καθήκοντος μέριμνας, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι, κατά την εξέταση φακέλου, κατά μείζονα δε λόγο σε περίπτωση διακριτικής ευχέρειας, η Διοίκηση οφείλει να εξετάζει αντικειμενικώς το σύνολο των στοιχείων που της υποβάλλονται. Ο προσφεύγων παρατηρεί ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι θεσμικό όργανο είχε παραβιάσει την αρχή της χρηστής διοικήσεως, παραβεί το καθήκον μέριμνας και διαπράξει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, παραλείποντας, στο πλαίσιο διαδικασίας πρόσληψης, να ασκήσει εμπράκτως τη διακριτική ευχέρεια που διέθετε και να λάβει υπόψη του στοιχεία προς το συμφέρον του προσφεύγοντος, σχετικά, αφενός, με τους κανόνες που διέπουν την πρόσληψη και, αφετέρου, με τους τίτλους και τα προσόντα του ενδιαφερομένου και παραλείποντας να ασκήσει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τη διακριτική του ευχέρεια εμπράκτως και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων στοιχείων.

107    Εν προκειμένω, εφόσον η απόφαση του Συμβουλίου να επιλέξει και να διορίσει έναν από τους υποψηφίους για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα του οικείου κράτους μέλους δεν μπορούσε να ληφθεί παρά μόνο μετά τη λήψη της αιτιολογημένης γνώμης της επιτροπής επιλογής και εφόσον η επιτροπή αυτή ήταν επιφορτισμένη με την κατάταξη των υποψηφίων ανάλογα με τα προσόντα τους και την πείρα τους, το Συμβούλιο όφειλε, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογήσει την επιλογή ενός υποψηφίου και τον διορισμό του, προβαίνοντας, κατά τρόπο αποτελεσματικό και συγκεκριμένο, σε σύγκριση των προσόντων των υποψηφίων, την οποία μπορούσε να κάνει είτε παραπέμποντας στη γνώμη της επιτροπής επιλογής είτε επί τη βάσει των στοιχείων της εν λόγω γνώμης, πραγματοποιώντας το ίδιο το έργο της συγκρίσεως.

108    Επιπλέον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο όφειλε να θεμελιώσει την απόφασή του σε σύγκριση των προσόντων στηριζόμενη σε αντικειμενικά δεδομένα, ήτοι στην αντιπαραβολή των φακέλων υποψηφιότητας με τα προσόντα που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του Ευρωπαίου εισαγγελέα. Κατά τον προσφεύγοντα, λαμβανομένης υπόψη της εκτάσεως της επαγγελματικής του πείρας, τόσο στον τομέα της έρευνας και της διώξεως οικονομικών εγκλημάτων όσο και στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, μια τέτοια σύγκριση των προσόντων θα έπρεπε να οδηγήσει το Συμβούλιο στη διαπίστωση ότι η πείρα του αυτή ήταν σχετικά πιο πλούσια από εκείνη του διορισθέντος υποψηφίου, όπως προκύπτει σαφώς από τη γνωμοδότηση της επιτροπής επιλογής. Το Συμβούλιο όμως δεν προέβη σε τέτοια σύγκριση των προσόντων, αλλά περιορίστηκε να επαναλάβει τα στοιχεία που περιέχονταν στη γραπτή αιτιολογία που προσκόμισαν οι βελγικές αρχές, τα οποία αφορούσαν τα προσόντα του επιλεγέντος υποψηφίου, χωρίς να τα συγκρίνει με εκείνα των άλλων υποψηφίων, ιδίως του προσφεύγοντος.

109    Εξάλλου, ο προσφεύγων προσάπτει στο Συμβούλιο ότι προέκρινε τη γνώμη του σώματος των γενικών εισαγγελέων του Βελγίου έναντι της γνώμης της επιτροπής επιλογής χωρίς να λάβει θέση επί του περιεχομένου της τελευταίας ή να δικαιολογήσει την παρέκκλισή του από αυτήν.

