Language of document : ECLI:EU:T:2023:398

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2023 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Τελική έκθεση της έρευνας της OLAF σχετικά με την εκτέλεση συμβάσεως παροχής υπηρεσιών χρηματοδοτούμενης από το ΕΤΑ – Άρνηση παροχής προσβάσεως – Εξαίρεση σχετική με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων – Εξαίρεση που αφορά την προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Γενικό τεκμήριο – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑377/21,

Eurecna SpA, με έδρα τη Βενετία (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον R. Sciaudone, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την C. Ehrbar και τον A. Spina,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Truchot, πρόεδρο, R. Frendo και T. Perišin (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: V. Di Bucci

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα για τον καθορισμό ημερομηνίας διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, ήτοι η Eurecna SpA, ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) της 26ης Απριλίου 2021, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση παροχής προσβάσεως της προσφεύγουσας στην τελική έκθεση της OLAF και στα παραρτήματά της, κατόπιν της έρευνας OC/2019/0766/B4 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα είναι εταιρία που δραστηριοποιείται στον τομέα της παροχής υπηρεσιών πληροφορικής.

3        Τον Απρίλιο του 2014 ο Σύνδεσμος των υπερποντίων χωρών και εδαφών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (OCTA) υπέγραψε με την προσφεύγουσα, ως συντονίστρια εταιρία, τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών FED/2014/341-873, με τίτλο «Εδαφικές στρατηγικές για την καινοτομία (ΕΣΚ)» (στο εξής: σύμβαση), αρχικού ύψους 2 900 600 ευρώ, και χρονικό διάστημα εκτελέσεως από τις 29 Απριλίου 2014 έως τις 28 Απριλίου 2020. Η εν λόγω σύμβαση χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης (ΕΤΑ) και είχε ως γενικούς στόχους την ενίσχυση της βιώσιμης αναπτύξεως και της οικονομικής διαφοροποιήσεως μέσω καινοτόμων λύσεων, καθώς και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των υπερπόντιων χωρών και εδαφών σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο.

4        Για την εκτέλεση της συμβάσεως η προσφεύγουσα προσέλαβε διάφορους συνεργάτες, μεταξύ των οποίων και έναν επικεφαλής ομάδας ανώτερων εμπειρογνωμόνων αριθ. 1.

5        Στις 25 Απριλίου 2019, ο εν λόγω επικεφαλής ομάδας απέστειλε έγγραφο στον OCTA και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με το οποίο τους πληροφορούσε ότι η προσφεύγουσα δεν του είχε καταβάλει την αμοιβή του για την εργασία που είχε παράσχει μεταξύ 2015 και 2018, ήτοι ποσόν ύψους 430 326,23 ευρώ.

6        Τον Αύγουστο του 2019 η Επιτροπή όρισε μια ελεγκτική εταιρία (στο εξής: ανεξάρτητος ελεγκτής) για τη διεξαγωγή ανεξάρτητης έρευνας αναφορικά με την ακρίβεια και την κανονικότητα των εκθέσεων που είχε αποστείλει η προσφεύγουσα μεταξύ της 29ης Απριλίου 2014 και της 30ής Απριλίου 2019. Επίσης, κάλεσε την OLAF να προβεί σε ελέγχους στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της σχετικά με ενδεχόμενη ύπαρξη απάτης, δωροδοκίας ή οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας ικανής να βλάψει τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

7        Στις 15 Ιουνίου 2020 ο ανεξάρτητος ελεγκτής παρέδωσε την τελική του έκθεση, κατά την οποία κρινόταν ως μη επιλέξιμο για χρηματοδότηση από το ΕΤΑ ποσόν ύψους 504 434,68 ευρώ. Το ποσόν αυτό αντιστοιχούσε, αφενός, σε ποσό ύψους 2 034,68 ευρώ και αφορούσε διάφορες δαπάνες για τις οποίες έλειπαν ή ήταν ανεπαρκή τα σχετικά δικαιολογητικά και, αφετέρου, σε ποσό ύψους 502 400 ευρώ, λόγω μη έκδοσης τιμολογίων για τις αμοιβές των συνεργατών της προσφεύγουσας και λόγω διαφορών μεταξύ των ωρών εργασίας που είχαν δηλωθεί από τους εν λόγω συνεργάτες και των ωρών εργασίας που είχε δηλώσει η προσφεύγουσα στον OCTA.

