Language of document : ECLI:EU:T:2015:630

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 10ης Σεπτεμβρίου 2015 (*)

«ΕΓΤΠΕ — Τμήμα Εγγυήσεων — ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ — Δαπάνες που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση — Μέτρα αγροτικής αναπτύξεως — Γεωργοπεριβάλλον — Καταλληλότητα των ελέγχων — Κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικές διορθώσεις»

Στην υπόθεση T‑346/13,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον Ι.‑Κ. Χαλκιά, την Ξ. Μπασάκου και την Α.‑Ευ. Βασιλοπούλου, στη συνέχεια από την Α.‑Ευ. Βασιλοπούλου, τον Γ. Κανελλόπουλο και την Ό. Τσιρκινίδου,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την Ά. Μαρκουλλή και τον Δ. Τριανταφύλλου,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως της εκτελεστικής αποφάσεως 2013/214/ΕΕ της Επιτροπής, της 2ας Μαΐου 2013, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 123, σ. 11),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, N. J. Forwood και E. Bieliūnas (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: L. Grzegorczyk, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Απριλίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την εκτελεστική της απόφαση 2013/214/ΕΕ, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 123, σ. 11, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μεταξύ άλλων δαπανών που αποκλείστηκαν από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απέκλεισε ορισμένες δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η Ελληνική Δημοκρατία τα έτη 2008 και 2009, υπάγονταν στα οικονομικά έτη 2008 και 2009 και αφορούσαν μέτρα στηρίξεως του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), εμπίπτοντα στον άξονα 2 του Ελληνικού Προγράμματος Αγροτικής Αναπτύξεως 2007-2013 (στο εξής: πρόγραμμα).

2        Η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε κατόπιν έρευνας που διενεργήθηκε στην Ελλάδα από τις 9 έως τις 13 Νοεμβρίου 2009, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΑΑ, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το σύστημα διαχειρίσεως του άξονα 2 του προαναφερθέντος προγράμματος ήταν σύμφωνο προς τη ρύθμιση της Ένωσης.

3        Με έγγραφο της 23ης Φεβρουαρίου 2010 η Επιτροπή πληροφόρησε τις ελληνικές αρχές για τα αποτελέσματα της έρευνάς της. Η Επιτροπή έλαβε την απάντησή τους στις 23 Απριλίου 2010.

4        Στη συνέχεια, η Επιτροπή κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία σε διμερή σύσκεψη, η οποία διεξήχθη στις 28 Ιανουαρίου 2011. Τα πρακτικά της εν λόγω συσκέψεως απεστάλησαν στις ελληνικές αρχές στις 29 Μαρτίου 2011.

5        Με έγγραφο της 20ής Μαΐου 2011 οι ελληνικές αρχές διαβίβασαν τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή.

6        Με έγγραφο της 5ης Ιουνίου 2012 η Επιτροπή απηύθυνε στις ελληνικές αρχές επίσημη ανακοίνωση, συνταχθείσα βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, και του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ L 171, σ. 90). Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή πρότεινε, όσον αφορά τις δαπάνες που αντιστοιχούσαν στις υποβληθείσες το 2008 και το 2009 αιτήσεις, την επιβολή κατ’ αποκοπήν διορθώσεων στο γεωργοπεριβαλλοντικό μέτρο αριθ. 214 και στα μέτρα αριθ. 211 και 212, που αφορούν τα φυσικά μειονεκτήματα. Οι σκοπούμενες διορθώσεις ανέρχονταν σε συνολικό ποσό 11 063 436,44 ευρώ.

7        Με έγγραφο της 16ης Ιουλίου 2012 η Ελληνική Δημοκρατία προσέφυγε στο όργανο συμβιβασμού. Με έγγραφο της 7ης Ιανουαρίου 2013 η Επιτροπή διαβίβασε στις ελληνικές αρχές την τελική έκθεση του οργάνου συμβιβασμού, υπογραφείσα στις 21 Δεκεμβρίου 2012.

8        Με έγγραφο της 22ας Φεβρουαρίου 2013 η Επιτροπή γνωστοποίησε στις ελληνικές αρχές την τελική θέση της, η οποία τροποποιούσε τα προσωρινά συμπεράσματά της που είχαν περιληφθεί στην επίσημη ανακοίνωση.

9        Στις 2 Μαΐου 2013 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Με την εν λόγω απόφαση επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση 6 175 094,49 ευρώ για τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν τα έτη 2008 και 2009, όσον αφορά το γεωργοπεριβαλλοντικό μέτρο αριθ. 214 του άξονα 2 του προγράμματος. Ο άξονας 2 καλύπτει τα μέτρα που προορίζονται για τη βελτίωση του περιβάλλοντος και της υπαίθρου. Το γεωργοπεριβαλλοντικό μέτρο αριθ. 214, καλούμενο «γεωργοπεριβαλλοντικές ενισχύσεις», αφορά κατά βάση τις πριμοδοτήσεις, ανά εκτάριο γεωργικής εκτάσεως, που προορίζονται για τους γεωργούς οι οποίοι αναλαμβάνουν πενταετείς δεσμεύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Κατά το διάστημα αυτό, οι εν λόγω γεωργοί πρέπει να τηρούν πλείονες υποχρεώσεις επ’ απειλή κυρώσεων ή μειώσεως του ποσού των πριμοδοτήσεων.

10      Οι λόγοι για τις δημοσιονομικές διορθώσεις της Επιτροπής παρατίθενται περιληπτικά στη συνοπτική έκθεση της 7ης Μαρτίου 2013, σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων της Επιτροπής στο πλαίσιο της «εκκαθαρίσεως ως προς τη συμμόρφωση», σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού (EK) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103), και στο άρθρο 31 του κανονισμού (EK) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 209, σ. 1) (στο εξής: συνοπτική έκθεση).

11      Εν συνόψει, η Επιτροπή δικαιολόγησε την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως ως ακολούθως:

–        η τήρηση των δεσμεύσεων που αφορούσαν το γεωργοπεριβαλλοντικό μέτρο, εξαιρουμένων των επιμέρους μέτρων «Απειλούμενες φυλές» [«Απειλούμενα είδη»] και «Διατήρηση των γενετικών πόρων», δεν επαληθεύθηκε από τον Οργανισμό Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (στο εξής: οργανισμός πληρωμών) ως προς το 100 % των αγροτεμαχίων·

–        διαπιστώθηκαν ελλείψεις όσον αφορά την πληρότητα και την ιχνηλασιμότητα των εκθέσεων ελέγχου. Ειδικότερα, οι εκθέσεις ελέγχου δεν είχαν τυποποιηθεί ούτε συμπληρώθηκαν προσηκόντως στην πλειονότητα των περιπτώσεων·

–        η τήρηση των δεσμεύσεων που αφορούσαν τα επιμέρους μέτρα «Βιολογική γεωργία» και «Βιολογική κτηνοτροφία» δεν ελέγχθηκε από τον οργανισμό πληρωμών·

–        ο έλεγχος της τηρήσεως της δεσμεύσεως που αφορούσε τη χρήση λιπασμάτων, φυτοπροστατευτικών προϊόντων, ζιζανιοκτόνων ή άλλων παρεμφερών ουσιών (στο εξής: λιπάσματα) δεν ήταν επαρκής, δεδομένου ότι η επαλήθευση ήταν μόνον οπτική.

 Διαδικασία

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Ιουλίου 2013, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την παρούσα προσφυγή.

13      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

14      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Απριλίου 2015.

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση, κατά το μέρος που της επιβάλλει δημοσιονομική διόρθωση συνολικού ποσού 6 175 094,49 ευρώ για τις δαπάνες που διενεργήθηκαν στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι στηρίζονται:

–        ο πρώτος, σε έλλειψη εννόμου βάσεως και σε έλλειψη αιτιολογίας, όσον αφορά τον έλεγχο των δεσμεύσεων για το σύνολο των αγροτεμαχίων·

–        ο δεύτερος, σε παράβαση του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 796/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς (ΕΕ L 141, σ. 18), όπως τροποποιήθηκε, σε πλάνη περί τα πράγματα και σε έλλειψη αιτιολογίας, όσον αφορά τη διόρθωση που επιβλήθηκε λόγω ελλείψεως πληρότητας και ιχνηλασιμότητας των εκθέσεων ελέγχου·

–        ο τρίτος, σε έλλειψη εννόμου βάσεως και έλλειψη αιτιολογίας, όσον αφορά τη διόρθωση που επιβλήθηκε για τις πλημμέλειες στο πλαίσιο του ελέγχου των επιμέρους μέτρων «Βιολογική Γεωργία» και «Βιολογική κτηνοτροφία»·

–        ο τέταρτος, σε παράβαση του άρθρου 27, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1974/2006, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το ΕΓΤΑΑ (ΕΕ L 368, σ. 15), και του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΚ) 1975/2006, της 7ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου όσον αφορά την εφαρμογή διαδικασιών ελέγχου καθώς και την πολλαπλή συμμόρφωση σε σχέση με μέτρα στήριξης της αγροτικής ανάπτυξης (ΕΕ L 368, σ. 74), σε έλλειψη αιτιολογίας και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ως προς τη διόρθωση που αφορά την επαλήθευση της τηρήσεως των δεσμεύσεων περί της χρήσεως λιπασμάτων.

 Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε έλλειψη εννόμου βάσεως και σε έλλειψη αιτιολογίας

18      Ο λόγος αυτός, υποδιαιρούμενος σε δύο σκέλη, αφορά τον επιτόπιο έλεγχο των δεσμεύσεων των δικαιούχων του γεωργοπεριβαλλοντικού μέτρου, με εξαίρεση τα επιμέρους μέτρα «Απειλούμενα είδη» και «Διατήρηση των γενετικών πόρων».

