Language of document : ECLI:EU:T:2013:444

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 16ης Σεπτεμβρίου 2013 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Βελγική, γερμανική, γαλλική, ιταλική, ολλανδική και αυστριακή αγορά ειδών υγιεινής – Απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ – Συντονισμένη αύξηση τιμών και ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Πρόστιμα – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων του 2006 – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Οικονομική κρίση – Ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας – Μείωση του ποσού του προστίμου – Σημαντική προστιθέμενη αξία»

Στην υπόθεση T‑412/10,

Roca, με έδρα το Saint-Ouen-l’Aumône (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον P. Vidal Martínez, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον F. Castillo de la Torre, τις Α. Αντωνιάδη και F. Castilla Contreras, στη συνέχεια από τον F. Castillo de la Torre, την Α. Αντωνιάδη και τον F. Jimeno Fernández,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C(2010) 4185 τελικό της Επιτροπής, της 23ης Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39092 – Εγκαταστάσεις λουτρών), και αίτημα περί μειώσεως του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα με την απόφαση αυτή,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Μαρτίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλείπονται]

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

30      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Σεπτεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

31      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας, έθεσε γραπτώς ερώτηση στην Επιτροπή, στην οποία αυτή απάντησε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

32      Οι διάδικοι αγόρευσαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Μαρτίου 2013, και απάντησαν στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο.

33      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τα άρθρα 1 και 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον την αφορούν,

–        να μειώσει το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

34      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

[παραλείπονται]

1.     Επί του αιτήματος περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

[παραλείπονται]

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που αφορά τη συνεργασία της προσφεύγουσας

171    Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου, αφενός, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εφαρμογή της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, καθόσον δεν της χορήγησε μείωση του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας. Αφετέρου, η προσφεύγουσα ζητεί να τύχει μειώσεως του προστίμου βάσει του σημείου 29 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 λόγω της συνεργασίας της. Το δεύτερο αυτό επιχείρημα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να τύχει μειώσεως του προστίμου λόγω της συνεργασίας της, σύμφωνα με το εν λόγω σημείο, και ότι προσάπτει συνεπώς στην Επιτροπή ότι διέπραξε σφάλμα κατά την εφαρμογή του σημείου αυτού.

 Επί της παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και επί των παραβάσεων και των σφαλμάτων κατά την εφαρμογή της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας

172    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή, αφενός, ότι δεν της χορήγησε μείωση του ποσού του προστίμου, παρά το ότι της είχε γνωστοποιήσει, με επιστολή της 8ης Δεκεμβρίου 2006, ότι εδικαιούτο υπό όρους μείωση του ποσού του προστίμου. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

173    Αφετέρου, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση ότι οι πληροφορίες που παρέσχε στο πλαίσιο της αιτήσεώς της να τύχει μειώσεως του προστίμου δεν είχαν σημαντική προστιθέμενη αξία. Συναφώς, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι πληροφορίες που παρέσχε στο πλαίσιο της αιτήσεώς της να τύχει μειώσεως του προστίμου είχαν σημαντική προστιθέμενη αξία, διότι, χωρίς τις πληροφορίες αυτές, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να αποδείξει την παράβαση σχετικά με τα κεραμικά είδη που διαπράχθηκε στη Γαλλία το 2004. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν έθεσε εν αμφιβόλω, λόγω ελλείψεως συνεργασίας, την αξία των παρασχεθεισών πληροφοριών, διότι δεν αμφισβήτησε τα πραγματικά περιστατικά, αλλά μόνο τον νομικό χαρακτηρισμό τους.

174    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας. Υποστηρίζει, πρώτον, ότι η προστιθέμενη αξία των πληροφοριών που παρέσχε η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σημαντική. Συγκεκριμένα, αφενός, η δήλωση που έκανε η προσφεύγουσα ήταν γενική, ενώ οι δηλώσεις της Ideal Standard ήταν συγκεκριμένες και λεπτομερείς. Αφετέρου, η παράβαση θα μπορούσε να αποδειχθεί βάσει διαφόρων πινάκων που κατέγραφαν ανταλλαγές πληροφοριών και από τη ρητή και λεπτομερή επιβεβαίωση που παρέσχε η Ideal Standard και η οποία στηριζόταν σε ένα έγγραφο που είχε συνταχθεί μετά από μια σύσκεψη. Δεύτερον, η Επιτροπή ισχυρίζεται, αφενός, ότι η προσφεύγουσα διατύπωσε, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, πολύ λεπτομερή επιχειρήματα που αμφισβητούσαν τον αποδεικτικό χαρακτήρα των στοιχείων στα οποία στηριζόταν η ανακοίνωση αυτή, ειδικότερα τον αποδεικτικό χαρακτήρα των στοιχείων που είχε προβάλει η Ideal Standard όσον αφορά τη σχετική με τις τιμές συμφωνία του Φεβρουαρίου 2004. Αφετέρου, εκτιμά ότι μια επιχείρηση δεν μπορεί να στηρίζει την αίτησή της περί μειώσεως του προστίμου σε πραγματικά περιστατικά για τα οποία η Επιτροπή δεν την θεωρεί τελικώς υπεύθυνη, καθόσον το πλεονέκτημα της συνεργασίας αυτής αντανακλάται ήδη στο γεγονός ότι η Επιτροπή αποφασίζει να εγκαταλείψει ορισμένες αιτιάσεις, πράγμα που αποτελεί τον λόγο για τον οποίο η επιχείρηση δεν θεωρείται υπεύθυνη ή δεν της επιβάλλεται πρόστιμο.

175    Πρέπει, καταρχάς, να υπενθυμιστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια επιχείρηση μπορεί να τύχει μειώσεως προστίμου δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας. Εν συνεχεία, πρέπει να εξεταστεί το αν οι πληροφορίες που προσκόμισε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της αιτήσεώς της για μείωση του προστίμου παρουσίαζαν σημαντική προστιθέμενη αξία προτού εξεταστεί, ενδεχομένως, περαιτέρω, το ζήτημα αν η Επιτροπή είχε όντως το δικαίωμα να τροποποιήσει το συμπέρασμά της ότι η προσφεύγουσα εδικαιούτο υπό όρους μειώσεως του ποσού του προστίμου, το οποίο είχε γνωστοποιήσει με επιστολή της 8ης Δεκεμβρίου 2006.

176    Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή όρισε, με την ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται με αυτήν κατά τη διάρκεια της έρευνάς της σχετικά με σύμπραξη μπορούν να απαλλαγούν από το πρόστιμο ή να τύχουν μειώσεως του ποσού του προστίμου που θα όφειλαν να καταβάλουν (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2011, T‑343/08, Arkema France κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑2287, σκέψη 129).

