Language of document :

Προσφυγή της 12ης Iουνίου 2013 – Πορτογαλία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-314/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Πορτογαλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: L. Inez Fernandes, agente, M. Gorjão Henriques και J. da Silva Sampaio, abogados)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

Να ακυρώσει τα άρθρα 1 και 2 της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής C(2013) 1870 τελικό.

Να μην εφαρμόσει στην περίπτωση αυτή τον κανονισμό (EΚ) 16/20031 , και συγκεκριμένα, το άρθρο 7, λόγω ουσιωδών παραβάσεων τύπου, παραβιάσεως του κανονισμού (ΕΚ) 1164/942 ή, εν πάση περιπτώσει, λόγω παραβιάσεως των ισχυουσών στην έννομη τάξη της Ένωσης γενικών αρχών του δικαίου.

Να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να καταβάλει το υπόλοιπο του οφειλόμενου ποσού.

Επικουρικώς:

α)    να κηρύξει την περάτωση της διαδικασίας ανακτήσεως των ήδη καταβληθέντων ποσών και του δικαιώματος παρακρατήσεως του υπολοίπου που δεν έχει ακόμη καταβληθεί.

β)    να υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μειώσει τη διόρθωση στην οποία αυτή προέβη όσον αφορά τις φερόμενες παρατυπίες που δεν επιτρέπουν την πλήρη καταβολή του υπολοίπου και επιτάσσουν την πλήρη ανάκτηση των δαπανών που καταβλήθηκαν μετά τις 3 Ιουνίου 2003, αλλά χρεώθηκαν μεταξύ του Ιουνίου του 2002 και του Φεβρουαρίου του 2003.

Εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους.

1.    Ο πρώτος λόγος αφορά τον παράνομο χαρακτήρα του Κανονισμού (EΚ) 16/2003 λόγω ουσιωδών παραβάσεων τύπου και παράβαση ιεραρχικώς ανώτερης διατάξεως.

Ο Κανονισμός (EΚ) 16/2003 είναι παράνομος, δεδομένου ότι δεν εκδόθηκε από το Σώμα των Επιτρόπων ούτε σύμφωνα με διαδικασία εξουσιοδοτήσεως, ούτε σύμφωνα με γραπτή διαδικασία ή απλοποιημένη διαδικασία, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής3 , όπως αυτός είχε κατά την ημερομηνία εκδόσεως του προαναφερθέντος κανονισμού, και καθότι δεν τήρησε τα προβλεπόμενα στο άρθρο 18 του εσωτερικού Κανονισμού της Επιτροπής, καθώς και στον βαθμό που η Επιτροπή ερμήνευσε τον κανονισμό κατά τρόπο αντίθετο προς το άρθρο 7 του Κανονισμού (EΚ) 16/2003 αντίθετη προς τον κανονισμό (EΚ) 1164/94.

2.    Ο δεύτερος λόγος αφορά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με την επιλεξιμότητα των δαπανών.

Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβαίνει διατάξεις εφαρμογής της Συνθήκης, και συγκεκριμένα αναφορικά με το ζήτημα αν οι καταβληθείσες δαπάνες μετά την έναρξη της περιόδου επιλεξιμότητας και κατά τη διάρκεια αυτής, μολονότι χρεώθηκαν εκ των προτέρων, είναι δαπάνες επιλέξιμες για κοινοτική χρηματοδότηση.

3.    Ο τρίτος λόγος αφορά την παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και του no venire contra factum propium.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε αναπτύξει πάγια διοικητική πρακτική ερμηνείας της επίμαχης διατάξεως υπό την έννοια που προτείνει η Πορτογαλική Δημοκρατία.