19      Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί, κατά βάση, την επιβολή, λόγω της ελλείψεως ελέγχου της τηρήσεως όλων των δεσμεύσεων στο σύνολο (100 %) των σχετικών αγροτεμαχίων, κατά τους επιτοπίους διενεργηθέντες ελέγχους, δημοσιονομικής διορθώσεως 5 %.

20      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται νομική υποχρέωση κατά συμμόρφωση προς την οποία τέτοιοι επιτόπιοι έλεγχοι πρέπει να αφορούν το 100 % των σχετικών αγροτεμαχίων. Η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα την εφαρμοστέα ρύθμιση, εκτιμώντας ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι των δεσμεύσεων έπρεπε να αφορούν το 100 % των σχετικών αγροτεμαχίων.

21      Αφενός, δεν προκύπτει από τις διατάξεις που επικαλείται η Επιτροπή, ιδίως από το άρθρο 5, παράγραφος 1, και το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1975/2006, καθώς και από το άρθρο 48, παράγραφος 1, του κανονισμού 1974/2006, ότι υφίσταται υποχρέωση ελέγχου του συνόλου των δηλωθέντων αγροτεμαχίων. Οι εν λόγω διατάξεις επιβάλλουν μόνον τον αποτελεσματικό έλεγχο του συνόλου των δεσμεύσεων.

22      Αφετέρου, η υποχρέωση επεκτάσεως των επιτόπιων ελέγχων στο 100 % των δηλωθέντων αγροτεμαχίων προβλέπεται στο άρθρο 29 του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο, ωστόσο, όπως προβλέπει ρητώς το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1975/2006, έχει εφαρμογή αποκλειστικά σε περίπτωση ελέγχων που συνδέονται με τις εκτάσεις, και όχι σε περίπτωση επιτόπιων ελέγχων σχετικών με άλλα στοιχεία. Εξάλλου, το γεγονός ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 1975/2006 προβλέπει ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 29 του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο, με τη σειρά του, αναφέρεται ρητώς σε έλεγχο του συνόλου των αγροτεμαχίων αποκλειστικά σε περίπτωση ελέγχων μέτρων τα οποία συνδέονται με τις εκτάσεις στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεως που απαριθμούνται στο παράρτημα I του κανονισμού (EK) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2019/93, (ΕΚ) 1452/2001, (ΕΚ) 1453/2001, (ΕΚ) 1454/2001, (ΕΚ) 1868/94, (ΕΚ) 1251/1999, (ΕΚ) 1254/1999, (ΕΚ) 1673/2000, (ΕΟΚ) 2358/71 και (ΕΚ) 2529/2001 (ΕΕ L 270, σ. 1), σημαίνει σαφώς ότι το νομικό αυτό πλαίσιο δεν επιβάλλει την ίδια υποχρέωση ελέγχου για όλα τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα.

23      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν αιτιολογεί συγκεκριμένα την εκτίμηση ότι η παράλειψη διενέργειας ελέγχου όλων των σχετικών αγροτεμαχίων μείωσε την αποτελεσματικότητα των ελέγχων κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου.

24      Η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν είναι βάσιμο κανένα από τα επιχειρήματα αυτά.

25      Το άρθρο 14 του κανονισμού 1975/2006, με τίτλο «Γενικές αρχές σχετικά με τους επιτόπιους ελέγχους», ορίζει τα ακόλουθα:

«[…]

2.      Οι επιτόπιοι έλεγχοι καλύπτουν όλες τις αναλήψεις υποχρεώσεων και τις δεσμεύσεις του δικαιούχου που μπορούν να ελεγχθούν τη στιγμή της επίσκεψης.»

26      Το άρθρο 15 του κανονισμού 1975/2006, με τίτλο «Στοιχεία των επιτόπιων ελέγχων και προσδιορισμός των εκτάσεων», ορίζει τα εξής:

«[…]

2.      Όσον αφορά τους ελέγχους μέτρων βάσει της έκτασης, οι επιτόπιοι έλεγχοι πραγματοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 29, 30 και 32 του κανονισμού [...] 796/2004.

[…]»

27      Το άρθρο 29 του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε, με τίτλο «Στοιχεία των επιτόπιων ελέγχων», ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι επιτόπιοι έλεγχοι καλύπτουν όλα τα αγροτεμάχια για τα οποία ζητείται ενίσχυση στο πλαίσιο των καθεστώτων ενισχύσεων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι του κανονισμού [...] 1782/2003, εκτός από εκείνα που καλύπτονται από αιτήσεις ενίσχυσης για σπόρους προς σπορά σύμφωνα με το άρθρο 99 του ίδιου κανονισμού. Ωστόσο, ο πραγματικός προσδιορισμός των εκτάσεων στο πλαίσιο ενός επιτόπιου ελέγχου μπορεί να περιορίζεται σε δείγμα που να αντιστοιχεί στο 50 % τουλάχιστον των αγροτεμαχίων για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση στα πλαίσια των καθεστώτων ενίσχυσης που προβλέπονται στους τίτλους ΙΙΙ, IV και IVα του κανονισμού [...] 1782/2003, υπό τον όρο ωστόσο ότι το δείγμα εγγυάται αξιόπιστο και αντιπροσωπευτικό επίπεδο ελέγχου, τόσο όσον αφορά την ελεγχόμενη έκταση όσο και τη ζητούμενη ενίσχυση. Εάν κατά τον έλεγχο αυτό του δείγματος διαπιστωθούν ανωμαλίες, αυξάνεται το δείγμα αγροτεμαχίων που υποβάλλονται όντως σε έλεγχο […]».

28      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατά βάση, ότι δεν υφίσταται νομική υποχρέωση, σε συμμόρφωση προς την οποία οι επιτόπιοι έλεγχοι των δεσμεύσεων σχετικά με τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα πρέπει να πραγματοποιούνται στο σύνολο των αγροτεμαχίων της ελεγχόμενης εκμεταλλεύσεως.

29      Συναφώς και εισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή επέβαλε δημοσιονομική διόρθωση 5 % λόγω της ελλείψεως ελέγχου της τηρήσεως του συνόλου των δεσμεύσεων στο 100 % των σχετικών αγροτεμαχίων, αποκλειστικά όσον αφορά τα επιμέρους γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα που συνδέονται με την έκταση, και απέκλεισε ρητώς τα άλλα επιμέρους γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα που δεν συνδέονται με την έκταση, ιδίως εκείνα που αφορούν τα «Απειλούμενα είδη» και τη «Διατήρηση των γενετικών πόρων».

30      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1975/2006 θεσπίζει τη γενική αρχή κατά την οποία οι επιτόπιοι έλεγχοι πρέπει να καλύπτουν «όλες τις αναλήψεις υποχρεώσεων και τις δεσμεύσεις του δικαιούχου που μπορούν να ελεγχθούν τη στιγμή της επίσκεψης» (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω).

31      Κατόπιν, το άρθρο 15, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ειδικά, «όσον αφορά τους ελέγχους μέτρων βάσει της έκτασης», ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι πραγματοποιούνται σύμφωνα, μεταξύ άλλων, με τα άρθρα 29, 30 και 32 του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε.

32      Από το άρθρο 29 του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε, προκύπτει σαφώς ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι μέτρων που συνδέονται με τις εκτάσεις αφορούν καταρχήν το σύνολο των αγροτεμαχίων που αποτελούν το αντικείμενο αιτήσεως ενισχύσεως [βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Λιθουανία κατά Επιτροπής, T‑365/13, Συλλογή (Αποσπάσματα), EU:T:2015:113, σκέψη 78].

33      Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά τον τομέα του γεωργοπεριβαλλοντικού μέτρου, το άρθρο 29 του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε, πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με το άρθρο 15 του κανονισμού 1975/2006, και λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1975/2006 που προβλέπει τον επιτόπιο έλεγχο του συνόλου των αναλήψεων υποχρεώσεων και των δεσμεύσεων «ενός δικαιούχου που μπορούν να ελεγχθούν κατά τον χρόνο της επίσκεψης» των ελεγκτών. Επομένως, η διάταξη αυτή μπορεί μόνο να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εξαίρεση την οποία προβλέπει έχει εφαρμογή αποκλειστικά στη μέτρηση των εκτάσεων και, επομένως, δεν αφορά τον έλεγχο της τηρήσεως των δεσμεύσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Λιθουανία κατά Επιτροπής, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:T:2015:113, σκέψη 87).

34      Έτσι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή νομίμως έκρινε ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι των δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει οι δικαιούχοι των γεωργοπεριβαλλοντικών μέτρων έπασχαν λόγω μιας ουσιώδους πλημμέλειας, καθόσον δεν κάλυπταν το 100 % των αγροτεμαχίων των δικαιούχων που ανήκαν στο δείγμα ελέγχου, το οποίο αποτελείτο, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1975/2006, από το 5 % των δικαιούχων που είχαν αναλάβει σχετική δέσμευση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Λιθουανία κατά Επιτροπής, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:T:2015:113, σκέψη 90).

35      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ των αποτελεσμάτων των επιτόπιων ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν το 2008 και το 2009, αφενός, και εκείνων που διενεργήθηκαν το 2010, αφετέρου, αρκεί η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά αποκλειστικά τα έτη 2008 και 2009, οπότε τα στοιχεία που αφορούν το έτος 2010 δεν ασκούν επιρροή συναφώς.

36      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου είναι αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί.

