Language of document : ECLI:EU:T:2022:835

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2022 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς-πλαίσιο με σκοπό την καθιέρωση στη Γερμανία ομοσπονδιακού καθεστώτος αποζημιώσεων για την αποκατάσταση των ζημιών λόγω των αποφάσεων περιοριστικών μέτρων – Απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων – Μέτρο για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑525/21,

E. Breuninger GmbH & Co., με έδρα τη Στουτγάρδη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους R. Velte και W. Meilicke, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους V. Bottka, G. Braga da Cruz και C. Kovács,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και P.‑L. Krüger,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, F. Schalin, P. Škvařilová-Pelzl, I. Nõmm (εισηγητή) και D. Kukovec, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα E. Breuninger GmbH & Co ζητεί την ακύρωση της απόφασης C(2021) 3999 final της Επιτροπής, της 28ης Μαΐου 2021, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.62784 (2021/N) – Γερμανία COVID‑19 – Ομοσπονδιακό καθεστώς αποζημιώσεων (ΕΕ 2021, C 223, σ. 25, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα είναι η εταιρία εκμετάλλευσης και λειτουργίας του ομίλου E. Breuninger, ο οποίος δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον κλάδο της ένδυσης και της εμπορίας ενδυμάτων, αρωμάτων, καλλυντικών και προϊόντων προσωπικής φροντίδας, επίπλων και ειδών οικιακής χρήσης και διακόσμησης.

3        Στις 21 Μαΐου 2021 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, μέτρο σχετικά με τη χορήγηση προσωρινής οικονομικής στήριξης στις επιχειρήσεις των οποίων οι δραστηριότητες διακόπηκαν λόγω των μέτρων που έλαβε το ομοσπονδιακό κράτος και τα ομόσπονδα κράτη (Länder), στο πλαίσιο της κρίσης της νόσου COVID‑19, για την αντιμετώπιση της πανδημίας στο έδαφός τους (στο εξής: ομοσπονδιακό καθεστώς αποζημιώσεων).

4        Στις 28 Μαΐου 2021 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

5        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, πρώτον, η Επιτροπή περιέγραψε τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του ομοσπονδιακού καθεστώτος αποζημιώσεων. Από την περιγραφή αυτή προκύπτει ότι το εν λόγω καθεστώς:

–        ισχύει υπέρ του συνόλου των επιχειρήσεων, υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων (μεταξύ των οποίων τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι δημόσιες επιχειρήσεις)·

–        έχει ως αντικείμενο την αντιστάθμιση της απώλειας κέρδους συνεπεία των αποφάσεων περιοριστικών μέτρων που εκδόθηκαν λόγω της πανδημίας της νόσου COVID‑19 (στο εξής: αποφάσεις περιοριστικών μέτρων)·

–        έχει προϋπολογισμό περίπου 10 δισεκατομμυρίων ευρώ για το 2021, αφορά ζημίες που προέκυψαν μεταξύ της 16ης Μαρτίου 2020 και της 31ης Δεκεμβρίου 2021 αποκλειστικά και μόνο λόγω των αποφάσεων περιοριστικών μέτρων, ισχύει σε ολόκληρη τη Γερμανία και λαμβάνει τη μορφή άμεσων επιδοτήσεων που μπορούν να χορηγηθούν από τις διοικητικές αρχές τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο·

–        εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο του 2, παράγραφος 1, ιδίως στις επιχειρήσεις στις οποίες, βάσει των αποφάσεων περιοριστικών μέτρων, απαγορεύθηκε η άσκηση της δραστηριότητάς τους και στις επιχειρήσεις οι οποίες πραγματοποιούν τουλάχιστον 80 % του κύκλου εργασιών τους με επιχειρήσεις στις οποίες απαγορεύθηκε η άσκηση της δραστηριότητάς τους βάσει των αποφάσεων αυτών·

