Language of document : ECLI:EU:C:2019:533

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 26ης Ιουνίου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2008/50/ΕΚ – Άρθρα 6, 7, 13 και 23 – Παράρτημα III – Εκτίμηση της ποιότητας του αέρα – Κριτήρια βάσει των οποίων δύναται να διαπιστωθεί υπέρβαση των οριακών τιμών διοξειδίου του αζώτου – Μετρήσεις πραγματοποιούμενες με τη χρήση σταθερών σημείων δειγματοληψίας – Επιλογή των κατάλληλων τοποθεσιών – Ερμηνεία των τιμών που καταγράφονται στα σημεία δειγματοληψίας – Υποχρεώσεις των κρατών μελών – Δικαστικός έλεγχος – Ένταση του ελέγχου – Εξουσία έκδοσης διαταγών»

Στην υπόθεση C‑723/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Nederlandstalige rechtbank van eerste aanleg Brussel (ολλανδόφωνο πρωτοδικείο Βρυξελλών, Βέλγιο) με απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Δεκεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

Lies Craeynest,

Cristina Lopez Devaux,

Frédéric Mertens,

Stefan Vandermeulen,

Karin De Schepper,

ClientEarth VZW

κατά

Brussels Hoofdstedelijk Gewest,

Brussels Instituut voor Milieubeheer,

παρισταμένου του

Belgische Staat,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, C. Toader, A. Rosas, L. Bay Larsen και M. Safjan, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M. Ferreira, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Ιανουαρίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι L. Craeynest, C. Lopez Devaux, F. Mertens, S. Vandermeulen, K. De Schepper και η ClientEarth VZW, εκπροσωπούμενοι από τους T. Malfait και A. Croes, advocaten,

–        οι Brussels Hoofdstedelijk Gewest και Brussels Instituut voor Milieubeheer, εκπροσωπούμενοι από τους G. Verhelst και B. Van Weerdt, advocaten, καθώς και από τον I.-S. Brouhns, avocat,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil, καθώς και από την L. Dvořáková,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Κ. Bulterman και Μ. A. M. de Ree,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον E. Manhaeve καθώς και από την K. Petersen,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία, αφενός, του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και, αφετέρου, των άρθρων 6, 7, 13 και 23 καθώς και του παραρτήματος III της οδηγίας 2008/50/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα και καθαρότερο αέρα για την Ευρώπη (ΕΕ 2008, L 152, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Lies Craeynest, Cristina Lopez Devaux, Frédéric Mertens, Stefan Vandermeulen, Karin De Schepper καθώς και της ClientEarth VZW και, αφετέρου, των Brussels Hoofdstedelijk Gewest (Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης, Βέλγιο) και Brussels Instituut voor Milieubeheer (Ινστιτούτου Βρυξελλών για την περιβαλλοντική διαχείριση, Βέλγιο) σχετικά με την υποχρέωση εκπόνησης σχεδίου για την ποιότητα του αέρα στη ζώνη των Βρυξελλών (Βέλγιο) και εγκατάστασης των νομικά προβλεπόμενων σημείων δειγματοληψίας για την παρακολούθηση της ποιότητας του αέρα.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 5 έως 7 και 14 της οδηγίας 2008/50 έχουν ως εξής:

«(2)      Για να προστατευθεί η ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον γενικότερα, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να καταπολεμηθούν οι εκπομπές ρύπων στην πηγή και να εντοπισθούν και εφαρμοσθούν τα αποτελεσματικότερα μέτρα για τη μείωση των εκπομπών σε τοπικό, εθνικό και κοινοτικό επίπεδο. Γι’ αυτόν το λόγο θα πρέπει να αποφεύγονται, να προλαμβάνονται ή να μειώνονται οι εκπομπές επικίνδυνων ατμοσφαιρικών ρύπων, θέτοντας παράλληλα κατάλληλους στόχους για τον ατμοσφαιρικό αέρα που να λαμβάνουν υπόψη τα αντίστοιχα πρότυπα, τις κατευθυντήριες γραμμές και τα προγράμματα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.

[…]

(5)      Θα πρέπει να υπάρχει κοινή προσέγγιση όσον αφορά την εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα, με βάση κοινά κριτήρια εκτίμησης. Κατά την εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος των πληθυσμών και των οικοσυστημάτων που εκτίθενται στη ρύπανση. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να ταξινομηθεί το έδαφος κάθε κράτους μέλους σε ζώνες ή οικισμούς που να αντανακλούν την πυκνότητα του πληθυσμού.

(6)      Εφόσον είναι εφικτό, θα πρέπει να εφαρμόζονται τεχνικές εκπόνησης μοντέλων προκειμένου να δίνεται η δυνατότητα ερμηνείας των στοιχείων του εκάστοτε σημείου ως προς τη γεωγραφική κατανομή της συγκέντρωσης. Αυτό θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για τον υπολογισμό της συλλογικής έκθεσης του πληθυσμού που ζει στην περιοχή.

(7)      Για να εξασφαλισθεί ότι οι συλλεγόμενες πληροφορίες όσον αφορά την ποιότητα του αέρα είναι επαρκώς αντιπροσωπευτικές και συγκρίσιμες ανά την Κοινότητα, είναι σημαντικό να χρησιμοποιούνται τυποποιημένες τεχνικές μέτρησης και κοινά κριτήρια για τον αριθμό και την τοποθεσία των σταθμών μέτρησης όσον αφορά την εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα. Δεδομένου ότι επιτρέπεται η χρησιμοποίηση και άλλων τεχνικών, εκτός από τις μετρήσεις, για την εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα, είναι απαραίτητο να καθοριστούν κριτήρια για τη χρήση και την απαιτούμενη ακρίβεια των εν λόγω τεχνικών.

[…]

(14)      Οι σταθερές μετρήσεις θα πρέπει να είναι υποχρεωτικές σε ζώνες και οικισμούς όπου παρατηρείται υπέρβαση των μακροπρόθεσμων στόχων για το όζον ή των ορίων εκτίμησης για άλλους ρύπους. Οι πληροφορίες από σταθερές μετρήσεις μπορούν να συμπληρώνονται με τεχνικές προσομοίωσης ή/και ενδεικτικές μετρήσεις προκειμένου να δίνεται η δυνατότητα ερμηνείας των στοιχείων του εκάστοτε σημείου ως προς τη γεωγραφική κατανομή της συγκέντρωσης. Η χρήση συμπληρωματικών τεχνικών εκτίμησης θα επιτρέψει επίσης τη μείωση του απαιτούμενου ελάχιστου αριθμού σταθερών σημείων δειγματοληψίας.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/50 προβλέπει τα εξής:

«Τα μέτρα που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία έχουν ως στόχο:

1)      τον προσδιορισμό και καθορισμό των στόχων για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα, ώστε να αποφεύγονται, να προλαμβάνονται ή να μειώνονται οι επιβλαβείς επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και στο σύνολο του περιβάλλοντος·

2)      την εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα στα κράτη μέλη βάσει κοινών μεθόδων και κριτηρίων·

3)      τη συγκέντρωση πληροφοριών όσον αφορά την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα, ώστε να διευκολυνθεί η καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και των οχλήσεων καθώς και η παρακολούθηση των μακροπρόθεσμων τάσεων και βελτιώσεων που προκύπτουν από τα εθνικά και κοινοτικά μέτρα·

[…]»

5        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοείται ως:

[…]

3)      “επίπεδο”: η συγκέντρωση ενός ρύπου στον ατμοσφαιρικό αέρα ή η εναπόθεσή του σε μια επιφάνεια σε δεδομένη χρονική στιγμή·

4)      “εκτίμηση”: οιαδήποτε μέθοδος χρησιμοποιείται για τη μέτρηση, τον υπολογισμό, την πρόβλεψη ή την κατά προσέγγιση εκτίμηση επιπέδων·