37      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου, που προβάλλεται επικουρικώς και που στηρίζεται σε έλλειψη αιτιολογίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η βάσει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση προς τις περιστάσεις της κάθε υποθέσεως, ιδίως προς το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των προβαλλομένων λόγων και το συμφέρον των αποδεκτών ή άλλων προσώπων τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά να λάβουν εξηγήσεις. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη όχι μόνον του περιεχομένου της, αλλά και του γενικού πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν τον οικείο τομέα (αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑66/02, Συλλογή, EU:C:2005:768, σκέψη 26, και της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑89/08 P, Συλλογή, EU:C:2009:742, σκέψη 77). Επίσης από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει θέση, στην αιτιολογία των αποφάσεών της, εφ’ όλων των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι κατά τη διοικητική διαδικασία. Αρκεί, πράγματι, να εκθέτει η Επιτροπή τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές κρίσεις που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της αποφάσεως (απόφαση της 4ης Ιουλίου 1963, Γερμανία κατά Επιτροπής, 24/62, Συλλογή, EU:C:1963:14, σ. 143· βλ., επίσης, απόφαση της 29ης Ιουνίου 1993, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑7/92, Συλλογή, EU:T:1993:52, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Στο ιδιαίτερο πλαίσιο της εκδόσεως των αποφάσεων περί εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να λογίζεται επαρκής εφόσον το κράτος αποδέκτης έλαβε ενεργό μέρος στη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής και γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει το Ταμείο με το επίδικο ποσό (αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑263/98, Συλλογή, EU:C:2001:455, σκέψη 98· της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑332/01, Συλλογή, EU:C:2004:496, σκέψη 67· της 16ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑488/10, EU:T:2011:767, σκέψη 68, και της 26ης Σεπτεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑84/09, EU:T:2012:471, σκέψη 17).

39      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει σαφώς ότι η Ελληνική Δημοκρατία έλαβε ενεργό μέρος στη διαδικασία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι, όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους των δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει οι δικαιούχοι των γεωργοπεριβαλλοντικών μέτρων, είχε λάβει γνώση των αιτιάσεων που είχε διατυπώσει η Επιτροπή στο πλαίσιο πολυάριθμων ανακοινώσεων και συσκέψεων. Ειδικότερα, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η προσβαλλόμενη απόφαση, οι ελληνικές αρχές είχαν επίγνωση του περιεχομένου των αιτιάσεων της Επιτροπής και, επομένως, ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν λυσιτελώς την επί της ουσίας νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, οπότε δεν ήταν απαραίτητη μια λεπτομερέστερη αιτιολογία.

40      Εξάλλου, όσον αφορά, ειδικότερα, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας περί μη συγκεκριμένης αιτιολογήσεως του ισχυρισμού της Επιτροπής ότι η παράλειψη διενέργειας ελέγχου όλων των σχετικών αγροτεμαχίων μείωσε την αποτελεσματικότητα των ελέγχων κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου, πρέπει επίσης να απορριφθεί, δεδομένου ότι, με την επιχειρηματολογία αυτήν, η Ελληνική Δημοκρατία επαναλαμβάνει με διαφορετικό τρόπο, όσον αφορά, ιδίως, την αιτιολογία, τα επιχειρήματα τα οποία είχε ήδη προβάλει στο πλαίσιο του παρόντος λόγου και τα οποία απορρίφθηκαν ως αβάσιμα στις σκέψεις 34 και 35 ανωτέρω.

41      Επομένως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή εξεπλήρωσε την υποχρέωση αιτιολογήσεως, οπότε το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου πρέπει επίσης να απορριφθεί.

42      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε, σε πλάνη περί τα πράγματα και σε έλλειψη αιτιολογίας

43      Ο υπό κρίση λόγος, υποδιαιρούμενος σε δύο σκέλη, αφορά τη διόρθωση που επιβλήθηκε λόγω ελλείψεως πληρότητας και ιχνηλασιμότητας των εκθέσεων ελέγχου.

44      Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου, που αφορά τη διαπίστωση ότι οι εκθέσεις ελέγχου δεν ήταν ορθώς συμπληρωμένες, αφενός και κατά βάση, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η παράλειψη αυτή δεν μπορεί να συνιστά παράβαση του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε. Η τελευταία αυτή διάταξη καθορίζει τι πρέπει να θεωρείται ως ελάχιστο αλλ’ επαρκές περιεχόμενο μιας εκθέσεως ελέγχου. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στα κράτη μέλη να εξειδικεύουν το περιεχόμενο της εκθέσεως ελέγχου. Επομένως, παράβαση του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε, συνιστά μόνον η παράλειψη αναφοράς, στα υποδείγματα εκθέσεων ελέγχου που συμπληρώνονται από τους ελεγκτές, των στοιχείων που απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο και όχι τυχόν πλημμέλειες στη συμπλήρωση των συναδουσών προς το άρθρο αυτό εκθέσεων ελέγχου. Αφετέρου, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατά βάση, ότι η Επιτροπή στην πραγματικότητα δεν αιτιολόγησε την αιτίαση αυτή, η οποία είναι αόριστη και, εν πάση περιπτώσει, της στερεί το δικαίωμα υπερασπίσεώς της, καθόσον η ως άνω παράβαση στηρίζεται γενικά σε ελλείψεις όσον αφορά την ιχνηλασιμότητα, χωρίς αυτές να διευκρινίζονται επακριβώς.

45      Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου, που αφορά τη διαπίστωση ότι οι εκθέσεις ελέγχου δεν ήταν τυποποιημένες, αφενός, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η ως άνω αιτίαση προβάλλεται επίσης αορίστως από την Επιτροπή, καθόσον κανένα έγγραφο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας δεν περιλαμβάνει αιτιολογία σχετική με την αιτίαση αυτή. Αφετέρου, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι απέδειξε πλήρως ότι είχε τυποποιήσει το σύνολο των εκθέσεων ελέγχου για κάθε δράση του προγράμματος. Συναφώς, αναφέρεται στις υπουργικές αποφάσεις που μνημονεύονται στο έγγραφο της 23ης Απριλίου 2010 του οργανισμού πληρωμών. Κατά συνέπεια, συνάγει ότι, εκτιμώντας το αντίθετο, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί τα πράγματα. Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να συμπληρώνονται οι εκθέσεις ελέγχου σχετικά με την εφαρμογή, από τον δικαιούχο, των Κωδίκων Ορθής Γεωργικής Πρακτικής, η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται ότι οι παλαιοί δικαιούχοι των γεωργοπεριβαλλοντικών μέτρων υποχρεώθηκαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της πολλαπλής συμμορφώσεως αντί αυτές των Κωδίκων Ορθής Γεωργικής Πρακτικής. Εντούτοις, οι δικαιούχοι που είχαν υπογράψει συμβάσεις πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2006, στο πλαίσιο της εφαρμοστέας νομοθεσίας, και που είχαν τηρήσει τις συμβατικές τους υποχρεώσεις λογίζονταν ως δικαιούχοι των παλαιών μέτρων (παλαιοί δικαιούχοι), η κατάσταση των οποίων, εκτός αντιθέτου προβλέψεως στο πλαίσιο παρεκκλίσεως, διέπονταν από την ισχύουσα κατά τον χρόνο εντάξεώς τους νομική βάση. Είχε προβλεφθεί και διεξαγόταν ad hoc έλεγχος και για τις δεσμεύσεις αυτές. Κατά συνέπεια, εκτιμώντας ότι, για τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα, πραγματοποιήθηκαν μόνο συμπληρωματικοί έλεγχοι στο πλαίσιο της πολλαπλής συμμορφώσεως, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί τα πράγματα.

46      Η Επιτροπή εκτιμά ότι κανένα από τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι βάσιμο.

47      Το άρθρο 13, του κανονισμού 1975/2006, με τίτλο «Έκθεση ελέγχου», ορίζει τα ακόλουθα:

«Για τους επιτόπιους ελέγχους της παρούσας ενότητας, συντάσσεται έκθεση ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 28 του κανονισμού […] 796/2004.»

48      Το άρθρο 28 του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε, με τίτλο «Έκθεση ελέγχου», έχει ως εξής:

«1.      Για κάθε επιτόπιο έλεγχο βάσει του παρόντος τμήματος συντάσσεται έκθεση, η οποία καθιστά δυνατή την επισκόπηση των λεπτομερειών των ελέγχων που διενεργούνται. Η έκθεση πρέπει να αναφέρει ιδίως:

α)      τα καθεστώτα ενίσχυσης και τις αιτήσεις που έχουν ελεγχθεί·

β)      τα άτομα που ήσαν παρόντα·

γ)      τα αγροτεμάχια που ελέγχθηκαν, τα αγροτεμάχια που μετρήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται σκόπιμο, των ακόλουθων: του αριθμού των ελαιοδένδρων και της θέσης τους στο αγροτεμάχιο, του αποτελέσματος των μετρήσεων ανά μετρηθέν αγροτεμάχιο, και των μεθόδων μέτρησης που χρησιμοποιήθηκαν·

δ)      τον αριθμό και το είδος των ζώων που βρέθηκαν και, κατά περίπτωση, τους αριθμούς των ενωτίων, τις εγγραφές στο μητρώο και στη μηχανογραφημένη βάση δεδομένων για τα βοοειδή και τα δικαιολογητικά έγγραφα που ελέγχθηκαν, καθώς και τα αποτελέσματα των ελέγχων και, ενδεχομένως, ιδιαίτερες παρατηρήσεις για μεμονωμένα ζώα ή/και τους κωδικούς αναγνώρισής τους·

ε)      εάν η επιθεώρηση έγινε κατόπιν προειδοποίησης του γεωργού και, εάν ναι, το διάστημα που μεσολάβησε από την προειδοποίηση·

στ)      τυχόν ειδικά μέτρα ελέγχου που πρέπει να εφαρμόζονται στο πλαίσιο μεμονωμένων καθεστώτων ενίσχυσης·

ζ)      τα τυχόν περαιτέρω μέτρα ελέγχου που υλοποιήθηκαν.

