Language of document : ECLI:EU:T:2022:689

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 9ης Νοεμβρίου 2022 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά του οπλισμού σκυροδέματος – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 65 ΑΧ μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 – Καθορισμός των τιμών – Περιορισμός και έλεγχος της παραγωγής και των πωλήσεων – Απόφαση εκδοθείσα κατόπιν ακυρώσεως προηγούμενων αποφάσεων – Διεξαγωγή νέας ακροάσεως παρουσία των αρμόδιων για τον ανταγωνισμό αρχών των κρατών μελών – Δικαιώματα άμυνας – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Εύλογη διάρκεια – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑655/19,

Ferriera Valsabbia SpA, με έδρα την Odolo (Ιταλία),

Valsabbia Investimenti SpA, με έδρα την Odolo,

εκπροσωπούμενες από τους D. Fosselard, D. Slater και την G. Carnazza, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον P. Rossi, τον G. Conte και την C. Sjödin, επικουρούμενους από τον P. Manzini, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της απόφασης C(2019) 4969 final της Επιτροπής, της 4ης Ιουλίου 2019, σχετικά με παράβαση του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ (υπόθεση AT.37956 – Οπλισμός σκυροδέματος), καθόσον με αυτή διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες παρέβησαν την εν λόγω διάταξη και τους επιβάλλεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον πρόστιμο ύψους 5,125 εκατομμυρίων ευρώ,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, L. Madise, P. Nihoul (εισηγητή), R. Frendo και J. Martín y Pérez de Nanclares, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Ιουνίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι προσφεύγουσες Ferriera Valsabbia SpA και Valsabbia Investimenti SpA είναι εταιρίες ιταλικού δικαίου, οι οποίες προέκυψαν από τη διάσπαση, την 1η Μαρτίου 2000, της Ferriera Valsabbia SpA, εταιρίας ιταλικού δικαίου η οποία δραστηριοποιούνταν στον τομέα του οπλισμού σκυροδέματος από το 1954. Το επιχειρησιακό σκέλος της διασπασθείσας εταιρίας μεταβιβάστηκε στην Enifer Srl, που ονομάστηκε Ferriera Valsabbia. Η Valsabbia Investimenti ελέγχει πλήρως (100 %) το κεφάλαιο της νυν Ferriera Valsabbia.

 Πρώτη απόφαση της Επιτροπής (2002)

2        Από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο του 2000 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διενήργησε, σύμφωνα με άρθρο 47 ΑΧ, ελέγχους σε ιταλικές επιχειρήσεις παραγωγής οπλισμού σκυροδέματος, μεταξύ των οποίων οι προσφεύγουσες, και σε μια ένωση επιχειρήσεων, τη Federazione imprese siderurgiche italiane (Ομοσπονδία ιταλικών σιδηρουργικών επιχειρήσεων, στο εξής: Federacciai). Κατ’ εφαρμογήν της ως άνω διάταξης, η Επιτροπή τους απηύθυνε επίσης αιτήματα παροχής πληροφοριών.

3        Στις 26 Μαρτίου 2002 η Επιτροπή κίνησε διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 ΑΧ και διατύπωσε αιτιάσεις βάσει του άρθρου 36 ΑΧ (στο εξής: κοινοποίηση των αιτιάσεων) οι οποίες κοινοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, στις προσφεύγουσες. Στις 14 Μαΐου 2002 οι προσφεύγουσες απάντησαν στην κοινοποίηση των αιτιάσεων.

4        Στις 13 Ιουνίου 2002 πραγματοποιήθηκε ακρόαση των μετεχόντων στη διοικητική διαδικασία.

5        Στις 12 Αυγούστου 2002 η Επιτροπή απηύθυνε, στις ίδιες αποδέκτριες, συμπληρωματικές αιτιάσεις (στο εξής: κοινοποίηση των συμπληρωματικών αιτιάσεων), βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82 ΕΚ] (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25). Με την εν λόγω κοινοποίηση, η Επιτροπή διευκρίνισε τη θέση της όσον αφορά τη συνέχιση της διαδικασίας μετά τη λήξη ισχύος, στις 23 Ιουλίου 2002, της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Στις 20 Σεπτεμβρίου 2002 οι προσφεύγουσες απάντησαν στην κοινοποίηση συμπληρωματικών αιτιάσεων.

6        Στις 30 Σεπτεμβρίου 2002 πραγματοποιήθηκε νέα ακρόαση των μετεχόντων στη διοικητική διαδικασία, παρουσία των αρμόδιων για τον ανταγωνισμό αρχών των κρατών μελών. Η ακρόαση αφορούσε το αντικείμενο της κοινοποίησης των συμπληρωματικών αιτιάσεων, ήτοι τις έννομες συνέπειες της λήξης της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ επί της συνέχισης της διαδικασίας.

7        Μετά την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2002) 5087 final, της 17ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ (COMP/37.956 – Οπλισμός σκυροδέματος) (στο εξής: απόφαση του 2002), η οποία κοινοποιήθηκε στη Federacciai και σε οκτώ επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων οι προσφεύγουσες. Με την απόφαση αυτή η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, μεταξύ Δεκεμβρίου 1989 και Ιουλίου 2000, οι ως άνω επιχειρήσεις είχαν θέσει σε εφαρμογή μια ενιαία, σύνθετη και διαρκή σύμπραξη στην ιταλική αγορά του οπλισμού σκυροδέματος σε ράβδους ή σε ρόλλους (στο εξής: οπλισμός σκυροδέματος), η οποία είχε ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον καθορισμό των τιμών και τον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής ή των πωλήσεων, κατά παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ. Για τον λόγο αυτόν, επέβαλε, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, στις προσφεύγουσες πρόστιμο ύψους 10,25 εκατομμυρίων ευρώ.

8        Στις 5 Μαρτίου 2003 οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά της απόφασης του 2002. Το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την εν λόγω απόφαση έναντι των προσφευγουσών (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2007, SP κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑27/03, T‑46/03, T‑58/03, T‑79/03, T‑80/03, T‑97/03 και T‑98/03, EU:T:2007:317) και των λοιπών αποδεκτριών επιχειρήσεων, με το σκεπτικό ότι η νομική βάση που χρησιμοποιήθηκε, ήτοι το άρθρο 65, παράγραφοι 4 και 5, ΑΧ, είχε παύσει πλέον να ισχύει κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης. Ως εκ τούτου, μετά τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ, η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα, βάσει των ως άνω διατάξεων, να διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 65, παράγραφος 1, ΑΧ και να επιβάλει κυρώσεις. Το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τις λοιπές πτυχές της απόφασης.

9        Η απόφαση του 2002 κατέστη απρόσβλητη έναντι της Federacciai, η οποία δεν άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

 Δεύτερη απόφαση της Επιτροπής (2009)

10      Με έγγραφο της 30ής Ιουνίου 2008, η Επιτροπή ενημέρωσε τις προσφεύγουσες και τις λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις για την πρόθεσή της να εκδώσει νέα απόφαση, διορθώνοντας τη νομική βάση που είχε χρησιμοποιηθεί. Επιπλέον, διευκρίνισε ότι η νέα απόφαση θα στηριζόταν στα αποδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν στην κοινοποίηση των αιτιάσεων και στην κοινοποίηση των συμπληρωματικών αιτιάσεων. Κατόπιν πρόσκλησης της Επιτροπής, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις στις 4 Σεπτεμβρίου 2008.

11      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2009 η Επιτροπή εξέδωσε τη νέα απόφαση C(2009) 7492 final, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ (υπόθεση COMP/37.956 – Οπλισμός σκυροδέματος, επανέκδοση), η οποία απευθυνόταν στις ίδιες επιχειρήσεις με την απόφαση του 2002, μεταξύ των οποίων οι προσφεύγουσες. Η απόφαση εκδόθηκε βάσει των διαδικαστικών κανόνων της Συνθήκης ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1). Στηριζόταν στα στοιχεία που εκτίθεντο στην κοινοποίηση των αιτιάσεων και στην κοινοποίηση των συμπληρωματικών αιτιάσεων και επαναλάμβανε, κατ’ ουσίαν, το περιεχόμενο και τα συμπεράσματα της απόφασης του 2002. Ειδικότερα, το ποσό του, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, επιβληθέντος στις προσφεύγουσες προστίμου, ύψους 10,25 εκατομμυρίων ευρώ, παρέμενε αμετάβλητο.

12      Στις 8 Δεκεμβρίου 2009 η Επιτροπή εξέδωσε τροποποιητική απόφαση η οποία περιελάμβανε, στο παράρτημά της, τους παραλειφθέντες από την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009 πίνακες από τους οποίους προέκυπταν οι διακυμάνσεις των τιμών, ενώ σε οκτώ υποσημειώσεις διόρθωνε τις αριθμητικές παραπομπές στους εν λόγω πίνακες.

13      Στις 17 Φεβρουαρίου 2010 οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά της απόφασης της Επιτροπής της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, όπως τροποποιήθηκε (στο εξής: απόφαση του 2009). Στις 9 Δεκεμβρίου 2014 το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω προσφυγή (απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2014, Ferriera Valsabbia και Valsabbia Investimenti κατά Επιτροπής, T‑92/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1032). Το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει την απόφαση του 2009 ως προς έναν άλλον αποδέκτη της, μείωσε το ποσό του επιβληθέντος σε δύο άλλους αποδέκτες της προστίμου και απέρριψε τις λοιπές ασκηθείσες προσφυγές.

14      Στις 20 Φεβρουαρίου 2015 οι προσφεύγουσες άσκησαν αναίρεση κατά της απόφασης της 9ης Δεκεμβρίου 2014, Ferriera Valsabbia και Valsabbia Investimenti κατά Επιτροπής (T‑92/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1032). Με απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ferriera Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑86/15 P και C‑87/15 P, EU:C:2017:717), το Δικαστήριο αναίρεσε την προμνησθείσα απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και ακύρωσε την απόφαση του 2009 έναντι, μεταξύ άλλων, των προσφευγουσών.

15      Με την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ferriera Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑86/15 P και C‑87/15 P, EU:C:2017:717), το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν μια απόφαση εκδίδεται δυνάμει του κανονισμού 1/2003, η διαδικασία που καταλήγει στην απόφαση αυτή πρέπει να είναι σύμφωνη προς τους διαδικαστικούς κανόνες που προβλέπονται από τον εν λόγω κανονισμό καθώς και από τον κανονισμό (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18), ακόμη και αν η διαδικασία είχε αρχίσει πριν από την έναρξη ισχύος τους.

16      Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, εν προκειμένω, η ακρόαση της 13ης Ιουνίου 2002, η οποία ήταν η μόνη σχετική με την ουσία της διαδικασίας, δεν μπορούσε να θεωρηθεί σύμφωνη προς τις διαδικαστικές απαιτήσεις για την έκδοση απόφασης βάσει του κανονισμού 1/2003, ελλείψει συμμετοχής των αρμόδιων για τον ανταγωνισμό αρχών των κρατών μελών.

17      Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να διοργανώσει νέα ακρόαση πριν από την έκδοση της απόφασης του 2009 και στηρίζοντας την κρίση του στο γεγονός ότι στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχε παρασχεθεί η δυνατότητα να αναπτύξουν προφορικώς την άποψή τους κατά τη διάρκεια των ακροάσεων της 13ης Ιουνίου και της 30ής Σεπτεμβρίου 2002.

18      Με την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ferriera Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑86/15 P και C‑87/15 P, EU:C:2017:717), το Δικαστήριο υπενθύμισε τη σημασία της διεξαγωγής, κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων, ακρόασης στην οποία καλούνται οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές των κρατών μελών και της οποίας η παράλειψη συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου.

19      Το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι το εν λόγω δικαίωμα, το οποίο προβλέπεται από τον κανονισμό 773/2004, δεν είχε γίνει σεβαστό, η επιχείρηση της οποίας το δικαίωμα προσβλήθηκε κατά τα ανωτέρω δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει ότι η εν λόγω προσβολή επηρέασε εις βάρος της την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης.

20      Το Δικαστήριο αναίρεσε επίσης και άλλες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου οι οποίες είχαν εκδοθεί στις 9 Δεκεμβρίου 2014 και περιείχαν κρίση επί της νομιμότητας της απόφασης του 2009, ακύρωσε δε, για τους ίδιους λόγους, την επίδικη απόφαση, ως προς τέσσερις άλλες επιχειρήσεις. Αντιθέτως, η απόφαση του 2009 κατέστη απρόσβλητη για τις αποδέκτριες επιχειρήσεις που δεν είχαν ασκήσει αναίρεση κατά των εν λόγω αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου.

 Τρίτη απόφαση της Επιτροπής (2019)

21      Με έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 2017, η Επιτροπή ενημέρωσε τις προσφεύγουσες σχετικά με την πρόθεσή της να επαναλάβει τη διοικητική διαδικασία και να διοργανώσει, στο πλαίσιο αυτό, νέα ακρόαση των μετεχόντων στην εν λόγω διαδικασία, παρουσία των αρμόδιων για τον ανταγωνισμό αρχών των κρατών μελών.

22      Με έγγραφο της 1ης Φεβρουαρίου 2018, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν παρατηρήσεις με τις οποίες αμφισβήτησαν την εξουσία της Επιτροπής να επαναλάβει τη διοικητική διαδικασία και την κάλεσαν να μην προβεί στην επανάληψή της.

23      Στις 23 Απριλίου 2018 η Επιτροπή διεξήγαγε νέα ακρόαση σχετικά με την ουσία της διαδικασίας, στην οποία έλαβαν μέρος, παρουσία των αρμόδιων για τον ανταγωνισμό αρχών των κρατών μελών και του συμβούλου ακροάσεων, οι προσφεύγουσες καθώς και τρεις άλλες επιχειρήσεις αποδέκτριες της απόφασης του 2009.

24      Με έγγραφα της 19ης Νοεμβρίου 2018, καθώς και της 18ης Ιανουαρίου και της 6ης Μαΐου 2019, η Επιτροπή απηύθυνε τρία αιτήματα παροχής πληροφοριών στις προσφεύγουσες σχετικά με τον κύκλο εργασιών τους.

25      Στις 4 Ιουλίου 2019 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2019) 4969 final, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 65 της Συνθήκης ΕΚΑΧ (υπόθεση AT.37956 – Οπλισμός σκυροδέματος) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η οποία απευθυνόταν σε πέντε επιχειρήσεις ως προς τις οποίες είχε ακυρωθεί η απόφαση του 2009, ήτοι, πέραν των προσφευγουσών, στις Alfa Acciai SpA, Feralpi Holding SpA (πρώην Feralpi Siderurgica SpA και Federalpi Siderurgica SRL), Partecipazioni Industriali SpA (πρώην Riva Acciaio SpA εν συνεχεία Riva Fire SpA, στο εξής: Riva) και Ferriere Nord SpA.

26      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε την ίδια παράβαση με εκείνη που αποτέλεσε αντικείμενο της απόφασης του 2009, μείωσε όμως τα επιβληθέντα στις αποδέκτριες επιχειρήσεις πρόστιμα κατά 50 % λόγω της διάρκειας της διαδικασίας. Επομένως, με το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επέβαλε στις προσφεύγουσες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, πρόστιμο ύψους 5,125 εκατομμυρίων ευρώ.

27      Στις 8 Ιουλίου 2019 κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες αποσπασματικό αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο περιελάμβανε μόνον τις μονές σελίδες της.

