Language of document : ECLI:EU:C:2020:587

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 16ης Ιουλίου 2020 (1)

Υπόθεση C584/19

Staatsanwaltschaft Wien

κατά

A κ.λπ.,

παρισταμένης της:

Staatsanwaltschaft Hamburg

[αίτηση του Landesgericht für Strafsachen Wien
(πρωτοβάθμιου περιφερειακού δικαστηρίου ποινικών υποθέσεων Βιέννης, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκή εντολή έρευνας – Εισαγγελέας που ασκεί τα καθήκοντα αρχής εκδόσεως – Ανεξαρτησία της εισαγγελίας έναντι της εκτελεστικής εξουσίας – Οδηγία 2014/41/ΕΕ – Δικαστική αρχή αρμόδια για την έκδοση – Αυτοτελής έννοια – Διαφορές μεταξύ των ρυθμίσεων της οδηγίας 2014/41/ΕΕ και αυτών της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ – Προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων – Ανάγκη δικαστικής παρεμβάσεως»






1.        Οι εισαγγελικές αρχές της Γερμανίας και της Αυστρίας αποτελούν, αντιστοίχως, αρχές εκδόσεως και εκτελέσεως των ευρωπαϊκών εντολών έρευνας (στο εξής: ΕΕΕ) που διεκπεραιώνονται σύμφωνα με την οδηγία 2014/41/ΕΕ (2).

2.        Στην υπό κρίση υπόθεση, η Staatsanwaltschaft Hamburg (Εισαγγελία Αμβούργου, Γερμανία) εξέδωσε μια ΕΕΕ ζητώντας από την Staatsanwaltschaft Wien (Εισαγγελία Βιέννης, Αυστρία) να της παράσχει ορισμένες πληροφορίες για έναν τραπεζικό λογαριασμό που τηρείτο στην Αυστρία. Δεδομένου ότι το δίκαιο της τελευταίας αυτής χώρας απαιτεί, για την παροχή των εν λόγω πληροφοριών, προηγούμενη δικαστική έγκριση, η Εισαγγελία Βιέννης υπέβαλε σχετικό αίτημα στο Landesgericht für Strafsachen Wien (πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο ποινικών υποθέσεων Βιέννης, Αυστρία).

3.        Το τελευταίο αυτό δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο, εν συνόψει, εάν η νομολογία που έχει καθιερωθεί σχετικά με την ανεξαρτησία της εισαγγελικής αρχής στο πλαίσιο των διεπόμενων από την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ (3) ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως (στο εξής: ΕΕΣ) μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικώς στις ΕΕΕ.

I.      Νομοθετικό πλαίσιο

Α.      Δίκαιο της Ένωσης. Η οδηγία 2014/41

4.        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2014/41 («Η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας και η υποχρέωση εκτέλεσής της») έχει ως εξής:

«1.      Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ΕΕΕ) είναι δικαστική απόφαση την οποία εκδίδει ή επικυρώνει δικαστική αρχή κράτους μέλους (“κράτος έκδοσης”) με σκοπό την εκτέλεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων σε άλλο κράτος μέλος (“κράτος εκτέλεσης”) για τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων βάσει της παρούσας οδηγίας.

Η ΕΕΕ μπορεί επίσης να εκδίδεται για την λήψη αποδεικτικών στοιχείων ευρισκομένων ήδη στην κατοχή των αρμόδιων αρχών του κράτους εκτέλεσης.

2.      Τα κράτη μέλη εκτελούν όλες τις ΕΕΕ με βάση την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και τηρουμένης της παρούσας οδηγίας.

3.      Την έκδοση ΕΕΕ μπορεί να ζητήσει ύποπτος ή κατηγορούμενος (ή δικηγόρος εξ ονόματός του) στο πλαίσιο των δικαιωμάτων υπεράσπισης που προβλέπει το εθνικό δίκαιο και ποινική δικονομία.

4.      Η παρούσα οδηγία δεν μεταβάλλει την υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της [ΣΕΕ], συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων υπεράσπισης των προσώπων τα οποία υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες, και δεν θίγει τις τυχόν υποχρεώσεις που βαρύνουν τις δικαστικές αρχές ως προς το θέμα αυτό.»

5.        Κατά το άρθρο 2 («Ορισμοί»):

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)      “κράτος έκδοσης”: το κράτος μέλος στο οποίο εκδίδεται η ΕΕΕ·

β)      “κράτος εκτέλεσης”: το κράτος μέλος στο οποίο εκτελείται η ΕΕΕ και στο οποίο πρέπει να εκτελεστεί το ερευνητικό μέτρο·

γ)      “αρχή έκδοσης”:

i)      δικαστής, δικαστήριο, ανακριτής ή εισαγγελέας με αρμοδιότητα στη συγκεκριμένη υπόθεση, ή

ii)      κάθε άλλη αρμόδια αρχή ορισθείσα από το κράτος έκδοσης η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση ενεργεί ως ανακριτική αρχή σε ποινικές διαδικασίες, αρμοδία να διατάσσει τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Επιπλέον, προτού διαβιβαστεί στην αρχή εκτέλεσης, η ΕΕΕ επικυρώνεται, αφού εξεταστεί αν τηρεί τις προϋποθέσεις της παρούσας οδηγίας για την έκδοση ΕΕΕ, ιδίως αυτές του άρθρου 6 παράγραφος 1 αυτής, από δικαστή, δικαστήριο, ανακριτή ή εισαγγελέα στο κράτος έκδοσης. Αν η ΕΕΕ έχει επικυρωθεί από δικαστική αρχή, η αρχή αυτή μπορεί επίσης να θεωρηθεί αρχή έκδοσης για τους σκοπούς της διαβίβασης της ΕΕΕ·

δ)      “αρχή εκτέλεσης”: αρχή αρμοδία να αναγνωρίζει μια ΕΕΕ και να εξασφαλίζει την εκτέλεσή της σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τις ισχύουσες διαδικασίες σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση. Οι εν λόγω διαδικασίες μπορεί να απαιτούν έγκριση δικαστηρίου στο κράτος εκτέλεσης όταν αυτό προβλέπεται από την εθνική του νομοθεσία».

6.        Το άρθρο 6 («Προϋποθέσεις έκδοσης και διαβίβασης ΕΕΕ») ορίζει τα εξής:

«1.      Μια ΕΕΕ μπορεί να εκδίδεται μόνον όταν η αρχή έκδοσης κρίνει ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)      η έκδοση της ΕΕΕ είναι απαραίτητη και αναλογική για τους σκοπούς της διαδικασίας του άρθρου 4, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου· και

β)      το ή τα ερευνητικά μέτρα που προβλέπονται στην ΕΕΕ θα μπορούσαν να είχαν διαταχθεί υπό τις ίδιες προϋποθέσεις σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση.

2.      Οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 αξιολογούνται σε κάθε υπόθεση από την αρχή έκδοσης.

3.      Όταν μια αρχή εκτέλεσης έχει λόγους να πιστεύει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, μπορεί να συμβουλευθεί την αρχή έκδοσης σχετικά με τη σημασία της εκτέλεσης της ΕΕΕ. Μετά τη διαβούλευση αυτή η αρχή έκδοσης δύναται να ανακαλέσει την ΕΕΕ.»

Β.      Το εθνικό δίκαιο

1.      Το γερμανικό δίκαιο. Ο Gerichtsverfassungsgesetz (4)

7.        Το άρθρο 146 διαλαμβάνει τα εξής:

«Οι υπάλληλοι της εισαγγελίας οφείλουν να συμμορφώνονται με τις υπηρεσιακές οδηγίες των προϊσταμένων τους.»

8.        Το άρθρο 147 ορίζει τα εξής:

«Αρμόδιοι για την άσκηση εποπτείας και διευθυντικών καθηκόντων είναι:

1.      ο ομοσπονδιακός Υπουργός Δικαιοσύνης και Προστασίας του Καταναλωτή, όσον αφορά τον ομοσπονδιακό γενικό εισαγγελέα και τους ομοσπονδιακούς εισαγγελείς·

2.      η διοικητική αρχή του Land (ομόσπονδου κράτους) αρμόδια για τη δικαιοσύνη, όσον αφορά το σύνολο των υπαλλήλων της εισαγγελίας του οικείου Land·

3.      ο προϊστάμενος της εισαγγελίας των ανώτερων περιφερειακών δικαστηρίων και των περιφερειακών πρωτοδικείων, όσον αφορά το σύνολο των υπαλλήλων της εισαγγελικής αρχής της περιφέρειας του οικείου δικαστηρίου.

[…]»

2.      Το αυστριακό δίκαιο

1)      O Strafprozessordnung (5)

9.        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, αναθέτει στην εισαγγελική αρχή τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων.

10.      Στο πλαίσιο των καθηκόντων αυτών, η εισαγγελική αρχή οφείλει, προκειμένου να προβεί σε ορισμένα ιδιαιτέρως παρεμβατικά ερευνητικά μέτρα (άρθρα 101 και 105), να λάβει προηγούμενη δικαστική έγκριση.

11.      Μεταξύ των μέτρων αυτών περιλαμβάνεται η συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς και τραπεζικές συναλλαγές (άρθρο 109, σημείο 4, σε συνδυασμό με το άρθρο 116, παράγραφος 4).

2)      O Bundesgesetz über die justizielle Zusammenarbeit in Strafsachen mit den Mitgliedstaaten der Europäischen Union (6)

12.      Κατά το άρθρο 55c αρμόδια για την εκτέλεση μιας ΕΕΕ είναι η εισαγγελία στην περιφέρεια της οποίας πρόκειται να εκτελεστεί το αιτούμενο μέτρο.

