Language of document : ECLI:EU:T:2021:161

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 24ης Μαρτίου 2021 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Προσωρινή επανατοποθέτηση – Προσφυγή ακυρώσεως – Αμιγώς επιβεβαιωτική πράξη – Απαράδεκτο – Ρητή απόφαση περί απόρριψης της διοικητικής ενστάσεως – Αυτοτελές περιεχόμενο – Αναστολή των αποτελεσμάτων της απόφασης κατά της οποίας υποβάλλεται η διοικητική ένσταση – Έννομο συμφέρον – Αγωγή αποζημιώσεως – Στενός σύνδεσμος με το ακυρωτικό αίτημα – Μη διεξαγωγή της προ της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος διαδικασίας – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑277/19,

BK, εκπροσωπούμενη από τους Β. Χριστιανό, Α. Σκουλίκη και Δ. Καραγκούνη, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), εκπροσωπούμενης από τις P. Eyckmans και M. A. Σταματοπούλου, επικουρούμενες από τον D. Waelbroeck και την A. Duron, δικηγόρους,

καθής-εναγομένης,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της απόφασης της EASO, της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, περί τοποθέτησης της προσφεύγουσας-ενάγουσας στη Μάλτα από 1ης Νοεμβρίου 2018, την ακύρωση της σιωπηρής απόφασης περί απόρριψης της διοικητικής ενστάσεως που υποβλήθηκε κατά της απόφασης αυτής, καθώς και την ακύρωση της απόφασης της EASO, της 6ης Ιουνίου 2019, περί ρητής απόρριψης της εν λόγω διοικητικής ενστάσεως, και, αφετέρου, την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα κατόπιν της τελευταίας αυτής απόφασης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο, V. Valančius και L. Truchot (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Οκτωβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Το ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα-ενάγουσα [στο εξής: προσφεύγουσα], BK, προσελήφθη ως έκτακτη υπάλληλος με βαθμό AD 7 από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), με σύμβαση που άρχισε να ισχύει στις 16 Ιουλίου 2017 (στο εξής: αρχική σύμβαση). Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αυτής, η οποία είχε πενταετή διάρκεια με δυνατότητα ανανέωσης, ως τόπος εργασίας της προσφεύγουσας είχε οριστεί η Βαλέτα (Μάλτα), όπου θα ασκούσε τα καθήκοντα [εμπιστευτικό] (1).

2        Θεωρώντας ότι υπήρξε θύμα παρενόχλησης εκ μέρους του προϊσταμένου [εμπιστευτικό], όπου είχε τοποθετηθεί, η προσφεύγουσα υπέβαλε την παραίτησή της στον εκτελεστικό διευθυντή, που αποτελούσε την Αρμόδια για τη Σύναψη των Συμβάσεων Πρόσληψης Αρχή της EASO (στο εξής: ΑΣΣΠΑ), με επιστολή της 11ης Σεπτεμβρίου 2017.

3        Σε συνέχεια της επιστολής αυτής, η EASO πρότεινε στην προσφεύγουσα να μεταφερθεί ο τόπος εργασίας της στα γραφεία της EASO στην Αθήνα (Ελλάδα), από 1ης Οκτωβρίου 2017, για χρονικό διάστημα ενός έτους, όπου θα συνέχιζε να ασκεί τα καθήκοντα [εμπιστευτικό]. Η προσφεύγουσα αποδέχθηκε την πρόταση αυτή, βάσει της οποίας καταρτίστηκε τροποποίηση της αρχικής σύμβασης (στο εξής: πρώτη τροποποίηση), την οποία υπέγραψαν η προσφεύγουσα και η ΑΣΣΠΑ στις 22 Σεπτεμβρίου 2017.

4        Από τον Μάιο του 2018, αναλήφθηκαν διάφορες πρωτοβουλίες εντός της EASO προκειμένου να τοποθετηθεί η προσφεύγουσα σε σταθερή θέση υπαγόμενη στα γραφεία της Αθήνας μέχρι το 2022, ημερομηνία λήξης της αρχικής σύμβασης. Διάφοροι προϊστάμενοι τμήματος, μονάδας και τομέα της EASO, καθώς και ο προϊστάμενος [εμπιστευτικό] της EASO και η προσφεύγουσα αντάλλαξαν πλειάδα μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, προκειμένου ιδίως να αποτυπωθεί η ακριβής περιγραφή της νέας θέσης εργασίας της προσφεύγουσας και να καθοριστεί ο ακριβής χρόνος ανάληψης των νέων της καθηκόντων. Σε ορισμένα από τα εν λόγω μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου γινόταν μνεία της σύμφωνης γνώμης του εκτελεστικού διευθυντή της EASO σχετικά με τις μεταβολές της κατάστασης της προσφεύγουσας.

5        Στις 6 Ιουνίου 2018, ο εκτελεστικός διευθυντής της EASO απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του, διορίστηκε δε προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής.

6        Στις 13 Ιουνίου 2018, η προσφεύγουσα έλαβε από τη διοίκηση της EASO τα αναγκαία έγγραφα για την επανεγγραφή της κόρης της, για το σχολικό έτος 2018/2019, στο σχολείο της Αθήνας όπου φοιτούσε από την εγκατάσταση της προσφεύγουσας στην Ελλάδα.  

7        Στις 20 Σεπτεμβρίου 2018, η EASO απέστειλε στην προσφεύγουσα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (στο εξής: αρχική απόφαση), με το οποίο την πληροφορούσε ότι, «προς το συμφέρον της υπηρεσίας, η αποστολή της στην Αθήνα δεν μπορούσε να παραταθεί» και, επομένως, υποχρεούτο να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά της στη Βαλέτα στα τέλη του τρέχοντος μήνα Σεπτεμβρίου. Πάντως, διευκρινιζόταν ότι θα μπορούσε να παραμείνει στην Αθήνα μέχρι το τέλος Οκτωβρίου 2018, ώστε να μπορέσει να οργανώσει την επανεγκατάστασή της στη Βαλέτα.

8        Στις 28 Σεπτεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα και η ΑΣΣΠΑ συνομολόγησαν νέα τροποποίηση της αρχικής σύμβασης, στην οποία οριζόταν ότι η προσφεύγουσα ήταν τοποθετημένη στη Βαλέτα, αλλά ότι, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, τόπος απασχόλησής της μεταξύ 1ης και 31ης Οκτωβρίου 2018 παρέμενε η Αθήνα.

9        Στις 29 Σεπτεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση, φέρουσα ημερομηνία της προηγουμένης ημέρας, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), που έχει εφαρμογή στους εκτάκτους υπαλλήλους δυνάμει του άρθρου 46 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, το οποίο προσαρτάται στον ΚΥΚ. Με την ένστασή της, η προσφεύγουσα ζήτησε από την ΑΣΣΠΑ, πρώτον, να ανακαλέσει την αρχική απόφαση, η οποία, υποχρεώνοντάς την να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά της στη Βαλέτα, είχε παραβιάσει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, στερούνταν αιτιολογίας, ήταν αντίθετη προς το συμφέρον της υπηρεσίας και αντέβαινε προς το καθήκον μέριμνας και, δεύτερον, να της προτείνει νέα σύμβαση σχετικά με θέση εργασίας στην Αθήνα. Με την ίδια ένσταση, η προσφεύγουσα υπέβαλε, εν πάση περιπτώσει, στην ΑΣΣΠΑ αίτημα αναστολής των αποτελεσμάτων της αρχικής απόφασης, προκειμένου η επιστροφή της στη Βαλέτα να πραγματοποιηθεί μετά τη λήξη του σχολικού έτους 2018/2019 (στο εξής: αίτημα αναστολής).

10      Εξάλλου, στη διοικητική ένσταση, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 9ης Οκτωβρίου 2017, είχε ζητήσει από την EASO να την προστατεύσει από την παρενόχληση που είχε υποστεί και επανέλαβε, «παρεμπιπτόντως», το αίτημα αυτό.

11      Αφού έλαβε, στις 16 Οκτωβρίου 2018, μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της EASO που αφορούσε ζητήματα σχετικά με την επιστροφή της στη Μάλτα, η προσφεύγουσα επανέλαβε το αίτημα αναστολής, με επιστολή της 18ης Οκτωβρίου 2018 προς την ΑΣΣΠΑ.

12      Στις 23 Οκτωβρίου 2018, η προσφεύγουσα κλήθηκε να συμμετάσχει σε τηλεδιάσκεψη με τους ιεραρχικώς προϊσταμένους της και τον προσωρινό εκτελεστικό διευθυντή υπό την ιδιότητά του ως ΑΣΣΠΑ. Η προσφεύγουσα αποδέχθηκε το αίτημα αυτό. Η τηλεδιάσκεψη έλαβε χώρα την επομένη.

13      Στις 25 Οκτωβρίου 2018, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση χορήγησης γονικής άδειας από την 1η Ιανουαρίου 2019, με διάρκεια ενός έτους.

14      Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ίδιας ημέρας, η EASO, αφενός, διαβίβασε στην προσφεύγουσα τα πρακτικά της τηλεδιάσκεψης και την κάλεσε να υποβάλει τα τυχόν σχόλιά της επ’ αυτών το αργότερο μέχρι τις 29 Οκτωβρίου και, αφετέρου, την ενημέρωσε ότι η ανάληψη των καθηκόντων της στη Βαλέτα είχε ανασταλεί μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της ενστάσεώς της και ότι μπορούσε εντωμεταξύ να παραμείνει στην Αθήνα, μολονότι, από 1ης Νοεμβρίου 2018, θα έπρεπε να αναφέρεται στον προϊστάμενο [εμπιστευτικό] ως μέλος της υπηρεσίας της οποίας αυτός προΐστατο.

15      Στις 30 Οκτωβρίου 2018, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην EASO τα σχόλιά της επί των πρακτικών της τηλεδιάσκεψης.

16      Στις 7 Δεκεμβρίου 2018, η EASO ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι είχε λάβει υπόψη τα σχόλιά της.

17      Στις 10 Δεκεμβρίου 2018, η EASO γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι η αίτησή της για γονική άδεια είχε εγκριθεί με έναρξη ισχύος την 1η Ιανουαρίου 2019, αλλά μόνο μέχρι τις 9 Οκτωβρίου 2019, δεδομένου ότι από την ανώτατη διάρκεια του ενός έτους γονικής άδειας που προβλέπεται στο άρθρο 42α, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ για τους μόνους γονείς, έπρεπε να αφαιρεθούν οι 83 ημέρες γονικής άδειας που είχε λάβει η προσφεύγουσα όταν εργαζόταν στον [εμπιστευτικό].

II.    Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Απριλίου 2019, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, η οποία βάλλει, αφενός, κατά της αρχικής απόφασης και, αφετέρου, κατά της σιωπηρής απόφασης που εχώρησε στις 29 Ιανουαρίου 2019, ελλείψει απαντήσεως στη διοικητική ένσταση της προσφεύγουσας εντός της τετράμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 90, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του ΚΥΚ (στο εξής: σιωπηρή απόφαση).

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Μαΐου 2019, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 66 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα ζήτησε την τήρηση ανωνυμίας και τη μη δημοσιοποίηση ορισμένων στοιχείων. Με απόφαση της 11ης Ιουνίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) δέχθηκε το εν λόγω αίτημα τήρησης ανωνυμίας.

