Language of document : ECLI:EU:F:2010:120

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 30ής Σεπτεμβρίου 2010 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Αποδοχές — Άρθρο 64 του KYK — Άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, και άρθρο 9 του παραρτήματος XI του KYK — Διορθωτικός συντελεστής — Ίση μεταχείριση»

Στην υπόθεση F‑29/09,

με αντικείμενο προσφυγή των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΑΕ,

Giorgio Lebedef και Trevor Jones, μόνιμοι υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικοι, αντιστοίχως, του Senningerberg (Λουξεμβούργο) και του Ernzen (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενοι από τους F. Frabetti και J.-Y. Vergnaud, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους J. Currall και D. Martin,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους K. Zieleśkiewicz και M. Bauer,

παρεμβαίνον,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Mahoney, πρόεδρο, H. Kreppel και S. Van Raepenbusch (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: R. Schiano, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Μαρτίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) στις 30 Μαρτίου 2009 οι G. Lebedef και T. Jones ζητούν την ακύρωση αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων φέρεται να αρνήθηκε να εξισώσει την αγοραστική δύναμη των υπαλλήλων που υπηρετούν στο Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο) με αυτή των υπαλλήλων που υπηρετούν στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) και, επικουρικώς, την ακύρωση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας τους από τον Ιούνιο του 2008.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ):

«Οι αποδοχές του υπαλλήλου που εκφράζονται σε ευρώ, προσαρμόζονται βάσει ενός συντελεστού αναπροσαρμογής ανωτέρου, κατωτέρου ή ίσου προς το 100 %, ανάλογα με τις συνθήκες ζωής στους διαφόρους τόπους τοποθετήσεως, μετά την αφαίρεση των υποχρεωτικών κρατήσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό ή στους κανονισμούς εφαρμογής του.

[…] Ο συντελεστής αναπροσαρμογής που εφαρμόζεται στις αποδοχές των υπαλλήλων που απασχολούνται στις προσωρινές έδρες των Κοινοτήτων είναι την 1η Ιανουαρίου 1962, ίσος προς 100 %.»

3        Το άρθρο 1 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ, που φέρει τον τίτλο «Κανόνες εφαρμογής των άρθρων 64 και 65 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης», ορίζει τα εξής:

«1. Έκθεση της Στατιστικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Eurostat)

Για την εξέταση που προβλέπεται στο άρθρο 65, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, η Eurostat εκπονεί κάθε χρόνο, πριν από το τέλος Οκτωβρίου, έκθεση που αναφέρεται στην εξέλιξη του κόστους ζωής στις Βρυξέλλες, στις οικονομικές ισοτιμίες μεταξύ Βρυξελλών και ορισμένων τόπων υπηρεσίας εντός των κρατών μελών και στην εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών των εθνικών δημοσίων υπαλλήλων των κεντρικών διοικήσεων.

[…]

3. Εξέλιξη του κόστους ζωής εκτός Βρυξελλών (οικονομικές ισοτιμίες και τεκμαρτοί δείκτες)

[…]

δ)      Η εξέλιξη του κόστους ζωής εκτός Βελγίου και Λουξεμβούργου, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς μετράται με τη βοήθεια των τεκμαρτών δεικτών. Οι δείκτες αυτοί αντιστοιχούν στο γινόμενο του διεθνούς δείκτη Βρυξελλών επί την μεταβολή της οικονομικής ισοτιμίας.

[…]»

4        Το άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος XI του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Κανένας διορθωτικός συντελεστής δεν εφαρμόζεται στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο.»

5        Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 3, του παραρτήματος XI του ΚΥΚ:

«Για καθένα από τους τόπους υπηρεσίας για τους οποίους καθορίσθηκε διορθωτικός συντελεστής (με εξαίρεση το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο), πραγματοποιείται κατ’ εκτίμηση υπολογισμός για τον μήνα Δεκέμβριο των οικονομικών ισοτιμιών που αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3. Η εξέλιξη του κόστους ζωής υπολογίζεται με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3.»

6        Τέλος, το άρθρο 9, παράγραφος 1, του παραρτήματος XI του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών, η διοίκηση ενός [...] οργάνου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] ή οι εκπρόσωποι των υπαλλήλων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας, μπορούν να ζητήσουν τη δημιουργία διορθωτικού συντελεστή ειδικού για τον εν λόγω τόπο.

Η σχετική αίτηση θα πρέπει να υποστηρίζεται από αντικειμενικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει, στη διάρκεια περισσότερων ετών, αισθητή διαφορά στο κόστος διαβίωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας σε σχέση με εκείνο που διαπιστώνεται στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους (εκτός των Κάτω Χωρών, όπου χρησιμοποιείται η Χάγη αντί του Άμστερνταμ). Εάν η Eurostat επιβεβαιώσει ότι η διαφορά (άνω του 5 %) είναι αισθητή και διαρκής, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει πρόταση καθορισμού διορθωτικού συντελεστή για τον εν λόγω τόπο.»

 Ιστορικό της διαφοράς

7        Ο M. Ott, πρόεδρος της συνδικαλιστικής οργανώσεως Solidarité européenne (Ευρωπαϊκή Αλληλεγγύη), θεωρώντας ότι η αγοραστική δύναμη των υπαλλήλων που υπηρετούν στο Λουξεμβούργο παρουσίαζε, εδώ και μερικά έτη, ενδείξεις διαρκούς μειώσεως σε σχέση με τους υπαλλήλους που υπηρετούν στις Βρυξέλλες, απηύθυνε, στις 28 Οκτωβρίου 2005, υπόμνημα στον S. Kallas, αντιπρόεδρο της Επιτροπής, με το οποίο του ζητούσε να διενεργήσει μελέτη σχετικά με τη δυνατότητα καθορισμού διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο.

8        Με επιστολή της 29ης Νοεμβρίου 2005, ο S. Kallas απήντησε ότι δεν ήταν προς το συμφέρον του προσωπικού να κινηθούν διεργασίες για την καθιέρωση διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο, ιδίως λόγω του ότι ένα τέτοιο μέτρο απαιτούσε τροποποίηση του ΚΥΚ, πράγμα που ενείχε τον κίνδυνο επαναδιαπραγματεύσεως της μεθόδου ετήσιας αναπροσαρμογής των αποδοχών, η οποία είχε επιτευχθεί «μετά από μακρές και δύσκολες διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως».

9        Στις 3 Απριλίου 2007, η διοργανική συνδικαλιστική ομοσπονδία, που συγκεντρώνει πολλές συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Επιτροπής και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απηύθυνε υπόμνημα στον γενικό διευθυντή της Eurostat, καλώντας τον να ζητήσει την εκπόνηση μελέτης προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον η διαφορά της αγοραστικής δύναμης των υπαλλήλων που υπηρετούν στο Λουξεμβούργο σε σχέση με αυτούς που υπηρετούν στις Βρυξέλλες είναι αισθητή και να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 9 του παραρτήματος XI του ΚΥΚ για την καθιέρωση ειδικού διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο.

10      Με υπόμνημα της 6ης Ιουνίου 2007, ο γενικός διευθυντής της Eurostat απήντησε ότι εξέταση αιτήσεως περί καθιερώσεως διορθωτικού συντελεστή εκφεύγει της αρμοδιότητας της Eurostat και έπρεπε να απευθύνεται στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Προσωπικό και Διοίκηση» της Επιτροπής.

11      Με υπόμνημα της 12ης Απριλίου 2008, πλείονες συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις, ενωμένες σε κοινό συνδικαλιστικό μέτωπο, ζήτησαν από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση» διοργανική συνεννόηση σχετικά με την απώλεια αγοραστικής δύναμης του προσωπικού των οργάνων.

