Language of document : ECLI:EU:C:2024:125

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 8ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Κανονισμός (ΕE) 1024/2013 – Ειδικά καθήκοντα εποπτείας που έχουν ανατεθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) – Ανάκληση άδειας λειτουργίας – Προσφυγή ακυρώσεως – Απαράδεκτο – Εκπροσώπηση διαδίκου – Εντολή προς τον δικηγόρο – Παράτυπα εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος»

Στην υπόθεση C‑256/22 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 12 Απριλίου 2022,

Pilatus Bank plc, με έδρα το Ta’Xbiex (Μάλτα), εκπροσωπούμενη από τον O. Behrends, Rechtsanwalt,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Pilatus Holding ltd.,

προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EKT), εκπροσωπούμενη από τον M. Puidokas και την E. Yoo,

καθής πρωτοδίκως,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη, αρχικώς από τον A. Nijenhuis, την A. Steiblytė και τον Δ. Τριανταφύλλου και στη συνέχεια από την A. Steiblytė και τον Δ. Τριανταφύλλου,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, N. Wahl (εισηγητή), J. Passer και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 25ης Μαΐου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Pilatus Bank plc ζητεί την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 2ας Φεβρουαρίου 2022, Pilatus Bank και Pilatus Holding κατά ΕΚΤ (T‑27/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:46), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), της 2ας Νοεμβρίου 2018, περί ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος (στο εξής: επίδικη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63), καθορίζει τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΚΤ και προβλέπει στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, τα εξής:

«Στο πλαίσιο του άρθρου 6, η ΕΚΤ, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα να εκτελεί, για σκοπούς προληπτικής εποπτείας, τα κατωτέρω καθήκοντα όσον αφορά όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη:

α)      Να χορηγεί άδεια λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα και να ανακαλεί την άδεια αυτή υπό την προϋπόθεση των διατάξεων του άρθρου 14».

3        Το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνεργασία εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού [(ΕΕΜ)])», προβλέπει τα εξής:

«1.      Η ΕΚΤ εκτελεί τα καθήκοντά της στο πλαίσιο ενιαίου εποπτικού μηχανισμού αποτελουμένου από την ΕΚΤ και τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού.

[…]

4.      Αναφορικά με τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 4, πλην των στοιχείων α) και γ) της παραγράφου 1, η ΕΚΤ έχει τις αρμοδιότητες που παρατίθενται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ενώ οι αρμόδιες εθνικές αρχές έχουν τις ευθύνες της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, εντός του πλαισίου που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου και δυνάμει των σχετικών διαδικασιών, όσον αφορά την εποπτεία των ακόλουθων πιστωτικών ιδρυμάτων, χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, ή υποκαταστημάτων που είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη και τα οποία ανήκουν σε πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη:

–        Εκείνα που είναι λιγότερο σημαντικά σε ενοποιημένη βάση, το υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης των οποίων είναι στα συμμετέχοντα κράτη μέλη, ή μεμονωμένα στην ειδική περίπτωση των υποκαταστημάτων, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε συμμετέχοντα κράτη μέλη, ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη. Η σημασία αξιολογείται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

i)      μέγεθος,

ii)      σημασία για την οικονομία της ΕΕ ή ενός συμμετέχοντος κράτους μέλους,

iii)      φάσμα διασυνοριακών δραστηριοτήτων.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο εδάφιο ανωτέρω, ένα πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών δεν θεωρείται λιγότερο σημαντική, εκτός εάν αυτό δικαιολογείται λόγω ειδικών περιστάσεων που πρέπει να διευκρινιστούν στη μεθοδολογία, εφόσον πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i)      η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού υπερβαίνει τα 30 δισεκατ. EUR, ή

ii)      το ποσοστό του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού ως προς το ΑΕΠ του συμμετέχοντος κράτους μέλους εγκατάστασης, υπερβαίνει το 20 %, εκτός εάν η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού δεν υπερβαίνει τα 5 δισεκατ. EUR, ή

iii)      εν συνεχεία κοινοποίησης από την αρμόδια εθνική αρχή, η οποία εκτιμά ότι το πιστωτικό ίδρυμα είναι ιδιαίτερης σημασίας για την εγχώρια οικονομία, η ΕΚΤ λαμβάνει απόφαση επιβεβαιώνοντας τη σημασία του μετά από συνολική αξιολόγηση, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης του ισολογισμού, του πιστωτικού ιδρύματος.

Η ΕΚΤ δύναται επίσης, ιδία πρωτοβουλία, να θεωρεί ένα ίδρυμα ιδιαίτερα σημαντικό όταν διαθέτει θυγατρικές πιστωτικά ιδρύματα σε πλείονα συμμετέχοντα κράτη μέλη και τα διασυνοριακά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού του αποτελούν σημαντικό μέρος των συνολικών στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του, υπό προϋποθέσεις που καθορίζονται στη μεθοδολογία.

Δεν θεωρούνται λιγότερο σημαντικά εκείνα που έχουν ζητήσει ή έχουν λάβει άμεσα δημόσια χρηματοδοτική στήριξη από το [Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ)] ή τον [Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ)].