20      Με υπόμνημα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Σεπτεμβρίου 2019 (στο εξής: υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων), η προσφεύγουσα προσάρμοσε την προσφυγή της, βάσει του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας. Η προσαρμογή αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι, με απόφαση της 6ης Ιουνίου 2019 (στο εξής: ρητή απόφαση), η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 11 Ιουνίου 2019, η ΑΣΣΠΑ  απεφάνθη ρητώς επί της διοικητικής ενστάσεως και την απέρριψε κατά το μέρος που σκοπούσε στην ανάκληση της αρχικής απόφασης και στην επανατοποθέτηση της προσφεύγουσας στην Αθήνα μέχρι το τέλος της αρχικής σύμβασης, ενώ συγχρόνως δέχτηκε το αίτημα αναστολής, με αποτέλεσμα η προσφεύγουσα να μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά της στην Αθήνα έως τις 30 Αυγούστου 2019. Με το υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων, η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωση της ρητής απόφασης και την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υποστηρίζει ότι της προκάλεσε η ως άνω απόφαση.

21      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης του Γενικού Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, με απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2019 και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ανέθεσε την υπόθεση σε νέο εισηγητή δικαστή, τοποθετημένο στο έβδομο τμήμα.

22      Ως παραρτήματα στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, η EASO επισύναψε, πρώτον, διάφορα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είχαν ανταλλάξει δύο υπάλληλοί της στις [εμπιστευτικό] σχετικά με την ακύρωση σχεδίου απόφασης που αφορούσε την προσφεύγουσα και έφερε τα στοιχεία αναφοράς [εμπιστευτικό] και, δεύτερον, το σχέδιο απόφασης [εμπιστευτικό], σχετικά με την επανατοποθέτηση της προσφεύγουσας, καθώς και το εξώφυλλο για τη θέση υπογραφής επί του συγκεκριμένου εγγράφου που ανέγραφε τα στάδια της σχετικής διοικητικής διαδικασίας (workflow), από το οποίο προκύπτει ότι το εν λόγω σχέδιο είχε καταρτισθεί στις [εμπιστευτικό] και είχε απορριφθεί στις [εμπιστευτικό] από τον προσωρινό εκτελεστικό διευθυντή.

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Φεβρουαρίου 2020, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπονται στα άρθρα 88 έως 90 του Κανονισμού Διαδικασίας, να καλέσει την EASO να προσκομίσει το έγγραφο [εμπιστευτικό] καθώς και τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου και τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σχετικά με την ακύρωση του ανωτέρω εγγράφου. Σκοπός της προσκόμισης των εγγράφων αυτών είναι, κατά την προσφεύγουσα, να αποδειχθεί, αφενός, η ύπαρξη απόφασης περί οριστικής επανατοποθέτησης της προσφεύγουσας στην Αθήνα, η οποία ελήφθη από τον πρώην εκτελεστικό διευθυντή της EASO, και, αφετέρου, η ανάκληση της απόφασης αυτής από τον προσωρινό εκτελεστικό διευθυντή.

24      Αφού έλαβε τις σχετικές παρατηρήσεις της EASO, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) την κάλεσε να προσκομίσει κάθε έγγραφο ευρισκόμενο στα αρχεία της διά του οποίου μπορούσε να ταυτοποιηθεί το πρόσωπο που είχε λάβει την πρωτοβουλία να ζητήσει την κατάρτιση του εγγράφου [εμπιστευτικό] και διά του οποίου μπορούσε να προσδιοριστεί η ημερομηνία αναλήψεως της εν λόγω πρωτοβουλίας, καθώς και το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού και το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας στο οποίο βρισκόταν το έγγραφο όταν, στις [εμπιστευτικό], η διαδικασία με αντικείμενο το εν λόγω έγγραφο ακυρώθηκε, όπως προέκυπτε από τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που προσαρτώνται ως παράρτημα στο υπόμνημα ανταπαντήσεως (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω).

25      Στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε επίσης να καλέσει τους διαδίκους να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις.

26      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 και στις 28 Ιουνίου 2020, αντιστοίχως, η προσφεύγουσα και η EASO απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψεις 24 και 25 ανωτέρω). Με την απάντησή της, η προσφεύγουσα τροποποίησε τα αιτήματά της, όπως εκτίθεντο στο δικόγραφο της προσφυγής και στο υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων. Αφενός, διευκρίνισε ότι το πρώτο αίτημα του δικογράφου της προσφυγής, κατά το μέτρο που με αυτό ζητούσε «[να διαταχθεί η] EASO […] να λάβει αναδρομικά τα απαραίτητα, κατ’ άρθρο 266 ΣΛΕΕ, μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης του [Γενικού Δικαστηρίου]», δεν έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποτύπωνε αυτοτελές αίτημά της, αλλά ως συνέπεια του ακυρωτικού αιτήματός της. Αφετέρου, η προσφεύγουσα μείωσε το ποσό που ζητούσε λόγω περιουσιακής ζημίας, διότι την [εμπιστευτικό] είχε προσληφθεί από άλλον οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

27      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Οκτωβρίου 2020.

28      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρώτον, η προσφεύγουσα μείωσε για δεύτερη φορά το ποσό που ζητούσε προς αποκατάσταση της προβαλλόμενης περιουσιακής ζημίας, για τον λόγο ότι, από τις [εμπιστευτικό] και έως την πρόσληψή της από άλλον οργανισμό της Ένωσης, είχε αρχίσει να εργάζεται εκ νέου στην EASO με μειωμένο ωράριο και κατά συνέπεια είχε λάβει μέρος του μισθού της.

29      Δεύτερον, η EASO προέβαλε ένσταση απαραδέκτου αντλούμενη από το ότι η ακύρωση της αρχικής απόφασης, η οποία αφορά την επανατοποθέτηση της προσφεύγουσας στη Βαλέτα, δεν θα μπορούσε πλέον να αποφέρει κανένα όφελος στην προσφεύγουσα, δεδομένου ότι αυτή είχε προσληφθεί από άλλον οργανισμό της Ένωσης.

30      Τρίτον, η EASO πρότεινε αποδεικτικό μέσο, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο αφορούσε ένα έγγραφο [εμπιστευτικό], υποστηρίζοντας ότι σκοπός του προτεινόμενου αποδεικτικού μέσου ήταν να τεκμηριώσει την προφορική της απάντηση στα επιχειρήματα που προέβαλε γραπτώς η προσφεύγουσα με την απάντησή της στην πέμπτη γραπτή ερώτηση που της είχε υποβάλει το Γενικό Δικαστήριο και στο πρώτο παράρτημα της εν λόγω απάντησης. Η προσφεύγουσα αντιτάχθηκε στο νέο αυτό αποδεικτικό μέσο, υποστηρίζοντας ότι προτεινόταν εκπροθέσμως.

31      Τέταρτον, σε απάντηση ερώτησης του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα απέσυρε το αίτημα ικανοποίησης της ηθικής βλάβης που κατ’ αυτήν είχε απορρεύσει, όπως προκύπτει από το σημείο 8, στοιχείο βʹ, του υπομνήματος προσαρμογής των αιτημάτων, από το γεγονός ότι η ΑΣΣΠΑ, αν και είχε παραδεχθεί στη ρητή απόφαση ότι ο προϊστάμενος [εμπιστευτικό] είχε παραβιάσει προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα της προσφεύγουσας, δεν είχε συνδέσει την παραβίαση αυτή με την ανέντιμη συμπεριφορά του εν λόγω προϊσταμένου [εμπιστευτικό] εις βάρος της προσφεύγουσας της οποίας έγινε επίκληση στη διοικητική ένσταση. H προσφεύγουσα διευκρίνισε όμως ότι η απόσυρση του ως άνω αιτήματος δεν επηρέαζε το αίτημά της για ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

32      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την αρχική απόφαση καθώς και τη σιωπηρή απόφαση·

–        να ακυρώσει τη ρητή απόφαση·

–        να υποχρεώσει την EASO να της καταβάλει το ποσό των 24 633,98 ευρώ προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη για το διάστημα από [εμπιστευτικό

–        να υποχρεώσει την EASO να της καταβάλει το ποσό των 4 228,33 ευρώ, για το διάστημα από [εμπιστευτικό], και το ποσό των 15 400,16 ευρώ, για το διάστημα από [εμπιστευτικό], προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υποστηρίζει ότι υπέστη για τα διαστήματα αυτά·

–        να υποχρεώσει την EASO να της καταβάλει το ποσό των 30 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υποστηρίζει ότι υπέστη·

–        να καταδικάσει την EASO στα δικαστικά έξοδα.

33      Η EASO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή και το υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων ως απαράδεκτα·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή και το υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων ως όλως αβάσιμα·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

34      Η προσφεύγουσα προβάλλει ακυρωτικό αίτημα και αποζημιωτικά αιτήματα. Στο υπόμνημα απαντήσεως διευκρινίζει ότι η προσφυγή της δεν έχει ως αντικείμενο το αίτημα συνδρομής που είχε επαναλάβει στη διοικητική ένσταση (βλ. σκέψη 10 ανωτέρω), όσον αφορά την παρενόχληση την οποία είχε υποστεί.

35      Η EASO υποστηρίζει ότι η αρχική απόφαση είναι απλώς επιβεβαιωτική της πρώτης τροποποίησης και, κατά συνέπεια, το ακυρωτικό αίτημα είναι απαράδεκτο. Το ως άνω απαράδεκτο συνεπάγεται απαράδεκτο των αποζημιωτικών αιτημάτων, που συνδέονται στενά με το ακυρωτικό αίτημα. Εξάλλου, σε απάντηση γραπτής ερώτησης του Γενικού Δικαστηρίου, η EASO πρόσθεσε ότι το αίτημα αποζημιώσεως ήταν απαράδεκτο κατά το μέτρο που αποσκοπούσε στην αποκατάσταση ζημιών που δεν απέρρεαν από την αρχική απόφαση, αλλά από λάθη και παραλείψεις της EASO, για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα δεν είχε κινήσει προηγουμένως την προ της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 90, παράγραφοι 1 και 2, του ΚΥΚ.

36      Επικουρικώς, η EASO αμφισβητεί το βάσιμο του ακυρωτικού αιτήματος και των αποζημιωτικών αιτημάτων της προσφεύγουσας.

37      Πρέπει να εξετασθεί κατ’ αρχάς τα ακυρωτικό αίτημα της προσφεύγουσας και εν συνεχεία, τα αποζημιωτικά αιτήματα.

1.      Επί του ακυρωτικού αιτήματος

1.      Επί του αντικειμένου της διαφοράς

38      Με το δικόγραφο της προσφυγής η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωση της αρχικής απόφασης και της σιωπηρής απόφασης. Με το υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων ζήτησε επίσης την ακύρωση της ρητής απόφασης.

39      Κατά το άρθρο 86, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οσάκις μια πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση αντικαθίσταται ή τροποποιείται από άλλη πράξη έχουσα το ίδιο αντικείμενο, ο προσφεύγων μπορεί, πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, να προσαρμόσει την προσφυγή του προκειμένου να ληφθεί υπόψη το νέο αυτό στοιχείο. Κατά το άρθρο 86, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, στις υποθέσεις που εισάγονται δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, η προσαρμογή της προσφυγής γίνεται με χωριστό δικόγραφο και εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ προθεσμίας εντός της οποίας μπορεί να ζητηθεί η ακύρωση της πράξεως που δικαιολογεί την προσαρμογή της προσφυγής.