[…]»

49      Το άρθρο 39 του κανονισμού 1698/2005, με τίτλο «Γεωργοπεριβαλλοντικές ενισχύσεις», ορίζει τα ακόλουθα:

«[…]

3.      Οι γεωργοπεριβαλλοντικές ενισχύσεις καλύπτουν μόνο τις δεσμεύσεις εκείνες που υπερβαίνουν τα σχετικά υποχρεωτικά πρότυπα, τα οποία θεσπίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 και τα παραρτήματα III και IV του κανονισμού (ΕΚ) 1782/2003, καθώς και τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη χρήση λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικών προϊόντων και τις άλλες σχετικές υποχρεωτικές απαιτήσεις, που θεσπίζονται από την εθνική νομοθεσία και προσδιορίζονται στο πρόγραμμα.

[…]»

50      Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατά βάση, ότι, για να πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε, αρκεί τα υποδείγματα των εκθέσεων ελέγχου να είναι ορθά, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο συμπληρώνονται. Παράβαση του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε, συνιστά μόνον η παράλειψη αναφοράς στα υποδείγματα εκθέσεων ελέγχου των στοιχείων που μνημονεύονται στη διάταξη αυτή και όχι τυχόν πλημμέλειες στη συμπλήρωση των εν λόγω εκθέσεων. Αντιθέτως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί την αιτίαση της Επιτροπής ότι οι εκθέσεις ελέγχου δεν ήταν ορθώς συμπληρωμένες.

51      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε, θεσπίζει την αρχή της συντάξεως εκθέσεως ελέγχου για κάθε επιτόπιο έλεγχο και προβλέπει κατά τρόπο μη εξαντλητικό το περιεχόμενο της εν λόγω εκθέσεως. Η διάταξη αυτή προβλέπει, ειδικότερα, ότι η έκθεση ελέγχου παραθέτει επακριβώς διάφορα στοιχεία του ελέγχου. Προσθέτει, ακόμη, ότι η έκθεση ελέγχου κάνει μνεία ενδεχόμενων ειδικών μέτρων ελέγχου που πρέπει να λαμβάνονται στο πλαίσιο διαφόρων καθεστώτων ενισχύσεων. Ως εκ τούτου, οι εκθέσεις ελέγχου πρέπει να περιγράφουν με ακρίβεια τις λεπτομέρειες διεξαγωγής των ελέγχων όπως αυτοί διενεργούνται από τις αρχές που είναι επιφορτισμένες με το σχετικό έργο (απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Πολωνία κατά Επιτροπής, T‑486/09, EU:T:2013:465, σκέψεις 40 και 41).

52      Πράγματι, από το γράμμα του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε, προκύπτει σαφώς ότι ο κανονισμός αυτός δεν αναφέρεται στα υποδείγματα εκθέσεων ελέγχου που πρέπει να συμπληρώνουν οι ελεγκτές, αλλά στο περιεχόμενο των εκθέσεων αυτών.

53      Έτσι, είναι πρόδηλο, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι η ερμηνεία του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε, την οποία προτείνει η Ελληνική Δημοκρατία, δεν είναι σύμφωνη ούτε με το γράμμα ούτε με το πνεύμα των διατάξεων του εν λόγω άρθρου.

54      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ορθώς συνεπέρανε ότι οι ελλείψεις των ελληνικών αρχών στον τομέα της ιχνηλασιμότητας των ελέγχων δεν είναι σύμφωνες προς το άρθρο 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε.

55      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 28 του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε, πρέπει να απορριφθεί.

56      Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατά βάση, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε τη διαπίστωσή της ότι οι εκθέσεις ελέγχου δεν ήταν τυποποιημένες και, δεύτερον, ότι υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα προβαίνοντας σε μια τέτοια διαπίστωση, δεδομένου ότι οι εκθέσεις αυτές ήταν τυποποιημένες και ορθώς συμπληρωμένες.

57      Όσον αφορά το προβαλλόμενο από την Ελληνική Δημοκρατία πρώτο επιχείρημα στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτό είναι αντιφατικό και, εν πάση περιπτώσει, προδήλως αβάσιμο.

58      Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, αφενός, ότι η αιτίαση που διατυπώνει η Επιτροπή είναι αόριστη και ότι κανένα έγγραφο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας δεν περιλαμβάνει αιτιολογία σχετική με την εν λόγω αιτίαση και, αφετέρου, ότι απέδειξε πλήρως ότι είχε τυποποιήσει το σύνολο των εκθέσεων ελέγχου για κάθε δράση του προγράμματος.

59      Εξ αυτών προκύπτει ότι, αφού η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε στοιχεία κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία για να αποδείξει ότι είχε τυποποιήσει τις εκθέσεις ελέγχου, τούτο σημαίνει ότι ήταν σαφώς σε θέση να αντιληφθεί τις αιτιάσεις της Επιτροπής.

60      Εν πάση περιπτώσει, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η Ελληνική Δημοκρατία, από το γράμμα της συνοπτικής εκθέσεως προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή την πληροφόρησε, από την αρχή της διαδικασίας, ότι οι εκθέσεις ελέγχου που εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια του δημοσιονομικού ελέγχου τον οποίο διενήργησε το θεσμικό αυτό όργανο δεν ήταν όλες τυποποιημένες.

61      Επομένως, διαπιστώνεται ότι το πρώτο επιχείρημα που προβάλλεται στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους είναι αβάσιμο.

62      Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα που προβάλλεται στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους που αφορά, ιδίως, την τυποποίηση των εκθέσεων ελέγχου και τον τρόπο συμπληρώσεως της εκθέσεως ελέγχου, διαπιστώνεται ότι είναι προδήλως αβάσιμο.

63      Πράγματι, αφενός, όσον αφορά την τυποποίηση των εκθέσεων ελέγχου, η Ελληνική Δημοκρατία περιορίζεται σε μνεία υπουργικών αποφάσεων και εξηγεί εν συντομία ότι οι αποφάσεις αυτές ασκούν επιρροή συναφώς, μολονότι αφορούν την προηγούμενη προγραμματική περίοδο. Το σύνολο των υποχρεώσεων που ελέγχθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής ήταν πολυετείς δεσμεύσεις αναληφθείσες πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2006 και, επομένως, διέπονταν, ως προς την εκτέλεσή τους, από τις ως άνω αποφάσεις. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, η Ελληνική Δημοκρατία παραπέμπει σε δύο παραρτήματα. Το πρώτο παράρτημα περιλαμβάνει ένα λεπτομερή πίνακα υπουργικών αποφάσεων και υποδειγμάτων τυποποιημένων εκθέσεων ελέγχου, το δεύτερο συνίσταται σε ένα έγγραφο του οργανισμού πληρωμών όπου μνημονεύεται ο πίνακας αυτός.

64      Εντούτοις, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι η Ελληνική Δημοκρατία προέβη σε τυποποίηση των εκθέσεων ελέγχου δεν σημαίνει ότι η τυποποίηση αυτή ήταν επαρκής και δόκιμη.

65      Αφετέρου, όσον αφορά τον τρόπο συμπληρώσεως της εκθέσεως ελέγχου, πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να ανατρέψει τη διαπίστωση της Επιτροπής κατά την οποία οι γεωργοπεριβαλλοντικές απαιτήσεις δεν ελέγχονταν επαρκώς ή αυτόνομα.

66      Πράγματι, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι ελέγχθηκε η τήρηση των απαιτήσεων της πολλαπλής συμμορφώσεως δεν σημαίνει ότι επίσης ελέγχθηκαν οι γεωργοπεριβαλλοντικές υποχρεώσεις που είχαν αναληφθεί στο πλαίσιο των ενισχύσεων για τη γεωργική ανάπτυξη.

67      Επιπλέον, έστω και αν η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι δικαιούχοι ελέγχθηκαν όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση, δεν προσκομίζει καμία απόδειξη ότι οι εν λόγω δικαιούχοι ήταν εκείνοι οι οποίοι έπρεπε επίσης να ελεγχθούν ως προς την τήρηση των υποχρεώσεων στο πλαίσιο της αγροτικής αναπτύξεως υπό την έννοια του κανονισμού 1975/2006.

68      Επομένως, σε αντίθεση με όσα διατείνεται η Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα διαπιστώνοντας ότι οι εκθέσεις ελέγχου ούτε ήταν τυποποιημένες ούτε είχαν συμπληρωθεί ορθώς.

69      Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση που προβάλλει γενικά η Ελληνική Δημοκρατία και η οποία αφορά έλλειψη αιτιολογίας, πρέπει να σημειωθεί ότι από τη δικογραφία προκύπτει σαφώς ότι η Ελληνική Δημοκρατία έλαβε ενεργό μέρος στη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι είχε λάβει γνώση, στο πλαίσιο πολλών ανακοινώσεων και συσκέψεων μεταξύ Επιτροπής και ελληνικών αρχών, των αιτιάσεων του θεσμικού αυτού οργάνου σχετικά με την ιχνηλασιμότητα των εκθέσεων ελέγχου και με το γεγονός ότι δεν ήταν ορθώς συμπληρωμένες. Ειδικότερα, όσον αφορά το γενικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι ελληνικές αρχές είχαν επίγνωση του αντικειμένου των αιτιάσεων της Επιτροπής και, επομένως, ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν λυσιτελώς την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, οπότε δεν ήταν απαραίτητη η παράθεση λεπτομερέστερης σχετικής αιτιολογίας (βλ., συναφώς, τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 37 και 38 ανωτέρω).