5)      “οριακή τιμή”: επίπεδο καθοριζόμενο βάσει επιστημονικών γνώσεων, με σκοπό να αποφεύγονται, να προλαμβάνονται ή να μειώνονται οι επιβλαβείς επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και/ή στο σύνολο του περιβάλλοντος, το οποίο πρέπει να επιτευχθεί εντός δεδομένης προθεσμίας χωρίς εν συνεχεία υπερβάσεις·

[…]

17)      “οικισμός”: ζώνη αστικού χαρακτήρα της οποίας ο πληθυσμός υπερβαίνει τους 250.000 κατοίκους ή, όταν ο πληθυσμός είναι μικρότερος ή ίσος των 250.000 κατοίκων, με συγκεκριμένη πληθυσμιακή πυκνότητα ανά km² που καθορίζεται από τα κράτη μέλη·

[…]

20)      “δείκτης μέσης έκθεσης”: μέσο επίπεδο που καθορίζεται από μη εκτεθειμένες τοποθεσίες αστικού χαρακτήρα στο έδαφος κράτους μέλους και αντανακλά την έκθεση του πληθυσμού. Χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του εθνικού στόχου μείωσης της έκθεσης και της υποχρέωσης όσον αφορά τη συγκέντρωση της έκθεσης·

[…]

23)      “μη εκτεθειμένες τοποθεσίες αστικού χαρακτήρα”: τοποθεσίες σε αστικές περιοχές στις οποίες τα επίπεδα είναι αντιπροσωπευτικά της έκθεσης ολόκληρου του αστικού πληθυσμού·

24)      “οξείδια του αζώτου”: το άθροισμα της αναλογίας μείγματος κατ’ όγκον (ppbv) μονοξειδίου και διοξειδίου του αζώτου, εκφρασμένο σε μονάδες συγκέντρωσης κατά μάζα διοξειδίου του αζώτου (μg/m³)·

25)      “σταθερές μετρήσεις”: μετρήσεις που εκτελούνται σε καθορισμένες τοποθεσίες είτε συνεχώς είτε με τυχαία δειγματοληψία, για τον καθορισμό των επιπέδων σύμφωνα με τους σχετικούς στόχους όσον αφορά την ποιότητα των δεδομένων·

[…]».

6        Το άρθρο 4 της οδηγίας 2008/50 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη καθορίζουν ζώνες και οικισμούς εντός της επικρατείας τους. Η εκτίμηση και η διαχείριση της ποιότητας του αέρα πραγματοποιούνται σε όλες τις ζώνες και σε όλους τους οικισμούς.»

7        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα κατωτέρω:

«Όσον αφορά το διοξείδιο του θείου, το διοξείδιο του αζώτου και τα οξείδια του αζώτου, τα σωματίδια (ΑΣ10 και ΑΣ2,5), το μόλυβδο, το βενζόλιο και το μονοξείδιο του άνθρακα, ισχύουν τα ανώτερα και κατώτερα όρια εκτίμησης του τμήματος Α του παραρτήματος ΙΙ.

Κάθε ζώνη και οικισμός κατατάσσονται σύμφωνα με τα εν λόγω όρια εκτίμησης.»

8        Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, που φέρει τον τίτλο «Κριτήρια εκτίμησης», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη πραγματοποιούν εκτιμήσεις της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα για τους ρύπους που αναφέρονται στο άρθρο 5 σε όλες τις ζώνες και τους οικισμούς τους σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου και σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ.

2.      Σε όλες τις ζώνες και τους οικισμούς όπου το επίπεδο των ρύπων της παραγράφου 1 υπερβαίνει το ανώτερο όριο εκτίμησης που καθορίζεται για τους εν λόγω ρύπους, χρησιμοποιούνται σταθερές μετρήσεις για την εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα. Οι εν λόγω σταθερές μετρήσεις μπορούν να συμπληρώνονται με τεχνικές προσομοίωσης ή/και ενδεικτικές μετρήσεις ώστε να λαμβάνονται κατάλληλες πληροφορίες για τη χωροταξική κατανομή της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα.

3.      Σε όλες τις ζώνες και τους οικισμούς όπου το επίπεδο των ρύπων της παραγράφου 1 είναι χαμηλότερο του ανωτέρου ορίου εκτίμησης που καθορίζεται γι’ αυτούς, μπορεί να χρησιμοποιείται συνδυασμός σταθερών μετρήσεων και τεχνικών προσομοίωσης ή/και ενδεικτικές μετρήσεις για την εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα.

4.      Σε όλες τις ζώνες και τους οικισμούς όπου το επίπεδο των ρύπων της παραγράφου 1 είναι χαμηλότερο του κατωτέρου ορίου εκτίμησης που καθορίζεται γι’ αυτούς, αρκεί να χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα τεχνικές προσομοίωσης ή τεχνικές αντικειμενικής εκτίμησης των στόχων ή αμφότερες.

[…]»

9        Κατά το άρθρο 7 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Σημεία δειγματοληψίας»:

«1.      Οι τοποθεσίες των σημείων δειγματοληψίας για τη μέτρηση του διοξειδίου του θείου, του διοξειδίου του αζώτου και των οξειδίων του αζώτου, των σωματιδίων (ΑΣ10, ΑΣ2,5), του μολύβδου, του βενζολίου και του μονοξειδίου του άνθρακα στον ατμοσφαιρικό αέρα καθορίζονται σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος III.

2.      Σε κάθε ζώνη ή οικισμό όπου οι σταθερές μετρήσεις αποτελούν τη μόνη πηγή πληροφοριών για την εκτίμηση της ποιότητας του αέρα, ο αριθμός των σημείων δειγματοληψίας για κάθε σχετικό ρύπο είναι τουλάχιστον ίσος προς τον ελάχιστο αριθμό σημείων δειγματοληψίας που αναφέρεται στο τμήμα A του παραρτήματος V.

3.      Στις ζώνες και τους οικισμούς όπου οι πληροφορίες από σημεία δειγματοληψίας για σταθερές μετρήσεις συμπληρώνονται με πληροφορίες από προσομοίωση και/ή ενδεικτικές μετρήσεις, ο συνολικός αριθμός των σημείων δειγματοληψίας που ορίζεται στο τμήμα Α του παραρτήματος V μπορεί ωστόσο να μειωθεί έως και κατά 50 % εφόσον:

α)      οι συμπληρωματικές μέθοδοι παρέχουν επαρκείς πληροφορίες για την εκτίμηση της ποιότητας του αέρα ως προς τις οριακές τιμές ή τα όρια συναγερμού, καθώς και κατάλληλες πληροφορίες για την ενημέρωση του κοινού·

β)      ο αριθμός των σημείων δειγματοληψίας που εγκαθίστανται και η χωρική ευκρίνεια άλλων τεχνικών επαρκούν για τον προσδιορισμό της συγκέντρωσης του αντίστοιχου ρύπου σύμφωνα με τους στόχους για την ποιότητα των δεδομένων οι οποίοι καθορίζονται στο τμήμα Α του παραρτήματος I, και οδηγούν σε αποτελέσματα εκτιμήσεων που ικανοποιούν τα κριτήρια του τμήματος Β του παραρτήματος I.

Για την εκτίμηση της ποιότητας του αέρα σε σχέση με τις τιμές στόχους, λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα προσομοίωσης ή/και ενδεικτικών μετρήσεων.

4.      Η Επιτροπή παρακολουθεί την εφαρμογή, στα κράτη μέλη, των κριτηρίων για την επιλογή των σημείων δειγματοληψίας ώστε να διευκολυνθεί η εναρμονισμένη εφαρμογή αυτών των κριτηρίων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

10      Το άρθρο 13 της οδηγίας 2008/50, με τίτλο «Οριακές τιμές και όρια συναγερμού για την προστασία της υγείας του ανθρώπου», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα επίπεδα διοξειδίου του θείου, ΑΣ10, μολύβδου και μονοξειδίου του άνθρακα στον ατμοσφαιρικό αέρα να μην υπερβαίνουν στις ζώνες και τους οικισμούς τους τις οριακές τιμές του παραρτήματος XI.

