Language of document : ECLI:EU:T:2021:635

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 29ης Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και τανταλίου – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Συντονισμός των τιμών σε ολόκληρο τον ΕΟΧ – Εναρμονισμένη πρακτική – Ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών – Κατά τόπον αρμοδιότητα της Επιτροπής – Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Παράγραφος 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 για τον υπολογισμό των προστίμων – Αξία των πωλήσεων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αναλογικότητα – Ίση μεταχείριση – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Δημόσια αποστασιοποίηση – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T‑342/18,

Nichicon Corporation, με έδρα το Κιότο (Ιαπωνία), εκπροσωπούμενη από τους A. Ablasser-Neuhuber, F. Neumayr, G. Fussenegger και H. Kühnert, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την B. Ernst, τον T. Franchoo και τις C. Sjödin και F. van Schaik,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με κύριο αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2018) 1768 τελικό της Επιτροπής, της 21ης Μαρτίου 2018, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT.40136 – Πυκνωτές), καθόσον αφορά την προσφεύγουσα, και επικουρικό αίτημα τη μείωση του ποσού του επιβληθέντος σε αυτή προστίμου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. J. Costeira (εισηγήτρια), πρόεδρο, Δ. Γρατσία, M. Kancheva, B. Berke και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: Ε. Αρτεμίου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Οκτωβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

I.      Ιστορικό της διαφοράς

Α.      Προσφεύγουσα και οικείος κλάδος

1        Η προσφεύγουσα, Nichicon Corporation, είναι εταιρία με έδρα την Ιαπωνία, η οποία κατασκευάζει και πωλεί ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές αλουμινίου. Έως τις 6 Φεβρουαρίου 2013, η προσφεύγουσα κατασκεύαζε επίσης και πωλούσε ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές τανταλίου.

2        Η επίμαχη παράβαση αφορά τους ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές αλουμινίου και τανταλίου. Οι πυκνωτές είναι ηλεκτρικά κατασκευαστικά στοιχεία που αποθηκεύουν ενέργεια ηλεκτροστατικά σε ένα ηλεκτρικό πεδίο και χρησιμοποιούνται σε ένα ευρύ φάσμα ηλεκτρονικών προϊόντων, όπως οι προσωπικοί υπολογιστές, οι ταμπλέτες, τα τηλέφωνα, τα κλιματιστικά, τα ψυγεία, τα πλυντήρια ρούχων, τα προϊόντα αυτοκινητοβιομηχανίας και ο βιομηχανικός εξοπλισμός. Επομένως, χρησιμοποιούνται από ευρύτατο φάσμα πελατών.

3        Οι ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές, και συγκεκριμένα οι ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές αλουμινίου και τανταλίου, είναι προϊόντα των οποίων η τιμή συνιστά σημαντική παράμετρο ανταγωνισμού.

Β.      Διοικητική διαδικασία

4        Στις 4 Οκτωβρίου 2013 η Panasonic και οι θυγατρικές της ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη χορήγηση αριθμού προτεραιότητας βάσει των παραγράφων 14 και 15 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17, στο εξής: ανακοίνωση του 2006 περί συνεργασίας), ενημερώνοντάς τη σχετικά με την ύπαρξη πιθανολογούμενης παραβάσεως στον τομέα των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών.

5        Στις 28 Μαρτίου 2014 η Επιτροπή ζήτησε, βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), πληροφορίες από διάφορες επιχειρήσεις δραστηριοποιούμενες στον τομέα των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα.

6        Στις 4 Νοεμβρίου 2015 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων, την οποία απηύθυνε στην προσφεύγουσα.

7        Οι αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων, μεταξύ των οποίων η προσφεύγουσα, ανέπτυξαν τις απόψεις τους ενώπιον της Επιτροπής κατά τη διάρκεια ακροάσεως η οποία πραγματοποιήθηκε από τις 12 έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2016.

Γ.      Προσβαλλόμενη απόφαση

8        Στις 21 Μαρτίου 2018, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2018) 1768 τελικό, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT.40136 – Πυκνωτές) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

1.      Παράβαση

9        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) στον τομέα των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών, στην οποία μετείχαν εννέα επιχειρήσεις ή όμιλοι επιχειρήσεων, ήτοι οι Elna, Hitachi AIC, Holy Stone, Matsuo, NEC Tokin, Nippon Chemi-Con (στο εξής: NCC), Rubycon, Sanyo (ήτοι Sanyo και Panasonic από κοινού), και η προσφεύγουσα (στο εξής, από κοινού: μετέχοντες στη σύμπραξη) (αιτιολογική σκέψη 1 και άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Η Επιτροπή επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι η επίμαχη παράβαση διαπράχθηκε μεταξύ 26ης Ιουνίου 1998 και 23ης Απριλίου 2012, σε ολόκληρο τον ΕΟΧ, και συνίστατο σε συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές που είχαν ως αντικείμενο τον συντονισμό των τιμολογιακών πολιτικών όσον αφορά την προμήθεια ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και τανταλίου (αιτιολογική σκέψη 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Η σύμπραξη λειτουργούσε βάσει ιδίως πολυμερών συναντήσεων, οι οποίες πραγματοποιούνταν κατά κανόνα στην Ιαπωνία, ανά μήνα ή ανά δίμηνο, σε επίπεδο ανώτερων στελεχών πωλήσεων, και ανά έξι μήνες, σε επίπεδο διευθυντικού προσωπικού, συμπεριλαμβανομένων των προέδρων (αιτιολογικές σκέψεις 63, 68 και 738 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Οι πολυμερείς συναντήσεις πραγματοποιούνταν, κατ’ αρχάς, μεταξύ 1998 και 2003, υπό την ονομασία «κύκλος ηλεκτρολυτικών πυκνωτών» ή «διάσκεψη ηλεκτρολυτικών πυκνωτών» (στο εξής: συναντήσεις ECC). Εν συνεχεία, μεταξύ 2003 και 2005, οι συναντήσεις πραγματοποιούνταν υπό την ονομασία «διάσκεψη αλουμινίου -τανταλίου» ή «ομάδα πυκνωτών αλουμινίου ή τανταλίου» (στο εξής: συναντήσεις ATC). Τέλος, μεταξύ 2005 και 2012, οι συναντήσεις πραγματοποιούνταν υπό την ονομασία «ομάδα έρευνας αγοράς» ή «ομάδα μάρκετινγκ» (στο εξής: «συναντήσεις MK»). Παράλληλα με τις συναντήσεις MK, και συμπληρωματικά προς αυτές, πραγματοποιούνταν, μεταξύ 2006 και 2008, συναντήσεις υπό την ονομασία «αύξηση του κόστους» ή «αύξηση των πυκνωτών» (στο εξής: συναντήσεις CUP) (αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως)

13      Πέραν των ως άνω πολυμερών συναντήσεων, οι μετέχοντες στη σύμπραξη είχαν επίσης, ανάλογα με τις ανάγκες, ad hoc διμερείς και τριμερείς επαφές (αιτιολογικές σκέψεις 63, 75 και 739 της προσβαλλομένης αποφάσεως) (στο εξής, από κοινού: αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφές).