Η εν λόγω ερμηνεία προέρχεται από έγκριτες πηγές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είχε κοινοποιηθεί στην Πορτογαλική Δημοκρατία και τα λοιπά κράτη μέλη, και το περιεχόμενό της επέτρεπε σαφώς στην Πορτογαλική Δημοκρατία να προσδοκά ευλόγως ότι θα ήταν επιλέξιμες οι δαπάνες τα τιμολόγια των οποίων ελήφθησαν πριν και πληρώθηκαν μετά την υποβολή της πλήρους αιτήσεως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η επιβολή της ερμηνείας που προτείνει τώρα η Επιτροπή παραβιάζει προδήλως την αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον επιβάλλει υπερβολικές οικονομικές επιβαρύνσεις στην Πορτογαλική Δημοκρατία, δεδομένου ότι η εν λόγω ερμηνεία δεν είναι ούτε ορθή ούτε αναμενόμενη.

4.    Τέταρτος λόγος ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς και βασίζεται σε παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.

Καίτοι αληθεύει, σύμφωνα με το άρθρο H, του Παραρτήματος II, του Κανονισμού (EΚ) 1164/94, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να πραγματοποιήσει τις δημοσιονομικές διορθώσεις που κρίνει σκόπιμες, πράγμα που σημαίνει ότι είναι δυνατή η συνολική ή μερική κατάργηση της ενισχύσεως για το σχέδιο, το εν λόγω θεσμικό όργανο υποχρεούται να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, υπό το πρίσμα των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, όπως το είδος της παρατυπίας και το μέγεθος των οικονομικών επιπτώσεων των ενδεχόμενων παρατυπιών των συστημάτων διαχειρίσεως και ελέγχου. Επομένως, δύσκολα γίνεται κατανοητό πώς είναι δυνατό να προβλέπεται κατάργηση του συνόλου των χορηγηθεισών επιδοτήσεων, καθότι οι διορθώσεις ποσοστού 100 % εφαρμόζονται μόνον όταν οι παρατυπίες στα συστήματα διαχειρίσεως και ελέγχου είναι πολύ σημαντικές ή η διαπιστωθείσα παρατυπία είναι τόσο σοβαρή ώστε να συνιστούν κατάφωρη παράβαση των κοινοτικών κανόνων, κατά τρόπο ώστε όλες οι πληρωμές να καθίστανται παράτυπες.

Οι ερμηνευτικές δυσχέρειες συνιστούν κρίσιμη ελαφρυντική περίσταση το οποίο θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη πάντοτε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθεισών περιστάσεων, υφίστανται μέτρα λιγότερο περιοριστικά –όπως προφανώς η εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ή ακόμη και η μη εφαρμογή καμίας διορθώσεως– μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός.

5.    Ο πέμπτος λόγος προβάλλεται επικουρικώς: παραγραφή.

Εν πάση περιπτώσει, οι αξιώσεις για τις προγενέστερες της 3ης Ιουνίου 2003 δαπάνες ήδη είχαν παραγραφεί, δεδομένου ότι το τελευταίο τιμολόγιο ήταν της 28ης Φεβρουαρίου 2003, τρεις μήνες και δύο ημέρες πριν την περί ης ο λόγος ημερομηνία.

Κατά τον Κανονισμό (EΚ) 2988/954 , της 18ης Δεκεμβρίου 1995, η προθεσμία παραγραφής της διώξεως είναι τετραετής από την ημερομηνία διαπράξεως της παρατυπίας.

____________

1 Κανονισμός (EΚ) 16/2003 της Επιτροπής, της 6ης Ιανουαρίου 2003, για τη θέσπιση ειδικών λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1164/94 του Συμβουλίου όσον αφορά την επιλεξιμότητα των δαπανών στο πλαίσιο ενεργειών που συγχρηματοδοτούνται από το Ταμείο (ΕΕ 2003 L 2, σ. 7).

2 Κανονισμός 1164/94, του Συμβουλίου, της 16ης Μαΐου 1994, για την ίδρυση του ταμείου συνοχής (ΕΕ L 130, σ. 1).

3 ΕΕ L 308 της 8ης Δεκεμβρίου 2000, σ. 26.

4 Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1).