Ως προς το διοξείδιο του αζώτου και το βενζόλιο, απαγορεύεται κάθε υπέρβαση των οριακών τιμών του παραρτήματος XI μετά από τις αντίστοιχες ημερομηνίες που ορίζονται σε αυτό.

Η συμμόρφωση προς αυτές τις απαιτήσεις εκτιμάται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ.

[…]»

11      Το άρθρο 15 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«[…]

2.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο δείκτης μέσης έκθεσης για το έτος 2015 που θεσπίζεται σύμφωνα με το τμήμα Α του παραρτήματος XIV δεν υπερβαίνει την υποχρέωση όσον αφορά τη συγκέντρωση της έκθεσης που καθορίζεται στο τμήμα Γ του εν λόγω παραρτήματος.

[…]

4.      Κάθε κράτος μέλος μεριμνά, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ, ώστε η κατανομή και ο αριθμός των σημείων δειγματοληψίας, επί των οποίων βασίζεται ο υπολογισμός του δείκτη μέσης έκθεσης για τα ΑΣ2,5, να αντανακλά δεόντως τη γενική έκθεση του πληθυσμού. O αριθμός των σημείων δειγματοληψίας δεν πρέπει να είναι χαμηλότερος από αυτόν που καθορίζεται κατ’ εφαρμογήν του τμήματος B του παραρτήματος V.»

12      Το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/50 ορίζει τα κατωτέρω:

«Όταν, σε συγκεκριμένες ζώνες ή οικισμούς, τα επίπεδα των ρύπων υπερβαίνουν κάθε οριακή τιμή ή τιμή στόχο, καθώς και κάθε αντίστοιχο περιθώριο ανοχής, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να εκπονούνται σχέδια για την ποιότητα του αέρα για τις εν λόγω ζώνες ή οικισμούς με σκοπό να επιτευχθούν οι αντίστοιχες οριακές τιμές ή οι τιμές στόχοι που αναφέρονται στα παραρτήματα XI και XIV.

Σε περίπτωση υπερβάσεων αυτών των οριακών τιμών, για τις οποίες έχει ήδη παρέλθει η προβλεπόμενη προθεσμία, τα σχέδια για την ποιότητα του αέρα θα θεσπίζουν κατάλληλα μέτρα ώστε η περίοδος υπέρβασης να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη. Τα σχέδια για την ποιότητα του αέρα μπορούν επιπροσθέτως να περιέχουν ειδικά μέτρα που αποσκοπούν στην προστασία ευαίσθητων ομάδων του πληθυσμού, περιλαμβανομένων των παιδιών.

Τα εν λόγω σχέδια για την ποιότητα του αέρα περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις πληροφορίες που αναφέρονται στο τμήμα A του παραρτήματος XV και μπορεί να περιέχουν μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 24. Τα εν λόγω σχέδια κοινοποιούνται αμελλητί στην Επιτροπή, το αργότερο δε δύο έτη μετά το τέλος του έτους κατά το οποίο παρατηρήθηκε η πρώτη υπέρβαση.

[…]»

13      Το παράρτημα III της οδηγίας 2008/50 αφορά την «εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα και [την] τοποθεσία των σημείων δειγματοληψίας για τις μετρήσεις διοξειδίου του θείου, διοξειδίου του αζώτου και οξειδίων του αζώτου, σωματιδίων (ΑΣ10 και ΑΣ2,5), μολύβδου, βενζολίου και μονοξειδίου του άνθρακα στον ατμοσφαιρικό αέρα». Το τμήμα του Α, με τίτλο «Γενικά», προβλέπει στο σημείο 1 τα εξής:

«Η εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα γίνεται σε όλες τις ζώνες και τους οικισμούς σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

1.      Η εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα γίνεται σε όλες τις τοποθεσίες, εκτός εκείνων που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 2, σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στα τμήματα Β και Γ πιο κάτω, για την τοποθεσία των σημείων δειγματοληψίας για σταθερές μετρήσεις. Οι αρχές που ορίζονται στα τμήματα Β και Γ ισχύουν επίσης εφόσον μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό των συγκεκριμένων τοποθεσιών στις οποίες παρατηρείται συγκέντρωση των συγκεκριμένων ρύπων, όπου έχει γίνει εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα με ενδεικτικές μετρήσεις ή προσομοίωση.»

14      Το τμήμα Β του παραρτήματος III της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Χωροθέτηση μεγάλης κλίμακας των σημείων δειγματοληψίας», προβλέπει στο σημείο του 1, με τίτλο «Προστασία της ανθρώπινης υγείας», τα ακόλουθα:

«α)      Τα σημεία δειγματοληψίας που προορίζονται για την προστασία της υγείας του ανθρώπου τοποθετούνται κατά τρόπον ώστε να παρέχουν στοιχεία:

–        για τις περιοχές μέσα σε ζώνες και οικισμούς, όπου απαντούν οι υψηλότερες συγκεντρώσεις στις οποίες είναι ενδεχόμενο να εκτεθεί, άμεσα ή έμμεσα, ο πληθυσμός για χρονικό διάστημα που είναι σημαντικό σε σχέση με την περίοδο αναφοράς της ή των οριακών τιμών,

–        για τα επίπεδα σε άλλες περιοχές μέσα στις ζώνες και τους οικισμούς, που να είναι αντιπροσωπευτικές της έκθεσης του γενικού πληθυσμού.

β)      Τα σημεία δειγματοληψίας τοποθετούνται, κατά κανόνα, έτσι ώστε να αποφεύγεται η μέτρηση της κατάστασης στα μικροπεριβάλλοντα της άμεσης γειτονίας τους. Αυτό σημαίνει ότι ένα σημείο δειγματοληψίας πρέπει να τοποθετείται κατά τρόπο ώστε ο αέρας στον οποίο γίνονται οι δειγματοληψίες να είναι αντιπροσωπευτικός της ποιότητας του αέρα σε τμήμα οδού μήκους 100 m τουλάχιστον για θέσεις με κυκλοφορία ή με διαστάσεις τουλάχιστον 250 × 250 m για θέσεις με βιομηχανία, όπου αυτό είναι εφικτό.

γ)      Στις μη εκτεθειμένες αστικές τοποθεσίες, το σημείο δειγματοληψίας τοποθετείται κατά τρόπο ώστε τα αντίστοιχα επίπεδα ρύπανσης να επηρεάζονται από την ολοκληρωμένη συμβολή όλων των πηγών ανάντη του ανέμου ως προς το σταθμό. Το επίπεδο ρύπανσης δεν θα πρέπει να επηρεάζεται αποκλειστικά και μόνο από μία πηγή, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες ανάλογη κατάσταση θεωρείται τυπική για ευρύτερη μη εκτεθειμένη αστική περιοχή. Τα εν λόγω σημεία δειγματοληψίας είναι, κατά κανόνα, αντιπροσωπευτικά για πολλά τετραγωνικά χιλιόμετρα.

[…]

στ)      Τα σημεία δειγματοληψίας πρέπει επίσης να είναι κατά το δυνατόν αντιπροσωπευτικά ανάλογων τοποθεσιών που δεν βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με αυτά.

[…]»

15      Το παράρτημα III, τμήμα Γ, της οδηγίας 2008/50 προβλέπει κριτήρια χωροθέτησης μικρής κλίμακας των σημείων δειγματοληψίας, όπως η απόσταση μεταξύ του καθετήρα δειγματοληψίας και του εδάφους, η θέση του σε σχέση με τους δρόμους και τους οδικούς κόμβους καθώς και άλλες τεχνικές απαιτήσεις.