28      Στις 18 Ιουλίου 2019 κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες το πλήρες κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

29      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Σεπτεμβρίου 2019, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

30      Κατόπιν πρότασης του τέταρτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση σε πενταμελές τμήμα.

31      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, έθεσε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις και τους ζήτησε να προσκομίσουν έγγραφα. Οι διάδικοι απάντησαν στις εν λόγω ερωτήσεις και ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα προσκόμισης εγγράφων εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

32      Με απόφαση του προέδρου του τέταρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 2021, οι υποθέσεις T‑655/19 και T‑656/19 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 68 του Κανονισμού Διαδικασίας.

33      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Ιουνίου 2021.

34      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που τις αφορά·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

35      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

36      Προς στήριξη της προσφυγής, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν:

–        ο πρώτος, παράβαση των διαδικαστικών κανόνων κατά την ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018, η οποία είχε ως αποτέλεσμα προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας·

–        ο δεύτερος, παράνομη άρνηση της Επιτροπής να εξακριβώσει, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, τη συμβατότητα της έκδοσής της με την αρχή της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας·

–        ο τρίτος και ένα σκέλος του τέταρτου, παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας·

–        ο τέταρτος, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης εκτίμησης.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση των διαδικαστικών κανόνων κατά την ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018

37      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε στο πέρας διαδικασίας η οποία ενέχει παρατυπίες τελεσθείσες κατά τη διοργάνωση της ακρόασης μετά την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ferriera Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑86/15 P και C‑87/15 P, EU:C:2017:717).

38      Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις αιτιάσεις, οι οποίες αφορούν την απαίτηση αμεροληψίας των μελών της συμβουλευτικής επιτροπής, την απουσία σημαντικών οντοτήτων κατά την ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018 και την αδυναμία της Επιτροπής να θεραπεύσει τη διαδικαστική πλημμέλεια που επέκρινε το Δικαστήριο, τις οποίες η Επιτροπή αντικρούει στο σύνολό τους.

 Επί της ακροάσεως που διοργανώθηκε μετά την επανάληψη της διοικητικής διαδικασίας

39      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ferriera Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑86/15 P και C‑87/15 P, EU:C:2017:717, σκέψεις 42 έως 47), το Δικαστήριο προσήψε στην Επιτροπή ότι δεν παρέσχε στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους κατά τη διάρκεια ακρόασης σχετικής με την ουσία της υπόθεσης παρουσία των αρμόδιων για τον ανταγωνισμό αρχών των κρατών μελών.

40      Εν συνεχεία, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσδιορισθείσα παράλειψη έπρεπε να εξεταστεί ως παράβαση ουσιώδους τύπου από την οποία έπασχε η διαδικασία ανεξαρτήτως των δυσμενών συνεπειών που μπορούσαν να απορρέουν από αυτήν για τις προσφεύγουσες (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ferriera Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής C‑86/15 P και C‑87/15 P, EU:C:2017:717, σκέψεις 48 έως 50).

41      Αναλύοντας την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ferriera Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑86/15 P και C‑87/15 P, EU:C:2017:717), η Επιτροπή εκτίμησε ότι, αν θεραπεύονταν η επίμαχη παράλειψη, η διοικητική διαδικασία μπορούσε να επαναληφθεί εις βάρος των εμπλεκόμενων ακόμη επιχειρήσεων (αιτιολογική σκέψη 15 της προσβαλλόμενης απόφασης).

42      Με έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 2017, η Επιτροπή ενημέρωσε τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ότι επιθυμούσε να επαναλάβει τη διοικητική διαδικασία από το σημείο στο οποίο είχε εμφανιστεί η πλημμέλεια που προσδιόρισε το Δικαστήριο, ήτοι από την ακρόαση.

43      Με έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 2017, η Επιτροπή ζήτησε από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να δηλώσουν εγγράφως, εφόσον το επιθυμούσαν, το ενδιαφέρον τους να μετάσχουν σε νέα ακρόαση σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, η οποία επρόκειτο να διεξαχθεί παρουσία των αρμόδιων για τον ανταγωνισμό αρχών των κρατών μελών, βάσει της εφαρμοστέας νομοθεσίας.

44      Αφού έλαβε τις απαντήσεις των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, η Επιτροπή διοργάνωσε νέα ακρόαση στις 23 Απριλίου 2018 παρουσία των αρμόδιων για τον ανταγωνισμό αρχών των κρατών μελών.

 Επί της εκτελέσεως των ακυρωτικών αποφάσεων

45      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο του οποίου η πράξη κηρύχθηκε άκυρη οφείλει να λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου.

46      Προκειμένου να συμμορφωθούν με την ακυρωτική απόφαση και να την εκτελέσουν πλήρως, τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να σεβαστούν τόσο το διατακτικό της απόφασης όσο και το σκεπτικό το οποίο αποτελεί το αναγκαίο του στήριγμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια αυτού που κρίθηκε με το διατακτικό (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2017, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑74/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:471, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Η ακύρωση πράξης περατώνουσας διοικητική διαδικασία δεν θίγει όλα τα στάδια που προηγήθηκαν της έκδοσής της, αλλά μόνον εκείνα που αφορούν τους ουσιαστικούς ή διαδικαστικούς λόγους της ακύρωσης (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2017, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑74/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:471, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Επομένως, η διαδικασία που αποβλέπει στην αντικατάσταση ακυρωθείσας πράξης μπορεί, κατ’ αρχήν, να επαναλαμβάνεται από το στάδιο που θίγεται από την παρανομία (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψη 73, και της 6ης Ιουλίου 2017, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑74/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:471, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η πράξη ακυρώθηκε λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου κατά τη διοργάνωση της ακρόασης (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ferriera Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑86/15 P και C‑87/15 P, EU:C:2017:717), η Επιτροπή μπορούσε να επαναλάβει τη διαδικασία από το συγκεκριμένο στάδιο, όπως και έπραξε.

50      Αυτό είναι το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να εξεταστούν οι αιτιάσεις που προέβαλαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αφορά την αμεροληψία που απαιτείται από τη συμβουλευτική επιτροπή

51      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η διαβούλευση της συμβουλευτικής επιτροπής δεν υπήρξε προσήκουσα, καθότι οι ρυθμίσεις για τη διοργάνωση της ακρόασης στην οποία επρόκειτο να κληθούν οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών, των οποίων οι εκπρόσωποι συνθέτουν την εν λόγω επιτροπή, δεν κατέστησαν δυνατή τη διασφάλιση της αμεροληψίας τους κατά τον χρόνο διατύπωσης της γνώμης της κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας.

52      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία έκδοσης των αποφάσεων που βασίζονται στα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ ρυθμίζεται, όσον αφορά τις πτυχές που ενδιαφέρουν την υπό κρίση διαφορά, από τον κανονισμό 1/2003:

–        κατά το άρθρο 14, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού, προτού εκδώσει την απόφασή της, η Επιτροπή ζητεί τη γνώμη επιτροπής η οποία συγκροτείται από εκπροσώπους των αρμόδιων για τον ανταγωνισμό αρχών των κρατών μελών·

–        στο άρθρο 14, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζεται ότι η εν λόγω επιτροπή γνωμοδοτεί εγγράφως επί του προσχεδίου απόφασης που της υποβάλλει η Επιτροπή·

–        στο άρθρο 14, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή λαμβάνει απόλυτα υπόψη τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, ενημερώνει δε την εν λόγω επιτροπή για τον τρόπο με τον οποίο εκπλήρωσε τη συγκεκριμένη υποχρέωση.

53      Για τη διοργάνωση των ακροάσεων, ο κανονισμός 773/2004 θεσπίζει τους ακόλουθους κανόνες:

–        το άρθρο 12 του εν λόγω κανονισμού υποχρεώνει την Επιτροπή να παρέχει στα μέρη προς τα οποία αποστέλλει κοινοποίηση των αιτιάσεων τη δυνατότητα να αναπτύξουν τα επιχειρήματα τους σε ακρόαση, εάν το ζητήσουν στο πλαίσιο των υποβαλλόμενων από αυτά γραπτών παρατηρήσεων·

–        το άρθρο 14, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές των κρατών μελών καλούνται να λάβουν μέρους στην ακρόαση.

54      Κατά τη νομολογία, η λήψη της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής αποτελεί ουσιώδη τύπο, η παράβαση του οποίου θίγει τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης και συνεπάγεται την ακύρωσή της εάν αποδειχθεί ότι η μη τήρηση κανόνων εμπόδισε την εν λόγω επιτροπή να εκφέρει τη γνώμη της έχοντας πλήρη γνώση των δεδομένων (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑691/14, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2018:922, σκέψη 148 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι οι κανόνες που μνημονεύονται στις σκέψεις 52 και 53 ανωτέρω δεν τηρήθηκαν αυτοί καθεαυτούς. Θεωρούν, εντούτοις, ότι, όταν οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές των κρατών μελών έλαβαν μέρος στην ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018 και εξέδωσαν εν συνεχεία τη γνώμη τους, οι συνθήκες δεν διασφάλιζαν την αμεροληψία τους. Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, οι εν λόγω αρχές γνώριζαν, κατά τον χρόνο διατύπωσης της γνώμης, τη θέση που είχαν λάβει η Επιτροπή και τα δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις αποφάσεις τους καθ’ όλη την εξέλιξη της διαδικασίας. Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι, αφενός, προτού εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή είχε εκδώσει, δύο φορές (το 2002 και το 2009), απόφαση επιβολής κυρώσεων χωρίς να διαβουλευθεί με τις εν λόγω αρχές σχετικά με την ουσία της υπόθεσης και ότι, αφετέρου, το 2014, το Γενικό Δικαστήριο είχε εκδώσει απόφαση με την οποία επικύρωσε τη θέση της Επιτροπής. Κατά τις προσφεύγουσες, οι ως άνω αποφάσεις της Επιτροπής και του Δικαστηρίου δημιούργησαν ένα πλαίσιο το οποίο επηρέασε αναπόφευκτα τις εν λόγω αρχές κατά τρόπο που κατέστησε αδύνατη την αμερόληπτη διατύπωση γνώμης.

56      Επ’ αυτού, υπενθυμίζεται ότι πράξη η οποία ακυρώνεται εξαλείφεται από την έννομη τάξη και θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξασα (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, Crédit mutuel Arkéa κατά ΕΚΤ, T‑712/15, EU:T:2017:900, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), ακόμη και αν, όταν πρόκειται περί ατομικής απόφασης, η ακύρωση ωφελεί, υπό ορισμένες επιφυλάξεις, μόνον τους διαδίκους (βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Lucchini κατά Επιτροπής, T‑185/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:298, σκέψεις 33 έως 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Επομένως, οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου, οι οποίες συνιστούν πράξεις εκδοθείσες από θεσμικό όργανο της Ένωσης, εξαλείφονται αναδρομικώς από την έννομη τάξη όταν αναιρούνται κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως.

58      Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, μολονότι η συμβουλευτική επιτροπή διατύπωσε τη γνώμη της, αφενός, μετά την έκδοση από την Επιτροπή της απόφασης του 2002 και εν συνεχεία της απόφασης του 2009 και, αφετέρου, μετά την έκδοση από το Γενικό Δικαστήριο της απόφασης της 9ης Δεκεμβρίου 2014, Ferriera Valsabbia και Valsabbia Investimenti κατά Επιτροπής (T‑92/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1032), εντούτοις, δεδομένου ότι είχαν ακυρωθεί και αναιρεθεί αντιστοίχως, οι εν λόγω αποφάσεις είχαν εξαλειφθεί από την έννομη τάξη της Ένωσης και, κατ’ εφαρμογήν της ως άνω νομολογίας, θεωρούνταν ως μηδέποτε υπάρξασες.

59      Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αμεροληψίας των εκπροσώπων των αρμόδιων για τον ανταγωνισμό αρχών των κρατών μελών που κατέστησε αδύνατη τη διατύπωση αμερόληπτης γνώμης εκ μέρους της συμβουλευτικής επιτροπής, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα, μεταξύ άλλων, στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

60      Η επιταγή της αμεροληψίας, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 41 του Χάρτη, καλύπτει, αφενός, την υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένας υπάλληλος της οικείας αρχής δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, την αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας συναφώς (βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 155 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Εν προκειμένω, η αμεροληψία της συμβουλευτικής επιτροπής κατά τη διατύπωση της γνώμης της αμφισβητείται καθότι, κατά τις προσφεύγουσες, η στάση των εκπροσώπων των αρχών που συγκροτούν την εν λόγω επιτροπή μπορεί να επηρεάστηκε από το γεγονός ότι οι εν λόγω αρχές γνώριζαν τη θέση που είχαν λάβει επί της υπόθεσης, αφενός, η Επιτροπή με τις αποφάσεις του 2002 και του 2009 και, αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2014, Ferriera Valsabbia και Valsabbia Investimenti κατά Επιτροπής (T‑92/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1032).

62      Εντούτοις, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί από τη γνώση αυτή έλλειψη αμεροληψίας που θα μπορούσε να θίξει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, καθότι άλλως θα ετίθεντο υπό αμφισβήτηση οι διατάξεις της Συνθήκης δυνάμει των οποίων πράξεις που κρίνονται παράνομες μπορούν να αντικατασταθούν, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί αν, εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την ύπαρξη υποκειμενικής ή αντικειμενικής αμεροληψίας.

63      Συγκεκριμένα, η ενδεχόμενη γνώση λύσης προκριθείσας σε προγενέστερο στάδιο και, ενδεχομένως, επικυρωθείσας με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία αναιρέθηκε εν συνεχεία από το Δικαστήριο, είναι εγγενής στην υποχρέωση άντλησης των συνεπειών της ακύρωσης. Εάν γινόταν δεκτό ότι η γνώση μιας τέτοιας κατάστασης μπορεί να εμποδίζει, καθεαυτήν, την επανάληψη της διαδικασίας, θα εθίγετο ο καθαυτό μηχανισμός ακύρωσης υποδηλώνοντας ότι ο εν λόγω μηχανισμός συνεπάγεται όχι μόνον την αναδρομική εξάλειψη της ακυρωθείσας πράξης, αλλά και την απαγόρευση επανάληψης της διαδικασίας. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα αντέβαινε στο άρθρο 266 ΣΛΕΕ, το οποίο, σε περίπτωση ακύρωσης βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, επιβάλλει στα θεσμικά και λοιπά όργανα ή στους οργανισμούς της Ένωσης να λαμβάνουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν έναντι αυτών, χωρίς εντούτοις να τα απαλλάσσει από την αποστολή τους που συνίσταται στη διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στους τομείς αρμοδιότητάς τους.