8        Την 1η Ιουλίου 2020 η OLAF ανακοίνωσε την έναρξη της υπ’ αριθ. OC/2019/0766/B4 έρευνας κατά της προσφεύγουσας λόγω των παρατυπιών που φέρεται να είχαν σημειωθεί κατά την εκτέλεση της συμβάσεως.

9        Με έγγραφο της 4ης Δεκεμβρίου 2020, η OLAF ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι η έρευνα OC/2019/0766/B4 είχε περατωθεί και ότι η τελική έκθεση της έρευνας είχε διαβιβαστεί στην εισαγγελία Βενετίας (Ιταλία) και στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) Διεθνούς Συνεργασίας και Αναπτύξεως της Επιτροπής, προκειμένου να ληφθούν τα ακόλουθα μέτρα: αφενός, έναρξη ποινικής έρευνας για πιθανή απάτη διαπραχθείσα μέσω ανακριβών αναφορών επαληθεύσεως δαπανών με σκοπό την είσπραξη αχρεώστητων πληρωμών από τον OCTA και, αφετέρου, ανάκτηση ποσού ύψους 504 434,68 ευρώ, εγγραφή της προσφεύγουσας στη βάση δεδομένων του συστήματος έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού (EDES) και αξιολόγηση της σκοπιμότητας επιβολής οικονομικών κυρώσεων σύμφωνα με το άρθρο 10 των γενικών όρων που εφαρμόζονται στη σύμβαση.

10      Στις 22 Ιανουαρίου 2021 η προσφεύγουσα υπέβαλε στην OLAF αίτημα δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), προκειμένου να της επιτραπεί η πρόσβαση στην τελική έκθεση της έρευνας OC/2019/0766/B4 της OLAF και στα παραρτήματά της (στο εξής: ζητηθέντα έγγραφα).

11      Στις 3 Μαρτίου 2021 η OLAF αρνήθηκε την παροχή προσβάσεως στα ζητηθέντα έγγραφα.

12      Στις 10 Μαρτίου 2021 η προσφεύγουσα υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως στα ζητηθέντα έγγραφα (στο εξής: επιβεβαιωτική αίτηση) δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού 1049/2001.

13      Με έγγραφο προκαταρκτικής ενημερώσεως της 11ης Μαρτίου 2021, η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι είχε κινήσει, δυνάμει της τελικής εκθέσεως του ανεξάρτητου ελεγκτή, τη διαδικασία ανακτήσεως ποσού ύψους 417 234,68 ευρώ και την κάλεσε να υποβάλει παρατηρήσεις εντός προθεσμίας 30 ημερών, εφόσον το επιθυμούσε.

14      Στις 26 Απριλίου 2021 η OLAF εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απέρριψε την επιβεβαιωτική αίτηση που προαναφέρθηκε στη σκέψη 12.

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει τα ζητηθέντα έγγραφα·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως

17      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα αναπτύσσει έξι λόγους, με τον πρώτο εκ των οποίων προβάλλεται νομικό σφάλμα σχετικά με τις συνέπειες που επάγεται η πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα, με τον δεύτερο παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 σχετικά με την εξαίρεση η οποία αφορά την προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, με τον τρίτο παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 σχετικά με την εξαίρεση που αφορά την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου καθώς και της αρχής της αναλογικότητας, με τον τέταρτο παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 σχετικά με τη μερική πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα, με τον πέμπτο παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, με τον έκτο, νομικό σφάλμα το οποίο απορρέει από τη μη αναγνώριση από την OLAF των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας ως ζήτημα υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001.

18      Δεδομένου ότι κατά πάγια νομολογία η έλλειψη ή η ανεπάρκεια αιτιολογίας αποτελεί περίπτωση παραβάσεως ουσιώδους τύπου κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και συνιστά λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως τον οποίο ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, αναλόγως της περιπτώσεως, να ερευνά αυτεπαγγέλτως (βλ. αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2017, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑279/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:461, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 3ης Μαΐου 2018, Μάλτα κατά Επιτροπής, T‑653/16, EU:T:2018:241, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), πρέπει να εξεταστεί ο πέμπτος λόγος, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

19      Με τον λόγο αυτόν, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη καθόσον, στα σημεία 4 και 5, η OLAF κάνει αναφορά στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 σχετικά με τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του οργάνου χωρίς να επεξηγεί τη λυσιτέλεια της συγκεκριμένης εξαιρέσεως υπό το πρίσμα του περιεχομένου της αναφοράς της OLAF. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, εξ αυτού του λόγου, δεν δύναται να ασκήσει το δικαίωμά της να αμφισβητήσει, βάσει του περιεχομένου της εκθέσεως της OLAF, τη δυνατότητα επικλήσεως της εξαιρέσεως αυτής και ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ασκήσει δικαστικό έλεγχο επί των λόγων για τους οποίους η OLAF επικαλέστηκε το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001.