177    Βάσει του σημείου 20 της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, «[ο]ι επιχειρήσεις που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις [για να τύχουν απαλλαγής από το πρόστιμο] μπορούν να είναι επιλέξιμες για μείωση προστίμου που θα τους επιβαλλόταν διαφορετικά».

178    Το σημείο 21 της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας ορίζει ότι «για να πληροί τις […] προϋποθέσεις [μειώσεως του προστίμου βάσει του σημείου 20 της εν λόγω ανακοινώσεως], μια επιχείρηση πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση που αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή και πρέπει να διακόψει την ανάμειξή της στην πιθανολογούμενη παράβαση το αργότερο κατά τη χρονική στιγμή που υποβάλλει τις αποδείξεις».

179    Το σημείο 22 της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας ορίζει την έννοια της σημαντικής προστιθέμενης αξίας ως εξής:

«Η έννοια της “προστιθέμενης αξίας” αναφέρεται στον βαθμό στον οποίο τα παρεχόμενα αποδεικτικά στοιχεία ενισχύουν, από την ίδια τη φύση τους ή/και την έκταση των λεπτομερειών τους, την ικανότητα της Επιτροπής να αποδείξει τα εν λόγω περιστατικά. Κατά την εκτίμηση αυτή, η Επιτροπή θα θεωρήσει κατά κανόνα ότι τα γραπτά αποδεικτικά στοιχεία που χρονολογούνται από τη χρονική περίοδο την οποία αφορούν τα πραγματικά περιστατικά έχουν μεγαλύτερη αξία από [εκείνη που έχουν] τα μεταγενέστερα αποδεικτικά στοιχεία. Επίσης, τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται άμεσα στα εν λόγω πραγματικά περιστατικά θα θεωρούνται κατά κανόνα ότι έχουν μεγαλύτερη αξία από εκείνα που αναφέρονται έμμεσα μόνο σε αυτά.»

180    Στο σημείο 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας προβλέπονται τρία κλιμάκια μειώσεως του προστίμου. Η πρώτη επιχείρηση που πληροί τους όρους του σημείου 21 της εν λόγω ανακοινώσεως δικαιούται μείωση προστίμου από 30 έως 50 %, η δεύτερη επιχείρηση μείωση προστίμου από 20 έως 30 % και οι επόμενες επιχειρήσεις μείωση μέχρι 20 %.

181    Το σημείο 23, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας αναφέρει ότι, «προκειμένου να προσδιορίσει το επίπεδο της μείωσης του προστίμου εντός των παραπάνω ορίων, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη της τη χρονική στιγμή κατά την οποία τα αποδεικτικά στοιχεία που πληρούν την προϋπόθεση του σημείου 21 [της εν λόγω ανακοινώσεως] υποβλήθηκαν και το βαθμό της “προστιθέμενης αξίας” που αυτά τα στοιχεία αντιπροσωπεύουν» και ότι «η Επιτροπή μπορεί επίσης να λάβει υπόψη της τον βαθμό και τη διάρκεια της συνεργασίας της επιχείρησης μετά την ημερομηνία υποβολής των αποδεικτικών στοιχείων».

182    Από την ίδια τη λογική της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας προκύπτει ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός κλίματος αβεβαιότητας στο εσωτερικό των συμπράξεων ενθαρρύνοντας την καταγγελία τους στην Επιτροπή. Η αβεβαιότητα αυτή απορρέει ακριβώς από το γεγονός ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη γνωρίζουν ότι μόνο σ’ έναν εξ αυτών μπορεί να χορηγηθεί πλήρης απαλλαγή από τα πρόστιμα, εφόσον καταγγείλει τους άλλους μετέχοντες στην παράβαση, εκθέτοντάς τους με τον τρόπο αυτόν στον κίνδυνο να τους επιβληθούν πρόστιμα. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού και κατά την ίδια λογική, στις επιχειρήσεις που υπήρξαν οι ταχύτερες στην παροχή της συνεργασίας τους χορηγούνται σημαντικότερες μειώσεις των προστίμων, τα οποία θα έπρεπε άλλως να καταβάλουν, σε σχέση με τις μειώσεις που χορηγούνται στις επιχειρήσεις που υπήρξαν λιγότερο ταχείες στη συνεργασία (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 2011, T‑39/06, Transcatab κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑6831, σκέψη 379).

183    Η χρονολογική σειρά και η ταχύτητα της συνεργασίας που παρέσχον τα μέλη της συμπράξεως συνιστούν, επομένως, θεμελιώδη στοιχεία του συστήματος που καθιέρωσε η εν λόγω ανακοίνωση περί συνεργασίας (απόφαση Transcatab κατά Επιτροπής, σκέψη 182 ανωτέρω, σκέψη 380).

184    Πρέπει συναφώς να υπομνησθεί ότι, καίτοι η Επιτροπή υποχρεούται να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζουν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας αποτελούν συμβολή που δικαιολογεί ή που δεν δικαιολογεί τη μείωση του επιβαλλόμενου προστίμου, αντιστρόφως, απόκειται εντούτοις στις επιχειρήσεις που επιθυμούν να αμφισβητήσουν τη σχετική απόφαση της Επιτροπής να αποδείξουν ότι, αν αυτές δεν είχαν παράσχει οικειοθελώς τις ως άνω πληροφορίες, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να αποδείξει τα ουσιώδη στοιχεία της παραβάσεως και, επομένως, να εκδώσει απόφαση περί επιβολής προστίμων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑125/07 P, C‑133/07 P, C‑135/07 P και C‑137/07 P, Erste Group Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8681, σκέψη 297, και απόφαση Arkema France κατά Επιτροπής, σκέψη 176 ανωτέρω, σκέψη 135).

185    Λαμβανομένης υπόψη της ratio της μειώσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να παραβλέψει τη χρησιμότητα των παρασχεθεισών πληροφοριών, η οποία αποτελεί οπωσδήποτε συνάρτηση των αποδεικτικών στοιχείων που είχε ήδη στην κατοχή της (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2010, T‑456/05 και T‑457/05, Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1443, σκέψη 220, και Arkema France κατά Επιτροπής, σκέψη 176 ανωτέρω, σκέψη 136).