14      Στο πλαίσιο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφών, οι μετέχοντες στη σύμπραξη αντάλλασσαν πληροφορίες όσον αφορά τις τιμές και τις μελλοντικές τιμές, τις μελλοντικές μειώσεις τιμών και τις κλίμακες των μειώσεων αυτών, την προσφορά και τη ζήτηση, συμπεριλαμβανομένης της μελλοντικής προσφοράς και ζητήσεως, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, συνήπταν, εφάρμοζαν και παρακολουθούσαν την εφαρμογή συμφωνιών σχετικά με τις τιμές (αιτιολογικές σκέψεις 62, 715, 732 και 741 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Η Επιτροπή έκρινε ότι η συμπεριφορά των μετεχόντων στη σύμπραξη αποτελούσε μορφή συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής, η οποία αποσκοπούσε στην επίτευξη κοινού σκοπού, ήτοι στην αποφυγή του ανταγωνισμού ως προς τις τιμές και στον συντονισμό της μελλοντικής συμπεριφοράς τους όσον αφορά την πώληση ηλεκτρολυτικών πυκνωτών, μειώνοντας έτσι την αβεβαιότητα στην αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 726 και 731 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά αυτή είχε ενιαίο στόχο στρεφόμενο κατά του ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 743 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

2.      Ευθύνη της προσφεύγουσας

17      Η Επιτροπή καταλόγισε ευθύνη στην προσφεύγουσα λόγω της άμεσης και διαρκούς συμμετοχής της στη σύμπραξη από την 26η Ιουνίου 1998 έως την 31η Μαΐου 2010, χωρίς ωστόσο η ευθύνη της να εκτείνεται και στις συναντήσεις MK (αιτιολογικές σκέψεις 760, 761, 955, 1023 και άρθρο 1, στοιχείο στʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

3.      Επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο

18      Με το άρθρο 2, στοιχείο θʹ, της προσβαλλόμενης αποφάσεως επιβάλλεται στην προσφεύγουσα πρόστιμο ύψους 72 901 000 ευρώ.

4.      Υπολογισμός του ποσού του προστίμου

19      Για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων, η Επιτροπή ακολούθησε τη μεθοδολογία που καθορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006) (αιτιολογική σκέψη 980 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

20      Πρώτον, για τον προσδιορισμό του βασικού ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη την αξία των πωλήσεων κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους συμμετοχής στην παράβαση, σύμφωνα με την παράγραφο 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 (αιτιολογική σκέψη 989 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

21      Η Επιτροπή υπολόγισε την αξία των πωλήσεων βάσει των πωλήσεων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και τανταλίου που τιμολογήθηκαν σε πελάτες εγκατεστημένους εντός του ΕΟΧ (αιτιολογική σκέψη 990 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

22      Επιπλέον, η Επιτροπή υπολόγισε τη σχετική αξία των πωλήσεων χωριστά για τις δύο κατηγορίες προϊόντων, ήτοι τους ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές αλουμινίου και τους ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές τανταλίου, και επέβαλε διαφορετικούς συντελεστές προσαυξήσεως ανάλογα με τη διάρκεια (αιτιολογική σκέψη 991 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή εφάρμοσε συντελεστή προσαυξήσεως 11,93 (που αντιστοιχεί στο διάστημα από την 26η Ιουνίου 1998 έως την 31η Μαΐου 2010) για τους ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές αλουμινίου και 10,36 (που αντιστοιχεί στο διάστημα από την 29η Οκτωβρίου 1999 έως την 9η Μαρτίου 2010) για τους ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές τανταλίου (αιτιολογική σκέψη 1007, πίνακας 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

23      Η Επιτροπή καθόρισε σε 16 % το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων το οποίο έπρεπε να ληφθεί υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παραβάσεως. Συναφώς, η Επιτροπή έκρινε ότι οι οριζόντιες «συνεννοήσεις» συντονισμού των τιμών περιλαμβάνονταν, ως εκ της φύσεώς τους, μεταξύ των σοβαρότερων παραβάσεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ και ότι η σύμπραξη κάλυπτε ολόκληρο τον ΕΟΧ (αιτιολογικές σκέψεις 1001 έως 1003 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

24      Η Επιτροπή επέβαλε πρόσθετο ποσό 16 %, βάσει της παραγράφου 25 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, προκειμένου να διασφαλίσει ότι το επιβληθέν πρόστιμο είχε αρκούντως αποτρεπτικό χαρακτήρα (αιτιολογική σκέψη 1009 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

25      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καθόρισε σε 75 156 000 ευρώ το βασικό ποσό του προστίμου που έπρεπε να επιβληθεί στην προσφεύγουσα (αιτιολογική σκέψη 1010 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Δεύτερον, η Επιτροπή προέβη σε μείωση κατά 3 % του βασικού ποσού του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου, λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων, με την αιτιολογία ότι η συμμετοχή της στις συναντήσεις MK δεν είχε αποδειχθεί και ότι δεν υφίσταντο στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ότι είχε γνώση των συναντήσεων αυτών (αιτιολογική σκέψη 1023 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

27      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καθόρισε σε 72 901 000 ευρώ το ποσό του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου (αιτιολογική σκέψη 1139, πίνακας 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

[παραλειπόμενα]

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

29      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Μαΐου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

30      Στις 28 Σεπτεμβρίου 2018, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα αντικρούσεως.

31      Το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 7 Δεκεμβρίου 2018 και στις 28 Φεβρουαρίου 2019.

32      Κατόπιν προτάσεως του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας.

33      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, η εισηγήτρια δικαστής τοποθετήθηκε στο ένατο πενταμελές τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε κατά συνέπεια η υπό κρίση υπόθεση.

34      Κατόπιν προτάσεως της εισηγήτριας δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να καταθέσουν ορισμένα έγγραφα.

35      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Οκτωβρίου 2020.

36      Κατόπιν του θανάτου του δικαστή Β. Berke την 1η Αυγούστου 2021, οι τρεις δικαστές που υπογράφουν την παρούσα απόφαση συνέχισαν τη διάσκεψη, σύμφωνα με το άρθρο 22 και το άρθρο 24, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

37      Η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον την αφορά·

–        επικουρικώς, και εν πάση περιπτώσει, να υποκαταστήσει την εκτίμηση της Επιτροπής με τη δική του όσον αφορά το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε και να μειώσει το ποσό αυτό·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

38      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

Β.      Επί της ουσίας

45      Στο πλαίσιο της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους προς στήριξη τόσο του κυρίου αιτήματός της περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως όσο και του επικουρικώς προβαλλομένου αιτήματός της περί μειώσεως του επιβληθέντος σε αυτή προστίμου.