16      Στο παράρτημα ΙΙΙ, τμήμα Δ, της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Τεκμηρίωση και επανεξέταση της επιλογής τοποθεσιών», προβλέπονται τα εξής:

«Οι διαδικασίες επιλογής θέσης πρέπει να τεκμηριώνονται πλήρως στο στάδιο της ταξινόμησης με μέσα όπως φωτογραφίες του περιβάλλοντος χώρου με συγκεκριμένα σημεία προσανατολισμού και λεπτομερή χάρτη. Οι θέσεις πρέπει να επανεξετάζονται τακτικά με νέα τεκμηρίωση για να διασφαλίζεται ότι τα κριτήρια επιλογής παραμένουν έγκυρα με την πάροδο του χρόνου.»

17      Το παράρτημα V της εν λόγω οδηγίας προβλέπει «τα κριτήρια καθορισμού [του ελάχιστου αριθμού] σημείων δειγματοληψίας για σταθερές μετρήσεις συγκεντρώσεων του διοξειδίου του θείου, του διοξειδίου του αζώτου και των οξειδίων του αζώτου, των σωματιδίων (ΑΣ10 και ΑΣ2,5), του μολύβδου, του βενζολίου και του μονοξειδίου του άνθρακα στον ατμοσφαιρικό αέρα». Το τμήμα Α του εν λόγω παραρτήματος διευκρινίζει, μεταξύ άλλων:

«Για το διοξείδιο του αζώτου, τα σωματίδια, το βενζόλιο και το διοξείδιο του άνθρακα: περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένας μη εκτεθειμένος αστικός σταθμός παρακολούθησης και ένας σταθμός για την κυκλοφορία, εφόσον δεν αυξάνεται ο αριθμός των σημείων δειγματοληψίας. Για τους ρύπους αυτούς, ο συνολικός αριθμός των μη εκτεθειμένων αστικών σταθμών και ο συνολικός αριθμός των σταθμών κυκλοφορίας σε ένα κράτος μέλος οι οποίοι απαιτούνται δυνάμει του τμήματος Α σημείο 1 δεν πρέπει να διαφέρουν κατά παράγοντα μεγαλύτερο του 2. Τα σημεία δειγματοληψίας όπου παρατηρούνται υπερβάσεις των οριακών τιμών για τα ΑΣ10 εντός της τελευταίας τριετίας διατηρούνται, εκτός εάν είναι απαραίτητη μια μετεγκατάσταση λόγω ειδικών περιστάσεων, και ιδίως λόγω χωροταξικής ανάπτυξης.»

18      Το παράρτημα XI της ίδιας οδηγίας έχει τον τίτλο «Οριακές τιμές για την προστασία της υγείας του ανθρώπου». Το τμήμα Β του παραρτήματος αυτού καθορίζει οριακές τιμές ανά ρύπο ανάλογα με τη συγκέντρωση του ρύπου στον ατμοσφαιρικό αέρα όπως μετράται σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Όσον αφορά το διοξείδιο του αζώτου, το εν λόγω παράρτημα προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα κατωτέρω:

Περίοδος μέσου όρου

Οριακή τιμή

Περιθώριο ανοχής

Ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να έχει επιτευχθεί η οριακή τιμή

1 ώρα

200 μg/m3, δεν πρέπει να υπερβαίνεται περισσότερο από 18 φορές σε ένα ημερολογιακό έτος

[…] 0 % την 1η Ιανουαρίου 2010

1η Ιανουαρίου 2010

Ημερολογιακό έτος

40 μg/m3

[…] 0 % την 1η Ιανουαρίου 2010

1η Ιανουαρίου 2010


19      Το παράρτημα XV της οδηγίας 2008/50 καθορίζει τις «πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται σε τοπικά, περιφερειακά ή εθνικά σχέδια για την ποιότητα του αέρα για τη βελτίωση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα». Μεταξύ των «πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 23 (σχέδια για την ποιότητα του αέρα)» οι οποίες απαριθμούνται στο τμήμα Α του εν λόγω παραρτήματος, αναφέρονται «ο τόπος όπου σημειώθηκε η υπέρβαση», ο οποίος περιλαμβάνει πληροφορίες για την περιφέρεια, την πόλη και τον «σταθμό μέτρησης (χάρτης, γεωγραφικές συντεταγμένες)». Επιπλέον, στις γενικές πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται συγκαταλέγεται και μια «εκτίμηση της ρυπανθείσας έκτασης (km2) και του πληθυσμού που εκτίθεται στη ρύπανση».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης αποτελεί ζώνη υποκείμενη σε εκτίμηση και διαχείριση της ποιότητας του αέρα, κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας 2008/50. Η ποιότητα του αέρα παρακολουθείται μέσω της χρήσης σημείων δειγματοληψίας. Κατά το Nederlands rechtbank van eerste aanleg Brussel (ολλανδόφωνο πρωτοδικείο Βρυξελλών, Βέλγιο), τα εν λόγω σημεία δειγματοληψίας πρέπει να τοποθετούνται, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/50, σε συνδυασμό με το παράρτημα της III, τμήμα Β, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της ίδιας αυτής οδηγίας, κατά τρόπον ώστε να παρέχουν, ιδίως, στοιχεία «για τις περιοχές μέσα σε ζώνες και οικισμούς όπου απαντούν οι υψηλότερες συγκεντρώσεις» των ρύπων τους οποίους αφορά η εν λόγω οδηγία.

21      Μεταξύ των εναγόντων της κύριας δίκης συγκαταλέγονται τέσσερις κάτοικοι της Περιφέρειας Βρυξελλών-Πρωτευούσης οι οποίοι εκφράζουν ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα του αέρα στο περιβάλλον τους. Η πέμπτη ενάγουσα της κύριας δίκης αποτελεί αγγλικού δικαίου ένωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα η οποία διαθέτει κέντρο δραστηριοτήτων στο Βέλγιο. Σκοπός της ένωσης αυτής είναι, μεταξύ άλλων, η προστασία του περιβάλλοντος.

22      Με την αγωγή τους, που ασκήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2016, οι ενάγοντες της κύριας δίκης ζήτησαν από το αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η προαναφερθείσα απαίτηση δεν τηρήθηκε στην Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης και να διατάξει την τελευταία να εγκαταστήσει σημεία δειγματοληψίας στις κατάλληλες τοποθεσίες, όπως για παράδειγμα σε δρόμους ή οδικούς κόμβους.

23      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι κανόνες που θεσπίζει η οδηγία 2008/50 σχετικά με τον προσδιορισμό ή την οριοθέτηση των «ζωνών και οικισμών όπου απαντούν οι υψηλότερες συγκεντρώσεις» των ρύπων παρέχουν διακριτική ευχέρεια στις αρμόδιες αρχές. Κατά συνέπεια, δεν είναι βέβαιο αν ένα δικαστήριο είναι σε θέση να ελέγξει κατά πόσον τα σημεία δειγματοληψίας τοποθετήθηκαν ορθώς και να διατάξει τις εν λόγω αρχές, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να εγκαταστήσουν τέτοια σημεία σε τοποθεσίες καθοριζόμενες από το ίδιο.

24      Οι ενάγοντες της κύριας δίκης θεωρούν ότι έχει σημειωθεί υπέρβαση της οριακής τιμής που προβλέπει η οδηγία 2008/50 από 1ης Ιανουαρίου 2010 για το διοξείδιο του αζώτου στην Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης. Για τον λόγο αυτό, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να εκπονήσουν σχέδιο για την ποιότητα του αέρα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23 της εν λόγω οδηγίας.

25      Συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, σε περίπτωση υπέρβασης των οριακών τιμών που καθορίζονται στην οδηγία 2008/50, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εκπονήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, σχέδιο για την ποιότητα του αέρα το οποίο να θεσπίζει τα κατάλληλα μέτρα ώστε η περίοδος υπέρβασης να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη. Όπως προκύπτει από την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2014, ClientEarth (C‑404/13, EU:C:2014:2382), η συμμόρφωση με την υποχρέωση αυτή επιδέχεται δικαστικό έλεγχο, το δε επιλαμβανόμενο δικαστήριο είναι σε θέση να διατάξει τις αρμόδιες αρχές να εκπονήσουν τέτοιο σχέδιο.