Παρά τις διατάξεις των ανωτέρω εδαφίων, η ΕΚΤ ασκεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τα τρία πιο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα σε κάθε συμμετέχον κράτος μέλος, εκτός εάν δικαιολογείται από ιδιαίτερες περιστάσεις.

[…]

6.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες εθνικές αρχές εκτελούν και έχουν την ευθύνη για τα καθήκοντα που αναφέρονται στα στοιχεία β), δ)-στ) και θ) του άρθρου 4 παράγραφος 1 και για τη θέσπιση όλων των συναφών εποπτικών αποφάσεων αναφορικά με τα πιστωτικά ιδρύματα της παραγράφου 4 πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, εντός του πλαισίου και σύμφωνα με τις διαδικασίες της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου.

Με την επιφύλαξη των άρθρων 10 έως 13, οι αρμόδιες εθνικές και οι εντεταλμένες εθνικές αρχές διατηρούν τις κατά το εθνικό δίκαιο εξουσίες να λαμβάνουν πληροφορίες από τα πιστωτικά ιδρύματα, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη χρηματοοικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, και να κάνουν επιτόπιους ελέγχους στα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές ενημερώνουν την ΕΚΤ, σύμφωνα με το πλαίσιο της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου, ως προς τα μέτρα που λαμβάνουν δυνάμει της παρούσας παραγράφου και συντονίζουν στενά τα μέτρα αυτά με την ΕΚΤ.

Οι αρμόδιες εθνικές αρχές υποβάλουν έκθεση στην ΕΚΤ σε τακτική βάση ως προς την άσκηση των δραστηριοτήτων βάσει του άρθρου αυτού.

[…]»

4        Το άρθρο 14 του κανονισμού 1024/2013, το οποίο επιγράφεται «Άδεια λειτουργίας», προβλέπει στην παράγραφο 5 τα εξής:

«Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, η ΕΚΤ δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας στις περιπτώσεις που προβλέπει η σχετική νομοθεσία της Ένωσης, είτε με δική της πρωτοβουλία κατόπιν διαβουλεύσεων με την εθνική αρμόδια αρχή του συμμετέχοντος κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το πιστωτικό ίδρυμα, είτε κατόπιν προτάσεως από την εθνική αρμόδια αρχή. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις εξασφαλίζουν ιδίως ότι, προτού ληφθεί απόφαση σχετικά με ανάκληση, η ΕΚΤ προβλέπει επαρκές χρονικό διάστημα ώστε οι εθνικές αρχές να αποφασίσουν σχετικά με τις απαραίτητες διορθωτικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως μέτρων εξυγίανσης, και τις λαμβάνει υπόψη.

Σε περίπτωση που η εθνική αρμόδια αρχή, η οποία έχει προτείνει τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, κρίνει ότι η άδεια λειτουργίας πρέπει να ανακληθεί σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία, υποβάλλει εν προκειμένω σχετική πρόταση στην ΕΚΤ. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΚΤ λαμβάνει απόφαση για την προτεινόμενη ανάκληση λαμβάνοντας πλήρως υπόψη την αιτιολόγηση της ανάκλησης που προέβαλε η εθνική αρμόδια αρχή.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

5        Η αναιρεσείουσα Pilatus Bank είναι ένα «λιγότερο σημαντικό» πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 1024/2013, το οποίο εδρεύει στη Μάλτα και υπόκειται στην άμεση προληπτική εποπτεία της Malta Financial Services Authority (Αρχής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών της Μάλτας, Μάλτα, στο εξής: MFSA), η οποία αποτελεί «αρμόδια εθνική αρχή» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού, η δε Pilatus Holding ltd., η οποία ήταν η δεύτερη προσφεύγουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, είναι η άμεση πλειοψηφική μέτοχος του προαναφερθέντος πιστωτικού ιδρύματος.

6        Ο Ali Sadr Hasheminejad, μέτοχος της αναιρεσείουσας ο οποίος κατέχει εμμέσως το 100 % του κεφαλαίου της και των δικαιωμάτων ψήφου, συνελήφθη στις Ηνωμένες Πολιτείες με έξι κατηγορίες αφορώσες τη φερόμενη συμμετοχή του σε σύστημα μέσω του οποίου περίπου 115 εκατομμύρια δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (USD) (περίπου 108 εκατομμύρια ευρώ), καταβληθέντα για τη χρηματοδότηση κατασκευαστικού έργου στη Βενεζουέλα, είχαν διοχετευθεί παρανόμως σε Ιρανούς και σε ιρανικές επιχειρήσεις.

7        Κατόπιν της απαγγελίας κατηγοριών εις βάρος του Α. Sadr Hasheminejad στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αναιρεσείουσα έλαβε, μεταξύ άλλων, αιτήματα ανάληψης καταθέσεων συνολικού ύψους 51,4 εκατομμυρίων ευρώ, ήτοι για ποσό ανερχόμενο σχεδόν στο 40 % των αναγραφόμενων στον ισολογισμό της καταθέσεων.