40      Εν προκειμένω, η σιωπηρή απόφαση αντικαταστάθηκε από τη ρητή απόφαση. Δεδομένου ότι η ρητή απόφαση κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 11 Ιουνίου 2019 και το υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Σεπτεμβρίου 2019, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα τήρησε τις προϋποθέσεις του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας και ότι πλέον ζητεί την ακύρωση της αρχικής απόφασης και της ρητής απόφασης.

41      Υπενθυμίζεται πάντως ότι, κατά πάγια νομολογία, η διοικητική ένσταση κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, του KYK και η απόρριψή της, ρητή ή σιωπηρή, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας σύνθετης διαδικασίας και συνιστούν απλώς προϋπόθεση για την άσκηση ένδικης προσφυγής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή, ακόμη και αν τυπικά βάλλει κατά της απόρριψης της διοικητικής ενστάσεως, έχει ως αποτέλεσμα να υποβληθεί στην κρίση του δικαστή η βλαπτική πράξη κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση, εκτός από την περίπτωση που η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως έχει διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση (βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑584/16, EU:T:2017:282, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Ειδικότερα, μια ρητή απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως μπορεί, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, να μην έχει χαρακτήρα επιβεβαιωτικό της προσβαλλομένης πράξεως. Αυτό συμβαίνει όταν η απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως περιέχει επανεξέταση της κατάστασης του ενδιαφερομένου, βάσει νέων νομικών και πραγματικών στοιχείων, ή όταν τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως συνιστά πράξη υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο, η οποία λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως και μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί βλαπτική πράξη η οποία αντικαθιστά την προσβαλλόμενη πράξη (βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑584/16, EU:T:2017:282, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του συστήματος του ΚΥΚ ή του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει διοικητική ένσταση κατά της απόφασης την οποία αμφισβητεί και να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης απορρίψεως της διοικητικής αυτής ενστάσεως, η προσφυγή είναι παραδεκτή ανεξαρτήτως του αν βάλλει κατά της απόφασης που αποτέλεσε αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως και μόνον, κατά της απόφασης περί απόρριψης της διοικητικής ενστάσεως ή κατά αμφοτέρων των αποφάσεων από κοινού, αρκεί η διοικητική ένσταση να έχει υποβληθεί και η προσφυγή να έχει ασκηθεί εντός των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ. Παρά ταύτα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης, ο δικαστής μπορεί να αποφασίσει ότι παρέλκει να αποφανθεί ειδικά επί του αιτήματος που βάλλει κατά της απόφασης περί απόρριψης της διοικητικής ενστάσεως, εάν διαπιστώσει ότι το αίτημα αυτό δεν είναι αυτοτελές και, στην πραγματικότητα, συγχέεται με το αίτημα που βάλλει κατά της απόφασης κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑584/16, EU:T:2017:282, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Σε μια τέτοια περίπτωση, η νομιμότητα της βλαπτικής πράξεως πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που παρατίθεται στην απόφαση περί απόρριψης της διοικητικής ενστάσεως, καθόσον η αιτιολογία αυτή θεωρείται ότι συμπίπτει με εκείνη της εν λόγω πράξεως. Ειδικότερα, με την απόφαση περί απόρριψης της διοικητικής ενστάσεως, η αρμόδια αρχή συμπληρώνει την αιτιολογία της απόφασης που αποτελεί το αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως, ιδίως απαντώντας στις αιτιάσεις που προβάλλονται με τη διοικητική ένσταση (πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2018, Villeneuve κατά Επιτροπής, T‑671/16, EU:T:2018:519, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η ρητή απόφαση έχει, εν μέρει, διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο της αρχικής απόφασης, καθόσον αναστέλλει τα αποτελέσματα της αρχικής απόφασης έως τις 30 Αυγούστου 2019, τροποποιώντας έτσι, υπό τη μορφή συμπλήρωσης, την αρχική απόφαση, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 42 ανωτέρω. Στο μέτρο αυτό, η ρητή απόφαση έχει αυτοτελές περιεχόμενο.

45      Επομένως, πρέπει, κατ’ αρχάς, να κριθεί το ακυρωτικό αίτημα της προσφεύγουσας κατά της αρχικής απόφασης, λαμβανομένης παράλληλα υπόψη, εφόσον απαιτείται, της αιτιολογίας που περιλαμβάνεται στο μη αυτοτελές τμήμα της ρητής απόφασης. Στη συνέχεια, πρέπει να εξεταστεί το ακυρωτικό αίτημα κατά του τμήματος της ρητής απόφασης του οποίου το περιεχόμενο είναι διαφορετικό από εκείνο της αρχικής απόφασης (στο εξής: αυτοτελές τμήμα της ρητής απόφασης). Αντιθέτως, παρέλκει η απόφανση επί της σιωπηρής απόφασης καθόσον αυτή αντικαταστάθηκε από τη ρητή απόφαση.

2.      Επί του αιτήματος που βάλλει κατά της αρχικής απόφασης

46      Όσον αφορά το παραδεκτό του αιτήματος περί ακύρωσης της αρχικής απόφασης, η EASO υποστηρίζει ότι η αρχική απόφαση δεν αποτελεί βλαπτική πράξη, δεδομένου ότι αποτελεί απλώς επιβεβαίωση της απόφασης που περιέχεται στην πρώτη τροποποίηση, κατά την οποία η τοποθέτηση της προσφεύγουσας στην Αθήνα προβλεπόταν μόνο για ένα έτος. Η απόφαση που προκύπτει από την πρώτη τροποποίηση δεν δύναται να προσβληθεί, καθόσον η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε κατ’ αυτής διοικητική ένσταση εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

47      Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με την αρχική απόφαση ανακλήθηκε προηγούμενη απόφαση περί επανατοποθέτησης της προσφεύγουσας σε θέση στην Αθήνα για τη διάρκεια της αρχικής σύμβασης, δεδομένου ότι η ΑΣΣΠΑ δεν έλαβε ποτέ σχετική απόφαση, όπως επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είναι σε θέση να προσκομίσει την τροποποιητική πράξη που θα συγκεκριμενοποιούσε την ως άνω απόφαση.

48      Όσον αφορά το έγγραφο [εμπιστευτικό] (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω), η EASO υποστηρίζει ότι δεν μπόρεσε να το εντοπίσει στα αρχεία της. Διευκρινίζει πάντως ότι, σύμφωνα με έναν πίνακα και ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που προσκομίστηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ο αριθμός αναφοράς του εγγράφου αυτού είχε δημιουργηθεί στο διοικητικό της σύστημα στις [εμπιστευτικό] ενόψει απόφασης του εκτελεστικού διευθυντή που αφορούσε τη μεταβολή της ιεραρχικής υπαγωγής της προσφεύγουσας και όχι τον τόπο εργασίας της. Το έγγραφο αυτό ουδέποτε υπεγράφη από τον πρώην εκτελεστικό διευθυντή. Αντικαταστάθηκε στις [εμπιστευτικό] από το έγγραφο [εμπιστευτικό], το οποίο επίσης αφορούσε τη μεταβολή της ιεραρχικής υπαγωγής της προσφεύγουσας και όχι την επανατοποθέτησή της στην Αθήνα. Το έγγραφο [εμπιστευτικό] δεν υπεγράφη ούτε από τον πρώην εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ απαλλαγεί από τα καθήκοντά του, ούτε από τον προσωρινό εκτελεστικό διευθυντή.

49      Η προσφεύγουσα απαντά ότι ναι μεν η αρχική απόφαση επιβεβαιώνει το περιεχόμενο της αρχικής σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε από την πρώτη τροποποίηση, αλλά πάντως αναθεωρεί προηγούμενη απόφαση την οποία είχε λάβει ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής τον Μάιο του 2018 και με την οποία η προσφεύγουσα είχε οριστικώς επανατοποθετηθεί στην Αθήνα (στο εξής: απόφαση την οποία φέρεται ότι έλαβε ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής). Μολονότι η τελευταία αυτή απόφαση δεν διαβιβάστηκε στην προσφεύγουσα, η ύπαρξη και το περιεχόμενό της μπορούν να συναχθούν, κατά τρόπο βέβαιο και συγκεκριμένο, μεταξύ άλλων από προσκομισθέντα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντηλλάγησαν μεταξύ διαφόρων προϊσταμένων τμήματος και μονάδας της EASO.

50      Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αφενός, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι το γεγονός ότι η EASO δεν είναι σε θέση να προσκομίσει το έγγραφο [εμπιστευτικό] δημιουργεί πραγματικό τεκμήριο το οποίο αντιστρέφει το βάρος αποδείξεως και βάσει του οποίου πρέπει να θεωρηθεί ότι, ενόσω η EASO δεν αποδεικνύει το αντίθετο, η απόφαση την οποία φέρεται ότι έλαβε ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής υπήρξε.

51      Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η αρχική απόφαση δεν είναι επιβεβαιωτική της πρώτης τροποποίησης και την βλάπτει για τον λόγο ότι της χορηγεί παράταση επί ένα μήνα της τοποθέτησής της στην Αθήνα, ενώ, με τη διοικητική ένσταση, είχε ζητήσει ο τόπος εργασίας της να παραμείνει στην πόλη αυτή.

52      Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως σε υπαλληλικές υποθέσεις εξαρτάται από την ύπαρξη βλαπτικής πράξης. Κατά πάγια νομολογία, βλαπτικές είναι μόνον οι πράξεις ή τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, ικανά να επηρεάσουν ευθέως και αμέσως τα συμφέροντα του ενδιαφερομένου, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (βλ. διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2018, OT κατά Επιτροπής, T‑552/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:807, σκέψεις 41 και 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1995, Obst κατά Επιτροπής, T‑562/93, EU:T:1995:181, σκέψεις 22 και 23).

53      Αντιθέτως, προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως αμιγώς επιβεβαιωτικής προγενέστερης απόφασης μη εμπροθέσμως προσβληθείσας είναι απαράδεκτη. Μια πράξη θεωρείται αμιγώς επιβεβαιωτική προγενέστερης απόφασης εάν δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με την προγενέστερη απόφαση και δεν προηγήθηκε της εκδόσεώς της επανεξέταση της καταστάσεως του αποδέκτη της απόφασης αυτής (βλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, T‑186/98, EU:T:2001:42, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 21ης Μαρτίου 2018, UD κατά Επιτροπής, T‑574/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:176, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54      Πάντως, ο επιβεβαιωτικός ή μη χαρακτήρας μιας πράξεως δεν μπορεί να εκτιμάται με αποκλειστικό γνώμονα το περιεχόμενό της σε σχέση με αυτό της προγενέστερης απόφασης την οποία επιβεβαιώνει. Ειδικότερα, πρέπει επίσης να εκτιμάται ο χαρακτήρας της προσβαλλομένης πράξεως σε σχέση προς τη φύση της αιτήσεως στην οποία η πράξη αυτή απαντά (βλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Inpesca κατά Επιτροπής, T‑186/98, EU:T:2001:42, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2020, ZF κατά Επιτροπής, T‑605/18, EU:T:2020:51, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Ειδικότερα, αν η πράξη συνιστά απάντηση σε αίτηση με την οποία προβάλλονται νέα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και ζητείται από τη Διοίκηση να επανεξετάσει την προγενέστερη απόφαση, η πράξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αμιγώς επιβεβαιωτική, καθόσον αποφαίνεται επί των περιστατικών αυτών και περιέχει, επομένως, ένα νέο στοιχείο σε σχέση με την προγενέστερη απόφαση (βλ. απόφαση της 29ης Μαΐου 2018, Fedtke κατά ΕΟΚΕ, T‑801/16 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:312, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να κριθεί αν η αρχική απόφαση είναι πράξη αμιγώς επιβεβαιωτική της πρώτης τροποποίησης, όπως υποστηρίζει η EASO, ή βλαπτική πράξη, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα. Προς τούτο, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του ισχυρισμού περί ύπαρξης της απόφασης την οποία φέρεται ότι έλαβε ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής και ανακάλεσε η αρχική απόφαση.

