Language of document : ECLI:EU:T:2021:634

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και τανταλίου – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Συντονισμός των τιμών σε ολόκληρο τον ΕΟΧ – Καταλογισμός στη μητρική εταιρία της παραβάσεως που διέπραξε η θυγατρική της – Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής – Αναλογικότητα – Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T‑341/18,

Nec Corp., με έδρα το Τόκιο (Ιαπωνία), εκπροσωπούμενη από τους O. Brouwer, A. Pliego Selie, δικηγόρους, και τον R. Bachour, solicitor,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις A. Cleenewerck de Crayencour, L. Wildpanner και F. van Schaik,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με κύριο αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2018) 1768 τελικό της Επιτροπής, της 21ης Μαρτίου 2018, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT.40136 – Πυκνωτές), καθόσον με αυτή διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα συμμετείχε προσωπικώς στην παράβαση, και επικουρικό αίτημα την ακύρωση, ή τη μείωση του ποσού, των επιβληθέντων σε αυτή προστίμων,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. J. Costeira (εισηγήτρια), πρόεδρο, Δ. Γρατσία, M. Kancheva, B. Berke και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: Ε. Αρτεμίου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Οκτωβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1) 

 Ιστορικό της διαφοράς

 Προσφεύγουσα και οικείος κλάδος

1        Η προσφεύγουσα, NEC Corp., είναι εταιρία με έδρα την Ιαπωνία, η οποία κατασκευάζει και πωλεί ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές τανταλίου.

2        Από την 1η Αυγούστου 2009 έως τις 31 Ιανουαρίου 2013 η προσφεύγουσα κατείχε το 100 % του κεφαλαίου της Nec Tokin Corporation, νυν Tokin Corp.

3        Η επίμαχη παράβαση αφορά τους ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές αλουμινίου και τανταλίου. Οι πυκνωτές είναι ηλεκτρικά κατασκευαστικά στοιχεία που αποθηκεύουν ενέργεια ηλεκτροστατικά σε ένα ηλεκτρικό πεδίο. Οι ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές χρησιμοποιούνται στο σύνολο σχεδόν των ηλεκτρονικών προϊόντων, όπως οι προσωπικοί υπολογιστές, οι ταμπλέτες, τα τηλέφωνα, τα κλιματιστικά, τα ψυγεία, τα πλυντήρια ρούχων, τα προϊόντα αυτοκινητοβιομηχανίας και ο βιομηχανικός εξοπλισμός. Επομένως, χρησιμοποιούνται από ευρύτατο φάσμα πελατών. Οι ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές, και συγκεκριμένα οι ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές αλουμινίου και τανταλίου, είναι προϊόντα των οποίων η τιμή συνιστά σημαντική παράμετρο ανταγωνισμού.

 Διοικητική διαδικασία

4        Στις 4 Οκτωβρίου 2013 η Panasonic και οι θυγατρικές της ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη χορήγηση αριθμού προτεραιότητας βάσει των παραγράφων 14 και 15 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17, στο εξής: ανακοίνωση του 2006 περί συνεργασίας), ενημερώνοντάς τη σχετικά με την ύπαρξη πιθανολογούμενης παραβάσεως στον τομέα των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών.

5        Στις 28 Μαρτίου 2014 η Επιτροπή ζήτησε, βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), πληροφορίες από διάφορες επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στον τομέα των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα.

6        Στις 21 Μαΐου 2014 η προσφεύγουσα, από κοινού με την Tokin, υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση μειώσεως του ποσού του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας.

7        Στις 4 Νοεμβρίου 2015 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων την οποία απηύθυνε, μεταξύ άλλων, στην προσφεύγουσα.

8        Οι αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων, μεταξύ των οποίων η προσφεύγουσα, ανέπτυξαν τις απόψεις τους ενώπιον της Επιτροπής κατά τη διάρκεια ακροάσεως η οποία πραγματοποιήθηκε από τις 12 έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2016.

 Προσβαλλομένη απόφαση

9        Στις 21 Μαρτίου 2018 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2018) 1768 τελικό, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT.40136 – Πυκνωτές) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).  

 Παράβαση

10      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) στον τομέα των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών, στην οποία μετέσχαν εννέα επιχειρήσεις ή όμιλοι επιχειρήσεων, ήτοι οι Elna, Hitachi AIC, Holy Stone, Matsuo, Nichicon, Nippon Chemi-Con, Rubycon, Sanyo (ήτοι Sanyo και Panasonic από κοινού), η Tokin και η προσφεύγουσα, καλούμενες από κοινού «NEC Tokin» (στο εξής, από κοινού: μετέχοντες στη σύμπραξη) (αιτιολογική σκέψη 1 και άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Η Επιτροπή επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι η επίμαχη παράβαση διαπράχθηκε μεταξύ 26ης Ιουνίου 1998 και 23ης Απριλίου 2012, σε ολόκληρο τον ΕΟΧ, και συνίστατο σε συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές που είχαν ως αντικείμενο τον συντονισμό των τιμολογιακών πολιτικών όσον αφορά την προμήθεια ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και τανταλίου (αιτιολογική σκέψη 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).  