13.      Το άρθρο 55e προβλέπει ότι η απόφαση της εισαγγελίας με την οποία εκτελείται μια ΕΕΕ πρέπει να περιέχει: i) πληροφορίες σχετικά με τον ορισμό του εισαγγελέα, την ταυτότητα, ει δυνατόν, του υπό έρευνα προσώπου, περιγραφή των πραγματικών περιστατικών και χαρακτηρισμό τους, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα του προσώπου το οποίο αφορά το μέτρο· ii) περιγραφή του υπό εκτέλεση μέτρου· iii) αιτιολόγηση της νομιμότητας του μέτρου αυτού· και iv) αντίγραφο της ΕΕΕ.

II.    Πραγματικά περιστατικά και προδικαστικό ερώτημα

14.      Η Εισαγγελία Αμβούργου άσκησε ποινική δίωξη κατά του A και λοιπών αγνώστων προσώπων (7), στο πλαίσιο της οποίας, με σκοπό τη διαλεύκανση των πραγματικών περιστατικών, ιδίως για τον εντοπισμό των δραστών, διαβίβασε στην Εισαγγελία Βιέννης μια ΕΕΕ. Με αυτήν ζητούσε να της αποσταλούν, υπό μορφή αντιγράφων, διάφορα έγγραφα που αφορούσαν έναν αυστριακό λογαριασμό για το διάστημα από την 1η Ιουνίου 2018 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2018.

15.      Η Εισαγγελία Βιέννης ζήτησε, σύμφωνα με τα άρθρα 109, σημείο 4, και 116 του StPO, από το Landesgericht für Strafsachen Wien (πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο ποινικών υποθέσεων Βιέννης), άδεια προσβάσεως στα στοιχεία των τραπεζικών λογαριασμών και των τραπεζικών συναλλαγών, με σκοπό να υποχρεωθεί η τράπεζα να παραδώσει τα έγγραφα που αναφέρονται στην ΕΕΕ.

16.      Το δικαστήριο αυτό, προτού παράσχει την έγκριση, επισημαίνει ότι η γερμανική εισαγγελική αρχή, στον βαθμό που είναι εκτεθειμένη στον κίνδυνο να λάβει, άμεσα ή έμμεσα, εντολές ή οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση από την εκτελεστική εξουσία, δεν μπορεί, κατά το Δικαστήριο (8), να θεωρηθεί δικαστική αρχή εκδόσεως ΕΕΣ. Προσθέτει ότι το ίδιο αυτό συμπέρασμα θα μπορούσε, κατ’ αναλογία, να αποτελέσει λόγο αρνήσεως εκτελέσεως της ΕΕΕ που εξέδωσε η Εισαγγελία Αμβούργου.

17.      Καίτοι η οδηγία 2014/41 εντάσσει την εισαγγελική αρχή στις αρχές εκδόσεως, εντούτοις το σύνολο των εισαγγελικών αρχών των κρατών μελών δεν πληροί την προϋπόθεση της ανεξαρτησίας που απαιτείται από τα δικαιοδοτικά όργανα. Εάν η νομολογία του Δικαστηρίου περί ΕΕΣ είχε εφαρμογή στις ΕΕΕ, η έννοια του «εισαγγελέα» του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, σημείο i, της οδηγίας 2014/41 θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως μη περιλαμβάνουσα τις εισαγγελικές αρχές που, όπως η Εισαγγελία Αμβούργου, είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο να λάβουν οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση από την εκτελεστική εξουσία (9).

18.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν οι όροι “δικαστική αρχή” του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις, και “εισαγγελέας” του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, σημείο i, της εν λόγω οδηγίας την έννοια ότι περιλαμβάνουν και τις εισαγγελικές αρχές κράτους μέλους οι οποίες, στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως ευρωπαϊκής εντολής έρευνας, είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο να υπόκεινται, άμεσα ή έμμεσα, σε εντολές ή οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, όπως εκ μέρους του Justizsenator in Hamburg (Υπουργού Δικαιοσύνης του Αμβούργου);»

III. Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

19.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Αυγούστου 2019, συνοδευόμενη από αίτημα εκδικάσεώς της με την ταχεία διαδικασία.

20.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Γερμανική, η Αυστριακή, η Ισπανική, η Ολλανδική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

IV.    Εκτίμηση

Α.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

21.      Το αιτούν δικαστήριο καλείται να αποφασίσει εάν θα επιτρέψει την εκτέλεση ενός μέτρου έρευνας που ζητείται από την Εισαγγελία Βιέννης. Εάν η γερμανική εισαγγελική αρχή δεν είχε εμπλακεί στην αίτηση αυτή, δεν φαίνεται ότι θα υπήρχαν δυσκολίες, βάσει του εθνικού δικαίου, ώστε το αιτούν δικαστήριο να την εξετάσει και, κατά περίπτωση, να την ικανοποιήσει.

22.      Υπό την επιφύλαξη της κρίσεως του αιτούντος δικαστηρίου, δεν μπορώ παρά να υποθέσω ότι, εάν η ίδια αυτή αίτηση της Εισαγγελίας Βιέννης είχε υποβληθεί κατόπιν αιτήματος της αυστριακής αστυνομίας (ήτοι, αρχής εξαρτώμενης από την εκτελεστική εξουσία), ο παράγοντας αυτός δεν θα εμπόδιζε, αφ’ εαυτού, το αιτούν δικαστήριο να εξετάσει την αίτηση.

23.      Εάν ούτως έχουν τα πράγματα, δεν αντιλαμβάνομαι τι πρόβλημα θα υπήρχε, ακόμη και αν η γερμανική εισαγγελική αρχή δεν μπορούσε να θεωρηθεί «δικαστική αρχή» (διότι δεν είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία), ώστε το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί της αιτήσεως που, κατόπιν αιτήματος της Εισαγγελίας Αμβούργου, υπέβαλε απευθείας ενώπιόν του η Εισαγγελία Βιέννης (η οποία ενεργεί ως «αρχή εκτελέσεως», κατά το εθνικό δίκαιο).

24.      Έτι περαιτέρω, ούτε η αυστριακή εισαγγελική αρχή απολαύει ανεξαρτησίας από την εκτελεστική εξουσία, όπως είχε ήδη την ευκαιρία να κρίνει το Δικαστήριο (10). Κατά την άποψή μου, το γεγονός αυτό δεν την εμποδίζει να υποβάλει στο αιτούν δικαστήριο όποια αίτηση ερευνητικών μέτρων κρίνει πρόσφορη, όταν συντρέχουν οι περιστάσεις των άρθρων 109, σημείο 4, και 116 StPO.

25.      Το ίδιο ισχύει για την αστυνομία ή για άλλες διοικητικές αρχές (11). Το ερώτημα, επομένως, είναι εάν η έλλειψη ανεξαρτησίας της αυστριακής εισαγγελικής αρχής θα οδηγούσε το δικαστήριο να απορρίψει μια αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα τραπεζικού λογαριασμού που, κατόπιν αιτήματος της αστυνομίας ή των εν λόγω λοιπών διοικητικών αρχών, του απευθύνει η Εισαγγελία Βιέννης.

26.      Στην πραγματικότητα, το κρίσιμο στοιχείο προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να λάβει την απόφασή του (να επιτρέψει ή όχι την εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου) δεν είναι τόσο η προέλευση της αιτήσεως, όσο η ίδια η δικαιοδοτική λειτουργία της. Εάν ένα ΕΕΣ που εκδίδεται από Αυστριακό εισαγγελέα (ο οποίος δεν είναι ανεξάρτητος από την εκτελεστική εξουσία) μπορεί, κατόπιν επικυρώσεώς του από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο (12), το οποίο ελέγχει την αναλογικότητά του, να παραγάγει αποτελέσματα, η ίδια αυτή αρχή μπορεί, κατά μείζονα λόγο, να έχει εφαρμογή σε ερευνητικά μέτρα των οποίων ο αντίκτυπος στη ζωή του οικείου προσώπου είναι πολύ μικρότερος σε σχέση με τα ΕΕΣ.

27.      Προσθέτω, τέλος, ότι το δίκαιο της Ένωσης περιέχει κανόνες οι οποίοι επιβάλλουν στις διοικητικές αρχές των κρατών μελών την υποχρέωση μεταξύ τους συνεργασίας με σκοπό τη λήψη από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ορισμένων δεδομένων που αφορούν τους τηρούμενους σε αυτά τραπεζικούς λογαριασμούς (13). Η υποχρέωση αυτή συνεργασίας δεν απαιτεί η αιτούσα αρχή να είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία.

28.      Βάσει, συνεπώς, του δικαίου της Ένωσης, οι διοικητικές αρχές κράτους μέλους (εξ ορισμού, μη ανεξάρτητες) δύνανται να ζητούν από τις ομόλογές τους σε άλλο κράτος μέλος συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς, πληροφορίες τις οποίες οι τελευταίες οφείλουν, κατ’ αρχήν, να τους διαβιβάζουν. Δεν υφίσταται, υπό το πρίσμα αυτό, κανένας λόγος αρχής για τον οποίον το ίδιο αυτό κριτήριο δεν θα μπορούσε να έχει εφαρμογή στις σχέσεις μεταξύ εισαγγελικών αρχών στον τομέα αυτόν, όταν αυτές ενεργούν ως αρχές εκδόσεως ή εκτελέσεως μιας ΕΕΕ.

Β.      Οι αρχές εκδόσεως των ΕΕΕ

29.      Η οδηγία 2014/41 θεσπίστηκε δυνάμει του άρθρου 82, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ένωση θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως.

30.      Η ΕΕΕ ορίζεται ως δικαστική απόφαση την οποία εκδίδει ή επικυρώνει δικαστική αρχή κράτους μέλους («κράτος εκδόσεως») με σκοπό την εκτέλεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων σε άλλο κράτος μέλος («κράτος εκτελέσεως») για τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων (14).