26      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης δεν αμφισβητούν τις τιμές που μετρήθηκαν στα διάφορα σημεία δειγματοληψίας στην Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης. Αντιθέτως, διαφωνούν ως προς την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/50, από το οποίο προκύπτει ότι η συγκέντρωση διοξειδίου του αζώτου στον αέρα δεν πρέπει να υπερβαίνει τον ετήσιο μέσο όρο των 40 μg/m³ «στις ζώνες και οικισμούς» ενός κράτους μέλους.

27      Το γράμμα της εν λόγω διάταξης δεν καθιστά εφικτή την επίλυση του ζητήματος αν όντως σημειώθηκε υπέρβαση στην Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης. Είναι γεγονός ότι, σε διάφορα σημεία δειγματοληψίας εντός της εν λόγω περιφέρειας, υπήρξε πράγματι υπέρβαση της τιμής των 40 μg/m³ διοξειδίου του αζώτου. Εντούτοις, εάν η συγκέντρωση διοξειδίου του αζώτου καθοριζόταν αποκλειστικά και μόνο με βάση τον μέσο όρο των καταγραφόμενων τιμών σε όλα τα ευρισκόμενα εντός της περιφέρειας αυτής σημεία δειγματοληψίας, τότε θα παρέμενε κάτω από τον ετήσιο μέσο όρο των 40 μg/m³.

28      Οι ενάγοντες της κύριας δίκης φρονούν ότι από το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/50 προκύπτει ότι δεν είναι δυνατή η υπέρβαση των οριακών τιμών σε καμία περιοχή εντός μιας ζώνης, κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, η Περιφέρεια Βρυξελλών-Πρωτευούσης και το Ινστιτούτο Βρυξελλών για την περιβαλλοντική διαχείριση θεωρούν ότι η ποιότητα του αέρα θα πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς για συγκεκριμένη ζώνη ή οικισμό.

29      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Nederlandstalige rechtbank van eerste aanleg Brussel (ολλανδόφωνο πρωτοδικείο Βρυξελλών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν τα άρθρα 4, παράγραφος 3, και 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας [2008/50], την έννοια ότι, όταν προβάλλεται ότι κράτος μέλος δεν τοποθέτησε τα σημεία δειγματοληψίας σε ζώνη σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο [τμήμα Β, σημείο 1, στοιχείο αʹ], του παραρτήματος III της προαναφερθείσας οδηγίας, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εξετάσει, κατόπιν αιτήματος ιδιωτών που θίγονται άμεσα από την υπέρβαση των οριακών τιμών κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, της προαναφερθείσας οδηγίας, αν τα σημεία δειγματοληψίας τοποθετήθηκαν σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια, και σε [αντίθετη] περίπτωση, να λάβει τα αναγκαία κατά της εθνικής αρχής μέτρα, όπως [για παράδειγμα] να διατάξει τη χωροθέτηση των σημείων δειγματοληψίας σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια;

2)      Σημειώνεται υπέρβαση οριακής τιμής κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, και του άρθρου 23, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2008/50], όταν η υπέρβαση οριακής τιμής σε περίοδο μέσου όρου διάρκειας ενός ημερολογιακού έτους όπως ορίζεται στο παράρτημα XI αυτής της οδηγίας, διαπιστώνεται ήδη βάσει των αποτελεσμάτων των μετρήσεων από ένα και μοναδικό σημείο δειγματοληψίας κατά την έννοια του άρθρου 7 αυτής της οδηγίας ή σημειώνεται τέτοια υπέρβαση αποκλειστικά και μόνον όταν αυτή προκύπτει από τον μέσο όρο των αποτελεσμάτων των μετρήσεων από όλα τα σημεία δειγματοληψίας σε συγκεκριμένη ζώνη κατά την έννοια [της ίδιας] οδηγίας;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

30      Με το πρώτο ερώτημά του, το εθνικό δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2008/50 έχουν την έννοια ότι ένα εθνικό δικαστήριο, επιληφθέν σχετικού αιτήματος ιδιωτών θιγόμενων άμεσα από την υπέρβαση των οριακών τιμών που καθορίζονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, οφείλει να ελέγξει εάν τα ευρισκόμενα εντός δεδομένης ζώνης σημεία δειγματοληψίας έχουν τοποθετηθεί σύμφωνα με τα κριτήρια τα οποία προβλέπει το παράρτημα ΙΙΙ, τμήμα Β, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας και, σε αντίθετη περίπτωση, να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο έναντι της αρμόδιας εθνικής αρχής, όπως για παράδειγμα να διατάξει τη χωροθέτηση των σημείων δειγματοληψίας σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια.

31      Κατά πάγια νομολογία, απόκειται στα δικαστήρια των κρατών μελών, στο πλαίσιο της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να διασφαλίζουν τη δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης. Επιπλέον, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα τα οποία είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2014, ClientEarth, C‑404/13, EU:C:2014:2382, σκέψη 52).

32      Εκτός αυτού, όπως έχει επανειλημμένως υπενθυμίσει το Δικαστήριο, θα ήταν ασύμβατο προς τον δεσμευτικό χαρακτήρα τον οποίο αναγνωρίζει το άρθρο 288 ΣΛΕΕ στις οδηγίες να αποκλειστεί κατ’ αρχήν η δυνατότητα των ενδιαφερομένων να επικαλεστούν υποχρέωση επιβαλλόμενη από οδηγία. Η ως άνω διαπίστωση ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά οδηγία η οποία θέτει ως στόχο να ελεγχθεί και να μειωθεί η ατμοσφαιρική ρύπανση και έχει, συνεπώς, ως σκοπό την προστασία της δημόσιας υγείας (αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2008, Janecek, C‑237/07, EU:C:2008:447, σκέψη 37, και της 19ης Νοεμβρίου 2014, ClientEarth, C‑404/13, EU:C:2014:2382, σκέψη 55).

33      Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν και η γενική εισαγγελέας με το σημείο 53 των προτάσεών της, οι κανόνες που θεσπίζει η οδηγία 2008/50 σχετικά με την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα συγκεκριμενοποιούν τις υποχρεώσεις προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας που υπέχει η Ένωση και οι οποίες απορρέουν, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ και από το άρθρο 191, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το οποίο η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και λαμβάνει υπόψη την ποικιλομορφία των καταστάσεων στις διάφορες περιοχές της Ένωσης, στηριζόμενη, μεταξύ άλλων, στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Túrkevei Tejtermelő Kft, C‑129/16, EU:C:2017:547).

34      Ειδικότερα στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ο νομοθέτης της Ένωσης υποχρεώνει τα κράτη μέλη, μέσω οδηγιών, να υιοθετήσουν συγκεκριμένη συμπεριφορά, η πρακτική αποτελεσματικότητα της πράξεως αυτής θα εξασθενούσε αν δεν επιτρεπόταν στους ιδιώτες να την επικαλεστούν ενώπιον των δικαστηρίων και στα εθνικά δικαστήρια να τη λάβουν υπόψη ως στοιχείο του δικαίου της Ένωσης, προκειμένου να διαπιστώσουν αν, εντός των ορίων της ευχέρειας που του αναγνωρίζεται ως προς τον τύπο και τα μέσα για την εφαρμογή της οδηγίας, ο εθνικός νομοθέτης παρέμεινε εντός των ορίων του περιθωρίου εκτιμήσεως που χαράσσει η οδηγία (απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1996, Kraaijeveld κ.λπ., C‑72/95, EU:C:1996:404, σκέψη 56).

35      Η οδηγία 2008/50 θεσπίζει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τη χρήση και την τοποθέτηση των σημείων δειγματοληψίας που καθιστούν εφικτή τη μέτρηση της ποιότητας του αέρα στις ζώνες και τους οικισμούς που καθορίζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας.