12      Η σύμπραξη λειτουργούσε βάσει ιδίως πολυμερών συναντήσεων, οι οποίες πραγματοποιούνταν κατά κανόνα στην Ιαπωνία, ανά μήνα ή ανά δίμηνο, σε επίπεδο ανώτερων στελεχών πωλήσεων, και ανά έξι μήνες, σε επίπεδο διευθυντικού προσωπικού, συμπεριλαμβανομένων των προέδρων (αιτιολογικές σκέψεις 63, 68 και 738 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Οι πολυμερείς συναντήσεις πραγματοποιούνταν κατ’ αρχάς, μεταξύ 1998 και 2003, υπό την ονομασία «κύκλος ηλεκτρολυτικών πυκνωτών», «διάσκεψη ηλεκτρολυτικών πυκνωτών» ή «συναντήσεις ECC». Εν συνεχεία, μεταξύ 2003 και 2005, οι συναντήσεις πραγματοποιούνταν υπό την ονομασία «διάσκεψη αλουμινίου-τανταλίου», «ομάδα πυκνωτών αλουμινίου ή τανταλίου» ή «συναντήσεις ATC». Τέλος, μεταξύ 2005 και 2012, οι συναντήσεις πραγματοποιούνταν υπό την ονομασία «ομάδα έρευνας αγοράς», «ομάδα μάρκετινγκ» ή «συναντήσεις MK». Παράλληλα με τις συναντήσεις MK, και συμπληρωματικά προς αυτές, πραγματοποιούνταν, μεταξύ 2006 και 2008, συναντήσεις υπό την ονομασία «αύξηση του κόστους» ή «αύξηση των πυκνωτών» (στο εξής: συναντήσεις CUP) (αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Πέραν των ως άνω πολυμερών συναντήσεων, οι μετέχοντες στη σύμπραξη είχαν επίσης, ανάλογα με τις ανάγκες, ad hoc διμερείς και τριμερείς επαφές (αιτιολογικές σκέψεις 63, 75 και 739 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Στο πλαίσιο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφών, οι μετέχοντες στη σύμπραξη αντάλλασσαν, κατ’ ουσίαν, πληροφορίες όσον αφορά τις τιμές και τις μελλοντικές τιμές, τις μελλοντικές μειώσεις τιμών και τις κλίμακες των μειώσεων αυτών, την προσφορά και τη ζήτηση, συμπεριλαμβανομένης της μελλοντικής προσφοράς και ζητήσεως, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, συνήπταν, εφάρμοζαν και παρακολουθούσαν την εφαρμογή συμφωνιών σχετικά με τις τιμές (αιτιολογικές σκέψεις 62, 715, 732 και 741 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Η Επιτροπή έκρινε ότι η συμπεριφορά των μετεχόντων στη σύμπραξη αποτελούσε μορφή συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής, η οποία αποσκοπούσε στην επίτευξη κοινού σκοπού, ήτοι στην αποφυγή του ανταγωνισμού ως προς τις τιμές και στον συντονισμό της μελλοντικής συμπεριφοράς τους όσον αφορά την πώληση ηλεκτρολυτικών πυκνωτών, μειώνοντας έτσι την αβεβαιότητα στην αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 726 και 731 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά αυτή είχε ενιαίο στόχο στρεφόμενο κατά του ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 743 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Ευθύνη της Tokin και της προσφεύγουσας

18      Η Επιτροπή καταλόγισε ευθύνη στην Tokin λόγω της άμεσης συμμετοχής της στη σύμπραξη από την 29η Ιανουαρίου 2003 έως την 23η Απριλίου 2012, με εξαίρεση όσον αφορά τις συναντήσεις CUP (αιτιολογικές σκέψεις 944 και 1022 και άρθρο 1, στοιχείο εʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

19      Επιπλέον, η Επιτροπή καταλόγισε ευθύνη στην προσφεύγουσα υπό την ιδιότητά της ως μητρικής εταιρίας, κατέχουσας το σύνολο του κεφαλαίου της Tokin, για την περίοδο από την 1η Αυγούστου 2009 έως την 23η Απριλίου 2012, με εξαίρεση όσον αφορά τις συναντήσεις CUP (αιτιολογικές σκέψεις 945 και 1022 και άρθρο 1, στοιχείο εʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Επιβληθέντα στην προσφεύγουσα πρόστιμα

20      Με το άρθρο 2, στοιχεία στʹ και ηʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλεται, αφενός, πρόστιμο ύψους 5 036 000 ευρώ στην Tokin «από κοινού και εις ολόκληρον» με την προσφεύγουσα και, αφετέρου, πρόστιμο ύψους 2 595 000 ευρώ στην προσφεύγουσα.

 Υπολογισμός του ποσού των προστίμων

21      Για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων, η Επιτροπή ακολούθησε τη μεθοδολογία που καθορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006) (αιτιολογική σκέψη 980 της προσβαλλομένης αποφάσεως).  

22      Πρώτον, για τον προσδιορισμό του βασικού ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη την αξία των πωλήσεων κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους συμμετοχής στην παράβαση, σύμφωνα με την παράγραφο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 (αιτιολογική σκέψη 989 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23      Η Επιτροπή υπολόγισε την αξία των πωλήσεων βάσει των πωλήσεων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και τανταλίου που τιμολογήθηκαν σε πελάτες εγκατεστημένους εντός του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 990 της προσβαλλομένης αποφάσεως).  

24      Επιπλέον, η Επιτροπή υπολόγισε τη σχετική αξία των πωλήσεων χωριστά για τις δύο κατηγορίες προϊόντων, ήτοι τους ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές αλουμινίου και τους ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές τανταλίου, και επέβαλε διαφορετικούς συντελεστές προσαυξήσεως ανάλογα με τη διάρκεια (αιτιολογική σκέψη 991 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25      Όσον αφορά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή εφάρμοσε συντελεστή προσαυξήσεως λόγω της διάρκειας 2,72, που αντιστοιχεί στην περίοδο μεταξύ της 1ης Αυγούστου 2009 και της 23ης Απριλίου 2012 (αιτιολογική σκέψη 1007, πίνακας 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Η Επιτροπή καθόρισε σε 16 % το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων το οποίο έπρεπε να ληφθεί υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παραβάσεως. Συναφώς, η Επιτροπή έκρινε ότι οι οριζόντιες «συνεννοήσεις» συντονισμού των τιμών περιλαμβάνονταν, ως εκ της φύσεώς τους, μεταξύ των σοβαρότερων παραβάσεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ και ότι η σύμπραξη κάλυπτε ολόκληρο τον ΕΟΧ (αιτιολογικές σκέψεις 1001 έως 1003 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

27      Η Επιτροπή επέβαλε πρόσθετο ποσό 16 %, βάσει της παραγράφου 25 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, προκειμένου να διασφαλίσει ότι το επιβληθέν πρόστιμο είχε αρκούντως αποτρεπτικό χαρακτήρα (αιτιολογική σκέψη 1009 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

28      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καθόρισε σε 6 108 000 ευρώ το βασικό ποσό του προστίμου που έπρεπε να επιβληθεί στην Tokin από κοινού και εις ολόκληρον με την προσφεύγουσα (αιτιολογική σκέψη 1010, πίνακας 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

29      Δεύτερον, όσον αφορά τις αναπροσαρμογές του βασικού ποσού των προστίμων, αφενός, η Επιτροπή μείωσε κατά 3 % το βασικό ποσό του επιβληθέντος στην Tokin και στην προσφεύγουσα προστίμου, λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων, με την αιτιολογία ότι η συμμετοχή τους στις συναντήσεις CUP δεν είχε αποδειχθεί και ότι δεν υφίσταντο στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ότι είχαν γνώση των συναντήσεων αυτών (αιτιολογική σκέψη 1022 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