186    Όταν μια επιχείρηση απλώς επιβεβαιώνει, στο πλαίσιο της συνεργασίας, και μάλιστα κατά τρόπο λιγότερο ακριβή και ρητό, ορισμένα από τα πληροφοριακά στοιχεία που έχει ήδη προσκομίσει άλλη επιχείρηση στο πλαίσιο της συνεργασίας, ο βαθμός συνεργασίας της επιχειρήσεως αυτής, μολονότι ενδέχεται να έχει κάποια χρησιμότητα για την Επιτροπή, δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκρίσιμος με αυτόν της επιχειρήσεως που πρώτη προσκόμισε τα στοιχεία αυτά. Πράγματι, μια δήλωση που απλώς ενισχύει, σε ορισμένο βαθμό, δήλωση που ήδη είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή δεν διευκολύνει σημαντικά το έργο της. Κατ’ επέκταση, η δήλωση αυτή δεν μπορεί να είναι ικανή να δικαιολογήσει μείωση του ύψους του προστίμου λόγω της συνεργασίας (βλ. απόφαση Arkema France κατά Επιτροπής, σκέψη 176 ανωτέρω, σκέψη 137 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

187    Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι η δήλωση μιας επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά επαρκή απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 130 ανωτέρω, σκέψη 219· βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1998, T‑337/94, Enso‑Gutzeit κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1571, σκέψη 91).

188    Τέλος, ακόμη και αν έπρεπε να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως στο πλαίσιο της εξετάσεως της σημαντικής προστιθέμενης αξίας των πληροφοριών που της παρασχέθηκαν δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, γεγονός παραμένει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί στο εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως για να παραιτηθεί από την άσκηση εμπεριστατωμένου ελέγχου της σχετικής εκτιμήσεως της Επιτροπής, τόσο από νομικής απόψεως όσο και από απόψεως πραγματικών περιστατικών (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Χαλκόρ κατά Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 62).

189    Εν συνεχεία, τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα και τα οποία εκτέθηκαν στη σκέψη 173 ανωτέρω πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των υπομνήσεων που έγιναν στις σκέψεις 176 έως 188 ανωτέρω.

190    Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 1291 έως 1293, 1295, 1297, 1299 και 1300 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αιτιολόγησε την άρνησή της να χορηγήσει μείωση προστίμου στην προσφεύγουσα βάσει κατ’ ουσίαν τριών εκτιμήσεων. Πρώτον, όσον αφορά τις πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα σχετικά με την παράβαση που αφορούσε τα κεραμικά είδη στη Γαλλία το 2004, η Επιτροπή παρατήρησε ότι, αφενός, η Ideal Standard την είχε ήδη πληροφορήσει σχετικά με την ύπαρξη ανταλλαγής λεπτομερών πληροφοριών και της είχε ιδίως διαβιβάσει πίνακες από τους οποίους προέκυπτε ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις πωλήσεις το καλοκαίρι του 2004. Αφετέρου, οι πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα ήταν γενικές, δεν τεκμηριώνονταν από σύγχρονα αποδεικτικά στοιχεία και η αποδεικτική τους δύναμη αμφισβητήθηκε από διάφορες επιχειρήσεις κατά τη διοικητική διαδικασία. Δεύτερον, όσο αφορά την παράβαση σχετικά με τα είδη κρουνοποιίας στη Γαλλία, η προσφεύγουσα δεν παρέσχε καμία πληροφορία. Τρίτον, με τη συμπεριφορά της μετά την αίτηση να τύχει μειώσεως του προστίμου, η προσφεύγουσα μείωσε ή ακόμα και αρνήθηκε την αποδεικτική αξία των πληροφοριών που η ίδια είχε διαβιβάσει και συνεπώς δεν επέδειξε γνήσιο πνεύμα συνεργασίας.

191    Υπό τις συνθήκες αυτές, υπό το πρίσμα των στοιχείων της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως που εκτέθηκαν στη σκέψη 190 ανωτέρω και των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα, όπως εκτέθηκαν στη σκέψη 173 ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, αν οι πληροφορίες που παρέσχε η τελευταία αυτή στο πλαίσιο της αιτήσεώς της να τύχει μειώσεως του προστίμου είχαν σημαντική προστιθέμενη αξία. Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί, ενδεχομένως, αν η προσφεύγουσα μείωσε την αξιοπιστία που πρέπει να αποδίδεται στις πληροφορίες αυτές θέτοντας εν αμφιβόλω τις αποδείξεις που προσκόμισε η Ideal Standard, οπότε οι εν λόγω πληροφορίες δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι έχουν σημαντική προστιθέμενη αξία.

192    Πρώτον, επιβάλλεται, καταρχάς, η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι δεν παρέσχε καμία πληροφορία όσον αφορά την παράβαση σχετικά με τα είδη κρουνοποιίας στη Γαλλία. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να περιοριστεί η εξέταση των επιχειρημάτων της στην προστιθέμενη αξία των πληροφοριών που αυτή παρέσχε όσον αφορά την παράβαση σχετικά με τα κεραμικά είδη στη Γαλλία.

193    Εν συνεχεία, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως ισχυρίστηκε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, ουδεμία παράβαση διαπιστώθηκε, όσον αφορά τα κεραμικά είδη στη Γαλλία, κατά την περίοδο μεταξύ 1995 και αρχών του 2004, πράγμα που η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί εξάλλου. Συνεπώς, ορθώς η Επιτροπή δεν χορήγησε καμία μείωση λόγω των πληροφοριών που παρέσχε η προσφεύγουσα όσον αφορά την περίοδο αυτή.

194    Επιπλέον, όσον αφορά τις πληροφορίες που προσκόμισε η προσφεύγουσα σχετικά με την παράβαση που διαπράχθηκε, σχετικά με τα κεραμικά είδη στη Γαλλία, το 2004, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 556, 583, 584, 587 και 588 της προσβαλλομένης αποφάσεως, για να καταλήξει στο συμπέρασμα της υπάρξεως παραβάσεως, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε τέσσερα αποδεικτικά στοιχεία: πρώτον, την αίτηση της Ideal Standard να τύχει μειώσεως του προστίμου (αιτιολογική σκέψη 583 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεύτερον, έναν πίνακα που παρέσχε η τελευταία αυτή ως παράρτημα της εν λόγω αιτήσεως (αιτιολογική σκέψη 588 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τρίτον, την αίτηση της προσφεύγουσας να τύχει μειώσεως του προστίμου (αιτιολογικές σκέψεις 556, 587 και 588 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, τέταρτον, την απάντηση της Duravit στην ανακοίνωση των αιτιάσεων (αιτιολογική σκέψη 584 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