70      Επομένως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή εκπλήρωσε την υποχρέωση αιτιολογήσεως ως προς τις εκτιμήσεις που αφορούν τη μορφή και το περιεχόμενο των εκθέσεων ελέγχου.

71      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 28, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε, σε πλάνη περί τα πράγματα και σε έλλειψη αιτιολογίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

 Επί του τρίτου λόγου, που στηρίζεται σε έλλειψη εννόμου βάσεως και σε έλλειψη αιτιολογίας

72      Ο υπό κρίση λόγος, υποδιαιρούμενος σε δύο σκέλη, αφορά τη διόρθωση που επιβλήθηκε για τις παρατυπίες που εντόπισε η Επιτροπή στο πλαίσιο του ελέγχου των επιμέρους μέτρων «Βιολογική γεωργία» και «Βιολογική κτηνοτροφία».

73      Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί, κατά βάση, τις διαπιστώσεις της Επιτροπής κατά τις οποίες, επιπλέον των ειδικών ελέγχων όσον αφορά τα επιμέρους μέτρα «Βιολογική γεωργία» και «Βιολογική κτηνοτροφία» που διενεργήθηκαν από τους ειδικευμένους οργανισμούς ελέγχου βιολογικής παραγωγής, ο οργανισμός πληρωμών έπρεπε επίσης να διενεργεί τους δικούς του ελέγχους.

74      Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατά βάση, ότι η απαίτηση κατά την οποία ο οργανισμός πληρωμών πρέπει να προβαίνει στους δικούς του συμπληρωματικούς ελέγχους δεν προβλέπεται από τη νομοθεσία της Ένωσης και ότι η ανάθεση καθηκόντων ελέγχου στους οργανισμούς ελέγχου και πιστοποιήσεως της βιολογικής παραγωγής (στο εξής: ΟΕΠ) είναι απολύτως νόμιμη. Κατά συνέπεια, η αιτίαση της Επιτροπής, που υποστηρίζει το αντίθετο, στερείται νομικής βάσεως. Εξάλλου, υποστηρίζει, κατά βάση, ότι η λειτουργία του συστήματος ελέγχου από τους ΟΕΠ, ιδίως ο αριθμός των διενεργούμενων ελέγχων, ο τρόπος διεξαγωγής των ελέγχων αυτών και τα αποτελέσματά τους, δεν δικαιολογεί την υποχρέωση του οργανισμού πληρωμών να πραγματοποιεί δικούς του συμπληρωματικούς ελέγχους.

75      Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η απόφαση της Επιτροπής που επιβάλλει δημοσιονομική διόρθωση 2 % όσον αφορά τα επιμέρους μέτρα «Βιολογική γεωργία» και «Βιολογική κτηνοτροφία» δεν είναι αιτιολογημένη. Πέραν του γεγονότος ότι ο οργανισμός πληρωμών, στην Ελλάδα, χρησιμοποιεί τα αποτελέσματα των ΟΕΠ, η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε την ύπαρξη ελλείψεων σχετικά με την ποιότητα του ελέγχου ή άλλη πλημμέλεια εκ μέρους των ελληνικών αρχών και δεν εξήγησε πώς τούτο δημιούργησε κίνδυνο για το ΕΓΤΑΑ.

76      Η Επιτροπή δεν συμμερίζεται την άποψη της Ελληνικής Δημοκρατίας και εκτιμά ότι ο οργανισμός πληρωμών ήταν υποχρεωμένος να πραγματοποιεί επιβεβαιωτικούς ελέγχους πέραν εκείνων που διενεργούσαν οι ΟΕΠ.

77      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατά βάση, ότι από το άρθρο 10 του κανονισμού 1975/2006 προκύπτει ότι ο οργανισμός πληρωμών, ο οποίος έχει την τελική ευθύνη διαχειρίσεως και ελέγχου των πόρων της Ένωσης εντός του κράτους μέλους, πρέπει να εξακριβώνει αν οι δικαιούχοι εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους κανόνες της βιολογικής γεωργίας όπως ορίζονται με τον κανονισμό (EK) 834/2007 του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2007, για τη βιολογική παραγωγή και την επισήμανση των βιολογικών προϊόντων και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2092/91 (ΕΕ L 189, σ. 1), καθώς και τις γενικές υποχρεώσεις όσον αφορά την επιστροφή των δαπανών για μέτρα αγροτικής αναπτύξεως. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν ορισμένοι έλεγχοι, όπως εκείνοι που αφορούν τη βιολογική παραγωγή, διενεργήθηκαν από άλλους οργανισμούς πέραν του οργανισμού πληρωμών, αυτό δεν συνεπάγεται ότι μεταβιβάζεται ολόκληρη η ευθύνη για την επαλήθευση του μέτρου. Οι οργανισμοί πληρωμών όφειλαν να πραγματοποιούν δικούς τους επιβεβαιωτικούς ελέγχους, ιδίως όσον αφορά υποχρεώσεις πέραν εκείνων που συνδέονται με τους κανόνες της βιολογικής παραγωγής και αφορούν ειδικότερα τους ελέγχους εκτάσεων. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, ακόμα και αν το κράτος μέλος προβλέπει τη μεταβίβαση της αρμοδιότητας για ορισμένο μέρος του έργου της επαληθεύσεως των προϋποθέσεων για την παροχή της ενισχύσεως, πρέπει να διατηρεί τον έλεγχο και την ευθύνη για το έργο αυτό (άρθρο 23 του κανονισμού 1782/2003).

78      Πρέπει να εξεταστεί, καταρχάς, το δεύτερο σκέλος του παρόντος λόγου.

79      Εισαγωγικώς, επιπλέον της νομολογίας που παρατέθηκε ήδη στις σκέψεις 37 και 38 ανωτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να προκύπτει, κατά τρόπο σαφή και αναμφίλεκτο, η συλλογιστική του οργάνου που εκδίδει την πράξη, έτσι ώστε να παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2013, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑267/07, Συλλογή, EU:T:2013:305, σκέψη 46, και της 14ης Ιανουαρίου 2015, Veloss International και Attimedia κατά Κοινοβουλίου, T‑667/11, EU:T:2015:5, σκέψη 42).

80      Με γνώμονα αυτές τις παρατηρήσεις πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

81      Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι, με το έγγραφό της της 23ης Φεβρουαρίου 2010 (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω), η Επιτροπή εξέθεσε ότι, κατά τη διάρκεια επιτόπιων ελέγχων, οι διεξάγοντες τον έλεγχο επιθεωρητές δεν προέβησαν σε επαλήθευση των ειδικών δεσμεύσεων των γεωργών. Κατά το ίδιο έγγραφο, ο οργανισμός πληρωμών στηρίχθηκε στις εργασίες των ΟΕΠ, χωρίς να διεξαγάγει πλήρη και ενδελεχή έλεγχο προκειμένου να εξακριβώσει την τήρηση των ειδικών δεσμεύσεων στο πλαίσιο των ως άνω επιμέρους μέτρων. Με το εν λόγω έγγραφο, οι ελληνικές αρχές κλήθηκαν να δώσουν επακριβείς οδηγίες στους επιθεωρητές ώστε να βελτιώσουν την ποιότητα των ελέγχων όσον αφορά τα επιμέρους μέτρα αυτά και να ευθυγραμμιστούν με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1975/2006, κατά το οποίο οι έλεγχοι καλύπτουν «όλες τις αναλήψεις υποχρεώσεων και τις δεσμεύσεις του δικαιούχου που μπορούν να ελεγχθούν τη στιγμή της επίσκεψης».

82      Στη συνέχεια, από τα πρακτικά της διμερούς συσκέψεως της 28ης Ιανουαρίου 2011 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω) προκύπτει ότι η Επιτροπή κάλεσε τις ελληνικές αρχές να υποβάλουν στοιχεία αποδεικνύοντα ότι οι επιθεωρητές είχαν λάβει δείγματα εδάφους προς ανάλυση σε κρατικό εργαστήριο. Η άνω πρόσκληση περιλαμβάνεται επίσης στο έγγραφο της Επιτροπής της 5ης Ιουνίου 2012 (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω).

83      Εξάλλου, με το από 22 Φεβρουαρίου 2013 έγγραφό της (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω), η Επιτροπή τόνισε ότι δεν διέθετε πάντοτε στοιχεία αποδεικνύοντα ότι οι επιθεωρητές είχαν λάβει δείγματα εδάφους προς εργαστηριακή ανάλυση, πράγμα το οποίο συνιστά έλλειψη που αφορά ένα ουσιώδες στοιχείο του ελέγχου. Εντούτοις, καθόσον οι ΟΕΠ διενήργησαν ελέγχους, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι ο κίνδυνος για το Ταμείο ήταν περιορισμένος, πρότεινε την εφαρμογή διορθώσεως κατ’ αποκοπήν ύψους 2 %.