1)      Επί της απόφασης την οποία φέρεται ότι έλαβε ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής 

57      Προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη της απόφασης την οποία φέρεται ότι έλαβε ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής, πρώτον, η προσφεύγουσα επικαλείται το έγγραφο [εμπιστευτικό] και τις συνέπειες της μη προσκόμισής του από την EASO. Δεύτερον, στηρίζεται σε έγγραφα που κατέθεσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Τρίτον, επικαλείται τη νομολογία σχετικά με τις αποφάσεις που δεν κοινοποιήθηκαν στον ενδιαφερόμενο και δεν έλαβαν γραπτή μορφή.

1)      Επί του εγγράφου [εμπιστευτικό]

58      Διαπιστώνεται ότι η EASO, κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που αποφάσισε το Γενικό Δικαστήριο (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω), δήλωσε ότι δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει το έγγραφο [εμπιστευτικό]. Από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι διάδικοι αποδεικνύεται μόνον ότι, στις [εμπιστευτικό], δημιουργήθηκε από τη διοίκηση της EASO αριθμός αναφοράς για το έγγραφο αυτό, ενόψει της κατάρτισης σχεδίου απόφασης του εκτελεστικού διευθυντή για μεταβολή της ιεραρχικής υπαγωγής της προσφεύγουσας, ότι η διοικητική διαδικασία σχετικά με το ως άνω σχέδιο απόφασης βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη στις [εμπιστευτικό], ημερομηνία κατά την οποία ο προϊστάμενος [εμπιστευτικό] ζήτησε από υπάλληλο της Μονάδας Ανθρωπίνων Πόρων να παραλάβει από το γραφείο του τον φάκελο που αφορούσε το έγγραφο αυτό προκειμένου να το επανεισαγάγει στη διοικητική διαδικασία, και ότι ο συγκεκριμένος αριθμός αναφοράς ακυρώθηκε στις [εμπιστευτικό] και αντικαταστάθηκε από τον αριθμό αναφοράς του εγγράφου [εμπιστευτικό].

59      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, καθόσον η EASO δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει το έγγραφο [εμπιστευτικό] κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που αποφάσισε το Γενικό Δικαστήριο, υφίσταται πραγματικό τεκμήριο ότι το έγγραφο αυτό υπήρξε και ότι εναπόκειται επομένως στην EASO να αποδείξει το αντίθετο.

60      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία σε θέματα πρόσβασης στα έγγραφα, όταν θεσμικό όργανο δηλώνει ότι ένα έγγραφο δεν υπάρχει ή ότι δεν βρίσκεται στην κατοχή του, η δήλωση αυτή τεκμαίρεται ότι είναι αληθής. Εντούτοις, ένα τέτοιο τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί με κάθε μέσο, βάσει λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων που προσκομίζονται από τον αιτούντα την πρόσβαση (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 2015, McCullough κατά Cedefop, T‑496/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:374, σκέψη 50, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Dehousse κατά Δικαστηρίου, T‑433/17, EU:T:2019:632, σκέψεις 36 και 37).

61      Από την εφαρμογή των αρχών αυτών στην υπό κρίση υπόθεση προκύπτει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύει το τεκμήριο που επικαλείται προς όφελός της η προσφεύγουσα.

62      Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, το έγγραφο [εμπιστευτικό] δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί ως απόφαση για την επανατοποθέτηση της προσφεύγουσας στην Αθήνα, την οποία ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής είχε υπογράψει πριν απαλλαγεί από τα καθήκοντά του στις 6 Ιουνίου 2018. Ειδικότερα, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 58 ανωτέρω, δεν αμφισβητείται ότι, στις [εμπιστευτικό], ο φάκελος για το έγγραφο αυτό εκκρεμούσε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

63      Το γεγονός ότι το έγγραφο [εμπιστευτικό] δεν μπορεί να αποτελεί την απόφαση την οποία φέρεται ότι έλαβε ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής επιβεβαιώνεται από το έγγραφο [εμπιστευτικό], το οποίο φέρει τον αριθμό αναφοράς που δημιουργήθηκε για να αντικαταστήσει τον ακυρωθέντα αριθμό αναφοράς του εγγράφου [εμπιστευτικό]. Ειδικότερα, το έγγραφο [εμπιστευτικό] είναι σχέδιο απόφασης, καταρτισθέν με ημερομηνία [εμπιστευτικό], το οποίο έπρεπε να υποβληθεί προς υπογραφή στον προσωρινό εκτελεστικό διευθυντή. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε ότι η προσφεύγουσα θα μετακινούνταν, από τις [εμπιστευτικό], από τη θέση της [εμπιστευτικό] σε θέση [εμπιστευτικό].

64      Αν όμως μια τέτοια επανατοποθέτηση είχε ήδη αποφασιστεί λόγω της υπογραφής, από τον πρώην εκτελεστικό διευθυντή, του εγγράφου [εμπιστευτικό], θα παρείλκε η κατάρτιση του εγγράφου [εμπιστευτικό].

65      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το έγγραφο [εμπιστευτικό] παρέμεινε υπό τη μορφή σχεδίου και, επομένως, δεν κατέστη απόφαση του προσωρινού εκτελεστικού διευθυντή, δεδομένου ότι αυτός, αντί να το υπογράψει, έθεσε την ένδειξη «μη εγκριθέν», με ημερομηνία [εμπιστευτικό], στο εξώφυλλο για τη θέση υπογραφής με το οποίο του είχε υποβληθεί το έγγραφο αυτό.

66      Κατόπιν των ανωτέρω, κρίνεται ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με το έγγραφο [εμπιστευτικό] δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη της απόφασης την οποία φέρεται ότι έλαβε ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής.

2)      Επί των εγγράφων που προσκόμισε η προσφεύγουσα

67      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ύπαρξη και το περιεχόμενο της απόφασης την οποία φέρεται ότι έλαβε ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής προκύπτουν κατά τρόπο βέβαιο και συγκεκριμένο από τα έγγραφα που προσκόμισε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

68      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά την τηλεδιάσκεψη της 24ης Οκτωβρίου 2018 (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω), ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής δήλωσε ότι ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής είχε λάβει την απόφαση να την επανατοποθετήσει στην Αθήνα, αλλά ότι ο ίδιος, έχοντας αντίθετη γνώμη, είχε ανακαλέσει την απόφαση αυτή.

69      Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι στα πρακτικά της τηλεδιάσκεψης αυτής, όπως καταρτίστηκαν από την EASO, δεν έχει καταγραφεί τέτοια δήλωση του προσωρινού εκτελεστικού διευθυντή.

70      Είναι αληθές ότι η προσφεύγουσα, όταν τοποθετήθηκε επί των πρακτικών που της είχε διαβιβάσει η EASO για παρατηρήσεις, πρόσθεσε στο έγγραφο αυτό το σχόλιο ότι θυμόταν με ακρίβεια την προαναφερθείσα δήλωση. Πλην όμως, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 7ης Δεκεμβρίου 2018, η EASO ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι είχε λάβει υπόψη τα σχόλιά της, αλλά χωρίς να αποφανθεί επί της βασιμότητάς τους. Επομένως, το εν λόγω σχόλιο της προσφεύγουσας είναι μονομερές και δεν τεκμηριώνεται από άλλα στοιχεία, οπότε δεν αποδεικνύει ότι ο προσωρινώς εκτελεστικός διευθυντής προέβη στη δήλωση που του αποδίδει η προσφεύγουσα. Εν πάση περιπτώσει, μια τέτοια δήλωση δεν μπορεί να αναπληρώσει την απουσία γραπτής αποτύπωσης της υπογραφής, από τον πρώην εκτελεστικό διευθυντή, απόφασης περί επανατοποθέτησης της προσφεύγουσας.

71      Δεύτερον, η προσφεύγουσα στηρίζεται σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της [εμπιστευτικό], που απεστάλη από τον προϊστάμενο [εμπιστευτικό] στον προϊστάμενο [εμπιστευτικό], στο οποίο υπαγόταν η Μονάδα [εμπιστευτικό] στην οποία ανήκε τότε η προσφεύγουσα, στην προϊσταμένη [εμπιστευτικό], η οποία ήταν συγχρόνως η [εμπιστευτικό] προϊσταμένη [εμπιστευτικό], στον προϊστάμενο [εμπιστευτικό], που υπαγόταν στο Τμήμα [εμπιστευτικό], καθώς και στην προσφεύγουσα.

72      Στο ως άνω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ο προϊστάμενος [εμπιστευτικό] ανέφερε τα εξής:

«Κατόπιν συμφωνίας σε όλα τα επίπεδα, θα ήθελα να κινήσω τη διαδικασία τοποθέτησης [της προσφεύγουσας] στη θέση [εμπιστευτικό], με μεταβολή της ιεραρχικής υπαγωγής της ούτως ώστε να ανήκει [πλέον] στη Μονάδα [εμπιστευτικό].

Μπορείτε να μου υποδείξετε πώς να ενεργήσω προς τούτο; Απαιτείται [σημείωμα για τον φάκελο] προκειμένου να επισημοποιηθούν τα ανωτέρω και χρειάζεται να γίνει οτιδήποτε άλλο;»

73      Διαπιστώνεται ότι ο συντάκτης του ως άνω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αναφέρεται στην κίνηση διαδικασίας επανατοποθέτησης και όχι στην ολοκλήρωσή της. Πλην όμως, η κίνηση της διαδικασίας αυτής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδεικνύει τη συναίνεση της ΑΣΣΠΑ για την επανατοποθέτηση της προσφεύγουσας, διότι η συναίνεση αυτή αποτελεί την ολοκλήρωση μιας τέτοιας διαδικασίας, δεδομένου ότι η ΑΣΣΠΑ δεν μπορεί να αποφανθεί επί της έκβασης της διαδικασίας αυτής παρά μόνον αφού εκτιμήσει το συμφέρον της υπηρεσίας υπό το πρίσμα των στοιχείων που της έχουν υποβληθεί κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας. Κατά τα λοιπά, επισημαίνεται ότι ο συντάκτης του εν λόγω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ζητούσε συμβουλές ως προς τον τρόπο κίνησης της επίμαχης διαδικασίας. Ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι το αίτημα αυτό αποσκοπούσε απλώς στη λήψη πρακτικών οδηγιών για την εφαρμογή ήδη ληφθείσας απόφασης δεν μπορεί να γίνει δεκτός, διότι προϋποθέτει, πράγμα εσφαλμένο, ότι η ΑΣΣΠΑ λαμβάνει απόφαση επανατοποθέτησης πριν από την κίνηση οποιασδήποτε διαδικασίας επανατοποθέτησης.