8        Στο πλαίσιο αυτό, η MFSA εξέδωσε τρεις οδηγίες που αφορούν την αναιρεσείουσα.

9        Στις 21 Μαρτίου 2018 η MFSA εξέδωσε οδηγία σχετικά με την ανάκληση ή την αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου με την οποία διέταξε, μεταξύ άλλων, την απομάκρυνση του Α. Sadr Hasheminejad από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της αναιρεσείουσας με άμεση ισχύ και την παύση όλων των λοιπών εξουσιών του λήψης αποφάσεων στο πλαίσιό της, καθώς και την αναστολή της εκ μέρους του άσκησης των δικαιωμάτων του ψήφου και την αποχή του από οποιαδήποτε νομική ή δικαστική εκπροσώπηση της αναιρεσείουσας.

10      Την ίδια ημέρα, η MFSA εξέδωσε επίσης οδηγία περί αναστολής εργασιών, με την οποία διέταξε την αναιρεσείουσα να μην εγκρίνει καμία τραπεζική συναλλαγή, και δη τις αναλήψεις και τις καταθέσεις των μετόχων και των μελών του διοικητικού της συμβουλίου.

11      Στις 22 Μαρτίου 2018 η MFSA εξέδωσε οδηγία σχετικά με τον διορισμό υπευθύνου, ο οποίος, σύμφωνα με τους όρους της εντολής του, ήταν αρμόδιος να «αναλάβει όλες τις εξουσίες, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της τράπεζας για το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, είτε ασκούνται από την γενική συνέλευση των μετόχων της τράπεζας, είτε από το διοικητικό της συμβούλιο, είτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, μεταξύ άλλων και τη νομική και δικαστική εκπροσώπηση της τράπεζας, αποκλειομένων της τράπεζας και κάθε άλλου προσώπου» (στο εξής: υπεύθυνος).

12      Στις 29 Ιουνίου 2018 η MFSA πρότεινε στην ΕΚΤ να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της αναιρεσείουσας για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013.

13      Στις 2 Αυγούστου 2018 η MFSA υπέβαλε στην ΕΚΤ αναθεωρημένη πρόταση όσον αφορά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της αναιρεσείουσας για την ανάληψη δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος.

14      Κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, το διοικητικό συμβούλιο της αναιρεσείουσας εξουσιοδότησε δικηγόρο ο οποίος ήρθε σε επαφή με την ΕΚΤ.

15      Με έγγραφο της 31ης Αυγούστου 2018, η ΕΚΤ κάλεσε την αναιρεσείουσα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του αναθεωρημένου σχεδίου απόφασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του εγγράφου.

16      Στις 21 Σεπτεμβρίου 2018, μετά τη λήψη δύο παρατάσεων της ως άνω προθεσμίας ακροάσεως και την απόκτηση πρόσβασης στον φάκελο της διοικητικής διαδικασίας, η αναιρεσείουσα, μέσω του εξουσιοδοτημένου από το διοικητικό της συμβούλιο δικηγόρου, διαβίβασε τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου απόφασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, με τις οποίες εξέφραζε την εναντίωση της διοίκησης και των μετόχων της στο σχέδιο αυτό.

17      Στις 2 Νοεμβρίου 2018 η ΕΚΤ εξέδωσε την επίδικη απόφαση βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 14, παράγραφος 5, του κανονισμού 1024/2013.

 Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

18      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Ιανουαρίου 2019, οι Pilatus Bank και Pilatus Holding, διά του εξουσιοδοτημένου από το διοικητικό συμβούλιο της Pilatus Bank και από τον διευθυντή της Pilatus Holding δικηγόρου, άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης απόφασης.

19      Με απόφαση της 17ης Μαΐου 2019, επετράπη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρέμβει υπέρ της ΕΚΤ.

20      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή που ασκήθηκε κατά της επίδικης απόφασης.

21      Πρώτον, επί του παραδεκτού, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή ήταν απαράδεκτη κατά το μέρος που είχε ασκηθεί από την Pilatus Holding, διότι η εν λόγω οντότητα, ως μέτοχος της νυν αναιρεσείουσας, δεν επηρεάζεται άμεσα από την επίδικη απόφαση.

22      Δεύτερον, επί της ουσίας, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους έντεκα λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η νυν αναιρεσείουσα.