110    Ο προσφεύγων ισχυρίζεται επιπλέον ότι, λαμβανομένης υπόψη της δικογραφίας, δεν επαληθεύεται ο ισχυρισμός ότι η θέση του σώματος των γενικών εισαγγελέων και του ομοσπονδιακού εισαγγελέα στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, σε μια γενική αξιολόγηση της επίδοσης των υποψηφίων καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους. Αντιθέτως, κατά τον προσφεύγοντα, η επιτροπή επιλογής όντως στήριξε την εκτίμησή της ιδίως στην εξέλιξη της σταδιοδρομίας των προταθέντων υποψηφίων, δεδομένου ότι ο προσφεύγων μπόρεσε επιπλέον να επικαλεστεί, όπως υπογράμμισε η εν λόγω επιτροπή με τη γνώμη της, σημαντική πείρα σε διευθυντικές θέσεις, περίσταση η οποία δεν συντρέχει για τους δυο άλλους υποψηφίους που πρότεινε το Βασίλειο του Βελγίου.

111    Ο προσφεύγων υποστηρίζει, επιπλέον, ότι ο ισχυρισμός του Συμβουλίου στο υπόμνημα αντικρούσεως, κατά τον οποίο το ίδιο «αξιολόγησε ιδιαίτερα τις ικανότητες και την πείρα των υποψηφίων που συνδέονται με τον καθορισμό και [τον] συντονισμό της εφαρμογής πολιτικών των κρατών μελών στον ποινικό τομέα σε κεντρικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, καθώς και την ικανότητα ασκήσεως ανώτερων καθηκόντων συντονισμού και εποπτείας» δεν αποδεικνύεται από τη δικογραφία, ιδίως από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε είναι ικανός να δικαιολογήσει την προτίμηση προς τον διορισθέντα υποψήφιο, λαμβανομένης υπόψη της σχετικά πιο πλούσιας επαγγελματικής πείρας του προσφεύγοντος στους εν λόγω τομείς.

112    Ο προσφεύγων υποστηρίζει επίσης ότι ο ισχυρισμός του Συμβουλίου κατά τον οποίο «επισήμανε ότι, όσον αφορά τους δύο άλλους υποψηφίους που πρότεινε [το Βασίλειο του Βελγίου], μεταξύ των οποίων και ο προσφεύγων, το σώμα των γενικών εισαγγελέων διατύπωσε αρκετά σημαντικές επιφυλάξεις» δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά περιστατικά της δικογραφίας. Ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι στο σημείο Ε της γνώμης που τον αφορά αναφέρεται ότι «[τ]α καθήκοντά του […], τόσο τα τωρινά όσο και αυτά που άσκησε κατά το παρελθόν, ιδίως στον τομέα της καταπολέμησης του οικονομικού, χρηματοοικονομικού και φορολογικού εγκλήματος, καθώς και η πείρα του στο πλαίσιο της διαχείρισης της OCSC (ευρωπαϊκές αποστολές – ΑRO – και διεθνείς – CARIN) αποτέλεσαν για τον ίδιο πλεονεκτήματα προκειμένου να ασκήσει τα καθήκοντα του Ευρωπαίου εισαγγελέα στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία».

113    Τέλος, παρατηρεί ότι η βαρύτητα του ισχυρισμού, που επίσης περιέχεται στο σημείο Ε της ίδιας γνώμης, ότι «δεν μπόρεσε να πείσει το σώμα [των γενικών εισαγγελέων] ότι [είχε] αρκούντως σαφές όραμα για τα καθήκοντα και τις αποστολές της μελλοντικής Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και του οικείου εθνικού εισαγγελέα», πρέπει να θεωρηθεί μειωμένη, καθόσον ο εν λόγω ισχυρισμός προέρχεται ακριβώς από εθνική αρχή, και ότι, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να γίνει αντιπαραβολή του ισχυρισμού αυτού με την αξιολόγηση της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος στην οποία προέβη η επιτροπή επιλογής με την αιτιολογημένη γνώμη της.