74      Τρίτον, η προσφεύγουσα επικαλείται μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της [εμπιστευτικό], που απεστάλη από την [εμπιστευτικό] προϊσταμένη [εμπιστευτικό] στον προϊστάμενο [εμπιστευτικό] και στον προϊστάμενο [εμπιστευτικό]. Με το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η προϊσταμένη ενημέρωσε τον πρώτο αποδέκτη ότι, «σε συμφωνία με τον εκτελεστικό διευθυντή, [έπρεπε] να καταρτιστεί πρόταση μετακίνησης» και ότι η ίδια «θα προτιμούσ[ε] να χαρακτηριστεί η προσφεύγουσα ως [εμπιστευτικό] υπάλληλος [εμπιστευτικό], σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποιεί [η Μονάδα Ανθρωπίνων Πόρων]». Ζήτησε επίσης από τον δεύτερο αποδέκτη να της υποδείξει αν ήταν αναγκαίο να αναβαθμιστεί βαθμολογικώς μία από τις θέσεις του [εμπιστευτικό] στον βαθμό AD 7.

75      Είναι αληθές ότι στο εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου γίνεται λόγος περί σύμφωνης γνώμης του εκτελεστικού διευθυντή. Εντούτοις, η σύμφωνη γνώμη, η ύπαρξη της οποίας δεν επιβεβαιώνεται από αλληλογραφία μεταξύ του εκτελεστικού διευθυντή και της [εμπιστευτικό] προϊσταμένης [εμπιστευτικό], αφορούσε απλώς πρόταση μετακίνησης. Η δε πρόταση, η οποία δεν αποτελεί απόφαση, μπορεί να καταλήξει τόσο σε έγκριση όσο και σε απόρριψη. Επομένως, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδειχθέν, το γεγονός ότι η [εμπιστευτικό] προϊσταμένη [εμπιστευτικό] είχε λάβει τη σύμφωνη γνώμη του εκτελεστικού διευθυντή όσον αφορά την κατάρτιση πρότασης επανατοποθέτησης δεν σημαίνει ότι αυτός είχε δεσμευθεί εκ των προτέρων να εγκρίνει μια τέτοια πρόταση και ακόμη λιγότερο ότι την είχε ήδη εγκρίνει.

76      Όσον αφορά το τμήμα του εν λόγω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της [εμπιστευτικό] που αφορά τον χαρακτηρισμό της οικείας θέσης και τη βαθμολογική αναβάθμιση θέσης του [εμπιστευτικό], τα στοιχεία αυτά δεν συνδέονται με άποψη που εξέφρασε η ΑΣΣΠΑ και, επομένως, δεν είναι ικανά να αποδείξουν ότι είχε ληφθεί απόφαση περί επανατοποθέτησης της προσφεύγουσας.

77      Τέταρτον, η προσφεύγουσα επικαλείται μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της [εμπιστευτικό], με το οποίο υπάλληλος της Μονάδας Ανθρωπίνων Πόρων διαβίβασε στον προϊστάμενο [εμπιστευτικό], προς επανέλεγχο, την περιγραφή των καθηκόντων που ασκούσε τότε η προσφεύγουσα. Ο υπάλληλος αυτός διευκρίνιζε ότι χρειαζόταν μια ημερομηνία προκειμένου να προετοιμάσει «απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή» σχετικά με τη μεταβολή της ιεραρχικής υπαγωγής της προσφεύγουσας.

78      Εντούτοις, μολονότι το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβεβαιώνει ότι διεξάγονταν συζητήσεις σχετικά με ενδεχόμενη επανατοποθέτηση της προσφεύγουσας, πράγμα το οποίο παραδέχεται η EASO, εντούτοις δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι είχε ληφθεί σχετική απόφαση.

79      Πέμπτον, η προσφεύγουσα επικαλείται διάφορα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τα οποία αντηλλάγησαν στις [εμπιστευτικό] μεταξύ της ίδιας, των προαναφερθέντων προσώπων (βλ. σκέψη 71 ανωτέρω) και της προϊσταμένης [εμπιστευτικό] σχετικά με τις τροποποιήσεις της περιγραφής της θέσης που προβλεπόταν για την προσφεύγουσα. Από το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της [εμπιστευτικό] που απεστάλη από υπάλληλο της Μονάδας Ανθρωπίνων Πόρων προκύπτει ότι ο τίτλος της εν λόγω θέσης εργασίας δεν είχε ακόμη αποφασιστεί και ότι ως «ημερομηνία πραγματοποίησης» της επανατοποθέτησης είχε καθοριστεί η [εμπιστευτικό]. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, αρμόδιοι για το επίμαχο ζήτημα που ανήκαν στην ιεραρχία της EASO, «οι οποίοι προδήλως ενεργούσαν εν γνώσει και εγκρίσει της [ΑΣΣΠΑ]», την ενημέρωσαν γραπτώς ότι θα τροποποιούνταν η σύμβαση εργασίας της με την EASO. Οι πληροφορίες αυτές αφορούσαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία της επίμαχης τροποποίησης.

80      Εντούτοις, μολονότι είναι αληθές ότι τα επίμαχα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είναι ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη μιας κατ’ αρχήν συμφωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων όσον αφορά την επανατοποθέτηση της προσφεύγουσας, δεν αποδεικνύουν ότι η ΑΣΣΠΑ είχε δεσμευθεί να εγκρίνει την επανατοποθέτηση αυτή και ακόμη λιγότερο ότι την είχε ήδη εγκρίνει.

81      Εξάλλου, η ίδια η προσφεύγουσα μνημονεύει και άλλα στοιχεία που μαρτυρούν ορισμένες δυσκολίες στις οποίες προσέκρουε η ενδεχόμενη επανατοποθέτησή της. Ειδικότερα, σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της [εμπιστευτικό], ο προϊστάμενος [εμπιστευτικό], όπου είχε τοποθετηθεί η προσφεύγουσα κατά την πρόσληψή της και όπου εξακολουθούσε να υπάγεται από απόψεως προϋπολογισμού κατά το έτος που αφορούσε η πρώτη τροποποίηση, παραπονέθηκε στον τότε εκτελεστικό διευθυντή σχετικά με την κατάσταση της προσφεύγουσας και σχετικά με το αίτημα που μόλις του είχε απευθυνθεί για μεταφορά της θέσης που κατείχε η προσφεύγουσα στη Μονάδα [εμπιστευτικό], χωρίς ο τομέας του να λάβει ως αντάλλαγμα άλλη θέση. Βεβαίως, από μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 11ης Ιουνίου 2018 που απεστάλη από τον προϊστάμενο της Μονάδας [εμπιστευτικό] στην προσφεύγουσα και στον προϊστάμενο [εμπιστευτικό] που υπαγόταν στη μονάδα αυτή, προκύπτει ότι υφίστατο «κατ’ αρχήν συμφωνία» μεταξύ του προϊσταμένου [εμπιστευτικό] και του προϊσταμένου [εμπιστευτικό] σχετικά με μεταβολή της ιεραρχικής υπαγωγής της προσφεύγουσας. Εντούτοις, το τελευταίο αυτό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου είναι μεταγενέστερο της 6ης Ιουνίου 2018, ημερομηνίας κατά την οποία ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του, και δεν αναφέρει ότι ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής, πριν από την ημερομηνία αυτή, είχε λάβει μέτρα για την επανατοποθέτηση της προσφεύγουσας. Επιπλέον, το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αναφέρει τις [εμπιστευτικό] ως ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της επανατοποθέτησης της προσφεύγουσας, ήτοι ημερομηνία μεταγενέστερη της [εμπιστευτικό], η οποία αναγραφόταν στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της [εμπιστευτικό], το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 79 ανωτέρω. Εκτός αυτού, μια άλλη ημερομηνία ενάρξεως ισχύος, ήτοι η [εμπιστευτικό], αναγράφεται στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της [εμπιστευτικό] που απεστάλη από τον προϊστάμενο [εμπιστευτικό] στην προϊσταμένη [εμπιστευτικό] και στην προσφεύγουσα. Οι ανακολουθίες αυτές όσον αφορά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της επανατοποθέτησης της προσφεύγουσας δεν επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής, πριν αποχωρήσει από τα καθήκοντά του, είχε λάβει απόφαση σχετικά με την επανατοποθέτηση αυτή.

82      Εξάλλου, μολονότι το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της [εμπιστευτικό] αναφέρει ότι «υπήρξε σύμφωνη γνώμη» για τη μετακίνηση της προσφεύγουσας, δεν διευκρινίζει ότι η σύμφωνη γνώμη προερχόταν από την ΑΣΣΠΑ. Στο ως άνω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αναφέρεται επίσης ότι οι «διοικητικές διατυπώσεις» ήταν υπό εξέλιξη. Διαπιστώνεται όμως ότι οι υποτιθέμενες διοικητικές διατυπώσεις αποτελούσαν, εν πάση περιπτώσει, τα συστατικά στοιχεία διαδικασίας η οποία δεν μπορούσε να θεωρηθεί περατωθείσα ενόσω η ΑΣΣΠΑ δεν είχε εκδώσει επισήμως απόφαση. Ειδικότερα, η απόφαση της ΑΣΣΠΑ αποτελεί την κατάληξη και όχι προαπαιτούμενο μιας τέτοιας διαδικασίας. Όπως αποδεικνύεται από την έκβαση της διοικητικής διαδικασίας σχετικά με το έγγραφο [εμπιστευτικό], η ΑΣΣΠΑ μπορεί να απορρίψει σχέδιο απόφασης ακόμη και όταν το σύνολο των λοιπών παραγόντων της διαδικασίας αυτής δεν έχει προβάλει αντιρρήσεις. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ούτε από το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της [εμπιστευτικό] μπορεί να αποδειχθεί ότι ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής είχε λάβει απόφαση σχετικά με την επανατοποθέτηση της προσφεύγουσας πριν απαλλαγεί από τα καθήκοντά του.

83      Έκτον, η προσφεύγουσα επικαλείται μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντάλλαξε με υπάλληλο του Τομέα [εμπιστευτικό] και την προϊσταμένη [εμπιστευτικό] στις [εμπιστευτικό], σχετικά με την επανεγγραφή της κόρης της, για το σχολικό έτος 2018/2019, στο σχολείο όπου φοιτούσε στην Αθήνα κατά το σχολικό έτος 2017/2018.

84      Μολονότι από την ως άνω ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων προκύπτει ότι η προσφεύγουσα έλαβε το αναγκαίο για την ως άνω επανεγγραφή έγγραφο, επισημαίνεται ότι το έγγραφο αυτό, αφενός, δεν προερχόταν από την ΑΣΣΠΑ και, αφετέρου, χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα, προκειμένου να προβεί σε επανεγγραφή της κόρης της, προληπτικά, για την περίπτωση που θα αποφασιζόταν η υπό συζήτηση επανατοποθέτηση.