31.      Η οδηγία 2014/41, η οποία αντικαθιστά διάφορα συμβατικά κείμενα περί δικαστικής συνδρομής (15), φιλοδοξεί να καταστεί το μοναδικό νομοθετικό κείμενο που θα διέπει, στον ευρωπαϊκό χώρο, τη διεξαγωγή ερευνών και τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων. Σκοπός της είναι διευκολύνει και να επιταχύνει τη συγκέντρωση και διαβίβαση αποδεικτικών στοιχείων εντός της Ένωσης, καθώς και να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών έρευνας.

32.      Η πιο σημαντική ιδιαιτερότητα των ΕΕΕ, καθό μέρος ενδιαφέρει εν προκειμένω, είναι ότι η οδηγία 2014/41 περιλαμβάνει δυο κατηγορίες «αρχών εκδόσεως»:

–        τις δικαστικές αρχές (16), οι οποίες μπορούν να είναι μόνο «δικαστής, δικαστήριο, ανακριτής ή εισαγγελέας με αρμοδιότητα στη συγκεκριμένη υπόθεση» (άρθρο 2, στοιχείο γʹ, σημείο i), όλες σε ισότιμη βάση·

–        τις μη δικαστικές αρχές, οι οποίες, ωστόσο, είναι αρμόδιες να διεξάγουν έρευνα σε ποινικές διαδικασίες και να διατάσσουν τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο (άρθρο 2, στοιχείο γʹ, σημείο ii) (17). Οι ΕΕΕ που εκδίδονται από οποιαδήποτε από τις αρχές αυτές πρέπει να επικυρώνονται από δικαστική αρχή (18).

33.      Το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, σημείο i, της οδηγίας 2014/41 αναφέρει, ειδικώς, μεταξύ των (δικαστικών) αρχών εκδόσεως ΕΕΕ, τον εισαγγελέα. Μέχρι στιγμής, ουδεμία αμφιβολία υπήρχε ότι η σαφής αυτή αναφορά επέτρεπε στους αρμόδιους εισαγγελείς (σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τους) να εκδίδουν απευθείας τις εντολές αυτές.

34.      Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου ανάγονται, όπως προελέχθη, στην απόφαση OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau), με την οποία είχε εξεταστεί η έννοια «δικαστική αρχή» για τους σκοπούς της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Δεδομένου ότι με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι η γερμανική εισαγγελία δεν συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά ανεξαρτησίας που απαιτούντο για την έκδοση ενός ΕΕΣ, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν το ίδιο ισχύει και για τους σκοπούς της εκδόσεως μιας ΕΕΕ, καθόσον η γερμανική εισαγγελία δεν έχει την ιδιότητα ανεξάρτητης δικαστικής αρχής (19).

35.      Η αποδοχή της θέσεως αυτής θα σήμαινε ότι, στη Γερμανία, οι εισαγγελείς δεν θα μπορούσαν να έχουν την ιδιότητα αρχής εκδόσεως, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, σημείο i, της οδηγίας 2014/41, και ότι οι εκδιδόμενες από αυτούς ΕΕΕ θα έχρηζαν επικυρώσεως. Με άλλα λόγια, θα σήμαινε την υπαγωγή τους στο σημείο ii. Ως παρεπόμενη συνέπεια, και εν αντιθέσει προς το γράμμα του ίδιου σημείου ii, δεν θα μπορούσαν να ενεργούν ούτε ως αρχή επικυρώσεως των ΕΕΕ που εκδίδουν άλλες (διοικητικές) αρχές.

36.      Στα επόμενα σημεία, υποστηρίζω ότι ο όρος «δικαστική αρχή» δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να ερμηνεύεται με τον ίδιο τρόπο σε κάθε μέσο δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

37.      Εκτιμώ ότι καμία διάταξη του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης δεν απαιτεί να είναι ενιαία η ερμηνεία αυτή. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ένας και μοναδικός ορισμός της εν λόγω έννοιας, ισχύων για όλες τις πτυχές της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, θα άμβλυνε τις ερμηνευτικές δυσκολίες. Φρονώ, ωστόσο, ότι θα συνέβαινε το αντίθετο: η υποχώρηση στον ερμηνευτικό αυτόν πειρασμό θα προκαλούσε περισσότερα προβλήματα από αυτά που φαινομενικώς επιλύει.

38.      Ο νομοθέτης της Ένωσης είναι ελεύθερος να περιλάβει στην εν λόγω έννοια –υπό τον όρο ότι σέβεται το ουσιώδες περιεχόμενό της, ήτοι, ότι δεν την επεκτείνει σε οντότητες ξένες προς την απονομή της δικαιοσύνης– διάφορους από τους θεσμικούς φορείς που μετέχουν στην τελευταία. Όλα συναρτώνται με το νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται κάθε είδος δικαστικής συνεργασίας.

3.      Η απόφαση OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau)

39.      Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο οριοθέτησε την έννοια «δικαστική αρχή» αποκλειστικώς σε σχέση με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, για τους σκοπούς της οποίας:

–        επισήμανε ότι η έννοια αυτή έχει αυτοτελή χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβανομένων υπόψη του γράμματος του ερμηνευόμενου κανόνα, του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και του σκοπού που επιδιώκει (20),

–        αναφέρθηκε ρητώς στο εννοιολογικό περιεχόμενο του «όρου “δικαστική αρχή”, ο οποίος περιλαμβάνεται στη διάταξη αυτή [της αποφάσεως-πλαισίου]» (21),

–        παρέπεμψε στην «έννοια του όρου “δικαστική αρχή”, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584» (22),

–        εξέτασε το «πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται [το εν λόγω άρθρο 6, παράγραφος 1]» (23),

–        έλαβε υπόψη τον σκοπό της αποφάσεως-πλαισίου (24).

40.      Με τις προτάσεις μου στην ίδια αυτή υπόθεση είχα ήδη αναφέρει ότι «[ο]ι τρόποι της εν λόγω συμμετοχής της εισαγγελικής αρχής στην απονομή της δικαιοσύνης είναι ποικίλοι, ενδείκνυται δε λύσεις που έχουν προβλεφθεί για ορισμένα πεδία να μη μεταφέρονται, κατά τρόπο αυτόματο ή μηχανικό, σε πεδία διαφορετικής φύσεως» (25).

41.      Παρέθεσα, συγκεκριμένα, το παράδειγμα του άρθρου 2 της οδηγίας 2014/41, το οποίο ενέτασσε τον εισαγγελέα μεταξύ των αρχών που μπορούν να εκδίδουν ΕΕΕ. Υπενθύμισα, επιπλέον, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Özçelik για να επισημάνω ότι «[η] δράση της εισαγγελικής αρχής σε έναν τομέα (αυτόν της ελευθερίας, η οποία θίγεται από τη σύλληψη των προσώπων) δεν δύναται […] να εξομοιώνεται, άνευ ετέρου, με τη δράση της σε άλλον τομέα (εκείνον της εξασφαλίσεως αποδεικτικών στοιχείων). Το γεγονός ότι η εισαγγελική αρχή αναγνωρίζεται ως δικαστική αρχή στην οδηγία 2014/41/ΕΕ, για τις εντολές έρευνας, δεν υπαγορεύει κατ’ ανάγκην την επέκταση της αναγνωρίσεως αυτής ομοίως στην απόφαση-πλαίσιο για τα ΕΕΣ» (26).

42.      Η απόφαση OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) επιβεβαιώνει ότι η γερμανική εισαγγελική αρχή είναι «δικαστική αρχή» (27). Οι λόγοι για τη μη αναγνώριση της εισαγγελικής αυτής αρχής ως αρχής εκδόσεως ΕΕΣ αφορούν την έλλειψη ανεξαρτησίας της έναντι του ενδεχομένου να λάβει εντολές σε συγκεκριμένες υποθέσεις από την εκτελεστική εξουσία. Κατ’ ουσίαν, όμως, οι λόγοι αυτοί ερείδονται στο γεγονός ότι το φυσικό πεδίο των ΕΕΣ αντιστοιχεί σε έντονη παρέμβαση της δημόσιας εξουσίας στη ζωή ενός προσώπου: η στέρηση της προστατευόμενης από το άρθρο 6 του Χάρτη ελευθερίας (είτε προσωρινής είτε με αμετάκλητη απόφαση) πρέπει να επιφυλάσσεται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σε εν στενή εννοία ανεξάρτητους δικαστές (28).

43.      Βάσει, συνεπώς, της προκειμένης αυτής (την οποία συμμερίζομαι και την οποία είχα ήδη διατυπώσει με τις προτάσεις μου στην ως άνω υπόθεση), πρέπει να τονίσω ότι η λύση που υιοθετήθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν είναι αναγκαίο να εφαρμοστεί, αυτομάτως, στην οδηγία 2014/41.

44.      Έτι περαιτέρω, το άρθρο 1, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/41, λαμβανομένων υπόψη των λοιπών στοιχείων που επιτρέπουν την καλύτερη κατανόηση του περιεχομένου της εν λόγω οδηγίας, συνηγορεί υπέρ της αναγνωρίσεως στην εισαγγελική αρχή (σε οποιαδήποτε εισαγγελία κράτους μέλους) της ιδιότητας της «δικαστικής αρχής» ως «οργάνου που μετέχει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης».

45.      Θα επιχειρήσω, εν συνεχεία, να εκθέσω ορισμένους από τους λόγους για τους οποίους το νομικό καθεστώς των ΕΕΕ δεν μπορεί να εξομοιώνεται με αυτό των ΕΕΣ.

Δ.      Σύγκριση της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 με την οδηγία 2014/41

46.      Τα νομικά καθεστώτα των ΕΕΣ και των ΕΕΕ διαφέρουν κατά πολύ, όπως ταιριάζει στη διαφορετική φύση και λειτουργία τους στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Θα περιοριστώ, εντούτοις, να επισημάνω τις διαφορές σχετικά με τις αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση και εκτέλεση των μεν και των δε.