46      Με τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή περί υπάρξεως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ στον τομέα των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών, σε ολόκληρο τον ΕΟΧ, για περίοδο δεκατεσσάρων περίπου ετών. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται πλάνη περί τα πράγματα όσον αφορά τη γεωγραφική έκταση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό επαφών. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο, όσον αφορά, αφενός, τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως ενιαίας και διαρκούς και, αφετέρου, τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση αυτή. Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εφαρμόσει το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

47      Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το πρόστιμο που της επιβλήθηκε. Με τον λόγο αυτό ακυρώσεως προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου.

48      Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη νομιμότητα της διαδικασίας διαπιστώσεως της παραβάσεως.

[παραλειπόμενα]

1.      Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

[παραλειπόμενα]

γ)      Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως ενιαίας και διαρκούς και την ευθύνη της προσφεύγουσας για τη συμμετοχή στην παράβαση αυτή

[παραλειπόμενα]

1)      Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά τη μη απόδειξη της υπάρξεως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως καλύπτουσας το σύνολο των πωλήσεων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών προς τον ΕΟΧ

314    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, λόγω της ετερογενούς φύσεως των πυκνωτών και των ιδιαιτεροτήτων της ζήτησης στις διάφορες γεωγραφικές αγορές, η παράβαση, πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε από την Επιτροπή, δεν ήταν δυνατό να καλύπτει το σύνολο των πωλήσεων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών προς τον ΕΟΧ.

[παραλειπόμενα]

i)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αφορά τη μη απόδειξη της υπάρξεως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως καλύπτουσας το σύνολο των πωλήσεων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών

316    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι οι πυκνωτές είναι πολύ διαφορετικά προϊόντα, με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά, για τα οποία δεν υφίσταται ενιαία τιμή αγοράς, οπότε η παράβαση δεν είναι δυνατό να καλύπτει το σύνολο των πωλήσεων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών προς τον ΕΟΧ. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 796 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως, επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή προκειμένου να τεκμηριώσει το συμπέρασμά της, δεν αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον η ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως η οποία, θεωρούμενη στο σύνολό της, να κάλυπτε το σύνολο των πωλήσεων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών.

317    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

318    Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, για τον καθορισμό των προϊόντων που καλύπτει μια σύμπραξη, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να ορίσει τη σχετική αγορά βάσει οικονομικών κριτηρίων. Τα ίδια τα μέλη της συμπράξεως είναι εκείνα τα οποία καθορίζουν τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο των συζητήσεων και εναρμονισμένων πρακτικών τους (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2005, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2005:220, σκέψη 90). Τα προϊόντα τα οποία αφορά μια σύμπραξη καθορίζονται βάσει των εγγράφων από τα οποία προκύπτει η ύπαρξη πραγματικής συμπεριφοράς αντίθετης προς τον ανταγωνισμό σε σχέση με συγκεκριμένα προϊόντα (πρβλ. απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2003, Adriatica di Navigazione κατά Επιτροπής, T‑61/99, EU:T:2003:335, σκέψη 27).

319    Υπογραμμίζεται επίσης ότι η Επιτροπή δεν μπορεί, συναφώς, να στηριχθεί σε ένα τεκμήριο το οποίο δεν υποστηρίζεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο (πρβλ. απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2019, ABB κατά Επιτροπής, C‑593/18 P, EU:C:2019:1027, σκέψεις 44 και 45).

320    Εντούτοις, από την προσβαλλόμενη απόφαση, και ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 736, προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, κατόπιν εξετάσεως του συνόλου των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφών και των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, ότι όλες οι επαφές μεταξύ των μετεχόντων στη σύμπραξη κάλυπταν είτε τους ηλεκτρολυτικούς πυκνωτές αλουμινίου ή τανταλίου είτε αμφότερες τις κατηγορίες αυτές ηλεκτρολυτικών πυκνωτών.

321    Με την αιτιολογική σκέψη 796 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, πρώτον, απαντώντας σε αιτίαση της προσφεύγουσας ανάλογη προς την υπό κρίση αιτίαση, την οποία η προσφεύγουσα είχε προβάλει κατά τη διοικητική διαδικασία, διευκρίνισε ότι από τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφές προέκυπτε ότι οι συζητήσεις δεν περιορίζονταν σε ορισμένα επιμέρους είδη ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου ή τανταλίου.

322    Όπως εκθέτει η Επιτροπή με την ως άνω αιτιολογική σκέψη, το γεγονός ότι δεν υφίστατο περιορισμός ως προς το αντικείμενο των συζητήσεων προκύπτει από τις συναντήσεις της 29ης Αυγούστου 2002, της 22ας Δεκεμβρίου 2006, της 25ης Ιουνίου 2008 και της 20ής Δεκεμβρίου 2010, που μνημονεύονται στο δικόγραφο της προσφυγής, κατά τις οποίες πραγματοποιήθηκε αναφορά σε ένα ευρύ φάσμα ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και/ή τανταλίου, αλλά και από συζητήσεις ειδικώς για στοιχεία που συμβάλλουν στον καθορισμό της τιμής πωλήσεως των προϊόντων, όπως είναι η αύξηση του κόστους των πρώτων υλών και η διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών (βλ., για παράδειγμα, τις συναντήσεις που μνημονεύονται στις υποσημειώσεις 1417 και 1418 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συγκεκριμένα, το περιεχόμενο των συζητήσεων αυτών ήταν γενικό και προοριζόταν να εφαρμοστεί σε όλα τα είδη ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου ή τανταλίου.

323    Δεύτερον, με την αιτιολογική σκέψη 797 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη δεν είχαν εισαγάγει, στις εταιρικές δηλώσεις τους, κανέναν περιορισμό όσον αφορά τον ορισμό των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου ή τανταλίου που καλύπτονταν από τη σύμπραξη.

324    Τρίτον, με την αιτιολογική σκέψη 798 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή επισήμανε ότι η πλειονότητα των εκπροσώπων των μετεχόντων στη σύμπραξη ήταν υπεύθυνοι για την κατασκευή και/ή την πώληση ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και τανταλίου και όχι για ένα φάσμα εξειδικευμένων προϊόντων.

325    Υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 84, 318 και 319 ανωτέρω, ορθώς η Επιτροπή έκρινε, λαμβανομένων υπόψη των ως άνω διαπιστώσεων, ότι η σύμπραξη κάλυπτε το σύνολο των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου ή τανταλίου και ότι, ως εκ τούτου, η ενιαία και διαρκής παράβαση κάλυπτε το σύνολο των εν λόγω προϊόντων.