85      Έβδομον, όσον αφορά τα οργανογράμματα της EASO που επικαλείται η προσφεύγουσα, στα οποία, έως τις [εμπιστευτικό], εμφανιζόταν ως υπηρετούσα στο Τμήμα [εμπιστευτικό] στην Αθήνα, υπενθυμίζεται ότι το οργανόγραμμα που καταρτίζεται εντός θεσμικού οργάνου είναι εσωτερικό έγγραφο το οποίο δεν συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά διοικητικής πράξης, δεν παράγει έννομα αποτελέσματα και έχει αυστηρά πληροφοριακό σκοπό (βλ. αποφάσεις της 18ης Φεβρουαρίου 1993, Mc Avoy κατά Κοινοβουλίου, T‑45/91, EU:T:1993:11, σκέψη 45, και της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, De Persio κατά Επιτροπής, T‑23/96, EU:T:1998:203, σκέψη 125). Επομένως, τα οργανογράμματα που προσκόμισε η προσφεύγουσα, τα οποία εξάλλου δεν προέρχονται από την ΑΣΣΠΑ, δεν είναι ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη απόφασης της ΑΣΣΠΑ σχετικά με την επανατοποθέτηση της προσφεύγουσας.

86      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, κρίνεται ότι τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη της απόφασης την οποία φέρεται ότι έλαβε ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής.

3)      Επί του λυσιτελούς χαρακτήρα της νομολογίας την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα

87      Η προσφεύγουσα επικαλείται τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με αποφάσεις που δεν έχουν κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο και δεν έχουν λάβει γραπτή μορφή, αλλά των οποίων το περιεχόμενο μπορεί να συναχθεί από μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Παραπέμπει συναφώς στη διάταξη της 13ης Απριλίου 2011, Planet κατά Επιτροπής (T‑320/09, EU:T:2011:172, σκέψη 46), και την απόφαση της 22ας Απριλίου 2015, Planet κατά Επιτροπής (T‑320/09, EU:T:2015:223, σκέψη 79).

88      Υπενθυμίζεται ότι, στην υπόθεση την οποία αφορά η νομολογία που επικαλείται η προσφεύγουσα, η προσφεύγουσα εταιρία ζητούσε την ακύρωση ορισμένων αποφάσεων οι οποίες δεν της είχαν κοινοποιηθεί, αλλά των οποίων υφίστατο τις αρνητικές συνέπειες (πρβλ. απόφαση της 22ας Απριλίου 2015, Planet κατά Επιτροπής, T‑320/09, EU:T:2015:223, σκέψεις 1 έως 5, 23 και 79).

89      Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει την ύπαρξη εννόμων αποτελεσμάτων τα οποία παρήγαγε έναντι της ίδιας η απόφαση που φέρεται ότι έλαβε ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής και τα οποία θα μπορούσαν, με τη σειρά τους, να αποδείξουν την ύπαρξη της απόφασης αυτής ακόμη και χωρίς την προσκόμιση γραπτής απόφασης ή άμεσων αποδείξεων για την έκδοση τέτοιας απόφασης. Επομένως, η νομολογία την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα στερείται λυσιτέλειας για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς.

90      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, κρίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη της απόφασης την οποία φέρεται ότι έλαβε ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής. Επομένως, η αρχική απόφαση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βλαπτική πράξη υπό την έννοια ότι ανακάλεσε προηγούμενη απόφαση περί επανατοποθετήσεως της προσφεύγουσας σε θέση στην Αθήνα για την υπολειπόμενη διάρκεια της αρχικής σύμβασης.

91      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να κριθεί κατά πόσον, όπως υποστήριξε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω), η αρχική απόφαση στερείται παντελώς επιβεβαιωτικού χαρακτήρα σε σχέση με την πρώτη τροποποίηση καθόσον περιέχει ένα νέο στοιχείο, το οποίο συνίσταται σε παράταση κατά ένα μήνα της τοποθέτησής της στην Αθήνα, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας που είχε καθοριστεί με την πρώτη τροποποίηση.

2)      Επί του νέου στοιχείου, που συνίσταται στην παράταση κατά ένα μήνα της τοποθέτησης της προσφεύγουσας στην Αθήνα 

92      Δεν αμφισβητείται ότι, σύμφωνα με την πρώτη τροποποίηση, ο τόπος εργασίας της προσφεύγουσας ως [εμπιστευτικό] είχε καθοριστεί στην Αθήνα για το διάστημα από 1ης Οκτωβρίου 2017 έως 30 Σεπτεμβρίου 2018.

93      Δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη της απόφασης την οποία φέρεται ότι έλαβε ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά την ημερομηνία έκδοσης της αρχικής απόφασης, η προσφεύγουσα είχε το δικαίωμα να παρέχει την εργασία της στην Αθήνα έως το τέλος Σεπτεμβρίου 2018.

94      Με την αρχική απόφαση, χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα το δικαίωμα να παραμείνει τοποθετημένη στην Αθήνα για έναν επιπλέον μήνα, προκειμένου να μπορέσει να οργανώσει την επανεγκατάστασή της στη Βαλέτα. Κατά το μέτρο αυτό, η αρχική απόφαση περιέχει ένα νέο στοιχείο.

95      Πάντως, επισημαίνεται ότι η απόφαση που παρέχει στην προσφεύγουσα το δικαίωμα παράτασης κατά ένα μήνα της τοποθέτησής της στην Αθήνα δεν αποτελεί πράξη παράγουσα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, ικανά να επηρεάσουν ευθέως και αμέσως τα συμφέροντά της, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση.

96      Ειδικότερα, το δικαίωμα αυτό, για το οποίο η προσφεύγουσα έδωσε τη συγκατάθεσή της υπογράφοντας νέα τροποποίηση της αρχικής σύμβασης (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω), αποτελεί μέτρο το οποίο θεμελιώνεται στο καθήκον μέριμνας της διοικήσεως. Η διοίκηση, κατόπιν των συζητήσεων οι οποίες διεξήχθησαν εντός της EASO σχετικά με την ενδεχόμενη επανατοποθέτηση της προσφεύγουσας στον Τομέα [εμπιστευτικό] και οι οποίες κατέληξαν στη μη έγκριση από τον προσωρινό εκτελεστικό διευθυντή του εγγράφου [εμπιστευτικό], έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ακόμη προβεί στις αναγκαίες προσωπικές ενέργειες για την επιστροφή της στη Βαλέτα, την οποία προέβλεπε η πρώτη τροποποίηση.

97      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η αρχική απόφαση δεν αποτελεί την απάντηση της EASO σε αίτημα υποβληθέν από την προσφεύγουσα προκειμένου ο τόπος εργασίας της ως [εμπιστευτικό] να παραμείνει στην Αθήνα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από εκείνο που προβλεπόταν από την πρώτη τροποποίηση. Ειδικότερα, αφενός, ένα τέτοιο αίτημα δεν περιλαμβάνεται στη δικογραφία. Αφετέρου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η παράταση κατά ένα μήνα της τοποθέτησής της στην Αθήνα η οποία απέρρεε από την αρχική απόφαση ήταν στοιχείο που την έβλαπτε, δεδομένης της επιθυμίας της, την οποία είχε εκφράσει στη διοικητική ένσταση, να εξακολουθήσει να εργάζεται στην Αθήνα. Ωστόσο, η διοικητική ένσταση της προσφεύγουσας είναι μεταγενέστερη της αρχικής απόφασης, κατά της οποίας βάλλει. Επομένως, η αρχική απόφαση δεν εμπίπτει στην περίπτωση την οποία αφορά η νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 54 και 55 ανωτέρω.

98      Επομένως, το γεγονός ότι η EASO χορήγησε στην προσφεύγουσα το δικαίωμα παράτασης κατά ένα μήνα της τοποθέτησής της στην Αθήνα δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η αρχική απόφαση αποτελεί βλαπτική πράξη.

99      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο το αίτημα της προσφεύγουσας για ακύρωση της αρχικής απόφασης. Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η κρίση επί της ενστάσεως απαραδέκτου την οποία προέβαλε η EASO κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και η οποία αντλείται από έλλειψη εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω) και επί του προταθέντος από την EASO αποδεικτικού μέσου (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω), το οποίο αφορά την επί της ουσίας εξέταση του αιτήματος αυτού.

3.      Επί του αιτήματος που βάλλει κατά του αυτοτελούς τμήματος της ρητής απόφασης

100    Όσον αφορά το ακυρωτικό αίτημα που αφορά το αυτοτελές τμήμα της ρητής απόφασης, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο προσφεύγων πρέπει να έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της προσφυγής του. Η έλλειψη εννόμου συμφέροντος αποτελεί λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως (βλ. διάταξη της 22ας Νοεμβρίου 2006, Milbert κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑434/04, EU:T:2006:359, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2019, Austrian Power Grid και Vorarlberger Übertragungsnetz κατά ACER, T‑333/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:760, σκέψεις 28 και 36).

101    Το έννομο συμφέρον προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι βλαπτική για τον προσφεύγοντα και ότι, ως εκ τούτου, η ακύρωση της πράξης αυτής μπορεί να τον ωφελήσει. Επομένως, μια πράξη που ικανοποιεί πλήρως τον προσφεύγοντα δεν μπορεί, εξ ορισμού, να τον βλάψει, οπότε αυτός δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωσή της [βλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2012, mtronix κατά ΓΕΕΑ – Growth Finance (mtronix), T‑353/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:40, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 11ης Μαρτίου 2009, TF1 κατά Επιτροπής, T‑354/05, EU:T:2009:66, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

102    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, στο αυτοτελές τμήμα της ρητής απόφασης, η ΑΣΣΠΑ δέχθηκε το αίτημα αναστολής (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω) το οποίο είχε υποβάλει η προσφεύγουσα με τη διοικητική ένσταση, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα της επανατοποθέτησής της στη Βαλέτα ανεστάλησαν έως τις 30 Αυγούστου 2019. Επομένως, το αυτοτελές τμήμα της ρητής απορριπτικής απόφασης ικανοποίησε πλήρως την προσφεύγουσα ως προς το αίτημα αναστολής και συνεπώς δεν τη βλάπτει. Διαπιστώνεται συνεπώς ότι η προσφεύγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει το εν λόγω τμήμα της ρητής απόφασης.

103    Δεδομένης αυτής της έλλειψης εννόμου συμφέροντος, το αίτημα ακύρωσης του αυτοτελούς τμήματος της ρητής απόφασης πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτο (πρβλ. διατάξεις της 14ης Μαΐου 2013, Régie Networks και NRJ Global κατά Επιτροπής, T‑273/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:239, σκέψη 37, και της 16ης Νοεμβρίου 2018, OT κατά Επιτροπής, T‑576/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:805, σκέψη 69).