1.      Ο ορισμός των αρχών εκδόσεως

47.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 αναφέρεται, ως προς τις ΕΕΣ, μόνον στη «δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης». Αντιθέτως, η οδηγία 2014/41 επιφυλάσσει πολύ διαφορετική αντιμετώπιση στην αρχή εκδόσεως της ΕΕΕ, καθόσον περιέχει έναν κατάλογο δικαστικών αρχών (υπό την προεκτεθείσα έννοια) που μπορούν να εκδίδουν τις ΕΕΕ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, ονομαστικά, ο εισαγγελέας (29).

48.      Εάν, κατά τη διαδικασία καταρτίσεως της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το ζήτημα σχετικά με την ένταξη ή τον αποκλεισμό της εισαγγελικής αρχής παρέμεινε άλυτο (30), το 2014 η ρητή και (καταφατική) απόφαση του νομοθέτη της Ένωσης να την αναγνωρίσει ως αρχή εκδόσεως των ΕΕΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία ή ακούσια.

49.      Η απόφαση αυτή ήταν συνειδητή και είχε ως σκοπό να περιληφθούν κατά τρόπο σαφή, προς άρση κάθε αμφιβολίας, όλες οι δικαστικές αρχές (ειδικώς ο εισαγγελέας) που, εντός του δικονομικού πλαισίου των κρατών μελών, πρωταγωνιστούν, κατευθύνουν ή παρεμβαίνουν αποφασιστικά στην ανακριτική διαδικασία.

50.      Η αιτιολογική έκθεση της πρωτοβουλίας του Βασιλείου του Βελγίου, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και του Βασιλείου της Σουηδίας για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (31) υπογραμμίζει, μεταξύ των ειδικών σκοπών της, τη διατήρηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των εθνικών συστημάτων και του νομικού πολιτισμού τους.

51.      Η αιτιολογική αυτή έκθεση επισήμαινε ότι η συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων εντάσσεται στους τομείς που παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ των εθνικών συστημάτων, διαφορές οι οποίες πολλές φορές ανάγονται τόσο στον νομικό πολιτισμό των κρατών μελών όσο και στην ιστορία τους. Είναι ουσιώδης, κατέληγε, η βελτίωση της συνεργασίας στον τομέα αυτόν, χωρίς να θίγονται οι θεμελιώδεις πτυχές ή οι διαφορές μεταξύ των εθνικών συστημάτων.

52.      Δεν είναι, συνεπώς, τυχαίο ότι το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, σημείο i, της οδηγίας 2014/41, μετά την απαρίθμηση των δικαστικών αρχών εκδόσεως των ΕΕΕ, χρησιμοποιεί την έκφραση «με αρμοδιότητα στη συγκεκριμένη υπόθεση». Ούτε είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα επόμενα άρθρα της οδηγίας αυτής επαναλαμβάνουν τη φράση «σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο», ή άλλες παρόμοιες, για να αναφερθούν σε συγκεκριμένες οργανωτικές και διαδικαστικές πτυχές.

53.      Με τις εκφράσεις αυτές, ο νομοθέτης της Ένωσης επιχείρησε να αποκλείσει οποιαδήποτε προσπάθεια ενοποιήσεως των ποινικών δικονομικών νομοθεσιών των κρατών μελών, σεβόμενος την ελευθερία τους να οργανώνουν τα αντίστοιχα θεσμικά συστήματά τους σύμφωνα με τους δικούς τους εθνικούς κανόνες.

54.      Ο κατάλογος αρχών του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, σημείο i, της οδηγίας 2014/41 είναι σύμφωνος προς το εν λόγω κριτήριο αφής στιγμής σε αυτόν περιλαμβάνονται, ισότιμα, «δικαστής, δικαστήριο, ανακριτής ή εισαγγελέας με αρμοδιότητα στη συγκεκριμένη υπόθεση». Όλες οι ανωτέρω αρχές είναι επιφορτισμένες με καθήκοντα διευθύνσεως της ποινικής έρευνας στα διάφορα κράτη μέλη.

55.      Κατά συνέπεια, καθόσον ο νομοθέτης της Ένωσης είχε επίγνωση της πολλαπλότητας των εισαγγελιών οι οποίες υπάρχουν στα διάφορα κράτη μέλη, η ένταξη του εισαγγελέα μεταξύ των νομιμοποιούμενων αρχών εκδόσεως δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως προϊόν της συνειδητής βουλήσεώς του να συμπεριληφθούν όλες οι κατηγορίες εισαγγελέων με αρμοδιότητα να διεξάγουν ποινική έρευνα στα εν λόγω κράτη μέλη, ανεξαρτήτως του βαθμού προσδέσεώς τους με την εκτελεστική εξουσία.

56.      Προφανώς, ο (διαφορετικός) αυτός βαθμός συνδέσεως δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος από τον νομοθέτη της Ένωσης, ο οποίος έχει επίγνωση του γεγονός ότι στην πλειονότητα των κρατών μελών στα οποία η εισαγγελική αρχή ασκούσε ανακριτικά καθήκοντα σε ποινικές διαδικασίες υφίστατο κάποιος σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της εκτελεστικής εξουσίας.

57.      Η οδηγία 2014/41 θεσπίστηκε με σκοπό να επιταχυνθεί η συγκέντρωση και η διαβίβαση αποδεικτικών στοιχείων με διεθνική διάσταση, απλοποιώντας το ισχύον έως τότε κατακερματισμένο και σύνθετο νομοθετικό πλαίσιο (32). Τα προϋπάρχοντα αυτής μέσα δικαστικής συνεργασίας δεν απαιτούσαν η εισαγγελική αρχή να είναι, όσον αφορά τα καθήκοντά της στο πλαίσιο της έρευνας, ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία, ουδεμία δε ένδειξη υφίσταται –τουναντίον– ότι ο Ευρωπαίος νομοθέτης επέλεξε να θεσπίσει τη (νέα) αυτή απαίτηση. Όπως συνέβαινε με τα προϋπάρχοντα μέσα ποινικής συνεργασίας στον τομέα αυτόν, προτίμησε να σεβαστεί τους μηχανισμούς ποινικής έρευνας των διαφόρων κρατών μελών.

2.      Η ενισχυμένη θέση της δικαστικής αρχής εκτελέσεως

58.      Το κοινό στοιχείο μεταξύ της οδηγίας 2014/41 και της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 είναι η δυνατότητα της αρχής εκτελέσεως να αρνηθεί να εκτελέσει αυτό που της ζητείται, έστω και για διαφορετικούς λόγους. Η ιδιαιτερότητα της οδηγίας 2014/41 είναι ότι παρέχει, επιπλέον, στην αρχή εκτελέσεως ένα ευρύ φάσμα μηχανισμών διαβουλεύσεως (33) και προσαρμογής του περιεχομένου του ερευνητικού μέτρου.

59.      Σε αντίθεση προς την απόφαση-πλαίσιο 2002/584, το άρθρο 10 της οδηγίας 2014/41 επιτρέπει στην αρχή εκτελέσεως να προσφύγει σε ερευνητικά μέτρα διαφορετικά από αυτά που αναφέρονται στην ΕΕΕ. Η δυνατότητα αυτή υφίσταται όταν τα τελευταία «δεν υφίστα[ν]ται στη νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης ή δεν […] υφίστα[ν]ται σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση» (34), ή όταν η αρχή εκτελέσεως ενδεχομένως επιλέξει ένα μέτρο που «έχει το ίδιο αποτέλεσμα με το ερευνητικό μέτρο που προβλέπεται στην ΕΕΕ με λιγότερο οχληρό τρόπο» (παράγραφος 3).

60.      Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 δεν παρέχει αυτό το περιθώριο χειρισμού, τουναντίον θέτει αυστηρές προϋποθέσεις στη δράση της αρχής εκτελέσεως των ΕΕΣ. Το κέντρο βάρους των ΕΕΣ, ας μου επιτραπεί η έκφραση, κείται στην αρχή εκδόσεως, η θεσμική ανεξαρτησία (35) της οποίας παρέχει, αφ’ εαυτής, στην αρχή εκτελέσεως την εγγύηση (36)ότι ο περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας είναι ανεπίληπτος από την άποψη αυτήν.

61.      Αντιθέτως, στο πλαίσιο των ΕΕΕ, δεν είναι απαραίτητο η αρχή εκδόσεως να διαθέτει τον ίδιο βαθμό ανεξαρτησίας προκειμένου να συνεργαστεί με την αρχή εκτελέσεως. Πέραν του τεκμηρίου που απορρέει από την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η αρχή εκτελέσεως έχει στη διάθεσή της, όπως έχω εκθέσει, ένα ευρύ φάσμα δυνατοτήτων για να διαπιστώσει ότι δεν υφίστανται δυσλειτουργίες.

62.      Απόδειξη της διαφοράς μεταξύ των νομικών καθεστώτων που διέπουν τα ΕΕΣ και τις ΕΕΕ είναι η υπαγωγή των τελευταίων, ως κατευθυντηρίων αρχών της συμπεριφοράς των αρχών εκτελέσεως, όχι μόνο στην οδηγία 2014/41, αλλά και στις «ισχύουσες διαδικασίες σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση» (άρθρο 2, στοιχείο δʹ).

63.      Από την προκειμένη αυτή απορρέει μια κρίσιμη, κατά την άποψή μου, συνέπεια για την υπό κρίση υπόθεση, στην οποία αναφέρεται το ίδιο το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, τελευταία περίοδος, της οδηγίας 2014/41 και στην οποία θα επανέλθω στη συνέχεια: «[ο]ι εν λόγω διαδικασίες μπορεί να απαιτούν έγκριση δικαστηρίου στο κράτος εκτέλεσης όταν αυτό προβλέπεται από την εθνική του νομοθεσία» (37).