114    Το Συμβούλιο και το Βασίλειο του Βελγίου αμφισβητούν τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος.

115    Πρέπει να τονιστεί ότι ο προσφεύγων προσάπτει στο Συμβούλιο ότι κακώς θεμελίωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στα στοιχεία που περιέχονταν στη γραπτή αιτιολογία που παρέθεσαν οι βελγικές αρχές προς στήριξη της θέσεως περί παρεκκλίσεως από τη σειρά προτίμησης της επιτροπής επιλογής, ενώ τα στοιχεία αυτά αφορούσαν μόνον τα προσόντα του διορισθέντος υποψηφίου και δεν περιλάμβαναν σύγκριση των προσόντων του υποψηφίου αυτού με εκείνα των δύο άλλων υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένου και του προσφεύγοντος. Επιπλέον, κατά τον προσφεύγοντα, η σχετικώς πιο πλούσια επαγγελματική του πείρα σε σχέση με εκείνη του διορισθέντος υποψηφίου έπρεπε να οδηγήσει το Συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι ο ίδιος ήταν καταλληλότερος υποψήφιος για την άσκηση των καθηκόντων του Ευρωπαίου εισαγγελέα.

116    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ένα θεσμικό όργανο διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση και τη σύγκριση των προσόντων των υποψηφίων για μια προς πλήρωση θέση και ότι τα στοιχεία της εκτιμήσεως αυτής εξαρτώνται όχι μόνον από την ικανότητα και την επαγγελματική αξία των ενδιαφερομένων, αλλά και από τον χαρακτήρα τους, τη συμπεριφορά τους και το σύνολο της προσωπικότητάς τους (βλ. απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2005, Mancini κατά Επιτροπής, T‑137/03, EU:T:2005:33, σκέψη 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

117    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η προς πλήρωση θέση συνεπάγεται μεγάλες ευθύνες (απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2005, Mancini κατά Επιτροπής, T‑137/03, EU:T:2005:33, σκέψη 98).

118    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού 2017/1939, οι Ευρωπαίοι εισαγγελείς, από κοινού με τον Ευρωπαίο γενικό εισαγγελέα, αποτελούν το συλλογικό όργανο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, το οποίο είναι επιφορτισμένο με τη λήψη αποφάσεων για στρατηγικά θέματα, όπως είναι ο καθορισμός των προτεραιοτήτων και της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για την έρευνα και τη δίωξη (βλ. αιτιολογική σκέψη 24 του εν λόγω κανονισμού), καθώς και για γενικά θέματα που ανακύπτουν από μεμονωμένες υποθέσεις, ιδίως για την εξασφάλιση της συνέπειας, της αποτελεσματικότητας και της συνοχής της διωκτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στα κράτη μέλη. Το εν λόγω συλλογικό όργανο εκδίδει τον εσωτερικό κανονισμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, καθώς και άλλες αποφάσεις που αφορούν την εσωτερική της οργάνωση και τις διάφορες διοικητικές πτυχές της λειτουργίας της.

119    Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφοι 1, 3 και 5, του κανονισμού 2017/1939, οι Ευρωπαίοι εισαγγελείς αναλαμβάνουν διάφορες ευθύνες. Ειδικότερα, εποπτεύουν τις έρευνες και τις διώξεις για τις οποίες είναι υπεύθυνοι οι Ευρωπαίοι εντεταλμένοι εισαγγελείς που έχουν επιληφθεί της υπόθεσης στο κράτος μέλος καταγωγής τους. Μπορούν να δίνουν εντολές στον επιληφθέντα Ευρωπαίο εντεταλμένο εισαγγελέα, έχουν δε τον ρόλο συνδέσμου επικοινωνίας και διαύλου πληροφοριών μεταξύ των μονίμων τμημάτων και των Ευρωπαίων εντεταλμένων εισαγγελέων στο κράτος μέλος καταγωγής τους. Παρακολουθούν επίσης την εκτέλεση, στο αντίστοιχο κράτος μέλος τους, των καθηκόντων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, μεριμνώντας, μεταξύ άλλων για την αποφυγή των συγκρούσεων δικαιοδοσίας μεταξύ των εθνικών αρχών και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους εντεταλμένους εισαγγελείς, οι Ευρωπαίοι εισαγγελείς δεν είναι επιφορτισμένοι με τη διεξαγωγή των ερευνών και των διώξεων και με την παραπομπή των υποθέσεων ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών.