326    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

327    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, αφενός, ότι η Επιτροπή αναφέρεται στην πραγματικότητα σε τέσσερις και μόνον συναντήσεις, προκειμένου να υποστηρίξει, με την αιτιολογική σκέψη 796 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η σύμπραξη αφορούσε το σύνολο των πωλήσεων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών. Αφετέρου, η προσφεύγουσα προσθέτει ότι καμία από τις επαφές που μνημονεύονται στις σχετικές με την ως άνω αιτιολογική σκέψη υποσημειώσεις 1417 και 1418 δεν αφορούσε το σύνολο των πωλήσεων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών.

328    Ωστόσο, η προσφεύγουσα ερμηνεύει εσφαλμένα την προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα την αιτιολογική της σκέψη 796. Συγκεκριμένα, αφενός, η Επιτροπή επικαλείται περισσότερες από τέσσερις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφές, προκειμένου να τεκμηριώσει το συμπέρασμά της ότι η σύμπραξη αφορούσε το σύνολο των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και τανταλίου και όχι κάποιο συγκεκριμένο επιμέρους είδος πυκνωτή. Αφετέρου, με την αιτιολογική αυτή σκέψη, η Επιτροπή δεν επιδίωκε να αποδείξει ότι οι συζητήσεις στο πλαίσιο κάθε επαφής αφορούσαν το σύνολο των πωλήσεων πυκνωτών, αλλά απλώς να τεκμηριώσει το συμπέρασμά της, αναφέροντας ως παράδειγμα τις επαφές που μνημονεύονται στις υποσημειώσεις 1417 και 1418. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

329    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι στις αιτήσεις επιείκειας δεν υφίσταται περιορισμός όσον αφορά τα προϊόντα που καλύπτει η σύμπραξη δεν συνιστά επαρκή απόδειξη περί του ότι η παράβαση αφορούσε το σύνολο των πωλήσεων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών.

330    Ωστόσο, αφενός, με τη σκέψη 318 ανωτέρω υπομνήσθηκε ότι, κατά τη νομολογία, τα ίδια τα μέλη της συμπράξεως είναι εκείνα τα οποία καθορίζουν τα προϊόντα που αποτελούν το αντικείμενο των συζητήσεων και των εναρμονισμένων πρακτικών τους. Αφετέρου, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής δεν στηρίζεται μόνο στις αιτήσεις επιείκειας των επιχειρήσεων. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

331    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από το παράρτημα II της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αποδεικνύεται ότι τα πρόσωπα που μετέσχαν στη σύμπραξη ήταν γενικώς υπεύθυνα για το σύνολο των ηλεκτρολυτικών πυκνωτών, διότι, αφενός, το εν λόγω παράρτημα αναφέρει μόνον τον τίτλο των καθηκόντων των εν λόγω προσώπων, χωρίς να παρέχει λεπτομέρειες ως προς τις ακριβείς αρμοδιότητές τους, και, αφετέρου, οι επαφές πραγματοποιούνταν στην Ιαπωνία μεταξύ Ιαπώνων εργαζομένων, οι οποίοι κατά κανόνα δεν ευθύνονταν για τις πωλήσεις προς την Ευρώπη.

332    Ωστόσο, αφενός, αρκεί η επισήμανση ότι το γεγονός ότι οι λεπτομερείς αρμοδιότητες των μνημονευομένων προσώπων δεν ήταν γνωστές δεν αποκλείει το ενδεχόμενο αυτά να άσκησαν αρμοδιότητες σε σχέση με το σύνολο των οικείων προϊόντων, πράγμα το οποίο, άλλωστε, δεν αμφισβητεί η προσφεύγουσα. Αφετέρου, το γεγονός ότι τα εν λόγω πρόσωπα δεν ήταν, κατά κανόνα, υπεύθυνα για τις πωλήσεις προς την Ευρώπη δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να ήταν περιστασιακώς. Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι τα πρόσωπα που μνημονεύονται στον κατάλογο αυτό ήταν οι εκπρόσωποι των μετεχόντων στη σύμπραξη, οπότε ασκούσαν κατ’ ανάγκην αρμοδιότητες που σχετίζονταν με τα επίμαχα προϊόντα. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

333    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

[παραλειπόμενα]

ε)      Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του προστίμου

442    Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, καθόσον της επέβαλε πρόστιμο ύψους 72 901 000 ευρώ, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, την αρχή ne bis in idem και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς και την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει.

[παραλειπόμενα]

1)      Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά τον εσφαλμένο υπολογισμό του ύψους του προστίμου

446    Το υπό κρίση σκέλος μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις αιτιάσεις. Η πρώτη αιτίαση αφορά τη χρησιμοποίηση, εσφαλμένως, της συνολικής αξίας των πωλήσεων που τιμολογήθηκαν εντός του ΕΟΧ για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου. Η δεύτερη αιτίαση αφορά τον καθορισμό του συντελεστή προσαυξήσεως που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως. Η τρίτη αιτίαση αφορά τον καθορισμό του πρόσθετου ποσού που πρέπει να ληφθεί υπόψη.

i)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αφορά τη χρησιμοποίηση, εσφαλμένως, της συνολικής αξίας των πωλήσεων που τιμολογήθηκαν εντός του ΕΟΧ

447    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον έλαβε ως βάση, για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, τη συνολική αξία των πωλήσεων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και τανταλίου που τιμολογήθηκαν κατά το τελευταίο έτος της συμμετοχής της στη σύμπραξη.

448    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

[παραλειπόμενα]

483    Έκτον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, λαμβάνοντας ως βάση υπολογισμού του ποσού του προστίμου τη συνολική αξία των πωλήσεων που τιμολογήθηκαν εντός του ΕΟΧ αντί της συνολικής αξίας των πωλήσεων που απεστάλησαν προς τον ΕΟΧ.

484    Αφενός, επισημαίνεται ότι, όπως τόνισε και η Επιτροπή, η παράγραφος 13 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 δεν κάνει λόγο ούτε για «πωλήσεις που παραδίδονται» ούτε για «πωλήσεις που τιμολογούνται». Η εν λόγω παράγραφος αναφέρεται μόνο στις «πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν» εντός του ΕΟΧ. Κατά συνέπεια, οι κατευθυντήριες γραμμές, όπως δεν επιβάλλουν να λαμβάνονται υπόψη οι πωλήσεις που παραδίδονται εντός του ΕΟΧ, δεν εμποδίζουν την Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη της τις βάσει τιμολογίων πωλήσεις εντός του ΕΟΧ για τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεων κάθε επιχειρήσεως εντός του ΕΟΧ (απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Parker ITR και Parker-Hannifin κατά Επιτροπής, T‑146/09, EU:T:2013:258, σκέψη 210).