64      Κατά συνέπεια, η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αφορά την απουσία σημαντικών οντοτήτων κατά την ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018

65      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή, αφενός, παρέβη πλείονες κανόνες σχετικούς με τη διοργάνωση των ακροάσεων και, αφετέρου, υπέπεσε σε πλάνη παραλείποντας να προσκαλέσει πλείονες οντότητες στην ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018, μολονότι, καθόσον είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην υπόθεση, οι εν λόγω οντότητες θα μπορούσαν να γνωστοποιήσουν στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές των κρατών μελών στοιχεία που θα παρείχαν στις αρχές αυτές τη δυνατότητα να λάβουν θέση έχοντας πλήρη γνώση των δεδομένων. Κατά τις προσφεύγουσες, δεδομένου ότι οι εν λόγω αρχές δεν διατύπωσαν τη γνώμη τους έχοντας πλήρη γνώση των δεδομένων, τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών εθίγησαν για τους ακόλουθους λόγους:

–        η Federacciai έπρεπε να είχε μετάσχει στην επίμαχη ακρόαση, όπως και η Leali SpA, η οποία είχε εν τω μεταξύ πτωχεύσει, λόγω του κεντρικού ρόλου που είχαν διαδραματίσει στο σύνολο των πράξεων που αφορούσε η έρευνα·

–        η Lucchini SpA, η οποία είχε επίσης πτωχεύσει, και η Riva, τεθείσα υπό έκτακτη διαχείριση, οι οποίες είχαν ηγετική θέση στην αγορά, έπρεπε επίσης να είχαν μετάσχει στην εν λόγω ακρόαση·

–        η Industrie Riunite Odolesi SpA (στο εξής: IRO), η οποία δεν είχε προσβάλλει την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 2014, IRO κατά Επιτροπής (T‑69/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1030), έπρεπε επίσης να είχε μετάσχει στην εν λόγω ακρόαση·

–        η Associazione Nazionale Sagomatori Ferro (Εθνική Ένωση των επιχειρήσεων μορφοποίησης σιδήρου, στο εξής: Ansfer) έπρεπε να είχε κληθεί, καθότι η εν λόγω ένωση, η οποία εκπροσωπεί πελάτες των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, είχε παρέμβει ως τρίτος στην ακρόαση της 13ης Ιουνίου 2002 και είχε δηλώσει, στο πλαίσιο αυτό, ότι η ύπαρξη περιοριστικών του ανταγωνισμού συμπράξεων δεν έγινε ποτέ αισθητή στην αγορά.

66      Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν, κατά τη διοργάνωση της ακρόασης, η Επιτροπή παρέβη κανόνα τον οποίο όφειλε να τηρήσει και αν, με τον τρόπο αυτό ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών στο πλαίσιο της ακρόασης της 23ης Απριλίου 2018.

67      Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι η συμμετοχή στην ακρόαση περιλαμβάνεται στα διαδικαστικά δικαιώματα των οποίων η προσβολή πρέπει, λόγω του υποκειμενικού χαρακτήρα τους, να προβληθεί από την επιχείρηση ή τον τρίτο που έχει το συγκεκριμένο δικαίωμα (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2010, ThyssenKrupp Acciai Speciali Terni κατά Επιτροπής, T‑62/08, EU:T:2010:268, σκέψη 186· της 12ης Μαΐου 2011, Région Nord-Pas-de-Calais και Communauté d’agglomération du Douaisis κατά Επιτροπής, T‑267/08 και T‑279/08, EU:T:2011:209, σκέψη 77, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Zhejiang Jndia Pipeline Industry κατά Επιτροπής, T‑228/17, EU:T:2019:619, σκέψη 36).

68      Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να ζητήσουν λυσιτελώς την ακύρωση απόφασης για τον λόγο και μόνον ότι προσεβλήθησαν, εν προκειμένω, διαδικαστικά δικαιώματα τρίτων ή άλλων μερών.

69      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν οι ακροάσεις που διεξάγονται στο πλαίσιο των σχετικών με συμπράξεις διαδικασιών διενεργούνται συνήθως, κατά την πρακτική της Επιτροπής, με συλλογικό τρόπο, η νομοθεσία δεν αναγνωρίζει δικαίωμα συλλογικής ακρόασης για τις επιχειρήσεις στις οποίες η Επιτροπή απηύθυνε κοινοποίηση των αιτιάσεων.

70      Τουναντίον, στο άρθρο 14, παράγραφος 6, του κανονισμού 773/2004 διευκρινίζεται ότι κάθε πρόσωπο μπορεί να διατυπώσει τα επιχειρήματά του χωριστά ή παρουσία και των άλλων προσώπων που καλούνται να παραστούν στην προφορική ακρόαση, λαμβανομένου υπόψη του εννόμου συμφέροντος των επιχειρήσεων ως προς την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους και των λοιπών πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα (πρβλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2000, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, EU:T:2000:77, σκέψη 697).

71      Κατά δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί, πέραν του σεβασμού των δικαιωμάτων άλλων προσώπων ή οντοτήτων, αν η Επιτροπή παρέβη κανόνες σχετικά με τη διοργάνωση των ακροάσεων κατά τρόπο που μπορεί να εμπόδισε την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών.

72      Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα δικαιώματα άμυνας είναι θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου των οποίων την τήρηση διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής με αντικείμενο την επιβολή προστίμου σε επιχείρηση για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού επιβάλλει να παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων των οποίων γίνεται επίκληση, καθώς και σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι υπάρχει παράβαση της Συνθήκης. Τα δικαιώματα αυτά διαλαμβάνονται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του Χάρτη (βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, Solvay κατά Επιτροπής, C‑109/10 P, EU:C:2011:686, σκέψεις 52 και 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73      Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες υπογράμμισαν ότι η απουσία ορισμένων οντοτήτων είχε ως συνέπεια η συμβουλευτική επιτροπή να μην μπορέσει να διατυπώσει τη γνώμη της έχοντας πλήρη γνώση των δεδομένων. Κατά τις προσφεύγουσες, εάν οι εν λόγω οντότητες είχαν αναπτύξει την άποψή τους κατά την ακρόαση, το περιεχόμενο της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής, και, κατά συνέπεια, το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Το ζήτημα αυτό αποτέλεσε αντικείμενο εκτενούς ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των διαδίκων, τόσο μέσω των υπομνημάτων τους όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

74      Συναφώς, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της κατάστασης των επιχειρήσεων αποδεκτριών της κοινοποίησης των αιτιάσεων και της προσβαλλόμενης απόφασης, της κατάστασης των τρίτων που επικαλούνται σχετικό έννομο συμφέρον και της κατάστασης των λοιπών τρίτων.

–       Επί της καταστάσεως των επιχειρήσεων αποδεκτριών της κοινοποίησης των αιτιάσεων και της προσβαλλόμενης απόφασης

75      Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, οι επιχειρήσεις και οι ενώσεις επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η κινηθείσα διαδικασία πρέπει να έχουν δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τις εις βάρος τους αιτιάσεις προτού εκδοθεί ως προς αυτές απόφαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101 ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή μπορεί να θεμελιώνει τις αποφάσεις της ως προς αυτές μόνον στις αιτιάσεις για τις οποίες δόθηκε στα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

76      Στο άρθρο 12 του κανονισμού 773/2004 διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή παρέχει στα μέρη προς τα οποία αποστέλλει κοινοποίηση των αιτιάσεων τη δυνατότητα να αναπτύξουν τα επιχειρήματα τους σε ακρόαση, εάν το ζητήσουν στο πλαίσιο των υποβαλλόμενων από αυτά γραπτών παρατηρήσεων.

77      Εν προκειμένω, το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και το άρθρο 12 του κανονισμού 773/2004 προορίζονταν, επομένως, να εφαρμοστούν σε κάθε επιχείρηση που μετέσχε στη σύμπραξη για την οποία η απόφαση του 2002 ή η απόφαση του 2009 δεν είχε καταστεί απρόσβλητη, μεταξύ των οποίων η Riva.

78      Κατά τις προσφεύγουσες, η απουσία της Riva από την ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018 μπορεί να συνέβαλε στο να καταστεί η διαδικασία πλημμελής επηρεάζοντας τις συνθήκες υπό τις οποίες οι προσφεύγουσες μπορούσαν να διασφαλίσουν την άμυνά τους.

79      Επ’ αυτού, όπως επισημαίνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 45 και 46 της προσβαλλόμενης απόφασης, υπενθυμίζονται τα ακόλουθα στοιχεία τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από τους διαδίκους:

–        η Επιτροπή ενημέρωσε τη Riva, με έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 2017, για την επανάληψη της διαδικασίας·

–        απαντώντας στο εν λόγω έγγραφο, η Riva υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις χωρίς, εντούτοις, να ζητήσει να λάβει μέρος σε ακρόαση·

–        δεδομένου ότι η Riva δεν υπέβαλε τέτοιο αίτημα, η Επιτροπή δεν την κάλεσε να λάβει μέρος στην ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018.

80      Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω στοιχείων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, παραλείποντας να καλέσει τη Riva να λάβει μέρος στην ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και το άρθρο 12 του κανονισμού 773/2004. Δεδομένου ότι η Riva δεν ζήτησε να λάβει μέρος στην ακρόαση, η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να την καλέσει σε αυτήν. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν βασίμως παράβαση των προμνησθεισών διατάξεων η οποία μπορεί να έθιξε την άμυνά τους.

–       Επί της καταστάσεως των τρίτων που επικαλούνται σχετικό έννομο συμφέρον

81      Η ακρόαση των ενδιαφερόμενων τρίτων διέπεται από το άρθρο 27, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003. Κατά την εν λόγω διάταξη, εάν ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ζητήσει να γίνει δεκτό σε ακρόαση επικαλούμενο σχετικό έννομο συμφέρον, το αίτημά του γίνεται δεκτό.

82      Στο άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 773/2004 διευκρινίζονται τα εξής:

–        εάν φυσικά ή νομικά πρόσωπα ζητήσουν να κληθούν σε ακρόαση και αποδεικνύουν ότι έχουν επαρκές προς τούτο συμφέρον, η Επιτροπή τα ενημερώνει εγγράφως σχετικά με τη φύση και το αντικείμενο της διαδικασίας·

–        η Επιτροπή τάσσει στα εν λόγω πρόσωπα προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να γνωστοποιήσουν εγγράφως τις απόψεις τους·

–        η Επιτροπή μπορεί να καλεί τα εν λόγω πρόσωπα να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους κατά την ακρόαση, εάν το ζητήσουν στο πλαίσιο των γραπτών παρατηρήσεών τους.

83      Εν προκειμένω, το άρθρο 27, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 773/2004 προορίζονταν, επομένως, να εφαρμοστούν, μεταξύ άλλων, σε πέντε οντότητες των οποίων η παρουσία ήταν αναγκαία, κατά τις προσφεύγουσες, ώστε η ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018 να διοργανωθεί προσηκόντως, ήτοι, αφενός, τις Federacciai, Leali, IRO και Lucchini και, αφετέρου, την Ansfer.

84      Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι οι τέσσερις πρώτες οντότητες που μνημονεύονται στη σκέψη 83 ανωτέρω παραιτήθηκαν, σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, από την προσβολή της απόφασης που τους είχε απευθύνει η Επιτροπή:

–        η Federacciai δεν άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της απόφασης του 2002·

–        οι Leali, IRO και Lucchini δεν άσκησαν αναίρεση κατά των αποφάσεων της 9ης Δεκεμβρίου 2014, Leali και Acciaierie e Ferriere Leali Luigi κατά Επιτροπής (T‑489/09, T‑490/09 και T‑56/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1039), της 9ης Δεκεμβρίου 2014, IRO κατά Επιτροπής (T‑69/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:1030), και της 9ης Δεκεμβρίου 2014 Lucchini κατά Επιτροπής (T‑91/10, EU:T:2014:1033), με τις οποίες είχαν απορριφθεί οι προσφυγές τους με αίτημα την ακύρωση της απόφασης του 2009.

85      Επομένως, κατά τη νομολογία, η απόφαση της Επιτροπής έναντι των εν λόγω οντοτήτων κατέστη απρόσβλητη καθόσον τις αφορά και, εν συνεχεία, δεδομένου ότι η διαδικασία περατώθηκε για αυτές, οι εν λόγω οντότητες δεν μετείχαν πλέον στη διαδικασία που επαναλήφθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2017 (πρβλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ., C‑310/97 P, EU:C:1999:407, σκέψη 63).

86      Υπό τις συνθήκες αυτές, οι τέσσερις πρώτες οντότητες που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 83 ανωτέρω δεν είχαν δικαίωμα να μετάσχουν στην ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018 ως μετέχοντες στη διαδικασία.

87      Είναι αληθές ότι οι εν λόγω τέσσερις οντότητες μπορούσαν να ζητήσουν από την Επιτροπή, αποδεικνύοντας ότι είχαν επαρκές έννομο συμφέρον, την άδεια να μετάσχουν στην ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018 ως ενδιαφερόμενοι τρίτοι, βάσει των διατάξεων που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 81 και 82 ανωτέρω.

88      Εντούτοις, οι Federacciai, Leali και IRO δεν προέβησαν σε τέτοια ενέργεια και, επομένως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή παρέβη, στο πλαίσιο αυτό, οποιονδήποτε κανόνα, ο οποίος μπορούσε να θίξει την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών.

89      Αντιθέτως, επισημαίνεται ότι η Lucchini θεώρησε ότι έπρεπε να επωφεληθεί της ακύρωσης που αποφάσισε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Feralpi κατά Επιτροπής (C‑85/15 P, EU:C:2017:709), της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ferriera Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑86/15 P και C‑87/15 P, EU:C:2017:717), της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (C‑88/15 P, EU:C:2017:716), και της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Riva Fire κατά Επιτροπής (C‑89/15 P, EU:C:2017:713), μολονότι δεν άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης της 9ης Δεκεμβρίου 2014, Lucchini κατά Επιτροπής (T‑91/10, EU:T:2014:1033). Βάσει της επιχειρηματολογίας αυτής, η Lucchini ζήτησε από την Επιτροπή να της επιτρέψει να μετάσχει στην ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018. Εντούτοις, η Lucchini υπέβαλε το συγκεκριμένο αίτημα ως μετέχουσα στη διαδικασία που επαναλήφθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2017, όπως έπραξαν, μεταξύ άλλων, οι προσφεύγουσες, και όχι ως ενδιαφερόμενος τρίτος. Ορθώς η Επιτροπή απέρριψε το εν λόγω αίτημα για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 84 και 85 ανωτέρω (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Lucchini κατά Επιτροπής, T‑185/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:298, σκέψεις 41 και 42). Μετά την απόρριψη της δυνατότητας συμμετοχής στην ακρόαση ως μετέχουσα στη διαδικασία, η Lucchini δεν υποστήριξε ότι μπορούσε να κληθεί στην ακρόαση ως τρίτος που έχει σχετικό έννομο συμφέρον.

90      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, παραλείποντας να καλέσει, αφενός, τη Federacciai και, αφετέρου, τις Leali, IRO και Lucchini να λάβουν μέρος στην ακρόαση, η Επιτροπή παρέβη διαδικαστικό κανόνα ο οποίος μπορούσε να ασκήσει επιρροή στην άσκηση, από τις προσφεύγουσες, των δικαιωμάτων τους άμυνας.

91      Κατά δεύτερον, όσον αφορά την πέμπτη οντότητα που μνημονεύθηκε στη σκέψη 83 ανωτέρω, ήτοι την Ansfer, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι θα έπρεπε να είχε κληθεί να λάβει μέρος στην ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που διέθετε οι οποίες μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές των κρατών μελών, σε σχέση με την εκ μέρους τους γνώση της υπόθεσης.

92      Προς στήριξη της θέσης τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρία επιχειρήματα.

93      Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά τα φαινόμενα, εάν η Ansfer είχε ενημερωθεί από την Επιτροπή για την επανάληψη της διαδικασίας, θα είχε λάβει μέρος στην ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018, όπως είχε πράξει στην περίπτωση της ακρόασης της 13ης Ιουνίου 2002.

94      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθούν οι περιστάσεις υπό τις οποίες κινήθηκε, το 2002, η διαδικασία κατά των προσφευγουσών και κατά των άλλων τότε εμπλεκόμενων επιχειρήσεων.

95      Όπως διευκρίνισε η Επιτροπή απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες, η διαδικασία κινήθηκε στις 26 Μαρτίου 2002, ακολουθούμενη από την κοινοποίηση των αιτιάσεων στα εμπλεκόμενα μέρη, βάσει του άρθρου 36 ΑΧ.