64.      Όταν το ερευνητικό μέτρο χρήζει, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του κράτους εκτελέσεως (όπως συμβαίνει στην Αυστρία), δικαστικής εγκρίσεως, η τελευταία μετατρέπεται σε πρόσθετο παράγοντα αμιγώς δικαστικής εγγυήσεως. Εναπόκειται στον αρμόδιο, σύμφωνα με τους κανόνες του κράτους μέλους εκτελέσεως, δικαστή ή δικαστήριο, να παράσχει την έγκριση αυτή.

65.      Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις αυτές, η πραγματική εκτέλεση της ΕΕΕ εξαρτάται από δικαστή του κράτους εκτελέσεως, όποιες και αν είναι οι αρχές εκδόσεως και εκτελέσεως. Η οδηγία 2014/41 δεν προσδιορίζει, όπως είναι λογικό, τα κράτη μέλη στα οποία οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες επιβάλλουν, ως προϋπόθεση για την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου, τη δικαστική αυτή έγκριση.

Ε.      Διαφύλαξη των δικαιωμάτων του υπόπτου ή του κατηγορουμένου

66.      Σε συμπλήρωση του σκεπτικού της διατάξεώς του περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στην προστασία των θεμελιωδών και λοιπών δικονομικών δικαιωμάτων των οικείων προσώπων, παραπέμποντας στις σκέψεις 67 επ. της αποφάσεως OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau).

67.      Η μέριμνα για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς και των λοιπών δικονομικών δικαιωμάτων εκείνων που υποβάλλονται σε έρευνα για εγκληματικές δραστηριότητες είχε εκφραστεί ήδη κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2014/41 και αποτυπώθηκε σε αυτήν (38).

68.      Η αιτιολογική έκθεση έθετε ως ειδικό σκοπό τη διατήρηση υψηλού επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών και λοιπών δικονομικών δικαιωμάτων των υπό έρευνα προσώπων. Ο σκοπός αυτός (και η συνακόλουθη αποτύπωσή του στο θετικό δίκαιο) υπαγορεύεται από την ανάγκη η συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σε άλλο κράτος μέλος να μη θίγει τις εγγυήσεις του υπό έρευνα προσώπου, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Για τον λόγο αυτόν, η οδηγία 2014/41 συνδέεται με άλλες οδηγίες σχετικές με τα δικονομικά δικαιώματα σε ποινικές διαδικασίες (39).

69.      Και στο πεδίο αυτό, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 και η οδηγία 2014/41 υπακούν σε διαφορετικές λογικές:

–        η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 αφορά, όπως έχω ήδη επισημάνει, το δικαίωμα που μπορεί να θιγεί εντονότερα από τη σκοπούσα στην πάταξη των εγκληματικών δραστηριοτήτων δημόσια δράση. Το ΕΕΣ έχει ως άμεσο και ευθύ σκοπό τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου προκειμένου αυτό να παραδοθεί σε άλλο κράτος μέλος όπου θα εκτίσει ποινή ή θα διωχθεί ποινικώς (40). Η ελευθερία αυτή είναι μια εκ των κατοχυρούμενων στον Χάρτη (άρθρο 6) και πρέπει, ως εκ τούτου, να τυγχάνει δέουσας δικαστικής προστασίας (άρθρο 47)·

–        ασφαλώς, η οδηγία 2014/41 θέτει ως πρωταρχικό σκοπό την προστασία των θεμελιωδών και δικονομικών δικαιωμάτων του προσώπου (υπόπτου ή κατηγορουμένου) το οποίο αφορούν τα ερευνητικά μέτρα. Όμως, ακόμη και αν κάποιο από τα μέτρα αυτά ενδέχεται, με τη σειρά του, να οδηγήσει σε περιορισμό ενός θεμελιώδους δικαιώματος, κανένα εκ των μέτρων αυτών δεν έχει την ένταση ενός ΕΕΣ. Οι ΕΕΕ πρέπει, προφανώς, να εκτελούνται με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων (41), τούτο, όμως, δεν σημαίνει, αφ’ εαυτού, ότι τα τελευταία υπόκεινται πάντοτε σε περιορισμούς, ανεξαρτήτως του μέτρου που έχει διαταχθεί.

70.      Τα ερευνητικά μέτρα που, βάσει της οδηγίας 2014/41, μπορούν να εκτελεστούν καλύπτουν, στην πραγματικότητα, ένα ιδιαιτέρως ευρύ φάσμα: βαίνουν από αυτά που δεν έχουν «παρεμβατικό» (42) χαρακτήρα (αιτιολογική σκέψη 16 και άρθρο 10, παράγραφος 2) έως αυτά που έχουν όντως τον χαρακτήρα αυτόν και που μπορούν, κατά συνέπεια, να επάγονται μεγαλύτερη ή μικρότερη «παρέμβαση» σε ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα (αιτιολογική σκέψη 10).

71.      Είναι, επίσης, δυνατόν τα μέτρα να διαταχθούν κατόπιν αιτήσεως του υπόπτου ή του κατηγορουμένου (άρθρο 1, παράγραφος 3) και, συνεπώς, προς όφελός του, κάτι που αποκλείει οποιονδήποτε αρνητικό αντίκτυπο στη σφαίρα των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του.

72.      Βάσει των παραδοχών αυτών, εκτιμώ ότι είναι χρήσιμο να εξεταστεί χωριστά ο τρόπος με τον οποίον προστατεύονται τα δικαιώματα των υπό έρευνα προσώπων κατά τα στάδια εκδόσεως και εκτελέσεως των ΕΕΕ, δίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στην παρέμβαση της εισαγγελικής αρχής και στα δύο αυτά στάδια.

1.      Η προστασία των δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου κατά το στάδιο εκδόσεως

73.      Η αρχή εκδόσεως οφείλει να εγγυάται τον σεβασμό των δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου: αυτό εξαγγέλλεται στην αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2014/41 (43) και ορίζεται στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2.

74.      Η οδηγία 2014/41 εκκινεί από το τεκμήριο ότι τα λοιπά κράτη μέλη σέβονται το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, τα θεμελιώδη δικαιώματα (44). Αντιστοίχως, το έντυπο ΕΕΕ του παραρτήματος Α της οδηγίας αυτής (στο εξής: έντυπο) αρχίζει με την εισαγωγική φράση ότι η αρχή εκδόσεως βεβαιώνει, η ίδια, ότι, μεταξύ άλλων, η ΕΕΕ είναι απαραίτητη και αναλογική και έχουν ληφθεί υπόψη τα δικαιώματα του υπόπτου ή κατηγορουμένου.

75.      Η εισαγγελική αρχή, ως εγγυήτρια της νομιμότητας και, κατ’ επέκταση, των ατομικών δικαιωμάτων οφείλει, όταν ενεργεί ως αρχή εκδόσεως, να συμμορφώνεται με τις επιταγές αυτές. Οφείλει, συνεπώς, να συμπληρώνει το έντυπο με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο, ούτως ώστε η αρχή εκτελέσεως που το παραλαμβάνει να μη διατηρεί αμφιβολίες ως προς την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/41.

76.      Το εθνικό δίκαιο μπορεί, ταυτόχρονα με τον ορισμό της εισαγγελικής αρχής ως αρχής εκδόσεως, να αναθέτει σε δικαστή την αρμοδιότητα να επιτρέπει τη λήψη ορισμένων μέτρων (ιδίως εάν έχουν παρεμβατικό χαρακτήρα). Η οδηγία 2014/41 δεν προβλέπει την ανάγκη παροχής τέτοιου είδους εγκρίσεως πριν από την έκδοση μιας ΕΕΕ, πλην όμως ουδόλως εμποδίζει το κράτος αυτό να το πράξει. Στις περιπτώσεις αυτές, η προστασία των δικαιωμάτων του υπόπτου ή του κατηγορουμένου είναι διπλά διασφαλισμένη, ήδη από το κράτος εκδόσεως (45).

2.      Η προστασία των δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου κατά το στάδιο εκτελέσεως

77.      Η διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο κράτος εκτελέσεως εξαγγέλλεται στην αιτιολογική σκέψη 19 (46) της οδηγίας 2014/41 και εξειδικεύεται στο άρθρο της 11, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, κατά το οποίο «[μ]ε την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 4, η αναγνώριση ή η εκτέλεση μιας ΕΕΕ μπορεί να απορριφθεί από την αρχή εκτέλεσης όταν […] υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι η εκτέλεση του […] μέτρου […] θα ήταν ασύμβατη με τις υποχρεώσεις του κράτους μέλους εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 6 ΣΕΕ και τον Χάρτη».

78.      Η έκφραση «με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 4» (47) καταδεικνύει τη σημασία αυτής της διατάξεως της οδηγίας 2014/41, η οποία καθίσταται μια από τις γενικές ρήτρες που ως σκοπό έχουν τη ρύθμιση της δραστηριότητας των αρχών εκδόσεως ή εκτελέσεως των ΕΕΕ.

79.      Εναπόκειται, επομένως, στην εισαγγελική αρχή των κρατών μελών, όπου αυτή έχει ορισθεί ως αρχή εκδόσεως, να τηρήσει τις εν λόγω επιταγές, οι οποίες μπορούν να την οδηγήσουν ακόμη και σε άρνηση αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως των ΕΕΕ.

80.      Προς αποφυγή μιας τόσο δραστικής λύσεως, η οδηγία 2014/41 παρέχει στην εισαγγελική αρχή, όπου αυτή έχει οριστεί ως αρχή εκτελέσεως, εξουσίες για την προσαρμογή των όρων εκτελέσεως της ΕΕΕ: με προσφυγή είτε στο άρθρο 10 (ερευνητικά μέτρα διαφορετικά από τα αιτηθέντα) είτε στον μηχανισμό διαβουλεύσεως με την αρχή εκδόσεως (άρθρα 6, παράγραφος 3, και 9, παράγραφος 6).

