Language of document : ECLI:EU:T:1998:207

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 1998 (1)

«Κρατικές ενισχύσεις — Αρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ —Ανακοίνωση περί κινήσεως διαδικασίας — Μη ρητώς μνημονευόμενεςενισχύσεις — Ενίσχυση υπέρ επιχειρήσεων κειμένων εντός τωνυποβαθμισμένων περιφερειών — Αναδιάρθρωση — Είσπραξη της ενισχύσεως —Προθεσμία παραγραφής»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-126/96 και T-127/96,

Breda Fucine Meridionali SpA (BFM), εταιρία ιταλικού δικαίου υπό εκκαθάριση,εδρεύουσα στο Μπάρι (Ιταλία),

Ente partecipazioni e finanziamento industria manifatturiera (EFIM), εταιρίαιταλικού δικαίου υπό εκκαθάριση, εδρεύουσα στη Ρώμη,

εκπροσωπούμενες από τους Antonio Tizzano και Gian Michele Roberti,δικηγόρους Νεαπόλεως, 36, place du Grand Sablon, Βρυξέλλες,

προσφεύγουσες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τουςPaul Nemitz και Lucio Gussetti, μέλη της Nομικής Yπηρεσίας, και Enrico Altieri,δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην Επιτροπή, ακολούθως δεαπό τους Paul Nemitz και Paolo Stancanelli, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, μεαντίκλητο στο Λουμεμβούργο τον Carlos Gómez de la Cruz, μέλος της ΝομικήςΥπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζομένης από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις Catherine de Salins,υποδιευθύντρια στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών,και Kareen Rispal-Bellanger, υποδιευθύντρια στην ίδια διεύθυνση, τους Jean-MarcBelorgey και Frédérik Million, chargés de mission στην ίδια διεύθυνση, και GautierMignot, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στο ίδιο υπουργείο, με τόποεπιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Γαλλίας, 9, boulevard du PrinceHenri,

και

τη Manoir industries SA, εταιρία γαλλικού δικαίου, εδρεύουσα στο Παρίσι,εκπροσωπούμενη από τον Bernard van de Walle de Ghelcke, δικηγόρο Βρυξελλών,με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο του Freddy Brausch,11, rue Goethe,

παρεμβαίνουσες,

που έχουν ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 96/614/ΕΚ τηςΕπιτροπής, της 29ης Μαΐου 1996, για ορισμένες κρατικές παρεμβάσεις της Ιταλίαςυπέρ της Breda Fucine Meridionali SpA (ΕΕ L 272, σ. 46), σύμφωνα με την οποίακρίθηκαν ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και παράνομες οι χορηγηθείσες απότην Ιταλική Κυβέρνηση στην εταιρία Breda Fucine Meridionali SpA κρατικέςενισχύσεις,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

(τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τη V. Tiili, Πρόεδρο, και τους C. P. Briët, K. Lenaerts, A. Potockiκαι J. D. Cooke, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίαςτης 26ης Μαΐου 1998,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό των διαφορών

1.
    Η εταιρία Breda Fucine Meridionali (στο εξής: BFM), ιδρυθείσα το 1961, ασκείδραστηριότητες χυτηρίου δευτέρας τήξεως. Είναι ειδικότερα ειδικευμένη στηνπρομήθεια σιδηροδρομικού υλικού και συγκεκριμένα καρδιών διασταυρώσεων.Εδρεύει στο Μπάρι, στον ιταλικό Νότο (Mezzogiorno), μία από τις δυνάμενες νατύχουν ενισχύσεων περιοχές για περιφερειακούς λόγους, σύμφωνα με το άρθρο92, παράγραφος 3, στοιχείο α´, της Συνθήκης ΕΚ.

2.
    Έως τα τέλη του 1986 η BFM ελεγχόταν από δύο εταιρίες (τις Oto Melara SpAκαι Breda Meccanica Bresciana SpA), οι οποίες, κατά τα λεγόμενά της, ασκούσανδραστηριότητες στον τομέα της άμυνας. Κατά τον χρόνο εκείνο, προέβη σεορισμένες επενδύσεις ιδίως στους τομείς της άμυνας, της ατομικής ενέργειας καιτης ενέργειας. Η ενασχόληση της BFM στον τομέα της άμυνας αμφισβητείται,πάντως, από την καθής. Από το 1987 η BFM ελέγχεται από τη Finanziaria ErnestoBreda (στο εξής: FEB), η οποία ανήκει στην κρατική εταιρία χαρτοφυλακίου Entepartecipazioni e finanziamento industria manifatturiera (στο εξής: EFIM).

3.
    Με το νομοθετικό διάταγμα 340 της 18ης Ιουλίου 1992, το οποίο βεβαιώθηκε μετο νομοθετικό διάταγμα 362/92 της 14ης Αυγούστου 1992 (στο εξής: νομοθετικόδιάταγμα 362/92), η Ιταλική Κυβέρνηση έθεσε την EFIM υπό εκκαθάριση με ισχύαπό την ίδια ημερομηνία. Η διαδικασία εκκαθαρίσεως ρυθμίστηκε με σειράνομοθετικών διαταγμάτων, μεταξύ των οποίων το νομοθετικό διάταγμα 414 της20ής Οκτωβρίου 1992 (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 414/92) και το νομοθετικόδιάταγμα 487 της 19ης Δεκεμβρίου 1992 (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 487/92),το οποίο μετατράπηκε με ορισμένες τροποποιήσεις στον νόμο 33 της 17ηςΦεβρουαρίου 1993 (στο εξής: νόμος 33/1993). Η διαδικασία εκκαθαρίσεωςσυνοδευόταν από μέτρα ενισχύσεων μη κοινοποιηθέντων εκ μέρους των ιταλικώναρχών. Έτσι, με απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 1992, η οποία κοινοποιήθηκε στιςιταλικές αρχές στις 24 Φεβρουαρίου 1993, η Επιτροπή κίνησε, έναντι ειδικότερατων νομοθετικών διαταγμάτων 362/92 και 414/92, την προβλεπόμενη στο άρθρο93, παράγραφος 2, της Συνθήκης διαδικασία [ανακοίνωση της Επιτροπής κατ'εφαρμογή του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ προς τα άλλα κράτημέλη και τους λοιπούς ενδιαφερομένους σχετικά με τη χορήγηση ενισχύσεων εκμέρους της Ιταλικής Κυβερνήσεως στην EFIM (ΕΕ 1993, C 75, σ. 2)]. Η ίδιαδιαδικασία εφαρμόστηκε με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1993, κοινοποιηθείσαστην Ιταλική Κυβέρνηση στις 10 Μαρτίου 1993, και στο νομοθετικό διάταγμα487/92 [ανακοίνωση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 2, τηςΣυνθήκης ΕΟΚ προς τα λοιπά κράτη μέλη και τους λοιπούς ενδιαφερομένουςσχετικά με τη χορήγηση ενισχύσεων εκ μέρους της Ιταλικής Κυβερνήσεως στηνEFIM (ΕΕ 1993, C 78, σ. 4)]. Η EFIM τέθηκε υπό αναγκαστική εκκαθάριση μεαπόφαση του Ιταλού Υπουργού Θησαυροφυλακίου της 21ης Ιανουαρίου 1995. Ηοικεία διαδικασία περατώθηκε οριστικώς με απόφαση της 27ης Δεκεμβρίου 1996.Η FEB τέθηκε επίσης υπό αναγκαστική εκκαθάριση με πράξη του ΙταλούΥπουργού Θησαυροφυλακίου της 11ης Μαρτίου 1994.

4.
    Στις 5 Οκτωβρίου 1994, η εταιρία Manoir industries (στο εξής: Manoir), γαλλικήεπιχείρηση ανταγωνιστική της BFM, υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή για τιςχορηγηθείσες από το ιταλικό Δημόσιο ενισχύσεις στη BFM. Με έγγραφο της 17ηςΟκτωβρίου 1994, η Επιτροπή κάλεσε τις ιταλικές αρχές να της παράσχουνπληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω παρεμβάσεις.

5.
    Υπό το φως των συλλεγεισών πληροφοριών, η Επιτροπή κατέληξε ιδίως στοσυμπέρασμα ότι κατά το διάστημα μεταξύ των ετών 1985 και 1994 οι FEB καιEFIM παρενέβησαν επανειλημμένα προς στήριξη της BFM, μέσωαναδιαρθρώσεως κεφαλαίων, αντισταθμίσεως των ζημιών της και χορηγήσεωςδανείων, και ότι η BFM μπόρεσε να συνεχίσει τις δραστηριότητές της και νααποφύγει την εκκαθάριση επωφελούμενη, μεταξύ άλλων, ειδικής διατάξεως τουνόμου 33/1993.

6.
    Αντιμετωπίζοντας σοβαρές δυσχέρειες προκειμένου να καταλήξει στο αν ταεπίδικα μέτρα συμβιβάζονταν προς την κοινή αγορά, η Επιτροπή ενημέρωσε, μεέγγραφο της 10ης Μαρτίου 1995, την Ιταλική Κυβέρνηση σχετικά με την απόφασήτης να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚδιαδικασία έναντι των οικείων μέτρων, καλώντας την να υποβάλει τιςπαρατηρήσεις της. Η Ιταλική Κυβέρνηση έλαβε θέση επί του εγγράφου αυτού στις3 Μαΐου 1995, υπογραμμίζοντας ότι οι παρατηρήσεις που διατύπωσε η Επιτροπήήσαν αόριστες και ασαφείς, υπό την έννοια ότι δεν παρείχαν καμία συγκεκριμένηένδειξη αφορώσα το ύψος της επίδικης ενισχύσεως. Πάντως, απέρριψε τιςδιαπιστώσεις της Επιτροπής.

7.
    Με έγγραφο της 12ης Σεπτεμβρίου 1995, η Επιτροπή κάλεσε τις ιταλικές αρχέςνα της κοινοποιήσουν τους ισολογισμούς της BFM για τα έτη 1985 έως 1994.

8.
    Με την εκδοθείσα δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚανακοίνωσή της προς τα λοιπά κράτη μέλη και τους λοιπούς ενδιαφερομένουςσχετικά με την ενίσχυση εκ μέρους της Ιταλικής Κυβερνήσεως στη BFM (ΕΕ 1995,C 293, σ. 8, στο εξής: ανακοίνωση περί κινήσεως διαδικασίας), η Επιτροπήενημέρωσε τα κράτη μέλη και τους τρίτους ενδιαφερομένους περί της κινήσεως,δυνάμει της εν λόγω διατάξεως, της διαδικασίας.