96      Η κίνηση της επίμαχης διαδικασίας δεν συνοδεύτηκε τότε από οποιοδήποτε μέτρο δημοσιότητας, καθότι η ρύθμιση δεν απαιτούσε από την Επιτροπή να δημοσιοποιήσει την απόφαση κίνησης διοικητικής διαδικασίας, την έκδοση κοινοποίησης των αιτιάσεων ή, όπως εν προκειμένω, κοινοποίησης συμπληρωματικών αιτιάσεων.

97      Ο τρόπος ενέργειας δεν υπήρξε διαφορετικός μετά την έκδοση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2007, SP κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑27/03, T‑46/03, T‑58/03, T‑79/03, T‑80/03, T‑97/03 και T‑98/03, EU:T:2007:317), και την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ferriera Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑86/15 P και C‑87/15 P, EU:C:2017:717).

98      Αφού ανέλυσε τις αποφάσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 97 ανωτέρω, η Επιτροπή ενημέρωσε τις προσφεύγουσες, την πρώτη φορά με έγγραφο της 30ής Ιουνίου 2008 και τη δεύτερη φορά με έγγραφο της 15ης Δεκεμβρίου 2017, για την πρόθεσή της να «επαναλάβει» τη διαδικασία.

99      Ειδικότερα, το δεύτερο έγγραφο κοινοποιήθηκε στις επιχειρήσεις αποδέκτριες της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά δεν ανακοινώθηκε σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή οντότητα, ούτε αποτέλεσε αντικείμενο οποιουδήποτε μέτρου δημοσιότητας.

100    Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή όφειλε να ενημερώσει το κοινό για την επανάληψη της διαδικασίας μετά την ακύρωση της απόφασης του 2009 και, εάν είχε συμμορφωθεί με τη συγκεκριμένη υποχρέωση εν προκειμένω, η Ansfer θα είχε ενημερωθεί και θα μπορούσε να είχε ζητήσει να λάβει μέρος στη νέα ακρόαση.

101    Συναφώς, επισημαίνεται ότι κανένας κανόνας δεν απαιτεί από την Επιτροπή να δημοσιοποιεί την επανάληψη διαδικασίας κατόπιν ακύρωσης απόφασής της με απόφαση του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου.

102    Συγκεκριμένα, τέτοια επανάληψη της διαδικασίας πραγματοποιείται στο πλαίσιο της εκτέλεσης ακυρωτικής απόφασης.

103    Το άρθρο 266 ΣΛΕΕ δεσμεύει, όμως, το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη μόνον στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να διασφαλιστεί η εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης. Υπό την έννοια αυτή, η εν λόγω διάταξη επιβάλλει στο οικείο όργανο την υποχρέωση να μεριμνήσει ώστε η πράξη που θα αντικαταστήσει την ακυρωθείσα να μην εμφανίζει τις ίδιες παρατυπίες με εκείνες που προσδιορίστηκαν στην εν λόγω ακυρωτική απόφαση. Εντούτοις, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτίμησης προκειμένου να αποφασίσουν ποια μέσα πρέπει να χρησιμοποιήσουν προκειμένου να αντλήσουν τις συνέπειες μιας ακυρωτικής απόφασης ή μιας απόφασης περί διαπιστώσεως του ανισχύρου, υπό τον όρο ότι τα μέσα αυτά πρέπει να συμβιβάζονται με το διατακτικό της εν λόγω απόφασης και με το σκεπτικό που αποτελεί το αναγκαίο στήριγμά του. Εκτός από την περίπτωση που η διαπιστωθείσα πλημμέλεια συνεπάγεται την ακυρότητα ολόκληρης της διαδικασίας, τα εν λόγω θεσμικά όργανα μπορούν, προκειμένου να εκδώσουν πράξη η οποία αποσκοπεί στην αντικατάσταση προηγούμενης πράξης που ακυρώθηκε ή κρίθηκε ανίσχυρη, να επαναλάβουν τη διαδικασία από το στάδιο κατά το οποίο διαπράχθηκε η πλημμέλεια (βλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2017, Léon Van Parys κατά Επιτροπής, T‑125/16, EU:T:2017:884, σκέψεις 49 και 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

104    Μετά την εκτίμηση που πραγματοποιεί στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να επαναλάβει τη διαδικασία, όπως έπραξε στην υπό κρίση υπόθεση, ή μπορεί να μη δώσει συνέχεια στη διαδικασία, εάν εκτιμά ότι η υπόθεση μπορεί να περατωθεί, ή μπορεί, εάν θεωρεί ότι επιβάλλεται η λήψη μέτρων έρευνας, να κινήσει νέα διαδικασία, ικανή, στην περίπτωση αυτή, να καταλήξει σε νέα κοινοποίηση των αιτιάσεων στις αποδέκτριες επιχειρήσεις βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

105    Εν προκειμένω, μετά την ως άνω εκτίμηση, η Επιτροπή αποφάσισε να επαναλάβει τη διαδικασία από το στάδιο στο οποίο είχε διακοπεί, όπως επιτρέπεται βάσει της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 47 και 48 ανωτέρω.

106    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι διάδικοι εξέθεσαν τις απόψεις τους ως προς την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για τη διεξαγωγή των διαδικασιών που αφορούν τα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ (ΕΕ 2011, C 308, σ. 6) (βλ., ιδίως, σημείο 20), με την οποία η Επιτροπή δεσμεύθηκε, αφενός, να δημοσιεύει την κίνηση κάθε διαδικασίας εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων στον διαδικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού και, αφετέρου, να εκδίδει ανακοίνωση Τύπου επί του θέματος, εκτός εάν τέτοια μέτρα δημοσιότητας μπορούν να αποβούν εις βάρος της διενέργειας της έρευνας.

107    Εντούτοις, η εν λόγω ανακοίνωση δεν επέβαλε, εν προκειμένω, στην Επιτροπή να εφαρμόσει τις δεσμεύσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 106 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, ελλείψει ρητής σχετικής διάταξης, δεν συντρέχει λόγος επέκτασης της εμβέλειας των ως άνω δεσμεύσεων όταν η Επιτροπή επαναλαμβάνει μια διαδικασία από το στάδιο ακρόασης που διεξήχθη πλημμελώς σε προγενέστερο χρόνο, το οποίο συνιστά το στάδιο διακοπής της εν λόγω διαδικασίας, όπως αποφάσισε να πράξει η Επιτροπή εν προκειμένω στο πλαίσιο της εκτέλεσης της ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου, κατάσταση η οποία διαφέρει από εκείνη της κίνησης της διαδικασίας που μνημονεύεται στην εν λόγω ανακοίνωση.

108    Συνεπώς, το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

109    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, όσον αφορά τον καθορισμό των τρίτων που έπρεπε να κληθούν να λάβουν μέρος στην ακρόαση, η Ansfer δεν μπορούσε να θεωρηθεί απλώς και μόνον μέλος του κοινού, αλλά είχε την ιδιότητα «τρίτου που επικαλείται σχετικό έννομο συμφέρον» κατά την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 773/2004.

110    Προς στήριξη της θέσης τους, οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι ο σύμβουλος ακροάσεων είχε αναγνωρίσει το 2002 την ιδιότητα «τρίτου που επικαλείται σχετικό έννομο συμφέρον» στην Ansfer, με αποτέλεσμα να επιτραπεί στην ένωση να λάβει μέρος στην ακρόαση της 13ης Ιουνίου 2002.

111    Δεδομένου ότι είχε τότε την ιδιότητα «τρίτου που επικαλείται σχετικό έννομο συμφέρον», η Ansfer δεν μπορεί να την απώλεσε εν τω μεταξύ και, για τον λόγο αυτό, έπρεπε να είχε κληθεί να λάβει μέρος στην ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018.

112    Επ’ αυτού, επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών όσον αφορά τη διατήρηση της ιδιότητας «τρίτου που επικαλείται σχετικό έννομο συμφέρον» συνάδει με τη θέση της Επιτροπής σχετικά με τη συνέχεια που υφίσταται μεταξύ των σταδίων της διοικητικής διαδικασίας, ακόμη και αν αυτή διακόπηκε από ένδικες διαδικασίες στο πλαίσιο των οποίων εκδόθηκαν ακυρωτικές αποφάσεις.

113    Από την άποψη αυτή, θα ήταν θεμιτό να θεωρηθεί ότι οντότητα στην οποία αναγνωρίστηκε η ιδιότητα «τρίτου που επικαλείται σχετικό έννομο συμφέρον» σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας μπόρεσε να διατηρήσει την εν λόγω ιδιότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ακόμη και αν αυτή διεκόπη από ένδικη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας ο δικαστής της Ένωσης εξέδωσε ακυρωτική απόφαση.

114    Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν, εν προκειμένω, αφού αναγνωρίστηκε σε αυτήν η ιδιότητα «τρίτου που επικαλείται σχετικό έννομο συμφέρον» σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, η Ansfer διατήρησε την εν λόγω ιδιότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και έπρεπε να είχε κληθεί στην ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018 ή, τουλάχιστον, να είχε ενημερωθεί για την επανάληψη της διαδικασίας ώστε να μπορέσει να εκδηλώσει το ενδιαφέρον της και, επομένως, να κληθεί, ενδεχομένως, να λάβει μέρος στην εν λόγω ακρόαση.

115    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης, χωρίς τούτο να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες, το ενδιαφέρον που εκδήλωσε η Ansfer για να λάβει μέρος στη διαδικασία δεν διατηρήθηκε καθ’ όλη τη διάρκειά της.

116    Συγκεκριμένα, ανακεφαλαιώνοντας τα διαδοχικά στάδια και απαντώντας στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες, τα εξής:

–        το 2002, η Ansfer πληροφορήθηκε την κίνηση της διαδικασίας από δημοσιεύματα στον ιταλικό Τύπο·

–        βάσει των πληροφοριών αυτών, η Ansfer είχε ζητήσει από την Επιτροπή να της επιτρέψει να λάβει μέρος στην ακρόαση της 13ης Ιουνίου 2002 υποστηρίζοντας ότι μπορούσε να αποδείξει, προς τούτο, την ύπαρξη επαρκούς έννομου συμφέροντος ως προς την ίδια·

–        αφού κλήθηκε να λάβει μέρος, η Ansfer παρέστη στην εν λόγω ακρόαση, στην οποία, μολονότι ο εκπρόσωπός της δεν έλαβε τον λόγο, υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις·

–        στη βάση αυτή, η Ansfer κλήθηκε να λάβει μέρος στη δεύτερη ακρόαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με τις συνέπειες επί της διαδικασίας της λήξης ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ·

–        εντούτοις, η Ansfer δεν απάντησε στη συγκεκριμένη πρόσκληση ούτε παρέστη στη σχετική ακρόαση·

–        δεδομένου ότι η Ansfer δεν απάντησε στην πρόσκληση που της απηύθυνε η Επιτροπή ώστε να λάβει μέρος στη νέα ακρόαση και δεν παρέστη σε αυτήν, η Επιτροπή θεώρησε ότι η Ansfer δεν επιθυμούσε πλέον να μετάσχει στη συνέχεια της διαδικασίας και, επομένως, δεν έπρεπε να κληθεί στην ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018·

–        στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι, αφενός, η συμμετοχή της Ansfer στην ακρόαση της 13ης Ιουνίου 2002 είχε περιοριστεί στην υποβολή γραπτών παρατηρήσεων, χωρίς να λάβει τον λόγο, και ότι, αφετέρου, οι εν λόγω παρατηρήσεις είχαν περιληφθεί στον φάκελο της υπόθεσης.

117    Δυνάμει της νομοθεσίας, όμως, οι τρίτοι μπορούν να λάβουν μέρος σε ακρόαση που διοργανώνεται στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, πλην όμως πρέπει να υποβάλουν σχετικό αίτημα στην Επιτροπή και να της αποδείξουν ότι έχουν επαρκές έννομο συμφέρον ώστε να τους επιτραπεί να λάβουν μέρος στην ακρόαση (βλ. σκέψεις 81 και 82 ανωτέρω).

118    Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, όταν έχει αναγνωριστεί σε τρίτο η ιδιότητα «τρίτου που επικαλείται σχετικό έννομο συμφέρον» κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας που διεκόπη λόγω δικαστικού ελέγχου, στο πέρας του οποίου ο δικαστής της Ένωσης εξέδωσε ακυρωτική απόφαση, η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτίμησης ώστε να αποφασίσει αν ο εν λόγω τρίτος διατηρεί επαρκές έννομο συμφέρον να εκθέσει την άποψή του. Συγκεκριμένα, η διασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας δεν συνεπάγεται την υποχρέωση της Επιτροπής, όταν επαναλαμβάνει την εν λόγω διαδικασία, να προβαίνει σε ακρόαση των τρίτων που δεν έχουν πλέον επαρκές έννομο συμφέρον (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2015, FSL κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑655/11, EU:T:2015:383, σκέψη 406, και της 11ης Ιουλίου 2019, Silver Plastics και Johannes Reifenhäuser κατά Επιτροπής, T‑582/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:497, σκέψη 202 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

119    Ειδικότερα, χάριν της χρηστής διοίκησης, πρέπει να αποφεύγεται ο πολλαπλασιασμός των παρεμβαινόντων διασφαλίζοντας συγχρόνως τη συμμετοχή εκείνων που μπορούν να συμβάλουν πραγματικά, με ενοχοποιητικά ή απαλλακτικά στοιχεία, στην ανάλυση της υπόθεσης και στον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ότι η συμβουλευτική επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της και η Επιτροπή εκδίδει την απόφασή της έχοντας πλήρη γνώση των δεδομένων και τηρώντας τις διαδικαστικές εγγυήσεις.

120    Εν προκειμένω, η Ansfer κλήθηκε να λάβει μέρος, ως «τρίτος που επικαλείται σχετικό έννομο συμφέρον», στην ακρόαση της 13ης Ιουνίου 2002 και στην ακρόαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2002, κατόπιν διενέργειας της ως άνω εκτίμησης.

121    Εν συνεχεία, λαμβανομένης υπόψη της μη απάντησης της Ansfer στην πρόσκληση να λάβει μέρος στη δεύτερη ακρόαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2002 και της μη συμμετοχής της στην εν λόγω ακρόαση, η Επιτροπή θεώρησε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη, ότι η Ansfer είχε παραιτηθεί από οποιαδήποτε παρέμβαση στη συνέχεια της διαδικασίας ή, τουλάχιστον, δεν επιθυμούσε να αναπτύξει περαιτέρω τα επιχειρήματά της κατά την ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018 και ότι η συμβολή της, η οποία είχε περιληφθεί στον φάκελο της υπόθεσης και είχε ληφθεί υπόψη εν συνεχεία στο σχέδιο της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν δικαιολογούσε να ενημερωθεί για την επανάληψη της διαδικασίας ώστε να της παρασχεθεί η δυνατότητα να εκδηλώσει εκ νέου το ενδιαφέρον της και, επομένως, να κληθεί, ενδεχομένως, να λάβει μέρος στην εν λόγω ακρόαση.