30      Αφετέρου, η Επιτροπή έκρινε ότι, κατά τον χρόνο διαπράξεως της επίμαχης παραβάσεως, η προσφεύγουσα είχε ήδη κριθεί υπεύθυνη για συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αφορώσα τον συντονισμό των τιμών έναντι των «μεγαλύτερων κατασκευαστών εξοπλισμού (ΟΕΜ) που ειδικεύονται στους προσωπικούς υπολογιστές/διακομιστές» κατά το διάστημα μεταξύ 1ης Ιουλίου 1998 και 15ης Ιουνίου 2002. Η πρώτη αυτή παράβαση διαπιστώθηκε με την απόφαση C(2011) 180/09 final της Επιτροπής της 19ης Μαΐου 2010 σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38.511 – DRAM) (στο εξής: απόφαση DRAM). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, όσον αφορά την προσφεύγουσα, το βασικό ποσό του προστίμου έπρεπε να προσαυξηθεί κατά 50 % λόγω της επιβαρυντικής περιστάσεως της υποτροπής (αιτιολογικές σκέψεις 1011 έως 1013 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

31      Τρίτον, η Επιτροπή προέβη σε μείωση κατά 15 % όσον αφορά την Tokin και την προσφεύγουσα, για τη συνεργασία τους βάσει της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας, του ποσού του προστίμου το οποίο θα τους είχε διαφορετικά επιβληθεί για την παράβαση (αιτιολογικές σκέψεις 1104 και 1105 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

32      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καθόρισε το συνολικό ποσό των προστίμων που επιβλήθηκαν στην Tokin και την προσφεύγουσα σε 16 445 000 ευρώ (αιτιολογική σκέψη 1139, πίνακας 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

[παραλειπόμενα]

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

34      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Μαΐου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

35      Στις 26 Σεπτεμβρίου 2018, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα αντικρούσεως.

36      Το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 22 Νοεμβρίου 2018 και στις 29 Ιανουαρίου 2019.

37      Κατόπιν προτάσεως του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας.

38      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, η εισηγήτρια δικαστής τοποθετήθηκε στο ένατο πενταμελές τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε κατά συνέπεια η υπό κρίση υπόθεση.

39      Κατόπιν προτάσεως της εισηγήτριας δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους. Οι διάδικοι απάντησαν στις εν λόγω ερωτήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας, καθώς επίσης ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Οκτωβρίου 2020.

40      Κατόπιν του θανάτου του δικαστή Β. Berke την 1η Αυγούστου 2021, οι τρεις δικαστές που υπογράφουν την παρούσα απόφαση συνέχισαν τη διάσκεψη, σύμφωνα με το άρθρο 22 και το άρθρο 24, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

41      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, στοιχείο εʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον με αυτό διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα μετέσχε προσωπικώς στην παράβαση που αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον με αυτό επιβάλλεται, σε αυτή και μόνον, πρόστιμο που αντιστοιχεί στην προσαύξηση λόγω υποτροπής·

–        επικουρικότερα, να μειώσει το ποσό των προστίμων που της επιβλήθηκαν με το άρθρο 2, στοιχεία στʹ και ηʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

42      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

43      Η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους προς στήριξη τόσο του κυρίου αιτήματός της περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως όσο και του επικουρικώς προβαλλομένου αιτήματός της περί ακυρώσεως ή μειώσεως των επιβληθέντων σε αυτή προστίμων. Οι λόγοι αυτοί στηρίζονται σε διάφορα σφάλματα και παραβάσεις στα οποία υπέπεσε η Επιτροπή και αφορούν, αντιστοίχως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, την προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, τον χαρακτηρισμό της ευθύνης της προσφεύγουσας για την παράβαση, και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως τον υπολογισμό του ποσού των επιβληθέντων στην προσφεύγουσα προστίμων.

 Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

[παραλειπόμενα]

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά την προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής

70      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον με αυτό της επιβάλλεται προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής, ενέχει πλάνη περί το δίκαιο και πλάνη εκτιμήσεως καθώς και έλλειψη αιτιολογίας και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Ο ως άνω λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τρία σκέλη.

[παραλειπόμενα]

74      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

75      Κατ’ αρχάς, παρατηρείται ότι η έννοια της υποτροπής, όπως γίνεται δεκτή σε ορισμένες εθνικές έννομες τάξεις, έχει τη σημασία ότι ένα πρόσωπο διέπραξε εκ νέου παραβάσεις μετά την επιβολή κυρώσεων για παρόμοιες παραβάσεις (βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Eni κατά Επιτροπής, T‑558/08, EU:T:2014:1080, σκέψη 275 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76      Στο πλαίσιο των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης, το βασικό ποσό του προστίμου μπορεί να αυξάνεται, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη επιβαρυντικών περιστάσεων. Μεταξύ των επιβαρυντικών περιστάσεων καταλέγεται και η υποτροπή, η οποία ορίζεται, στην παράγραφο 28, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, ως η συνέχιση ή η επανάληψη της ίδιας ή παρόμοιας παραβάσεως, μετά τη διαπίστωση από την Επιτροπή ή από εθνική αρχή ανταγωνισμού ότι η εν λόγω επιχείρηση παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Στην περίπτωση αυτή, το βασικό ποσό του προστίμου θα μπορεί να αυξηθεί έως 100 % για κάθε διαπιστωμένη παράβαση αυτού του είδους.

77      Η συνεκτίμηση της υποτροπής αποβλέπει στο να παροτρύνει τις επιχειρήσεις που έχουν εκδηλώσει την τάση να παραβαίνουν κανόνες του ανταγωνισμού να μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους. Επομένως, η Επιτροπή μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να λαμβάνει υπόψη τις ενδείξεις που τείνουν να επιβεβαιώσουν την τάση αυτή, συμπεριλαμβανομένου, για παράδειγμα, του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ των εν λόγω παραβάσεων (βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2011, Arkema France κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑217/06, EU:T:2011:251, σκέψη 294 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε στην προσφεύγουσα προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής. Συναφώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 1011 έως 1013 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, κατά τον χρόνο διαπράξεως της επίμαχης παραβάσεως, η προσφεύγουσα είχε ήδη κριθεί υπεύθυνη, με την απόφαση DRAM, για συμπεριφορά αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, όσον αφορά την προσφεύγουσα, το βασικό ποσό του προστίμου πρέπει να αυξηθεί κατά 50 % λόγω υποτροπής (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω).