195    Τέλος, αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται με τα δικόγραφά της, η Επιτροπή εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι δεν μπορούσε να στηρίξει τη διαπίστωση παραβάσεως σχετικά με τα κεραμικά είδη στη Γαλλία για το 2004 στην προφορική δήλωση και μόνον που έκανε η Ideal Standard στο πλαίσιο της αιτήσεώς της για να τύχει μειώσεως του προστίμου και στον πίνακα που προσκομίστηκε ως παράρτημα της εν λόγω αιτήσεως. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 588 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε τα εξής:

«Η Επιτροπή δεν υποστήριξε ότι ο πίνακας που υπέβαλε η Ideal Standard ως παράρτημα της αιτήσεώς της [για να τύχει μειώσεως του προστίμου] μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έγγραφο σύγχρονο με τα πραγματικά περιστατικά. Αντιπροσωπεύει ωστόσο μια απόπειρα της Ideal Standard να παράσχει μια όσο το δυνατόν λεπτομερέστερη έκθεση των πραγματικών περιστατικών που είχαν παρουσιαστεί με τη δήλωσή της. Ακόμη και αν δεν ληφθεί υπόψη αυτό το αποδεικτικό στοιχείο, ο συντονισμός των κατώτατων τιμών κατά τη σύσκεψη της AFICS τον Φεβρουάριο του 2004 μπορεί να αποδειχθεί βάσει των τριών δηλώσεων [ήτοι της αιτήσεως για να τύχει μειώσεως του προστίμου που υπέβαλε η Ideal Standard, της αιτήσεως της προσφεύγουσας και, τέλος, της απαντήσεως της Duravit στην ανακοίνωση των αιτιάσεων].»

196    Συνεπώς, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η ίδια η Επιτροπή στηρίχθηκε στις πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο της αιτήσεώς της για να τύχει μειώσεως του προστίμου, για να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως σχετικά με τα κεραμικά είδη στη Γαλλία το 2004. Επομένως, από την ανάγνωση της προσβαλλομένης αποφάσεως απορρέει ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα είχαν αντικειμενική χρησιμότητα για την Επιτροπή.

197    Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, χωρίς τις πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν θα είχε μπορέσει να αποδείξει, βάσει των στοιχείων και μόνο που προσκόμισε η Ideal Standard στο πλαίσιο της αιτήσεώς της για να τύχει μειώσεως του προστίμου, την παράβαση σχετικά με τα κεραμικά είδη που διαπράχθηκε στη Γαλλία το 2004. Συγκεκριμένα, καίτοι αληθεύει ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 584 και 587 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Duravit επιβεβαίωσε, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι οι συζητήσεις για τις κατώτατες τιμές είχαν διεξαχθεί στο πλαίσιο της συσκέψεως της AFICS την οποία ανέφερε η Ideal Standard, γεγονός εντούτοις παραμένει ότι, όπως προκύπτει από τις προφορικές παρατηρήσεις που υπέβαλε η Duravit κατά την διεξαχθείσα στις 12 Νοεμβρίου 2007 ενώπιον της Επιτροπής ακρόαση, η Duravit έθεσε επίσης εν αμφιβόλω την αποδεικτική αξία του πίνακα που παρέσχε η Ideal Standard.

198    Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων στοιχείων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της αιτήσεώς της για να τύχει μειώσεως του προστίμου αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω πληροφορίες παρέσχον τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διαπιστώσει μια παράβαση που αφορούσε τα κεραμικά είδη στη Γαλλία το 2004, καθόσον οι πληροφορίες αυτές επιβεβαίωσαν την ύπαρξη συζητήσεων σχετικά με τις κατώτατες τιμές των κεραμικών ειδών χαμηλότερης ποιότητας κατά τη σύσκεψη της AFICS της 25ης Φεβρουαρίου 2004 (αιτιολογική σκέψη 588 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κακώς συνεπώς η Επιτροπή αρνήθηκε να αναγνωρίσει την προστιθέμενη αξία της δηλώσεως στην οποία προέβη η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της αιτήσεώς της για να τύχει μειώσεως του προστίμου και να της χορηγήσει μείωση του ποσού του προστίμου για τον λόγο αυτό.

199    Το συμπέρασμα που εξήχθη στη σκέψη 198 ανωτέρω δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από τα επιχειρήματα της Επιτροπής με τα οποία επιχειρεί να αποδείξει ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα δεν αντιπροσώπευαν καμία σημαντική προστιθέμενη αξία.

200    Αφενός, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα προς στήριξη της αιτήσεώς της για να τύχει μειώσεως του προστίμου ήταν γενικές, ενώ οι πληροφορίες που παρέσχε η Ideal Standard ήσαν συγκεκριμένες και λεπτομερείς, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Συγκεκριμένα, η αίτηση της Ideal Standard για να τύχει μειώσεως του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας ήταν, λαμβανομένης ειδικότερα υπόψη της αμφισβητήσεως της αποδεικτικής αξίας των στοιχείων που παρέσχε η Ideal Standard συναφώς, ανεπαρκής, από μόνη της, για να καταστήσει δυνατή τη διαπίστωση παραβάσεως αφορώσας τα κεραμικά είδη στη Γαλλία το 2004. Επιπλέον, παρά τη γενική τους φύση, οι πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα ενίσχυσαν, ωστόσο, τα στοιχεία που παρέσχε η Ideal Standard και παρέσχον συνεπώς στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει την εν λόγω παράβαση. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 197 ανωτέρω, χωρίς τις πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν θα είχε μπορέσει να αποδείξει, βάσει των στοιχείων και μόνον που προσκόμισε η Ideal Standard στο πλαίσιο της αιτήσεώς της για να τύχει μειώσεως του προστίμου, την παράβαση σχετικά με τα κεραμικά είδη που διαπράχθηκε στη Γαλλία το 2004.

201    Αφετέρου, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι θα μπορούσε να αποδείξει την παράβαση βάσει των πολυάριθμων πινάκων που ανέφεραν τις ανταλλαγές πληροφοριών και βάσει της ρητής και λεπτομερούς επιβεβαιώσεως που προσκόμισε η Ideal Standard και η οποία τεκμηριωνόταν από ένα έγγραφο συνταχθέν μετά από μια σύσκεψη δεν είναι βάσιμο. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 588 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν μπορούσε να στηρίξει τη διαπίστωση παραβάσεως σχετικά με τα κεραμικά είδη στη Γαλλία το 2004 στην προφορική δήλωση που έκανε η Ideal Standard στο πλαίσιο της αιτήσεώς της για να τύχει μειώσεως του προστίμου και στον πίνακα που παρασχέθηκε ως παράρτημα της εν λόγω αιτήσεως (βλ. σκέψη 195 ανωτέρω).