84      Τέλος, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί τους ειδικούς ελέγχους σχετικά με τη βιολογική γεωργία στους οποίους προέβησαν οι ΟΕΠ. Αντιθέτως, προσάπτει στις ελληνικές αρχές ότι δεν επαλήθευσαν, κατά τη διάρκεια των επιτόπιων ελέγχων, την τήρηση των ειδικών δεσμεύσεων των γεωργών στο πλαίσιο των επιμέρους μέτρων «Βιολογική γεωργία» και «Βιολογική κτηνοτροφία», οπότε ο οργανισμός πληρωμών στηρίχθηκε αποκλειστικά στους ελέγχους των ΟΕΠ. Κατά την Επιτροπή, ωστόσο, ο οργανισμός πληρωμών όφειλε να διενεργεί τους δικούς του ελέγχους, διότι είναι ο τελικός υπεύθυνος για τη διαχείριση και τον έλεγχο των Ταμείων της Ένωσης. Δεδομένου όμως ότι οι ΟΕΠ διενεργούσαν ελέγχους και οι έλεγχοι αυτοί έχουν κάποια αξία στο πλαίσιο του συστήματος, η Επιτροπή επέβαλε διόρθωση κατ’ αποκοπήν ύψους 2 %.

85      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι, ακόμα και αν η Επιτροπή δεν αμφισβητεί, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το γεγονός ότι οι έλεγχοι εκ μέρους των ΟΕΠ αφορούσαν την τήρηση των κανόνων της βιολογικής γεωργίας, όπως ορίζονται στον κανονισμό 834/2007, ούτε το ότι οι έλεγχοι αυτοί όντως πραγματοποιήθηκαν από τους ΟΕΠ σύμφωνα με τους κανόνες ελέγχου που προβλέπει ο κανονισμός αυτός, ορισμένα στοιχεία της δικογραφίας συνηγορούν υπέρ του ότι οι αιτιάσεις της Επιτροπής αφορούν κενά σχετικά με ελέγχους επιβεβαιωτικούς εκείνων στους οποίους είχαν προβεί οι ΟΕΠ δυνάμει του κανονισμού 834/2007, και όχι κενά σχετικά με τους ελέγχους που απορρέουν από τον κανονισμό 1975/2006.

86      Ειδικότερα, τούτο επιβεβαιώνεται, όπως φαίνεται, αφενός, από το αίτημα παροχής στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι οι επιθεωρητές είχαν λάβει δείγματα εδάφους προς εργαστηριακή ανάλυση και, αφετέρου, από το γεγονός ότι ο περιορισμός της διορθώσεως σε 2 %, αντί για 5 %, δικαιολογείται από το ότι οι έλεγχοι διενεργήθηκαν από τους ΟΕΠ, οπότε, αν η διόρθωση αφορούσε αποκλειστικά μη πραγματοποιηθέντες συμπληρωματικούς ελέγχους, η μείωση αυτή της διορθώσεως δεν θα είχε λόγο να επιβληθεί.

87      Ωστόσο, όταν το κράτος μέλος επιλέγει να αναθέσει καθήκοντα ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, του κανονισμού 834/2007, οι σχετικές υποχρεώσεις της αρμόδιας αρχής διευκρινίζονται στις παραγράφους 8 και 9 του ίδιου άρθρου, που προβλέπουν δύο είδη ελέγχων. Το άρθρο 27, παράγραφος 8, του κανονισμού 834/2007 προβλέπει λογιστικούς ελέγχους ή επιθεωρήσεις γενικού χαρακτήρα ώστε να εξακριβώνεται ότι οι οργανισμοί ελέγχου ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στα καθήκοντά τους. Το άρθρο 27, παράγραφος 9, στοιχείο β΄, του κανονισμού 834/2007 προβλέπει την υποχρέωση επαληθεύσεως της αποτελεσματικότητας των διεξαγόμενων ελέγχων. Η τελευταία αυτή διάταξη δεν διευκρινίζει τις ειδικότερες λεπτομέρειες διενέργειας των επαληθεύσεων αυτών, ούτε τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εξακριβώνεται η αποτελεσματικότητα των ελέγχων. Λαμβανομένης όμως υπόψη της λογικής συνέπειας της δυνατότητας αναθέσεως στους ΟΕΠ της εξουσίας διεξαγωγής ελέγχων, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως επιβάλλουσα την επανάληψη των ελέγχων στους οποίους προβαίνουν οι οργανισμοί αυτοί.

88      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του εγγράφου VI/10535/99 της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 2002, με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των συστημάτων διαχείρισης, ελέγχων και επιβολής κυρώσεων σε σχέση με τα μέτρα για την ανάπτυξη της υπαίθρου που προβλέπονται στον κανονισμό (EΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου — Μέτρα χρηματοδοτούμενα από το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων». Σύμφωνα με το σημείο 4.12 του εγγράφου VI/10535/99 (σελίδα 81 των παραρτημάτων του υπομνήματος αντικρούσεως), οι εθνικές αρχές καλούνται να χρησιμοποιούν τα πορίσματα των επιθεωρήσεων που διενεργούνται δυνάμει του κανονισμού 834/2007 και να εστιάζουν κατά τα λοιπά τους επιτόπιους ελέγχους στις αναλήψεις υποχρεώσεων και τις δεσμεύσεις που δεν καλύπτονται από τον κανονισμό αυτό και, επομένως, δεν αποτελούν το αντικείμενο επαληθεύσεων εκ μέρους των ΟΕΠ. Όπως όμως εξηγεί η Επιτροπή στα σημεία 13, 14 και 18 του υπομνήματος ανταπαντήσεως, η επίμαχη διόρθωση επιβλήθηκε με μόνη αιτιολογία μια προβαλλόμενη πλημμέλεια όσον αφορά τους ελέγχους βάσει του κανονισμού 834/2007.

89      Συναφώς, όπως υποστήριξε η Ελληνική Δημοκρατία στο σημείο 44 του δικογράφου της προσφυγής, με ένα έγγραφο, προσκομισθέν ως παράρτημα 10 της αιτήσεως συμβιβασμού (σελίδες 138, 375 και 376 των παραρτημάτων του δικογράφου της προσφυγής), οι ελληνικές αρχές εξέθεσαν ότι ο Οργανισμός Πιστοποίησης και Επίβλεψης Γεωργικών Προϊόντων (ΟΠΕΓΕΠ), ως εποπτεύουσα αρχή του συστήματος ελέγχου για τη βιολογική γεωργία, διενήργησε 23 επιθεωρήσεις στα γραφεία δέκα εγκεκριμένων ΟΕΠ καθώς και πολλούς ελέγχους σε 178 σημεία πωλήσεως. Οι έλεγχοι κάλυψαν 1 167 προϊόντα και αφορούσαν τόσο την ορθή χρήση των σχετικών ενδείξεων όσο και την ύπαρξη ουσιών μη επιτρεπόμενων στο καθεστώς βιολογικής γεωργίας. Επιπλέον, κατά το ίδιο έγγραφο, πραγματοποιήθηκαν 104 δειγματοληψίες οπωροκηπευτικών και ελαιολάδου και, σε πέντε περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις των οποίων η παραγωγή είχε ίχνη μη επιτρεπόμενων φυτοφαρμάκων παραπέμφθηκαν στην αρμόδια διοικητική επιτροπή.

90      Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τις αιτιάσεις της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία δεν προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφίλεκτο ποιες είναι οι υποχρεώσεις τις οποίες παρέβησαν οι ελληνικές αρχές, ούτε οι διατάξεις που επιβάλλουν τις υποχρεώσεις αυτές.

91      Δεύτερον, χωρίς άλλη εξήγηση, η απλή αναφορά στο άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού 1975/2006 (βλ. σκέψη 81 ανωτέρω) δεν παρέχει τη δυνατότητα σαφούς προσδιορισμού των ελέγχων τους οποίους όφειλαν να διενεργήσουν οι ελληνικές αρχές και για τους οποίους γινόταν λόγος καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Πράγματι, η διάταξη αυτή απλώς θέτει μια γενική αρχή κατά την οποία οι έλεγχοι αφορούν «όλες τις αναλήψεις υποχρεώσεων και τις δεσμεύσεις του δικαιούχου που μπορούν να ελεγχθούν τη στιγμή της επίσκεψης».

92      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αιτιάσεις της Επιτροπής ούτε εκτίθενται ούτε αιτιολογούνται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο.

93      Από τις ανωτέρω σκέψεις απορρέει ότι ο τρίτος λόγος πρέπει να γίνει δεκτός.

94      Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, κατά το μέρος που επιβάλλει στην Ελληνική Δημοκρατία δημοσιονομική διόρθωση 2 % όσον αφορά τα επιμέρους γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα «Βιολογική γεωργία» και «Βιολογική κτηνοτροφία».

 Επί του τετάρτου λόγου, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 27, παράγραφος 3, του κανονισμού 1974/2006 και του άρθρου 10 του κανονισμού 1975/2006, σε έλλειψη αιτιολογίας και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

95      Ο υπό κρίση λόγος, υποδιαιρούμενος σε δύο σκέλη, αφορά τη διόρθωση σχετικά με τον έλεγχο των δεσμεύσεων στον τομέα της χρησιμοποιήσεως λιπασμάτων.