81.      Σε τελική ανάλυση, κατά τον χρόνο εκτελέσεως της ΕΕΕ, η προστασία των θεμελιωδών και λοιπών δικονομικών δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου έχει διέλθει από σειρά φίλτρων και «διασφαλίσεων» (48) που συμβάλλουν στην άρση κάθε συναφούς αμφιβολίας.

82.      Στο πλαίσιο της οδηγίας 2014/41, ο κύκλος προστασίας των δικαιωμάτων αυτών κλείνει με την απαίτηση θεσπίσεως «ενδίκων μέσων», όπως αυτά αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 22 (49) και εξειδικεύονται στο άρθρο 14.

83.      Τα ένδικα αυτά μέσα, τόσο στο κράτος εκδόσεως όσο και στο κράτος εκτελέσεως (50), συμπληρώνουν, ούτως ειπείν, το κενό που ήταν αισθητό στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584 και το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να υποβληθούν αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως από άλλα δικαστήρια επί των οποίων κλήθηκε να αποφανθεί το Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, οι ανησυχίες που, ως προς το σημείο αυτό, εκφράζονται με τη διάταξη περί παραπομπής, δεν αντιστοιχούν στους όρους της οδηγίας 2014/41.

3.      Ενδεχόμενες (περαιτέρω) ενέργειες δικαστηρίου του κράτους εκτελέσεως όταν η εισαγγελική αρχή είναι αρχή εκτελέσεως στο κράτος αυτό

84.      Κατά το άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2014/41, η εκτέλεση μιας ΕΕΕ πραγματοποιείται «σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τις ισχύουσες διαδικασίες σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση. Οι εν λόγω διαδικασίες μπορεί να απαιτούν έγκριση δικαστηρίου στο κράτος εκτέλεσης όταν αυτό προβλέπεται από την εθνική του νομοθεσία».

85.      Αρμόδιο, εν προκειμένω, να εγκρίνει το μέτρο που ζήτησε η Εισαγγελία Βιέννης είναι το αιτούν δικαστήριο, καθόσον αυτό προβλέπει ο StPO. Η παρέμβασή του, συνεπώς, δεν επιβάλλεται από την οδηγία 2014/41, καίτοι η τελευταία, από σεβασμό προς τις εθνικές διαδικασίες, δεν την απαγορεύει. Η παρέμβαση, ωστόσο, αυτή, δεν μετατρέπει το αιτούν δικαστήριο σε αρχή εκτελέσεως (51).

86.      Σύμφωνα με τη λογική της οδηγίας 2014/41, όταν εξετάζει την αίτηση εγκρίσεως, ο αρμόδιος δικαστής δεν υποκαθιστά την αρχή εκτελέσεως αυτού του κράτους μέλους. Μόνον η τελευταία (εν προκειμένω, η Εισαγγελία Βιέννης) είναι αρμόδια να εκτελέσει το αιτούμενο μέτρο.

87.      Το αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της δικαστικής εγκρίσεως προκειμένου να επιτραπεί η πρόσβαση στις πληροφορίες του τραπεζικού λογαριασμού, δεν χρειάζεται, συνεπώς, να εξετάσει τους δεσμούς της Εισαγγελίας Αμβούργου (η οποία ενήργησε ως αρχή εκδόσεως) με την εκτελεστική εξουσία του κράτους εκδόσεως. Σε αντίθετη περίπτωση, το εν λόγω δικαστήριο θα εισήγαγε μια πρόσθετη απαίτηση η οποία ούτε προβλέπεται από την οδηγία 2014/41 ούτε καν επιβάλλεται στις εθνικές ανακριτικές αρχές.

88.      Με άλλα λόγια, και επανερχόμενος στην αρχή της αναλύσεως αυτής, από την οικονομία της οδηγίας 2014/41 προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει να αντιμετωπίσει, για τους σκοπούς της εγκρίσεώς της, την παραληφθείσα από την Εισαγγελία Αμβούργου μέσω της Εισαγγελίας Βιέννης ΕΕΕ με τον τρόπο που θα αντιμετώπιζε μια αίτηση εγκρίσεως μέτρων που θα του υπέβαλλε η αυστριακή εισαγγελική αρχή στο πλαίσιο αυστριακής ποινικής έρευνας.

ΣΤ.    Συμπέρασμα

89.      Η οδηγία 2014/41 περιέχει ένα πλήρες σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των αρχών εκδόσεως και εκτελέσεως των ΕΕΕ. Οι κανόνες αυτοί λαμβάνουν πάντοτε υπόψη τον σεβασμό των θεμελιωδών και λοιπών δικονομικών δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου. Πέραν του τεκμηρίου που είναι εγγενές στην αρχή της αμοιβαίας συνεργασίας, το σύστημα δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις παρέχει, στο πεδίο αυτό, επαρκείς εγγυήσεις ότι τα δικαιώματα των προσώπων αυτών τυγχάνουν προστασίας.

90.      Το νομοθετικό αυτό πλαίσιο είναι αρκούντως ευρύ ώστε να περιλάβει, ως αρχές εκδόσεως, τις εισαγγελικές αρχές όλων των κρατών μελών, ανεξαρτήτως της θεσμικής θέσεώς τους έναντι της εκτελεστικής εξουσίας. Εν πάση περιπτώσει, η αρχή εκτελέσεως οφείλει να εξετάζει, σε σχέση με την αιτούμενη ΕΕΕ, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκτελέσεώς της. Η οδηγία 2014/41 προβλέπει κατάλληλα ένδικα μέσα κατά της αποφάσεώς της.

91.      Το γεγονός ότι η εισαγγελική αρχή κράτους μέλους ενδέχεται να λάβει οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση από την εκτελεστική εξουσία δεν αρκεί, συνεπώς, για τη συστηματική άρνηση εκτελέσεως των εκδιδόμενων από αυτήν ΕΕΕ. Σε αντίθετη περίπτωση:

–        κάθε αρχή εκτελέσεως θα όφειλε να εξετάζει εάν η εισαγγελική αρχή εκδόσεως υπόκειται σε τέτοιου είδους οδηγίες. Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε, κατά πάσα πιθανότητα, έντονη ανασφάλεια δικαίου και καθυστέρηση (52) κατά τη διεξαγωγή των ποινικών ερευνών με διεθνική διάσταση, δυσχεραίνοντας την «ταχεία, αποτελεσματική και συνεπή συνεργασία των κρατών μελών σε ποινικές υποθέσεις» (53).

–        Θα προκαλείτο συγκεκαλυμμένη τροποποίηση της οδηγίας 2014/41, καθόσον οι εισαγγελικές αρχές ορισμένων χωρών θα έπρεπε να εξαιρεθούν από το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, σημείο i, και να ενταχθούν στο σημείο ii του ιδίου στοιχείου γʹ, όπερ θα σήμαινε ότι οι αρχές αυτές δεν θα μπορούσαν να επικυρώνουν ούτε τις αποφάσεις άλλων διοικητικών αρχών εκδόσεως των ΕΕΕ.

–        Θα ήταν επιβεβλημένος ο εκ νέου ορισμός της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρχών εκδόσεως των κρατών μελών (54), κάτι που θα οδηγούσε σε στρέβλωση της βουλήσεως του νομοθέτη της Ένωσης, ο οποίος δεν ήθελε να μεταβάλει, αλλά να σεβαστεί, τα ισχύοντα κατά τον χρόνο εκδόσεως της οδηγίας 2014/41 θεσμικά και δικονομικά συστήματα των κρατών μελών.

V.      Πρόταση

92.      Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Landesgericht für Strafsachen Wien (πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο ποινικών υποθέσεων Βιέννης, Αυστρία) ως εξής:

«Οι εισαγγελικές αρχές των κρατών μελών που έχουν ορισθεί ως δικαστικές αρχές εκδόσεως δύνανται να θεωρηθούν δικαστικές αρχές εκδόσεως οι οποίες εμπίπτουν στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, σημείο i, της οδηγίας 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ 2014, L 130, σ. 1).


3      Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1).


4      Νόμος περί οργανισμού δικαστηρίων.


5      Κώδικας ποινικής δικονομίας (στο εξής: StPO).


6      Ομοσπονδιακός νόμος περί δικαστικής συνεργασίας με τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ποινικές υποθέσεις.


7      Οι ύποπτοι φέρονται να πλαστογράφησαν τον Ιούλιο του 2018 δεκατρείς εντολές μεταφοράς χρημάτων χρησιμοποιώντας παρανόμως αποκτηθέντα στοιχεία και να μετέφεραν με τον τρόπο αυτόν συνολικό ποσό ύψους 9 775,04 ευρώ σε τραπεζικό λογαριασμό (ο οποίος είχε ανοιχθεί στο όνομα του A σε αυστριακή τράπεζα).


8      Απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) [C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456· στο εξής: απόφαση OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau)].


9      Η εισαγγελική αρχή του Αμβούργου υπάγεται οργανικώς στον Justizsenator (Υπουργό Δικαιοσύνης) του Αμβούργου, ο οποίος εντάσσεται στην εκτελεστική εξουσία και μπορεί να της απευθύνει οδηγίες σε συγκεκριμένες υποθέσεις.


10      Απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2019, NJ (Εισαγγελία της Βιέννης) (C‑489/19 PPU, EU:C:2019:849, σκέψη 40): «[…] όσον αφορά τις αυστριακές εισαγγελικές αρχές, από το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου περί εισαγγελιών προκύπτει ότι αυτές εξαρτώνται άμεσα από τις εισαγγελίες εφετών και υπόκεινται στις διαταγές τους και ότι οι τελευταίες, με τη σειρά τους, υπόκεινται στις διαταγές του ομοσπονδιακού Υπουργού Δικαιοσύνης. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επιβαλλόμενη ανεξαρτησία απαιτεί την ύπαρξη καταστατικών και θεσμικών κανόνων που να διασφαλίζουν ότι η δικαστική αρχή εκδόσεως δεν είναι εκτεθειμένη, στο πλαίσιο της εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, σε οιονδήποτε κίνδυνο να υπόκειται, μεταξύ άλλων, σε οδηγίες της εκτελεστικής εξουσίας σε συγκεκριμένη υπόθεση, οι αυστριακές εισαγγελικές αρχές δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούν την απαίτηση αυτή [πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau), C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456, σκέψεις 74 και 84]. Η υπογράμμιση δική μου.