–        προβλέπει, στο άρθρο 2, παράγραφος 2, ότι οι επιχειρήσεις με μικτές δραστηριότητες, από τις οποίες ορισμένες δεν επηρεάζονται καθόλου από τα περιοριστικά μέτρα, είναι επιλέξιμες για το ομοσπονδιακό καθεστώς αποζημιώσεων, εφόσον οι δραστηριότητες των οποίων η άσκηση απαγορεύθηκε αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον 80 % του κύκλου εργασιών τους·

–        προβλέπει, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, ότι επιλέξιμη είναι αποκλειστικά η ζημία που συνδέεται με τις δραστηριότητες των οποίων η άσκηση απαγορεύθηκε ή το διακριτό τμήμα των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων το οποίο επηρεάστηκε από τις αποφάσεις περιοριστικών μέτρων και ότι ως τέτοια ζημία νοείται η διαφορά μεταξύ των αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης κατά τη διάρκεια των περιόδων ισχύος των περιοριστικών μέτρων σε σύγκριση με τις αντίστοιχες περιόδους του 2019·

–        προβλέπει ότι τα έσοδα από τη μετατόπιση της δραστηριότητας σε άλλη συναφή οικονομική δραστηριότητα πρέπει να συνεκτιμώνται προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποκομίσουν οι επιχειρήσεις όφελος λόγω του αποκλειστικού υπολογισμού των ζημιών από τις δραστηριότητες που επηρεάζονται από τα περιοριστικά μέτρα·

–        έχει διάφορα χαρακτηριστικά που αποσκοπούν στον περιορισμό του ποσού των καταβαλλόμενων ενισχύσεων στο ελάχιστο αναγκαίο·

–        προβλέπει ότι, στην περίπτωση καταβολής των ενισχύσεων επί τη βάσει προβλεπόμενων ζημιών, θα ελέγχεται εκ των υστέρων αν υπήρξαν όντως ζημίες και ότι, σε περίπτωση υπερβάλλουσας αποζημίωσης, θα αναζητούνται τα αντίστοιχα ποσά.

6        Δεύτερον, η Επιτροπή εξέτασε τη συμβατότητα του ομοσπονδιακού καθεστώτος αποζημιώσεων με το άρθρο 107 ΣΛΕΕ.

7        Κατά πρώτον, η Επιτροπή επισήμανε ότι το ομοσπονδιακό καθεστώς αποζημιώσεων ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

8        Κατά δεύτερον, η Επιτροπή έκρινε ότι το ομοσπονδιακό καθεστώς αποζημιώσεων ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

9        Κατ’ αρχάς, υπενθύμισε ότι η πανδημία της νόσου COVID‑19 συνιστά έκτακτο γεγονός κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

10      Εν συνεχεία, εκτίμησε ότι, υπό το πρίσμα του ορισμού των επιλέξιμων ζημιών τον οποίο προβλέπει το ομοσπονδιακό καθεστώς αποζημιώσεων, υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πανδημίας της νόσου COVID‑19 και των ζημιών για τις οποίες καταβάλλεται αποζημίωση, δεδομένου ότι αυτή αφορούσε αποκλειστικά ζημίες που προκλήθηκαν από μέτρα τα οποία κώλυαν, κατά νόμο ή εν τοις πράγμασι, την εξακολούθηση των δραστηριοτήτων των ωφελουμένων.

11      Τέλος, η Επιτροπή εξέτασε την αναλογικότητα του ομοσπονδιακού καθεστώτος αποζημιώσεων και διαπίστωσε ότι πληρούνταν η σχετική προϋπόθεση, δεδομένου ότι από τα χαρακτηριστικά του καθεστώτος μπορούσε να συναχθεί ότι οι χορηγούμενες ενισχύσεις θα ήταν ανάλογες προς τις ζημίες λόγω της πανδημίας της νόσου COVID‑19.