2.      Επί των αποζημιωτικών αιτημάτων

104    Στο υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων, η προσφεύγουσα υπέβαλε αποζημιωτικά αιτήματα τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στο δικόγραφο της προσφυγής και με τα οποία ζητεί την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που φέρονται ότι απορρέουν από τη ρητή απόφαση. Το ποσό που αντιστοιχούσε σε ένα κονδύλιο περιουσιακής ζημίας μειώθηκε, μια πρώτη φορά, με το υπόμνημα με το οποίο η προσφεύγουσα απάντησε στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου και, μια δεύτερη φορά, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. σκέψεις 26 και 28 ανωτέρω). Στο πλαίσιο της επ’ ακροατηρίου συζήτησης, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε επίσης από την επίκληση μιας εκ των προβαλλομένων υπαιτίων πράξεων επί των οποίων θεμελίωνε το αίτημά της για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω), χωρίς όμως να μειώσει το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης την οποία ζητούσε λόγω ηθικής βλάβης. Τα ποσά που ζητεί πλέον η προσφεύγουσα είναι αυτά που παρατίθενται στη σκέψη 32 ανωτέρω, τρίτο έως πέμπτο αίτημα.

105    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, καθόσον η EASO δεν την ενημέρωσε εγκαίρως ότι, σύμφωνα με το αίτημά της, τα αποτελέσματα της αρχικής απόφασης θα αναστέλλονταν έως τις 30 Αυγούστου 2019 δυνάμει της ρητής απόφασης, αναγκάστηκε να ζητήσει γονική άδεια. Επειδή αναγκάστηκε να ζητήσει την άδεια αυτή, υπέστη περιουσιακή ζημία αντιστοιχούσα στην απώλεια εισοδημάτων που θα πραγματοποιούσε. Η ζημία αυτή εξακολούθησε να προκαλείται, όπως ήταν βέβαιο, ακόμη και μετά την εν λόγω ημερομηνία, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα, για να μπορέσει η κόρη της να παραμείνει στην Αθήνα, αναγκάστηκε να παρατείνει τη γονική της άδεια και εν συνεχεία να ζητήσει να επανέλθει στην εργασία της μόνο με μειωμένο ωράριο. Η ζημία αυτή δεν έπαυσε παρά την [εμπιστευτικό], όταν η προσφεύγουσα ανέλαβε τα νέα της καθήκοντα σε άλλον οργανισμό της Ένωσης (βλ. σκέψη 26 ανωτέρω).

106    Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης ηθική βλάβη. Αυτή συνίσταται, πρώτον, στα σοβαρά προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας που αντιμετώπισε λόγω της αναστάτωσης που αφορούσε την επαγγελματική της κατάσταση ,καθώς και στον κίνδυνο να αναγκαστεί να μετεγκατασταθεί στη Βαλέτα. Η προσφεύγουσα αναφέρεται ειδικότερα στο «πλήγμα για την προσωπικότητά της» συνεπεία του ότι αναγκάστηκε να είναι επαγγελματικά ανενεργή και στην αναστάτωση και στενοχώρια που δοκίμασε όταν αντιλήφθηκε, αναγιγνώσκοντας τη ρητή απόφαση, ότι θα μπορούσε να είχε εργαστεί στα γραφεία της EASO στην Αθήνα κατά το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου έως 30 Αυγούστου 2019, χωρίς να χρειάζεται να λάβει γονική άδεια προκειμένου να παραμείνει στην Αθήνα. Δεύτερον, η ηθική βλάβη της προκύπτει από το γεγονός ότι, καθόσον τελούσε σε γονική άδεια, δεν εκτελούσε καθήκοντα αντίστοιχα προς τον βαθμό της και μάλιστα δεν εκτελούσε καθόλου επαγγελματικά καθήκοντα και, ως εκ τούτου, δεν ήταν πλέον σε θέση να συμμετάσχει στις δραστηριότητες της EASO, στις οποίες είχε προηγουμένως σημαντική συμβολή.  

107    Η EASO αμφισβητεί το παραδεκτό των αποζημιωτικών αιτημάτων.

108    Πρώτον, η EASO υποστηρίζει ότι τα αποζημιωτικά αιτήματα πρέπει να απορριφθούν, δεδομένου ότι συνδέονται στενά με το ακυρωτικό αίτημα, το οποίο πρέπει επίσης να απορριφθεί.

109    Δεύτερον, η EASO υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που η προσφεύγουσα επικαλείται ζημίες που απορρέουν από φερόμενη παράλειψη της ΑΣΣΠΑ να την ενημερώσει νωρίτερα για την ευνοϊκή συνέχεια που δόθηκε τελικώς, με τη ρητή απόφαση, στο αίτημά της αναστολής, οι ζημίες αυτές δεν συνδέονται με την αρχική απόφαση, αλλά με λάθη και παραλείψεις της διοίκησης. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει αίτηση στην ΑΣΣΠΑ και, σε περίπτωση απόρριψης, διοικητική ένσταση, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφοι 1 και 2, του ΚΥΚ, δεν μπορεί παραδεκτώς να υποβάλει στο Γενικό Δικαστήριο αίτημα αποκατάστασης των ζημιών αυτών.

110    Η προσφεύγουσα εκθέτει ότι δεν διατύπωσε αποζημιωτικά αιτήματα με το δικόγραφο της προσφυγής για τον λόγο ότι τούτο θα παρείλκε, καθόσον, σε περίπτωση ακύρωσης της αρχικής απόφασης, η EASO, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, θα ήταν υποχρεωμένη να λάβει τα αναγκαία μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης, με αναδρομική ισχύ, και επομένως θα όφειλε να αποκαταστήσει την περιουσιακή ζημία της προσφεύγουσας, καταβάλλοντάς της αναδρομικώς τις αποδοχές που θα έπρεπε να είχε λάβει, αν δεν είχε εκδοθεί η αρχική απόφαση. Η ρητή απόφαση μετέβαλε την κατάσταση της προσφεύγουσας, καθόσον η έκδοσή της επέφερε στην προσφεύγουσα περαιτέρω περιουσιακή ζημία καθώς και ηθική βλάβη. Ειδικότερα, καθόσον η ΑΣΣΠΑ δεν δέχθηκε το αίτημα της προσφεύγουσας να παραμείνει τοποθετημένη στην Αθήνα, η προσφεύγουσα αναγκάστηκε να λάβει γονική άδεια για να εξασφαλίσει ότι δεν θα χρειαζόταν να εγκατασταθεί στη Βαλέτα κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 2018/2019, γεγονός που θα έβλαπτε την κόρη της. Εντούτοις, μόνο με τη ρητή απόφαση η ΑΣΣΠΑ δέχθηκε τελικώς το αίτημα αναστολής, έχοντας παραλείψει να ενημερώσει νωρίτερα την προσφεύγουσα συναφώς. Επομένως, οι ζημίες των οποίων ζητεί την αποκατάσταση επήλθαν μετά την άσκηση της προσφυγής, εξαιτίας της έκδοσης της ρητής απόφασης.

111    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε απάντηση της ενστάσεως απαραδέκτου της EASO που αντλείται από μη τήρηση της προ της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος διαδικασίας και στηρίζεται στη διαπίστωση ότι οι ζημίες των οποίων η προσφεύγουσα ζητεί την αποκατάσταση συνδέονται όχι με απόφαση, αλλά με συμπεριφορά της διοίκησης, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι οι ζημίες αυτές απέρρεαν από τη ρητή απόφαση.

1.      Επί της πρώτης ενστάσεως απαραδέκτου

112    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορρίπτεται στο μέτρο που συνδέεται στενά με το ακυρωτικό αίτημα που απορρίφθηκε είτε ως απαράδεκτο είτε ως αβάσιμο (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2019, HK κατά Επιτροπής, C‑460/18 P, EU:C:2019:1119, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, της 21ης Μαΐου 2008, Belfass κατά Συμβουλίου, T‑495/04, EU:T:2008:160, σκέψη 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 6ης Φεβρουαρίου 2019, Karp κατά Κοινοβουλίου, T‑580/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:62, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

113     Εν προκειμένω, διαπιστώθηκε ότι το ακυρωτικό αίτημα της προσφεύγουσας που αφορά την αρχική απόφαση είναι απαράδεκτο (βλ. σκέψη 99 ανωτέρω).

114    Επισημαίνεται ότι ορισμένες ζημίες των οποίων την αποκατάσταση ζητεί η ενάγουσα συνδέονται στενά με το εν λόγω ακυρωτικό αίτημα, καθόσον οφείλονται στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα, σύμφωνα με την πρώτη τροποποίηση και την αρχική απόφαση, που την επικύρωσε, ήταν υποχρεωμένη να ασκήσει εκ νέου τις δραστηριότητές της στα γραφεία της EASO στη Βαλέτα κατά τη λήξη της περιόδου κατά την οποία ως τόπος εργασίας της είχε οριστεί προσωρινώς η Αθήνα, ήτοι από 1ης Νοεμβρίου 2018.

115    Όσον αφορά τις περιουσιακού χαρακτήρα ζημίες τις οποίες προβάλλει η προσφεύγουσα, επισημαίνεται ότι αφορούν την απώλεια εισοδημάτων συνεπεία της αποφάσεώς της να ζητήσει τη χορήγηση γονικής άδειας, αρχικώς για πλήρες ωράριο και εν συνεχεία για μειωμένο ωράριο, προκειμένου να μη χρειαστεί να επανέλθει στα καθήκοντά της στη Βαλέτα σε περίπτωση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως την οποία είχε υποβάλει κατά της αρχικής απόφασης και στην οποία είχε σωρεύσει επίσης το αίτημα αναστολής.

116    Δεδομένου ότι η περιουσιακή ζημία την οποία προβάλλει η προσφεύγουσα προκλήθηκε συνεπεία των μέτρων που η ίδια έλαβε για να μην υποστεί τις συνέπειες της λήξεως της περιόδου κατά την οποία ως τόπος εργασίας της είχε οριστεί η Αθήνα, όπως η περίοδος αυτή προέκυπτε από την πρώτη τροποποίηση και την αρχική απόφαση, η ζημία αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι συνδέεται στενά με την αρχική απόφαση, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 112 ανωτέρω.

117    Είναι αληθές ότι, λόγω της ευνοϊκής συνέχειας που η ΑΣΣΠΑ επιφύλαξε τελικώς, με το αυτοτελές τμήμα της ρητής απόφασης, στο αίτημα αναστολής, η απώλεια εισοδημάτων την οποία υπέστη η προσφεύγουσα κατά την περίοδο που κάλυπτε το αίτημα αυτό υπήρξε συνέπεια δικού της διαβήματος, το οποίο αποδείχθηκε περιττό, προκειμένου να αποφύγει την επάνοδο στα καθήκοντά της στη Βαλέτα κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου.

118    Τούτο όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι το αίτημα αποκατάστασης της περιουσιακής ζημίας που συνίσταται στην εν λόγω απώλεια εισοδημάτων συνδέεται στενά με το αίτημα ακυρώσεως της αρχικής απόφασης. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα, όταν άσκησε την προσφυγή ακυρώσεως, τελούσε σε γονική άδεια και υφίστατο ήδη τη συνακόλουθη απώλεια εισοδημάτων. Η επιλογή της να μη συνοδεύσει το ακυρωτικό αίτημα του δικογράφου της προσφυγής με αίτημα αποζημιώσεως, προφανώς για τον λόγο ότι θεωρούσε ότι η φερόμενη ζημία της θα αποκαθίστατο από την EASO στο πλαίσιο της εκτέλεσης, κατά την έννοια του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου που θα ακύρωνε την αρχική απόφαση, δεν αποκλείει να συνδέεται στενά το σχετικό με τη ζημία αυτή αίτημα με το αίτημα ακύρωσης της αρχικής απόφασης. Αντιθέτως, το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την ύπαρξη ενός τέτοιου συνδέσμου, δεδομένου ότι, ακόμη και από την σκοπιά της προσφεύγουσας, η αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που προέκυπτε από τη μείωση των εισοδημάτων της αποτελούσε συνέπεια της ακυρώσεως της αρχικής απόφασης.