9.
    Στο έκτο εδάφιο της εν λόγω ανακοινώσεως περί κινήσεως διαδικασίας, ηΕπιτροπή εκθέτει ιδίως τα ακόλουθα:

«Όπως προκύπτει από τον φάκελο, αφενός, η EFIM είχε χρηματοδοτήσει τη BFMμε ποσό ύψους 52 δισεκατομμυρίων ιταλικών λιρών, αφετέρου, οι τράπεζεςχορήγησαν στην επιχείρηση δάνεια, με εγγύηση εκ μέρους της ΙταλικήςΚυβερνήσεως, ύψους περίπου 10 δισεκατομμυρίων ιταλικών λιρών. Τέλος, ηΕπιτροπή διαπιστώνει ότι, χάρη στον ειδικό νόμο που εκδόθηκε στο πλαίσιοεκκαθαρίσεως της EFIM, η BFM δεν τέθηκε υπό εκκαθάριση, ενώ συνήθως ηεκκαθάριση της μητρικής εταιρίας συνεπάγεται εκείνη των θυγατρικών της.Εξάλλου, μια δεύτερη ειδική διάταξη, η οποία περιέχεται στο άρθρο 7, δεύτεροεδάφιο, του [νόμου 33/1993], η οποία εφαρμόζεται αποκλειστικά στις ελεγχόμενεςαπό την EFIM επιχειρήσεις, επέτρεψε στη BFM να συνεχίσει τις δραστηριότητέςτης και να αποφύγει την εκκαθάριση. Η διάταξη αυτή παραβιάζει τους κανόνεςδημοσίας τάξεως του άρθρου 2448 του ιταλικού Αστικού Κώδικα, το οποίοπροβλέπει την υποχρεωτική λύση μιας εταιρίας σε περίπτωση που, ιδίως, οιυφιστάμενες ζημίες συνεπάγονται μείωση των ιδίων πόρων πέραν του νομίμουορίου [των 200 εκατομμυρίων ιταλικών λιρών] (...).»

10.
    Στο δέκατο εδάφιο της ανωτέρω ανακοινώσεως περί κινήσεως διαδικασίας, ηΕπιτροπή διαπιστώνει επίσης:

«Η BFM υπέστη σημαντικές ζημίες κατά τα τρία τελευταία έτη και (...) τα χρέητης αντιστοιχούν σήμερα στο τετραπλάσιο του εταιρικού κεφαλαίου της. Συνεπώς,υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η επιχείρηση μπόρεσε να συνεχίσει τιςδραστηριότητές της στην εν λόγω αγορά μόνο χάρη στις παρεμβάσεις εκ μέρουςτων δημοσίων αρχών, ήτοι τις χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν από την EFIMκαι από τη [FEB], καθώς και τις εγγυήσεις που χορηγήθηκαν από το ιταλικόΔημόσιο υπέρ των προμηθευτών και πιστωτών της BFM.»

11.
    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, στηριζόμενη στις ληφθείσες πληροφορίες, εκτίμησεότι, λήγοντος του 1993, το συνολικό χρέος της BFM έφθανε τα 88,7δισεκατομμύρια ιταλικών λιρών (LIT) επί εταιρικού κεφαλαίου 17δισεκατομμυρίων LIT.

12.
    Αφού ανέλυσε την κατάσταση, η Επιτροπή συνήγαγε προσωρινά ότι «τα μέτραπου ελήφθησαν υπέρ της BFM εκ μέρους του ιταλικού Δημοσίου και, περισσότεροσυγκεκριμένα, η μη εφαρμογή των γενικών κανόνων στον τομέα τηςεκκαθαρίσεως και λύσεως των εταιριών, καθώς και η χορήγηση εγγυήσεων καιτα μέτρα που εφαρμόστηκαν τόσο εκ μέρους της δημοσίας εταιρίαςχαρτοφυλακίου EFIM όσο και της θυγατρικής της [FEB], ιδίως με τη μορφήχρηματοδοτήσεων και εγγυήσεων, επέτρεψαν στη BFM να διατηρηθεί τεχνητάστην αγορά· λόγω του γεγονότος αυτού, τα ίδια μέτρα πρέπει να θεωρηθούν ωςκρατικές ενισχύσεις που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό στη συγκεκριμένη αγορά»(δωδέκατο εδάφιο της ανακοινώσεως περί κινήσεως διαδικασίας). Η Επιτροπήυπογράμμισε εκ νέου ότι αντιμετώπιζε σοβαρές δυσχέρειες προκειμένου νασυναγάγει «αν οι εν λόγω ενισχύσεις και ειδικότερα η εγγύηση που χορηγήθηκεστη BFM εκ μέρους του ιταλικού Δημοσίου, οι χρηματοδοτήσεις και οι εγγυήσειςπου χορηγήθηκαν από την EFIM και τη [FEB], η μη εφαρμογή όσον αφορά τηBFM των κανόνων του ιταλικού Αστικού Κώδικα σχετικά με την εκκαθάριση καιτη λύση των εταιριών, και κάθε άλλη παρέμβαση του δημοσίου τομέα της οποίαςθα μπορούσε να επωφεληθεί η BFM, αποτελούν μέτρα συνάδοντα προς την κοινήαγορά» (δέκατο έκτο εδάφιο της ανακοινώσεως περί κινήσεως διαδικασίας).

13.
    Οι παρατηρήσεις που κοινοποίησαν στην Επιτροπή η Manoir και η ΓερμανικήΚυβέρνηση με έγγραφα της 21ης Νοεμβρίου 1995 και της 6ης Νοεμβρίου 1995αντίστοιχα διαβιβάστηκαν με έγγραφο της 31ης Ιανουαρίου 1996 στην ΙταλικήΚυβέρνηση. Η τελευταία δεν έλαβε θέση επί των αντιστοίχων παρατηρήσεων.

14.
    Σε σύσκεψη της 27ης Φεβρουαρίου 1996, η BFM διευκρίνισε στους εκπροσώπουςτης γενικής διευθύνσεως ανταγωνισμού της Επιτροπής τη θέση της. Οιεκπρόσωποι ζήτησαν λογιστική έκθεση επί της οικονομικής και χρηματοδοτικήςκαταστάσεως της BFM, εμπεριέχουσα περισσότερες λεπτομέρειες επί τωνπροσκομισθέντων στοιχείων. Στις 4 Απριλίου 1996 οι ιταλικές αρχές διαβίβασανστην Επιτροπή την αιτηθείσα έκθεση.

15.
    Η Επιτροπή εξέδωσε στις 29 Μαΐου 1996 την απόφαση 96/614/ΕΚ για ορισμένεςκρατικές παρεμβάσεις εκ μέρους της Ιταλίας υπέρ της BFM (ΕΕ L 272, σ. 46, στοεξής: επίδικη απόφαση).

16.
    Το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως είναι διατυπωμένο ως εξής:

«Τα μέτρα κρατικής ενισχύσεως από τα οποία επωφελήθηκε η BFM, καισυγκεκριμένα:

α)    οι εισφορές κεφαλαίου ύψους 12 δισεκατομμυρίων ιταλικών λιρών, ήτοι 7δισεκατομμύρια ιταλικές λίρες το 1986 και 5 δισεκατομμύρια ιταλικές λίρεςτο 1987·

β)    οι καλύψεις των ζημιών ύψους 50,8 δισεκατομμυρίων ιταλικών λιρών, ήτοι7,1 δισεκατομμύρια ιταλικές λίρες το 1985, 11,2 δισεκατομμύρια ιταλικέςλίρες το 1987, 3,9 δισεκατομμύρια ιταλικές λίρες το 1988, 11,6δισεκατομμύρια ιταλικές λίρες το 1990, 17 δισεκατομμύρια ιταλικές λίρεςτο 1991·

γ)    οι χρηματοδοτήσεις που χορήγησαν στη BFM η [FEB] και η EFIM, οιοποίες οδήγησαν στη δημιουργία χρέους της BFM έναντι των δύο αυτώνμητρικών εταιρειών, το ύψος του οποίου ανέρχεται σε 63 δισεκατομμύριαιταλικές λίρες·

δ)    το άρθρο 7, δεύτερο εδάφιο, του νόμου 33/1993, η ισχύς του οποίουπαρατάθηκε με το διάταγμα της 24ης Ιανουαρίου 1996, με το οποίο δόθηκεστην BFM η δυνατότητα να αναστείλει την αποπληρωμή των χρεών τηςέναντι του Δημοσίου και έναντι κρατικών επιχειρήσεων,συμπεριλαμβανομένων των χρεών που συνήψε η BFM με δημόσιαχρηματοπιστωτικά ιδρύματα, και να παραμείνει λειτουργική χωρίς ναεπιστρέψει τις ασυμβίβαστες με το κοινοτικό δίκαιο κρατικές ενισχύσειςκαι χωρίς να διαλυθεί·

ε)    οι διατάξεις του νόμου 33/1993 στον βαθμό που επέτρεψαν στην BFM ναεπωφεληθεί από την αναστολή αποπληρωμής των πιστώσεων εκ μέρουςτων δημοσίων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων Isveimer και IMI συνολικούποσού 6,609 δισεκατομμυρίων ιταλικών λιρών,

είναι παράνομα δεδομένου ότι δεν κοινοποιήθηκαν προηγουμένως στην Επιτροπήσύμφωνα με το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ.

Εξάλλου, τα μέτρα αυτά είναι ασυμβίβαστα με την κοινή αγορά κατά την έννοιατου άρθρου 92 της Συνθήκης ΕΚ.»

17.
    Στο άρθρο 2 της αποφάσεως προβλέπεται ότι η Ιταλία οφείλει να ζητήσει τηναπόδοση των καταβληθεισών στη BFM ενισχύσεων, το ποσό των οποίωνπροσαυξάνεται με τους τόκους που αρχίζουν να υπολογίζονται από την ημέραχορηγήσεώς τους μέχρι την ημερομηνία αποδόσεώς τους. Τελικώς, η Ιταλίαοφείλει, δυνάμει του άρθρου 3 της αποφάσεως, να αναστείλει πάραυτα, έναντι τηςBFM, την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με την παράταση του καθεστώτοςπαρεκκλίσεως από το κοινό δίκαιο όσον αφορά τα χρέη έναντι του Δημοσίου καιτων δημοσίων επιχειρήσεων, καθώς και την εφαρμογή των διατάξεων περίαναστολής της αποπληρωμής των πιστώσεων που χορηγήθηκαν από δημόσιαχρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

18.
    Στις 21 Αυγούστου 1996 η BFM τέθηκε υπό αναγκαστική διοικητική εκκαθάριση.Πραγματοποιήθηκε πώληση με πλειστηριασμό και ο επιφορτισμένος με τηνεκκαθάριση υπάλληλος εκχώρησε τα περιουσιακά στοιχεία της BFM στοναγοραστή Finmeccanica.