485    Αφετέρου, ασφαλώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι για να μπορούν να γίνουν δεκτές οι βάσει τιμολογίων πωλήσεις εντός του ΕΟΧ, πρέπει το κριτήριο αυτό να αντανακλά την πραγματική κατάσταση της αγοράς, δηλαδή να είναι το καταλληλότερο για να αντανακλά τις συνέπειες της συμπράξεως στον ανταγωνισμό εντός του ΕΟΧ (απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Parker ITR και Parker-Hannifin κατά Επιτροπής, T‑146/09, EU:T:2013:258, σκέψη 211). Εντούτοις, η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει για ποιον λόγο το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη, για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, ορισμένες πωλήσεις που τιμολογήθηκαν σε πελάτες εγκατεστημένους εντός του ΕΟΧ, αλλά στη συνέχεια παραδόθηκαν σε περιοχές εκτός της γεωγραφικής αυτής περιοχής, δεν επέτρεπε να αποτυπωθούν οι επιπτώσεις της παραβάσεως επί του ανταγωνισμού εντός του ΕΟΧ.

486    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι ο κύκλος εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά το τελευταίο πλήρες έτος συμμετοχής στην παράβαση, όσον αφορά το σύνολο των πωλήσεων ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και τανταλίου εντός του ΕΟΧ, δεν αποτελούσε, κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως από την Επιτροπή της προσβαλλομένης αποφάσεως, ένδειξη του πραγματικού μεγέθους της, της οικονομικής ισχύος της στην αγορά και της εκτάσεως της επίμαχης παραβάσεως.

487    Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

[παραλειπόμενα]

iii) Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αφορά τον καθορισμό του πρόσθετου ποσού που πρέπει να ληφθεί υπόψη

509    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, λαμβανομένου υπόψη του ότι στα μέλη της συμπράξεως είχαν ήδη επιβληθεί σημαντικά πρόστιμα σε τρίτες χώρες, τα οποία λάμβαναν υπόψη τις παγκόσμιες πτυχές της παραβάσεως καθώς και ένα αποτρεπτικό αποτέλεσμα, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή ne bis in idem και την αρχή της αναλογικότητας, επιβάλλοντας πρόσθετο ποσό στο βασικό ποσό, προκειμένου να αποτρέψει τους μετέχοντες στη σύμπραξη από το να εμπλακούν στο μέλλον σε ενδεχόμενες παράνομες συμπράξεις.

510    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

511    Κατ’ αρχάς, από την αιτιολογική σκέψη 1009 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή επισήμανε ότι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και των κριτηρίων που μνημονεύονται στο τμήμα 8.3.3.1, το ποσοστό που πρέπει να επιβληθεί επί του πρόσθετου ποσού, προς διασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος, πρέπει να είναι 16 %.

512    Υπενθυμίζεται ότι η αρχή non bis in idem, την οποία διατυπώνει και το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης της οποίας την τήρηση εξασφαλίζει ο δικαστής (βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2006, SGL Carbon κατά Επιτροπής, C‑308/04 P, EU:C:2006:433, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

513    Η αρχή ne bis in idem απαγορεύει την επιβολή πλειόνων κυρώσεων στο ίδιο πρόσωπο για την ίδια παράνομη συμπεριφορά προς προστασία του ιδίου εννόμου αγαθού. Η εφαρμογή της αρχής αυτής εξαρτάται από τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις, ήτοι από την ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών, την ταυτότητα του παραβάτη και την ταυτότητα του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος (βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Roquette Frères κατά Επιτροπής, T‑322/01, EU:T:2006:267, σκέψη 278 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

514    Πάντως, πρώτον, στον βαθμό που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή ne bis in idem, καθόσον της επέβαλε πρόστιμο για τη συμμετοχή σε σύμπραξη για την οποία είχαν ήδη επιβληθεί κυρώσεις από τις αρχές τρίτων κρατών, επισημαίνεται ότι η αρχή ne bis in idem δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής σε περίπτωση όπως η προκείμενη, στην οποία οι διαδικασίες που κινήθηκαν και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από την Επιτροπή, αφενός, και από τις αρχές τρίτων κρατών, αφετέρου, δεν επιδιώκουν προφανώς τους ίδιους σκοπούς (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Roquette Frères κατά Επιτροπής, T‑322/01, EU:T:2006:267, σκέψεις 280 και 281 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

515    Συγκεκριμένα, ενώ στην πρώτη περίπτωση σκοπείται η διατήρηση ανόθευτου ανταγωνισμού εντός του ΕΟΧ, στη δεύτερη περίπτωση η επιδιωκόμενη προστασία αφορά την αγορά τρίτων χωρών. Ως εκ τούτου, δεν πληρούται η προϋπόθεση ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος, που είναι αναγκαία προκειμένου να έχει εφαρμογή η αρχή ne bis in idem.

516    Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν επικαλείται αλλά ούτε αποδεικνύει την ύπαρξη αρχής του δικαίου ή κανόνα ή συμβάσεως δημοσίου διεθνούς δικαίου που να απαγορεύει σε κρατικές αρχές ή σε δικαστήρια διαφορετικών κρατών να διώκουν και να καταδικάζουν κάποιο πρόσωπο με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συνεπάγονται αποτελέσματα εντός του εδάφους τους ή σε τομέα δικαιοδοσίας τους. Δεδομένου ότι δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ενός τέτοιου κανόνα ή μιας τέτοιας συμβάσεως που να δεσμεύει την Ένωση και τρίτα κράτη και να προβλέπει τέτοια απαγόρευση, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεσμεύεται σχετικά (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2006, SGL Carbon κατά Επιτροπής, C‑308/04 P, EU:C:2006:433, σκέψη 34).

517    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αφορά την παραβίαση από την Επιτροπή της αρχής ne bis in idem.

518    Δεύτερον, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον δεν έλαβε υπόψη, κατά τον καθορισμό του πρόσθετου ποσοστού που πρέπει να εφαρμοστεί, το γεγονός ότι τα πρόστιμα που επέβαλαν σε αυτή άλλα κράτη είχαν ήδη αποτρεπτικό αποτέλεσμα, υπενθυμίζεται ότι η παράγραφος 25 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 διευκρινίζει ότι, «ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής μιας επιχείρησης στην παράβαση, η Επιτροπή θα περιλαμβάνει στο βασικό ποσό ένα ποσό που θα κυμαίνεται μεταξύ 15 % και 25 % της αξίας των πωλήσεων, όπως αυτή ορίζεται παραπάνω στην Ενότητα Α προκειμένου να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις και από το να εισέρχονται απλώς σε οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής».