120    Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία καλείται να αναλάβει καθήκοντα κεντρικής αρχής για τη συνεργασία βάσει διαφόρων μέσων διεθνούς συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, όπως οι κεντρικές αρχές των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 104 του κανονισμού 2017/1939 (βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 109 του εν λόγω κανονισμού).

121    Επομένως, οι Ευρωπαίοι εισαγγελείς καλούνται να καταλάβουν θέσεις υψηλής ευθύνης, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται εξάλλου από τον βαθμό AD 13 στον οποίο διορίζονται, ο οποίος αντιστοιχεί, σύμφωνα με το παράρτημα I του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα καθήκοντα συμβούλου ή σε ισοδύναμη θέση. Συνεπώς, η θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα τοποθετείται μεταξύ των καθηκόντων διευθυντή (AD 15-AD 14) και των καθηκόντων προϊσταμένου μονάδας ή ισοδύναμης θέσης (AD 9-AD 14).

122    Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 116 και 117 ανωτέρω, το Συμβούλιο διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση και τη σύγκριση των προσόντων των υποψηφίων για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα κράτους μέλους.

123    Συνεπώς, τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων πρέπει να εξεταστούν ακριβώς υπό το πρίσμα του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που διέθετε το Συμβούλιο.

124    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι το Συμβούλιο δεν προέβη σε σύγκριση των προσόντων μεταξύ των τριών υποψηφίων που πρότεινε το Βασίλειο του Βελγίου, αλλά στηρίχθηκε απλώς σε στοιχεία προσκομισθέντα από το εν λόγω κράτος μέλος τα οποία αφορούσαν αποκλειστικά τα προσόντα του διορισθέντος υποψηφίου, επισημαίνεται ότι, με τη γραπτή αιτιολογία της 27ης Φεβρουαρίου 2020, οι βελγικές αρχές επισήμαναν στο Συμβούλιο ότι [εμπιστευτικό].

125    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, με το έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2020, προτού εκθέσει λεπτομερώς την επαγγελματική πείρα του διορισθέντος υποψηφίου, το Συμβούλιο τόνισε ότι, [εμπιστευτικό].

126    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως συμπληρώθηκε με το έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου 2020, δεν περιέχει λεπτομερή συγκριτική αξιολόγηση των προσόντων καθενός από τους τρεις υποψηφίους που πρότεινε το Βασίλειο του Βελγίου, εντούτοις από την αιτιολογία αυτή προκύπτει ότι το Συμβούλιο θεώρησε ότι τα προσόντα του διορισθέντος υποψηφίου, όπως αυτά εκτίθενται λεπτομερώς στο εν λόγω έγγραφο, υπερείχαν σε σύγκριση με εκείνα των δύο άλλων υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος.

127    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι το Συμβούλιο δεν στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση σε σύγκριση των προσόντων των τριών υποψηφίων που πρότεινε το Βασίλειο του Βελγίου για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα.

128    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι το Συμβούλιο κακώς στηρίχθηκε στη γνώμη του σώματος των γενικών εισαγγελέων του Βελγίου χωρίς να αντιπαραβάλει τη γνώμη αυτή με εκείνη της επιτροπής επιλογής, αρκεί να υπομνησθεί ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 63 ανωτέρω, η κατάταξη στην οποία προέβη η επιτροπή επιλογής όσον αφορά τους υποψηφίους που πρότεινε το Βασίλειο του Βελγίου δεν είχε δεσμευτικό χαρακτήρα για το Συμβούλιο.