Διαδικασία

19.
    Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι BFM και EFIM άσκησαν, με δικόγραφο πουκατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Αυγούστου 1996, τιςπαρούσες προσφυγές, η εγγραφή των οποίων στο Πρωτόκολλο φέρει αντίστοιχατους αριθμούς Τ-126/96 και Τ-127/96.

20.
    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18Δεκεμβρίου 1996 και στις 30 Ιανουαρίου 1997 αντίστοιχα, η Manoir και η ΓαλλικήΔημοκρατία ζήτησαν να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων της καθής σεαμφότερες τις υποθέσεις.

21.
    Με τηλεαντιγραφήματα που περιήλθαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6Φεβρουαρίου 1997, η Ιταλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει προς στήριξη τωναιτημάτων των προσφευγουσών σε αμφότερες τις υποθέσεις.

22.
    Με έγγραφα που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 20Φεβρουαρίου 1997, οι προσφεύγουσες σε αμφότερες τις υποθέσεις ζήτησαν τηνεμπιστευτική, έναντι της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Manoir, μεταχείρισηορισμένων πληροφοριών που περιείχαν οι φάκελοι.

23.
    Με διατάξεις της 11ης Μαρτίου 1997, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απέρριψεως εκπρόθεσμες τις αιτήσεις παρεμβάσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας.

24.
    Με διατάξεις της 16ης Ιουλίου 1997, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου έκανε δεκτές,αφενός, τις αιτήσεις παρεμβάσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Manoirπρος στήριξη των αιτημάτων της καθής σε αμφότερες τις υποθέσεις, αφετέρου,μερικώς τα αιτήματα περί εμπιστευτικής μεταχειρίσεως των προσφευγουσών.

25.
    Με διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 1997, κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, οΠρόεδρος του Πρωτοδικείου αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων Τ-126/96και Τ-127/96 για τους σκοπούς της προφορικής διαδικασίας και για την έκδοσηαποφάσεως.

26.
    Οι παρεμβαίνουσες κατέθεσαν τα υπομνήματά τους στις 15 Οκτωβρίου 1997.

27.
    Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Δεκεμβρίου1997, η Επιτροπή παραιτήθηκε από την υποβολή παρατηρήσεων επί των εν λόγωυπομνημάτων. Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί τωνυπομνημάτων παρεμβάσεως στις 16 Φεβρουαρίου 1998. Την ίδια ημερομηνίατερματίστηκε η έγγραφη διαδικασία.

28.
    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τρίτο πενταμελέςτμήμα) κίνησε την προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησανσε προφορικές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τη δημόσια συνεδρίαση της26ης Μαΐου 1998. Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, οιδιάδικοι κλήθηκαν να του παράσχουν ορισμένες πληροφορίες.

Αιτήματα των διαδίκων

29.
    Η BFM ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να ακυρώσει στο σύνολό της ή, επικουρικώς, εν μέρει την επίδικηαπόφαση·

—    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

30.
    Η EFIM ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να ακυρώσει στο σύνολό της ή, επικουρικώς, εν μέρει την επίδικηαπόφαση·

—    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31.
    Η Επιτροπή ζητεί, για αμφότερες τις προσφυγές, από το Πρωτοδικείο:

—    να τις απορρίψει·

—    να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

32.
    Η Γαλλική Κυβέρνηση, ναι μεν υποστηρίζει τα αιτήματα της Επιτροπής, ζητείόμως από το Πρωτοδικείο και την απόρριψη του δευτέρου λόγου τωνπροσφευγουσών.

33.
    Η Manoir ζητεί από το Πρωτοδικείο:

—    να απορρίψει ως αβάσιμες τις προσφυγές·

—    να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα,συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της παρεμβάσεως.

Επί της ουσίας

34.
    Προς στήριξη των αιτημάτων τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν πέντε λόγους.Ο πρώτος, αποτελούμενος από δύο σκέλη, έγκειται, αφενός, σε παραβίαση τωνδικονομικών δικαιωμάτων των προσφευγουσών, υπό την έννοια ότι κατ' ουσίανη προσβαλλομένη απόφαση κηρύσσει ασυμβίβαστα προς την κοινή αγορά μέτραμη περιλαμβανόμενα στην ανακοίνωση περί κινήσεως της διαδικασίας, καιαφετέρου, σε παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Ο δεύτερος λόγοςαρύεται από παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίαςτης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της μη τηρήσεως πενταετούς προθεσμίαςπαραγραφής. Ο τρίτος λόγος αρύεται από παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος1, της Συνθήκης, ως εκ του ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι τα επίδικα μέτρααποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις. Ο τέταρτος λόγος αρύεται από πλάνη περί τηνεφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχεία α´ και γ´, της Συνθήκης. Τέλος,ο πέμπτος λόγος αρύεται από την έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 2 της επίδικηςαποφάσεως. Επειδή ο δεύτερος και ο πέμπτος λόγος βάλλουν κατ' ουσίαν κατάτης προθεσμίας μεταξύ της χορηγήσεως των επιδίκων ενισχύσεων και τηςαναγνωρίσεώς τους ως παρανόμων από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενηαπόφασή της, οι δύο αυτοί λόγοι πρόκειται να εξεταστούν από κοινού.

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου, αρυομένου από παραβίαση τωνδικονομικών δικαιωμάτων

Επιχειρήματα των διαδίκων

35.
    Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι, με την ανακοίνωσή της περί κινήσεωςδιαδικασίας, η Επιτροπή περιορίστηκε να αναφέρει ότι η BFM χρηματοδοτήθηκεαπό την EFIM με ποσό ύψους 52 δισεκατομμυρίων LIT και δανειοδοτήθηκε μετην εγγύηση του Δημοσίου με ποσό ύψους 10 δισεκατομμυρίων LIT, χωρίςουδόλως να αναφερθεί σε άλλες εικαζόμενες εισφορές πόρων ή στις ημερομηνίεςπραγματοποιήσεώς τους. Υποστηρίζουν ότι, συνακόλουθα, η Επιτροπή αποσιωπάμε την ανακοίνωσή της τις περισσότερες από τις αμφισβητούμενες με την επίδικηαπόφαση ενισχύσεις.

36.
    Αμφισβητώντας για πρώτη φορά με την τελική απόφαση ενισχύσεις που δεν είχεθέσει υπό αμφισβήτηση προηγουμένως, η Επιτροπή προσέβαλε, αφενός, ταδικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών, αφετέρου, παραβίασε το πνεύμα τηςπροβλεπομένης στο άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης διαδικασίας, οσκοπός της οποίας έγκειται, μεταξύ άλλων, στο να παράσχει στο κράτος μέλος καιστις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, καθώς και στα λοιπά κράτη μέλη και στουςενδιαφερομένους κύκλους, τη δυνατότητα να ακουστεί η άποψή τους.

37.
    Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι η απαγόρευση τροποποιήσεως, στα πλαίσιατης τελικής αποφάσεως, των διατυπωθεισών με την ανακοίνωση περί κινήσεως τηςδιαδικασίας αιτιάσεων, ακόμη δε περισσότερο η απαγόρευση προσθήκης νέων,είναι κοινή σε όλες τις προβλεπόμενες από το κοινοτικό δίκαιο ανάλογεςδιαδικασίες.

38.
    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, τουλάχιστονόσον αφορά τις φερόμενες ενισχύσεις που δεν αμφισβητήθηκαν ρητώς με τηνανακοίνωση περί κινήσεως της διαδικασίας.

39.
    Η Επιτροπή προβάλλει καταρχάς το επιχείρημα ότι οι βάλλουσες κατά τηςανακοινώσεως περί κινήσεως της διαδικασίας αιτιάσεις είναι απαράδεκτεςδεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν άσκησαν προσφυγή κατά της εν λόγωπροσβλητής πράξεως με την οποία διατυπώθηκαν οριστικές εκτιμήσεις ως προςτη φύση των ενισχύσεων (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 1992στην υπόθεση C-312/90, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. Ι-4117).

40.
    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, με το δέκατο έκτο εδάφιο της ανακοινώσεως περίκινήσεως διαδικασίας, προσδιόρισε το αντικείμενο της έρευνας κατά τρόπον ώστενα καλύπτει όλες τις παρεμβάσεις του δημοσίου τομέα των οποίων επωφελήθη ηBFM (βλ. ανωτέρω σκέψη 12 in fine).

41.
    Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, ζητώντας με τηλεαντιγράφηματης 1ης Δεκεμβρίου 1994, αφενός, από τον εκκαθαριστή της EFIM ναπροσκομίσει «όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να διαλευκανθεί ηυπόθεση», αφετέρου, από τις ιταλικές αρχές να διαβιβάσουν τους ισολογισμούςτων δέκα τελευταίων ετών, αλλά και απευθύνοντας στις ιταλικές αρχές αντίγραφοτων παρατηρήσεων της Manoir και της Γερμανικής Κυβερνήσεως και καλώνταςτις τελευταίες να υποβάλουν τα αιτήματά τους συναφώς, διευκρίνισε τοαντικείμενο της έρευνάς της. Αλλωστε, οι BFM και EFIM είχαν απόλυτηεπίγνωση του ποιες ήσαν οι ενισχύσεις που είχαν λάβει.