96      Με το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη ή, άλλως, ότι είναι αντιφατική λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 27, παράγραφος 3, του κανονισμού 1974/2006 και του άρθρου 10 του κανονισμού 1975/2006. Στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της, διατείνεται ότι οι διατάξεις αυτές δεν επιβάλλουν μιαν ειδική και συγκεκριμένη υποχρέωση του κράτους μέλους να πραγματοποιεί εργαστηριακούς ελέγχους, αλλά μιαν υποχρέωση αποτελεσματικής εξακριβώσεως της τηρήσεως των αναληφθεισών δεσμεύσεων. Οι εν λόγω διατάξεις δεν συνεπάγονται συγκεκριμένη υποχρέωση του κράτους μέλους ως προς τον τύπο του διενεργούμενου ελέγχου, αλλά μάλλον μιαν υποχρέωση αποτελέσματος. Προς εκτίμηση της τηρήσεως της υποχρεώσεως αυτής από το κράτος μέλος είναι ουσιώδες να προσδιορίζεται σε ποιο βαθμό διενεργήθηκαν διάφορες μορφές ελέγχων και σε ποιο βαθμό οι έλεγχοι αυτοί παρείχαν τη δυνατότητα εξακριβώσεως, σε ικανοποιητικό βαθμό, της τηρήσεως των αναληφθεισών δεσμεύσεων. Κατά συνέπεια, αν η Επιτροπή εκτιμά ότι η Ελληνική Δημοκρατία έπρεπε να διενεργήσει εργαστηριακούς ελέγχους προς εκπλήρωση μιας υποχρεώσεως αποτελέσματος, αλλά ότι, επιπλέον της διενέργειας τέτοιων ελέγχων, διενήργησε κυρίως οπτικούς ελέγχους, θα έπρεπε οπωσδήποτε η Επιτροπή να παραθέσει, στο πλαίσιο της αιτιολογίας της αποφάσεώς της, τους λόγους που στηρίζουν τη διαπίστωση πλημμέλειας αφορώσας βασικό έλεγχο. Εν ολίγοις, αφού ο νομοθέτης της Ένωσης δεν επέβαλε αποκλειστικά εργαστηριακούς ελέγχους, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη την αποτελεσματικότητα της μεθόδου ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν παράλληλα —εργαστηριακών και οπτικών— για να μπορέσει να στηρίξει την προβαλλόμενη πλημμέλεια σε βασικό έλεγχο.

97      Με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατά βάση, ότι η επιβολή, χωρίς διάκριση, κατ’ αποκοπήν διορθώσεως 5 % σε όλα τα προγράμματα του γεωργοπεριβαλλοντικού αυτού μέτρου είναι δυσανάλογα αυστηρή. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, οι ως άνω δεσμεύσεις δεν αφορούν κατ’ ανάγκη το σύνολο των προγραμμάτων γεωργοπεριβαλλοντικών μέτρων.

98      Η Επιτροπή φρονεί ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία δεν είναι βάσιμο. Υποστηρίζει, κατά βάση, ότι η πραγματοποίηση οπτικών μόνον ελέγχων από τις ελληνικές αρχές προς εξακρίβωση της τηρήσεως, από τους δικαιούχους, των κανόνων μειώσεως ή εξαλείψεως των λιπασμάτων στη φυτική παραγωγή δεν μπορεί να αποτελεί ασφαλή τρόπο ελέγχου της τηρήσεως των δεσμεύσεων.

99      Το άρθρο 10 του κανονισμού 1975/2006, το οποίο θέτει τις γενικές αρχές που ισχύουν προκειμένου περί «ελέγχων, μειώσεων και αποκλεισμών» ορισμένων μέτρων στηρίξεως της αγροτικής αναπτύξεως, που εμπίπτουν στους άξονες 2 και 4, ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Οι αρχικές αιτήσεις ενίσχυσης και οι μεταγενέστερες αιτήσεις πληρωμής ελέγχονται κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η αποτελεσματική επαλήθευση της τήρησης των προϋποθέσεων χορήγησης των ενισχύσεων.

2.      Τα κράτη μέλη ορίζουν κατάλληλες μεθόδους και μέσα επαλήθευσης των προϋποθέσεων χορήγησης των ενισχύσεων για κάθε μέτρο στήριξης.

[…]»

100    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι με το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει, κατά βάση, παράβαση του άρθρου 27, παράγραφος 3, του κανονισμού 1974/2006, που ορίζει ότι «[ο]ι δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται για τον περιορισμό της χρήσης λιπασμάτων, φυτοπροστατευτικών προϊόντων ή άλλων εισροών γίνονται αποδεκτές μόνο εφόσον οι εν λόγω περιορισμοί μπορούν να αξιολογηθούν κατά τρόπο που να παρέχει εύλογες εγγυήσεις ως προς την τήρηση των δεσμεύσεων», καθώς και παράβαση του άρθρου 10 του κανονισμού 1975/2006.

101    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί, καταρχάς, ότι τα κράτη μέλη, τα οποία διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως για τον προσδιορισμό αποτελεσματικών μεθόδων και μέσων ελέγχου των διαφόρων δεσμεύσεων και αναλήψεων υποχρεώσεων των δικαιούχων της ενισχύσεως, υποχρεούνται να φροντίζουν ώστε να είναι πρόσφορα τα μέτρα εποπτείας και οι λεπτομέρειες διεξαγωγής των ελέγχων που προβλέπουν, ακόμα και στις περιπτώσεις στις οποίες η ρύθμιση της Ένωσης δεν τους επιβάλλει ρητώς την υποχρέωση λήψεως συγκεκριμένων μέτρων ελέγχου (απόφαση Λιθουανία κατά Επιτροπής, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:T:2015:113, σκέψη 100).

102    Στη συνέχεια, ακόμα και αν η εφαρμοστέα εν προκειμένω κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης δεν επιβάλλει ρητώς στα κράτη μέλη τη λήψη μέτρων εποπτείας και δεν προβλέπει λεπτομέρειες εφαρμογής τους όπως αυτές που μνημόνευσε η Επιτροπή κατά την εκκαθάριση των σχετικών λογαριασμών, παρά ταύτα η υποχρέωση αυτή μπορεί να απορρέει, ενδεχομένως εμμέσως, από το γεγονός ότι, δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας, εναπόκειται στα κράτη μέλη να οργανώσουν ένα αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου και εποπτείας (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 14ης Απριλίου 2005, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑468/02, EU:C:2005:221, σκέψη 35, και της 24ης Απριλίου 2008, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑418/06 P, Συλλογή, EU:C:2008:247, σκέψη 70).

103    Τέλος, κατά τη νομολογία, προς απόδειξη πλημμέλειας σχετικής με έλεγχο, εναπόκειται στην Επιτροπή όχι να αποδείξει εξαντλητικά την ανεπάρκεια των ελέγχων των εθνικών διοικητικών αρχών ή το παράτυπο των διαβιβασθέντων από αυτές αριθμητικών στοιχείων, αλλά να προσκομίσει σοβαρά και εύλογα αποδεικτικά στοιχεία για τις αμφιβολίες που διατηρεί έναντι των ανωτέρω ελέγχων ή αριθμητικών στοιχείων. Ο ανωτέρω μετριασμός της απαιτούμενης εκ μέρους της Επιτροπής αποδείξεως εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι καλύτερα σε θέση να συλλέξει και να επαληθεύσει τα αναγκαία στοιχεία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), οπότε σ’ αυτό εναπόκειται να προσκομίσει την πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη περί του υποστατού των ελέγχων ή των στοιχείων του και, ενδεχομένως, της ανακριβείας των επιχειρημάτων της Επιτροπής (αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2003, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑329/00, Συλλογή, EU:C:2003:355, σκέψη 68, και της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής, T‑232/08, EU:T:2011:751, σκέψη 27).

104    Έτσι, όταν, όπως εν προκειμένω, η ρύθμιση της Ένωσης δεν προβλέπει ρητώς συγκεκριμένες λεπτομέρειες διεξαγωγής έλεγχων και η Επιτροπή προσκομίζει σοβαρές ενδείξεις που γεννούν αμφιβολίες περί της αποτελεσματικότητας της επιλεγείσας από το οικείο κράτος μέλος μεθόδου, σ’ αυτό εναπόκειται να προσκομίσει την πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη της αποτελεσματικότητας των μεθόδων του ελέγχου, καθώς και, ενδεχομένως, της ανακρίβειας των επιχειρημάτων της Επιτροπής.

105    Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι η διαπίστωση της ελλείψεως δυνατότητας εντοπισμού ορισμένων λιπασμάτων απλώς με οπτικούς ελέγχους δημιουργεί ευλόγως αμφιβολίες για τον πρόσφορο χαρακτήρα των οπτικών αυτών ελέγχων. Επιπλέον, η Επιτροπή ορθώς ισχυρίζεται ότι η έλλειψη απτών στοιχείων που να επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα των οπτικών ελέγχων καθιστά αδύνατη κάθε μεταγενέστερη επαλήθευση, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνει τον απρόσφορο χαρακτήρα των μεμονωμένων οπτικών ελέγχων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Λιθουανία κατά Επιτροπής, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:T:2015:113, σκέψη 104).

106    Στη συνέχεια, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσκόμιση από τις ελληνικές αρχές δύο επιλεγμένων εκθέσεων ελέγχου για δικαιούχους στους οποίους επιβλήθηκαν ποινές, μετά από εργαστηριακούς ελέγχους, λόγω χρησιμοποιήσεως νιτρικών, δεν μπορεί να λογίζεται ως επαρκής απόδειξη της πραγματοποιήσεως εργαστηριακών ελέγχων. Πράγματι, δύο παραδείγματα εργαστηριακών ελέγχων δεν μπορούν να είναι επαρκή προς στήριξη του επιχειρήματος της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι, παράλληλα με τη μέθοδο των οπτικών ελέγχων, ταυτόχρονα διεξάγονταν επίσης εργαστηριακοί έλεγχοι.

107    Εξάλλου, τα υποδείγματα υπουργικών αποφάσεων που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία και που αναφέρονται σε εργαστηριακές αναλύσεις δεν μπορούν να συνιστούν επαρκή απόδειξη ότι όντως διενεργήθηκαν οι εν λόγω αναλύσεις.