79      Υπό το πρίσμα ακριβώς των ανωτέρω εκτιμήσεων πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον η προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής είναι αντίθετη προς τον παρεπόμενο χαρακτήρα της ευθύνης της προσφεύγουσας

80      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής είναι αντίθετη προς τον παρεπόμενο χαρακτήρα της ευθύνης που αυτή υπέχει ως μητρική εταιρία της Tokin.

81      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ευθύνη της μητρικής εταιρίας είναι αμιγώς παρεπόμενη, οσάκις η μητρική εταιρία ευθύνεται λόγω και μόνον της άμεσης συμμετοχής της θυγατρικής της στην παράβαση. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, η ευθύνη της μητρικής εταιρίας θεμελιώνεται στην παραβατική συμπεριφορά της εν λόγω θυγατρικής, η οποία καταλογίζεται στη μητρική εταιρία λόγω του ότι οι εταιρίες αυτές αποτελούν οικονομική μονάδα. Κατά συνέπεια, η ευθύνη της μητρικής εταιρίας αποτελεί, κατ’ ανάγκην, συνάρτηση των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν τη διαπραχθείσα από τη θυγατρική της παράβαση και με τα οποία η ευθύνη της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη (απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑516/15 P, EU:C:2017:314, σκέψη 61).

82      Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, στην περίπτωση που η ευθύνη της μητρικής εταιρίας είναι αμιγώς παρεπόμενη εκείνης της θυγατρικής της και κανένας άλλος παράγοντας δεν χαρακτηρίζει ατομικώς την προσαπτόμενη στη μητρική εταιρία συμπεριφορά, η ευθύνη της μητρικής εταιρίας δεν δύναται να υπερβαίνει αυτή της θυγατρικής της (βλ. απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Total και Elf Aquitaine, C‑351/15 P, EU:C:2017:27, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

83      Για τους ίδιους λόγους, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, στην περίπτωση που κανένας παράγοντας δεν προσδιορίζει ατομικώς την προσαπτόμενη στη μητρική εταιρία συμπεριφορά, η μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στη θυγατρική εις ολόκληρον με τη μητρική της εταιρία πρέπει, κατ’ αρχήν, οσάκις πληρούνται οι αναγκαίες δικονομικές προϋποθέσεις, να επεκτείνεται στη μητρική εταιρία (βλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑516/15 P, EU:C:2017:314, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84      Εντούτοις, από τη νομολογία αυτή προκύπτει επίσης ότι παράγοντες που αφορούν ειδικά τη μητρική εταιρία ενδέχεται να δικαιολογούν την εκτίμηση της ευθύνης της και εκείνης της θυγατρικής της κατά τρόπο διαφορετικό, ακόμη και στην περίπτωση που η ευθύνη της πρώτης θεμελιώνεται αποκλειστικά στην παραβατική συμπεριφορά της δεύτερης (πρβλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑516/15 P, EU:C:2017:314, σκέψη 74).

85      Συναφώς, στο πλαίσιο υποθέσεως αναφορικά με την ευθύνη εταιρίας επικεφαλής ενός ομίλου εταιριών, ορισμένες εκ των οποίων είχαν συμμετάσχει άμεσα στις συμπράξεις, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γεγονός ότι δεν ήταν πλέον δυνατό, λόγω παραγραφής, να επιβληθούν κυρώσεις σε ορισμένες εταιρίες δεν απέκλειε το ενδεχόμενο διώξεως άλλης εταιρίας, η οποία θεωρείτο προσωπικά και εις ολόκληρον υπεύθυνη με αυτές, για τις ίδιες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές και έναντι της οποίας δεν είχε επέλθει παραγραφή (απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑516/15 P, EU:C:2017:314, σκέψεις 71, 75 και 76).

86      Όσον αφορά ειδικότερα την προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, εάν η ενότητα της συμπεριφοράς επιχειρήσεως στην αγορά δικαιολογεί, σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, να ευθύνονται όλες οι εταιρίες που ανήκαν στην επιχείρηση κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, κατ’ αρχήν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή του ίδιου ποσού του προστίμου, πρέπει να γίνει δεκτή μια εξαίρεση στην περίπτωση επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων και, γενικότερα, περιστάσεων που δικαιολογούν διαφοροποίηση του ποσού του προστίμου οι οποίες υφίστανται μόνον ως προς ορισμένες εξ αυτών αλλά όχι ως προς άλλες. Συνακόλουθα, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οντότητα έναντι της οποίας δεν έγινε δεκτή η επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής δεν μπορεί να είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνη με άλλη οντότητα έναντι της οποίας έγινε δεκτή η περίσταση αυτή για το μέρος του προστίμου που αντιστοιχεί στην προσαύξηση λόγω υποτροπής (πρβλ. απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2014, Evonik Degussa και AlzChem κατά Επιτροπής, T‑391/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:22, σκέψη 271).

87      Το Γενικό Δικαστήριο έχει, επίσης, κρίνει ότι ιδιαίτερες περιστάσεις οι οποίες προσιδιάζουν στην κατάσταση της μητρικής ή της θυγατρικής εταιρίας είναι δυνατόν να έχουν ως συνέπεια την επιβολή διαφοροποιημένων ποσών, όπως στην περίπτωση της συνεκτιμήσεως της επιβαρυντικής περιστάσεως της υποτροπής η οποία γίνεται δεκτή ως προς τη μητρική εταιρία και όχι ως προς τη θυγατρική (πρβλ. απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2016, UTi Worldwide κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑264/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:112, σκέψη 332).

88      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, αφενός, η Επιτροπή θεώρησε ότι η προσφεύγουσα ευθύνεται αποκλειστικώς ως μητρική εταιρία για την παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού που διέπραξε η θυγατρική της με την οποία αποτελούσε ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (βλ. σκέψη 63 ανωτέρω). Αφετέρου, με το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε προσαύξηση λόγω υποτροπής μόνον έναντι της προσφεύγουσας, με την αιτιολογία ότι αυτή είχε ήδη κριθεί υπεύθυνη, με την απόφαση DRAM, για παρόμοια αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά (βλ. σκέψεις 30 και 78 ανωτέρω).