119    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα τα αποζημιωτικά αιτήματα της προσφεύγουσας κατά το μέρος που με αυτά ζητείται η αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη.

120    Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει όσον αφορά, αφενός, την ηθική βλάβη που προκλήθηκε εξαιτίας της μη άσκησης, από την προσφεύγουσα, της επαγγελματικής της δραστηριότητας λόγω της γονικής άδειας που είχε θεωρήσει ότι έπρεπε να λάβει, και, αφετέρου, την ηθική βλάβη που επικαλείται όσον αφορά την υποχρέωση να μετεγκατασταθεί στη Βαλέτα. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα επέλεξε να ζητήσει γονική άδεια κατόπιν και εξαιτίας της αρχικής απόφασης και η υποχρέωση για την οποία παραπονείται απορρέει από την πρώτη τροποποίηση, η οποία επιβεβαιώθηκε με την απόφαση αυτή.

121    Αντιθέτως, το συμπέρασμα αυτό δεν ισχύει ως προς τη φερόμενη ηθική βλάβη που απορρέει από το αυτοτελές τμήμα της ρητής απόφασης, καθόσον η ΑΣΣΠΑ, μολονότι δέχθηκε τελικώς το αίτημα αναστολής, εξέδωσε την απόφαση αυτή και ενημέρωσε σχετικώς την προσφεύγουσα ενώ η τελευταία ήταν δυνατόν να υποστεί τη φερόμενη αυτή ηθική βλάβη. Ειδικότερα, η EASO δεν εξέτασε το αίτημα αναστολής ούτε στην αρχική απόφαση, η οποία προηγήθηκε του αιτήματος αναστολής, ούτε στο μη αυτοτελές τμήμα της ρητής απόφασης.

122    Επομένως, η πρώτη ένσταση απαραδέκτου την οποία προβάλλει η EASO κατά των αποζημιωτικών αιτημάτων της προσφεύγουσας πρέπει να γίνει δεκτή, εξαιρουμένου του μέρους κατά το οποίο αφορά την ηθική βλάβη που φέρεται ότι προήλθε από το αυτοτελές τμήμα της ρητής απόφασης. Κατά το μέτρο αυτό πρέπει συνεπώς να εξεταστεί η δεύτερη ένσταση απαραδέκτου την οποία προβάλλει η EASO.

2.      Επί της δεύτερης ενστάσεως απαραδέκτου 

123    Υπενθυμίζεται ότι, στο σύστημα των μέσων παροχής έννομης προστασίας που καθιερώνουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, αγωγή αποζημιώσεως είναι παραδεκτή μόνον αν έχει προηγηθεί προ της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος διαδικασία σύμφωνη με τις διατάξεις του ΚΥΚ (βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2018, Barroso Truta κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, T‑702/16 P, EU:T:2018:557, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

124    Η διαδικασία αυτή διαφέρει ανάλογα με το αν η ζημία της οποίας ζητείται αποκατάσταση απορρέει από βλαπτική πράξη έχουσα τον χαρακτήρα απόφασης, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ή από συμπεριφορά της Διοίκησης που δεν έχει τον χαρακτήρα απόφασης. Στην πρώτη περίπτωση, εναπόκειται στον ενδιαφερόμενο να υποβάλει εμπροθέσμως στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ή, κατά περίπτωση, στην ΑΣΣΠΑ διοικητική ένσταση κατά της επίμαχης πράξεως, το δε αίτημα αποζημιώσεως μπορεί να προβληθεί είτε με τη διοικητική ένσταση είτε για πρώτη φορά με το δικόγραφο της προσφυγής‑αγωγής, ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, η διοικητική διαδικασία πρέπει να ξεκινήσει με την υποβολή αίτησης, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, για την καταβολή αποζημιώσεως και να συνεχιστεί, ενδεχομένως, με την υποβολή διοικητικής ενστάσεως κατά της απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτηση (βλ. διάταξη της 26ης Ιουνίου 2018, Kerstens κατά Επιτροπής, T‑757/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:391, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και απόφαση της 12ης Μαρτίου 2019, TK κατά Κοινοβουλίου, T‑446/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:151, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2018, Barroso Truta κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, T‑702/16 P, EU:T:2018:557, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

125    Επιπλέον, όσον αφορά την πρώτη περίπτωση που μνημονεύεται στη σκέψη 124 ανωτέρω, σχετικά με την ύπαρξη ζημίας απορρέουσας από βλαπτική πράξη έχουσα τον χαρακτήρα απόφασης, η νομολογία διευκρινίζει ότι, όταν υφίσταται άμεσος σύνδεσμος μεταξύ προσφυγής ακυρώσεως και αγωγής αποζημιώσεως, η αγωγή αποζημιώσεως ασκείται παραδεκτώς ως παρεπόμενη της προσφυγής ακυρώσεως χωρίς να πρέπει κατ’ ανάγκην να υποβληθεί προηγουμένως αίτηση προς τη Διοίκηση για την αποκατάσταση της προβαλλόμενης ζημίας και διοικητική ένσταση αμφισβητούσα το βάσιμο της σιωπηρής ή ρητής απορρίψεως της αιτήσεως [βλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2018, Brahma κατά Δικαστηρίου, T‑603/16, EU:T:2018:820, σκέψη 227 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

126    Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η απάντηση στο ερώτημα αν η προβαλλόμενη ζημία οφείλεται σε βλαπτική πράξη ή σε συμπεριφορά της Διοίκησης μη έχουσα τον χαρακτήρα απόφασης είναι απαραίτητη προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον τηρήθηκαν η προ της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος διαδικασία και οι προθεσμίες τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ και, ως εκ τούτου, κατά πόσον είναι παραδεκτό το αίτημα αποζημιώσεως (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, A κατά Επιτροπής, T‑595/11 P, EU:T:2012:694, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 7ης Φεβρουαρίου 2017, Stips κατά Επιτροπής, T‑593/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:71, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

127     Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 102 ανωτέρω, με το αυτοτελές τμήμα της ρητής απόφασης, η ΑΣΣΠΑ δέχθηκε το αίτημα αναστολής που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα με τη διοικητική ένστασή της, οπότε το εν λόγω τμήμα δεν αποτελεί βλαπτική πράξη.

128    Είναι αληθές ότι η ρητή απόφαση εκδόθηκε πολλούς μήνες μετά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 90, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του ΚΥΚ. Πλην όμως επισημαίνεται, αφενός, ότι το γεγονός ότι μια πράξη εκδόθηκε εκπροθέσμως δεν καθιστά δυνατό τον χαρακτηρισμό της ως βλαπτικής πράξεως (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2018, Spagnolli κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑568/16 και T‑599/16, EU:T:2018:347, σκέψη 186 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και, αφετέρου, ότι η καθυστερημένη έκδοση της πράξης αυτής συνιστά υπαίτια συμπεριφορά της Διοίκησης η οποία, αναλόγως των περιστάσεων της κάθε υποθέσεως, μπορεί να προξενήσει ηθική βλάβη στον ενδιαφερόμενο και να θεμελιώσει την ευθύνη του θεσμικού οργάνου (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2012, Επιτροπή κατά Νανόπουλου, T‑308/10 P, EU:T:2012:370, σκέψεις 63 και 67· πρβλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, Andrieu κατά Επιτροπής, T‑285/04, EU:T:2006:215, σκέψη 135 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

129    Επομένως, η ηθική βλάβη της οποίας την ικανοποίηση ζητεί η προσφεύγουσα είναι δυνατόν να οφείλεται στη συμπεριφορά της ΑΣΣΠΑ, η οποία απάντησε ρητώς στη διοικητική ένσταση της προσφεύγουσας, που συνοδευόταν από το αίτημα αναστολής, μόλις στις 6 Ιουνίου 2019 και παρέλειψε να την ενημερώσει ότι η σιωπηρή απόρριψη της διοικητικής ενστάσεώς της, η οποία είχε χωρήσει στις 29 Ιανουαρίου 2019 δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του ΚΥΚ, δεν συνεπαγόταν την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος.

130    Επομένως, η ηθική βλάβη την οποία προβάλλει η προσφεύγουσα δεν απορρέει από βλαπτική πράξη έχουσα τον χαρακτήρα απόφασης, αλλά από συμπεριφορά της Διοίκησης. Ως εκ τούτου, το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως εμπίπτει στη δεύτερη περίπτωση που εκτίθεται στη σκέψη 124 ανωτέρω. Πλην όμως, η προσφεύγουσα υπέβαλε το αίτημα αυτό ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, με το υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων, χωρίς να έχει κινήσει προηγουμένως την προ της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος διαδικασία δύο σταδίων, η οποία, κατά τη νομολογία, απαιτείται σε τέτοιες περιπτώσεις.

131    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή και η δεύτερη ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε η EASO.

132    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη στο σύνολό της.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

133    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 135, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ακόμη και ο νικήσας διάδικος μπορεί να καταδικαστεί σε μέρος ή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του, ακόμα και πριν από την κίνηση της δίκης.

134    Εν προκειμένω, μολονότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε και η EASO ζήτησε να καταδικαστεί αυτή στα δικαστικά έξοδα, διαπιστώνεται ότι η EASO δεν εξέδωσε τη ρητή απόφαση παρά μόνο μετά τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής που υπολογιζόταν από την ημερομηνία της σιωπηρής απόφασης και ότι μόνον στο πλαίσιο της ρητής απόφασης έδωσε οριστική απάντηση στο αίτημα αναστολής. Επομένως, κατά δίκαιη εκτίμηση όλων των κρίσιμων περιστάσεων, πρέπει να αποφασιστεί ότι η προσφεύγουσα θα φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της και ότι η EASO θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και το ήμισυ των εξόδων της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Η BK φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της.

3)      Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και το ήμισυ των εξόδων της BK.

da Silva Passos

Valančius

Truchot

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Μαρτίου 2021.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


I. Το ιστορικό της διαφοράς

II. Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

III. Σκεπτικό

Α. Επί του ακυρωτικού αιτήματος

1. Επί του αντικειμένου της διαφοράς

2. Επί του αιτήματος που βάλλει κατά της αρχικής απόφασης

α) Επί της απόφασης την οποία φέρεται ότι έλαβε ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής

1) Επί του εγγράφου [εμπιστευτικό]

2) Επί των εγγράφων που προσκόμισε η προσφεύγουσα

3) Επί του λυσιτελούς χαρακτήρα της νομολογίας την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα

β) Επί του νέου στοιχείου, που συνίσταται στην παράταση κατά ένα μήνα της τοποθέτησης της προσφεύγουσας στην Αθήνα

3. Επί του αιτήματος που βάλλει κατά του αυτοτελούς τμήματος της ρητής απόφασης

Β. Επί των αποζημιωτικών αιτημάτων

1. Επί της πρώτης ενστάσεως απαραδέκτου

2. Επί της δεύτερης ενστάσεως απαραδέκτου

IV. Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.


1 Εμπιστευτικά στοιχεία που δεν δημοσιεύονται.