12      Με επιστολή της 12ης Σεπτεμβρίου 2008, που πρωτοκολλήθηκε από τη διοίκηση στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν ένσταση κατά των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας τους μηνός Ιουνίου του 2008, που περιείχαν διόρθωση της αναπροσαρμογής των αποδοχών που είχε λάβει χώρα στα τέλη του έτους 2007, χωρίς όμως να περιλαμβάνουν ειδικό διορθωτικό συντελεστή για τον τόπο υπηρεσίας τους, καθώς και κατά των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας των επομένων μηνών.

13      Με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2008, που κοινοποιήθηκε με επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου 2008, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: AΔΑ) απέρριψε την εν λόγω ένσταση.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

14      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Δικαστήριο ΔΔ:

—      να ακυρώσει τη σιωπηρή άρνηση εξισώσεως της αγοραστικής αξίας των αποδοχών στο Λουξεμβούργο με την αγοραστική αξία των αποδοχών στις Βρυξέλλες·

—      επικουρικώς, να ακυρώσει τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών των προσφευγόντων από τις 15 Ιουνίου 2008·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

16      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με επιστολή που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 25 Ιουνίου 2009 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 29 Ιουνίου 2009), ζήτησε να παρέμβει στην υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ έκανε δεκτό το αίτημα αυτό με διάταξη της 7ης Σεπτεμβρίου 2009.

17      Το Συμβούλιο, με το υπόμνημα παρεμβάσεώς του, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΔΔ στις 16 Οκτωβρίου 2009 με τηλεομοιοτυπία, ζήτησε από το Δικαστήριο ΔΔ να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη και, επικουρικώς, ως αβάσιμη όσον αφορά την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλαν οι προσφεύγοντες προς στήριξη της προσφυγής τους.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

18      Η Επιτροπή εκτιμά ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, είτε στρέφεται κατά της φερομένης αρνήσεως καθιερώσεως διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο είτε κατά των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας των προσφευγόντων από τον Ιούνιο του 2008.

19      Αφενός, επισημαίνει ότι όλα τα διαβήματα που έγιναν πριν την υποβολή της ενστάσεως ήταν συνδικαλιστικής και πολιτικής φύσεως, αλλά όχι στηριζόμενα στον ΚΥΚ. Ουδέποτε υποβλήθηκε αίτηση, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, προερχόμενη ατομικά από υπάλληλο.

20      Σε κάθε περίπτωση, η προσφυγή, στο μέτρο που στρέφεται κατά της φερομένης αρνήσεως καθιερώσεως διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο, είναι εκπρόθεσμη, δεδομένου ότι δεν υποβλήθηκε ένσταση εντός τριών μηνών από την απόρριψη από τον S. Kallas της αιτήσεως του Οκτωβρίου του 2005, ούτε εντός τριών μηνών από την άρνηση του γενικού διευθυντή της Eurostat να προβεί στους υπολογισμούς που ζητήθηκαν. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι οι προσφεύγοντες δεν ήταν αυτοί που είχαν υποβάλει τις εν λόγω αιτήσεις.

21      Επιπλέον, η προσφυγή δεν είχε το ίδιο αντικείμενο με τα προηγηθέντα διαβήματα. Το κύριο αντικείμενό της ήταν η καταγγελία της ελλείψεως διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο, ο οποίος οπωσδήποτε, κατά την άποψη των προσφευγόντων, θα ήταν ανώτερος από αυτόν των Βρυξελλών, ενώ τα προηγηθέντα διαβήματα αφορούσαν την έλλειψη υπολογισμών ή διαβουλεύσεως.

22      Αφετέρου, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι έχει κριθεί παραδεκτή η εκ μέρους υπαλλήλου προσβολή του εκκαθαριστικού σημειώματος μισθοδοσίας του, καθόσον αυτό δεν περιελάμβανε την εφαρμογή του διορθωτικού συντελεστή που ο υπάλληλος θεωρούσε ότι εδικαιούτο (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Οκτωβρίου 1994, Τ‑64/92, Chavane de Dalmassy κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑227 και II‑723). Εντούτοις, αυτή η δυνατότητα προϋποθέτει ότι το εν λόγω εκκαθαριστικό σημείωμα αποτελεί συνέπεια μιας μεταβολής της καταστάσεως ή της εφαρμογής μιας νέας αποφάσεως —πράγμα που δεν συνέβη τον Ιούνιο του 2008.

23      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν, κατ’ αρχάς, ότι νομιμοποιούνται να προσβάλουν απευθείας ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ τη σιωπηρή άρνηση εξισώσεως, διά της θεσπίσεως ειδικού διορθωτικού συντελεστή, της αγοραστικής δύναμης των υπαλλήλων που υπηρετούν στο Λουξεμβούργο με την αγοραστική δύναμη των υπαλλήλων που υπηρετούν στις Βρυξέλλες, ακολούθως ότι το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας του Ιουνίου του 2008 περιείχε μεταβολή της καταστάσεως, καθόσον στο σημείωμα αυτό περιλαμβανόταν διόρθωση της αναπροσαρμογής των αποδοχών που έλαβε χώρα μετά την ετήσια εξέταση του τέλους του 2007, χωρίς όμως να περιλαμβάνει διορθωτικό συντελεστή για το Λουξεμβούργο, και, τέλος, ότι τηρήθηκαν πλήρως οι προθεσμίες για την υποβολή ενστάσεως και την άσκηση προσφυγής.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

 Επί της προσφυγής, καθόσον στρέφεται κατά της φερομένης σιωπηρής αρνήσεως εξισώσεως της αγοραστικής δύναμης των υπαλλήλων που υπηρετούν στο Λουξεμβούργο με την αγοραστική δύναμη των υπαλλήλων που υπηρετούν στις Βρυξέλλες

24      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο σύστημα ενδίκων βοηθημάτων που καθιερώνουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, προκειμένου περί προσφυγής στρεφόμενης κατά σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως απαιτείται:

–        είτε η προηγούμενη υποβολή, εκ μέρους του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, αιτήσεως η οποία, ελλείψει απαντήσεως της ΑΔΑ εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών, θεωρείται ότι απορρίφθηκε σιωπηρώς, οπότε ο υπάλληλος δύναται, εντός νέας προθεσμίας τριών μηνών, να υποβάλει στην ΑΔΑ ένσταση, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ·

–        είτε η προηγούμενη υποβολή ενστάσεως κατά βλαπτικής πράξεως, κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, οπότε η παράλειψη απαντήσεως εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από της υποβολής της ενστάσεως σημαίνει, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας δύναται να ασκηθεί προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 91 του ΚΥΚ.

25      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγοντες δεν ακολούθησαν κανονικά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Πράγματι, οι προσφεύγοντες, αφενός, δεν υπέβαλαν προηγούμενη αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, με σκοπό να εξισωθεί η αγοραστική δύναμη των υπαλλήλων που υπηρετούν στο Λουξεμβούργο με την αγοραστική δύναμη των υπαλλήλων που υπηρετούν στις Βρυξέλλες, δεδομένου ότι οι επιστολές της 28ης Οκτωβρίου 2005, της 3ης Απριλίου 2007 και της 12ης Απριλίου 2008, ακόμη και αν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως αιτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, δεν προέρχονταν από τους ίδιους τους προσφεύγοντες.