89      Επομένως, η επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής, την οποία έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, αντιστοιχεί σε περίσταση η οποία προσιδιάζει στην κατάσταση της προσφεύγουσας και δεν ισχύει ως προς τη θυγατρική της. Κατά συνέπεια, ήταν δικαιολογημένη η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της ευθύνης της προσφεύγουσας και εκείνης της θυγατρικής κατά τρόπο διαφορετικό, η εκτίμηση δε αυτή μπορούσε να καταλήξει σε ποσό προστίμου διαφορετικό από εκείνο το οποίο αφορούσε τη θυγατρική.

90      Συγκεκριμένα, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 83 έως 87 ανωτέρω προκύπτει ότι η υποτροπή μπορεί να συνιστά στοιχείο που χαρακτηρίζει ατομικώς τη συμπεριφορά μητρικής εταιρίας, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται να υπερβαίνει η έκταση της ευθύνης της εκείνη της θυγατρικής της από την οποία απορρέει στο σύνολό της (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, T‑827/14, EU:T:2018:930, σκέψη 506).

91      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής δεν είναι αντίθετη προς τον παρεπόμενο χαρακτήρα της ευθύνης της προσφεύγουσας.

[παραλειπόμενα]

96      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον η προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής, η οποία καλύπτει περίοδο προγενέστερη της αποφάσεως DRAM, είναι αντίθετη προς τον αποτρεπτικό σκοπό που επιδιώκει η έννοια της υποτροπής

97      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής «καλύπτει» περίοδο προγενέστερη της αποφάσεως DRAM, επιβάλλονται ορισμένες προκαταρκτικές διευκρινίσεις.

98      Συναφώς, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι η Επιτροπή καταλόγισε ευθύνη στην προσφεύγουσα υπό την ιδιότητά της ως μητρικής εταιρίας της Tokin, για την περίοδο από την 1η Αυγούστου 2009 έως την 23η Απριλίου 2012, με εξαίρεση όσον αφορά τις συναντήσεις CUP (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω). Κατά συνέπεια, για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου που έπρεπε να επιβληθεί στην Tokin από κοινού και εις ολόκληρον με την προσφεύγουσα, η Επιτροπή καθόρισε σε 2,72 τον συντελεστή προσαυξήσεως για την εν λόγω περίοδο παραβάσεως, σε συνάρτηση με τη διάρκεια αυτής (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω).

99      Εν συνεχεία, η Επιτροπή έλαβε υπόψη σε βάρος της προσφεύγουσας την επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής, λόγω του ότι είχε καταλογιστεί σε αυτήν, με την απόφαση DRAM, της 19ης Μαΐου 2010, ευθύνη για παράβαση διαπραχθείσα μεταξύ της 1ής Ιουλίου 1998 και της 15ης Ιουνίου 2002, κατόπιν δε τούτου, έκρινε ότι το βασικό ποσό του προστίμου που έπρεπε να επιβληθεί στην προσφεύγουσα έπρεπε να αυξηθεί κατά 50 % λόγω της υποτροπής (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω).

100    Τέλος, προκειμένου να υπολογίσει την προσαύξηση λόγω υποτροπής, η Επιτροπή εφάρμοσε το ως άνω ποσοστό 50 % επί του βασικού ποσού του προστίμου, σύμφωνα με την παράγραφο 28 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006. Συναφώς, η Επιτροπή έκρινε ότι η υποτροπή περιλαμβανόταν μεταξύ των στοιχείων τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της σοβαρότητας της επίμαχης παραβάσεως και ότι η υποτροπή, αυτή καθεαυτήν, δεν συνδεόταν με τη διάρκεια της παραβάσεως. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι η προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής δεν έπρεπε να υπολογιστεί αποκλειστικώς βάσει της περιόδου κατά την οποία εξακολουθούσε να υφίσταται η επιβαρυντική αυτή περίσταση, αλλά ότι το ποσοστό προσαυξήσεως λόγω της υποτροπής έπρεπε να εφαρμοστεί στο σύνολο της περιόδου για την οποία θεωρείται ότι υφίστατο ευθύνη της προσφεύγουσας για την παράβαση (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 1013 και 1021 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

101    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι για την πρώτη παράβαση της προσφεύγουσας, η οποία διαπράχθηκε πριν από την επίμαχη παράβαση στην υπό κρίση υπόθεση, επιβλήθηκαν κυρώσεις ενόσω η δεύτερη αυτή παράβαση ήταν σε εξέλιξη. Επιπλέον, στο μέτρο που το ποσοστό προσαυξήσεως, λόγω υποτροπής, του ποσού του προστίμου εφαρμόστηκε επί του βασικού ποσού του προστίμου, η εν λόγω προσαύξηση λαμβάνει υπόψη την περίοδο της παραβάσεως η οποία χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του βασικού αυτού ποσού. Επομένως, η υποτροπή, ως λόγος προσαύξησης του βασικού ποσού του προστίμου, καλύπτει ολόκληρη την περίοδο παραβάσεως που προσάπτεται στην προσφεύγουσα, η οποία περιλαμβάνει μια περίοδο εννέα περίπου μηνών πριν από την έκδοση της αποφάσεως DRAM, που έλαβε χώρα στις 19 Μαΐου 2010.

102    Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής δεν είναι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, αντίθετη προς τη λογική που διατρέχει την έννοια της υποτροπής.

103    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή έχει ιδιαίτερα ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή των στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων, όπως, μεταξύ άλλων, οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, το πλαίσιό της και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων, χωρίς να είναι αναγκαίο να γίνει παραπομπή σε δεσμευτικό ή εξαντλητικό κατάλογο των κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη (βλ. απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, C‑3/06 P, EU:C:2007:88, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

104    Ωστόσο, η διαπίστωση και η εκτίμηση των ειδικών χαρακτηριστικών της υποτροπής εμπίπτουν στην εν λόγω εξουσία της Επιτροπής (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, C‑3/06 P, EU:C:2007:88, σκέψη 38). Συγκεκριμένα, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 77 ανωτέρω, η συνεκτίμηση της υποτροπής αποβλέπει στο να παροτρύνει τις επιχειρήσεις που έχουν εκδηλώσει την τάση να παραβαίνουν κανόνες του ανταγωνισμού να μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους. Επομένως, η Επιτροπή μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να λάβει υπόψη τις ενδείξεις που τείνουν να επιβεβαιώσουν την τάση αυτή, περιλαμβανομένου, για παράδειγμα, του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ των επίμαχων παραβάσεων.