36      Το άρθρο 6 της οδηγίας 2008/50 προβλέπει διαφορετικές τεχνικές μεθόδους τις οποίες οφείλουν να χρησιμοποιούν τα κράτη μέλη για να εκτιμούν την ποιότητα του αέρα στις ζώνες και τους οικισμούς. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 4, σε όλες τις ζώνες και τους οικισμούς όπου το επίπεδο των ρύπων που αναφέρεται στο άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας υπερβαίνει το ανώτερο όριο εκτίμησης που προβλέπεται στο τμήμα Α του παραρτήματος ΙΙ, η εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα πραγματοποιείται με σταθερές μετρήσεις, δυνάμενες να συμπληρώνονται από τεχνικές προσομοίωσης και ενδεικτικές μετρήσεις. Όταν το επίπεδο είναι χαμηλότερο από το ανώτερο όριο εκτίμησης, επιτρέπεται συνδυασμός σταθερών μετρήσεων, αφενός, και τεχνικών προσομοίωσης και ενδεικτικών μετρήσεων, αφετέρου. Μόνον όταν το επίπεδο ρύπανσης δεν φθάνει το κατώτερο όριο εκτίμησης, το οποίο επίσης προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙ, τμήμα Α, της οδηγίας 2008/50, μπορεί η ποιότητα του αέρα να παρακολουθείται αποκλειστικά και μόνο με τη χρήση τεχνικών προσομοίωσης ή τεχνικών αντικειμενικής εκτίμησης.

37      Το άρθρο 7 της οδηγίας 2008/50 αφορά τις τοποθεσίες και τον ελάχιστο αριθμό σημείων δειγματοληψίας. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, οι τοποθεσίες των σημείων δειγματοληψίας για τη μέτρηση του διοξειδίου του θείου, του διοξειδίου του αζώτου και των οξειδίων του αζώτου, των σωματιδίων (ΑΣ10, ΑΣ2,5), του μολύβδου, του βενζολίου και του μονοξειδίου του άνθρακα στον ατμοσφαιρικό αέρα καθορίζονται σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος III.

38      Το τμήμα Β του εν λόγω παραρτήματος καθορίζει τα κριτήρια για τη «χωροθέτηση μεγάλης κλίμακας» των σημείων δειγματοληψίας. Από το σημείο 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω τμήματος προκύπτει ότι τα σημεία δειγματοληψίας που προορίζονται για την προστασία της ανθρώπινης υγείας πρέπει να τοποθετούνται κατά τρόπο ώστε να παρέχουν στοιχεία για την ποιότητα του αέρα, αφενός, σε περιοχές μέσα σε ζώνες και οικισμούς όπου παρατηρούνται οι υψηλότερες συγκεντρώσεις των επίμαχων ρύπων στις οποίες είναι πιθανό να εκτεθεί άμεσα ή έμμεσα ο πληθυσμός για χρονικό διάστημα που είναι σημαντικό σε σχέση με την περίοδο αναφοράς των σχετικών οριακών τιμών και, αφετέρου, στις άλλες περιοχές μέσα σε ζώνες και οικισμούς που είναι αντιπροσωπευτικές της έκθεσης του γενικού πληθυσμού. Το τμήμα Β, σημείο 1, στοιχείο στʹ, του εν λόγω παραρτήματος διευκρινίζει ότι τα σημεία δειγματοληψίας πρέπει επίσης να είναι κατά το δυνατόν αντιπροσωπευτικά ανάλογων τοποθεσιών που δεν βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με αυτά.

39      Συνεπώς, οι διατάξεις του παραρτήματος III, τμήμα Β, σημείο 1, στοιχεία αʹ και στʹ, της οδηγίας 2008/50 απαιτούν τα σημεία δειγματοληψίας να παρέχουν αντιπροσωπευτικά δεδομένα για περιοχές ευρισκόμενες εντός ζώνης ή οικισμού με συγκεκριμένο επίπεδο ρύπανσης.

40      Από το σημείο 1, στοιχείο βʹ, του τμήματος Β του παραρτήματος III της εν λόγω οδηγίας προκύπτει, αφενός, ότι τα σημεία δειγματοληψίας πρέπει να τοποθετούνται κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται η μέτρηση των συγκεντρώσεων σε «μικροπεριβάλλοντα» της άμεσης γειτονίας τους και, αφετέρου, ότι ο αέρας στον οποίο γίνονται οι δειγματοληψίες πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικός της ποιότητας του αέρα μιας περιοχής ορισμένου μεγέθους. Η διάταξη αυτή απαιτεί οι μετρήσεις να είναι αντιπροσωπευτικές της ποιότητας του αέρα, για θέσεις με κυκλοφορία, σε τμήμα οδού μήκους τουλάχιστον 100 m και, για θέσεις με βιομηχανία, σε έκταση τουλάχιστον 250 × 250 m.

41      Επιπλέον, οι κανόνες που προβλέπει το παράρτημα V της οδηγίας 2008/50, και στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, της εν λόγω οδηγίας, καθιστούν εφικτό τον καθορισμό του ελάχιστου αριθμού σημείων δειγματοληψίας σε ορισμένη ζώνη ή οικισμό και της αναλογίας μεταξύ των σημείων μέτρησης της φυσιολογικής ρύπανσης και των σημείων των προοριζόμενων για τη μέτρηση της ρύπανσης που οφείλεται στην κυκλοφορία.

42      Μεταξύ των διατάξεων της οδηγίας 2008/50 που μνημονεύονται στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας απόφασης, ορισμένες προβλέπουν σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτες υποχρεώσεις δυνάμενες να προβληθούν από τους ιδιώτες κατά του κράτους.

43      Αυτό ισχύει, ειδικότερα, για την υποχρέωση εγκατάστασης σημείων δειγματοληψίας κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη ρύπανση των πλέον μολυσμένων περιοχών, υποχρέωση προβλεπόμενη στην πρώτη περίπτωση του τμήματος Β, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας 2008/50, ή ακόμη για την υποχρέωση εγκατάστασης τουλάχιστον του κατώτατου απαιτούμενου αριθμού σημείων δειγματοληψίας σύμφωνα με το παράρτημα V της εν λόγω οδηγίας. Εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να ελέγχουν τη συμμόρφωση με τις εν λόγω υποχρεώσεις.

44      Είναι ασφαλώς αληθές ότι, ανάλογα με την τοπική κατάσταση σε μια ζώνη ή έναν οικισμό, πολλοί τόποι μπορούν να πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στο σημείο 1, στοιχείο αʹ, του τμήματος Β του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας 2008/50. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να επιλέξουν, εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, τη συγκεκριμένη τοποθεσία των σημείων δειγματοληψίας.

45      Ωστόσο, η ύπαρξη αυτής της διακριτικής ευχέρειας δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι οι σχετικές αποφάσεις που λαμβάνονται από τις εν λόγω αρχές δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, ιδίως προκειμένου να εξακριβωθεί εάν οι αρχές αυτές υπερέβησαν τα όρια που έχουν τεθεί για την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 1996, Kraaijeveld κ.λπ., C‑72/95, EU:C:1996:404, σκέψη 59, καθώς και της 25ης Ιουλίου 2008, Janecek, C‑237/07, EU:C:2008:447, σκέψη 46).

46      Επιπλέον, παρά την απουσία κανόνων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τις διαδικασίες άσκησης προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, και προκειμένου να καθοριστεί η ένταση του δικαστικού ελέγχου των εθνικών αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή πράξης του δικαίου της Ένωσης, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός της πράξης αυτής και να διασφαλίζεται ότι δεν θίγεται η αποτελεσματικότητά της (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2002, C‑92/00, EU:C:2002:379, σκέψη 59, και της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Croce Amica One Italia, C‑440/13, EU:C:2014:2435, σκέψη 40).