519    Εξάλλου, παρατηρείται ότι οποιοδήποτε συμπέρασμα αντλείται από τα πρόστιμα που έχουν επιβάλει οι αρχές τρίτου κράτους μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που η Επιτροπή έχει σχετικά με τον καθορισμό των προστίμων για παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης. Κατά συνέπεια, παρότι δεν αποκλείεται να λάβει υπόψη η Επιτροπή πρόστιμα που έχουν προηγουμένως επιβληθεί από τις αρχές τρίτων κρατών, η Επιτροπή δεν έχει τέτοια υποχρέωση. Συγκεκριμένα, ο αποτρεπτικός σκοπός που η Επιτροπή δικαιούται να έχει όταν καθορίζει το ποσό ενός προστίμου συνίσταται στο να διαασφαλιστεί η τήρηση, από τις επιχειρήσεις, των κανόνων ανταγωνισμού που η Συνθήκη ΛΕΕ θέτει για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους εντός της κοινής αγοράς. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, όταν αξιολογεί τον αποτρεπτικό χαρακτήρα ενός προστίμου που πρόκειται να επιβάλει λόγω παραβάσεως των κανόνων αυτών, δεν οφείλει να λάβει υπόψη τυχόν κυρώσεις που επιβλήθηκαν σε μια επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού τρίτων κρατών (βλ. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2006, SGL Carbon κατά Επιτροπής, C‑308/04 P, EU:C:2006:433, σκέψεις 36 και 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

520    Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθεί.

521    Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά τη μη συνεκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων που ισχύουν ως προς την προσφεύγουσα

[παραλειπόμενα]

i)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αφορά το γεγονός ότι το ποσό του προστίμου δεν αντικατοπτρίζει επαρκώς τη μη συμμετοχή της προσφεύγουσας στις συναντήσεις MK

523    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η μείωση του προστίμου της οποίας αυτή έτυχε, λόγω της μη συμμετοχής της στις συναντήσεις MK, δεν είναι σύμφωνη με τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως.

524    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

525    Κατ’ αρχάς, από την αιτιολογική σκέψη 1023 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή μείωσε, λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων, κατά 3 % το βασικό ποσό του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου, με την αιτιολογία ότι η συμμετοχή της στις συναντήσεις MK δεν είχε αποδειχθεί και ότι κανένα στοιχείο δεν αποδείκνυε ότι είχε γνώση των συναντήσεων αυτών.

526    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μείωση που της χορηγήθηκε, λόγω της μη συμμετοχής της στις συναντήσεις MK, ήταν ανεπαρκής, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των συναντήσεων αυτών για τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως.

527    Κατά τη νομολογία, η μείωση του βασικού ποσού του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων συνδέεται κατ’ ανάγκην με τις περιστάσεις της εκάστοτε υποθέσεως, αναλόγως των οποίων η Επιτροπή ενδέχεται να μη μειώσει το πρόστιμο επιχειρήσεως που μετέχει σε παράνομη συμφωνία. Συγκεκριμένα, η αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως σε περιπτώσεις όπου επιχείρηση είναι μέρος προδήλως παράνομης συμφωνίας, περί της οποίας γνώριζε ή δεν μπορούσε να αγνοεί ότι συνιστά παράβαση, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την άρση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του επιβληθέντος προστίμου και τον περιορισμό της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, Denki Kagaku Kogyo και Denka Chemicals κατά Επιτροπής, T‑83/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:48, σκέψη 237 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

528    Μολονότι οι περιστάσεις που απαριθμούνται στην παράγραφο 29 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 συγκαταλέγονται ασφαλώς μεταξύ εκείνων που μπορούν να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να χορηγεί αυτομάτως επιπλέον μείωση λόγω των περιστάσεων αυτών, όταν μια επιχείρηση προβάλλει στοιχεία ικανά να αποτελέσουν ένδειξη περί της συνδρομής μιας των περιστάσεων, καθόσον ο προσήκων χαρακτήρας τυχόν μειώσεως του ποσού του προστίμου λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρισίμων περιστάσεων (πρβλ. απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, Denki Kagaku Kogyo και Denka Chemicals κατά Επιτροπής, T‑83/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:48, σκέψη 240 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

529    Επισημάνθηκε, ωστόσο, ότι, πρώτον, η συμμετοχή της προσφεύγουσας αφορούσε ολόκληρη σχεδόν την περίοδο της παραβάσεως, ήτοι σχεδόν δώδεκα έτη από τα δεκατέσσερα που διήρκεσε η σύμπραξη. Δεύτερον, παρά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν συμμετείχε στις συναντήσεις MK, είχε λάβει μέρος σε 52 πολυμερείς συναντήσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν οι συναντήσεις ECC, ATC και CUP, και σε έξι διμερείς ή τριμερείς επαφές. Τρίτον, η προσφεύγουσα δεν είχε αμφισβητήσει ότι οι συναντήσεις CUP συμπλήρωναν τις συναντήσεις MK και ότι θεωρούνταν από τους μετέχοντες στη σύμπραξη ως «ανεπίσημες συναντήσεις», οι οποίες πραγματοποιούνταν παράλληλα με τις τελευταίες, στο μέτρο που οργανώνονταν συνήθως μία εβδομάδα μετά τις συναντήσεις MK και συγκέντρωναν την πλειονότητα των μετεχόντων σε αυτές. Τέταρτον, όλες οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφές εντάσσονταν στο ίδιο συνολικό σχέδιο, με ενιαίο οικονομικό σκοπό. Εξάλλου, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι οι συναντήσεις MK είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με τις λοιπές συναντήσεις.

530    Πέραν τούτου, όσον αφορά τις μειώσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο άλλων υποθέσεων, υπομνήσθηκε, με τις σκέψεις 505 και 506 ανωτέρω, ότι η προγενέστερη πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής δεν μπορούσε να χρησιμεύσει ως νομικό πλαίσιο για τον καθορισμό των προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού.

531    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι, παρά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είχε συμμετάσχει στις συναντήσεις MK, ωστόσο αβασίμως υποστηρίζει ότι η συμμετοχή της στη σύμπραξη ήταν περιορισμένη και ότι ο επιζήμιος χαρακτήρας αυτής ήταν τέτοιος ώστε να δικαιολογείται μεγαλύτερη μείωση του προστίμου. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

532    Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι της χορήγησε την ίδια μείωση με εκείνη της οποίας είχαν τύχει οι μετέχοντες στη σύμπραξη οι οποίοι δεν είχαν λάβει μέρος στις συναντήσεις CUP, καίτοι δεν τελούσαν σε συγκρίσιμες καταστάσεις, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των συναντήσεων MK σε σχέση με τις συναντήσεις CUP για τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως.

533    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που κατοχυρώνεται στα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται σε παρόμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση, ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις ίδια μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, InnoLux κατά Επιτροπής, T‑91/11, EU:T:2014:92, σκέψεις 77 και 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

534    Όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, η εν λόγω αρχή δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να προβαίνει, με την εφαρμογή διαφορετικών μεθόδων υπολογισμού, σε διακρίσεις μεταξύ των επιχειρήσεων που μετείχαν σε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική αντίθετη προς το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, InnoLux κατά Επιτροπής, T‑91/11, EU:T:2014:92, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

535    Ωστόσο, πρώτον, με τη σκέψη 529 ανωτέρω, επισημάνθηκε ότι οι συναντήσεις MK δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με τις λοιπές συναντήσεις. Δεύτερον, από την αιτιολογική σκέψη 1022 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι οι Sanyo, NEC Tokin και Matsuo ευθύνονταν για το σύνολο της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, με εξαίρεση τις συναντήσεις CUP, δεδομένου ότι η συμμετοχή τους στις συναντήσεις αυτές δεν είχε αποδειχθεί και ότι δεν υφίσταντο στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι είχαν γνώση των συναντήσεων.