105    Όσον αφορά το μέγιστο χρονικό διάστημα το οποίο μπορεί να μεσολαβεί για τη διαπίστωση υποτροπής επιχειρήσεως, έχει κριθεί ότι χρονικό διάστημα μικρότερο των δέκα ετών που μεσολάβησε μεταξύ των διαπιστώσεων δύο παραβάσεων μαρτυρούσε την τάση μιας επιχειρήσεως να μην αντλεί τα δέοντα συμπεράσματα από τη διαπίστωση της εκ μέρους της παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού (πρβλ. απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, C‑3/06 P, EU:C:2007:88, σκέψη 40).

106    Όσον αφορά, εξάλλου, το ελάχιστο χρονικό διάστημα που μπορεί να μεσολαβεί για τη διαπίστωση υποτροπής, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 105 ανωτέρω ίσχυε κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που η απόφαση περί διαπιστώσεως της πρώτης παραβάσεως και της δεύτερης παραβάσεως εκδόθηκαν ταυτόχρονα. Ως εκ τούτου, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2008, BPB κατά Επιτροπής (T‑53/03, EU:T:2008:254), και της 8ης Ιουλίου 2008, Lafarge κατά Επιτροπής (T‑54/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:255), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το ιστορικό των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν εις βάρος των προσφευγουσών μαρτυρούσε την τάση τους να μην αντλούν τα δέοντα συμπεράσματα από τη διαπίστωση της εκ μέρους τους παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες, ενώ είχαν ληφθεί εις βάρος τους προηγούμενα μέτρα της Επιτροπής με αποφάσεις με τις οποίες διαπιστώθηκε η πρώτη παράβαση, εξακολούθησαν, αφού τους είχαν κοινοποιηθεί οι αποφάσεις αυτές, να συμμετέχουν ενεργά στην επίμαχη σύμπραξη επί τέσσερα και πλέον έτη (αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2008, BPB κατά Επιτροπής, T‑53/03, EU:T:2008:254, σκέψη 385, και της 8 Ιουλίου 2008, Lafarge κατά Επιτροπής, T‑54/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:255, σκέψη 727).

107    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, ασφαλώς, η κύρωση για την πρώτη παράβαση επιβλήθηκε μετά την έναρξη της επίμαχης στην υπό κρίση υπόθεση παραβάσεως. Ωστόσο, διαπιστώνεται επίσης ότι η προσφεύγουσα, μετά την κοινοποίηση σε αυτήν της αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε η πρώτη παράβαση εξακολούθησε, κατά το χρονικό διάστημα από τις 19 Μαΐου 2010 έως τις 23 Απριλίου 2012, να μετέχει στη σύμπραξη.

108    Υπό τις συνθήκες αυτές, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη εκτιμήσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εκ μέρους της προσφεύγουσας συνέχιση της παραβατικής συμπεριφοράς, μετά την επιβολή μιας πρώτης κυρώσεως, μαρτυρούσε την τάση της να μην αντλεί τα δέοντα συμπεράσματα από την εις βάρος της διαπίστωση της παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα, καίτοι είχαν ήδη ληφθεί εις βάρος της προηγούμενα μέτρα της Επιτροπής με την απόφαση DRAM, εξακολούθησε επί δύο σχεδόν έτη μετά την κοινοποίηση σε αυτή της εν λόγω αποφάσεως να συμμετέχει στην επίμαχη σύμπραξη. Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το γεγονός και μόνον ότι η προσφεύγουσα, από κοινού με την Tokin, υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση μειώσεως του ποσού του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας, στο μέτρο που το γεγονός αυτό δεν αίρει το ότι η προσφεύγουσα, μετά την επιβολή μιας πρώτης κυρώσεως, μετέσχε σε δεύτερη παράβαση.

109    Επιπλέον, το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση καταλογίστηκε στην προσφεύγουσα ευθύνη υπό την ιδιότητά της αποκλειστικώς ως μητρικής εταιρίας, λόγω της συμμετοχής της θυγατρικής της στη σύμπραξη, όπως προκύπτει από τη σκέψη 91 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, ο σκοπός της καταστολής των αντιθέτων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών και της προλήψεως της επαναλήψεώς τους μέσω αποτρεπτικών κυρώσεων θα διακυβευόταν αν μια επιχείρηση ως προς την οποία διαπιστώθηκε μια πρώτη παράβαση ήταν σε θέση, τροποποιώντας τη νομική δομή της με την απόκτηση μιας θυγατρικής που δεν μπορεί μεν να διωχθεί για την πρώτη παράβαση, εμπλέκεται όμως στη διάπραξη της νέας παραβάσεως, να καθιστά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή και, ως εκ τούτου, να αποφεύγει την επιβολή κυρώσεως λόγω υποτροπής (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κ.λπ. κατά Versalis κ.λπ., C‑93/13 P και C‑123/13 P, EU:C:2015:150, σκέψη 92).

110    Επιπλέον, η απόφαση της 11ης Μαρτίου 1999, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής (T‑141/94, EU:T:1999:48), την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, ουδόλως στηρίζει την άποψή της. Με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση της Επιτροπής ήταν πλημμελής λόγω πλάνης περί το δίκαιο, στο μέτρο που το μεγαλύτερο τμήμα της περιόδου παραβάσεως που ελήφθη υπόψη σε βάρος της προσφεύγουσας ήταν προγενέστερο της αποφάσεως με την οποία της είχε επιβληθεί κύρωση για παρόμοιες παραβάσεις (απόφαση της 11ης Μαρτίου 1999, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, T‑141/94, EU:T:1999:48, σκέψεις 617 και 618).