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Απριλίου 2022, η αναιρεσείουσα, διά του ίδιου δικηγόρου που την εκπροσώπησε και πρωτοδίκως, άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

24      Με την αίτηση αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση,

–        να ακυρώσει την επίδικη απόφαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 264 ΣΛΕΕ,

–        να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της προσφυγής ακυρώσεως κατά το μέρος που το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας, και

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

25      Η ΕΚΤ ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη,

–        επικουρικώς, να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως όλως αβάσιμη,

–        εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και

–        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του αιτήματος επανάληψης της προφορικής διαδικασίας

27      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Ιουνίου 2023, η ΕΚΤ ζήτησε να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

28      Προς στήριξη του αιτήματός της, η ΕΚΤ δήλωσε ότι επιθυμεί να υποβάλει νέα πραγματικά στοιχεία τα οποία, υπό το πρίσμα των πρόσφατων γεγονότων, ήτοι των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα της 25ης Μαΐου 2023, δύνανται να έχουν καθοριστική σημασία για την απόφαση του Δικαστηρίου. Εκτιμά ότι από τις προτάσεις προκύπτει ότι η γενική εισαγγελέας είναι της γνώμης ότι οι σχετικές με την αναιρεσείουσα οδηγίες, τις οποίες εξέδωσε η MFSA τον Μάρτιο του 2018, είναι «προπαρασκευαστικές πράξεις» στο πλαίσιο της σύνθετης διοικητικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης της ΕΚΤ για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας και ότι οι παρατυπίες από τις οποίες πάσχουν οι οδηγίες αυτές είναι, ως εκ τούτου, καταλογιστέες στην ΕΚΤ και «καθιστούν ελαττωματική» την απόφασή της για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας. Η ΕΚΤ προσκομίζει πραγματικά στοιχεία προκειμένου να αποδείξει ότι οι εν λόγω οδηγίες αμφισβητήθηκαν ενώπιον των δικαστηρίων της Μάλτας.

29      Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου δεν προβλέπουν δυνατότητα των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού ενδιαφερομένων να διατυπώνουν παρατηρήσεις σε απάντηση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, Préfet du Gers και Institut national de la statistique et des études économiques, C‑673/20, EU:C:2022:449, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημοσίως, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων οι οποίες, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτούν την παρέμβασή του. Επομένως, δεν πρόκειται για διατύπωση γνώμης απευθυνόμενης προς τους δικαστές ή τους διαδίκους η οποία να προέρχεται από αρχή εκτός του Δικαστηρίου, αλλά για ατομική και αιτιολογημένη γνώμη, την οποία διατυπώνει δημοσίως ένα μέλος του ίδιου του θεσμικού οργάνου. Υπό τις συνθήκες αυτές, επί των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα δεν διεξάγεται συζήτηση μεταξύ των διαδίκων. Εξάλλου, το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας αυτός καταλήγει στις εν λόγω προτάσεις. Κατά συνέπεια, η διαφωνία οποιουδήποτε ενδιαφερομένου με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, όποια και αν είναι τα ζητήματα που εξετάζει ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις του, δεν μπορεί να συνιστά, αυτή καθεαυτήν, λόγο που δικαιολογεί την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, Préfet du Gers και Institut national de la statistique et des études économiques, C‑673/20, EU:C:2022:449, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Πλην όμως, κατά το άρθρο 83 του Κανονισμού του Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει τη διεξαγωγή της προφορικής διαδικασίας ή την επανάληψή της, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς, ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της απόφασης του Δικαστηρίου.

32      Ωστόσο, εν προκειμένω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι διαθέτει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να αποφανθεί και ότι τα στοιχεία που επικαλείται η ΕΚΤ προς στήριξη του αιτήματός της για επανάληψη της προφορικής διαδικασίας δεν συνιστούν νέα πραγματικά περιστατικά δυνάμενα να ασκήσουν επιρροή επί της απόφασης που καλείται να εκδώσει το Δικαστήριο.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

34      Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, κατά πάγια νομολογία, κάθε ζήτημα που αφορά το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ενδέχεται να συνιστά λόγο δημόσιας τάξης ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο όταν αυτό επιλαμβάνεται αιτήσεως αναιρέσεως (αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2009, Sahlstedt κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑362/06 P, EU:C:2009:243, σκέψεις 21 έως 23, και της 6ης Ιουλίου 2023, Julien κατά Συμβουλίου, C‑285/22 P, EU:C:2023:551, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Βάσει του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει εφαρμογή και στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού αυτού, τα νομικά πρόσωπα, όπως η αναιρεσείουσα, μπορούν να προσφύγουν ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης μόνον αν εκπροσωπούνται από δικηγόρο που έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλομένου στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3).

36      Επομένως, η εκπροσώπηση νομικού προσώπου από δικηγόρο και, ειδικότερα, το ζήτημα του νομότυπου της εντολής που δόθηκε σε δικηγόρο για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου περιλαμβάνονται μεταξύ των λόγων δημόσιας τάξης τους οποίους το Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο κατ’ αναίρεση, οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως.

37      Όσον αφορά την εντολή νομικών προσώπων προς τον δικηγόρο τους, το άρθρο 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει ότι οι δικηγόροι οφείλουν, οσάκις εκπροσωπούν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, να καταθέσουν στη Γραμματεία εντολή του εκπροσωπουμένου. Αντιθέτως προς ό,τι ίσχυε βάσει του Κανονισμού Διαδικασίας ως είχε πριν από την 1η Ιουλίου 2015, η ως άνω διάταξη δεν προβλέπει υποχρέωση του νομικού προσώπου να προσκομίσει αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η εντολή που δόθηκε προς τον δικηγόρο του καταρτίστηκε νομοτύπως από ειδικώς εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο.