108    Επιπλέον, ο λεπτομερής κατάλογος εργαστηριακών ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 2008 και 2009 από τα Περιφερειακά Εργαστήρια Γεωργικών Εφαρμογών και Ανάλυσης Λιπασμάτων του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και που αφορούν σιτηρά και εαρινές καλλιέργειες, τον οποίο προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία, δεν ασκεί επιρροή. Πράγματι, πρώτον, ο κατάλογος αυτός, ιδίως τα αποτελέσματα των διενεργηθέντων από τα εργαστήρια ελέγχων, συντάχθηκε σε διαφορετικό πλαίσιο και με σκοπό διαφορετικό από τον επίμαχο. Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει τη σχέση μεταξύ των αποτελεσμάτων των αναλύσεων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό και των ελέγχων που διενήργησε ο οργανισμός πληρωμών στο πλαίσιο της τηρήσεως των δεσμεύσεων στον τομέα της χρησιμοποιήσεως λιπασμάτων.

109    Τέλος, κατά το μέρος που το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αφορά έλλειψη αιτιολογίας, από τη δικογραφία της υπό κρίση υποθέσεως προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία έλαβε ενεργό μέρος στη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι είχε λάβει γνώση των αιτιάσεων της Επιτροπής σχετικά με τον έλεγχο που αφορά την επαλήθευση της τηρήσεως των δεσμεύσεων στον τομέα χρησιμοποιήσεως λιπασμάτων στο πλαίσιο πολλών ανακοινώσεων και συσκέψεων μεταξύ Επιτροπής και ελληνικών αρχών. Ειδικότερα, όσον αφορά την όλη αλληλουχία στην οποία εντάσσεται η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι ελληνικές αρχές είχαν επίγνωση του αντικειμένου των αιτιάσεων της Επιτροπής και, επομένως, ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν λυσιτελώς την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, οπότε δεν ήταν απαραίτητη μια λεπτομερέστερη αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψεις 37 και 38 ανωτέρω).

110    Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των παρατηρήσεων αυτών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 27, παράγραφος 3, του κανονισμού 1974/2006 ούτε το άρθρο 10 του κανονισμού 1975/2006 όταν έκρινε ότι οι οπτικοί έλεγχοι της χρησιμοποιήσεως λιπασμάτων δεν ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις της κανονιστικής ρυθμίσεως της Ένωσης σχετικά με την οργάνωση αποτελεσματικού συστήματος ελέγχου (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Λιθουανία κατά Επιτροπής, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:T:2015:113, σκέψη 106).

111    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

112    Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου, που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατά βάση, ότι η δημοσιονομική διόρθωση 5 % είναι δυσανάλογα αυστηρή έναντι της προβαλλομένης παραβάσεως και βαίνει πέραν του πρόσφορου και αναγκαίου μέτρου για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

113    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της αναλογικότητας, που τίθεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ, περιλαμβάνεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και απαιτεί να είναι τα προβλεπόμενα από διάταξη του δικαίου της Ένωσης μέσα πρόσφορα για την υλοποίηση των νομίμως επιδιωκομένων από την οικεία ρύθμιση σκοπών και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (βλ. απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑426/08, EU:T:2012:526, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, βάσει της αρχής της αναλογικότητας, σε περίπτωση παραβάσεως υποχρεώσεως της οποίας η τήρηση έχει θεμελιώδη σημασία για την εύρυθμη λειτουργία οποιουδήποτε συστήματος της Ένωσης, η επιβαλλόμενη κύρωση μπορεί να συνίσταται στην απώλεια δικαιώματος προβλεπομένου από τη νομοθεσία της Ένωσης, όπως είναι το δικαίωμα χρηματοδοτικής συνδρομής (αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2002, Sgaravatti Mediterranea κατά Επιτροπής, T‑199/99, Συλλογή, EU:T:2002:228, σκέψεις 134 και 135, και της 19ης Νοεμβρίου 2008, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑404/05, EU:T:2008:510, σκέψη 89).

114    Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 31, παράγραφος 2, του κανονισμού 1290/2005, η Επιτροπή εκτιμά τα ποσά που πρέπει να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, τη φύση και τη σοβαρότητα της παραβάσεως και, αφετέρου, την οικονομική ζημία που προκλήθηκε στην Ένωση (απόφαση Λιθουανία κατά Επιτροπής, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:T:2015:113, σκέψη 110).

115    Συναφώς, οι κατευθυντήριες γραμμές για την επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων, όπως ορίζονται από την Επιτροπή στο έγγραφο VI/5330/97, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τίτλο «Υπολογισμός των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την Εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τομέας Εγγυήσεων», προβλέπουν διόρθωση 5 % όταν όλοι οι βασικοί έλεγχοι διενεργούνται μεν, αλλά όχι στον αριθμό, συχνότητα ή βάθος που απαιτείται από τους κανονισμούς, οπότε ευλόγως μπορεί να συναχθεί ότι οι έλεγχοι αυτοί δεν παρέχουν το αναμενόμενο επίπεδο εξασφαλίσεως της κανονικότητας των σχετικών αιτήσεων και ότι ο κίνδυνος ζημίας για τον προϋπολογισμό της Ένωσης είναι σημαντικός (απόφαση Λιθουανία κατά Επιτροπής, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:T:2015:113, σκέψη 111).

116    Εν προκειμένω, από το σημείο 17.3.4 της συνοπτικής εκθέσεως που συνόδευε την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η κατ’ αποκοπήν διόρθωση 5 % στηρίζεται στις ανεπάρκειες βασικών ελέγχων, που προκύπτουν, κατ’ ουσίαν, από το γεγονός ότι οι έλεγχοι του σχετικού με τη χρησιμοποίηση λιπασμάτων κριτηρίου ήταν κυρίως οπτικοί.

117    Στη συνέχεια, όσον αφορά τη σημασία του οικονομικού κινδύνου τον οποίο ενέχει η έλλειψη ελέγχου των μέτρων που συνδέονται με το κριτήριο της χρησιμοποιήσεως λιπασμάτων, πρέπει να εξακριβωθεί αν η εν λόγω έλλειψη δημιουργούσε κίνδυνο ζημίας για τον προϋπολογισμό της Ένωσης, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής, όπως αυτές προκύπτουν από το έγγραφο VI/5330/97.

118    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, καίτοι εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων της Ένωσης, εντούτοις, όταν αποδεικνύεται η παράβαση αυτή, εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει, ενδεχομένως, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τις απορρέουσες εξ αυτής οικονομικές συνέπειες (απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑5/03, Συλλογή, EU:C:2005:426, σκέψη 38).

119    Εντούτοις, εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία απλώς διατείνεται, κατά βάση, ότι η έλλειψη την οποία προέβαλε η Επιτροπή είναι ανεπαρκώς θεμελιωμένη. Τα επιχειρήματα αυτά όμως απορρίφθηκαν ήδη στις σκέψεις 106 έως 111 ανωτέρω.

120    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι ως άνω δεσμεύσεις δεν αφορούν οπωσδήποτε το σύνολο των προγραμμάτων του σχετικού γεωργοπεριβαλλοντικού μέτρου, αλλά αποτελούν τμήμα των αναληφθεισών και ελεγκτέων δεσμεύσεων των μετεχόντων σε κάθε πρόγραμμα, και αυτό πρέπει επίσης να απορριφθεί. Πρώτον, η επιλεγείσα από την Επιτροπή μέθοδος της επιβολής κατ’ αποκοπήν διορθώσεων δεν μπορεί να λογίζεται ως μηχανισμός ο οποίος αντιβαίνει αυτός καθαυτόν προς την αρχή της αναλογικότητας. Πράγματι, η δυνατότητα επιλογής της μεθόδου αυτής, σε περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατό να εκτιμηθούν επακριβώς οι ζημίες σε βάρος της Ένωσης, έχει γίνει δεκτή από τη νομολογία (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, C‑346/00, Συλλογή, EU:C:2003:474, σκέψη 53, και Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 102 ανωτέρω, EU:C:2008:247, σκέψη 136). Δεύτερον, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει αντικειμενικά στοιχεία που να μπορούν να αποδείξουν ότι η πλημμέλεια που εντόπισε η Επιτροπή, όσον αφορά την επαλήθευση της τηρήσεως των δεσμεύσεων στον τομέα της χρησιμοποιήσεως λιπασμάτων, δεν ήταν τόσο σοβαρή όσο φαινόταν ή ότι ο υπαρκτός κίνδυνος ζημίας ήταν μικρότερος από το ποσό της επιβληθείσας διορθώσεως.

121    Συνεπώς, η επιβολή ποσοστού δημοσιονομικής διορθώσεως ύψους 5 % δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας.

122    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

123    Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

124    Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί καθόσον στηρίζεται στον πρώτο, τον δεύτερο και τον τέταρτο λόγο. Αντιθέτως, η προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή κατά το μέρος που στηρίζεται στον τρίτο λόγο, οπότε η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που επιβάλλει στην Ελληνική Δημοκρατία δημοσιονομική διόρθωση 2 % όσον αφορά τα επιμέρους γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα «Βιολογική γεωργία» και «Βιολογική κτηνοτροφία».

 Επί των δικαστικών εξόδων

125    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των δικαστικών εξόδων. Εν προκειμένω, κάθε διάδικος πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την εκτελεστική απόφαση 2013/214/ΕΕ της Επιτροπής, της 2ας Μαΐου 2013, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), κατά το μέρος που επιβάλλει στην Ελληνική Δημοκρατία δημοσιονομική διόρθωση 2 % όσον αφορά τα επιμέρους γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα «Βιολογική γεωργία» και «Βιολογική κτηνοτροφία».

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Η Ελληνική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Παπασάββας

Forwood

Bieliūnas

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Σεπτεμβρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.