111    Εν αντιθέσει, όμως, προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 11ης Μαρτίου 1999, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής (T‑141/94, EU:T:1999:48), εν προκειμένω, στο μέτρο που η προσφεύγουσα μετέσχε στην επίμαχη παράβαση μεταξύ της 1ης Αυγούστου 2009 και της 23ης Απριλίου 2012 και η απόφαση DRAM εκδόθηκε στις 19 Μαΐου 2010, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το μεγαλύτερο μέρος της επίμαχης παραβάσεως έλαβε χώρα μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα συνέχισε να συμμετέχει στην παράβαση επί δύο σχεδόν έτη αφότου της κοινοποιήθηκε η εν λόγω απόφαση (βλ. σκέψεις 107 και 108 ανωτέρω).

112    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον έκρινε, εν προκειμένω, ότι το γεγονός ότι είχε ήδη διαπιστωθεί εις βάρος της προσφεύγουσας παράβαση και ότι, παρά τη διαπίστωση αυτή και την επιβληθείσα κύρωση, η προσφεύγουσα είχε εξακολουθήσει να συμμετέχει επί δύο σχεδόν έτη σε παρόμοια παράβαση της ίδιας διατάξεως της Συνθήκης ΛΕΕ, συνιστούσε υποτροπή.

113    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας για τον λόγο ότι η προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής κάλυπτε περίοδο προγενέστερη της αποφάσεως DRAM

114    Όσον αφορά τον υπολογισμό της προσαυξήσεως λόγω υποτροπής, επισημαίνεται ότι η εκ μέρους της Επιτροπής επιβολή προσαυξήσεως λόγω υποτροπής επί του βασικού ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα είναι σύμφωνη με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο από τις παραγράφους 28 και 29 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, τόσο οι επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως η υποτροπή, όσο και οι ελαφρυντικές περιστάσεις αποτελούν περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν προσαρμογή του βασικού ποσού του προστίμου, ήτοι προσαύξηση ή μείωση του εν λόγω ποσού. Επομένως, η υποτροπή συνιστά επιβαρυντική περίσταση δικαιολογούσα την αύξηση του βασικού ποσού του προστίμου, η οποία εκφράζεται με την επιβολή ποσοστού προσαυξήσεως επί του εν λόγω βασικού ποσού.

115    Όσον αφορά την αναλογικότητα της εν λόγω προσαυξήσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου και δεν υποχρεούται να εφαρμόζει προς τούτο συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Trioplast Wittenheim κατά Επιτροπής, T‑26/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:387, σκέψη 142 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

116    Επιπλέον, η υποτροπή αποτελεί περίσταση που δικαιολογεί σημαντική προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου. Ειδικότερα, η υποτροπή αποτελεί απόδειξη ότι η κύρωση η οποία επιβλήθηκε προηγουμένως δεν είχε αρκούντως αποτρεπτικό χαρακτήρα (βλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, BPB/Commission, T‑53/03, EU:T:2008:254, σκέψη 398 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

117    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει όπως ο χρόνος που έχει παρέλθει μεταξύ της επίμαχης παραβάσεως και μιας προγενέστερης παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση της τάσεως της επιχειρήσεως να παραβαίνει τους εν λόγω κανόνες. Στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου των πράξεων της Επιτροπής στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, το Γενικό Δικαστήριο και, ενδεχομένως, το Δικαστήριο ενδέχεται να κληθούν να ελέγξουν αν η Επιτροπή τήρησε την εν λόγω αρχή όταν προσαύξησε, λόγω υποτροπής, το επιβληθέν πρόστιμο και, ειδικότερα, αν η προσαύξηση αυτή επιβαλλόταν, ιδίως υπό το πρίσμα του χρόνου που παρήλθε μεταξύ της επίμαχης παραβάσεως και της προγενέστερης παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού (απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Lafarge κατά Επιτροπής, C‑413/08 P, EU:C:2010:346, σκέψη 70).

118    Εν προκειμένω, το επιχείρημα με το οποίο η προσφεύγουσα επιδιώκει να αποδείξει ότι η προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής δεν ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας στηρίζεται, πρώτον, στο γεγονός ότι τής είχε ήδη επιβληθεί κύρωση για την επίμαχη παράβαση.

119    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί εξαρχής. Όπως υπομνήσθηκε με τις σκέψεις 75 και 77 ανωτέρω, η προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής, αφενός, προϋποθέτει ότι ένα πρόσωπο διέπραξε νέες παραβάσεις μετά την επιβολή κυρώσεων για παρόμοιες παραβάσεις και, αφετέρου, αποσκοπεί ακριβώς στη διασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος της δράσεως της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, η προσαύξηση του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής προστίθεται στο ποσό του επιβληθέντος για την παράβαση προστίμου.

120    Το επιχείρημα της προσφεύγουσας στηρίζεται, δεύτερον, στο σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του χρονικού σημείου κατά το οποίο αυτή κατέστη μητρική εταιρία της Tokin και της εκδόσεως της αποφάσεως DRAM, ήτοι εννέα μήνες, οπότε η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αποφύγει τη συμμετοχή της θυγατρικής της στη σύμπραξη. Επίσης προβάλλεται ότι η προσφεύγουσα ευθύνεται για τη σύμπραξη λόγω και μόνον της αποκτήσεως της θυγατρικής της και ότι μετέσχε στην παράβαση αυτή για σύντομο μόνο χρονικό διάστημα, ενώ η θυγατρική της συμμετείχε στη σύμπραξη εδώ και αρκετά έτη.

121    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα κατείχε το σύνολο των μετοχών της Tokin από την 1ή Αυγούστου 2009 έως τις 31 Ιανουαρίου 2013, τεκμαιρόταν ότι ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της εν λόγω θυγατρικής κατά την ως άνω περίοδο, οπότε η προσφεύγουσα και η θυγατρική της συνιστούσαν ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (βλ. σκέψη 62 ανωτέρω). Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί, εξάλλου, το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής επί της θυγατρικής της κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου παραβάσεως (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω). Επομένως, η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να αποφύγει τη συνέχιση της συμμετοχής της Tokin στη σύμπραξη μετά την έκδοση της απόφασης DRAM.

122    Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 108 ανωτέρω, η συνέχιση, εκ μέρους της προσφεύγουσας, της επίμαχης παραβατικής συμπεριφοράς μαρτυρεί την τάση της να μην αντλεί τα δέοντα συμπεράσματα από την εις βάρος της διαπίστωση της παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε ήδη επιβάλει προηγούμενα μέτρα εις βάρος της προσφεύγουσας με την απόφαση DRAM και, παρά ταύτα, η προσφεύγουσα εξακολούθησε επί δύο σχεδόν έτη μετά την κοινοποίηση σε αυτή της εν λόγω αποφάσεως να μετέχει στην επίμαχη σύμπραξη.