38      Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η μη πρόβλεψη τέτοιας υποχρέωσης στο εν λόγω άρθρο 51, παράγραφος 3, δεν απαλλάσσει το Γενικό Δικαστήριο από το καθήκον ελέγχου του νομοτύπου της σχετικής εντολής σε περίπτωση αμφισβήτησης. Πράγματι, το γεγονός ότι κατά το στάδιο της κατάθεσης της προσφυγής του, ο προσφεύγων δεν οφείλει να προσκομίσει αποδεικτικό στοιχείο δεν επηρεάζει την υποχρέωση του διαδίκου αυτού να έχει νομοτύπως εξουσιοδοτήσει τον δικηγόρο του να τον εκπροσωπήσει δικαστικώς. Η ελάφρυνση των αποδεικτικών απαιτήσεων κατά τον χρόνο κατάθεσης της προσφυγής δεν ασκεί επιρροή επί της ουσιαστικής προϋπόθεσης ότι οι προσφεύγοντες πρέπει να έχουν δώσει προσηκόντως εντολή εκπροσώπησης στους δικηγόρους τους. Συνακόλουθα, σε περίπτωση αμφισβήτησης του νομοτύπου της εντολής που έχει δώσει διάδικος στον δικηγόρο του, ο διάδικος υποχρεούται να αποδείξει ότι η εντολή ήταν νομότυπη (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, China Chamber of Commerce for Import and Export of Machinery and Electronic Products κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑478/21 P, EU:C:2023:685, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει και αυτεπαγγέλτως το νομότυπο της οικείας εντολής και ιδίως το αν η εντολή καταρτίστηκε νομοτύπως από αρμόδιο προς τούτο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου, οσάκις η εντολή είναι προδήλως παράτυπη ή εφόσον συντρέχουν στοιχεία ικανά να θέσουν υπό σοβαρή αμφισβήτηση το νομότυπο της εντολής.

40      Εν προκειμένω, πολλαπλές περιστάσεις θα έπρεπε να είχαν προκαλέσει σοβαρές αμφιβολίες στο Γενικό Δικαστήριο ως προς το νομότυπο της εντολής που έλαβε ο δικηγόρος της αναιρεσείουσας.

41      Συγκεκριμένα, πρώτον, τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και οι όροι της εντολής εκπροσώπησης την οποία έδωσε το διοικητικό συμβούλιο της νυν αναιρεσείουσας στον δικηγόρο που άσκησε την προσφυγή ήταν ικανά να θέσουν υπό σοβαρή αμφισβήτηση το νομότυπο της εν λόγω εντολής.

42      Πράγματι, ο διορισμός του υπευθύνου από την MFSA και το γεγονός ότι ο εν λόγω υπεύθυνος είχε, μεταξύ άλλων, το καθήκον να αναλάβει «τη νομική και δικαστική εκπροσώπηση της τράπεζας, αποκλειομένων της τράπεζας και κάθε άλλου προσώπου», μπορούσαν να εγείρουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον το διοικητικό συμβούλιο της αναιρεσείουσας μπορούσε να κινήσει εξ ονόματός της ένδικη διαδικασία και να ορίσει προς τούτο δικηγόρο.

43      Οι όροι της εντολής εκπροσώπησης που δόθηκε στον δικηγόρο μπορούσαν, και αυτοί, να ενισχύσουν τις εν λόγω αμφιβολίες. Ειδικότερα, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της αναιρεσείουσας υπενθύμισαν, με την εντολή, ότι η MFSA είχε διορίσει τον υπεύθυνο στις 22 Μαρτίου 2018 και ότι του είχε αναθέσει ορισμένες αρμοδιότητες, διευκρίνισαν δε ότι «τα αρμόδια δικαστήρια θα πρέπει να προσδιορίσουν τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να εκπροσωπήσουν [την αναιρεσείουσα] στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν φέρουν καμία προσωπική ευθύνη». Τα στοιχεία αυτά είναι ενδεικτικά του ότι οι ίδιοι οι υπογράφοντες την εντολή διατηρούσαν αμφιβολίες όσον αφορά την ικανότητά τους προς εξουσιοδότηση και συνιστούν σαφή και ρητή πρόσκληση προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πράγματι διέθεταν τέτοια ικανότητα.

44      Δεύτερον, μολονότι αντικείμενο της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ήταν η ακύρωση της απόφασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, ορισμένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η νυν αναιρεσείουσα προς στήριξη της προσφυγής και, ειδικότερα, τα προβληθέντα προς στήριξη του δέκατου λόγου ακυρώσεως αφορούσαν εντούτοις την εκπροσώπηση της νυν αναιρεσείουσας και επιδίωκαν να αποδείξουν ότι η ΕΚΤ της είχε στερήσει τη δυνατότητα πραγματικής εκπροσώπησης.