42.
    Οι προσφεύγουσες αντικρούουν ότι τυχόν προσφυγή κατά της ανακοινώσεως περίκινήσεως της προβλεπομένης στο άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκηςδιαδικασίας είναι παραδεκτή μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπήχαρακτήρισε εσφαλμένα ως νέα μια υφισταμένη ενίσχυση. Εφόσον δεν συμβαίνειαυτό στην προκειμένη περίπτωση, οι στρεφόμενες κατά της ανακοινώσεως περίκινήσεως διαδικασίας αιτιάσεις είναι παραδεκτές.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

43.
    Όσον αφορά καταρχάς το παραδεκτό του παρόντος λόγου, γεγονός μεν είναι ότιτυχόν απόφαση περί κινήσεως της προβλεπομένης στο άρθρο 93, παράγραφος 2,της Συνθήκης διαδικασίας παράγει έννομα αποτελέσματα και συνιστά,συνακόλουθα, πράξη δυνάμενη να προσβληθεί, στον βαθμό που συνεπάγεταιχαρακτηρισμό της ενισχύσεως ως υφισταμένης ή νέας και επιλογή εφαρμοστέωνδιαδικαστικών κανόνων (προαναφερθείσα απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής,σκέψεις 17, 20 και 24). Πάντως, μόνο στο μέτρο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότιπρόκειται για πράξη δυνάμενη να προσβληθεί κατά την έννοια του άρθρου 173της Συνθήκης. Πράγματι, με την εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο διευκρίνισε ότιη εξέτασή του δεν αφορούσε τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, όπως διατυπώνονταιστην ανακοίνωση περί κινήσεως διαδικασίας, σχετικά με το αν η ενίσχυσησυμβιβάζεται με τη Συνθήκη (σκέψη 10 της αποφάσεως). Αρα, ο λόγος αυτόςείναι παραδεκτός.

44.
    Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, αν μια πρώτη εξέταση ωθήσει τηνΕπιτροπή να σχηματίσει την πεποίθηση ότι δεδομένη κρατική ενίσχυση είναιασυμβίβαστη προς τη Συνθήκη ή δεν της έδωσε τη δυνατότητα να υπερβεί όλεςτις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την εκτίμηση του συμβιβαστού της εν λόγωενισχύσεως προς την κοινή αγορά, οφείλει να συγκεντρώσει όλες τις αναγκαίεςγνώμες για να κινήσει προς τον σκοπό αυτό τη διαδικασία του άρθρου 93,παράγραφος 2, της Συνθήκης (βλ. ιδίως απόφαση του Δικαστηρίου της 2αςΑπριλίου 1998 στην υπόθεση C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink'sFrance, Συλλογή 1998, σ. Ι-1719, σκέψη 39).

45.
    Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, ηΕπιτροπή αποφασίζει «αφού προηγουμένως τάξει στους ενδιαφερομένουςπροθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους». Όπως έκρινε τοΔικαστήριο, η ανακοίνωση περί κινήσεως διαδικασίας στοχεύει αποκλειστικά στηνπαροχή στους ενδιαφερομένους κάθε πληροφοριακού στοιχείου δυναμένου ναδιαφωτίσει την Επιτροπή για τις μελλοντικές ενέργειές της (απόφαση τουΔικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1973 στην υπόθεση 70/72, Επιτροπή κατάΓερμανίας, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 609, σκέψη 19).

46.
    Στην παρούσα φάση επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα αμφισβητούμενα ενπροκειμένω μέτρα δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή πριν από τη λήψη τους, σεαντίθεση προς τις επιταγές του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης. ΤοΠρωτοδικείο υπενθυμίζει συναφώς ότι το αντικείμενο της εν λόγω υποχρεώσεωςκοινοποιήσεως έγκειται στο να παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκεί,εγκαίρως και προς το γενικό συμφέρον των Κοινοτήτων, τον έλεγχό της επίοποιουδήποτε σχεδίου θεσπίσεως ή τροποποιήσεως των ενισχύσεων (απόφαση τουΔικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990 στην υπόθεση C-301/87, Γαλλία κατάΕπιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-307, σκέψη 17).

47.
    Το επιχείρημα των προσφευγουσών, σύμφωνα με το οποίο μέτρο συνεπαγόμενοτα ίδια ακριβώς αποτελέσματα επί της νομικής και χρηματοοικονομικήςκαταστάσεως της BFM με εκείνα του άρθρου 7, δεύτερο εδάφιο, του νόμου33/1993, και συγκεκριμένα το νομοθετικό διάταγμα 414/92, είχε ήδη κοινοποιηθείστην Επιτροπή και είχε εγκριθεί σιωπηρά από την ίδια, πρέπει να απορριφθεί.Πράγματι, στο πλαίσιο της έρευνας επί του φακέλου σχετικά με τις ενισχύσεις πουη Ιταλία είχε αποφασίσει να χορηγήσει στην EFIM, η Επιτροπή διαπίστωσε ότιη εκ μέρους των ιταλικών αρχών γνωστοποίηση αντιγράφων του νομοθετικούδιατάγματος 414/92 δεν μπορούσε να γίνει δεκτή ως έγκυρη κοινοποίηση στονβαθμό που δεν αναφερόταν ρητώς στο άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκηςκαι δεν υποβλήθηκε στη γενική γραμματεία, οπότε τα επίδικα μέτρα δενμπορούσαν να θεωρηθούν παρά ως μη κοινοποιηθέντα (βλ. προαναφερθείσαανακοίνωση της Επιτροπής, σημείο 1, όγδοο έως δέκατο εδάφιο).

48.
    Επιπλέον δε οι ιταλικές αρχές δεν φρόντισαν να προσκομίσουν πληροφοριακάστοιχεία που τους είχε ζητήσει η Επιτροπή στις 17 Οκτωβρίου 1994, προτούκινήσει τη δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης διαδικασία (βλ.ανωτέρω σκέψη 4). Έτσι, η Επιτροπή υποχρεώθηκε να περιοριστεί στο στάδιοεκείνο σε πληροφορίες που της παρέσχε η καταγγέλλουσα.

49.
    Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις και ιδίως εν όψει μηπροηγουμένης κοινοποιήσεως, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση, στη φάση τηςενάρξεως της διαδικασίας, να έχει ακριβή εικόνα των μέτρων κρατικήςενισχύσεως των οποίων είχε επωφεληθεί η BFM. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τηςπροσάπτεται ότι με την ανακοίνωση περί κινήσεως διαδικασίας αμφισβήτησε ενγένει, πέραν του άρθρου 7, δεύτερο εδάφιο, του νόμου 33/1993, «τιςχρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν από την EFIM και από τη [FEB], καθώς καιτις εγγυήσεις που χορηγήθηκαν από το ιταλικό Δημόσιο υπέρ των προμηθευτώνκαι πιστωτών της BFM» (βλ. ανωτέρω σκέψη 12) και «τα μέτρα πουεφαρμόστηκαν τόσο εκ μέρους της [EFIM] όσο και της [FEB], ιδίως υπό μορφήχρηματοδοτήσεων και εγγυήσεων» (βλ. ανωτέρω σκέψη 8). Εξάλλου, η αναφοράστην κατ' επανάληψη λήψη μέτρων (βλ. ιδίως δέκατο εδάφιο της ανακοινώσεωςπερί κινήσεως διαδικασίας) παρέσχε στους ενδιαφερομένους κατ' ανάγκη τηδυνατότητα να κατανοήσουν ότι η έρευνα της Επιτροπής περιελάμβανε όλα ταμέτρα ενισχύσεως που είχαν μεσολαβήσει κατά τη διάρκεια των προηγουμένωνετών.

50.
    Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι οι ενισχύσεις στις οποίεςαναφέρεται η επίδικη απόφαση (βλ. ανωτέρω σκέψη 16), και συγκεκριμένα οιεισφορές κεφαλαίου, οι καλύψεις ζημιών, οι χρηματοδοτήσεις της BFM εκ μέρουςτων FEB και EFIM, το άρθρο 7, δεύτερο εδάφιο, του νόμου 33/1993, είναιαναμφιβόλως, ως εκ του ότι επιτρέπουν ιδίως στη BFM να μην εξοφλήσει τα χρέητης έναντι του Δημοσίου και των δημοσίων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τηςιδίας φύσεως, όπως και οι διατάξεις του νόμου 33/1993, με τα μέτρα πουαμφισβητούνται στην ανακοίνωση περί κινήσεως διαδικασίας, όπως αυτάμνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη.

51.
    Υπό τις ιδιάζουσες περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, μεταξύ των οποίωνιδίως η μη κοινοποίηση των ενισχύσεων και η έλλειψη προγράμματοςαναδιαρθρώσεως (σκέψη 46, ανωτέρω, και σκέψεις 87 και 88, κατωτέρω), τογεγονός ότι το ακριβές ποσό των ενισχύσεων διευκρινίστηκε μόνο στην τελικήαπόφαση είναι αλυσιτελές, δεδομένου ότι ο προσδιορισμός του ύψους του ήτανκυρίως αναγκαίος για τον προσδιορισμό των επιστρεπτέων ποσών. Ομοίως,εφόσον μόλις από την ανάγνωση των ισολογισμών της BFM που προσκομίστηκανύστερα από αίτημα της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της έρευνας η τελευταίακατέστη δυνατό να εξακριβώσει τον χρόνο κατά τον οποίο ελήφθησαν τα μέτρα,η Επιτροπή δικαιολογείται να έχει προσδιορίσει με ακρίβεια τα συναφή έτη μετην τελική απόφασή της.

52.
    Αλλωστε, η BFM δεν μπορούσε ασφαλώς να αγνοεί τα κρατικά μέτρα που είχανληφθεί υπέρ της κατά τη διάρκεια των συγκεκριμένων ετών.

53.
    Τέλος, εφόσον η ανακοίνωση περί κινήσεως διαδικασίας περιέγραψε κατά τρόποαρκούντως ενημερωτικό τις ενισχύσεις, οι οποίες κρίθηκαν ακολούθως ωςπαράνομες και ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά με την τελική απόφαση, τοΠρωτοδικείο συνάγει εξ αυτού ότι με την ανακοίνωση περί κινήσεως διαδικασίαςδόθηκε με τον ενδεδειγμένο τρόπο στους ενδιαφερομένους, μεταξύ των οποίωνοι BFM και EFIM, η δυνατότητα να υποβάλουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους.

54.
    Επομένως, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου είναι απορριπτέο.

Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου, αρυομένου από παραβίαση τηςυποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

55.
    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει σοβαρά απόανεπαρκή αιτιολόγηση, ιδίως όσον αφορά τη φύση των επιδίκων παρεμβάσεωνως κρατικής ενισχύσεως και το κατά πόσον συμβιβάζονται με την κοινή αγορά,γεγονός που ασκεί άμεση επίδραση στην ανάπτυξη της συλλογιστικής πουακολούθησε η Επιτροπή και στη λογική συνοχή της αποφάσεώς της,παρεμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό τις προσφεύγουσες να αντιληφθούν τουςλόγους επί των οποίων στηρίχθηκε η απόφαση.