202    Με βάση τα προεκτεθέντα και λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων 556, 587 και 588 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τις οποίες προκύπτει ότι τα στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα έδωσαν πράγματι τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διαπιστώσει την παράβαση σχετικά με τα κεραμικά είδη στη Γαλλία το 2004, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση της προστιθέμενης αξίας των στοιχείων που παρέσχε η προσφεύγουσα με την αίτησή της για να τύχει μειώσεως του προστίμου, όπως αυτή αξιολογήθηκε κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας.

203    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί, εν συνεχεία, αν, με τη συμπεριφορά της μετά την αίτησή της για να τύχει μειώσεως του προστίμου, η προσφεύγουσα, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και με τα δικόγραφά της, έθεσε εν αμφιβόλω τη σημαντική προστιθέμενη αξία των πληροφοριών που αυτή παρέσχε.

204    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 1300 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι ο όμιλος Roca «δεν επέδειξε γνήσιο πνεύμα συνεργασίας κατά τη [διοικητική] διαδικασία», αλλά τήρησε, αντιθέτως, μια συμπεριφορά η οποία «μείωσε την αξία των αποδείξεων που [ο όμιλος Roca] είχε αρχικώς προσκομίσει».

205    Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 1295 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρεται ότι «[η προσφεύγουσα] και η Laufen [Austria] αμφισβήτησαν αμφότερες έντονα τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων (βλ. για παράδειγμα τις αιτιολογικές σκέψεις [360 έως 365 και 579 έως 582 της προσβαλλομένης αποφάσεως]), θέτοντας συνεπώς σε σημαντικό βαθμό εν αμφιβόλω την επιζήμια για τον ανταγωνισμό φύση των συμπεριφορών που [ο όμιλος] Roca υποτίθεται ότι είχε αποδείξει με τις δηλώσεις που έκανε στο πλαίσιο της αιτήσεώς του [για να τύχει μειώσεως του προστίμου]». Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 360 έως 365 της αποφάσεως αυτής εκθέτουν τα επιχειρήματα που η Laufen Austria προέβαλε στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, όσον αφορά τις παραβατικές συμπεριφορές στην αυστριακή αγορά. Οι αιτιολογικές σκέψεις 579 έως 582 της ίδιας αποφάσεως εκθέτουν τις δηλώσεις που έκανε ο όμιλος Roca σχετικά με τις παραβατικές πρακτικές που αφορούσαν τα είδη κρουνοποιίας στη Γαλλία.

206    Περαιτέρω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 586 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε τα ακόλουθα:

«[Ο όμιλος] Roca παρέχει μια αντιφατική έκθεση των πραγματικών περιστατικών. Ενώ επιβεβαιώνει τις ανταλλαγές κατώτατων τιμών στο πλαίσιο της AFICS μεταξύ 2002 και 2004 γενικώς, επιχειρεί να μειώσει την αξιοπιστία της επιβεβαιωτικής δηλώσεως της [Ideal Standard, καταλήγοντας στο ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να επανεξετάσει το ζήτημα του αν μπορεί να αποδειχθεί ο συντονισμός των κατώτατων τιμών. [Ο όμιλος] Roca διατείνεται μεταξύ άλλων ότι η περιγραφή που δίδει η Ideal Standard του συντονισμού των κατώτατων τιμών κατά τη σύσκεψη της 25ης Φεβρουαρίου 2004 δεν επιβεβαιώθηκε από άλλες επιχειρήσεις που υπέβαλαν αίτηση για να τύχουν μειώσεως του προστίμου. Ισχυρίζεται επιπλέον ότι ο πίνακας που υπέβαλε η Ideal Standard δεν μπορεί να θεωρηθεί αποφασιστικό αποδεικτικό στοιχείο. Κατά [τον όμιλο] Roca, από τον πίνακα αυτόν προκύπτει ότι η Ideal Standard φαίνεται ότι είχε μπερδέψει τις πρακτικές που ασκούνταν στη Γαλλία και εκείνες που ασκούνταν στην Ιταλία (καθόσον το έγγραφο είναι στα ιταλικά).»

207    Από τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως που παρατέθηκαν στις σκέψεις 204 έως 206 ανωτέρω προκύπτει ότι οι πληροφορίες που παρέσχε αρχικώς η προσφεύγουσα δεν αντιπροσώπευαν πλέον σημαντική προστιθέμενη αξία δεδομένου ότι είχε η ίδια μειώσει τη χρησιμότητα των πληροφοριών αυτών θέτοντας εν αμφιβόλω την αξιοπιστία τους.

208    Συναφώς, πρώτον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι από την αίτηση για μείωση του προστίμου, όπως αυτή διατυπώθηκε στις επιστολές της 17ης και της 20ής Ιανουαρίου 2006, προκύπτει ότι η αίτηση αυτή δεν υποβλήθηκε εξ ονόματος του ομίλου Roca συνολικά, αλλά εξ ονόματος της προσφεύγουσας και εξ ονόματος του ομίλου Laufen στο μέτρο που η προσφεύγουσα είχε ενσωματώσει τις δραστηριότητες του ομίλου αυτού στη Γαλλία. Επομένως, οι δηλώσεις της Laufen Austria κατά τη διοικητική διαδικασία είναι σημαντικές για να καθοριστεί αν η προσφεύγουσα μείωσε την προστιθέμενη αξία των πληροφοριών που παρέσχε στην Επιτροπή μόνο στον βαθμό που αφορούν τις επιζήμιες για τον ανταγωνισμό πρακτικές που ακολουθήθηκαν στη γαλλική αγορά. Όπως όμως διαπστώθηκε στη σκέψη 205 ανωτέρω, οι αιτιολογικές σκέψεις 360 έως 365 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες η Επιτροπή παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 1295 της ίδιας αυτής αποφάσεως, αφορούν αποκλειστικά την αυστριακή αγορά. Συνεπώς, από αυτές τις αιτιολογικές σκέψεις δεν προκύπτει καμία αμφισβήτηση των πληροφοριακών στοιχείων που παρέσχε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της αιτήσεώς της να τύχει μειώσεως του προστίμου όσον αφορά τη γαλλική αγορά.