26      Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, δεν δόθηκε, εντός των προθεσμιών που προβλέπονται για την ένσταση και την προσφυγή, συνέχεια στις απαντήσεις του S. Kallas της 29ης Νοεμβρίου 2005 και του γενικού διευθυντή της Eurostat της 6ης Ιουνίου 2007. Ομοίως, οι συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις δεν προέβησαν σε κανένα διάβημα αφού το αίτημά τους της 12ης Απριλίου 2008 για διοργανική συνεννόηση έμεινε χωρίς ρητή απάντηση εκ μέρους του γενικού διευθυντή της ΓΔ «Προσωπικό και Διοίκηση».

27      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προσφυγή καθόσον στρέφεται κατά της φερομένης σιωπηρής αρνήσεως εξισώσεως της αγοραστικής δύναμης των υπαλλήλων που υπηρετούν στο Λουξεμβούργο με την αγοραστική δύναμη των υπαλλήλων που υπηρετούν στις Βρυξέλλες.

 Επί της προσφυγής, καθόσον στρέφεται κατά των μεταγενέστερων του Ιουνίου του 2008 εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας των προσφευγόντων

28      Από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, προς στήριξη της προσφυγής που στρέφεται κατά των μεταγενέστερων του Ιουνίου 2008 εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας τους, λόγους που στρέφονται κατά του άρθρου 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ, προβάλλοντες ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ ότι δεν είναι εφαρμοστέο το εν λόγω άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο.

29      Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι το άρθρο 241 ΕΚ, που ήταν εφαρμοστέο κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 277 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), προβλέπει ότι κάθε διάδικος μπορεί στο πλαίσιο διαφοράς κατά την οποία τέθηκε υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα κανονισμού κατά την έννοια της διάταξης αυτής να προβάλει, ιδίως προς στήριξη προσφυγής κατά μέτρου εφαρμογής, τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 263, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), παρά τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά του εν λόγω κανονισμού. Κατά πάγια νομολογία, αυτό το παρεμπίπτον ένδικο βοήθημα αποτελεί έκφραση γενικής αρχής η οποία επιδιώκει να διασφαλίζει ότι κάθε διάδικος έχει ή είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει μια πράξη της Ένωσης η οποία αποτελεί το έρεισμα αποφάσεως που ελήφθη εις βάρος του (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 1979, 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 407, της 19ης Ιανουαρίου 1984, 262/80, Andersen κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, σ. 195, και της 10ης Ιουλίου 2003, C‑11/00, Επιτροπή κατά ΕΚΤ, Συλλογή 2003, σ. Ι‑7147, σκέψεις 74 έως 78). Ο κανόνας που θεσπίζει το άρθρο 241 ΕΚ επιβάλλεται βέβαια στο πλαίσιο της διαφοράς που υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ δυνάμει του άρθρου 236 ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 270 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

30      Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι η βάσει του άρθρου 241 ΕΚ δυνατότητα προβολής του ανεφάρμοστου ενός κανονισμού δεν αποτελεί αυτοτελές δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής και μπορεί να ασκείται μόνον παρεμπιπτόντως, με αποτέλεσμα η έλλειψη δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής ή το απαράδεκτο της προσφυγής να συνεπάγεται απαράδεκτο της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Ιουλίου 1981, 33/80, Albini κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2141, σκέψη 17, και της 7ης Ιουλίου 1987, 89/86 και 91/86, Étoile commerciale και CNTA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 3005, σκέψη 22).

31      Κατά τα άρθρα όμως 90 και 91 του ΚΥΚ, η ένσταση και, κατά συνέπεια, η προσφυγή μπορούν να ασκηθούν μόνον κατά βλαπτικής πράξεως εκδοθείσας από την ΑΔΑ. Παγίως επίσης γίνεται δεκτό ότι βλαπτικές πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, και του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, είναι εκείνες που παράγουν υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα τα οποία μπορούν να επηρεάσουν απευθείας και άμεσα τα συμφέροντα του προσφεύγοντος τροποποιώντας, προδήλως, τη νομική του κατάσταση (απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 28ης Ιουνίου 2006, F‑101/05, Grünheid κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑55 και II‑A‑1‑199, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Πρέπει, συνεπώς, να εξακριβωθεί κατά πόσον η προσφυγή, στο μέτρο που στρέφεται κατά των μεταγενέστερων του Ιουνίου 2008 εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας των προσφευγόντων, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ.

33      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας, εκ της φύσεως και του αντικειμένου του, δεν έχει τα χαρακτηριστικά βλαπτικής πράξεως, δεδομένου ότι εκφράζει σε χρηματικό ποσό τα διαταχθέντα με προηγηθείσες διοικητικές αποφάσεις σχετικώς με την προσωπική και νομική κατάσταση του υπαλλήλου (αποφάσεις του Δικαστηρίου ΔΔ της 23ης Απριλίου 2008, F‑103/05, Pickering κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑Α‑101 και II‑Α‑1‑527, σκέψη 72, και F112/05, Bain κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑Α‑111 και II‑Α‑1‑579, σκέψη 73). Εντούτοις, καθόσον αποτελεί σαφή μαρτυρία περί της υπάρξεως και του περιεχομένου ατομικής διοικητικής αποφάσεως, η οποία έως τότε δεν είχε γίνει αντιληπτή, εφόσον δεν είχε επισήμως κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο, το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας, ως δηλωτικό των οικονομικών δικαιωμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως βλαπτική πράξη, κατά της οποίας δύναται να υποβληθεί διοικητική ένσταση και, ενδεχομένως, να ασκηθεί προσφυγή (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Φεβρουαρίου 2005, Τ‑354/03, Reggimenti κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑33 και II‑147, σκέψεις 38 και 39, όσον αφορά την επιστροφή εξόδων ταξιδίου, ή ακόμη διάταξη του Πρωτοδικείου της 24ης Μαρτίου 1998, Τ‑181/97, Meyer κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑151 και II‑481, όσον αφορά την αφαίρεση ενός ποσού οικογενειακού επιδόματος που εισπράχθηκε από άλλη πηγή). Υπό τις συνθήκες αυτές, η κοινοποίηση του εκκαθαριστικού σημειώματος μισθοδοσίας έχει ως αποτέλεσμα την κίνηση της προθεσμίας υποβολής ενστάσεως και ασκήσεως προσφυγής κατά της διοικητικής αποφάσεως η οποία ελήφθη σχετικά με τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και εκφράζεται στο σημείωμα (προαναφερθείσες αποφάσεις Pickering κατά Επιτροπής, σκέψη 75, και Bain κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 76).

34      Το ίδιο ισχύει όταν το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας αποτελεί, για πρώτη φορά, συνέπεια της εφαρμογής μιας νέας πράξεως γενικής ισχύος που αφορά τον καθορισμό οικονομικών δικαιωμάτων, όπως αποφάσεως περί τροποποιήσεως της μεθόδου υπολογισμού των εξόδων ταξιδίου (απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Τ‑221/02, Lebedef κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑211 και II‑1037, σκέψεις 24 και 25), αποφάσεως περί τροποποιήσεως της κλίμακας εισφορών των γονέων για τις υπηρεσίες παιδικού σταθμού (απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Ιανουαρίου 1997, Τ‑297/94, Vanderhaeghen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑7 και II‑13), κανονισμού περί τροποποιήσεως των διορθωτικών συντελεστών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Νοεμβρίου 2000, Τ‑175/97, Bareyt κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑229 και II‑1053· προαναφερθείσες αποφάσεις Pickering κατά Επιτροπής και Bain κ.λπ. κατά Επιτροπής), κανονισμού περί αναπροσαρμογής του ύψους των αποδοχών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Ιουνίου 1994, Τ‑98/92 και Τ‑99/92, Di Marzio και Lebedef κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑167 και II‑541) ή κανονισμού που θεσπίζει έκτακτη εισφορά λόγω κρίσεως ή προσωρινή εισφορά (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1985, 3/83, Abrias κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 1995· απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Ιουνίου 1994, Τ‑97/92 και Τ‑111/92, Rijnoudt και Hocken κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑159 και II‑511).