45      Τα ως άνω επιχειρήματα ήταν επίσης ικανά να θέσουν υπό σοβαρή αμφισβήτηση το νομότυπο της εντολής εκπροσώπησης προς τον δικηγόρο της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, το γεγονός ότι δεν ήταν δυνατή η καταβολή της αμοιβής του δικηγόρου της αναιρεσείουσας αποτελούσε στοιχείο δυνάμενο να καταδείξει ότι το όργανο που τον είχε εξουσιοδοτήσει ήταν αναρμόδιο να προβεί στη σχετική καταβολή, να κινήσει εξ ονόματος της αναιρεσείουσας ένδικη διαδικασία και να ορίσει προς τούτο δικηγόρο.

46      Υπό τις συνθήκες αυτές, ανεξαρτήτως της ουσιαστικής βασιμότητας των προεκτεθέντων επιχειρημάτων, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να απαιτήσει, αυτεπαγγέλτως, αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι ο δικηγόρος που εκπροσωπούσε την νυν αναιρεσείουσα είχε εξουσιοδοτηθεί νομοτύπως και ότι η εντολή είχε καταρτιστεί από αρμόδιο προς τούτο εκπρόσωπο.

47      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μη ελέγχοντας αυτεπαγγέλτως το νομότυπο της εντολής που έδωσε το διοικητικό συμβούλιο της αναιρεσείουσας στον δικηγόρο της.

48      Μια τέτοια πρόδηλη πλάνη μπορεί να επιφέρει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των λόγων αναιρέσεως που προβάλλει η αναιρεσείουσα.

49      Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο δύναται, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση.

50      Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Πράγματι, δεδομένου ότι το Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να λάβουν θέση επί του παραδεκτού της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, ειδικότερα, επί του νομοτύπου της εντολής εκπροσώπησης που έδωσε το διοικητικό συμβούλιο της αναιρεσείουσας, το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί του παραδεκτού της προσφυγής.

51      Η αναιρεσείουσα, στηριζόμενη στην απόφαση του Qorti tal-Appell (Kompetenza Inferjuri) [εφετείου (κατώτερης αρμοδιότητας), Μάλτα] της 5ης Νοεμβρίου 2018 στην υπόθεση 6/2017 (Heikki Niemelä κ.λπ. κατά Maltese financial services authority), ισχυρίστηκε ότι, παρά τον διορισμό του υπευθύνου, το διοικητικό της συμβούλιο διατηρούσε την εξουσία να την εκπροσωπεί ενώπιον δικαστηρίου και, προς τούτο, να δίδει εντολή σε δικηγόρο.

52      Επομένως, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, αποτέλεσμα του διορισμού του υπευθύνου ήταν μόνον η ανάθεση στο πρόσωπο αυτό των στοιχείων του ενεργητικού και της διαχείρισης των δραστηριοτήτων της τράπεζας και όχι η χορήγηση εξουσίας εκπροσώπησης της τράπεζας στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας με αντικείμενο την προσβολή δεσμευτικών για την τράπεζα αποφάσεων. Συναφώς, είναι αδιάφορο αν οι αποφάσεις αυτές θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν τα στοιχεία του ενεργητικού και τις δραστηριότητες των οποίων η διαχείριση εμπίπτει στην αρμοδιότητα του υπευθύνου.

53      Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα υπογράμμισε ότι η απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ. (C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, στο εξής: απόφαση Trasta Komercbanka, EU:C:2019:923), και οι σχετικές με την απόφαση αυτή προτάσεις της γενικής εισαγγελέα επιβεβαιώνουν ότι το ζήτημα της εκπροσώπησης ρυθμίζεται κυρίως από το εθνικό δίκαιο και ότι η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού είναι δεσμευτική, εκτός αν ένας διάδικος αποδείξει ότι η διαπίστωση αυτή συνιστά παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, κατά το μαλτέζικο δίκαιο, η εκπροσώπηση της τράπεζας δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του υπευθύνου, ακόμη και αν αυτός είναι επιφορτισμένος με τις δραστηριότητες της τράπεζας ή με τα στοιχεία του ενεργητικού της.

54      Η ΕΚΤ επισήμανε ότι η εκπροσώπηση νομικού προσώπου συσταθέντος υπό εταιρική μορφή διέπεται από το lex incorporationis και ότι, εν προκειμένω, σύμφωνα με το δίκαιο της Μάλτας όπως ερμηνεύθηκε με την απόφαση του Qorti tal-Appell (Kompetenza Inferjuri) [εφετείου (κατώτερης αρμοδιότητας)] της 5ης Νοεμβρίου 2018 στην υπόθεση 6/2017 (Heikki Niemelä κ.λπ. κατά Maltese financial services authority), ο υπεύθυνος εκπροσωπεί την αναιρεσείουσα μόνο στις ειδικώς προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο περιπτώσεις σε συνάρτηση με τις οποίες διορίστηκε υπό την ιδιότητα αυτή, ιδίως όσον αφορά τα σχετικά με τα στοιχεία του ενεργητικού και τη διαχείριση των δραστηριοτήτων ζητήματα, με αποτέλεσμα το διοικητικό συμβούλιο να διατηρεί τα λοιπά δικαιώματα.