209    Δεύτερον, οι αιτιολογικές σκέψεις 579 έως 582 της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορούν, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 205 ανωτέρω, τις δηλώσεις στις οποίες προέβη ο όμιλος Roca όσον αφορά τις σχετικές με τα είδη κρουνοποιίας παραβατικές πρακτικές στη Γαλλία. Συνεπώς, από τις αιτιολογικές αυτές σκέψεις δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα έθεσε, με τις δηλώσεις της, εν αμφιβόλω την προστιθέμενη αξία των στοιχείων που η ίδια παρέσχε στην Επιτροπή. Συγκεκριμένα, τα τελευταία αυτά στοιχεία αφορούσαν αποκλειστικά την παράβαση σχετικά με τα κεραμικά είδη στη Γαλλία.

210    Τρίτον, από τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 586 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως τα ανέπτυξε η Επιτροπή με τα δικόγραφά της, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η προσφεύγουσα μείωσε την αξιοπιστία των πληροφοριών που η ίδια είχε παράσχει. Συγκεκριμένα, αφενός, τόσο από την προσβαλλόμενη απόφαση όσο και από τα δικόγραφα της Επιτροπής προκύπτει ότι η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε τις ανταλλαγές των κατώτατων τιμών σχετικά με τα κεραμικά είδη χαμηλότερης ποιότητας στο πλαίσιο της AFICS ιδίως το 2004, πράγμα που δεν αμφισβητείται. Αφετέρου, είναι αληθές ότι η προσφεύγουσα έθεσε εν αμφιβόλω την αποδεικτική αξία της δηλώσεως της Ideal Standard σχετικά με τη σύσκεψη της AFICS της 25ης Φεβρουαρίου 2004 και του εγγράφου που η τελευταία αυτή προσκόμισε προς στήριξη της δηλώσεώς της. Ωστόσο, πρέπει να θεωρηθεί ότι, ενεργώντας έτσι, η προσφεύγουσα περιορίστηκε να παρουσιάσει στην Επιτροπή επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξει ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η Ideal Standard δεν ήσαν επαρκή για να αποδειχθεί η ύπαρξη της παραβάσεως σχετικά με τα κεραμικά είδη που διαπράχθηκε στη Γαλλία το 2004, αποσκοπώντας στο να αποδείξει ότι οι πληροφορίες που η ίδια είχε παράσχει στο πλαίσιο της αιτήσεώς της για να τύχει μειώσεως του προστίμου ήσαν αναγκαίες στην Επιτροπή για να αποδείξει την εν λόγω παράβαση και, συνεπώς, αντιπροσώπευαν σημαντική προστιθέμενη αξία.

211    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθεισών εκτιμήσεων, πρέπει να θεωρηθεί ότι κακώς η Επιτροπή κατέληξε, στην αιτιολογική σκέψη 1300 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα, με τη συμπεριφορά της μετά την αίτησή της για να τύχει μειώσεως του προστίμου, είχε μειώσει την αξία των στοιχείων που είχε αρχικώς παράσχει.

212    Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τα επιχειρήματα που προέβαλε συναφώς η Επιτροπή.

213    Πρώτον, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα παρέβη την υποχρέωσή της για συνεργασία καθόσον αμφισβήτησε τον αποδεικτικό χαρακτήρα τόσο της δηλώσεως της Ideal Standard σχετικά με τη σύσκεψη της AFICS της 25ης Φεβρουαρίου 2004 όσο και του εγγράφου που προσκόμισε προς στήριξη της δηλώσεώς της δεν είναι βάσιμο. Συγκεκριμένα, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα περιορίστηκε στο να θέσει εν αμφιβόλω την επάρκεια των στοιχείων που προσκόμισε η Ideal Standard για να διαπιστωθεί η ύπαρξη παραβάσεως σχετικά με τα κεραμικά είδη στη Γαλλία το 2004. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προσφεύγουσα περιορίστηκε στην προσκόμιση στοιχείων βάσει των οποίων μπορούσε να αποδειχθεί η σημαντική προστιθέμενη αξία των πληροφοριών που η ίδια είχε προσκομίσει στο πλαίσιο της αιτήσεώς της για να τύχει μειώσεως του προστίμου.

214    Δεύτερον, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι μια επιχείρηση δεν μπορεί να στηρίξει την αίτησή της περί μειώσεως του προστίμου σε πραγματικά περιστατικά για τα οποία η Επιτροπή δεν τη θεωρεί τελικώς υπεύθυνη είναι αβάσιμο. Συγκεκριμένα, καίτοι αληθεύει ότι η Επιτροπή δεν διαπίστωσε καμία παράβαση σχετικά με τα κεραμικά είδη στη Γαλλία κατά την περίοδο που εκτείνεται από το 1995 μέχρι τις αρχές του 2004, γεγονός παραμένει ότι η προσφεύγουσα θεωρήθηκε υπεύθυνη για τη σχετική με τα κεραμικά είδη παράβαση που διαπράχθηκε στη Γαλλία το 2004. Πρέπει όμως να υπομνησθεί ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 198 ανωτέρω, οι πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα έδωσαν πράγματι τη δυνατότητα στην Επιτροπή να διαπιστώσει την παράβαση αυτή.

215    Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, καθόσον αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση της αιτήσεως της προσφεύγουσας για να τύχει μειώσεως του προστίμου.

216    Υπό τις συνθήκες αυτές, αφενός, παρέλκει πλέον η εξέταση του επιχειρήματος της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας καθόσον δεν είχε πρόσβαση στην απάντηση της Duravit στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Συγκεκριμένα, από τα δικόγραφα της προσφεύγουσας προκύπτει ότι το επιχείρημα αυτό συνδέεται εγγενώς με την αμφισβήτηση της εκτιμήσεως της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα δεν είχε παράσχει πληροφορίες αντιπροσωπεύουσες σημαντική προστιθέμενη αξία. Τα επιχειρήματα όμως που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της αμφισβητήσεως αυτής έγιναν δεκτά στις σκέψεις 202, 211 και 215 ανωτέρω.

217    Αφετέρου, στον βαθμό που ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως έγινε δεκτός καθόσον αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση της αιτήσεως της προσφεύγουσας για να τύχει μειώσεως του προστίμου (βλ. σκέψη 215 ανωτέρω), δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας, που εκτέθηκε στη σκέψη 172 ανωτέρω, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αποφασίζοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, να καταργήσει την υπό όρους μείωση που κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με το έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 2006.

218    Οι συνέπειες της ελλείψεως νομιμότητας που διαπιστώθηκε στη σκέψη 215 ανωτέρω όσον αφορά το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρέπει να αντληθούν στο πλαίσιο της εξετάσεως του αιτήματος περί μεταρρυθμίσεως που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες, στις σκέψεις 232 επ.