12      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις για το ομοσπονδιακό καθεστώς αποζημιώσεων.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

14      Η Επιτροπή και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

15      Με την υπό κρίση προσφυγή, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης για τον λόγο ότι ενέκρινε το ομοσπονδιακό καθεστώς αποζημιώσεων, το οποίο στο άρθρο 2, παράγραφος 2, προβλέπει ότι δεν είναι επιλέξιμες οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε περισσότερους τομείς αν οι τομείς που επηρεάζονται από τις αποφάσεις περιοριστικών μέτρων που εκδόθηκαν λόγω της πανδημίας της νόσου COVID‑19 αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 80 % του κύκλου εργασιών τους.

16      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή, εγκρίνοντας την προϋπόθεση επιλεξιμότητας κατά την οποία οι επηρεαζόμενοι τομείς δραστηριότητας πρέπει να αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον 80 % του κύκλου εργασιών των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, επειδή δεν κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας, παρά την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών.

17      Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής περιλαμβάνονται μεταξύ των λόγων απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης (πρβλ. διάταξη της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Troszczynski κατά Κοινοβουλίου, T‑148/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:921, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

18      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει κατ’ αρχάς να εξετάσει το παραδεκτό της προσφυγής υπό το πρίσμα της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

19      Προς τούτο, η προσφεύγουσα κλήθηκε, με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας δυνάμει των άρθρων 89 και 90 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να διατυπώσει τις απόψεις της επί του εννόμου συμφέροντός της για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και, κατά συνέπεια, επί του παραδεκτού της προσφυγής, στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι δεν έχει εφαρμογή ως προς την ίδια η προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 2, του ομοσπονδιακού καθεστώτος αποζημιώσεων.

20      Κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δύναται, αυτή καθ’ εαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21      Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υπό κρίση προσφυγή στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση, ήτοι ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν επιλέξιμη για το ομοσπονδιακό καθεστώς αποζημιώσεων, λόγω της προϋπόθεσης που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 2, του καθεστώτος αυτού.

22      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ομοσπονδιακού καθεστώτος αποζημιώσεων, το οποίο συνόψισε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 20, στοιχείο a, της προσβαλλόμενης απόφασης, «οι οργανισμοί που καταβάλλουν τις ενισχύσεις μπορούν να χορηγούν ενισχύσεις σε ιδιωτικές επιχειρήσεις […] εφόσον […] η οικονομική δραστηριότητά τους έχει επηρεαστεί από τα περιοριστικά μέτρα λόγω του κορωνοϊού κατά τον εξής τρόπο: […] ανεστάλη η εμπορική ή οικονομική δραστηριότητά τους λόγω απόφασης απαγόρευσης της λειτουργίας τους η οποία ελήφθη βάσει κανονιστικής πράξης περί περιοριστικών μέτρων».

23      Όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 21 και στην υποσημείωση 21 της προσβαλλόμενης απόφασης, το άρθρο 2, παράγραφος 2, του ομοσπονδιακού καθεστώτος αποζημιώσεων προβλέπει ότι, «στις περιπτώσεις επιχειρήσεων με περισσότερους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, ποσοστό τουλάχιστον 80 % του συνολικού κύκλου εργασιών πρέπει να μπορεί να αποδοθεί χωρίς αμφιβολία στις οικονομικές δραστηριότητες που επηρεάζονται άμεσα από τα περιοριστικά μέτρα».

24      Τέλος, το άρθρο 3, παράγραφος 4, του ομοσπονδιακού καθεστώτος αποζημιώσεων, του οποίου το βασικό περιεχόμενο υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 23 της προσβαλλόμενης απόφασης, ορίζει τα εξής:

«Αν τα περιοριστικά μέτρα αφορούν συγκεκριμένη δραστηριότητα και, εξ αυτού του λόγου, η οικονομική δραστηριότητα μετατοπίζεται προς συναφή οικονομική δραστηριότητα ή προς άλλη πηγή εσόδων, τα έσοδα της συνδεδεμένης ή συναφούς αυτής δραστηριότητας λαμβάνονται επίσης υπόψη. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αντληθεί όφελος από το γεγονός ότι λαμβάνονται υπόψη μόνον οι οικονομικές δραστηριότητες που επηρεάζονται από τα περιοριστικά μέτρα στην περίπτωση που άλλες οικονομικές δραστηριότητες έγιναν εξ αυτού του λόγου πιο αποδοτικές. Αποκλείεται επομένως η καταβολή υπερβάλλουσας αποζημίωσης.»