536    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις, όπως και η προσφεύγουσα, ευθύνονταν για το σύνολο της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, με εξαίρεση μια ομάδα συναντήσεων, σε σχέση με την οποία δεν είχε αποδειχθεί η συμμετοχή τους.

537    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή, χορηγώντας την ίδια μείωση σε όλες τις ανωτέρω επιχειρήσεις, τήρησε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις, ούτε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς.

538    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

539    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

[παραλειπόμενα]

2.      Επί του αιτήματος περί μειώσεως του ποσού του προστίμου

571    Με το δεύτερο αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, εν πάση περιπτώσει, να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του, προκειμένου να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση εκείνη της Επιτροπής όσον αφορά το ύψος του προστίμου και, κατά συνέπεια, να μειώσει το ποσό του επιβληθέντος σε αυτή προστίμου.

572    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, προς στήριξη του υπό κρίση αιτήματος, η προσφεύγουσα προβάλλει τα επιχειρήματα που επικαλέστηκε προς στήριξη του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πρόδηλα σφάλματα κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου.

573    Υπενθυμίζεται ότι η πλήρης δικαιοδοσία που αναγνωρίζεται στον δικαστή της Ένωσης από το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ, παρέχει σε αυτόν την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να προβαίνει στη δική του εκτίμηση ως προς το ποσό της κυρώσεως αυτής, υποκαθιστώντας την Επιτροπή, η οποία εξέδωσε την πράξη στην οποία καθορίστηκε αρχικώς το ποσό αυτό. Κατά συνέπεια, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς ακύρωση, προκειμένου να καταργήσει, μειώσει ή αυξήσει το ύψος του επιβληθέντος προστίμου, η δε αρμοδιότητα αυτή ασκείται λαμβανομένων υπόψη όλων των πραγματικών περιστάσεων (βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Orange Polska κατά Επιτροπής, C‑123/16 P, EU:C:2018:590, σκέψη 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

574    Προς εκπλήρωση των επιταγών ενός ελέγχου πλήρους δικαιοδοσίας, κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, στην περίπτωση του προστίμου, ο δικαστής της Ένωσης υποχρεούται, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ, να εξετάζει κάθε νομική ή πραγματική αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι το ύψος του προστίμου δεν είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Villeroy & Boch κατά Επιτροπής, C‑625/13 P, EU:C:2017:52, σκέψη 180 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

575    Εντούτοις, υπογραμμίζεται ότι η άσκηση ελέγχου πλήρους δικαιοδοσίας δεν ισοδυναμεί με αυτεπάγγελτο έλεγχο και υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης διεξάγεται κατ’ αντιμωλίαν. Με την εξαίρεση των λόγων δημοσίας τάξεως τους οποίους ο δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, όπως είναι η απουσία αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, απόκειται στον προσφεύγοντα να επικαλεστεί λόγους ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής και να προσκομίσει τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των λόγων αυτών (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Repsol Lubricantes y Especialidades κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑617/13 P, EU:C:2016:416, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

576    Επιπλέον, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, οι οποίες δεν προδικάζουν την εκτίμηση του προστίμου εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης. Συγκεκριμένα, ενώ η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης οσάκις εφαρμόζει θεσπισμένους από αυτήν κανόνες από τους οποίους δεσμεύεται, όπως είναι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006, η αρχή αυτή δεν δεσμεύει κατά τον ίδιο τρόπο τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, καθόσον αυτά δεν εφαρμόζουν συγκεκριμένη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας τους, αλλά εξετάζουν κατά περίπτωση της υποθέσεις που έχουν τεθεί στην κρίση τους, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των σχετικών πραγματικών και νομικών στοιχείων (βλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2014, Donau Chemie κατά Επιτροπής, T‑406/09, EU:T:2014:254, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

577    Ωστόσο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας δεν μπορεί να συνεπάγεται, κατά την επιμέτρηση των προστίμων, διακρίσεις μεταξύ των επιχειρήσεων που μετέσχαν σε συμφωνία αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού της Ένωσης. Εάν το Γενικό Δικαστήριο σκοπεύει να αποκλίνει, ειδικώς έναντι μιας από τις επιχειρήσεις αυτές, από τη μέθοδο υπολογισμού που εφάρμοσε η Επιτροπή και την οποία δεν έχει αμφισβητήσει, πρέπει να εξηγήσει τους λόγους με την απόφασή του (βλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2014, Donau Chemie κατά Επιτροπής, T‑406/09, EU:T:2014:254, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

578    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο έχει την εξουσία να καθορίσει το ύψος του προστίμου σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτό το οποίο προκύπτει από την εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί. Απόκειται, πάντως, στον προσφεύγοντα να προβάλει λόγους ικανούς να δικαιολογήσουν τη μείωση του προστίμου και να προσκομίσει τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη των λόγων αυτών (βλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2014, Donau Chemie κατά Επιτροπής, T‑406/09, EU:T:2014:254, σκέψη 310 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

579    Υπό το πρίσμα ακριβώς των ανωτέρω πρέπει να εξεταστεί αν οι περιστάσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα μπορούν, ακόμη και ελλείψει πλάνης περί το δίκαιο ή πλάνης εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής, να δικαιολογήσουν μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.

580    Κατά πρώτον, όσον αφορά τον υπολογισμό της αξίας των πωλήσεων, κατ’ αρχάς, στο πλαίσιο της εξετάσεως της πρώτης αιτιάσεως του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, διαπιστώθηκε ότι η λήψη υπόψη της συνολικής αξίας των πωλήσεων των οικείων προϊόντων κατά το τελευταίο έτος συμμετοχής στη σύμπραξη ως βάση υπολογισμού του προστίμου μπορούσε να παράσχει ακριβείς ενδείξεις για την έκταση της παραβάσεως στην οικεία αγορά καθώς και για την οικονομική σημασία της για τις δραστηριότητες των μετεχόντων στη σύμπραξη.