11      Τις οποίες εξαιρεί ρητώς το Δικαστήριο από τον κατάλογο αρχών που μετέχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης [απόφαση OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau), σκέψη 50].


12      Απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2019, NJ (Εισαγγελία της Βιέννης) (C‑489/19 PPU, EU:C:2019:849, διατακτικό): «[…] εμπίπτουν στην έννοια αυτή τα ευρωπαϊκά εντάλματα συλλήψεως που εκδίδονται από τις εισαγγελικές αρχές κράτους μέλους, παρ’ όλον ότι οι εισαγγελικές αυτές αρχές είναι εκτιθέμενες στον κίνδυνο να λάβουν, άμεσα ή έμμεσα, εντολές ή οδηγίες σε συγκεκριμένη υπόθεση εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, […] υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω εντάλματα συλλήψεως υπόκεινται, υποχρεωτικώς […] σε επικύρωση από δικαστήριο το οποίο ελέγχει κατά τρόπο αντικειμενικό και ανεξάρτητο […] τις προϋποθέσεις εκδόσεως καθώς και την αναλογικότητα αυτών των ίδιων των ενταλμάτων συλλήψεως, εκδίδοντας ως εκ τούτου μια αυτοτελή απόφαση η οποία προσδίδει σε αυτά την οριστική τους μορφή».


13      Άρθρο 8, παράγραφος 3α, της οδηγίας 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και με την κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ (ΕΕ 2011, L 64, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/107/ΕΕ του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2014 (ΕΕ 2014, L 359, σ. 1). Βλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Sparkasse Allgäu (C‑522/14, EU:C:2016:253).


14      Οι ΕΕΕ μπορούν να καλύπτουν το σύνολο σχεδόν των αποδεικτικών μέσων: αρκεί το αιτούμενο μέτρο να υφίσταται στην έννομη τάξη του κράτους εκτελέσεως (άρθρο 10 της οδηγίας 2014/41).


15      Άρθρο 34 της οδηγίας 2014/41. Σε σύγκριση με τα προηγούμενα αυτά κείμενα, η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως καθίσταται πιο ευέλικτη και επιτρέπονται πλέον ορισμένα όρια.


16      Οι επιθετικοί προσδιορισμοί «δικαστικές» και «μη δικαστικές» δεν εμφανίζονται, ως τέτοιοι, στον κατάλογο ορισμών του άρθρου 2 της οδηγίας 2014/41. Τους χρησιμοποιώ, ωστόσο, χάριν απλουστεύσεως, καθόσον, κατ’ ουσίαν, αντιστοιχούν στη φύση των θεσμών που εμπίπτουν στη μια και την άλλη κατηγορία.


17      Η γραμματεία του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου κατήρτισε έναν κατάλογο αρμοδίων αρχών (επικαιροποιηθείς στις 30 Σεπτεμβρίου 2019) ο οποίος μαρτυρεί την ποικιλία κριτηρίων που ακολουθούνται σε 24 κράτη μέλη. Τα περισσότερα εξ αυτών (16) δεν προβλέπουν τη συμμετοχή μη δικαστικών αρχών εκδόσεως, η παρέμβαση των οποίων χρήζει επικυρώσεως. Τα κράτη που προβλέπουν μια τέτοια συμμετοχή περιλαμβάνουν στην εν λόγω κατηγορία διοικητικές αρχές αρμόδιες σε φορολογικά, τελωνειακά και διοικητικά εν γένει ζητήματα (https://www.ejn-crimjust.europa.eu/ejn/EJN_RegistryDoc/EN/3115/0/0).


18      Στη Γερμανία, ΕΕΕ μπορούν να εκδίδουν οι διοικητικές αρχές που είναι αρμόδιες για την πάταξη διοικητικών παραβάσεων, η δε επικύρωσή τους εμπίπτει στην αρμοδιότητα της εισαγγελίας της περιφέρειάς τους. Ωστόσο, ως φορολογικές αρχές, τα Finanzämter εκτιμούν ότι, δυνάμει του άρθρου 399, παράγραφος 1, του γερμανικού φορολογικού κώδικα, ασκούν τις αρμοδιότητες εισαγγελικής αρχής σε ποινικές διαδικασίες για φορολογικές παραβάσεις, και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να τους αναγνωριστεί η ιδιότητα της αρχής εκδόσεως ΕΕΕ κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, σημείο i, της οδηγίας 2014/41. Τα προβλήματα που εγείρει το ζήτημα αυτό αποτελούν το αντικείμενο της προδικαστικής παραπομπής C‑66/20, Finanzamt für Steuerstrafsachen und Steuerfahndung Münster.


19      Στις δυσκολίες προσδιορισμού του πλαισίου της έννοιας «δικαστική αρχή» προστίθεται το γεγονός ότι η γερμανική απόδοση της οδηγίας 2014/41 χρησιμοποιεί, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, την έκφραση gerichtliche Entscheidung, κάτι που φαίνεται να παραπέμπει σε παρέμβαση δικαστηρίου (Gericht). Η Επιτροπή (σημείο 28 των παρατηρήσεών της) και η Γερμανική Κυβέρνηση (σημείο 42 των δικών της παρατηρήσεων) προτείνουν, για τον λόγο αυτόν, τη χρήση των όρων justizielle Entscheidung.


20      Απόφαση OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau, σκέψη 49).


21      Όπ.π. (σκέψη 50).


22      Όπ.π. (σκέψη 51).


23      Όπ.π. (σκέψη 52).


24      Όπ.π. (σκέψεις 49 και 56).


25      Προτάσεις στις υποθέσεις OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau), (EU:C:2019:337, σημεία 37 έως 40).


26      Προτάσεις στην υπόθεση Özçelik (C‑453/16 PPU, EU:C:2016:783, σημείο 51). Συγκεκριμένα, η αναγνώριση στην εισαγγελική αρχή της ιδιότητας δικαστικής αρχής στο πλαίσιο του ΕΕΣ περιοριζόταν στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ως αρχής αρμόδιας να εκδίδει την κατά το στοιχείο του γʹ «δικαστική απόφαση» (εθνικό ένταλμα συλλήψεως), η οποία προηγείται της εκδόσεως ενός ΕΕΣ. Ομοίως, με τις προτάσεις μου στην υπόθεση OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) κατέδειξα τον τρόπο με τον οποίο η εισαγγελική αρχή μπορεί να θεωρηθεί «δικαστική αρχή» σε άλλους τομείς συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (σημείο 38).


27      Απόφαση OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (σκέψεις 50 έως 63): «στο εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου “δικαστική αρχή”, ο οποίος περιλαμβάνεται [στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου], εμπίπτουν όχι μόνον οι δικαστές ή τα δικαιοδοτικά όργανα κράτους μέλους, αλλά, ευρύτερα, οι αρχές που καλούνται να μετάσχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος» (σκέψη 50). Υπό τις συνθήκες που κλήθηκε να εξετάσει, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι «[γερμανικές] εισαγγελίες μετέχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης» (σκέψη 63), εκ του οποίου συνήγαγε ότι αποτελούν δικαστική αρχή.


28      Απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2019, NJ (Εισαγγελία της Βιέννης) (C‑489/19 PPU, EU:C:2019:849, σκέψη 35): «[…] δεδομένου ότι η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως είναι ικανή να θίξει το δικαίωμα του ενδιαφερομένου στην ελευθερία, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη, η προστασία αυτή συνεπάγεται ότι απόφαση που πληροί τις εγγενείς απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας πρέπει να λαμβάνεται, τουλάχιστον, σε ένα από τα δύο επίπεδα της εν λόγω προστασίας».


29      Προβλέπει, επιπλέον, όπως έχω ήδη εκθέσει, τη δυνατότητα αναγνωρίσεως τους ως αρχών εκδόσεως των αρχών που ασκούν διοικητικές, τελωνειακές ή φορολογικές αρμοδιότητες, κατόπιν επικυρώσεως από τις δικαστικές αρχές.


30      Παραπέμπω στις προτάσεις μου στις υποθέσεις Özçelik (C‑453/16 PPU, EU:C:2016:783, σημεία 39 έως 41) και PF (γενικός εισαγγελέας της Λιθουανίας) (C‑509/18, EU:C:2019:338, σημεία 36 έως 46).


31      Έγγραφο 9288/10 ADD 2 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2010 (στο εξής: αιτιολογική έκθεση), σ. 22.


32      Αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6 της οδηγίας 2014/41.


33      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/41 αναθέτει στην αρχή εκδόσεως το καθήκον να αξιολογεί κατά πόσον η έκδοση της ΕΕΕ είναι απαραίτητη και αναλογική και κατά πόσον τα δικαιώματα του υπόπτου και κατηγορουμένου έχουν γίνει σεβαστά, καθώς και το καθήκον να ελέγχει εάν τα μέτρα θα μπορούσαν να έχουν διαταχθεί υπό τις ίδιες προϋποθέσεις σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση. Εάν η αρχή εκτελέσεως διατηρεί αμφιβολίες ως προς την τήρηση των προϋποθέσεων αυτών, η παράγραφος 3 του ιδίου άρθρου 6 της παρέχει τη δυνατότητα να συμβουλευθεί την αρχή εκδόσεως. Η αρχή εκτελέσεως και η αρχή εκδόσεως μπορούν να συνεννοούνται κατά την εκτέλεση της ΕΕΕ (άρθρο 9, παράγραφος 6, της οδηγίας 2014/41).