122    Συνεπώς, το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

123    Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, με το έγγραφο της 1ης Φεβρουαρίου 2018, επέστησαν την προσοχή της Επιτροπής στο γεγονός ότι η διαδικασία δεν μπορούσε να επαναληφθεί προσηκόντως, δεδομένου ότι όλες οι οντότητες που ήταν παρούσες σε αυτήν το 2002 δεν θα μπορούσαν να παραστούν στη νέα ακρόαση, με αποτέλεσμα να δοθεί αποσπασματική μόνον εικόνα της υπόθεσης στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές των κρατών μελών, των οποίων οι εκπρόσωποι είναι επιφορτισμένοι να διατυπώσουν γνώμη ώστε η συμβουλευτική επιτροπή να μπορέσει να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με τη νομοθεσία.

124    Επ’ αυτού, επισημαίνεται ότι, όπως διατυπώθηκε, η ως άνω παρατήρηση δεν μπορεί να εξεταστεί ως αίτημα προς την Επιτροπή με σκοπό να επιτευχθεί η πρόσκληση της Ansfer ή άλλων τρίτων, εκ μέρους της Επιτροπής, στην ακρόαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004, το οποίο παρέχει στα μέρη τη δυνατότητα να προτείνουν, με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, «στην Επιτροπή να καλέσει σε ακρόαση πρόσωπα που είναι δυνατόν να επιβεβαιώσουν τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στις υποβαλλόμενες από τα μέρη παρατηρήσεις».

125    Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, απέκειτο στις προσφεύγουσες, εάν θεωρούσαν αναγκαία, ή απλώς και μόνον χρήσιμη, την παρέμβαση της Ansfer, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, να ενημερώσουν την εν λόγω ένωση για την επανάληψη της διαδικασίας, προκειμένου η Ansfer να εκδηλώσει το ενδιαφέρον της στην Επιτροπή ή να ζητήσουν ειδικώς από την Επιτροπή να καλέσει την εν λόγω οντότητα στην ακρόαση.

126    Με τις γραπτές απαντήσεις τους στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, οι προσφεύγουσες αναγνώρισαν, όμως, ότι δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια προς την Επιτροπή ή την Ansfer.

127    Επισημαίνεται επίσης ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές των κρατών μελών μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή να δεχθεί σε ακρόαση τρίτους, εάν το κρίνουν πρόσφορο.

128    Καμία διάταξη δεν εμπόδιζε τις προσφεύγουσες να προτείνουν στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές των κρατών μελών, κατά την ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018, ή νωρίτερα, να ζητήσουν από την Επιτροπή να δεχθεί σε ακρόαση την Ansfer.

129    Οι προσφεύγουσες δεν προέβησαν, όμως, σε τέτοια ενέργεια προς τις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές των κρατών μελών, ούτε οι εν λόγω αρχές ζήτησαν από την Επιτροπή να δεχθεί σε ακρόαση την Ansfer.

130    Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η Ansfer δεν είχε πλέον επαρκές έννομο συμφέρον να γνωστοποιήσει την άποψή της κατά την επανάληψη της διαδικασίας (βλ. σκέψεις 112 έως 122 ανωτέρω), και δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκε στην Επιτροπή οποιοδήποτε αίτημα ακρόασης της Ansfer, δεν μπορεί να προσαφθεί βασίμως στην Επιτροπή ότι δεν κάλεσε την Ansfer να λάβει μέρος στην ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018.

131    Επομένως, το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της καταστάσεως των λοιπών τρίτων

132    Στο μέτρο που μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών παραπέμπει σε αυτήν, επισημαίνεται ότι η νομοθεσία προβλέπει, για τη διοργάνωση των ακροάσεων, μια τρίτη περίπτωση, η οποία αφορά τους τρίτους που δεν επικαλούνται σχετικό έννομο συμφέρον κατά την έννοια που καθορίστηκε στις σκέψεις 81 και 82 ανωτέρω.

133    Το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 773/2004 προβλέπει τη δυνατότητα πρόσκλησης κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου, πλην των εμπλεκόμενων στη διαδικασία επιχειρήσεων ή των τρίτων που επικαλούνται σχετικό συμφέρον, να διατυπώσουν την άποψή τους εγγράφως και να παραστούν, ενδεχομένως, στην ακρόαση. Στα εν λόγω πρόσωπα μπορεί να επιτραπεί να παραστούν στην ακρόαση και επιπλέον τα πρόσωπα αυτά μπορούν να κληθούν να διατυπώσουν την άποψή τους κατά τη διάρκεια της ακρόασης.

134    Σε αυτήν την περίπτωση ενέπιπτε, μεταξύ άλλων, η Ansfer, δεδομένου ότι, όπως αποδείχθηκε, η Επιτροπή θεώρησε ότι η εν λόγω ένωση δεν είχε πλέον επαρκές έννομο συμφέρον να γνωστοποιήσει την άποψή της κατά την επανάληψη της διαδικασίας (βλ. σκέψεις 112 έως 122 ανωτέρω).

135    Η Επιτροπή διαθέτει, όμως, περιθώριο εκτίμησης προκειμένου να εξακριβώνει αν η συμμετοχή τρίτων μη ενδιαφερόμενων μερών μπορεί να είναι χρήσιμη στη συζήτηση, διευκρινίζεται δε ότι η διασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών δεν επιβάλλει στην Επιτροπή να προβαίνει σε κάθε περίπτωση στις ζητούμενες ακροάσεις (πρβλ. νομολογία μνημονευθείσα στη σκέψη 118 ανωτέρω).

136    Επομένως, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη θεωρώντας, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 112 έως 122 ανωτέρω, ότι η πρόσκληση της Ansfer στην ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018 δεν θα συνεισέφερε νέα στοιχεία στη συζήτηση.

137    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί βασίμως στην Επιτροπή ότι παρέβη διαδικαστικό κανόνα ο οποίος θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή στην άσκηση, από τις προσφεύγουσες, των δικαιωμάτων τους άμυνας παραλείποντας να καλέσει άλλους τρίτους στην ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018.

138    Συνεπώς, το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

139    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που προεκτέθηκαν, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν παρέβη διαδικαστικούς κανόνες σχετικά με την ακρόαση άλλων προσώπων ή οντοτήτων και, ως εκ τούτου, ότι η άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας που επικαλούνται οι προσφεύγουσες ουδόλως εμποδίστηκε από την παράβαση τέτοιων κανόνων.

140    Εφόσον απαιτείται, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι εμποδίστηκαν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους άμυνας ανεξαρτήτως της παράβασης κανόνα, λόγω της απουσίας επιχείρησης ή τρίτου κατά την ακρόαση που διοργανώθηκε ενόψει της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

141    Κατά συνέπεια, η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αφορά την αδυναμία της Επιτροπής να θεραπεύσει τη διαδικαστική πλημμέλεια που επέκρινε το Δικαστήριο

142    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι η διαδικαστική πλημμέλεια που επέκρινε το Δικαστήριο δεν ήταν δυνατόν να θεραπευθεί. Κατά τις προσφεύγουσες, λόγω του χρονικού διαστήματος που παρήλθε, οι μεταβολές στην ταυτότητα των παραγόντων και στη διάρθρωση της αγοράς ήταν τέτοιες ώστε καμία ακρόαση δεν μπορούσε πλέον να διοργανωθεί υπό πανομοιότυπες ή, τουλάχιστον, ισοδύναμες συνθήκες με τις επικρατούσες το 2002.

143    Επ’ αυτού, επισημαίνεται ότι, λόγω του εύρους των καθηκόντων που συνεπάγονται, το πλαίσιο στο οποίο διοργανώνονται οι διαδικασίες ανταγωνισμού μεταβάλλεται αναπόφευκτα με την πάροδο του χρόνου.

144    Στο εν λόγω πλαίσιο, στο οποίο ο ανταγωνισμός συνεπάγεται συνεχώς μεταβολές των παραγόντων, των προϊόντων και των μεριδίων αγοράς, το ενδεχόμενο τέτοιες μεταβολές να καθιστούν αυτές καθαυτές αδύνατη την έκδοση νέας απόφασης θα επηρέαζε, επί της αρχής, τη δυνατότητα της Επιτροπής να επαναλάβει μια διαδικασία με σκοπό να εφαρμόσει τους κανόνες του ανταγωνισμού προκειμένου να εκτελέσει την αποστολή που της έχουν αναθέσει οι Συνθήκες.

145    Εντούτοις, η Επιτροπή, όταν αποφασίζει να επαναλάβει διαδικασία κατόπιν ακύρωσης απόφασής της με απόφαση του Δικαστηρίου ή του Γενικού Δικαστηρίου, οφείλει να διενεργεί αξιολόγηση προκειμένου να εξακριβώσει, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που επικρατούν κατά τον χρόνο επανάληψης της διαδικασίας, και ειδικότερα των συνεπειών που μπορεί να προέκυψαν από την πάροδο του χρόνου, αν η συνέχιση της διαδικασίας, στην οποία προέβη η Επιτροπή εν προκειμένω, εξακολουθεί να συνιστά κατάλληλη λύση για τη συγκεκριμένη κατάσταση, όπως εκτέθηκε με την απάντηση στην πρώτη αιτίαση που δεύτερου λόγου ακυρώσεως που οι προσφεύγουσες προέβαλαν προς στήριξη της προσφυγής (βλ. σκέψεις 149 έως 173 κατωτέρω).

146    Επομένως, η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί και, κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράνομη άρνηση της Επιτροπής να εξακριβώσει, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, τη συμβατότητα της εν λόγω απόφασης με την αρχή της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας

147    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν εξακρίβωσε επαρκώς κατά νόμον αν η προσβαλλόμενη απόφαση μπορούσε να εκδοθεί, μολονότι η έκδοσή της παραβίαζε, κατ’ αυτές, την αρχή της εύλογης διάρκειας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη. Αφενός, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι υπέπεσε συναφώς σε πλάνη περί το δίκαιο. Αφετέρου, προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης που υπέχει.

148    Η Επιτροπή αντικρούει την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο

149    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 41 του Χάρτη, καθόσον αρνήθηκε να εξετάσει, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αν η έκδοση της απόφασης αυτής ήταν συμβατή με την αρχή της εύλογης διάρκειας.

150    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως τονίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί την αρχή της εύλογης διάρκειας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψη 179, και της 5ης Ιουνίου 2012, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, T‑214/06, EU:T:2012:275, σκέψη 285).

151    Κατά συνέπεια, το χρονικό διάστημα που παρήλθε πρέπει να λαμβάνεται υπόψη οσάκις η Επιτροπή, κάνοντας χρήση του περιθωρίου εκτίμησης που της παρέχει το δίκαιο της Ένωσης, εκτιμά αν, κατ’ εφαρμογήν των κανόνων ανταγωνισμού, πρέπει να κινηθεί διαδικασία και να εκδοθεί απόφαση.

152    Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν παρέβη την υποχρέωσή της να λαμβάνει υπόψη το χρονικό διάστημα που παρήλθε κατά την εκτίμηση του αν πρέπει να κινηθεί τέτοια διαδικασία και να εκδοθεί απόφαση περί επιβολής προστίμου. Συγκεκριμένα, στην προσβαλλόμενη απόφαση επισημαίνεται ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο, πριν αποφανθεί, εξέτασε αν στην προκειμένη περίπτωση η διαδικασία μπορούσε να επαναληφθεί και αν μπορούσε να καταλήξει στην έκδοση μιας τέτοιας απόφασης περί επιβολής προστίμου.

153    Επομένως, η Επιτροπή εξέτασε, σε πλείονα χωρία της προσβαλλόμενης απόφασης, αφενός, αν η διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της εν λόγω απόφασης διεξήχθη κατά τρόπο ικανοποιητικό όσον αφορά τους χρόνους και, αφετέρου, αν έπρεπε να αντληθούν συνέπειες από τη διάρκεια των σταδίων που κατέληξαν στην έκδοση της απόφασης.

154    Για παράδειγμα, η Επιτροπή επισήμανε ότι, βάσει της ανάλυσης που διενήργησε, αφενός, οι δραστηριότητες έρευνας διεξήχθησαν επιμελώς και, αφετέρου, τα διαστήματα διακοπής της διοικητικής διαδικασίας οφείλονταν στον δικαστικό έλεγχο (αιτιολογικές σκέψεις 528 και 555 της προσβαλλόμενης απόφασης).

155    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι, όπως είχαν κρίνει το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο με τις αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2007, SP κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑27/03, T‑46/03, T‑58/03, T‑79/03, T‑80/03, T‑97/03 και T‑98/03, EU:T:2007:317), και της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ferriera Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑86/15 P και C‑87/15 P, EU:C:2017:717), είχε διαπράξει διαδικαστικά σφάλματα. Εντούτοις, η Επιτροπή υποστήριξε ότι τα εν λόγω σφάλματα, τα οποία μπορεί να παρέτειναν τη διάρκεια της διαδικασίας, οφείλονταν στην κατάσταση νομικής αβεβαιότητας στην οποία είχε περιέλθει μετά τη λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ (αιτιολογική σκέψη 555 της προσβαλλόμενης απόφασης).

156    Ομοίως, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι, μετά τα διαδικαστικά σφάλματα τα οποία είχε διαπράξει, τα διάφορα επακόλουθα στάδια μπορεί να είχαν ως αποτέλεσμα, όσον αφορά το σύνολο της διαδικασίας, περιλαμβανομένων διοικητικών σταδίων και διαστημάτων διακοπής λόγω του δικαστικού ελέγχου, μια «αντικειμενικά» μεγάλη διάρκεια (αιτιολογική σκέψη 528 της προσβαλλόμενης απόφασης).

157    Στο πλαίσιο της εκτίμησης αυτής, η Επιτροπή προσέθεσε επίσης ότι, κατ’ αυτήν, η συγκεκριμένη διάρκεια δεν υπερέβαινε τα χρονικά διαστήματα που θεωρούνται αποδεκτά υπό το πρίσμα της νομολογίας (αιτιολογική σκέψη 528 της προσβαλλόμενης απόφασης).

158    Συμπληρωματικώς, η Επιτροπή επισήμανε ότι, δυνάμει της νομολογίας, χρονικό διάστημα το οποίο παραβιάζει την αρχή της εύλογης διάρκειας δεν μπορούσε να συνεπάγεται, αφ’ εαυτού, την ακύρωση απόφασης. Συγκεκριμένα, κατά το Δικαστήριο, τέτοιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να επέλθει μόνον εάν η υπερβολική διάρκεια είχε επηρεάσει τα δικαιώματα άμυνας εξαλείφοντας τη δυνατότητα των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων να συλλέξουν πληροφορίες και να προβάλουν τα επιχειρήματά τους. Κατά την Επιτροπή, όμως, οι προσφεύγουσες δεν επέδειξαν ότι συνέτρεχε εν προκειμένω τέτοια περίπτωση (αιτιολογικές σκέψεις 556 και 557 της προσβαλλόμενης απόφασης).

159    Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 536 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι, υπό το πρίσμα της εφαρμοστέας νομοθεσίας, και βάσει της νομολογίας που έχει διαμορφωθεί στο συγκεκριμένο ζήτημα, είχε την εξουσία να εκδώσει νέα απόφαση.

160    Η Επιτροπή αναγνώρισε ότι, πριν από την έκδοση νέας απόφασης, έπρεπε να διενεργήσει εξέταση προκειμένου να σταθμίσει, στο πλαίσιο της εξουσίας εκτίμησης που της αναγνωρίζεται όσον αφορά τη δίωξη των παραβιάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού, αφενός, το δημόσιο συμφέρον διασφάλισης της αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού και, αφετέρου, το συμφέρον των μερών να επιτύχουν την έκδοση απόφασης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και τον μετριασμό των ενδεχόμενων συνεπειών των σφαλμάτων που μπορεί να διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας (αιτιολογικές σκέψεις 536 και 559 της προσβαλλόμενης απόφασης).