56.
    Η Επιτροπή εκτιμά ότι η αιτίαση αυτή είναι επίσης απορριπτέα.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

57.
    Η υποχρέωση που υπέχουν τα κοινοτικά όργανα βάσει του άρθρου 190 τηςΣυνθήκης να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους έχει ως σκοπό να επιτρέπει στονκοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχό του ως προς τη νομιμότητα και στονενδιαφερόμενο να γνωρίζει την αιτιολόγηση του ληφθέντος μέτρου, προκειμένουνα είναι σε θέση να υπερασπίζεται τα δικαιώματά του και να εξακριβώνει αν ηαπόφαση είναι ή όχι βάσιμη (βλ., επί παραδείγματι, απόφαση του Πρωτοδικείουτης 12ης Δεκεμβρίου 1996 στην υπόθεση Τ-358/94, Air France κατά Επιτροπής,Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-2109, σκέψη 161).

58.
    Η επίδικη απόφαση εμπεριέχει στο σύνολό της επαρκείς λόγους θεμελιώσεως τουάρθρου 1 αυτής, σύμφωνα με το οποίο οι επίδικες παρεμβάσεις συνιστούνπαράνομες και ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά κρατικές ενισχύσεις. Ηαπόφαση δεν στερείται συνοχής δεδομένου ότι η Επιτροπή διευκρίνισε επαρκώςότι κάθε εισφορά κεφαλαίων έδωσε τη δυνατότητα στη BFM να παραμείνει στηναγορά παρά την προφανή έλλειψη αποδοτικότητας μετά τη σύστασή της καιμολονότι το αρχικό εταιρικό κεφάλαιό της είχε, ήδη προ πολλού, απορροφηθείαπό τις ζημίες της. Η Επιτροπή διευκρίνισε εξίσου επαρκώς τους λόγους για τουςοποίους έκρινε ότι το ειδικό καθεστώς ήταν αδικαιολόγητο. Τέλος, η Επιτροπήδιευκρίνισε ότι το κοινοτικό δίκαιο απαιτεί την επιστροφή της ενισχύσεως καιαιτιολόγησε με τον τρόπο αυτό τα άρθρα 2 και 3, σύμφωνα με τα οποία τααποτελέσματα των ενισχύσεων πρέπει να ακυρωθούν.

59.
    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου δεν μπορεί ναγίνει δεκτό.

60.
    Επομένως, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του.

Επί του δευτέρου και πέμπτου λόγου, αρυομένων αντιστοίχως από παραβίαση τωναρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένηςεμπιστοσύνης και μη τηρήσεως πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, καθώς καιαπό τον παράνομο χαρακτήρα του άρθρου 2 της επίδικης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

61.
    Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου τους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται,πρώτον, ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ασφαλείας δικαίου και τηςπροστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επεκτείνοντας, από το έτος 1995,τη νομική εκτίμησή της επί πράξεων και σχέσεων αναγομένων εν μέρει μέχρι τουέτους 1985. Συγκεκριμένα, απόφαση διαπιστώνουσα την έλλειψη νομιμότητας καιτο ασυμβίβαστο τόσο απομακρυσμένων χρονικά μέτρων θα ήταν ικανή να έχεισοβαρές και αδικαιολόγητες συνέπειες επί της ασφαλείας των νομικών καιοικονομικών σχέσεων. Δεύτερον, η Επιτροπή αγνόησε προθεσμία παραγραφής,η οποία, αναλογικώς προς ό,τι προβλέπεται σε άλλους τομείς, έπρεπε να είναιπενταετής.

62.
    Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου, αρυομένου από τον παράνομο χαρακτήρα τουάρθρου 2 της επίδικης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ηυποχρέωση ανακτήσεως των καταβληθεισών ενισχύσεων, όπως επιβάλλει το ενλόγω άρθρο, αντίκειται και προς τις αρχές της ασφαλείας δικαίου, της προστασίαςτης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της παραγραφής, καθώς και προς τις αρχέςτης αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

63.
    Κατόπιν αυτού, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι η επίδικη απόφαση πρέπει ναακυρωθεί, τουλάχιστον όσον αφορά τις φερόμενες ενισχύσεις που χορηγήθηκανσε διάστημα υπερβαίνον τη δεκαετία προ της ανακοινώσεως περί της κινήσεωςδιαδικασίας.

64.
    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι ουδείς κανόνας επιβάλλει προθεσμία παραγραφήςή εκπρόθεσμο των πρωτοβουλιών της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Κατάτην άποψή της, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν ούτε τιςμνημονευθείσες εν προκειμένω αρχές.

65.
    Εξάλλου, η ανάκτηση θα ήταν η λογική συνέπεια της διαπιστώσεως της ελλείψεωςνομιμότητας της συγκεκριμένης ενισχύσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ηςΜαρτίου 1990 στην υπόθεση C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990,σ. Ι-959, σκέψη 66). Συγκεκριμένα, η αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεωςστην οποία αποσκοπεί η διατάσσουσα την επιστροφή πράξη σημαίνει κατ' ανάγκηότι η πράξη αυτή επεκτείνεται και στην είσπραξη των τόκων επί των ποσών πουχορηγήθηκαν, αρχής γενομένης από την ημερομηνία της καταβολής τους(απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουνίου 1995 στην υπόθεση Τ-459/93,Siemens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1675, σκέψεις 96 έως 103).

66.
    Η Γαλλική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι η τήρηση των αρχών της ασφαλείαςδικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης μπορεί να έχει,υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ως συνέπεια η διαπιστώνουσα την έλλειψηνομιμότητας ή το ασυμβίβαστο κρατικής ενισχύσεως με την κοινή αγορά απόφασηνα μην μπορεί πλέον να εκδοθεί μετά την παρέλευση ορισμένης προθεσμίας.Ελλείψει προθεσμίας παραγραφής προβλεπομένης από τον κοινοτικό νομοθέτη,θα ήταν προτιμότερη η εξέταση, ανά περίπτωση, της τηρήσεως της αρχής τηςασφαλείας δικαίου. Η εφαρμογή της ανωτέρω αρχής δεν πρέπει εν πάσηπεριπτώσει να ωθεί τους ενδιαφερομένους σε προσβολή των διατάξεων τουάρθρου 93 της Συνθήκης. Όσον αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση, η ΓαλλικήΚυβέρνηση εκτιμά ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλεστούνπαραγραφή.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

67.
    Καταρχάς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν προέβλεψεμέχρι σήμερα καμία προθεσμία παραγραφής σε θέματα ενεργειών της Επιτροπήςστα πλαίσια μη κοινοποιηθεισών κρατικών ενισχύσεων. Για να μπορεί, όμως, ναεπιτελέσει τη λειτουργία που συνίσταται στην τήρηση της ασφαλείας δικαίου,τυχόν προθεσμία παραγραφής πρέπει καταρχήν να καθορίζεται εκ των προτέρωναπό τον κοινοτικό νομοθέτη (επί παραδείγματι, αποφάσεις του Δικαστηρίου της15ης Ιουλίου 1970 στην υπόθεση 41/69, ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής,Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 397, σκέψεις 19 και 20, και της 14ης Ιουλίου 1972στην υπόθεση 48/69, ICI κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 99, σκέψεις47 και 48, καθώς και απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Οκτωβρίου 1991 στηνυπόθεση Τ-26/89, De Compte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-781,σκέψη 68).

68.
    Εξάλλου, είναι αδύνατη οποιαδήποτε κατ' αναλογία εφαρμογή τόσο τηςπροθεσμίας που καθορίζει ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2988/74 του Συμβουλίου, της 26ηςΝοεμβρίου 1974, περί παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως τωναποφάσεων στους τομείς του δικαίου των μεταφορών και του ανταγωνισμού τηςΕυρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 241), όσο καιεκείνης του άρθρου 43 του Οργανισμού (ΕΚ) του Δικαστηρίου, όπου προβλέπεταιπροθεσμία παραγραφής για την αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικήςευθύνης της Κοινότητας.

69.
    Ακολούθως, πρέπει να υπομνηστεί ότι τα επίδικα μέτρα δεν κοινοποιήθηκαν στηνΕπιτροπή. Όπως προέβαλε η Γαλλική Κυβέρνηση, ο δικαιούχος δεν μπορεί, πληνεξαιρετικών περιπτώσεων, να περιβάλλει με τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τουτο νομότυπο της χορηγουμένης ενισχύσεως παρά μόνον στα πλαίσια της τηρήσεωςτων διατάξεων του άρθρου 93 της Συνθήκης (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ήςΣεπτεμβρίου 1990 στην υπόθεση C-5/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1990,σ. Ι-3437, σκέψη 17, και της 14ης Ιανουαρίου 1997 στην υπόθεση C-169/95,Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-135, σκέψη 48). Επιπλέον, τα κράτημέλη δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να επωφελούνται των συνεπειών πουαπορρέουν από την παράβαση της υποχρεώσεώς τους για κοινοποίηση πουπροβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης (προαναφερθείσα απόφασηΓαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 11).

70.
    Επομένως, για τους λόγους αυτούς, αλλά και επειδή δεν αποδείχθηκε ενπροκειμένω η συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, επιβάλλεται η απόρριψη τωνδύο αυτών λόγων ακυρώσεως.

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, αρυομένου από παράβαση του άρθρου 92,παράγραφος 1, της Συνθήκης, ως εκ του ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οιεπίδικες παρεμβάσεις συνιστούν ενίσχυση

Επιχειρήματα των διαδίκων

71.
    Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι οι αμφισβητούμενες παρεμβάσεις δεν συνιστούνενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.Πρόκειται περί επενδύσεων, αφενός, τις οποίες ένας ιδιώτης επενδυτής μπόρεσενα πραγματοποιήσει, αφετέρου, οι οποίες δικαιολογούνταν στο πλαίσιο τουπρογράμματος αναδιαρθρώσεως και αποσκοπούσαν στο να καταστήσουν εκ νέουβιώσιμη την επιχείρηση καθώς και την πώλησή της υπό ευνοϊκότερους όρους.

72.
    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν εξετίμησε τα επίδικα μέτραυπό το φως της υφισταμένης κατά τον χρόνο θεσπίσεώς τους καταστάσεως.Συγκεκριμένα, φρονούν ότι, αν η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη τους λόγους πουεξηγούν ενδεχομένως τις παρεμβάσεις, καθώς και την κατάσταση της BFM κατάτον χρόνο λήψεως των κρατικών μέτρων, η απόφασή της θα ήταν διαφορετική καιυπέρ των προσφευγουσών.