55      Η ΕΚΤ παρατήρησε επίσης ότι η εντολή που δόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της αναιρεσείουσας καταλάμβανε μόνον την εκπροσώπηση για διοικητικά ζητήματα, χωρίς να μνημονεύει ρητώς την εκπροσώπηση ενώπιον δικαστηρίου.

56      Συναφώς, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στη σκέψη 35 της παρούσας απόφασης, βάσει του άρθρου 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει εφαρμογή και στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, τα νομικά πρόσωπα, όπως η αναιρεσείουσα, μπορούν να προσφεύγουν ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης μόνον αν εκπροσωπούνται από δικηγόρο που έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλομένου στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

57      Λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης τα νομικά πρόσωπα να εκπροσωπούνται από δικηγόρο που έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλομένου στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται από νομικό πρόσωπο και στηρίζεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ εξαρτάται από την απόδειξη ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έλαβε πράγματι την απόφαση να ασκήσει την προσφυγή και ότι οι δικηγόροι που ισχυρίζονται ότι το εκπροσωπούν είναι όντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο (πρβλ. απόφαση Trasta Komercbanka, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Ακριβώς προς διασφάλιση των ανωτέρω, το άρθρο 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου απαιτεί από τους δικηγόρους, όταν ο διάδικος που εκπροσωπούν είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, να καταθέτουν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου εντολή του εν λόγω διαδίκου, η μη προσκόμιση της οποίας μπορεί, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, να έχει ως συνέπεια το τυπικώς απαράδεκτο της προσφυγής (απόφαση Trasta Komercbanka, σκέψη 57).

59      Στην περίπτωση πιστωτικού ιδρύματος, όπως η αναιρεσείουσα, το οποίο έχει συσταθεί με τη μορφή νομικού προσώπου η λειτουργία του οποίου διέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους, τα όργανα του εν λόγω νομικού προσώπου που είναι εξουσιοδοτημένα να λαμβάνουν τις αποφάσεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 57 και 58 της παρούσας απόφασης πρέπει, ελλείψει σχετικής ρύθμισης της Ένωσης, να καθορίζονται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους (απόφαση Trasta Komercbanka, σκέψη 58).

60      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της εντολής του υπευθύνου και ιδίως του ότι σ’ αυτόν εναπέκειτο να «αναλάβει όλες τις εξουσίες, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της τράπεζας για το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, είτε ασκούνται από τη γενική συνέλευση των μετόχων της τράπεζας, είτε από το διοικητικό της συμβούλιο, είτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, μεταξύ άλλων και τη νομική και δικαστική εκπροσώπηση της τράπεζας, αποκλειομένων της τράπεζας και κάθε άλλου προσώπου», το διοικητικό συμβούλιο της αναιρεσείουσας δεν είχε πλέον ούτε την εξουσία να την εκπροσωπεί ούτε την αρμοδιότητα να δίδει προς τούτο εντολή σε δικηγόρο.

61      Η αρμοδιότητα του διοικητικού συμβουλίου της αναιρεσείουσας να την εκπροσωπεί ενώπιον δικαστηρίου και να δίδει προς τούτο εντολή σε δικηγόρο δεν μπορεί, εξάλλου, να θεμελιωθεί στην απόφαση Trasta Komercbanka.

62      Πράγματι, η απόφαση αυτή αφορά την υποχρέωση δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης να μη λαμβάνει υπόψη την ανάκληση της εντολής που έχει δοθεί στον εκπρόσωπο διαδίκου, όταν η ανάκληση αυτή προσβάλλει το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής του διαδίκου αυτού. Παρά ταύτα, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης υπέχουν τέτοια υποχρέωση μόνον υπό ορισμένες οριοθετημένες περιστάσεις.

63      Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 60 έως 62 της απόφασης Trasta Komercbanka, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής του πιστωτικού ιδρύματος Trasta Komercbanka οφειλόταν στο γεγονός ότι ο εκκαθαριστής που διορίστηκε κατόπιν της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας και της θέσης υπό εκκαθάριση του εν λόγω ιδρύματος τελούσε σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων. Επισήμανε ότι ο εκκαθαριστής στον οποίο είχε ανατεθεί η οριστική εκκαθάριση του ιδρύματος είχε διοριστεί κατόπιν προτάσεως της αρμόδιας εθνικής αρχής, η οποία μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ζητήσει την ανάκλησή του. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι υπήρχε κίνδυνος ο εκκαθαριστής αυτός να μην προσβάλει, στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, την απόφαση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του ιδρύματος, απόφαση η οποία είχε εκδοθεί από την ΕΚΤ κατόπιν προτάσεως της αρχής αυτής και είχε ως αποτέλεσμα τη θέση του ιδρύματος υπό εκκαθάριση. Το Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού, στη σκέψη 78 της απόφασης Trasta Komercbanka, ότι η ανάκληση, από τον εκκαθαριστή, της εντολής που είχαν δώσει τα πρώην διευθυντικά όργανα της Trasta Komercbanka στον δικηγόρο που άσκησε προσφυγή κατά της ως άνω απόφασης προσέβαλε το δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία και ότι, λαμβάνοντας υπόψη την ανάκληση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο.