35      Σε αυτές τις τελευταίες περιπτώσεις, το πρώτο εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας που εκδίδεται μετά τη θέση σε ισχύ πράξεως γενικής εφαρμογής περί τροποποιήσεως των οικονομικών δικαιωμάτων μιας αφηρημένης κατηγορίας υπαλλήλων εκφράζει οπωσδήποτε, ως προς τον αποδέκτη του, την έκδοση ατομικής διοικητικής αποφάσεως που παράγει υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να επηρεάσουν απευθείας και άμεσα τα συμφέροντα του οικείου υπαλλήλου. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν, υποθετικά, θεωρηθεί πως η ΑΔΑ εκδίδει κάθε μήνα νέα ατομική διοικητική απόφαση σχετικά με τον καθορισμό των οικονομικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου, την οποία εκφράζει το αντίστοιχο εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας, αυτές οι διαδοχικές αποφάσεις θα είναι απλώς επιβεβαιωτικές της πρώτης αποφάσεως που τροποποίησε προδήλως τη νομική κατάσταση του ενδιαφερομένου κατ’ εφαρμογή της νέας πράξεως γενικής ισχύος.

36      Κατά συνέπεια, ο υπάλληλος που παρέλειψε να προσβάλει, εντός της προθεσμίας για την υποβολή ενστάσεως και την άσκηση προσφυγής, το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας που αποτελεί, για πρώτη φορά, συνέπεια της εφαρμογής πράξεως γενικής ισχύος περί καθορισμού των οικονομικών δικαιωμάτων δεν δύναται να προσβάλει εγκύρως, μετά την εκπνοή των προθεσμιών αυτών, τα μεταγενέστερα σημειώματα, προβάλλοντας κατ’ αυτών την ίδια έλλειψη νομιμότητας από την οποία πάσχει το πρώτο σημείωμα (προαναφερθείσες αποφάσεις Pickering κατά Επιτροπής, σκέψεις 75 έως 89, και Bain κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 76 έως 89).

37      Εντούτοις, η κατάσταση στην υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από αυτή των περιπτώσεων που προαναφέρθηκαν. Πράγματι, από την ανάγνωση των επιχειρημάτων των προσφευγόντων προκύπτει ότι αυτοί επικρίνουν, κατ’ ουσίαν, την επιμονή της Επιτροπής να εφαρμόσει το άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ χωρίς να έχει πραγματοποιήσει μελέτη σχετικά με την ενδεχόμενη διαφορά της αγοραστικής δύναμης μεταξύ Βρυξελλών και Λουξεμβούργου, ενώ επικαλούνται την επικράτηση νέων οικονομικών συνθηκών που δεν δικαιολογούν πλέον την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

38      Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεσμεύει τον νομοθέτη, όπως παραδέχεται η Επιτροπή, και ότι η καθιέρωση διορθωτικών συντελεστών που προβλέπονται στα άρθρα 64 και 65 του ΚΥΚ αποσκοπεί ακριβώς στην εφαρμογή της αρχής αυτής, διασφαλίζοντας τη διατήρηση αντίστοιχης αγοραστικής δύναμης για όλους τους υπαλλήλους, ανεξαρτήτως τόπου υπηρεσίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Νοεμβρίου 1981, 194/80, Benassi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2815, σκέψη 5· της 23ης Ιανουαρίου 1992, C‑301/90, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I-221, σκέψη 19, και διάταξη του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑187/03 P, Δρούβης κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, ένα υποκείμενο δικαίου θεωρεί ότι νέα στοιχεία υποχρεώνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση να εκδώσει νέα κανονιστικά μέτρα, σε αυτό το υποκείμενο δικαίου εναπόκειται, κατά κανόνα, να ακολουθήσει τις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη και τις πράξεις της Ένωσης διαδικασίες (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 2002, C‑241/01, National Farmers’ Union, Συλλογή 2002, σ. I‑9079, σκέψη 38).

40      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ δίνει απλώς στους υπαλλήλους τη δυνατότητα να ζητήσουν από τη διοίκηση που ενεργεί ως ΑΔΑ να λάβει απόφαση περί αυτών. Τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε τις απαραίτητες πολιτικές πρωτοβουλίες για να θεσπιστεί, στο μέλλον, ειδικός διορθωτικός συντελεστής για το Λουξεμβούργο, πράγμα που προϋποθέτει την κατάργηση του άρθρου 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ. Ένα τέτοιο αίτημα εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, δεδομένου ότι μια πολιτική πρωτοβουλία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «απόφαση ληφθείσα σχετικά με υπάλληλο».

41      Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένων υπόψη των δικονομικών δυσχερειών που θα αντιμετώπιζε ένας ιδιώτης που θα επιχειρούσε να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, προσφυγή κατά παραλείψεως θεσμικού οργάνου, επιδιώκοντας την κατάργηση διατάξεως κανονισμού που εκδόθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, την απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Φεβρουαρίου 1993, C‑107/91, ENU κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑599, σκέψεις 16 και 17), ο αποκλεισμός, κατ’ εφαρμογή της προαναφερθείσας στις σκέψεις 33 έως 36 νομολογίας, της δυνατότητας του υπαλλήλου να προσβάλει το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας του λόγω μεταβολής των πραγματικών συνθηκών, όπως μιας μεταβολής των οικονομικών συνθηκών, προβάλλοντας, συναφώς, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας κατά διατάξεως του ΚΥΚ η οποία, μολονότι φαινόταν ισχυρά κατά τον χρόνο θεσπίσεώς της, κατέστη, κατά την άποψη του οικείου υπαλλήλου, μη νόμιμη λόγω αυτής της μεταβολής των συνθηκών, θα καθιστούσε πρακτικώς αδύνατη την άσκηση προσφυγής για τη διασφάλιση της τηρήσεως της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που αναγνωρίζεται από το δίκαιο της Ένωσης και θα επέφερε έτσι δυσανάλογη προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

42      Κατά συνέπεια πρέπει, υπό τις ειδικές περιστάσεις της προκειμένης περιπτώσεως, να γίνει δεκτό ότι, προκειμένου να διαφυλαχθεί το δικαίωμα των υπαλλήλων προς άσκηση προσφυγής, αυτοί δύνανται να προσβάλουν το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας τους, προβάλλοντας κατά διατάξεως του ΚΥΚ περί καθορισμού των οικονομικών τους δικαιωμάτων ένσταση ελλείψεως νομιμότητας στηριζόμενη, συγκεκριμένα, στην παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, παρά τους προαναφερθέντες στις σκέψεις 33 έως 36 περιορισμούς που απορρέουν από τη νομολογία.

43      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής, καθόσον στρέφεται κατά των μεταγενέστερων του Ιουνίου του 2008 εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας των προσφευγόντων.

 Επί της ουσίας

44      Οι προσφεύγοντες προβάλλουν, προς στήριξη της προσφυγής τους, τέσσερις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων οι τρεις πρώτοι —με κοινή ανάπτυξη στο δικόγραφο της προσφυγής— αντλούνται από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, της αρχής της χρηστής διοικήσεως καθώς και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης· ο τέταρτος λόγος στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 64 του ΚΥΚ.