73.
    Συναφώς, ισχυρίζονται, πρώτον, ότι τα χρέη που προέκυψαν από τα συνδεόμεναμε τις δραστηριότητες της BFM στον τομέα της άμυνας προ του 1987 έξοδαεκμεταλλεύσεως επέδρασαν σημαντικά στα αποτελέσματα της επόμενης περιόδου.Εξάλλου, οι παρεμβάσεις που έλαβαν χώρα κατά την περίοδο κατά την οποία ηBFM ασκούσε δραστηριότητες στον τομέα άμυνας δεν εμπίπτουν στο άρθρο 92αλλά στην προβλεπόμενη από το άρθρο 223, παράγραφος 1, στοιχείο β´, τηςΣυνθήκης παρέκκλιση.

74.
    Ως προς τις μεταγενέστερες του 1987 παρεμβάσεις, μπορούν να εξηγηθούν απότην «πολιτική του ομίλου» που ακολούθησε η εταιρία μητέρα και συνίστατο στημέριμνα διαφυλάξεως της φήμης και της αξιοπιστίας του ομίλου, καθώς και τηςαξίας της επενδύσεως που είχε πραγματοποιηθεί προηγουμένως. Τέλος, τοπροβλεπόμενο στο άρθρο 7, δεύτερο εδάφιο, του νόμου 33/1993 (βλ. ανωτέρω,ιδίως σκέψη 5) καθεστώς ήταν αναγκαίο για την εξυγίανση και αναδιάρθρωσητης BFM και της επέτρεψε να αποκαταστήσει τη βιομηχανική βιωσιμότητά της.

75.
    Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι, με την απόφασή του της 14ης Νοεμβρίου1984 στην υπόθεση 323/82, Intermills κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 3809,σκέψη 39), το Δικαστήριο έκρινε ότι μια ενέργεια που συνίσταται στην«σκοπούσα στη διάσωση μιας επιχειρήσεως εξόφληση παλαιών οφειλών δεν έχειοπωσδήποτε ως συνέπεια την αλλοίωση των όρων του εμπορίου κατά τρόπο πουθα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον, όπως αναφέρει το άρθρο 92, [παράγραφος]3, της Συνθήκης, όταν η ενέργεια αυτή συνοδεύεται π.χ. από σχέδιοαναδιαρθρώσεως».

76.
    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1984 η BFM είχευιοθετήσει πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως και ότι η διαδικασία εξυγιάνσεως έλαβεχώρα όπως προβλεπόταν από το 1985. Παρατηρούν ότι το 1988 το οικονομικόαποτέλεσμα όδευε προς εξισορρόπηση. Μολονότι δέχονται ότι η θετική τάσηδιακόπηκε το 1989, και τούτο λόγω «εξαιρετικών παραγόντων», υπογραμμίζουνότι, το 1992, μια νέα φάση αναδιαρθρώσεως συνεπήχθη ριζικές μειώσεις όσοναφορά την ικανότητα και το εργατικό δυναμικό, ενώ από πραγματογνωμοσύνηαποδεικνύεται σαφής βελτίωση των δεικτών διαχειρίσεως. Η BFM ήταν στηνπραγματικότητα βιώσιμη κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως απότην Επιτροπή.

77.
    Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Εν προκειμένω, δεν τηςκοινοποιήθηκε κανένα πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως. Ο αποδέκτης αποφάσεωςαναγνωρίζουσας μια ενίσχυση ως ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά φέρει τοβάρος να αποδείξει ότι τα επίδικα μέτρα στοχεύουν στην επίλυση τωνδιαρθρωτικών προβλημάτων της επωφελουμένης από την ενίσχυση επιχειρήσεως.Εν πάση περιπτώσει, η διάρκεια — πέραν των τεσσάρων ετών — του κατάπαρέκκλιση καθεστώτος εν προκειμένω, όπως προβλέπει ο νόμος 33/1993, ήτανυπερβολικά μακρά.

78.
    Ακολούθως, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η BFM δεν εμφάνισε κέρδη από τησύστασή της. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η συμπεριφορά των EFIM και FEBέναντι της BFM δεν μπορεί να εξομοιωθεί με εκείνη ενός συνήθους επενδυτή,έστω και στα πλαίσια της λογικής της διασώσεως του ομίλου, εφόσον ηεπιχείρηση δεν είχε καμία σοβαρή προοπτική αποδοτικότητας. Τα επιχειρήματατων προσφευγουσών επί των αιτίων των χρεών στερούνται, άλλωστε, λυσιτελείας.Συγκεκριμένα, η κρίση της Επιτροπής δεν στηρίζεται στην ηθική, αλλάπεριορίζεται στην εκτίμηση της ικανότητας της επιχειρήσεως να επιτύχει, εντόςβραχέος χρόνου, χάρη στα μέτρα στηρίξεως, να δρα στα πλαίσια ενός καθεστώτοςοικονομίας της αγοράς.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

79.
    Κατά πάγια νομολογία, η παρέμβαση των δημοσίων αρχών στο κεφάλαιο μιαςεπιχειρήσεως, υπό οποιαδήποτε μορφή, μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση,οσάκις συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 92 της Συνθήκηςπροϋποθέσεις. Προκειμένου να καθοριστεί αν τέτοια μέτρα έχουν τον χαρακτήρακρατικών ενισχύσεων, πρέπει να κριθεί αν, υπό παρόμοιες περιστάσεις, έναςιδιώτης επενδυτής, μεγέθους συγκρισίμου προς το μέγεθος των οργανισμών πουδιαχειρίζονται τον δημόσιο τομέα, θα μπορούσε να αχθεί στην απόφαση ναπροβεί σε τόσο σημαντικές εισφορές κεφαλαίου. Συναφώς, το Δικαστήριοδιευκρίνισε ότι, καίτοι η συμπεριφορά του ιδιώτη επενδυτή, προς τον οποίο πρέπεινα συγκριθεί η παρέμβαση του δημοσίου επενδυτή που επιδιώκει στόχουςοικονομικής πολιτικής, δεν αντιστοιχεί κατ' ανάγκη προς τη συμπεριφορά τουκοινού επενδυτή που επενδύει κεφάλαια με προοπτική την αποδοτικότητά τουςκατά το μάλλον ή ήττον βραχυπροθέσμως, οφείλει, τουλάχιστον, να ακολουθεί τησυμπεριφορά μιας ιδιωτικής εταιρίας holding ή ενός ιδιωτικού ομίλουεπιχειρήσεων που επιδιώκουν μία διαρθρωτική πολιτική, γενική ή κλαδική, μεγνώμονα την προοπτική μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας (βλ., ιδίως, απόφασητου Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1994 στις συνεκδικασθείσες υποθέσειςC-278/92, C-279/92 και C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994,σ. Ι-4103, σκέψεις 20 έως 22).

80.
    Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι «ένας ιδιώτης εταίρος μπορεί ευλόγως ναεισφέρει το αναγκαίο κεφάλαιο για την επιβίωση μιας επιχειρήσεως πουαντιμετωπίζει παροδικές δυσχέρειες, αλλά που θα μπορούσε μετά απόαναδιάρθρωση να επανεύρει την αποδοτικότητά της. Πρέπει, επομένως, να γίνειδεκτό ότι η μητρική εταιρία μπορεί επίσης, επί περιορισμένο χρονικό διάστημα,να καλύπτει τις ζημίες μιας των θυγατρικών της προκειμένου να μπορέσει ητελευταία να παύσει τις δραστηριότητές της υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες.(...) Πάντως, όταν οι εισφορές κεφαλαίου πραγματοποιούνται από τον δημόσιοεπενδυτή χωρίς να υπάρχει προοπτική αποδοτικότητας ούτε μακροχρονίως, τότεπρέπει να θεωρηθούν ως ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 92 τηςΣυνθήκης» (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1991 στην υπόθεσηC-303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-1433, σκέψεις 21 και 22).

81.
    Προτού αναλυθεί η συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να υπομνηστεί ότι η εκμέρους της Επιτροπής εξέταση του ζητήματος αν συγκεκριμένο μέτρο μπορεί ναχαρακτηριστεί ως ενίσχυση κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης,επειδή το κράτος δεν ενήργησε «όπως ο συνήθης επιχειρηματίας», συνεπάγεταιμια περίπλοκη οικονομική εκτίμηση (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ηςΦεβρουαρίου 1996 στην υπόθεση C-56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996,σ. Ι-723, σκέψεις 10 και 11). Κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή απολαύειδιακριτικής εξουσίας όταν εκδίδει πράξη συνεπαγόμενη τέτοιες εκτιμήσεις και οδικαστικός έλεγχος της πράξεως αυτής πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο αντηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογήσεως, αν τα πραγματικάπεριστατικά που ελήφθησαν υπόψη για την αμφισβητούμενη επιλογή ήσαν ακριβή,αν υφίσταται πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή ανσυντρέχει κατάχρηση εξουσίας (προαναφερθείσα απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου1996 στην υπόθεση Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 11, και προαναφερθείσααπόφαση Air France κατά Επιτροπής, σκέψεις 71 και 72). Ειδικότερα, δενεναπόκειται στο Πρωτοδικείο να υποκαταστήσει τον εκδότη της αποφάσεως στηνεκτίμηση των οικονομικών δεδομένων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ηςΔεκεμβρίου 1996 στην υπόθεση Τ-380/94, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής,Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-2169, σκέψη 56).

82.
    Πρέπει να υπογραμμιστεί καταρχάς ότι, βάσει των στοιχείων του φακέλου, η BFMδεν εμφάνισε κέρδη από της συστάσεώς της. Πάντως, οι προσφεύγουσεςισχυρίστηκαν ότι το οικονομικό αποτέλεσμα της BFM κατά το έτος 1988 όδευεπρος εξισορρόπηση και ότι, μετά από μια δυσχερή περίοδο, παρατηρήθηκε σαφήςβελτίωση των δεικτών διαχειρίσεως και η BFM κατέστη βιώσιμη, υγιήςδιαρθρωτικώς και ικανή να καταστεί κερδοφόρος. Η Επιτροπή, πάντως, εξέθεσεμε την επίδικη απόφαση, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες, ότι:

—    το 1990 η BFM υπέστη ζημίες της τάξεως των 18 δισεκατομμυρίων LIT επίκύκλου εργασιών 14,6 δισεκατομμυρίων LIT,

—    το 1991 οι ζημίες της BFM ανέρχονταν σε 14 δισεκατομμύρια LIT επίκύκλου εργασιών 18,4 δισεκατομμυρίων,

—    το 1992 η BFM εμφάνισε ζημίες της τάξεως των 27,6 δισεκατομμυρίων LITεπί κύκλου εργασιών 19,9 δισεκατομμυρίων,

—    το 1993 οι ζημίες αυξήθηκαν, εγγίζοντας τα 36,1 δισεκατομμύρια LIT, ενώο κύκλος εργασιών έπεφτε σε 14,7 δισεκατομμύρια,

—    το 1994 οι ζημίες της BFM ήγγισαν τα 13,8 δισεκατομμύρια LIT επίκύκλου εργασιών 20,6 δισεκατομμυρίων,

—    το 1995 οι ζημίες ανήλθαν σε 15 δισεκατομμύρια LIT επί κύκλου εργασιών28,1 δισεκατομμυρίων,

—    περί τα τέλη του 1994 το χρέος της BFM υπερέβαινε τα 85 δισεκατομμύριαLIT και αντιστοιχούσε, κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως,στο πενταπλάσιο του εταιρικού κεφαλαίου της ύψους 17 δισεκατομμυρίουLIT.