161    Εν προκειμένω, η Επιτροπή διενήργησε την εν λόγω στάθμιση και, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της διαπιστωθείσας παράβασης, κατέληξε στο συμπέρασμα, αφενός, ότι η έκδοση απόφασης ήταν αναγκαία και, αφετέρου, ότι έπρεπε να επιβληθεί κύρωση στις αποδέκτριες επιχειρήσεις (αιτιολογικές σκέψεις 560 έως 568 της προσβαλλόμενης απόφασης).

162    Τέλος, η Επιτροπή μείωσε το ύψος του προστίμου σύμφωνα με την πρόταση του συμβούλου ακροάσεων, ώστε να μετριαστούν, σε ορισμένο βαθμό (50 %), οι αρνητικές συνέπειες που μπορεί να προέκυψαν, για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, από τη διάρκεια της διαδικασίας και τα διαδικαστικά σφάλματα που διαπράχθηκαν (αιτιολογικές σκέψεις 570 έως 573 της προσβαλλόμενης απόφασης).

163    Επομένως, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, πριν από την έκδοση της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή εξέτασε αν είχε τηρηθεί η αρχή της εύλογης διάρκειας, αναλύοντας τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, περιλαμβανομένων των διοικητικών σταδίων και των διαστημάτων διακοπής λόγω του δικαστικού ελέγχου, τις πιθανές αιτίες στις οποίες οφειλόταν η διάρκεια της διαδικασίας και τις συνέπειες που θα μπορούσαν να εξαχθούν εντεύθεν.

164    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το ως άνω συμπέρασμα υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αρνήθηκε να αποφανθεί επί της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας με την αιτιολογία ότι η εκτίμηση αυτή επιφυλάσσεται στον δικαστή της Ένωσης, χωρίς η ίδια να μπορεί να αποφανθεί επί του εν λόγω ζητήματος.

165    Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο δικαστής της Ένωσης δύναται να επιλαμβάνεται ζητημάτων που αφορούν τη διάρκεια των διαδικασιών. Στο πλαίσιο των διαφορών εξωσυμβατικής ευθύνης, οφείλει να υποχρεώνει σε καταβολή αποζημίωσης τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης σε περίπτωση κατά την οποία προκάλεσαν ζημία παραβιάζοντας την αρχή της εύλογης διάρκειας (αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2013, Kendrion κατά Επιτροπής, C‑50/12 P, EU:C:2013:771, σκέψη 94, και της 11ης Ιουλίου 2019, Italmobiliare κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑523/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:499, σκέψη 159). Στο πλαίσιο των προσφυγών ακυρώσεως, η διάρκεια της διαδικασίας μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον πληρούνται σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις, εκ των οποίων η πρώτη έγκειται στο ότι η διάρκεια της διαδικασίας παρίσταται υπερβολική και η δεύτερη στο ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας θίγει την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας (αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, Technische Unie κατά Επιτροπής, C‑113/04 P, EU:C:2006:593, σκέψεις 47 και 48· της 8ης Μαΐου 2014, Bolloré κατά Επιτροπής, C‑414/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:301, σκέψεις 84 και 85, και της 9ης Ιουνίου 2016, PROAS κατά Επιτροπής, C‑616/13 P, EU:C:2016:415, σκέψεις 74 έως 76).

166    Όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, η αρμοδιότητα που απονέμεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στον δικαστή της Ένωσης δεν είναι δυνατόν να απαλλάσσει την Επιτροπή από την εκτίμηση στην οποία οφείλει να προβαίνει κατά τον προσδιορισμό της συνέχειας που πρέπει να δοθεί, σύμφωνα με το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, σε ακυρωτική απόφαση.

167    Όπως προεκτέθηκε, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη κατά την προμνησθείσα εκτίμηση το σύνολο των στοιχείων της υπόθεσης, ιδίως τη σκοπιμότητα έκδοσης νέας απόφασης, τη σκοπιμότητα επιβολής προστίμου και τη σκοπιμότητα ενδεχόμενης μείωσης του σχεδιαζόμενου προστίμου, εφόσον προκύπτει ιδίως ότι, χωρίς να συνιστά αφ’ εαυτής υπαίτια παράβαση, η διάρκεια της διαδικασίας, καθόσον περιλάμβανε διοικητικά στάδια αλλά και, κατά περίπτωση, διαστήματα διακοπής λόγω του δικαστικού ελέγχου, ενδέχεται να είχε αντίκτυπο ως προς τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου και ιδίως ως προς τον πιθανό αποτρεπτικό χαρακτήρα του, σε περίπτωση που η διαδικασία λαμβάνει χώρα μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τα γεγονότα που συνιστούν την παράβαση.

168    Η ως άνω εκτίμηση, η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, τη συνολική διάρκεια της διαδικασίας, περιλαμβανομένων των ενδίκων σταδίων, πραγματοποιήθηκε κυρίως με την αιτιολογική σκέψη 528 της προσβαλλόμενης απόφασης.

169    Κατά συνέπεια, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εξέτασε αν η διάρκεια της διαδικασίας θα μπορούσε να συνιστά εμπόδιο για την επανάληψη της διαδικασίας, αναγνωρίζοντας συγχρόνως ότι η εκτίμηση αυτή υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης στο πλαίσιο των σχετικών με τον έλεγχο νομιμότητας διαφορών και, ενδεχομένως, των διαφορών εξωσυμβατικής ευθύνης.

170    Με το δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγουσες επικαλούνται το άρθρο 6 της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), σχετικά με την υποχρέωση που, κατ’ αυτές, υπείχε η Επιτροπή να ελέγξει, προτού εκδώσει νέα απόφαση, αν η εν λόγω απόφαση θα τηρεί την αρχή της εύλογης διάρκειας.

171    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως και το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο επίσης επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες, το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ συνεπάγεται την υποχρέωση τήρησης της αρχής της εύλογης διάρκειας στις ένδικες διαδικασίες.

172    Εν προκειμένω, το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 47 του Χάρτη δεν μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να ασκήσουν επιρροή στη λύση που πρέπει να δοθεί στη διαφορά όσον αφορά τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, δεδομένου ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή προέβη, στην πράξη, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, στον έλεγχο που αποτελεί αντικείμενο της επιχειρηματολογίας που προέβαλαν.

173    Κατά συνέπεια, η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

174    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης παραλείποντας να εκθέσει επαρκώς κατά νόμον τους λόγους για τους οποίους εκτίμησε ότι δεν υποχρεούνταν να εξετάσει την τήρηση της αρχής της εύλογης διάρκειας.

175    Συναφώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι η αιτίαση είναι αβάσιμη.

176    Συγκεκριμένα, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο απαντώντας στην πρώτη αιτίαση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή δεν αρνήθηκε να ελέγξει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη συμβατότητα της έκδοσής της με την αρχή της εύλογης διάρκειας.

177    Αντιθέτως, από την απάντηση που δόθηκε στην πρώτη αιτίαση προκύπτει ότι η Επιτροπή διενήργησε τον εν λόγω έλεγχο επαρκώς κατά νόμον και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κανένας παράγοντας δεν μπορούσε να εμποδίσει την επανάληψη της διαδικασίας, την έκδοση νέας απόφασης και την επιβολή προστίμου.

178    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί και, κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως και επί σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορούν παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας

179    Προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, διότι εκδόθηκε κατόπιν διαδικασίας η οποία υπερέβη την εύλογη διάρκεια. Κατά τις προσφεύγουσες, η υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας σήμαινε ότι η Επιτροπή δεν είχε πλέον την εξουσία να επιβάλει κυρώσεις και ότι, επομένως, η εν λόγω απόφαση είναι επίσης παράνομη λόγω υπέρβασης εξουσίας. Η επιχειρηματολογία που προβάλλεται προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως περιέχεται επίσης σε σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως. Κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις αιτιάσεις, που αφορούν τη διάρκεια των διοικητικών σταδίων, τη συνολική διάρκεια της διαδικασίας και τις συνέπειες της διάρκειας της διαδικασίας στα δικαιώματα άμυνας, αντιστοίχως, τις οποίες η Επιτροπή αντικρούει στο σύνολό τους.

180    Πριν εξεταστούν οι αιτιάσεις αυτές, υπενθυμίζεται ότι, κατά το Δικαστήριο, η διάρκεια της διαδικασίας μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον πληρούνται σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις, εκ των οποίων η πρώτη έγκειται στο ότι η διάρκεια της διαδικασίας παρίσταται υπερβολική και η δεύτερη στο ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας θίγει την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας (βλ. σκέψη 165 ανωτέρω).

181    Κατά συνέπεια, μια απόφαση της Επιτροπής δεν μπορεί να ακυρωθεί απλώς και μόνον λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας, εάν η συγκεκριμένη υπέρβαση δεν θίγει τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών. Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η υπέρβαση και μόνον της εύλογης διάρκειας θα έπρεπε να είχε οδηγήσει την Επιτροπή να παραιτηθεί από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να απορριφθεί εξαρχής.

182    Για την ανάλυση του λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει την πρώτη προϋπόθεση, λαμβάνοντας διαδοχικά υπόψη τη διάρκεια των διοικητικών σταδίων (πρώτη αιτίαση) και τη συνολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, περιλαμβανομένων των διαστημάτων διακοπής λόγω του δικαστικού ελέγχου (δεύτερη αιτίαση). Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο θα αναλύσει, στο πλαίσιο της δεύτερης προϋπόθεσης, αν εμποδίστηκε η άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών (τρίτη αιτίαση).

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αφορά τη διάρκεια των διοικητικών σταδίων

183    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, εκτεινόμενη σε περισσότερα από έξι έτη, η διάρκεια των διοικητικών σταδίων παραβιάζει την αρχή της εύλογης διάρκειας. Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες επικρίνουν την καθυστέρηση με την οποία η Επιτροπή αντέδρασε στις ακυρωτικές αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου:

–        από την έκδοση της απόφασης της 25ης Οκτωβρίου 2007, SP κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑27/03, T‑46/03, T‑58/03, T‑79/03, T‑80/03, T‑97/03 και T‑98/03, EU:T:2007:317), έως την έκδοση της απόφασης του 2009, ήτοι επί περισσότερα από δύο έτη, η Επιτροπή περιορίστηκε να αποστείλει το έγγραφο της 30ής Ιουνίου 2008 που μνημονεύθηκε στη σκέψη 10 ανωτέρω, με το οποίο ανακοίνωσε την επανάληψη της διαδικασίας, καθώς και αιτήματα παροχής πληροφοριών και, κατά το εν λόγω διάστημα, δεν υπήρξε ούτε νέα κοινοποίηση των αιτιάσεων ούτε διενεργήθηκε νέα ακρόαση, μολονότι η Επιτροπή μπορούσε ευχερώς να διορθώσει την πλημμέλεια λόγω της οποίας ακυρώθηκε η απόφαση, δεδομένου ότι αυτή είχε προσδιοριστεί με σαφήνεια από το Γενικό Δικαστήριο·

–        ομοίως, από την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ferriera Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑86/15 P και C‑87/15 P, EU:C:2017:717), έως την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ήτοι επί ένα έτος και εννέα μήνες, η δραστηριότητα της Επιτροπής περιορίστηκε στην αποστολή του εγγράφου της 15ης Δεκεμβρίου 2017 με το οποίο ανακοίνωσε την επανάληψη της διαδικασίας, στην αποστολή των εγγράφων με τα οποία ανακοίνωσε και εξέθεσε την ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018 καθώς και σε περιορισμένα αιτήματα παροχής πληροφοριών σχετικά με τον κύκλο εργασιών των προσφευγουσών.

184    Κατά τις προσφεύγουσες, η διάρκεια των ως άνω σταδίων δεν δικαιολογείται υπό το πρίσμα της νομολογίας:

–        στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Ιουνίου 2011, Bavaria κατά Επιτροπής (T‑235/07, EU:T:2011:283, σκέψη 323), διάρκεια 20 μηνών για το δεύτερο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, το οποίο εκτεινόταν από την παραλαβή της κοινοποίησης των αιτιάσεων έως την έκδοση της επίδικης στη συγκεκριμένη υπόθεση απόφασης, κρίθηκε υπερβολική·

–        στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582), η διαδικασία επανέκδοσης διήρκεσε μόνον δέκα μήνες·

–        εξάλλου, η διαδικασία επανέκδοσης διήρκεσε λιγότερο από οκτώ μήνες στην υπόθεση Solvay κατά Επιτροπής (προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Solvay κατά Επιτροπής, C‑109/10 P, EU:C:2011:256, σημείο 242), εννέα μήνες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Μαΐου 2014, Bolloré κατά Επιτροπής (C‑414/12 P, EU:C:2014:301), τρεις μήνες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, Printeos κατά Επιτροπής (T‑201/17, EU:T:2019:81), και τέσσερις μήνες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2018, GEA κατά Επιτροπής (T‑640/16, EU:T:2018:700).

185    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το δίκαιο της Ένωσης απαιτεί από τα θεσμικά όργανα να εξετάζουν εντός εύλογης διάρκειας τις υποθέσεις στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών που διεξάγουν (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, T‑214/06, EU:T:2012:275, σκέψη 284).

186    Συγκεκριμένα, η υποχρέωση τήρησης εύλογης διάρκειας κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών συνιστά γενική αρχή του δικαίου, η οποία κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη (αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψη 167· της 11ης Απριλίου 2006, Angeletti κατά Επιτροπής, T‑394/03, EU:T:2006:111, σκέψη 162, και της 7ης Ιουνίου 2013, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑267/07, EU:T:2013:305, σκέψη 61).

187    Εν προκειμένω, από τον φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι, κατά την εξέταση της υπόθεσης, διεξήχθησαν ενώπιον της Επιτροπής τέσσερα στάδια, συνολικής διάρκειας έξι ετών και ενός μηνός:

–        το πρώτο στάδιο, διάρκειας ενός έτους και πέντε μηνών, χώριζε τα πρώτα μέτρα έρευνας από την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων στη Federacciai και στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις·

–        τα επόμενα τρία στάδια είναι εκείνα τα οποία κατέληξαν διαδοχικά στην έκδοση της απόφασης του 2002, στην έκδοση της απόφασης του 2009 και στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, έκαστο των οποίων είχε, αντιστοίχως, διάρκεια εννέα μηνών, δύο ετών και ενός μηνός, και ενός έτους και εννέα μηνών.

188    Κατά τη νομολογία, ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υπόθεσης καθώς και τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος και εκείνη των αρμοδίων αρχών (πρβλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψεις 187 και 188).

189    Επομένως, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, σε άλλες περιπτώσεις, το διοικητικό στάδιο το οποίο ακολούθησε την εκ μέρους των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης ακύρωση απόφασης της Επιτροπής ήταν, στο πλαίσιο της επανάληψης της διαδικασίας για την έκδοση νέας απόφασης, συντομότερο από ό,τι στην προκειμένη περίπτωση, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, τούτο δεν αρκεί για να συναχθεί παραβίαση της αρχής της εύλογης διάρκειας.

190    Συγκεκριμένα, ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση υπό το πρίσμα ιδίως των κριτηρίων που μνημονεύονται στη σκέψη 188 ανωτέρω.