129    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος σύμφωνα με το οποίο το Συμβούλιο κακώς ανέφερε ότι το σώμα των γενικών εισαγγελέων του Βελγίου εξέφρασε σημαντικές επιφυλάξεις για το πρόσωπό του, πρέπει να σημειωθεί ότι η γνώμη του εν λόγω σώματος περιέχει πράγματι την ακόλουθη θετική εκτίμηση: «[τ]α καθήκοντα [του προσφεύγοντος], τόσο τα τωρινά όσο και αυτά που άσκησε κατά το παρελθόν, ιδίως στον τομέα της καταπολέμησης του οικονομικού, χρηματοοικονομικού και φορολογικού εγκλήματος, καθώς και η πείρα του στο πλαίσιο της διαχείρισης της OCSC (ευρωπαϊκές αποστολές – ΑRO – και διεθνείς – CARIN) αποτέλεσαν για τον ίδιο πλεονεκτήματα προκειμένου να ασκήσει τα καθήκοντα του Ευρωπαίου εισαγγελέα στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία». Εντούτοις, στην ίδια γνώμη αναφέρεται ότι «[ο προσφεύγων] δεν μπόρεσε να πείσει το σώμα [των γενικών εισαγγελέων ότι] είχε αρκούντως σαφές όραμα για τα καθήκοντα και τις αποστολές της μελλοντικής Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και του οικείου εθνικού εισαγγελέα». Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι, στα συμπεράσματα της γνώμης του, το σώμα των γενικών εισαγγελέων εξέφρασε «γνώμη με επιφυλάξεις όσον αφορά το αξίωμα του Ευρωπαίου εισαγγελέα (σε διαβαθμισμένη κλίμακα με τις ενδείξεις πολύ ευνοϊκή – ευνοϊκή – με επιφυλάξεις – αρνητική)». Επομένως, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πλάνη, καθόσον επισήμανε με το έγγραφο της 7ης Οκτωβρίου [2020] ότι το σώμα των γενικών εισαγγελέων διατύπωσε σημαντικές επιφυλάξεις ως προς την υποψηφιότητα του προσφεύγοντος για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα.

130    Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η επαγγελματική του πείρα είναι πλουσιότερη εκείνης του διορισθέντος υποψηφίου, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από το έγγραφο του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2020, [εμπιστευτικό]. Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που διέθετε το Συμβούλιο, το γεγονός ότι η επαγγελματική πείρα του προσφεύγοντος στους τομείς αυτούς ήταν πλουσιότερη από εκείνη του διορισθέντος υποψηφίου, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν είναι ικανό να αποδείξει την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως εκ μέρους του Συμβουλίου.

131    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι το Συμβούλιο υπερέβη, εν προκειμένω, τα όρια της ευρείας διακριτικής του ευχέρειας επιλέγοντας και διορίζοντας τον Y. van den Berge στη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα.

132    Εκτός αυτού, όπως επισήμανε και το Συμβούλιο, τονίζεται ότι η επιχειρηματολογία που προβάλλει ο προσφεύγων προκειμένου να αποδείξει την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και την παράβαση του καθήκοντος μέριμνας στηρίζεται στην παραδοχή ότι, αν το Συμβούλιο είχε τηρήσει εν προκειμένω τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις αρχές αυτές, θα είχε γίνει οπωσδήποτε δεκτή η υποψηφιότητα του προσφεύγοντος για τη θέση του Ευρωπαίου εισαγγελέα. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία αυτή συγχέεται με τις αιτιάσεις που προέβαλε ο προσφεύγων στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, αλλά και στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως καθόσον με αυτόν προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, οι οποίες έχουν ήδη απορριφθεί.

133    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

134    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προηγουμένων σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

135    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου.

136    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Συνεπώς, το Βασίλειο του Βελγίου φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Ο Jean-Michel Verelst φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Το Βασίλειο του Βελγίου φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Costeira

Kancheva

Perišin

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιανουαρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1 Μη δημοσιοποιούμενα εμπιστευτικά στοιχεία.