25      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, του ομοσπονδιακού καθεστώτος αποζημιώσεων, η ίδια αποκλείεται από καθεστώς αυτό. Αφενός, εκθέτει ότι δραστηριοποιείται τόσο στο λιανικό εμπόριο σε καταστήματα όσο και στο ηλεκτρονικό εμπόριο, που αποτελούν διαφορετικούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης. Αφετέρου, διευκρινίζει ότι, λόγω του ποσοστού του κύκλου εργασιών της που αντιπροσωπεύει το ηλεκτρονικό εμπόριο, το οποίο δεν επηρεάστηκε από τις αποφάσεις περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας της νόσου COVID‑19, δεν πληροί την προϋπόθεση του 80 % την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή. Με τα δικόγραφά της, τονίζει ότι, λόγω του αποκλεισμού της από το ομοσπονδιακό καθεστώς αποζημιώσεων, δεν μπόρεσε να ζητήσει τη χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής δυνάμει του Überbrückungshilfe III, ήτοι του ομοσπονδιακού προγράμματος ενισχύσεων που υιοθέτησαν οι γερμανικές αρχές κατ’ εφαρμογήν του καθεστώτος αυτού (στο εξής: ομοσπονδιακό πρόγραμμα ενισχύσεων).

26      Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ορθώς η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ότι η ανωτέρω ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, του ομοσπονδιακού καθεστώτος αποζημιώσεων είναι αντίθετη προς τη δημοσιοποιηθείσα από την ίδια ερμηνεία. Ειδικότερα, από τη δημοσιοποιηθείσα ερμηνεία προκύπτει ότι το λιανικό εμπόριο σε καταστήματα και το ηλεκτρονικό εμπόριο δεν θεωρούνται ως διαφορετικοί «τομείς οικονομικής δραστηριότητας», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης. Αντιθέτως, το ηλεκτρονικό εμπόριο εκλαμβάνεται ως «συναφής οικονομική δραστηριότητα» προς το λιανικό εμπόριο σε καταστήματα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, του ομοσπονδιακού καθεστώτος αποζημιώσεων.

27      Κατά συνέπεια, το μέγεθος του κύκλου εργασιών που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα μέσω ηλεκτρονικού εμπορίου δεν μπορεί να οδηγήσει, κατ’ εφαρμογήν του ομοσπονδιακού καθεστώτος αποζημιώσεων, στον αποκλεισμό της επιλεξιμότητάς της για κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, του εν λόγω καθεστώτος. Μόνη συνέπειά του είναι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 4, του ομοσπονδιακού καθεστώτος αποζημιώσεων, ότι τα επιπλέον έσοδα της προσφεύγουσας από το διαδικτυακό εμπόριο λόγω των αποφάσεων περιοριστικών μέτρων πρέπει να συνυπολογιστούν προκειμένου να αποφευχθεί καταβολή υπερβάλλουσας αποζημίωσης για τη ζημία που της προξένησαν οι αποφάσεις αυτές.

28      Δεύτερον, από τις συζητήσεις στο πλαίσιο της παρούσας δίκης προέκυψε ότι η αδυναμία της προσφεύγουσας να λάβει χρηματοδοτική συνδρομή δυνάμει του ομοσπονδιακού προγράμματος ενισχύσεων οφειλόταν στην προσθήκη εκ μέρους των γερμανικών αρχών, μονομερώς και αυτοτελώς σε σχέση με το ομοσπονδιακό καθεστώς αποζημιώσεων που είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, προϋπόθεσης επιλεξιμότητας βάσει της οποίας τα περιοριστικά μέτρα θα πρέπει να έχουν επηρεάσει τουλάχιστον το 30 % του συνολικού κύκλου εργασιών του αιτούντος, όπως επιβεβαίωσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απαντώντας σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που της απευθύνθηκε.