123    Επιπλέον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 109 ανωτέρω, ο σκοπός της καταστολής των αντιθέτων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών θα διακυβευόταν αν μια επιχείρηση ως προς την οποία διαπιστώθηκε μια πρώτη παράβαση ήταν σε θέση, τροποποιώντας τη νομική δομή της με την απόκτηση θυγατρικής που δεν μπορεί μεν να διωχθεί για την πρώτη παράβαση, εμπλέκεται όμως στη διάπραξη της νέας παραβάσεως, να καθιστά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή και, ως εκ τούτου, να αποφεύγει την επιβολή κυρώσεως λόγω υποτροπής.

124    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας καθορίζοντας σε 50 % την προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου που έπρεπε να επιβληθεί στην προσφεύγουσα, δεδομένου ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, ειδικότερα, τάση της προσφεύγουσας να παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού και ότι η προσαύξηση λόγω υποτροπής μπορεί να έχει ως συνέπεια αύξηση του βασικού ποσού του προστίμου έως και 100 %, σύμφωνα με την παράγραφο 28, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006.

125    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τον υπολογισμό του ύψους των επιβληθέντων στην προσφεύγουσα προστίμων

[παραλειπόμενα]

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τη μη εφαρμογή μειώσεως κατά 3 % του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα λόγω υποτροπής

130    Στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη καθόσον αρνήθηκε να προβεί σε μείωση κατά 3 % του προστίμου που της επιβλήθηκε λόγω υποτροπής, ενώ η μείωση αυτή εφαρμόστηκε στο βασικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην Tokin από κοινού και εις ολόκληρον με την προσφεύγουσα. Κατά την προσφεύγουσα, η μη εφαρμογή της μειώσεως αυτής, κατ’ αρχάς, είναι αντίθετη προς τον παρεπόμενο χαρακτήρα της ευθύνης της προσφεύγουσας ως μητρικής εταιρίας, εν συνεχεία, είχε ως συνέπεια την επιβολή υπερβολικά υψηλού προστίμου, υπερβαίνοντος το ήμισυ του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την Tokin και, τέλος, δεν είναι αρκούντως αιτιολογημένη.

131    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά.

132    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, αφενός, η προσαύξηση κατά 50 %, λόγω υποτροπής, του βασικού ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην Tokin από κοινού και εις ολόκληρον με την προσφεύγουσα, μειωθέντος κατά 15 % από την Επιτροπή για τη συνεργασία τους, βάσει της ανακοινώσεως του 2006 περί συνεργασίας, αντιστοιχεί σε επιβαρυντική περίσταση κατά την έννοια της παραγράφου 28 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω).

133    Αφετέρου, η μείωση κατά 3 % του βασικού ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην Tokin από κοινού και εις ολόκληρον με την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι η συμμετοχή τους στις συναντήσεις CUP δεν αποδείχθηκε και ότι δεν υφίστανται στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι είχαν γνώση των συναντήσεων αυτών, αντιστοιχεί σε ελαφρυντική περίσταση κατά την παράγραφο 29 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω).

134    Όπως, όμως, υπομνήσθηκε με τη σκέψη 114 ανωτέρω, τόσο οι επιβαρυντικές όσο και οι ελαφρυντικές περιστάσεις αποτελούν περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούν προσαρμογή του βασικού ποσού του προστίμου, ήτοι, αντιστοίχως, προσαύξηση ή μείωση του εν λόγω ποσού. Επομένως, οι εν λόγω προσαρμογές δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι μεν επί των δε.

135    Εν προκειμένω, η υποτροπή, ως επιβαρυντική περίσταση, δικαιολογεί κατά συνέπεια, την προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή υπολόγισε την προσαύξηση κατά 50 % του ποσού του προστίμου λόγω υποτροπής, εφαρμόζοντάς την επί του βασικού ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην Tokin από κοινού και εις ολόκληρον με την προσφεύγουσα, χωρίς να λάβει υπόψη ενδεχόμενες μειώσεις του βασικού αυτού ποσού λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων, εν προκειμένω τη μείωση κατά 3 % λόγω του ότι δεν αποδείχθηκε ότι η προσφεύγουσα και η θυγατρική της είχαν μετάσχει στις συναντήσεις CUP.

136    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας που στηρίζεται στον παρεπόμενο χαρακτήρα της ευθύνης της ως μητρικής εταιρίας. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 86 και 87 ανωτέρω, η υποτροπή συνιστά παράγοντα που χαρακτηρίζει ατομικώς τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας και δύναται να δικαιολογήσει την επιβολή στην προσφεύγουσα βαρύτερης κυρώσεως από εκείνη η οποία απορρέει από τον καταλογισμό της παραβάσεως την οποία διέπραξε η θυγατρική της.

137    Επιπλέον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε λόγω υποτροπής είναι υπερβολικά υψηλό, καθόσον υπερβαίνει το ήμισυ του βασικού ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε από κοινού και εις ολόκληρον με την Tokin. Συγκεκριμένα, η άποψη της προσφεύγουσας στηρίζεται στην εσφαλμένη υπόθεση ότι η μείωση κατά 3 % του βασικού ποσού του προστίμου είχε εφαρμογή επί της προσαυξήσεως κατά 50 % του βασικού ποσού του προστίμου (βλ. σκέψεις 134 και 135 ανωτέρω).

138    Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα προς στήριξη της αιτιάσεώς της περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Εν πάση περιπτώσει, ο υπολογισμός του προστίμου που επιβλήθηκε αποκλειστικώς στην προσφεύγουσα και αντιστοιχεί στην προσαύξηση λόγω υποτροπής προκύπτει σαφώς από τις αιτιολογικές σκέψεις 1011 έως 1013 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε συνδυασμό με την παράγραφο 28 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, στην οποία παραπέμπουν οι προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις.

139    Επομένως, η πρώτη αιτίαση του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Nec Corp. φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Costeira

Γρατσίας

Kancheva

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 29 Σεπτεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας αποφάσεως των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.