20      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

21      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η απαιτούμενη κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει, αφενός, να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και, αφετέρου, να προκύπτει από αυτή σαφώς και χωρίς περιθώριο αμφιβολίας η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να καθίσταται δυνατόν στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το σχετικό μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της προκειμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να προσδιορίζονται στην αιτιολογία όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων πρέπει να εξετάζεται με γνώμονα όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν τον σχετικό τομέα (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2020, Ουγγαρία κατά Επιτροπής, C‑456/18 P, EU:C:2020:421, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 3ης Μαΐου 2018, Μάλτα κατά Επιτροπής, T‑653/16, EU:T:2018:241, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22      Ωστόσο, έλλειψη αιτιολογίας μπορεί να διαπιστωθεί ακόμη και όταν η επίμαχη απόφαση περιέχει ορισμένα στοιχεία αιτιολογίας. Αντιφατική ή ακατανόητη αιτιολογία ισοδυναμεί με έλλειψη αιτιολογίας. Το ίδιο ισχύει όταν τα στοιχεία αιτιολογίας της επίμαχης αποφάσεως είναι τόσο αποσπασματικά ώστε να μην παρέχουν καμία δυνατότητα στον αποδέκτη της, στο πλαίσιο της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, να κατανοήσει τη συλλογιστική του συντάκτη της (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Di Bernardo, C‑114/19 P, EU:C:2020:457, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι όταν θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός της Ένωσης που έχει επιληφθεί αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφο αποφασίζει να απορρίψει την αίτηση βάσει μιας από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, οφείλει, κατ’ αρχήν, να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η πρόσβαση στο επίμαχο έγγραφο μπορεί να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον που προστατεύεται με την εν λόγω εξαίρεση, ο δε κίνδυνος μιας τέτοιας προσβολής πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2020, MSD Animal Health Innovation και Intervet international κατά EMA, C‑178/18 P, EU:C:2020:24, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24      Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι προκειμένου ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης να εκτιμήσει αίτηση παροχής προσβάσεως σε έγγραφα τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του, δύναται να λάβει υπόψη διάφορους λόγους αρνήσεως που μνημονεύονται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 (απόφαση της 28ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, C‑404/10 P, EU:C:2012:393, σκέψη 113).

25      Παράλληλα, υπενθυμίζεται ότι, σε περίπτωση πολλαπλής αιτιολογίας, ακόμη και αν ένας από τους λόγους της προσβαλλομένης πράξεως είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένος, το ελάττωμα αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της οικείας πράξεως, εάν ο άλλος λόγος ή οι λοιποί λόγοι παρέχουν αφ’ εαυτών επαρκή αιτιολόγηση (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Pethke κατά EUIPO, T‑169/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:135, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Πλην όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι το εν λόγω θεσμικό ή άλλο όργανο ή ο εν λόγω οργανισμός επιτρέπεται να στηρίζεται σε γενικά τεκμήρια τα οποία ισχύουν για ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι παρεμφερείς εκτιμήσεις γενικού χαρακτήρα ενδέχεται να έχουν εφαρμογή επί αιτήσεων γνωστοποιήσεως που αφορούν έγγραφα της ίδιας φύσεως (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2020, MSD Animal Health Innovation και Intervet international κατά EMA, C‑178/18 P, EU:C:2020:24, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Ο σκοπός των τεκμηρίων αυτών έγκειται, επομένως, στη δυνατότητα του εμπλεκόμενου θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης να κρίνει ότι η γνωστοποίηση ορισμένων κατηγοριών εγγράφων θίγει, κατ’ αρχήν, το συμφέρον που προστατεύεται με την εξαίρεση την οποία επικαλείται, στηριζόμενο σε τέτοιες γενικές εκτιμήσεις, χωρίς να υποχρεούται να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση καθενός από τα ζητηθέντα έγγραφα (βλ. απόφαση 22ας Ιανουαρίου 2020, MSD Animal Health Innovation και Intervet international κατά EMA, C‑178/18 P, EU:C:2020:24, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι απόφαση αρνήσεως γνωστοποιήσεως ενός εγγράφου με την αιτιολογία ότι το εν λόγω έγγραφο καλύπτεται από γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας είναι επαρκώς αιτιολογημένη κατά νόμον όταν η αιτιολογία της αποφάσεως επιτρέπει στον αποδέκτη της να κατανοήσει αφενός, ότι το οικείο θεσμικό όργανο επικαλείται την εμπιστευτικότητα από την οποία καλύπτεται το επίμαχο έγγραφο προκειμένου να αρνηθεί τη γνωστοποίησή του και, αφετέρου, ότι πρόκειται για έγγραφο το οποίο καλύπτεται από αυτό το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας [πρβλ. αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2019, ΕΚΤ κατά Espírito Santo Financial (Πορτογαλία), C‑442/18 P, EU:C:2019:1117, σκέψη 55, και της 21ης Οκτωβρίου 2020, ΕΚΤ κατά Estate of Espírito Santo Financial Group, C‑396/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:845, σκέψη 62].