83.
    Επιπλέον, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, ακόμη και αν αληθεύει ότι οι λογαριασμοίτης BFM ήσαν, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, «αλλοιωμένοι από τιςέκτακτες θέσεις που της κληρονόμησαν οι προηγούμενες διαχειρίσεις», γεγονόςπαραμένει ότι τα αντίστοιχα χρέη πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμησητης χρηματοοικονομικής καταστάσεώς της, η οποία, σύμφωνα με τηνπραγματογνωμοσύνη που προσκόμισαν οι ίδιες, ήταν «σαφώς επισφαλής» αν δενγινόταν διάκριση μεταξύ της «τακτικής» και της «έκτακτης» διαχειρίσεως. Όπωςυπογράμμισε η Επιτροπή με την επίδικη απόφασή της, προκειμένου να εκτιμηθείη αποδοτικότητα της επιχειρήσεως, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη όχι μόνο τοαποτέλεσμα εκμεταλλεύσεως αλλά και τα οικονομικά βάρη που φέρει συνήθωςη επιχείρηση. Συναφώς, οι προσφεύγουσες αναγνώρισαν, απαντώντας σε γραπτήερώτηση του Πρωτοδικείου, ότι το επίπεδο των αποσβέσεων και των οικονομικώνβαρών της BFM ήταν ασυνήθως υψηλό και ότι έπρεπε να μη ληφθούν υπόψη«έκτακτα» βάρη προκειμένου η επιχείρηση να μπορέσει να θεωρηθεί βιώσιμη.

84.
    Τέλος, στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δεν όφειλε, ασκώντας την εξουσίαεκτιμήσεως που απολαύει στον οικείο τομέα, να μετριάσει το αρνητικόαποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε λαμβάνοντας υπόψη κάποιες ενδείξεις καιπροοπτικές βελτιώσεως στις οποίες αναφέρθηκαν οι προσφεύγουσες, δεδομένουότι αυτές μπορούσαν να θεωρηθούν ασήμαντες, αν όχι τεχνητές, με την κατάρτισηχωριστών λογαριασμών για την «τακτική διαχείριση», σε σχέση με τη γενικήοικονομική και χρηματική κατάσταση της BFM κατά τον χρόνο των παρεμβάσεων(βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Οκτωβρίου 1991 στην υπόθεση C-261/89,Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-4437, σκέψη 14, και προαναφερθείσααπόφαση Air France κατά Επιτροπής, σκέψη 98).

85.
    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή συνήγαγε ορθώς ότι ένας ιδιώτηςεπενδυτής δεν θα προέβαινε στις πραγματοποιηθείσες εισφορές κεφαλαίου καιστα λοιπά μέτρα χρηματοδοτήσεως που έλαβαν οι ιταλικές αρχές εν προκειμένω.

86.
    Το Πρωτοδικείο εκτιμά, όπως συνήγαγε η Επιτροπή με την επίδικη απόφασή της,ότι ένας ιδιώτης επενδυτής, σχεδιάζοντας χρηματοδοτήσεις και τόσο ευρεία όπωςεν προκειμένω αναδιάρθρωση του κεφαλαίου, θα απαιτούσε πρόγραμμααναδιαρθρώσεως ικανό να καταστήσει την επιχείρηση αποδοτική.

87.
    Οι προσφεύγουσες αναγνώρισαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι κατά τημεταγενέστερη του 1987 περίοδο δεν υφίστατο κανένα συγκεκριμένο καιλεπτομερές πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως.

88.
    Όσον αφορά την προ του 1987 περίοδο, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι τοέγγραφο που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες κατόπιν αιτήματος τουΠρωτοδικείου και φέρει τον τίτλο «πενταετές πρόγραμμα 1983-1987» δενκοινοποιήθηκε στην Επιτροπή στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. ΤοΠρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλεστούνενώπιόν του το έγγραφο αυτό το οποίο ουδέποτε υποβλήθηκε στην Επιτροπή κατάτη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, δεδομένου ότι ηνομιμότητα μιας αποφάσεως στον τομέα των ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάταιβάσει των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τησχετική απόφαση (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 1996 στηνυπόθεση C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι-4551, σκέψη 33).Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το εν λόγω έγγραφο μπορεί να ληφθεί υπόψη, λόγωτου περιεχομένου του, είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ωςγνήσιο πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως. Πράγματι, κανένα ειδικό μέτρο δενπροβλέπεται με το πρόγραμμα αυτό για τη θεραπεία των συγκεκριμένωνπροβλημάτων τα οποία αντιμετώπιζε η BFM. Οι προερχόμενες από δημόσιαχρηματοδότηση ενισχύσεις δεν συνδέονταν, λοιπόν, προς συγκεκριμένα καιπροβλεπόμενα από καταρτισμένο για τον σκοπό αυτό πρόγραμμα μέτρααναδιαρθρώσεως, προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες προκειμένου έναπρόγραμμα να μπορέσει να θεωρηθεί ως πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως.

89.
    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι παρεμβάσεις που πραγματοποιήθηκανκατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία η BFM φέρεται ότι ασκούσεδραστηριότητες στον τομέα της άμυνας, ήτοι προ του 1986, δεν εμπίπτουν στοάρθρο 92 αλλά στην προβλεπόμενη από το άρθρο 223, παράγραφος 1, στοιχείοβ´, της Συνθήκης παρέκκλιση, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει καταρχάς ότι το ιταλικόΔημόσιο ουδέποτε επικαλέστηκε τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Επιπλέον, όπωςπροκύπτει από τις απαντήσεις των προσφευγουσών σε γραπτή και προφορικήερώτηση του Πρωτοδικείου, καμία από τις αμφισβητούμενες από την Επιτροπήενισχύσεις δεν συνδεόταν συγκεκριμένα με στρατιωτικά σχέδια εντασσόμενα στοπλαίσιο της εθνικής πολιτικής άμυνας. Πράγματι, οι προσφεύγουσες, μολονότιβεβαιώνουν ότι ορισμένες παρεμβάσεις «συνδέονταν με ανισσοροπίες» λόγω τηςδραστηριότητας της BFM στον τομέα της άμυνας, αναγνώρισαν εντούτοις ότι ήταν«αδύνατον να αποδειχθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εισφοράς νέωνκεφαλαίων και του προορισμού τους». Έπεται ότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτόότι αποδεικνύεται η ενασχόληση της BFM με τον τομέα της άμυνας, οιχρονολογούμενες από την εποχή εκείνη παρεμβάσεις δεν μπορούν εν πάσηπεριπτώσει να θεωρηθούν ως μη εμπίπτουσες στο άρθρο 92 αλλ' ως υπαγόμενεςστην προβλεπόμενη από το άρθρο 223, παράγραφος 1, στοιχείο β´, της Συνθήκηςπαρέκκλιση.

90.
    Για τους προαναφερθέντες λόγους το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι η Επιτροπή δενυπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση χαρακτηρίζοντας τις επίδικεςπαρεμβάσεις ως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος1, της Συνθήκης.

91.
    Επομένως, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τετάρτου λόγου, αρυομένου από μη ορθή εφαρμογή του άρθρου 92,παράγραφος 3, στοιχεία α´ και γ´, της Συνθήκης

Επιχειρήματα των διαδίκων

92.
    Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 92, παράγραφος 3,στοιχεία α´ και γ´, της Συνθήκης ως εκ του ότι δεν εκτίμησε ορθώς ούτε τιςπαρεμβάσεις εξυγιάνσεως και αναδιαρθρώσεως στις οποίες προέβη η BFM ούτετο γεγονός ότι η επιχείρηση είναι εγκατεστημένη σε ιδιαίτερα υποβαθμισμένηπεριοχή. Αν η Επιτροπή είχε εφαρμόσει ορθώς τις ανωτέρω διατάξεις, θα είχεδιαπιστώσει, σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, το συμβατό των επιδίκωνπαρεμβάσεων με την κοινή αγορά.

93.
    Εν πάση περιπτώσει, τα αμφισβητούμενα μέτρα έπρεπε να θεωρηθούν ότισυμβιβάζονται με την κοινή αγορά εφόσον συμβάλλουν στην προσαρμογή τωνδομών της BFM στο πλαίσιο ενός προγράμματος αποκαταστάσεως τηςβιωσιμότητας της επιχειρήσεως, εφόσον αφορούν επιχείρηση κείμενη σε περιοχήστην οποία παρέχεται βοήθεια και όπου η διατήρηση των παραγωγικώνδραστηριοτήτων έχει πρωταρχική σημασία και εφόσον αφορά μικρή επιχείρησηεπί της οποίας πρέπει να εφαρμόζονται, λόγω της ιδιότητάς της αυτής, οιδιατάξεις περί των κρατικών ενισχύσεων κατά τρόπο ελαστικό.

94.
    Η Επιτροπή υπενθυμίζει καταρχάς ότι η κατά το άρθρο 92, παράγραφος 3,στοιχεία α´ και γ´, της Συνθήκης επιφύλαξη προϋποθέτει την ύπαρξη αληθούςπρογράμματος αναδιαρθρώσεως, ώστε τα θετικά αποτελέσματα της ενισχύσεωςεπί της περιφερειακής αναπτύξεως να μπορούν να είναι διαρκή και νααντισταθμίζουν, συνακόλουθα, τα αποτελέσματα στρεβλώσεως του ανταγωνισμού(απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1991 στην υπόθεση C-305/89, Ιταλίακατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. Ι-1603, σκέψη 36).