191    Κατά πρώτον, όσον αφορά το διακύβευμα της δίκης για τον ενδιαφερόμενο, υπενθυμίζεται ότι, σε περίπτωση ένδικης διαφοράς σχετικά με την ύπαρξη παράβασης των κανόνων του ανταγωνισμού, η θεμελιώδης επιταγή της ασφάλειας δικαίου της οποίας πρέπει να απολαύουν οι επιχειρηματίες και ο σκοπός διασφάλισης της μη νόθευσης του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για τις ίδιες τις προσφεύγουσες και τους ανταγωνιστές τους, αλλά και για τους τρίτους, λόγω του μεγάλου αριθμού των ενδιαφερόμενων προσώπων και των διακυβευόμενων οικονομικών συμφερόντων (βλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Aalberts Industries κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑725/14, EU:T:2017:47, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

192    Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες είχαν παραβεί το άρθρο 65, παράγραφος 1, ΑΧ μετέχοντας, από τις 6 Δεκεμβρίου 1989 έως τις 27 Ιουνίου 2000, σε διαρκή συμφωνία ή σε εναρμονισμένες πρακτικές σχετικά με οπλισμό σκυροδέματος, που είχαν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον καθορισμό των τιμών και τον περιορισμό ή τον έλεγχο της παραγωγής ή των πωλήσεων στην εσωτερική αγορά.

193    Βάσει της ως άνω διαπίστωσης, η Επιτροπή επέβαλε στις προσφεύγουσες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, πρόστιμο 5,125 εκατομμυρίων ευρώ.

194    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, μπορεί να γίνει δεκτό ότι το διακύβευμα της υπόθεσης ήταν σημαντικό για τις προσφεύγουσες.

195    Κατά δεύτερον, όσον αφορά την περιπλοκότητα της υπόθεσης, επισημαίνεται ότι οι πλημμέλειες στις οποίες υπέπεσε η Επιτροπή αφορούν τις συνέπειες, ως προς τη διαδικασία, της λήξης της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

196    Υπενθυμίζεται, όμως, ότι τα ζητήματα σχετικά με τους εφαρμοστέους στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης κανόνες, τόσο σε ουσιαστικό όσο και σε διαδικαστικό επίπεδο, τα οποία έθετε η λήξη της ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ ήταν αρκετά περίπλοκα, όπως επισήμανε η Επιτροπή.

197    Εξάλλου, η σύμπραξη κάλυπτε σχετικά μεγάλη περίοδο (10 έτη και 7 μήνες), αφορούσε σημαντικό αριθμό επιχειρήσεων (8 επιχειρήσεις, οι οποίες περιλάμβαναν συνολικά 11 εταιρίες, και μία επαγγελματική ένωση) και περιλάμβανε σημαντικό όγκο εγγράφων τα οποία είχαν υποβληθεί ή κατασχεθεί στη διάρκεια των ελέγχων (περίπου 20 000 σελίδες).

198    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω στοιχείων, η υπόθεση πρέπει να θεωρηθεί περίπλοκη.

199    Κατά τρίτον, όσον αφορά τη συμπεριφορά των διαδίκων, επισημαίνεται ότι η ενασχόληση της Επιτροπής ήταν διαρκής, λόγω των πολυάριθμων αιτημάτων των μετεχόντων στη διοικητική διαδικασία.

200    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή χρειάστηκε να εξετάσει πολυάριθμα έγγραφα στο πλαίσιο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ συγχρόνως έπρεπε να προετοιμάσει την ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018 και να εξετάσει πρόταση διευθέτησης της διαφοράς την οποία υπέβαλαν, στις 4 Δεκεμβρίου 2018, ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διοικητική διαδικασία.

201    Από τα στοιχεία αυτά, θεωρούμενα στο σύνολό τους, προκύπτει ότι η διάρκεια των διοικητικών σταδίων της διαδικασίας δεν παρίσταται υπερβολική υπό το πρίσμα των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την υπόθεση και ιδίως υπό το πρίσμα της περιπλοκότητάς της, δεδομένου ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή καμία περίοδος ανεξήγητης αδράνειας κατά τη διάρκεια των επιμέρους σταδίων της διοικητικής διαδικασίας.

202    Κατά συνέπεια, η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αφορά τη συνολική διάρκεια της διαδικασίας

203    Οι προσφεύγουσες θεωρούν υπερβολική τη συνολική διάρκεια που απαιτήθηκε για την εξέταση του φακέλου, από τις πρώτες πράξεις έρευνας έως την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά τις προσφεύγουσες, το γεγονός ότι κατά το χρονικό σημείο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης η διάρκεια αυτή ανερχόταν σε 19 σχεδόν έτη και αφορούσε συμπεριφορές εκ των οποίων ορισμένες είχαν λάβει χώρα πριν από 30 και πλέον έτη συνηγορεί υπέρ του ότι το χρονικό αυτό διάστημα είναι αντίθετο προς την αρχή της εύλογης διάρκειας.

204    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση τήρησης εύλογης διάρκειας κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών συνιστά γενική αρχή του δικαίου η οποία κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη. Εξάλλου, η μη τήρηση εύλογης διάρκειας για την έκδοση δικαστικής απόφασης συνιστά διαδικαστική παρατυπία (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, C‑385/07 P, EU:C:2009:456, σκέψη 191). Συγκεκριμένα, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει συσταθεί νομίμως, το οποίο θα επιληφθεί είτε των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως είτε του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, C‑385/07 P, EU:C:2009:456, σκέψεις 177 έως 179, και της 5ης Ιουνίου 2012, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, T‑214/06, EU:T:2012:275, σκέψεις 282 και 283).

205    Ειδικότερα, το δίκαιο της Ένωσης απαιτεί από τα θεσμικά όργανα και λοιπά όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης να εξετάζουν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος τις υποθέσεις στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών που διεξάγουν (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, T‑214/06, EU:T:2012:275, σκέψη 284).

206    Η υποχρέωση τήρησης εύλογης διάρκειας ισχύει τόσο για κάθε στάδιο της διαδικασίας όσο και για το σύνολο της διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψεις 230 και 231, και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Solvay κατά Επιτροπής, C‑109/10 P, EU:C:2011:256, σημείο 239).

207    Εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι το χρονικό διάστημα διεξαγωγής της όλης διοικητικής διαδικασίας ήταν εξαιρετικά μεγάλο, γεγονός το οποίο οδήγησε άλλωστε την Επιτροπή σε μείωση του προστίμου που τελικώς επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες (βλ. σκέψη 162 ανωτέρω).

208    Εντούτοις, η συνολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας μπορεί να εξηγηθεί, εν προκειμένω, από την περιπλοκότητα της συγκεκριμένης υπόθεσης, υπό την έννοια ότι ως προς ορισμένες πτυχές η διάρκεια αυτή οφείλεται σε στοιχεία σχετιζόμενα με την υπόθεση αυτήν καθαυτήν, ενώ ως προς άλλες πτυχές συνδέεται με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η υπόθεση, ήτοι τη λήξη ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ (βλ. σκέψεις 195 έως 198 ανωτέρω).

209    Ασφαλώς, η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλματα κατά την εκτίμηση των συνεπειών της λήξης ισχύος της Συνθήκης ΕΚΑΧ και τα σφάλματα αυτά οδήγησαν στην έκδοση ακυρωτικών αποφάσεων διαδοχικά από το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο.

210    Εντούτοις, τα προμνησθέντα σφάλματα καθώς και ο αντίκτυπος που ενδεχομένως είχαν στη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας πρέπει να αξιολογηθούν υπό το πρίσμα της περιπλοκότητας των τιθέμενων ζητημάτων.

211    Εξάλλου, η συνολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας οφείλεται εν μέρει στα διαστήματα διακοπής λόγω του δικαστικού ελέγχου και συνδέεται, επομένως, με τον αριθμό των προσφυγών που ασκήθηκαν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης σχετικά με τις διάφορες πτυχές της υπόθεσης.

212    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η δυνατότητα που παρέχεται σε επιχειρήσεις, οι οποίες βρίσκονται σε κατάσταση όπως αυτή των προσφευγουσών, να επιτύχουν την εξέταση των υποθέσεών τους περισσότερες από μία φορές από τις διοικητικές και, κατά περίπτωση, από τις δικαστικές αρχές της Ένωσης είναι εγγενής στο σύστημα που θέσπισαν οι συντάκτες των Συνθηκών για τον έλεγχο των συμπεριφορών και των ενεργειών στον τομέα του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, η υποχρέωση της διοικητικής αρχής να ολοκληρώσει διάφορες διατυπώσεις και ενέργειες προτού μπορέσει να εκδώσει οριστική απόφαση στον τομέα του ανταγωνισμού, και το ενδεχόμενο οι διατυπώσεις ή ενέργειες αυτές να οδηγήσουν σε προσφυγή, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από μια επιχείρηση ως επιχείρημα κατά το πέρας της διαδικασίας προκειμένου αυτή να ισχυριστεί ότι υφίσταται υπέρβαση της εύλογης διάρκειας (πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στις υποθέσεις Feralpi κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑85/15 P, C‑86/15 P και C‑87/15 P, C‑88/15 P και C‑89/15 P, EU:C:2016:940, σημείο 70).

213    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, εκτιμώμενη στο σύνολό της, η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ήταν υπερβολική και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορούσε να εκδώσει νέα απόφαση περί επιβολής προστίμου.

214    Κατά συνέπεια, η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αφορά τις συνέπειες, επί των δικαιωμάτων άμυνας, της διάρκειας της διαδικασίας

215    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας έθιξε τα δικαιώματά τους άμυνας. Κατά τις προσφεύγουσες, λόγω της διάρκειας της διαδικασίας, η ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018 δεν παρέσχε στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές των κρατών μελών τη δυνατότητα να δεχθούν σε ακρόαση όλες τις οντότητες των οποίων οι απόψεις μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην ικανότητα άμυνάς τους.

216    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 180 ανωτέρω, προκειμένου το δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, λόγω παραβίασης της αρχής της εύλογης διάρκειας, πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις. Δεδομένου ότι η πρώτη προϋπόθεση (υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας) δεν πληρούται, δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να εξακριβωθεί, απαντώντας στην τρίτη αιτίαση, αν η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας παρεμπόδισε την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας. Εντούτοις, η εξέταση αυτή είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί ως εκ περισσού, προκειμένου να δοθεί πλήρης απάντηση στις ανησυχίες που εξέφρασαν οι προσφεύγουσες.

217    Αφενός, διαπιστώνεται ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας θεωρούμενης στο σύνολό της, οι προσφεύγουσες είχαν, τουλάχιστον επτά φορές, την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους και να προβάλουν τα επιχειρήματά τους (βλ. σκέψεις 3 έως 6, 10, 22 και 23 ανωτέρω).

218    Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια του τρίτου διοικητικού σταδίου, οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους με τις από 1 Φεβρουαρίου 2018 παρατηρήσεις τους και κατά την ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018 (βλ. σκέψεις 22 και 23 ανωτέρω).

219    Αφετέρου, από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως αποδείχθηκε ότι τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών δεν είχαν θιγεί ούτε από το γεγονός ότι κατά την ακρόαση της 23ης Απριλίου 2018 δεν ήταν παρόντες όλοι όσοι είχαν μετάσχει στις προηγούμενες ακροάσεις ούτε από το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι των αρμόδιων για τον ανταγωνισμό αρχών των κρατών μελών γνώριζαν, κατά τον χρόνο διατύπωσης της γνώμης τους στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, ότι στο παρελθόν είχαν εκδοθεί εις βάρος των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων δύο αποφάσεις, η μία από τις οποίες είχε επικυρωθεί από το Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψεις 66 έως 146 ανωτέρω).

220    Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη προς την αρχή της εύλογης διάρκειας, οι προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να συντρέχουν για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν πληρούνται, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας συνεπεία της εν λόγω διάρκειας.

221    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν πληρούται καμία από τις αναγκαίες προϋποθέσεις προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω παραβίασης της αρχής της εύλογης διάρκειας.

222    Επομένως, η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί και, κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης εκτίμησης

223    Στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις αιτιάσεις, εκ των οποίων η πρώτη αφορά ανεπαρκή έκθεση των λόγων που οδήγησαν την Επιτροπή να εκδώσει νέα απόφαση επιβολής προστίμου, η δεύτερη πρόδηλη πλάνη εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή σχετικά με το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που μπορούσε να επιφέρει η έκδοση τέτοιας απόφασης και η τρίτη πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την εκτίμηση της δυνατότητας τρίτων να ασκήσουν αγωγή λόγω ευθύνης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, καθώς και άλλα επιχειρήματα, τα οποία η Επιτροπή αντικρούει στο σύνολό τους.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αφορά τη μη επαρκή έκθεση των λόγων που οδήγησαν την Επιτροπή να εκδώσει νέα απόφαση επιβολής προστίμου

224    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν εξέθεσε επαρκώς τους λόγους που την οδήγησαν να επαναλάβει τη διαδικασία:

–        αφενός, η αιτιολογία δεν δικαιολογεί την έκδοση απόφασης επιβολής προστίμου πλέον της διαπίστωσης παράβασης·

–        αφετέρου, η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε τη θέση της ότι η επιβολή προστίμου ήταν αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί αποτρεπτικό αποτέλεσμα στην οικεία αγορά μολονότι αυτή είχε μεταβληθεί ριζικώς.

225    Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 105, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αναθέτει στην Επιτροπή την αποστολή να μεριμνά για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ.

226    Επομένως, η Επιτροπή καλείται να καθορίσει και να θέσει σε εφαρμογή, κατά τη νομολογία, την πολιτική ανταγωνισμού της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2013, Vivendi κατά Επιτροπής, T‑432/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:538, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

227    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτίμησης, όπως προκύπτει από τον κανονισμό 1/2003, κατά τον οποίο, εάν διαπιστώσει την ύπαρξη παράβασης, «δύναται», αφενός, να υποχρεώσει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να θέσουν τέλος στη διαπιστωθείσα παράβαση (άρθρο 7, παράγραφος 1) και, αφετέρου, να επιβάλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που διαπράττουν παράβαση (άρθρο 23, παράγραφος 2).

228    Επομένως, στον τομέα του ανταγωνισμού η Επιτροπή έχει την εξουσία, ανεξαρτήτως του αν επιλαμβάνεται της υπόθεσης στο πλαίσιο καταγγελίας ή με δική της πρωτοβουλία, να αποφασίζει αν, σε σχέση με ορισμένη συμπεριφορά, θα κινήσει διαδικασία, θα εκδώσει απόφαση και θα επιβάλει πρόστιμο, ανάλογα με τις προτεραιότητες που η ίδια καθορίζει στο πλαίσιο της πολιτικής της ανταγωνισμού.

229    Εντούτοις, η ύπαρξη της εξουσίας αυτής δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωση αιτιολόγησης (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαρτίου 2020, LL‑Carpenter κατά Επιτροπής, T‑531/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:91, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

230    Στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, αφενός, μια απόφαση της Επιτροπής ακυρώθηκε δύο φορές και, αφετέρου, το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των πρώτων πράξεων έρευνας και της έκδοσης της απόφασης ήταν εξαιρετικά μεγάλο, στο θεσμικό αυτό όργανο απόκειται, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοίκησης, να λάβει υπόψη τη διάρκεια της διαδικασίας και τις συνέπειες που η διάρκεια αυτή μπορεί να είχε επί της απόφασής του να κινήσει διαδικασία κατά των οικείων επιχειρήσεων, η εκτίμηση δε αυτή πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης.