 Επί των τριών πρώτων λόγων ακυρώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

45      Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι το κόστος ζωής στο Λουξεμβούργο είναι υψηλότερο από ό,τι στις Βρυξέλλες. Για να στηρίξουν τον ισχυρισμό αυτό, επικαλούνται τον εθνικό κατώτατο μισθό και το κόστος στέγασης, καθώς και στοιχεία που δημοσιοποιούνται από την εταιρεία τραπεζικών υπηρεσιών UBS, ανεπίσημους υπολογισμούς προερχόμενους από στατιστικολόγους της Eurostat και τις εκτιμήσεις συναδέλφων που, στο πλαίσιο της κινητικότητας, μετακινήθηκαν από το Λουξεμβούργο στις Βρυξέλλες ή αντιστρόφως.

46      Δεδομένου ότι το Λουξεμβούργο είναι ο μόνος τόπος υπηρεσίας που στερείται διορθωτικού συντελεστή, οι προσφεύγοντες εκτιμούν ότι είναι πρόδηλη η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

47      Κατά την άποψη των προσφευγόντων, είναι δύσκολο, εάν όχι αδύνατον, να υπολογιστεί διορθωτικός συντελεστής για το Λουξεμβούργο ελλείψει του διεθνούς δείκτη του κόστους ζωής στην πόλη αυτή, ο οποίος θα έπρεπε να καθοριστεί με έρευνα της Eurostat που ουδέποτε πραγματοποιήθηκε.

48      Η Επιτροπή, παραλείποντας να δώσει συνέχεια στα συναφή αιτήματα των εκπροσώπων του προσωπικού, όπως προκύπτει από την ανάγνωση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας Ιουνίου του 2008 και επομένων μηνών, παρέβη το άρθρο 9 του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ και παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το εν λόγω άρθρο, αναφερόμενο σε «αισθητή διαφορά στο κόστος διαβίωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας σε σχέση με εκείνο που διαπιστώνεται στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους», εννοεί στην πραγματικότητα «αισθητή διαφορά στο κόστος διαβίωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας σε σχέση με εκείνο που διαπιστώνεται στον τόπο υπηρεσίας που καθορίζει τις αποδοχές που καταβάλλονται και σε αυτόν τον συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας».

49      Τέλος, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, κατά πάγια νομολογία, κάθε ιδιώτης στον οποίο η διοίκηση δημιούργησε βάσιμες ελπίδες δικαιούται να αξιώσει την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Στην προκειμένη περίπτωση, δημιουργήθηκε στους προσφεύγοντες η πεποίθηση ότι η έλλειψη διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο σήμαινε ότι η Επιτροπή είχε προβεί στους αναγκαίους ελέγχους ώστε να θεωρεί ότι ήταν δικαιολογημένο να μην προβλέπεται τέτοιος συντελεστής.

50      Η Επιτροπή απαντά ότι οι προσφεύγοντες ουδόλως εξηγούν πώς είναι δυνατόν να υπήρξε, όσον αφορά το Λουξεμβούργο, παράβαση του άρθρου 9 του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ, δεδομένου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω παραρτήματος, που έχει την ίδια τυπική ισχύ, αποκλείει τη δυνατότητα υπάρξεως διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο.

51      Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί, βεβαίως, ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, γενικώς, από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Εντούτοις, όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ, η προβολή μιας τέτοιας αιτιάσεως θα απαιτούσε ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη απόδειξη ως προς την ύπαρξη πραγματικής και μόνιμης διαφοράς μεταξύ Βρυξελλών και Λουξεμβούργου. Αυτό συνάγεται από τη νομολογία, όσον αφορά την αμφισβήτηση διορθωτικού συντελεστή που καθόρισε το Συμβούλιο ειδικά για συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας. Η ίδια απαίτηση προσκομίσεως αποδείξεων επιβάλλεται a fortiori όταν πρόκειται να αποδειχθεί ότι ο νομοθέτης παραβίασε, στον ίδιο τον ΚΥΚ, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, θεωρώντας ότι δύο τόποι υπηρεσίας έπρεπε να αντιμετωπιστούν με τον ίδιο τρόπο.

52      Η Επιτροπή υπενθυμίζει επίσης το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό των διορθωτικών συντελεστών, δεδομένου ότι η επέμβαση του δικαστή είναι δυνατή μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή καταχρήσεως εξουσίας (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, Τ‑201/00 και Τ‑384/00, Ajour κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑167 και II‑885, σκέψεις 47 έως 49, και Bareyt κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 57 και 64).

53      Οι προσφεύγοντες δεν προσκομίζουν όμως κανένα στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί η ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως σχετικά με την έλλειψη διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο.

54      Κατ’ αρχάς, ο πρόεδρος της συνδικαλιστικής οργανώσεως Ευρωπαϊκή Αλληλεγγύη, θεωρώντας προφανές ότι η ζωή είναι πιο ακριβή στο Λουξεμβούργο από ό,τι στις Βρυξέλλες, ζήτησε, το 2005, από την Επιτροπή μελέτη σκοπιμότητας ειδικού διορθωτικού συντελεστή. Είναι, όμως, αδύνατον για την Eurostat να πραγματοποιήσει έρευνα σχετικά με τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς των υπαλλήλων που υπηρετούν στο Λουξεμβούργο, προς τον σκοπό καθιερώσεως τέτοιου συντελεστή, αφού, κατά νόμον, τέτοιος συντελεστής δεν μπορεί να υπάρξει δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ.

55      Επιπλέον, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι προσφεύγοντες περιορίζονται στην επίκληση γενικών και αορίστων εκτιμήσεων, χωρίς την παραμικρή συγκεκριμένη αναφορά στις τιμές, ώστε να αποδειχθεί ότι το κόστος ζωής στο Λουξεμβούργο είναι, πράγματι, σημαντικά και διαρκώς υψηλότερο από αυτό των Βρυξελλών.

56      Εξάλλου, η Επιτροπή εκτιμά ότι είναι εσφαλμένη η επίκληση, εν προκειμένω, του άρθρου 9 του παραρτήματος ΧΙ, του ΚΥΚ, διότι το άρθρο αυτό αφορά την καθιέρωση διορθωτικού συντελεστή για τόπο διάφορο της πρωτεύουσας ενός κράτους και όχι για την ίδια την πρωτεύουσα, για την οποία, όσον αφορά το Λουξεμβούργο, υφίσταται ειδική διάταξη, περιεχόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω παραρτήματος.

57      Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με το κόστος ζωής στο Λουξεμβούργο ουδόλως συνηγορούν, στο σύνολό τους, υπέρ της απόψεως των προσφευγόντων. Αναφέρει ένα παράδειγμα προερχόμενο από το Mercer’s Cost of Living Survey, από το οποίο προκύπτει ότι, κατά τον μήνα Μάρτιο 2008, το κόστος ζωής στο Λουξεμβούργο (91,3) ήταν χαμηλότερο από αυτό των Βρυξελλών (92,9), ενώ ο δείκτης της Νέας Υόρκης ήταν 100.

58      Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, κατά τη νομολογία, δεν είναι δυνατή η προσβολή διατάξεως του ΚΥΚ για τον λόγο αυτό (απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 2006, Τ‑135/05, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑297 και II‑A‑2‑1527, σκέψη 149).