 Επί του σφάλματος κατά την εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006

219    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή έσφαλε στον βαθμό που δεν της χορήγησε μείωση λόγω συνεργασίας ως ελαφρυντικής περιστάσεως κατά την έννοια του σημείου 29 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006.

220    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του επιχειρήματος αυτού της προσφεύγουσας.

221    Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, από το σημείο 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, προκύπτει ότι η Επιτροπή δεσμεύθηκε, στο πλαίσιο της εξουσίας της εκτιμήσεως των ελαφρυντικών περιστάσεων τις οποίες οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά την επιμέτρηση των προστίμων, να χορηγεί μείωση του προστίμου όταν «μια επιχείρηση συνεργάστηκε αποτελεσματικά με την Επιτροπή, εκτός του πεδίου εφαρμογής της ανακοίνωσης περί [συνεργασίας] και πέραν των νόμιμων υποχρεώσεών της να συνεργαστεί» (απόφαση Arkema France κατά Επιτροπής, σκέψη 176 ανωτέρω, σκέψη 168).

222    Εντούτοις, η εφαρμογή του σημείου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να καθίσταται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας η ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας. Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω ανακοίνωση ορίζει ένα πλαίσιο ώστε να ανταμείβονται για τη συνεργασία τους στην έρευνα που διεξάγει η Επιτροπή οι επιχειρήσεις οι οποίες είναι ή υπήρξαν μέλη μυστικών συμπράξεων. Από το γράμμα και την οικονομία της εν λόγω ανακοινώσεως συνάγεται επομένως ότι οι επιχειρήσεις δεν μπορούν, καταρχήν, να τύχουν μειώσεως του προστίμου λόγω της συνεργασίας τους παρά μόνον όταν πληρούν τις αυστηρές προϋποθέσεις της εν λόγω ανακοινώσεως.

223    Επομένως, προκειμένου να διαφυλαχθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, η Επιτροπή οφείλει να χορηγεί μείωση προστίμου σε μια επιχείρηση βάσει του σημείου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Τέτοια περίπτωση συντρέχει ιδίως όταν η συνεργασία μιας επιχειρήσεως υπερβαίνει τη νόμιμη υποχρέωσή της συνεργασίας, χωρίς όμως να της παρέχει δικαίωμα σε μείωση προστίμου δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, και ταυτοχρόνως είναι αντικειμενικά επωφελής για την Επιτροπή. Διαπιστώνεται τέτοια ωφέλεια όταν η Επιτροπή θεμελιώνει την οριστική της απόφαση σε αποδεικτικά στοιχεία που της προσκόμισε μια επιχείρηση στο πλαίσιο της συνεργασίας της, εφόσον, χωρίς τα στοιχεία αυτά, η Επιτροπή δεν θα ήταν σε θέση να επιβάλει κυρώσεις για το σύνολο ή για μέρος της επίδικης παραβάσεως (απόφαση Arkema France κατά Επιτροπής, σκέψη 176 ανωτέρω, σκέψη 170).

224    Εν προκειμένω, αφενός, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 202 και 211 ανωτέρω, κακώς η Επιτροπή θεώρησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της αιτήσεώς της να τύχει μειώσεως του προστίμου στερούνταν σημαντικής προστιθέμενης αξίας και ότι η προσφεύγουσα, επειδή δεν προσέφερε γνήσια συνεργασία, δεν ήταν επιλέξιμη για μείωση του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας. Κατά τη νομολογία όμως που παρατέθηκε στη σκέψη 223 ανωτέρω, μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις και, ιδίως, όταν η συνεργασία μιας επιχειρήσεως δεν παρέχει δικαίωμα σε μείωση του προστίμου βάσει της εν λόγω ανακοινώσεως μπορεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή να χορηγήσει μείωση του προστίμου βάσει του σημείου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006. Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της διαπιστώσεως που διαλαμβάνεται στη σκέψη 211 ανωτέρω και κατά την οποία η Επιτροπή όφειλε να χορηγήσει μείωση προστίμου στην προσφεύγουσα βάσει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, επιβάλλεται η εξαγωγή του συμπεράσματος ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να χορηγήσει μείωση προστίμου στην προσφεύγουσα βάσει της εν λόγω διατάξεως. Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει καμία εξαιρετική περίσταση που να δικαιολογεί την εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση της συνεργασίας της βάσει της διατάξεως αυτής.

225    Συνεπώς, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα μη χορηγώντας της μείωση του προστίμου βάσει του σημείου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006. Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, καθόσον στηρίζεται στο εν λόγω σημείο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

226    Με βάση τα προεκτεθέντα στοιχεία, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει μερικώς δεκτός, καθόσον η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα κατά την εκτίμηση της προστιθέμενης αξίας των πληροφοριών που παρέσχε στο πλαίσιο της αιτήσεώς της για να τύχει μειώσεως του προστίμου, και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

227    Από την εξέταση των πέντε λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα με την προσφυγή της προκύπτει ότι ο πέμπτος λόγος πρέπει να γίνει δεκτός, καθόσον αντλείται από σφάλμα κατά την εκτίμηση της προστιθέμενης αξίας των πληροφοριών που παρέσχε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της αιτήσεώς της για να τύχει μειώσεως του προστίμου, και να απορριφθεί κατά τα λοιπά, όπως επίσης πρέπει να απορριφθούν και οι λοιποί λόγοι.

228    Όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν σχετικά με το αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να τονιστεί ότι, όσον αφορά το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε, στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου, ότι η προσφεύγουσα είχε παραβεί το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ συμμετέχοντας, από τις 10 Δεκεμβρίου 2002 έως τις 9 Νοεμβρίου 2004, σε παράβαση στη Γαλλία και στην Αυστρία. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν έθεσε εν αμφιβόλω τη διαπίστωση αυτή, το εν λόγω άρθρο δεν πάσχει έλλειψη νομιμότητας. Επομένως, το εν λόγω αίτημα περί μερικής ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί καθόσον αφορά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

229    Αντιθέτως, λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος που εξήχθη στις σκέψεις 226 και 227 ανωτέρω, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 2, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η Επιτροπή καθόρισε το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα χωρίς να λάβει υπόψη τη συνεργασία της.

230    Στο μέτρο που, στο πλαίσιο του δευτέρου αιτήματός της, η προσφεύγουσα ζητεί, επικουρικώς, τη μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε, το εν λόγω ποσό θα πρέπει να καθοριστεί στο πλαίσιο της εξετάσεως του αιτήματος αυτού.