29      Απαντώντας στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, η προσφεύγουσα επιχείρησε να συνδέσει την προϋπόθεση επιλεξιμότητας βάσει της οποίας τα περιοριστικά μέτρα θα πρέπει να έχουν επηρεάσει τουλάχιστον το 30 % του συνολικού κύκλου εργασιών με το ομοσπονδιακό καθεστώς αποζημιώσεων, όπως αυτό κηρύχθηκε συμβατό με το άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ως προς το ζήτημα αυτό, αρκεί να επισημανθεί ότι η εν λόγω προϋπόθεση επιλεξιμότητας δεν περιλαμβάνεται στο ομοσπονδιακό καθεστώς αποζημιώσεων ούτε ρητώς ούτε σιωπηρώς, μέσω παραπομπής στις προϋποθέσεις άλλων κοινοποιηθέντων καθεστώτων ενισχύσεων.

30      Τρίτον, επισημαίνεται ότι η προσθήκη, εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μιας επιπλέον προϋπόθεσης επιλεξιμότητας, ήτοι να επηρεάζεται τουλάχιστον το 30 % του κύκλου εργασιών της επιχείρησης προκειμένου αυτή να είναι επιλέξιμη για το ομοσπονδιακό πρόγραμμα ενισχύσεων, δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την εξέταση της υπό κρίση προσφυγής, η οποία αφορά αποκλειστικώς τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης με την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι το ομοσπονδιακό καθεστώς αποζημιώσεων είναι συμβατό με το άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

31      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η εφαρμογή του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, όπως αυτό προκύπτει από τα άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ, εναπόκειται, αφενός, στην Επιτροπή και, αφετέρου, στα εθνικά δικαστήρια, που επιτελούν αυτοτελείς αλλά και αλληλοσυμπληρούμενους ρόλους. Ενώ η εκτίμηση συμβατότητας μέτρων ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, η οποία ενεργεί υπό τον έλεγχο των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, τα εθνικά δικαστήρια μεριμνούν για τη διασφάλιση, μέχρι την τελική απόφαση της Επιτροπής, των δικαιωμάτων των υποκειμένων δικαίου, σε περίπτωση παραβάσεως, από τις κρατικές αρχές, της απαγορεύσεως του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, ΔΕΗ και Επιτροπή κατά Αλουμίνιον της Ελλάδος, C‑590/14 P, EU:C:2016:797, σκέψεις 95 έως 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα έχει τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων, τα οποία θα εξετάσουν, ενδεχομένως αφού υποβάλουν στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, αν η προσθήκη επιπλέον προϋπόθεσης επιλεξιμότητας στο εθνικό δίκαιο προσομοιάζει με μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (ΕΕ 2004, L 140, σ. 1), και, κατά συνέπεια, με νέα ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), για την οποία ισχύει υποχρέωση κοινοποίησης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

33      Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 2, παράγραφος 2, του ομοσπονδιακού καθεστώτος αποζημιώσεων όπως αυτό κηρύχθηκε συμβατό με το άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ στην προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφεύγουσα ήταν επιλέξιμη για ενίσχυση δυνάμει του εν λόγω καθεστώτος. Ως εκ τούτου, η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν θα ωφελούσε την προσφεύγουσα, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 20 ανωτέρω, και, επομένως, η προσφυγή της πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

34      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

35      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε και η Επιτροπή έχει υποβάλει σχετικό αίτημα, πρέπει η προσφεύγουσα να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

36      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η E. Breuninger GmbH & Co φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Tomljenović

Schalin

Škvařilová-Pelzl

Nõmm

 

      Kukovec

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Δεκεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.