29      Ο υπό κρίση λόγος πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των αρχών και της νομολογίας που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 21 έως 28 ανωτέρω.

30      Εν προκειμένω, η κύρια αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως βασίζεται στο γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας του οποίου απολαύουν τα έγγραφα σχετικά με τις έρευνες της OLAF δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Ειδικότερα, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η OLAF έκρινε ότι τα ζητηθέντα έγγραφα καλύπτονταν από την εξαίρεση που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, κατά την οποία τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου. Επίσης, η OLAF έκρινε ότι τα ζητηθέντα έγγραφα καλύπτονταν από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, και, εν μέρει, από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, δυνάμει της οποίας δεν παρέχεται πρόσβαση σε έγγραφο στην περίπτωση που η γνωστοποίησή του θα έθιγε την ιδιωτική ζωή και την ακεραιότητα του ατόμου.

 Επί της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον αυτή βασίζεται στην προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου

31      Η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 επιτρέπει στα θεσμικά όργανα να αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο η γνωστοποίηση του οποίου θα μπορούσε να θίξει την προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου.

32      Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι η OLAF μπορεί βασίμως να επικαλεστεί το γενικό τεκμήριο υπονομεύσεως του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, προκειμένου να αρνηθεί τη γνωστοποίηση εγγράφων που αφορούν μια έρευνα όταν αυτή είναι σε εξέλιξη ή μόλις περατώθηκε και εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν ακόμα αποφασίσει, εντός εύλογης προθεσμίας, τη συνέχεια που θα δοθεί στην καταρτισθείσα έκθεση έρευνας (βλ. απόφαση της 1ης Σεπτεμβρίου 2021, Homoki κατά Επιτροπής, T‑517/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:529, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Ειδικότερα, εφόσον οι έρευνες και οι επιθεωρήσεις συνεχίζονται, οι διάφορες ενέργειες έρευνας ή επιθεωρήσεως ενδέχεται να εξακολουθούν να καλύπτονται από την εξαίρεση για την προστασία των διαδικασιών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, έστω και αν μια συγκεκριμένη έρευνα ή επιθεώρηση έχει περατωθεί με την κατάρτιση εκθέσεως στην οποία ζητείται πρόσβαση (βλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2006, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑391/03 και T‑70/04, EU:T:2006:190, σκέψη 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Ωστόσο, αν γινόταν δεκτό ότι τα διάφορα έγγραφα που αφορούν επιθεώρηση, έρευνα ή οικονομικό έλεγχο καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 ενόσω δεν έχει ακόμη αποφασιστεί η συνέχεια που θα δοθεί στις διαδικασίες αυτές, η πρόσβαση στα έγγραφα θα εξηρτάτο από αβέβαιο γεγονός, που ενδεχομένως θα συμβεί στο απώτερο μέλλον και του οποίου η επέλευση εξαρτάται από την ταχύτητα και την επιμέλεια με την οποία θα ενεργήσουν διάφορες εθνικές αρχές (απόφαση της 6ης Ιουλίου 2006, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑391/03 και T‑70/04, EU:T:2006:190, σκέψη 111).