95.
    Η Επιτροπή υπογραμμίζει εν προκειμένω ότι δεν υφίστατο πρόγραμμααναδιαρθρώσεως και ότι δεν ετύγχανε εφαρμογής καμία παρέκκλιση.

96.
    Εξάλλου, η παρεμβαίνουσα Manoir προσθέτει ότι οι επαναλαμβανόμενεςενισχύσεις που χορηγούνται σε επιχείρηση κείμενη σε περιοχή στην οποίαπαρέχεται βοήθεια δεν μπορούν να εκτιμώνται ευμενέστερα σε σχέση με περιοχέςστις οποίες δεν παρέχεται βοήθεια. Συγκεκριμένα, η επιχείρηση οφείλει πάντοτε,με το πέρας της αναδιαρθρώσεως, να είναι οικονομικώς βιώσιμη και νασυμβάλλει πράγματι στην ανάπτυξη της περιοχής χωρίς να πρέπει συνεχώς ναυποβοηθείται.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

97.
    Το άρθρο 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης επιτρέπει στην Επιτροπή, κατάπαρέκκλιση της απαγορεύσεως των κρατικών ενισχύσεων που επηρεάζουν τιςμεταξύ κρατών μελών συναλλαγές και είναι ικανές να νοθεύσουν τονανταγωνισμό, να θεωρήσει ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά:

«α)    οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών,στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι συνήθως χαμηλό ή στις οποίεςεπικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση,

    (...)

γ)    οι ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικώνδραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τουςόρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινόσυμφέρον».

98.
    Όπως παρατηρεί η Επιτροπή, προκειμένου να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται μετο άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ´, της Συνθήκης, οι χορηγούμενες σεαντιμετωπίζουσες δυσχέρειες επιχειρήσεις ενισχύσεις πρέπει να συνδέονται μεπρόγραμμα αναδιαρθρώσεως στοχεύον στη μείωση ή στον επαναπροσανατολισμότων δραστηριοτήτων τους (προαναφερθείσα απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1994στην υπόθεση Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 67). Επομένως, κρατικέςενισχύσεις χορηγούμενες σε επιχείρηση και χρησιμοποιούμενες για τηναντιστάθμιση των ζημιών της, χωρίς να εντάσσονται σε ικανοποιητικό πρόγραμμααναδιαρθρώσεως, εμφανίζουν χαρακτηριστικά αποκλείοντα τη δυνατότητακαλύψεώς τους από την παρέκκλιση ως προς την προβλεπόμενη με την εν λόγωδιάταξη απαγόρευση των ενισχύσεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ηςΣεπτεμβρίου 1994 στην υπόθεση C-42/93, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994,σ. Ι-4175, σκέψεις 26 έως 29).

99.
    Επιπλέον, η σχετική υποχρέωση συνδέσεως των μέτρων ενισχύσεως με έναικανοποιητικό πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως έπρεπε και μπορούσε ευλόγως ναείναι γνωστή από τις προσφεύγουσες. Πράγματι, η Επιτροπή υπογράμμισε ήδη μετην Όγδοη Έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού του 1979 (σημείο 228) ότιαπαιτούσε, αν επρόκειτο για συγκεκριμένη σημαντική περίπτωση, τηνπροηγούμενη κοινοποίηση προγράμματος αναδιαρθρώσεως. Ο ανωτέρω κανόναςεπιβεβαιώθηκε και κατέστη ακόμη σαφέστερος με τις κατευθυντήριες κοινοτικέςγραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωσητων αντιμετωπιζουσών δυσχέρειες επιχειρήσεων (ΕΕ 1994, C 368, σ. 12), σύμφωναμε τις οποίες απαιτείται ρητώς το βιώσιμο πρόγραμμα αναδιαρθρώσεως ήανορθώσεως να υποβάλλεται στην Επιτροπή με όλες τις αναγκαίες διευκρινίσεις(σημείο 3.2.2, Α), η επιχείρηση να θέτει σε εφαρμογή στο ακέραιο το πρόγραμμααναδιαρθρώσεως που αποδέχθηκε η Επιτροπή (σημείο 3.2.2, Δ), και οι οποίεςκατευθυντήριες γραμμές προβλέπουν ότι η εφαρμογή και η ορθή εξέλιξη τουπρογράμματος αναδιαρθρώσεως ελέγχονται μέσω λεπτομερών ετησίων εκθέσεωνπου πρέπει να υποβάλλονται στην Επιτροπή (σημείο 3.2.2, Ε).

100.
    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι κατά τη διάρκεια της διοικητικήςδιαδικασίας δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή κανένα πρόγραμμααναδιαρθρώσεως της BFM (βλ. ανωτέρω σκέψεις 81 και 82). Επομένως,αποκλειόταν σε κάθε περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 3,στοιχείο γ´, της Συνθήκης επ' ωφελεία της BFM.

101.
    Τέλος, πρέπει να υπομνηστεί ότι οι παρεκκλίσεις από την ελεύθερη άσκηση τουανταγωνισμού, όπως προβλέπονται από το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχεία α´και γ´, της Συνθήκης υπέρ των περιφερειακών ενισχύσεων, στηρίζονται στημέριμνα εκδηλώσεως κοινοτικής αλληλεγγύης, θεμελιώδους στόχου της Συνθήκης,όπως πιστοποιεί και το προοίμιό της. Κατά την άσκηση της εξουσίας τηςεκτιμήσεως, εναπόκειται στην Επιτροπή να επιμελείται ώστε να υπάρχεισυγκερασμός των στόχων του ελεύθερου ανταγωνισμού και της κοινοτικήςαλληλεγγύης, εξυπακουομένης της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας. Στοπλαίσιο αυτό, η Επιτροπή οφείλει να εκτιμά τα τομεακά αποτελέσματα τηςσχεδιαζομένης περιφερειακής ενισχύσεως, έστω και όσον αφορά τις περιφέρειεςπου ενδέχεται να υπάγονται στην παράγραφο 3, στοιχείο α´, προκειμένου νααποφεύγεται, μέσω μέτρου ενισχύσεως, τομεακό πρόβλημα που θα ανέκυπτε στοεπίπεδο της Κοινότητας και θα ήταν πολύ σοβαρότερο από το αρχικόπεριφερειακό πρόβλημα. Έτσι, το κριτήριο της βιωσιμότητας είναι συναφές ακόμηκαι στα πλαίσια της οικείας αναλύσεως (βλ. προαναφερθείσα απόφασηAIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, σκέψεις 54 και 120). Εξάλλου, τοΔικαστήριο υπογράμμισε ότι η διαφορετική διατύπωση μεταξύ της διατάξεως τουάρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο α´, και εκείνης του άρθρου 92, παράγραφος3, στοιχείο γ´, δεν μπορεί να οδηγήσει στη σκέψη ότι η Επιτροπή δεν οφείλει ναλαμβάνει υπόψη της το κοινοτικό συμφέρον οσάκις εφαρμόζει το άρθρο 92,παράγραφος 3, στοιχείο α´, και ότι οφείλει να περιορίζεται στην εξακρίβωση τηςπεριφερειακής ιδιομορφίας των επιδίκων μέτρων, χωρίς να εκτιμά την επίπτωσήτους επί του ή των συναφών αγορών στο σύνολο της Κοινότητας(προαναφερθείσα απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1997 στην υπόθεση Ισπανίακατά Επιτροπής, σκέψη 17).

102.
    Ασφαλώς, η BFM εδρεύει σε ζώνη ανήκουσα σε περιοχές δυνάμενες ναεπωφεληθούν ενισχύσεων περιφερειακής φύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 92,παράγραφος 3, στοιχείο α´, της Συνθήκης. Εντούτοις, στον τομέα αυτόν επικρατείισχυρή πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα (βλ. τη μη αμφισβητηθείσαδιαπίστωση στην επίδικη απόφαση, υπό VI). Εν όψει της προπαρατεθείσαςνομολογίας, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε προφανή πλάνη όταν, λαμβάνονταςυπόψη τη συγκεκριμένη κατάσταση της αγοράς σε συνδυασμό με το γεγονός ότιη εταιρία δεν ήταν προφανώς βιώσιμη, αρνήθηκε ότι συντρέχει λόγοςπαρεκκλίσεως. Έτσι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, στα πλαίσιατης οποίας η επιχείρηση, τυχούσα παρανόμων ενισχύσεων, μπόρεσεπροφανέστατα να παραμείνει στην αγορά αποκλειστικά και μόνο χάρη στις ενλόγω ενισχύσεις, περιφερειακοί λόγοι υπό το κάλυμμα του άρθρου 92,παράγραφος 3, στοιχείο α´, δεν μπορούν να δικαιολογούν παρέκκλιση από τηναπαγόρευση αρχής των δυναμένων να στρεβλώσουν τον ανταγωνισμό ενισχύσεων.Πράγματι, οι ανωτέρω ενισχύσεις δεν μπορεί να εκλαμβάνονται ως «ενισχύσειςγια την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως», της περιοχής, κατά την έννοιατου άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο α´, της Συνθήκης.

103.
    Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση,κρίνοντας ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογήςκαμία από τις παρεκκλίσεις από την απαγόρευση των ενισχύσεων που προβλέπειτο άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχεία α´ και γ´, της Συνθήκης.

104.
    Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο οικείος λόγος είναι επίσης απορριπτέος.

105.
    Δεδομένου ότι κανείς από τους λόγους που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες δενμπορεί να γίνει δεκτός, οι προσφυγές απορρίπτονται.

Επί των δικαστικών εξόδων

106.
    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείςδιάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα τουαντιδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν ως προς τους λόγους τους,πρέπει να καταδικαστούν αλληλεγγύως στα έξοδα της Επιτροπής και τηςπαρεμβαίνουσας Manoir, σύμφωνα με τα αιτήματά τους. Κατά την παράγραφο 4,πρώτο εδάφιο, του ιδίου άρθρου, η Γαλλική Κυβέρνηση φέρει τα έξοδα τηςπαρεμβάσεώς της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1.
    Απορρίπτει τις προσφυγές.

2.
    Οι προσφεύγουσες καταδικάζονται αλληλεγγύως στα έξοδα τηςΕπιτροπής και της Manoir industries SA.

3.
    Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Tiili

Briët
Lenaerts

Potocki Cooke

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Σεπτεμβρίου1998.

Ο Γραμματέας

Η Πρόεδρος

H. Jung

V. Tiili


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.