64      Εν προκειμένω, η εντολή του διορισθέντος από την MFSA υπευθύνου διαφέρει σημαντικά από την εντολή του εκκαθαριστή, όπως αυτή περιγράφεται στη σκέψη 72 της απόφασης Trasta Komercbanka, καθόσον αποκλειστικός σκοπός του εκκαθαριστή ήταν η είσπραξη των απαιτήσεων, η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού και η ικανοποίηση των πιστωτών, προκειμένου να επιτευχθεί η πλήρης παύση της δραστηριότητας του ως άνω πιστωτικού ιδρύματος.

65      Επιπλέον, η αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε στοιχεία σχετικά με την εντολή του υπευθύνου ή τις συνθήκες υπό τις οποίες ασκεί την εντολή αυτή από τα οποία να προκύπτει ότι ο υπεύθυνος τελούσε, από νομικής ή πραγματικής απόψεως, σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων. Ειδικότερα, ουδόλως προκύπτει από τους όρους της εν λόγω εντολής, οι οποίοι υπομνήσθηκαν στη σκέψη 60 της παρούσας απόφασης, ότι ο υπεύθυνος δεν εκπροσωπεί τα συμφέροντα της τράπεζας.

66      Ομοίως, το γεγονός ότι ο υπεύθυνος διορίστηκε από την αρμόδια εθνική αρχή η οποία υπέβαλε στην ΕΚΤ την πρόταση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας δεν αρκεί, αυτό καθεαυτό, για να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη συγκρούσεως συμφερόντων.

67      Όσον αφορά το περιεχόμενο της απόφασης που μνημονεύεται στη σκέψη 51 της παρούσας απόφασης, αφενός, επισημαίνεται ότι η απόφαση αυτή δεν αφορούσε την αναιρεσείουσα, αλλά άλλο πιστωτικό ίδρυμα της Μάλτας για το οποίο η MFSA είχε διορίσει υπεύθυνο.

68      Αφετέρου, το Qorti tal-Appell (Kompetenza Inferjuri) [εφετείο (κατώτερη αρμοδιότητα)] επιβεβαίωσε, με την εν λόγω απόφαση, ότι οι διοικητές πιστωτικού ιδρύματος δεν στερούνται όλων των εξουσιών τους εξαιτίας του διορισμού υπευθύνου. Συγκεκριμένα, εξακολουθούν να έχουν την εξουσία να ζητούν, εξ ονόματος του πιστωτικού ιδρύματος, την ανάκληση ορισμένων αποφάσεων προληπτικής εποπτείας που εκδίδει η MFSA ως εθνική αρμόδια αρχή και ιδίως της απόφασης διορισμού υπευθύνου.

69      Εντούτοις, από την απόφαση αυτή δεν προκύπτει ότι, όταν έχει διοριστεί υπεύθυνος και του έχει δοθεί εντολή, μεταξύ άλλων, για δικαστική εκπροσώπηση, οι διοικητές του πιστωτικού ιδρύματος παραμένουν αρμόδιοι να αναθέτουν σε δικηγόρο την εκπροσώπηση του πιστωτικού ιδρύματος στο πλαίσιο διαδικασιών που αφορούν αποφάσεις της ΕΚΤ ή να προσβάλλουν αποφάσεις του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

70      Επιπλέον, η δικαστική εκπροσώπηση στο πλαίσιο της προσβολής της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας μπορεί να εμπίπτει στις αρμοδιότητες του υπευθύνου, δεδομένου ότι αφορά κατ’ ανάγκην τα περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας.

71      Τέλος, είναι αδιάφορο το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα είναι αποδέκτρια της επίδικης απόφασης.

72      Πράγματι, τούτο δεν σημαίνει ότι το διοικητικό συμβούλιο της αναιρεσείουσας εξακολουθούσε, μετά τον διορισμό του υπευθύνου, να έχει την εξουσία λήψης απόφασης για την άσκηση προσφυγής ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης εξ ονόματος της αναιρεσείουσας και ανάθεσης σχετικής εντολής σε δικηγόρο.

73      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

74      Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται και επί των εξόδων.

75      Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

76      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Pilatus Bank ηττήθηκε και η ΕΚΤ ζήτησε, τόσο ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, να καταδικαστεί η Pilatus Bank στα δικαστικά έξοδα, η τελευταία φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ΕΚΤ στο πλαίσιο της πρωτόδικης και της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας.

77      Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως, φέρει τα δικαστικά έξοδά της τόσο στο πλαίσιο της πρωτόδικης όσο και στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 2ας Φεβρουαρίου 2022, Pilatus Bank και Pilatus Holding κατά ΕΚΤ (T27/19, EU:T:2022:46).

2)      Απορρίπτει την προσφυγή που ασκήθηκε στην υπόθεση T27/19 ως απαράδεκτη.

3)      Η Pilatus Bank plc φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στο πλαίσιο τόσο της πρωτόδικης όσο της αναιρετικής διαδικασίας.

4)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της στο πλαίσιο της πρωτόδικης καθώς και της αναιρετικής διαδικασίας.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.