231    Τούτο ακριβώς έπραξε, όμως, η Επιτροπή επισημαίνοντας λεπτομερώς, αφενός, στις αιτιολογικές σκέψεις 526 έως 529 της προσβαλλόμενης απόφασης και, αφετέρου, στις αιτιολογικές σκέψεις 536 έως 573 της ίδιας απόφασης, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι έπρεπε να εκδώσει νέα απόφαση διαπιστώνουσα την ύπαρξη της παράβασης και επιβάλλουσα πρόστιμο στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισήμανε ότι η επιβολή προστίμου θα καθιστούσε δυνατό να διασφαλιστεί ότι οι αποδέκτριες επιχειρήσεις, οι οποίες έλαβαν μέρος σε μακροχρόνια σύμπραξη, δεν θα μείνουν ατιμώρητες, πρόσθεσε δε ότι, κατά τη γνώμη της, μόνον η επιβολή προστίμου θα διασφάλιζε συνεπή εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού και θα είχε αποτρεπτικό αποτέλεσμα ως προς τις επιχειρήσεις (αιτιολογική σκέψη 565 της προσβαλλόμενης απόφασης).

232    Συνεπώς, το πρώτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

233    Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 505 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι ενημέρωσε τις αποδέκτριες επιχειρήσεις, μετά την εκτίμησή της ότι επιθυμούσε να επαναλάβει τη διαδικασία προκειμένου να διαπιστώσει, κατόπιν ακρόασης σχετικά με την ουσία της υπόθεσης διεξαχθησομένης βάσει των κανονισμών 1/2003 και 773/2004, αν η συμμετοχή των εν λόγω επιχειρήσεων στην παράβαση που τους προσήφθη με την κοινοποίηση των αιτιάσεων και τη συμπληρωματική κοινοποίηση των αιτιάσεων προέκυπτε ή όχι με επαρκή σαφήνεια.

234    Όσον αφορά την κύρωση, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 231 ανωτέρω, η Επιτροπή διευκρίνισε, στην αιτιολογική σκέψη 565 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η επιβολή προστίμου θα καθιστούσε δυνατή την αποφυγή κάθε ατιμωρησίας των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και ότι μόνον μια τέτοια επιβολή προστίμου θα διασφάλιζε τη συνεπή εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

235    Τέλος, όσον αφορά τη μεταβολή στην αγορά, η οποία θα έπρεπε, κατά τις προσφεύγουσες, να δικαιολογεί την επίδειξη μεγαλύτερης επιείκειας εκ μέρους της Επιτροπής όσον αφορά το πρόστιμο, το συγκεκριμένο ζήτημα εξετάζεται στην αιτιολογική σκέψη 567 της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία η Επιτροπή επισημαίνει ότι, ακόμη και αν η παράβαση έχει παύσει πριν από σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, η έκδοση απόφασης επιβολής προστίμου διατηρεί τη σημασία της, ειδικότερα για την αγορά οπλισμού σκυροδέματος στην Ιταλία, προκειμένου οι αποδέκτριες επιχειρήσεις να αποτραπούν από συμπεριφορές τέτοιες σοβαρότητας στο μέλλον.

236    Από τα προεκτεθέντα στοιχεία συνάγεται ότι η Επιτροπή παρέσχε αιτιολογία από την οποία προκύπτει, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, η συλλογιστική που εφάρμοσε προκειμένου να δικαιολογήσει την έκδοση νέας απόφασης επιβολής προστίμου παρά τις προηγούμενες ακυρώσεις, περιλαμβανομένης της μέριμνας να προσδώσει αποτρεπτικό αποτέλεσμα στην προσβαλλόμενη απόφαση.

237    Επομένως, το δεύτερο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί και, κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αφορά πρόδηλη πλάνη εκτίμησης στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή σχετικά με το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που μπορούσε να επιφέρει η έκδοση νέας απόφασης επιβολής προστίμου

238    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κρίνοντας, παρά τις μεταβολές που είχαν επέλθει στην αγορά οπλισμού σκυροδέματος, ότι η έκδοση απόφασης και η επιβολή κύρωσης ήταν ακόμη αναγκαίες προκειμένου οι αποδέκτριες επιχειρήσεις να αποτραπούν από την επίδειξη τέτοιας συμπεριφοράς στο μέλλον και να αποτραπεί το σύνολο των ενδεχομένως εμπλεκόμενων οντοτήτων από την τέλεση παρόμοιων παραβάσεων στο μέλλον.

239    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της διαπιστωθείσας παράβασης, η Επιτροπή θεώρησε ότι η έκδοση απόφασης και η επιβολή κύρωσης ήταν ακόμη δικαιολογημένες, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω του αποτρεπτικού αποτελέσματος που θα μπορούσαν να επιφέρουν, στις αγορές, η εν λόγω απόφαση και η εν λόγω κύρωση.

240    Συγκεκριμένα, η κύρωση, ήτοι η υποχρέωση καταβολής του επιβληθέντος προστίμου, είναι αυτή που αποτρέπει όντως μια επιχείρηση, και γενικότερα τους παράγοντες της αγοράς, από την παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ.

241    Είναι αληθές, ότι η Επιτροπή επέβαλε κύρωση στις προσφεύγουσες δύο φορές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, την πρώτη φορά με την απόφαση του 2002 και τη δεύτερη φορά με την απόφαση του 2009. Εντούτοις, οι συγκεκριμένες αποφάσεις ακυρώθηκαν από τον δικαστή της Ένωσης με τις αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2007, SP κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑27/03, T‑46/03, T‑58/03, T‑79/03, T‑80/03, T‑97/03 και T‑98/03, EU:T:2007:317), και της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ferriera Valsabbia κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑86/15 P και C‑87/15 P, EU:C:2017:717). Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή έκρινε δικαιολογημένη την επιβολή κύρωσης με την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα της αναγκαιότητας διασφάλισης του αποτρεπτικού αποτελέσματος.

242    Διευκρινίζεται επιπλέον ότι η επιβολή προστίμου από την Επιτροπή δεν είχε ως μόνο σκοπό, εν προκειμένω, την απόδοση κάποιου αποτρεπτικού αποτελέσματος στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά επίσης την αποφυγή της πλήρους ατιμωρησίας των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, όπως θα είχε συμβεί εάν δεν τους είχε επιβληθεί κύρωση με την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. αιτιολογική σκέψη 527 της προσβαλλόμενης απόφασης).

243    Πάντως, ο τελευταίος ως άνω σκοπός αρκούσε αφ’ εαυτού για να δικαιολογηθεί, εν προκειμένω, η έκδοση απόφασης επιβολής κύρωσης, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που μνημονεύονταν στην προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα, αφενός, της σοβαρότητας της παράβασης που διαπίστωσε η Επιτροπή και, αφετέρου, της διάρκειας της εν λόγω παράβασης, όπως είχε διαπιστωθεί από το εν λόγω θεσμικό όργανο.

244    Κατά συνέπεια, η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αφορά πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την εκτίμηση της δυνατότητας των τρίτων να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων

245    Οι προσφεύγουσες αντικρούουν ένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την επανάληψη της διοικητικής διαδικασίας, ήτοι ότι έπρεπε να διασφαλιστεί η συνέχιση της δυνατότητας των τρίτων να ασκήσουν αγωγές αποζημιώσεως μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά τις προσφεύγουσες, κατά τον χρόνο έκδοσης της εν λόγω απόφασης, ουδεμία αστική αγωγή μπορούσε πλέον να ασκηθεί, καθότι τέτοια αγωγή υπόκειται σε πενταετή παραγραφή στην Ιταλία, οι δε συμπεριφορές που αφορούσε η διαδικασία ανάγονταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε περισσότερα από τριάντα έτη.

246    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 564 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εξέθεσε ότι, κατ’ αυτήν, η επανάληψη της διαδικασίας και η έκδοση νέας απόφασης μπορούσαν να διευκολύνουν τους τρίτους που επιθυμούσαν να ασκήσουν, ενδεχομένως, αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

247    Η εν λόγω εκτίμηση είναι βάσιμη. Συγκεκριμένα, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο ορισμένα θύματα της σύμπραξης να έχουν διακόψει την προθεσμία παραγραφής και, επομένως, η εν λόγω απόφαση θα διευκόλυνε την άσκηση από τα εν λόγω θύματα αγωγής με αίτημα την αποκατάσταση ενδεχόμενης ζημίας.

248    Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι οι προσφεύγουσες επικεντρώνουν την επιχειρηματολογία τους στην προθεσμία παραγραφής σε αστικές υποθέσεις στην Ιταλία.

249    Εντούτοις, η άσκηση αγωγών με σκοπό την αποκατάσταση ενδεχομένης ζημίας απορρέουσας από τη σύμπραξη μπορούσε να αφορά και άλλες χώρες πλην της Ιταλίας, δεδομένου ότι τα προϊόντα που επηρεάστηκαν από την εν λόγω σύμπραξη μπορεί να αγοράστηκαν από πελάτες ευρισκόμενους στην αλλοδαπή.

250    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποκλείσει την εφαρμογή άλλων εθνικών δικαίων με, ενδεχομένως, διαφορετικούς κανόνες όσον αφορά την προθεσμία παραγραφής ή τους λόγους αναστολής, ακόμη και διακοπής, της παραγραφής.

251    Επομένως, με την επιχειρηματολογία τους, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν την ύπαρξη πλάνης, καθότι περιορίστηκαν να εκθέσουν ότι δεν έχουν την ίδια άποψη με την Επιτροπή επί του σχετικού ζητήματος, ήτοι της σημασίας της ύπαρξης απόφασης της Επιτροπής για την άσκηση αγωγών αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων από ενδεχομένως ζημιωθέντες τρίτους.

252    Κατά συνέπεια, η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των λοιπών επιχειρημάτων

253    Προς στήριξη του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο ακόμη επιχειρήματα τα οποία αναλύθηκαν, εν μέρει τουλάχιστον, με την απάντηση που δόθηκε στους λόγους ακυρώσεως που εξετάστηκαν ανωτέρω.

254    Με το πρώτο επιχείρημα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν εξέτασε επαρκώς κατά νόμον αν η διοικητική διαδικασία είχε υπερβεί την εύλογη διάρκεια.

255    Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν εξέθεσε επαρκώς κατά νόμον τους λόγους για τους οποίους, στο πλαίσιο της ανάλυσής της, έπρεπε να εξετάσει μόνον τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

256    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως διευκρινίστηκε στις σκέψεις 152 έως 169 ανωτέρω με την απάντηση στην πρώτη αιτίαση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, έλεγξε τη συνολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, περιλαμβανομένων των διοικητικών σταδίων και των διαστημάτων διακοπής λόγω του δικαστικού ελέγχου, και εξέτασε αν η εν λόγω διάρκεια μπορούσε ή έπρεπε να έχει συνέπειες στη δυνατότητα επανάληψης της εν λόγω διαδικασίας και στην κατάσταση των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων.

257    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι, μετά τα διαδικαστικά σφάλματα τα οποία είχε διαπράξει, τα διάφορα επακόλουθα στάδια μπορεί να είχαν ως αποτέλεσμα, όσον αφορά το σύνολο της διοικητικής διαδικασίας, περιλαμβανομένων διοικητικών σταδίων και διαστημάτων διακοπής λόγω του δικαστικού ελέγχου, «αντικειμενικά» μεγάλη διάρκεια, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 156 και 157 ανωτέρω.

258    Σταθμίζοντας το δημόσιο συμφέρον επίτευξης της αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού και το συμφέρον των μερών να ληφθούν υπόψη οι ενδεχόμενες συνέπειες των διαδικαστικών σφαλμάτων που διαπράχθηκαν, η Επιτροπή αποφάσισε να εκδώσει απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, μειώνοντας συγχρόνως το επιβληθέν πρόστιμο κατά 50 %.

259    Συνεπώς, το πρώτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

260    Με το δεύτερο επιχείρημα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης θεωρώντας ότι δεν υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας.

261    Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να διαπιστώσει, όπως έπραξε, ότι η διοικητική διαδικασία διεξήχθη ταχέως.

262    Συναφώς, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που μνημονεύθηκαν με την απάντηση στον τρίτο λόγο ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 183 έως 214 ανωτέρω), διαπιστώνεται ότι, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας δεν υπήρξε υπερβολική, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτίμησης.

263    Από τις ως άνω παρατηρήσεις και, ειδικότερα, τις σκέψεις 185 έως 202 ανωτέρω, προκύπτει, στο ίδιο πνεύμα, ότι η διαπίστωση της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 555 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία, «[σ]την παρούσα υπόθεση, όσον αφορά το διοικητικό στάδιο, [η Επιτροπή] θεωρεί ότι διεξήγαγε πάντοτε την ερευνητική δραστηριότητά της με ταχύτητα και χωρίς αδικαιολόγητες διακοπές», επίσης δεν ενέχει πλάνη εκτίμησης.

264    Συνεπώς, το δεύτερο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

265    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

 Επί του αιτήματος που οι προσφεύγουσες υπέβαλαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με τη μεταρρύθμιση του ύψους του προστίμου

266    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι, με την προσφυγή τους, αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και επίσης, εμμέσως, το ύψος του προστίμου, και, επομένως, υπέβαλαν επίσης στο Γενικό Δικαστήριο αίτημα μεταρρύθμισης του ύψους του προστίμου στο πλαίσιο της άσκησης της πλήρους δικαιοδοσίας του.

267    Επ’ αυτού, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά τη νομολογία, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να ασκεί αυτεπαγγέλτως την πλήρη δικαιοδοσία που προβλέπεται στο άρθρο 261 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003.

268    Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης διεξάγεται κατ’ αντιμωλία, απόκειται στον προσφεύγοντα να υποβάλει το συγκεκριμένο αίτημα σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση, να προβάλει τους λόγους που δικαιολογούν το εν λόγω αίτημα και να προσκομίσει τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των λόγων αυτών (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Siemens κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑239/11 P, C‑489/11 P και C‑498/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:866, σκέψη 335).

269    Εν προκειμένω, επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιέχει κανένα αίτημα μεταρρύθμισης του ύψους του προστίμου. Είναι αληθές ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι το αίτημα αυτό προέκυπτε από την οικονομία του δικογράφου της προσφυγής. Εντούτοις, δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο προς στήριξη του συγκεκριμένου ισχυρισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 76, στοιχείο εʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο ο προσφεύγων οφείλει να εκθέτει τα αιτήματά του με το δικόγραφο της προσφυγής, δεν πληρούνται. Κατ’ εφαρμογήν της διάταξης αυτής, μόνον τα αιτήματα που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, το δε βάσιμο της προσφυγής πρέπει να εξετάζεται αποκλειστικώς βάσει των αιτημάτων που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο αυτό (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2020, H κατά Συμβουλίου, T‑271/10 RENV II, EU:T:2020:548, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

270    Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι το αίτημα μεταρρύθμισης του ύψους του προστίμου υποβλήθηκε εκπροθέσμως, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, και, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 84, παράγραφος 1 του Κανονισμού Διαδικασίας, είναι απαράδεκτο.

271    Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι τα επιχειρήματα προς στήριξη της προσφυγής απορρίφθηκαν στο σύνολό τους, το πρόστιμο δεν είναι δυνατόν να μειωθεί, ούτε κατά μείζονα λόγο να ακυρωθεί, για τους λόγους που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής.

 Συμπέρασμα

272    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

273    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τις Ferriera Valsabbia SpA και Valsabbia Investimenti SpA στα δικαστικά έξοδα.

Gervasoni

Madise

Nihoul

Frendo

 

      Martín y Pérez de Nanclares

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Νοεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.