47      Όσον αφορά την οδηγία 2008/50, η τοποθεσία των σημείων δειγματοληψίας βρίσκεται στο επίκεντρο του συστήματος εκτίμησης και βελτίωσης της ποιότητας του αέρα που προβλέπεται στην οδηγία αυτή, ιδίως όταν το επίπεδο της ρύπανσης υπερβαίνει το ανώτατο όριο εκτίμησης που αναφέρεται στα άρθρα της 5 και 6. Όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 36 της παρούσας απόφασης, στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/50, τα σημεία δειγματοληψίας αποτελούν το κύριο μέσο για την εκτίμηση της ποιότητας του αέρα.

48      Οι μετρήσεις που λαμβάνονται από τα σημεία αυτά παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν, όπως απαιτεί το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/50, ότι σε όλες τις ζώνες και τους οικισμούς τους, τα επίπεδα των ρύπων τους οποίους αφορά η οδηγία αυτή δεν υπερβαίνουν τις οριακές τιμές που καθορίζονται στο παράρτημα XI. Σε περίπτωση υπέρβασης των οριακών αυτών τιμών μετά το πέρας της προθεσμίας που έχει ταχθεί για την εφαρμογή τους, το οικείο κράτος μέλος υποχρεούται να εκπονήσει, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, σχέδιο για την ποιότητα του αέρα το οποίο να πληροί ορισμένες απαιτήσεις (πρβλ. αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2008, Janecek, C‑237/07, EU:C:2008:447, σκέψεις 35 και 42, καθώς και της 19ης Νοεμβρίου 2014, ClientEarth, C‑404/13, EU:C:2014:2382, σκέψεις 25 και 40).

49      Επομένως, εάν τα σημεία δειγματοληψίας σε μια δεδομένη ζώνη ή οικισμό δεν εγκαθίσταντο σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η οδηγία 2008/50, θα υπονομευόταν ο ίδιος ο σκοπός της οδηγίας αυτής.

50      Ο ως άνω κίνδυνος μπορεί επίσης να επέλθει εάν, εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας που τους παρέχει η οδηγία 2008/50, οι αρμόδιες εθνικές αρχές δεν επιδιώκουν να εξασφαλίσουν την αποτελεσματικότητά της. Κατά συνέπεια, ιδίως σε περίπτωση που μετρήσεις πραγματοποιούμενες σε περισσότερες από μία τοποθεσίες είναι, κατ’ αρχήν, πρόσφορες να παράσχουν πληροφορίες για τις πλέον μολυσμένες περιοχές, κατά την έννοια του παραρτήματος III, τμήμα Β, σημείο 1, στοιχείο αʹ, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 2008/50, εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να επιλέξουν την τοποθεσία των σημείων δειγματοληψίας κατά τρόπο ώστε να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος να μη γίνονται αντιληπτές οι υπερβάσεις των οριακών τιμών.

51      Στο πλαίσιο αυτό, οι εν λόγω αρχές οφείλουν να βασίζουν τις αποφάσεις τους σε αξιόπιστα επιστημονικά δεδομένα και, όπως προκύπτει από το παράρτημα ΙΙΙ, τμήμα Δ, της οδηγίας 2008/50, να καταρτίζουν έγγραφα προς πλήρη τεκμηρίωση της επιλογής της χωροθέτησης όλων των τοποθεσιών παρακολούθησης. Τα έγγραφα αυτά πρέπει να επικαιροποιούνται τακτικά, προκειμένου να επαληθεύεται ότι τα κριτήρια επιλογής εξακολουθούν να ισχύουν.

52      Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι η επιλογή της χωροθέτησης των σημείων δειγματοληψίας απαιτεί τεχνικές και περίπλοκες εκτιμήσεις, η εξουσία εκτίμησης των αρμόδιων εθνικών αρχών περιορίζεται από τον σκοπό και τους στόχους που επιδιώκουν οι σχετικοί κανόνες.

53      Επιπλέον, εφόσον ο ιδιώτης δικαιούται να ζητήσει από δικαστήριο να εξακριβώσει κατά πόσον η εθνική νομοθεσία και η εφαρμογή της παρέμειναν εντός των ορίων της προβλεπόμενης από την οδηγία 2008/50 διακριτικής ευχέρειας κατά την επιλογή της τοποθεσίας των σημείων δειγματοληψίας, το δικαστήριο που ορίζεται για τον σκοπό αυτό από το εθνικό δίκαιο είναι επίσης αρμόδιο να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο έναντι της αρμόδιας εθνικής αρχής, όπως για παράδειγμα να διατάξει τη χωροθέτηση των σημείων δειγματοληψίας κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τα κριτήρια που ορίζονται στην εν λόγω οδηγία (πρβλ. αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2008, Janecek, C‑237/07, EU:C:2008:447, σκέψεις 38 και 39, καθώς και της 19ης Νοεμβρίου 2014, ClientEarth, C‑404/13, EU:C:2014:2382, σκέψεις 55, 56 και 58).

54      Συναφώς, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ελλείψει κανόνων του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίζει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίζει τις δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από πράξη του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η οδηγία 2008/50. Ωστόσο, οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2015, East Sussex County Council, C‑71/14, EU:C:2015:656, σκέψη 52, και της 22ας Φεβρουαρίου 2018, INEOS Köln, C‑572/16, EU:C:2018:100, σκέψη 42). Όσον αφορά την τελευταία αυτή αρχή, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επιβεβαιώνει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko, C‑348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 31, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, Pupškár, C‑73/16, EU:C:2017:725, σκέψη 59).

55      Στην υπό κρίση υπόθεση, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου υποστηρίχθηκε, και δεν αμφισβητήθηκε, ότι τα εθνικά δικαστήρια που είναι αρμόδια για τον έλεγχο της ορθής χωροθέτησης των σημείων δειγματοληψίας διαθέτουν, δυνάμει των σχετικών κανόνων του βελγικού δικαίου, την εξουσία να απευθύνουν διαταγές προς τις εθνικές αρχές. Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να κάνει χρήση της εξουσίας αυτής υπό τους όρους που προβλέπει η εθνική νομοθεσία.

56      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2008/50 έχουν την έννοια ότι ένα εθνικό δικαστήριο, επιληφθέν σχετικού αιτήματος ιδιωτών θιγόμενων άμεσα από την υπέρβαση των οριακών τιμών που καθορίζονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, οφείλει να ελέγξει εάν τα ευρισκόμενα εντός δεδομένης ζώνης σημεία δειγματοληψίας έχουν τοποθετηθεί σύμφωνα με τα κριτήρια τα οποία προβλέπει το παράρτημα ΙΙΙ, τμήμα Β, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας και, σε αντίθετη περίπτωση, να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο έναντι της αρμόδιας εθνικής αρχής, όπως για παράδειγμα, εφόσον προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, να διατάξει τη χωροθέτηση των σημείων δειγματοληψίας σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

57      Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 13, παράγραφος 1, και το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/50 έχουν την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί υπέρβαση οριακής τιμής καθοριζόμενης στο παράρτημα XI της οδηγίας αυτής σε περίοδο μέσου όρου διάρκειας ενός ημερολογιακού έτους, αρκεί να μετρηθεί επίπεδο ρύπανσης ανώτερο της τιμής αυτής σε ένα και μόνο σημείο δειγματοληψίας ή εάν πρέπει το εν λόγω επίπεδο ρύπανσης να προκύπτει από τον μέσο όρο των μετρήσεων σε όλα τα σημεία δειγματοληψίας ορισμένης περιοχής ή οικισμού.

58      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας απόφασης, εναπόκειται στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/50, ότι σε όλες τις ζώνες και τους οικισμούς τους τα επίπεδα των ρύπων τους οποίους αφορά η οδηγία αυτή δεν υπερβαίνουν τις οριακές τιμές που καθορίζονται στο παράρτημα XI. Σε περίπτωση υπέρβασης των οριακών αυτών τιμών μετά το πέρας της προθεσμίας που έχει ταχθεί για την εφαρμογή τους, το οικείο κράτος μέλος υποχρεούται να εκπονήσει, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, σχέδιο για την ποιότητα του αέρα.