35      Μια τέτοια λύση θα ήταν αντίθετη στον σκοπό που συνίσταται στο να διασφαλίζεται η πρόσβαση του κοινού σε έγγραφα σχετικά με τυχόν παρατυπίες στην οικονομική διαχείριση, ώστε οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν με πιο αποτελεσματικό τρόπο τη νομιμότητα της ασκήσεως της δημόσιας εξουσίας (βλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2006, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑391/03 και T‑70/04, EU:T:2006:190, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Συναφώς, προκύπτει από τη νομολογία ότι το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας των εγγράφων που αφορούν τις έρευνες της OLAF ισχύει έως ότου οι αρχές στις οποίες απευθύνεται η τελική έκθεση έρευνας της OLAF αποφασίσουν τη συνέχεια που θα δοθεί στην έκθεση αυτή, εκφράζοντας την πρόθεση είτε να εκδώσουν πράξεις επαχθείς για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είτε να μην προβούν στην έκδοση τέτοιων πράξεων. Ωστόσο, εάν κατά την ημερομηνία κατά την οποία το θεσμικό όργανο στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα παροχής προσβάσεως οφείλει να απαντήσει στο υποβληθέν αίτημα οι εν λόγω αρχές δεν έχουν εκδηλώσει καμία πρόθεση, η διάρκεια ισχύος του γενικού τεκμηρίου εμπιστευτικότητας των εγγράφων που αφορούν τις έρευνες της OLAF δεν μπορεί να υπερβαίνει μια εύλογη προθεσμία η οποία τρέχει από την ημερομηνία κατά την οποία η OLAF διαβίβασε στις αρχές την εν λόγω έκθεση (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2016, International Management Group κατά Επιτροπής, T‑110/15, EU:T:2016:322, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Σεπτεμβρίου 2021, Homoki κατά Επιτροπής, T‑517/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:529, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Υπό το πρίσμα της ανωτέρω νομολογίας πρέπει να εκτιμηθεί κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη στο μέτρο που βασίζεται σε γενικό τεκμήριο του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1049/2001.

38      Ειδικότερα, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 28 ανωτέρω, πρέπει να κριθεί αν η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως παρείχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει, αφενός, ότι η Επιτροπή επικαλούνταν την εμπιστευτικότητα των ζητηθέντων εγγράφων προκειμένου να αρνηθεί τη γνωστοποίησή τους και, αφετέρου, ότι επρόκειτο για έγγραφα τα οποία καλύπτονταν από αυτό το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας.

39      Εν προκειμένω, πρώτον, διαπιστώνεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση επισημαίνεται ότι, κατά την εκτίμηση της OLAF, τα ζητηθέντα έγγραφα καλύπτονταν από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, λόγω της υπάρξεως αναγνωρισμένου από τη νομολογία γενικού τεκμηρίου περί μη προσβάσεως στα έγγραφα σχετικά με τις έρευνες της OLAF.

40      Κατά συνέπεια, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως παρείχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει ότι η OLAF επικαλούνταν το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας από το οποίο μπορούν να καλύπτονται τα έγγραφα που αφορούν τις έρευνες της OLAF, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, προκειμένου να αρνηθεί τη γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων.

41      Δεύτερον, καίτοι η προσβαλλόμενη απόφαση επισημαίνει ότι τα ζητηθέντα έγγραφα αποτελούν μέρος του φάκελου έρευνας OC/2019/0766 της OLAF, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, στο σημείο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως η OLAF απλώς επισημαίνει, αφενός, ότι η προαναφερθείσα έρευνα περατώθηκε τον Δεκέμβριο του 2020 και, αφετέρου, ότι η τελική της έκθεση διαβιβάστηκε στην εισαγγελία Βενετίας και στην Επιτροπή, συνοδευόμενη από συστάσεις περί τυχόν επακόλουθων ενεργειών. Ομοίως, στο σημείο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως επισημαίνεται ότι η τελική σύσταση της OLAF διαβιβάστηκε στις αρμόδιες αρχές της Επιτροπής και στις εθνικές δικαστικές αρχές και ότι, εάν οι εν λόγω αρχές σκοπεύουν να επιβάλουν κύρωση εις βάρος προσώπου κατά του οποίου στρεφόταν η έρευνα, θα πρέπει να του παράσχουν πρόσβαση στην τελική έκθεση της OLAF, ώστε να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του άμυνας.