2.     Επί του αιτήματος περί μειώσεως του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα

231    Λαμβανομένου υπόψη του δευτέρου αιτήματος με το οποίο η προσφεύγουσα ζητεί, επικουρικώς, από το Γενικό Δικαστήριο να μειώσει το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω), το Γενικό Δικαστήριο οφείλει, στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, να εξετάσει, αφενός, τις συνέπειες του σφάλματος στο οποίο υπέπεσε η Επιτροπή και το οποίο εκτέθηκε στις σκέψεις 202 και 211 ανωτέρω επί του υπολογισμού του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα και, αφετέρου, τα λοιπά επιχειρήματα που αυτή προβάλλει προκειμένου το Γενικό Δικαστήριο να της χορηγήσει μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε.

 Επί των συνεπειών που πρέπει να αντληθούν από το σφάλμα της Επιτροπής σχετικά με την εκτίμηση της αξίας των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν προς στήριξη της αιτήσεως της προσφεύγουσας να τύχει μειώσεως του προστίμου

232    Όσον αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση της αξίας της αιτήσεως της προσφεύγουσας να τύχει μειώσεως του προστίμου, όπως αυτή διαπιστώθηκε στη σκέψη 215 ανωτέρω, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, αν το Γενικό Δικαστήριο εκτιμήσει ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε σημαντική προστιθέμενη αξία και επέδειξε ειλικρινή ή γνήσια συνεργασία, η εφαρμοστέα μείωση δεν θα πρέπει να υπερβεί το 3 % διότι, εν προκειμένω, το εύρος της συνεργασίας ήταν πολύ περιορισμένο, καθόσον αφορούσε μόνο τα κεραμικά είδη και τη γαλλική αγορά.

233    Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, μολονότι η ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας δεν προδικάζει την εκτίμηση της μειώσεως του ποσού του προστίμου εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης όταν αυτός αποφαίνεται δυνάμει της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ενδείκνυται, εν προκειμένω, να στηριχθεί στην ανακοίνωση αυτή για να επαναϋπολογίσει το ποσό του προστίμου, για τον λόγο ιδίως ότι η ανακοίνωση αυτή παρέχει τη δυνατότητα συνεκτιμήσεως όλων των κρίσιμων στοιχείων της υποθέσεως και επιβολής αναλογικών προστίμων στο σύνολο των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην επίμαχη παράβαση.

234    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο σημείο 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, προβλέπονται τρία κλιμάκια μειώσεως του προστίμου. Η πρώτη επιχείρηση που πληροί την προϋπόθεση του σημείου 21 της εν λόγω ανακοινώσεως δικαιούται μείωση προστίμου από 30 έως 50 %, η δεύτερη επιχείρηση μείωση προστίμου από 20 έως 30 % και οι επόμενες επιχειρήσεις μείωση μέχρι 20 %.

235    Το σημείο 23, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας αναφέρει ότι «[π]ροκειμένου να προσδιορίσει το επίπεδο της μείωσης του προστίμου εντός των παραπάνω ορίων, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη της τη χρονική στιγμή κατά την οποία τα αποδεικτικά στοιχεία που πληρούν την προϋπόθεση του σημείου 21 [της εν λόγω ανακοινώσεως] υποβλήθηκαν και το βαθμό της “προστιθέμενης αξίας” που αυτά τα στοιχεία αντιπροσωπεύουν» και ότι «[η] Επιτροπή μπορεί επίσης να λάβει υπόψη της το βαθμό και τη διάρκεια της συνεργασίας της επιχείρησης μετά την ημερομηνία υποβολής των αποδεικτικών στοιχείων».

236    Εν προκειμένω, καταρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1289 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα ανήκε στην τρίτη επιχείρηση που υπέβαλε αίτηση για να τύχει μειώσεως του προστίμου μετά από αυτή που αποτελούνταν από τη Masco και τις θυγατρικές της, αυτή που αποτελούνταν από την Grohe και τις θυγατρικές της και αυτή που αποτελούνταν από την Ideal Standard και τις θυγατρικές της. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα είναι επιλέξιμη, βάσει του σημείου 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, για μείωση του προστίμου μέχρι 20 %, πράγμα το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητεί.

237    Εν συνεχεία, η αίτηση της προσφεύγουσας να τύχει μειώσεως του προστίμου υποβλήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2006 (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω), ήτοι περίπου ένα έτος και έξι μήνες μετά την αίτηση ασυλίας που υπέβαλε η Masco και οι θυγατρικές της (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω) και περίπου ένα έτος και δύο μήνες μετά την υποβολή των αιτήσεων να τύχουν μειώσεως του προστίμου που υπέβαλαν αντιστοίχως η Grohe και οι θυγατρικές της και η Ideal Standard και οι θυγατρικές της (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), αλλά πριν από την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

238    Τέλος, πρέπει να παρατηρηθεί, αφενός, ότι η δήλωση που υπέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη της αιτήσεώς της να τύχει μειώσεως του προστίμου είναι εκ φύσεως γενική και δεν αφορά καμία συγκεκριμένη σύσκεψη. Αφετέρου, η εν λόγω δήλωση δεν παρέσχε τη δυνατότητα αποδείξεως της παραβάσεως παρά μόνο για οκτώ μήνες του 2004 και αποκλειστικά όσον αφορά τα κεραμικά είδη και τη γαλλική αγορά.

239    Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως, ιδίως δε των περιστάσεων που διαλαμβάνονται στις σκέψεις 236 έως 238 ανωτέρω, πρέπει να χορηγηθεί στην προσφεύγουσα μείωση κατά 6 % του ποσού του προστίμου που της υποβλήθηκε, ήτοι μείωση 402 000 ευρώ.

240    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων που εξήχθησαν στη σκέψη 239 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο καθορίζει το συνολικό ποσό του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί αλληλεγγύως στην προσφεύγουσα, όσον αφορά την παράβαση στην οποία αυτή μετέσχε στη Γαλλία, στα 6 298 000 ευρώ.

[παραλείπονται]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 2, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, της αποφάσεως C(2010) 4185 τελικό της Επιτροπής, της 23ης Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39092 – Εγκαταστάσεις λουτρών), καθόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθόρισε το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε αλληλεγγύως στη Roca χωρίς να λάβει υπόψη τη συνεργασία της.

2)      Το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Roca με το άρθρο 2, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, της αποφάσεως C(2010) 4185 τελικό είναι 6 298 000 ευρώ.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4)      Η Επιτροπή φέρει, εκτός των δικών της δικαστικών εξόδων, το ένα τρίτο των εξόδων της Roca.

5)      Η Roca φέρει τα δύο τρίτα των δικαστικών της εξόδων.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Σεπτεμβρίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.


1 –      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.