581    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει συναφώς η προσφεύγουσα δεν είναι αρκούντως ακριβή ώστε να παρέχουν στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο η προσφεύγουσα καθορίζει τη βάση υπολογισμού και τον εναλλακτικό τρόπο υπολογισμού επί του οποίου στηρίζεται. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα εκτιμά, βάσει των στοιχείων που περιλαμβάνονται στη μελέτη που εκπονήθηκε από ανεξάρτητο γραφείο, ότι το ποσό του προστίμου θα έπρεπε να μειωθεί, προκειμένου να καθοριστεί σε ένα επίπεδο το οποίο να κυμαίνεται μεταξύ 25 και 40 εκατομμυρίων ευρώ. Περαιτέρω, η βάση επιβολής και ο τρόπος υπολογισμού που προτάθηκαν δεν παρέχουν καμία ένδειξη ως προς το ότι καθιστούσαν δυνατό να αποτυπωθεί η έκταση της παραβάσεως στην οικεία αγορά καθώς και η οικονομική σημασία της για τις δραστηριότητες της προσφεύγουσας και, επιπλέον, να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των μετεχόντων στη σύμπραξη.

582    Εν συνεχεία, κατά την εξέταση της πρώτης αιτιάσεως του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, επισημάνθηκε ότι η προσφεύγουσα είχε μετάσχει σε ενιαία και διαρκή παράβαση η οποία δεν περιοριζόταν ούτε σε έναν συγκεκριμένο τύπο ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και τανταλίου, αλλά κάλυπτε ευρύ φάσμα ηλεκτρολυτικών πυκνωτών αλουμινίου και τανταλίου, ούτε σε ορισμένους πελάτες.

583    Τέλος, με τη σκέψη 482 ανωτέρω επισημάνθηκε ότι οι εσωτερικές ιδιαιτερότητες τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, οι οποίες αφορούσαν τη διάρθρωση των πωλήσεών της, αφορούσαν την εμπορική και μόνο στρατηγική της και δεν συνιστούσαν αφ’ εαυτών ιδιαιτερότητες οι οποίες να δικαιολογούν την εφαρμογή διαφορετικής μεθόδου υπολογισμού όσον αφορά τον καθορισμό της αξίας των πωλήσεων.

584    Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη μείωση του συντελεστή σοβαρότητας που εφάρμοσε η Επιτροπή, την οποία η προσφεύγουσα επικαλείται στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεως του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, πρώτον, επισημαίνεται εξαρχής ότι η προσφεύγουσα δεν προσδιόρισε ούτε τις ιδιαιτερότητες οι οποίες δικαιολογούσαν μείωση του ποσοστού που δέχθηκε η Επιτροπή ούτε το ποσοστό στο οποίο θα έπρεπε να καθοριστεί ο εν λόγω συντελεστής. Δεύτερον, με τη σκέψη 502 ανωτέρω επισημάνθηκε ότι η επίμαχη παράβαση συνιστούσε, ως εκ της φύσεώς της, έναν από τους πλέον σοβαρούς περιορισμούς του ανταγωνισμού. Τρίτον, με τη σκέψη 367 ανωτέρω επισημάνθηκε ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας αφορούσε ολόκληρη σχεδόν την περίοδο παραβάσεως, ήτοι σχεδόν δώδεκα έτη από τα δεκατέσσερα που διήρκεσε η σύμπραξη. Τέταρτον, από την εξέταση της δεύτερης αιτιάσεως του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η παράβαση εκτεινόταν σε ολόκληρο τον ΕΟΧ. Πέμπτον, καίτοι η προσφεύγουσα, στο μέτρο που αναφέρθηκε στον συντελεστή τον οποίο η Επιτροπή είχε εφαρμόσει με άλλες αποφάσεις, σκοπούσε να αποδείξει, εν προκειμένω, ενδεχόμενη διάκριση, υπενθυμίζεται συναφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, Marine Harvest κατά Επιτροπής, T‑704/14, EU:T:2017:753, σκέψη 78).

585    Τρίτον, όσον αφορά τη μείωση του πρόσθετου ποσού που δέχθηκε η Επιτροπή, η οποία αποτελεί αντικείμενο της τρίτης αιτιάσεως του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, πρώτον, με τη σκέψη 519 ανωτέρω επισημάνθηκε ότι ο αποτρεπτικός χαρακτήρας προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης δεν μπορεί να καθορίζεται σε συνάρτηση με τυχόν κυρώσεις που επιβλήθηκαν σε μια επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού τρίτων κρατών. Δεύτερον, η Επιτροπή καθόρισε εν προκειμένω πρόσθετο ποσό ίσο προς 16 % της αξίας των πωλήσεων, ήτοι, με διαφορά μίας μόλις μονάδας, το χαμηλότερο ποσοστό το οποίο μπορούσε να εφαρμόσει, σύμφωνα με την παράγραφο 25 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006.

586    Τέταρτον, όσον αφορά τη μεγαλύτερη μείωση του προστίμου της προσφεύγουσας λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων, επισημάνθηκε, με τη σκέψη 531 ανωτέρω, ότι η προσφεύγουσα, παρά τη μη συμμετοχή της στις συναντήσεις MK, δεν μπορούσε βασίμως να υποστηρίξει ότι η συμμετοχή της στη σύμπραξη ήταν περιορισμένη και ότι είχε λιγότερο επιζήμιο χαρακτήρα κατά τρόπον ώστε να δικαιολογείται μείωση. Επισημάνθηκε επίσης, με τη σκέψη 536 ανωτέρω, ότι η Επιτροπή είχε χορηγήσει ανάλογη μείωση σε όλες τις επιχειρήσεις στις οποίες είχε καταλογίσει ευθύνη για το σύνολο της παραβάσεως, με εξαίρεση όσον αφορά μια ομάδα συναντήσεων σε σχέση με την οποία δεν είχε αποδειχθεί η συμμετοχή τους.

587    Πέμπτον, με τη σκέψη 546 ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να αγνοεί τον επιλήψιμο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της και, ως εκ τούτου, να υποστηρίζει ότι μπορούσε, το πολύ, να θεωρηθεί υπεύθυνη για παράβαση εξ αμελείας και μόνον.

588    Έκτον, με τη σκέψη 564 ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε βασίμως να επικαλεστεί την ύπαρξη ελαφρυντικής περιστάσεως όσον αφορά την ανταγωνιστική συμπεριφορά που αυτή είχε υιοθετήσει στην αγορά. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ότι η προσφεύγουσα ενήργησε διαφορετικά από τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη και ότι διατάραξε τη λειτουργία της συμπράξεως.

589    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι καμία από τις πραγματικές και νομικές περιστάσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα προς στήριξη της μειώσεως του επιβληθέντος σε αυτή προστίμου δεν δικαιολογεί, υπό το πρίσμα, ιδίως, των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, την υιοθέτηση μεθόδου υπολογισμού διαφορετικής από εκείνη την οποία υιοθέτησε η Επιτροπή, ικανής να οδηγήσει σε μια τέτοια μείωση. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν συντρέχει λόγος, εν προκειμένω, να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του.

590    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της προσφεύγουσας περί μειώσεως του ποσού του προστίμου και, συνακόλουθα, η προσφυγή στο σύνολό της.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Nichicon Corporation φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Costeira

Γρατσίας

Kancheva


Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 29 Σεπτεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας αποφάσεως των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.