59      Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η Επιτροπή εκτιμά ότι η άποψη των προσφευγόντων είναι ανακόλουθη. Θα ήταν περισσότερο κατανοητή αν οι προσφεύγοντες υποστήριζαν ότι η διοίκηση τους είχε πράγματι υποσχεθεί την καθιέρωση ειδικού διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο, χωρίς ποτέ να τον θεσπίσει. Σε κάθε περίπτωση, αποκλειόταν κατά νόμον η δυνατότητα να τρέφουν οι προσφεύγοντες οποιαδήποτε ελπίδα περί καθιερώσεως διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο, δεδομένου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ απαγορεύει ρητώς την καθιέρωση αυτή. Οποιαδήποτε σχετική υπόσχεση, αν είχε υπάρξει, θα ήταν αντίθετη προς τις εφαρμοστέες διατάξεις και, συνεπώς, ανίκανη να δημιουργήσει θεμιτή προσδοκία (απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Μαρτίου 1990, Τ‑123/89, Chomel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑131, σκέψεις 26 έως 30).

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

60      Οι προσφεύγοντες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι, παρά το άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ, δεν ανέθεσε στην Eurostat να προβεί σε στατιστικές έρευνες προκειμένου να αποδειχθεί κατά πόσον υφίσταται αισθητή διαφορά της αγοραστικής δύναμης σε βάρος των μόνιμων και λοιπών υπαλλήλων που υπηρετούν στο Λουξεμβούργο, σε σχέση με την αγοραστική δύναμη που διαπιστώνεται στις Βρυξέλλες. Θεωρούν ότι η Επιτροπή, επιδεικνύοντας αμέλεια και παρά τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγοντες, από τα οποία διαφαινόταν, κατά τα τελευταία έτη, αισθητή αύξηση του κόστους ζωής στο Λουξεμβούργο, παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της χρηστής διοικήσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

61      Η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων έχει, συνεπώς, την έννοια ότι επιδιώκει να αμφισβητήσει κυρίως τη νομιμότητα του άρθρου 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ, καθόσον η διάταξη αυτή εμποδίζει όχι μόνον τη δυνατότητα καθιερώσεως διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο, αλλά και την ανάθεση εκ μέρους της Επιτροπής στην Eurostat της διενέργειας των απαραίτητων στατιστικών ερευνών για να αποδειχθεί η ύπαρξη ενδεχόμενης διαφοράς του κόστους ζωής μεταξύ Βρυξελλών και Λουξεμβούργου, ενώ τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγοντες δικαιολογούσαν την έναρξη τέτοιων ερευνών.

62      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, ο σκοπός των διορθωτικών συντελεστών που αφορούν τις αποδοχές των υπαλλήλων και προβλέπονται στα άρθρα 64 και 65 του ΚΥΚ είναι η διασφάλιση της διατήρησης αντίστοιχης αγοραστικής δύναμης για όλους τους υπαλλήλους, ανεξαρτήτως τόπου υπηρεσίας, σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ., συναφώς, προαναφερθείσες αποφάσεις Benassi κατά Επιτροπής, σκέψη 5· Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 19, και προπαρατεθείσα διάταξη Δρούβης κατά Επιτροπής, σκέψη 25 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εναπόκειται στο Συμβούλιο, κατά το άρθρο 65, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, όταν διαπιστώνει αισθητή διαφορά του κόστους ζωής να πράττει τα δέοντα, αναπροσαρμόζοντας τους διορθωτικούς συντελεστές (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 24). Το Δικαστήριο προσέθεσε, σχετικά με αισθητή διαφορά του κόστους ζωής που διαπιστώθηκε μεταξύ ενός τόπου υπηρεσίας διάφορου της πρωτεύουσας του οικείου κράτους μέλους και της πρωτεύουσας, ότι το Συμβούλιο δεν είχε κανένα περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την ανάγκη του καθορισμού ειδικού διορθωτικού συντελεστή για συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, σκέψη 25).

63      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία αποσκοπεί να διασφαλίσει ο καθορισμός διορθωτικών συντελεστών, που προβλέπονται στα άρθρα 64 και 65 του ΚΥΚ, δεσμεύει και τον νομοθέτη, όπως παραδέχεται η Επιτροπή.

64      Στην προκειμένη υπόθεση, είναι προφανές ότι οι προσφεύγοντες, οι οποίοι επικαλούνται μεταχείριση συνιστώσα δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων που υπηρετούν στο Λουξεμβούργο, λόγω της ελλείψεως ειδικού διορθωτικού συντελεστή για αυτό το κράτος μέλος, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ, βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση, όσον αφορά την απόδειξη, λόγω των τεχνικών δυσχερειών που συνδέονται με τη συλλογή και επεξεργασία επαρκώς αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων.

65      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί να περιοριστεί στον ισχυρισμό ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν την ύπαρξη αισθητής και διαρκούς διαφοράς μεταξύ Λουξεμβούργου και Βρυξελλών, προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την παραβίαση της ίσης μεταχειρίσεως, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι της είναι αδύνατον να ζητήσει από την Eurostat να διενεργήσει συναφώς στατιστικές έρευνες, λόγω του ότι το άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ απαγορεύει την καθιέρωση ειδικού διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο. Εάν το Δικαστήριο ΔΔ ακολουθούσε τον διάλληλο αυτό συλλογισμό θα αδυνατούσε να διασφαλίσει την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων όσον αφορά τις αποδοχές και, επομένως, την ίση αγοραστική δύναμη όλων των υπαλλήλων.

66      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη των τεχνικών δυσχερειών που συνδέονται με τον καθορισμό και την επιλογή των βασικών στοιχείων και των στατιστικών μεθόδων, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τους προσφεύγοντες να αποδείξουν ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, επαρκώς κατά νόμο, την ύπαρξη αισθητής και διαρκούς αυξήσεως του κόστους ζωής στο Λουξεμβούργο σε σχέση με τις Βρυξέλλες, ικανής να θεμελιώσει την ύπαρξη άνισης μεταχειρίσεως μεταξύ υπαλλήλων, αναλόγως του τόπου υπηρεσίας τους. Σ’ αυτούς εναπόκειται μόνον, όπως συνομολόγησε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να προσκομίσουν αρκούντως σημαντική δέσμη στοιχείων από τα οποία να προκύπτει πιθανή διαφορά της αγοραστικής δύναμης, ώστε να μετατεθεί το βάρος της αποδείξεως στην Επιτροπή και να δικαιολογηθεί, ενδεχομένως, η έναρξη διοικητικών ερευνών από την Eurostat.

67      Πράγματι, από το άρθρο 65, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και το άρθρο 9, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΧΙ αυτού προκύπτει ότι μόνο μια αισθητή αύξηση του κόστους ζωής στο Λουξεμβούργο, σε σχέση με τις Βρυξέλλες, θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη λήψη μέτρων αναπροσαρμογής, ώστε να εξασφαλιστεί η αντιστοιχία της αγοραστικής δύναμης των υπαλλήλων που υπηρετούν στο Λουξεμβούργο με αυτή των συναδέλφων τους που εργάζονται στις Βρυξέλλες. Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν μπορεί, πράγματι, να επιβάλλει πλήρη ταύτιση της αγοραστικής δύναμης των υπαλλήλων, ανεξαρτήτως τόπου υπηρεσίας, αλλά επιβάλλει μια ουσιαστική αντιστοιχία του κόστους ζωής μεταξύ των οικείων τόπων υπηρεσίας. Ο νομοθέτης διαθέτει, συναφώς, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, δεδομένου ότι το ζήτημα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο, ενώ η παρέμβαση του δικαστή πρέπει να περιορίζεται στην έρευνα κατά πόσον τα θεσμικά όργανα δεν υπερέβησαν τα εύλογα όρια σε σχέση με τις εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχτηκαν και δεν έκαναν χρήση της εξουσίας τους κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Δεκεμβρίου 1995, Τ‑544/93 και Τ‑566/93, Abello κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑271 και II‑815, σκέψη 76).