59      Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 72 έως 75 των προτάσεών της, το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/50 δεν καθιστά δυνατό να δοθεί απάντηση στο δεύτερο ερώτημα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο. Η ίδια διαπίστωση επιβάλλεται και ως προς το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

60      Σε περίπτωση που η γραμματική ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης δεν καθιστά δυνατή την εκτίμηση του ακριβούς περιεχομένου της, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τον σκοπό και τη γενική οικονομία της κανονιστικής ρύθμισης στην οποία εντάσσεται (απόφαση της 6ης Ιουνίου 2018, Koper Denmark, C‑49/17, EU:C:2018:395, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Από το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 13, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/50 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να αξιολογούν τη συμμόρφωση προς τις οριακές τιμές σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τα κριτήρια που ορίζονται στο παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας. Όπως προκύπτει από το τμήμα Α, σημείο 1, του εν λόγω παραρτήματος, τα τμήματα Β και Γ του τελευταίου αφορούν την τοποθεσία των σημείων δειγματοληψίας, αλλά παρέχουν επίσης ενδεικτικά στοιχεία για την εφαρμογή άλλων μεθόδων εκτίμησης της ποιότητας του αέρα προβλεπόμενων στην οδηγία 2008/50.

62      Συναφώς, με τη σκέψη 39 της εν λόγω απόφασης επισημάνθηκε ότι οι διατάξεις του παραρτήματος III, τμήμα Β, σημείο 1, στοιχεία αʹ και στʹ, της οδηγίας 2008/50 απαιτούν τα σημεία δειγματοληψίας να παρέχουν αντιπροσωπευτικά δεδομένα για περιοχές ευρισκόμενες εντός ζώνης ή οικισμού με συγκεκριμένο επίπεδο ρύπανσης. Το σύστημα που σχεδίασε κατ’ αυτόν τον τρόπο ο νομοθέτης της Ένωσης έχει ως σκοπό να καταστήσει εφικτό στις αρμόδιες αρχές όχι μόνο να γνωρίζουν το επίπεδο της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην περιοχή την οποία αντιπροσωπεύει συγκεκριμένο σημείο δειγματοληψίας, αλλά και να συνάγουν πληροφορίες για το επίπεδο ρύπανσης σε άλλες παρόμοιες περιοχές. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2008/50, ο τελευταίος αυτός σκοπός επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, με τη χρήση τεχνικών προσομοίωσης.

63      Κατά συνέπεια, ο προσδιορισμός του μέσου όρου των τιμών που μετρώνται σε όλα τα σημεία δειγματοληψίας σε μια ζώνη ή οικισμό δεν προσφέρει χρήσιμη ένδειξη όσον αφορά την έκθεση του πληθυσμού σε ρύπους. Ειδικότερα, ο μέσος όρος αυτός δεν παρέχει τη δυνατότητα προσδιορισμού του επιπέδου γενικής έκθεσης του πληθυσμού, δεδομένου ότι το εν λόγω επίπεδο εκτιμάται μέσω σημείων δειγματοληψίας που έχουν τοποθετηθεί ειδικά για τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ, τμήμα Β, σημείο 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 2008/50.

64      Το άρθρο 15 της οδηγίας 2008/50, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, σημεία 20 και 23, και το παράρτημα XIV, τμήμα A, της εν λόγω οδηγίας, επιβεβαιώνει αυτή την εκτίμηση. Πράγματι, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 15, τα κράτη μέλη καθορίζουν δείκτη μέσης έκθεσης για τα ΑΣ2,5. Ο δείκτης αυτός δεν στηρίζεται σε ένα μέσο επίπεδο ρύπανσης σε όλα τα σημεία δειγματοληψίας μιας ζώνης ή ενός οικισμού, αλλά στις τιμές που λαμβάνονται αποκλειστικά στις μη εκτεθειμένες τοποθεσίες αστικού χαρακτήρα, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 4, πρέπει να αντικατοπτρίζουν το επίπεδο γενικής έκθεσης του πληθυσμού σε ΑΣ2,5, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας 2008/50.

65      Επιπλέον, όσον αφορά το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/50, η παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι τα σχέδια για την ποιότητα του αέρα περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα XV, τμήμα Α, της εν λόγω οδηγίας. Σύμφωνα με το παράρτημα XV, τμήμα Α, σημείο 1, τα σχέδια για την ποιότητα του αέρα πρέπει να προσδιορίζουν τον τόπο όπου σημειώθηκε υπέρβαση των οριακών τιμών, συμπεριλαμβανομένου του σχετικού σημείου ή των σχετικών σημείων δειγματοληψίας.

66      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τη γενική οικονομία της οδηγίας 2008/50, για την εκ μέρους των κρατών μελών εκτίμηση της συμμόρφωσης με τις οριακές τιμές του παραρτήματος XI της εν λόγω οδηγίας, καθοριστικό είναι το επίπεδο ρύπανσης που μετράται σε κάθε επιμέρους σημείο δειγματοληψίας.

67      Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 13, παράγραφος 1, και του άρθρου 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/50 επιβεβαιώνεται από τον σκοπό της τελευταίας. Η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 2 και το άρθρο 1 αυτής, στην προστασία της ανθρώπινης υγείας και προβλέπει, για τον σκοπό αυτό, μέτρα για την καταπολέμηση των ρυπογόνων εκπομπών στην πηγή. Σύμφωνα με τον σκοπό αυτό, είναι σκόπιμο να προσδιοριστεί η πραγματική ατμοσφαιρική ρύπανση στην οποία εκτίθενται ο πληθυσμός ή τμήματα του πληθυσμού και να εξασφαλιστεί η λήψη κατάλληλων μέτρων για την καταπολέμηση των πηγών της ρύπανσης αυτής. Κατά συνέπεια, η υπέρβαση οριακής τιμής σε ένα και μόνο σημείο δειγματοληψίας αρκεί για να ενεργοποιηθεί η υποχρέωση εκπόνησης σχεδίου για την ποιότητα του αέρα, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/50.

68      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, και το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/50 έχουν την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί υπέρβαση οριακής τιμής καθοριζόμενης στο παράρτημα XI της οδηγίας αυτής σε περίοδο μέσου όρου διάρκειας ενός ημερολογιακού έτους, αρκεί να μετρηθεί επίπεδο ρύπανσης ανώτερο της τιμής αυτής σε ένα και μόνο σημείο δειγματοληψίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

69      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2008/50/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα και καθαρότερο αέρα για την Ευρώπη, έχουν την έννοια ότι ένα εθνικό δικαστήριο, επιληφθέν σχετικού αιτήματος ιδιωτών θιγόμενων άμεσα από την υπέρβαση των οριακών τιμών που καθορίζονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, οφείλει να ελέγξει εάν τα ευρισκόμενα εντός δεδομένης ζώνης σημεία δειγματοληψίας έχουν τοποθετηθεί σύμφωνα με τα κριτήρια τα οποία προβλέπει το παράρτημα ΙΙΙ, τμήμα Β, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας και, σε αντίθετη περίπτωση, να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο έναντι της αρμόδιας εθνικής αρχής, όπως για παράδειγμα, εφόσον προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, να διατάξει τη χωροθέτηση των σημείων δειγματοληψίας σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια.

2)      Το άρθρο 13, παράγραφος 1, και το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/50 έχουν την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί υπέρβαση οριακής τιμής καθοριζόμενης στο παράρτημα XI της οδηγίας αυτής σε περίοδο μέσου όρου διάρκειας ενός ημερολογιακού έτους, αρκεί να μετρηθεί επίπεδο ρύπανσης ανώτερο της τιμής αυτής σε ένα και μόνο σημείο δειγματοληψίας.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.