34      Η επιφύλαξη αυτή στηρίζεται, ακόμη μια φορά, στο κριτήριο της μη παρεμβάσεως στους εσωτερικούς κανόνες εκάστου κράτους μέλους σε θέματα ποινικής δικονομίας. Ωστόσο, όσον αφορά τις περιπτώσεις του άρθρου 10, παράγραφος 2, η αρχή εκτελέσεως δεν μπορεί να κάνει χρήση της δυνατότητας που της παρέχει η παράγραφός του 1.


35      Απόφαση OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (σκέψη 73): «[…] πρέπει να είναι σε θέση να [εκδίδει μια ΕΕΣ με αντικειμενικότητα] […], λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενοχοποιητικά και τα απαλλακτικά στοιχεία και χωρίς να είναι εκτεθειμένη στον κίνδυνο να υπόκειται η εξουσία της λήψεως αποφάσεων σε εξωτερικές εντολές ή οδηγίες, ιδίως εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, ούτως ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η απόφαση εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως είναι δική της απόφαση και όχι, εν τέλει, απόφαση της εκτελεστικής εξουσίας».


36      Όπ.π. (σκέψη 74): «η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος πρέπει να είναι σε θέση να εξασφαλίσει στη δικαστική αρχή εκτελέσεως τη διαβεβαίωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη του κράτους μέλους εκδόσεως, ενεργεί ανεξάρτητα κατά την άσκηση των καθηκόντων της που είναι συμφυή με την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως».


37      Δεν αποκλείω, εντούτοις, το ενδεχόμενο άλλοι κανόνες του δικαίου της Ένωσης να απαιτούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, προηγούμενη δικαστική έγκριση. Στην υπόθεση C‑746/18, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποσαφηνίσει εάν αυτό ισχύει σε σχέση με την πρόσβαση σε δεδομένα ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ρ. Pitruzzella, της 21ης Ιανουαρίου 2020, στην υπόθεση αυτή (EU:C:2020:18).


38      Στα θεμελιώδη δικαιώματα αναφέρονται, από διαφορετικές οπτικές, οι αιτιολογικές σκέψεις 10, 12, 18, 19 και 39. Όσον αφορά τα συγκεκριμένα άρθρα της οδηγίας, στα θεμελιώδη δικαιώματα αναφέρονται ρητώς το άρθρο 1, παράγραφος 4, κατά το οποίο «[η] οδηγία δεν μεταβάλλει την υποχρέωση σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων υπεράσπισης των προσώπων τα οποία υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες» και το άρθρο 14, παράγραφος 2. Βλ. σημεία 83 και 84 των παρουσών προτάσεων.


39      Οδηγία 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία (ΕΕ 2010, L 280, σ. 1), οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2012, L 142, σ. 1), και οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (ΕΕ 2013, L 294, σ. 1).


40      Πρόκειται, επιπλέον, για έναν ιδιαιτέρως αυστηρό περιορισμό, διότι, στο ίδιο το βάρος της απώλειας της ελευθερίας προστίθεται η αναγκαστική μετακίνηση σε άλλο κράτος, η οποία απομακρύνει το οικείο πρόσωπο από το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσει την προσωπική και κοινωνική ζωή του, όπερ επάγεται την ανάγκη δικαστικής υπερασπίσεώς του σε ένα έδαφος με διαφορετικό νομικό σύστημα.


41      Αιτιολογική σκέψη 12: η αρχή εκδόσεως δίδει ιδιαίτερη σημασία στην «εξασφάλιση του πλήρους σεβασμού των δικαιωμάτων κατά το άρθρο 48 του Χάρτη […]. Το τεκμήριο αθωότητας και το δικαίωμα της υπεράσπισης σε ποινική διαδικασία αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στο Χάρτη όσον αφορά τον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης. Οποιοσδήποτε περιορισμός των δικαιωμάτων αυτών από ερευνητικό μέτρο που διατάσσεται βάσει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να συμμορφώνεται πλήρως με τις απαιτήσεις του άρθρου 52 του Χάρτη σε ό,τι αφορά την αναγκαιότητα, την αναλογικότητα και τους στόχους γενικού συμφέροντος που θα πρέπει να επιδιώκει, ιδίως την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων».


42      Αιτιολογική σκέψη 16: «[τ]α μη παρεμβατικά ερευνητικά μέτρα θα μπορούσαν, λ.χ., να είναι μέτρα που δεν παραβιάζουν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή ή το δικαίωμα ιδιοκτησίας, ανάλογα με το εθνικό δίκαιο». Το κοινό σημείωμα της Eurojust και του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου σχετικά με την πρακτική εφαρμογή της ΕΕΕ επισημαίνει, στο σημείο 5.4., τελευταία περίοδος, ότι «[τ]α περισσότερα κράτη μέλη δεν έχουν ορισμό για τα “μη παρεμβατικά μέτρα” στη νομοθεσία τους, αλλά αντιμετωπίζουν τον όρο ως μια κοινή έννοια που ορίζεται από την καθημερινή νομική ιδιόλεκτο και περιλαμβάνει μέτρα που δεν επηρεάζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα και συχνά δεν απαιτούν δικαστική απόφαση» (11168/19, http://eurojust.europa.eu/doclibrary/Eurojust-framework/Casework/Joint%20note%20of%20Eurojust%20and%20the%20EJN%20on%20the%20practical%20application%20of%20the%20European%20Investigation%20Order%20(June%202019)/2019-06-Joint_Note_EJ-EJN_practical_application_EIO_El.pdf.).


43      Παρατεθείσα στην υποσημείωση 41.


44      Αιτιολογική σκέψη 19: «Η δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στην Ένωση βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και σε τεκμήριο συμμόρφωσης των άλλων κρατών μελών με το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως με τα θεμελιώδη δικαιώματα».


45      Η Γερμανική Κυβέρνηση αναφέρει (σημεία 61 και 62 των παρατηρήσεών της) ότι αυτό το κριτήριο ακολουθεί η νομοθεσία της. Σε απάντηση προς ερώτηση του Δικαστηρίου, διευκρίνισε ότι, εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως του αιτούμενου μέτρου, δεν είχε προηγηθεί της παρεμβάσεως της Εισαγγελίας Αμβούργου απόφαση από δικαστή.


46      «[…] εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι η εκτέλεση ερευνητικού μέτρου που περιέχεται στην ΕΕΕ θα είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση θεμελιώδους δικαιώματος του ενδιαφερομένου και ότι το κράτος μέλος εκτέλεσης θα παρέβαινε τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εκτέλεση της ΕΕΕ θα πρέπει να απορρίπτεται».


47      Άρθρο προπαρατεθέν στην υποσημείωση 38.


48      Ο όρος αυτός απαντά στον τίτλο του κεφαλαίου III («Διαδικασίες και διασφαλίσεις για το κράτος εκτέλεσης») της οδηγίας 2014/41.


49      «Τα ένδικα μέσα που δύνανται να ασκηθούν κατά μιας ΕΕΕ θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμα με τα προβλεπόμενα σε εγχώρια υπόθεση κατά του εκάστοτε ερευνητικού μέτρου. Σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν τη δυνατότητα άσκησης των ένδικων μέσων, μεταξύ άλλων ενημερώνοντας εγκαίρως κάθε ενδιαφερόμενο σχετικά με τις δυνατότητες και τους τρόπους αναζήτησης των ένδικων μέσων […]».


50      Τα ένδικα μέσα ήταν το αντικείμενο της προδικαστικής παραπομπής επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2019, Gavanozov (C‑324/17 EU:C:2019:892). Με τη σκέψη του 37, το Δικαστήριο περιορίστηκε να κρίνει ότι το αποστελλόμενο έντυπο δεν απαιτείται να περιλαμβάνει «περιγραφή των ένδικων μέσων που υφίστανται, ενδεχομένως, στο κράτος μέλος έκδοσης κατά της έκδοσης ευρωπαϊκής εντολής έρευνας». Δεν εξέτασε, συνεπώς, εάν «[…] [το άρθρο 14 της οδηγίας αυτής] […] αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει κανένα ένδικο μέσο που να καθιστά δυνατή την προσβολή των ουσιαστικών λόγων στους οποίους στηρίζεται η έκδοση» ΕΕΕ. Με τις προτάσεις του στην υπόθεση αυτή (EU:C:2019:312), ο γενικός εισαγγελέας Υ. Bot υποστήριξε ότι «αντιβαίνουν [στο άρθρο] αυτό ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η βουλγαρική ρύθμιση, η οποία δεν προβλέπει καμία δυνατότητα αμφισβήτησης των ουσιαστικών λόγων ερευνητικού μέτρου που ζητείται με ευρωπαϊκή εντολή έρευνας, καθώς και η έκδοση, από αρχή αυτού του κράτους μέλους, ευρωπαϊκής εντολής έρευνας».


51      Το έργο του δικαστή που εγκρίνει ερευνητικό μέτρο δεν ισοδυναμεί με επικύρωση, κατά την έννοια των όσων προβλέπονται για τις αρχές εκδόσεως του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, σημείο ii, της οδηγίας 2014/41.


52      Το σημείο 4 της αιτιολογικής εκθέσεως επισημαίνει ότι η ταχεία επίλυση των ποινικών υποθέσεων αποτελεί κρίσιμο στοιχείο τόσο για την αποτελεσματικότητα όσο και για την ποιότητα του συστήματος. Πρέπει να αποφεύγονται οι αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, διότι έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα των αποδεικτικών στοιχείων. Επιπλέον, κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του εντός εύλογης χρονικής περιόδου.


53      Αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2014/41.


54      Από το κοινό σημείωμα της Eurojust και του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου σχετικά με την πρακτική εφαρμογή της ΕΕΕ προκύπτει ότι, σε συγκριτικό πλαίσιο, τα κράτη μέλη ορίζουν, κατά κύριο λόγο, την εισαγγελική αρχή ως αρχή εκδόσεως.