68      Εντούτοις, έστω και αν τα δικόγραφα των προσφευγόντων δεν είναι πολύ σαφή ως προς το ζήτημα αυτό, η κύρια αιτίαση που προβάλλεται προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής είναι προφανώς η επιμονή της Επιτροπής να εφαρμόσει το άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ χωρίς να έχει προηγηθεί μελέτη σχετικά με την ενδεχόμενη διαφορά της αγοραστικής δύναμης μεταξύ Βρυξελλών και Λουξεμβούργου. Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστικός έλεγχος δεν περιορίζεται στην εξακρίβωση της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, αλλά εξετάζει κατά πόσον οι ενδιαφερόμενοι είχαν παράσχει ή όχι επαρκή στοιχεία, όπως μελέτες περιέχουσες αριθμητικά στοιχεία ή άλλες, προερχόμενες από νόμιμη πηγή, αρκούντως λεπτομερείς, που να δικαιολογούν την έναρξη έρευνας.

69      Διαπιστώνεται, όμως, εν προκειμένω, ότι οι προσφεύγοντες περιορίζονται στη διατύπωση κάποιων μάλλον αφηρημένων εκτιμήσεων χωρίς να προσκομίζουν στοιχεία ικανά, ως αρχή αποδείξεως, να δημιουργήσουν τουλάχιστον μια εντύπωση αισθητής διαφοράς δυνάμενης να δικαιολογήσει την έναρξη στατιστικών ερευνών εκ μέρους της Eurostat. Πράγματι, οι προσφεύγοντες στην προσφυγή τους αναφέρουν:

–        «στοιχεία που δημοσιοποιούνται από τη UBS», χωρίς τα στοιχεία αυτά να επεξηγούνται, ούτε καν να προσκομίζονται·

–        αναπόδεικτους ισχυρισμούς σχετικά με τον εθνικό κατώτατο μισθό, τις τιμές των κατοικιών, τις τιμές της μισθώσεως γραφείων στο Λουξεμβούργο·

–        «πληροφορίες προερχόμενες από τους συναδέλφους οι οποίοι, στο πλαίσιο της κινητικότητας, μετακινήθηκαν από το Λουξεμβούργο στις Βρυξέλλες ή από τις Βρυξέλλες στο Λουξεμβούργο και διαπίστωσαν ότι η αγοραστική τους δύναμη στο Λουξεμβούργο είναι μικρότερη από αυτή των Βρυξελλών», χωρίς ειδικότερο σχολιασμό·

–        «ανεπίσημους υπολογισμούς προερχόμενους από στατιστικολόγους της Eurostat», επίσης χωρίς περαιτέρω σχολιασμό·

–        μια επιστολή της 6ης Μαρτίου 2006, προερχόμενη από τον διευθυντή πόρων της Υπηρεσίας συντηρήσεων και εφοδιασμού του ΝΑΤΟ, στην οποία αυτός περιορίζεται στην έκφραση της ανησυχίας του για «την αυξανόμενη διαφορά του κόστους ζωής στις Βρυξέλλες και στο Λουξεμβούργο»,

–        άλλους ισχυρισμούς περιεχόμενους σε αλληλογραφία και συνδικαλιστικές προκηρύξεις, που επισυνάπτονται στην προσφυγή.

70      Τέτοιου είδους στοιχεία δεν επαρκούν για να δημιουργήσουν την εντύπωση αισθητής και διαρκούς διαφοράς του κόστους ζωής μεταξύ των εν λόγω δύο τόπων υπηρεσίας, η οποία, ελλείψει ειδικού διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο, θα μείωνε ουσιωδώς την αγοραστική δύναμη των υπαλλήλων που υπηρετούν στο Λουξεμβούργο σε σχέση με αυτή των συναδέλφων τους που εργάζονται στις Βρυξέλλες, ιδίως μάλιστα όταν η Επιτροπή, από την πλευρά της, προσκόμισε στοιχεία που, αντιθέτως, υποδηλώνουν την ύπαρξη χαμηλότερου κόστους ζωής στο Λουξεμβούργο από ό,τι στις Βρυξέλλες (βλ. ανωτέρω, σκέψη 57).

71      Όσον αφορά, εξάλλου, την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, αρκεί να υπομνησθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, μια διάταξη του ΚΥΚ που έχει νομοτύπως θεσπιστεί από το Συμβούλιο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί λυσιτελώς λόγω προβαλλόμενης παραβιάσεως τέτοιας αρχής (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Φεβρουαρίου 2005, Τ‑256/01, Pyres κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑23 και II‑99, σκέψη 66, και Campoli κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 149).

72      Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αρκεί επίσης η διαπίστωση ότι οι προσφεύγοντες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι έλαβαν από τη διοίκηση συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις ως προς την ύπαρξη αισθητής διαφοράς όσον αφορά την αγοραστική δύναμη των υπαλλήλων μεταξύ Βρυξελλών και Λουξεμβούργου ή ως προς τη μελλοντική καθιέρωση διορθωτικού συντελεστή για το Λουξεμβούργο. Σε κάθε περίπτωση, ο υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα διατάξεως του ΚΥΚ, εν προκειμένω του άρθρου 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ, και να αντιταχθεί στην εφαρμογή της, δεδομένου ότι οι υποσχέσεις της διοικήσεως στις οποίες δεν λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του ΚΥΚ δεν μπορούν να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται (βλ., συναφώς, απόφαση Chomel κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 26 έως 30, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουλίου 2004, Τ‑175/03, Schmitt κατά AER, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑211 και II‑939, σκέψεις 46 και 47).

73      Πρέπει ακόμη να υπογραμμιστεί, συναφώς, ότι η προσφυγή δεν στρέφεται κατά της απορρίψεως αιτήματος περί διενέργειας στατιστικής έρευνας, αλλά, συγκεκριμένα, κατά των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας, βάσει ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας που στρέφεται κατά διατάξεως του ΚΥΚ.

74      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν οι τρεις πρώτοι λόγοι ακυρώσεως.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

75      Οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ότι, κατά το άρθρο 64, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, ο διορθωτικός συντελεστής «που εφαρμόζεται στις αποδοχές των υπαλλήλων που απασχολούνται στις προσωρινές έδρες των Κοινοτήτων είναι την 1η Ιανουαρίου 1962, ίσος προς 100 %». Αυτό σημαίνει ότι, με την πάροδο των ετών, ο συντελεστής για το Λουξεμβούργο μπορεί να μεταβληθεί. Φρονώντας ότι το παράρτημα ΧΙ δεν μπορεί να περιορίσει το περιεχόμενο του άρθρου 64, οι προσφεύγοντες αμφισβητούν τη νομιμότητα του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, του άρθρου 3, παράγραφος 5, και του άρθρου 5, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ που αναφέρονται στο Λουξεμβούργο.

76      Οι προσφεύγοντες εκτιμούν ότι υφίσταται νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλομένης ατομικής αποφάσεως, δηλαδή της αρνήσεως της Επιτροπής να εξισώσει την αγοραστική δύναμη των αποδοχών στο Λουξεμβούργο με την αγοραστική δύναμη των αποδοχών στις Βρυξέλλες, και της προσβαλλομένης πράξεως γενικής ισχύος και ότι η προβαλλόμενη ένσταση ελλείψεως νομιμότητας περιορίζεται σε ό,τι είναι απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς.

77      Η Επιτροπή και το Συμβούλιο αντιτάσσουν ότι οι προσφεύγοντες δεν προβάλλουν επιχειρήματα για να στηρίξουν τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, με αποτέλεσμα να πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός ως απαράδεκτος, βάσει του άρθρου 35, παράγραφος 1, στοιχεία δ΄ και ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας.

78      Επί της ουσίας, το άρθρο 64 δεν έχει, κατά την άποψη της Επιτροπής, υπέρτερη τυπική ισχύ σε σχέση με τις διατάξεις του παραρτήματος ΧΙ, αντίθετα από ό,τι αφήνουν να εννοηθεί οι προσφεύγοντες. Είναι, συνεπώς, αδύνατον να υποστηριχθεί ότι οι διατάξεις αυτές μπορεί να συνιστούν παράβαση του άρθρου 64.

79      Στην πραγματικότητα, όλες οι διατάξεις των οποίων γίνεται επίκληση είναι ισοδύναμης ισχύος και, κατά συνέπεια, πρέπει να συνδυάζονται, ώστε να εξασφαλίζεται η αρμονική ερμηνεία τους. Το άρθρο 64 του ΚΥΚ δεν θα μπορούσε, όμως, να έχει την έννοια ότι είναι δυνατόν να θεσπιστεί ειδικός συντελεστής για το Λουξεμβούργο, διότι αυτό θα ισοδυναμούσε με ερμηνεία του άρθρου αυτού κατά τρόπο που αποκλίνει από το σαφές γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 3 ή 5, του παραρτήματος ΧΙ. Αντιθέτως, το άρθρο 64 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά τις λοιπές περιπτώσεις, πλην αυτών που αποτελούν αντικείμενο ειδικών διατάξεων, όπως αυτές που αφορούν το Λουξεμβούργο.

80      Το Συμβούλιο συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής στο ζήτημα αυτό. Προσθέτει ότι, στο μέτρο που οι προσφεύγοντες θα επιχειρούσαν να ασκήσουν κριτική κατά των εν λόγω διατάξεων υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, από το παράρτημα ΧΙ και, ιδίως, από το άρθρο 9, παράγραφος 1, του παραρτήματος αυτού προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη δεν είναι να εξασφαλίσει την πλήρη ταύτιση, κάθε στιγμή, της αγοραστικής δύναμης των υπαλλήλων που υπηρετούν σε διαφορετικούς τόπους. Πράγματι, η προαναφερθείσα διάταξη προβλέπει ότι η αίτηση δημιουργίας νέου διορθωτικού συντελεστή «θα πρέπει να υποστηρίζεται από αντικειμενικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει, στη διάρκεια περισσότερων ετών, αισθητή διαφορά στο κόστος διαβίωσης σε συγκεκριμένο τόπο υπηρεσίας σε σχέση με εκείνο που διαπιστώνεται στην πρωτεύουσα του οικείου κράτους μέλους». Εξάλλου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας F. Capotorti με τις προτάσεις του της 30ής Σεπτεμβρίου 1982 επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1982, 158/79, Roumengous Carpentier κατά Επιτροπής (Συλλογή 1982, σ. 4379), «η προσαρμογή των συντελεστών αναπροσαρμογής είναι υποχρεωτική μόνο σε περίπτωση αισθητής αυξήσεως του κόστους ζωής. Συνάγεται ότι στόχος του κοινοτικού νομοθέτου [δεν] είναι η πλήρης ταυτότης μισθού (η ίδια αγοραστική δύναμη ανεξαρτήτως τόπου υπηρεσίας), αλλά μία ουσιαστική και εύλογη αντιστοιχία μισθών, επιτρέποντας ενδεχόμενες διαφορές μικρότερης σημασίας». Εάν υποτεθεί ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, του παραρτήματος ΧΙ, του ΚΥΚ μπορεί να εφαρμοσθεί, κατ’ αναλογία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το άρθρο αυτό θα συναγόταν ότι η νομιμότητα των εν λόγω διατάξεων που αφορούν το Λουξεμβούργο δεν μπορεί, υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, να αμφισβητηθεί παρά μόνον εφόσον υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει αισθητή και διαρκής διαφορά στο κόστος ζωής μεταξύ Βρυξελλών και Λουξεμβούργου.

81      Οι προσφεύγοντες όμως δεν επικαλέστηκαν κανένα αντικειμενικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει τέτοια διαφορά μεταξύ των δύο πρωτευουσών και, ιδίως μάλιστα, ο σημαντικός και διαρκής χαρακτήρας μιας τέτοιας διαφοράς.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

82      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι διατάξεις του παραρτήματος ΧΙ του ΚΥΚ, και ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος αυτού δεν μπορούν να αποκλίνουν από το άρθρο 64 του ΚΥΚ, το γράμμα και το πνεύμα του οποίου επιβάλλουν υποχρεωτικά τη δυνατότητα τροποποιήσεως των διορθωτικών συντελεστών που αφορούν τις αποδοχές των υπαλλήλων ανάλογα με τις συνθήκες διαβιώσεως στους διαφόρους τόπους υπηρεσίας.

83      Ως προς το ζήτημα αυτό, πράγματι «[το] άρθρο 65α του ΚΥΚ προβλέπει ότι ο τρόπος εφαρμογής των άρθρων 64 και 65 καθορίζεται στο παράρτημα ΧΙ». Εξ ου συνάγεται ότι ο εν λόγω τρόπος εφαρμογής δεν μπορεί να αποκλίνει από τους βασικούς κανόνες που αποτυπώνονται στα άρθρα 64 και 65 του ΚΥΚ. Επιπλέον, ενώ, γενικώς, δεν υφίσταται κατά κυριολεξία ιεραρχική σχέση από άποψη τυπικής ισχύος μεταξύ των οργανικών κανόνων του ΚΥΚ και των παραρτημάτων του, δεδομένου ότι και οι δύο κατηγορίες κανόνων θεσπίζονται από το Συμβούλιο, θα μπορούσε να υφίσταται, κατά περίπτωση, ουσιαστική ιεραρχική σχέση μεταξύ τους, με την υποχρέωση η ερμηνεία των παραρτημάτων να λαμβάνει υπόψη τις βάσεις και το σύστημα της δημόσιας διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως καθορίζονται στον ίδιο τον ΚΥΚ.

84      Εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι οι διατάξεις του παραρτήματος ΧΙ και, ιδίως, το άρθρο 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος αυτού παραβιάζουν ουσιώδη κανόνα, περιεχόμενο στο άρθρο 64 του ΚΥΚ, δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι ο νομοθέτης παρανόμως εκτίμησε ότι οι συνθήκες διαβιώσεως στις Βρυξέλλες και στο Λουξεμβούργο δεν δικαιολογούσαν την καθιέρωση διαφορετικών διορθωτικών συντελεστών. Το ζήτημα κατά πόσο μια τέτοια εκτίμηση παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ή είναι προδήλως πεπλανημένη εξετάστηκε ειδικώς στο πλαίσιο των τριών πρώτων λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής.

85      Βάσει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

86      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί για τους ως άνω λόγους.

87      Από την παρούσα απόφαση προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες είναι οι ηττηθέντες διάδικοι. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή ζήτησε ρητώς με τα αιτήματά της να καταδικαστούν οι προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα. Καθόσον οι περιστάσεις δεν δικαιολογούν, εν προκειμένω, την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι προσφεύγοντες πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα.

88      Εξάλλου, κατά το άρθρο 89, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο παρεμβαίνων φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Οι G. Lebedef και T. Jones φέρουν το σύνολο των δικαστικών εξόδων, πλην των δικαστικών εξόδων του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρεμβαίνον, φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Mahoney

Kreppel

Van Raepenbusch

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Σεπτεμβρίου 2010.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      P. Mahoney


** Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.