42      Ωστόσο, πρώτον, διαπιστώνεται ότι στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μνημονεύεται το υπομνησθέν στη σκέψη 13 ανωτέρω γεγονός, ήτοι ότι, πριν από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή απηύθυνε στις 11 Μαρτίου 2021 στην προσφεύγουσα έγγραφο προκαταρκτικής ενημερώσεως, για την ανάκτηση ποσού ύψους 417 234,68 ευρώ, με το οποίο την καλούσε να υποβάλει παρατηρήσεις εντός προθεσμίας 30 ημερών, εφόσον το επιθυμούσε.

43      Πλην όμως, μετά τη διαβίβαση της εκθέσεως της OLAF, η Επιτροπή κίνησε κατά της προσφεύγουσας τη διαδικασία ανακτήσεως του μεγαλύτερου μέρους των ποσών που είχαν καταβληθεί και κρίθηκαν μη επιλέξιμα βάσει της τελικής εκθέσεως του ανεξάρτητου ελεγκτή, η δε κίνηση της διαδικασίας αυτής δύναται να θεωρηθεί ως επακόλουθη ενέργεια κάποιας εκ των συστάσεων της εκθέσεως της OLAF και, κατά συνέπεια, ως απόφαση που σηματοδοτεί την περάτωση της έρευνας κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 32 ανωτέρω.

44      Λαμβανομένης υπόψη της σιωπής της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του ζητήματος αυτού, δύναται να συναχθεί ότι η OLAF θεώρησε ότι το έγγραφο προκαταρκτικής ενημερώσεως που απεστάλη στην προσφεύγουσα στις 11 Μαρτίου 2021 δεν είχε ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα την περάτωση της έρευνας.

45      Εντούτοις, οι λόγοι μιας τέτοιας ερμηνείας δεν προκύπτουν από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

46      Επομένως, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε στην προσβαλλόμενη απόφαση αν θεωρούσε ότι η επιστολή προκαταρκτικής ενημερώσεως που απευθυνόταν στην προσφεύγουσα αποτελούσε επακόλουθη ενέργεια της εκθέσεως έρευνας της OLAF και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, τους λόγους για τους οποίους η διαβίβαση της εν λόγω εκθέσεως στην εισαγγελία Βενετίας είχε ως αποτέλεσμα να εξακολουθήσει η εν λόγω έκθεση να καλύπτεται από το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας.

47      Δεύτερον, σύμφωνα με την ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως που μνημονεύθηκε στη σκέψη 44 ανωτέρω, δύναται να συναχθεί ότι η OLAF θεώρησε ότι, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι αρχές στις οποίες απευθυνόταν η τελική της έκθεση δεν είχαν ακόμη αποφασίσει, εντός εύλογης προθεσμίας, για τη συνέχεια που έπρεπε να δοθεί στην έκθεση έρευνας.

48      Πλην όμως, πρέπει να επισημανθεί ότι η OLAF δεν μνημόνευσε στην προσβαλλόμενη απόφαση την ακριβή ημερομηνία διαβιβάσεως της τελικής της εκθέσεως στην Επιτροπή και στην εισαγγελία Βενετίας.

49      Είναι γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 9 ανωτέρω, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε γι’ αυτή τη διαβίβαση με έγγραφο της Επιτροπής της 4ης Δεκεμβρίου 2020.

50      Εντούτοις, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 32 ανωτέρω, τα έγγραφα που αφορούν έρευνα της OLAF η οποία μόλις περατώθηκε καλύπτονται από το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 εφόσον οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν ακόμη αποφασίσει για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην αντίστοιχη έκθεση έρευνας μόνον υπό την προϋπόθεση ότι, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αρνήσεως γνωστοποιήσεως των εν λόγω εγγράφων, το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη διαβίβαση της εκθέσεως της OLAF στις αρμόδιες αρχές δεν δύναται να θεωρηθεί μη εύλογο.

51      Επομένως, εν προκειμένω, για να μπορεί να αντιτάξει στην προσφεύγουσα ότι τα ζητηθέντα έγγραφα ενέπιπταν, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας από το οποίο μπορούν να καλύπτονται τα έγγραφα που αφορούν τις έρευνές της, η OLAF όφειλε, στην αιτιολογία της οικείας αποφάσεως, να λάβει θέση επί του ζητήματος αν έπρεπε να θεωρηθεί εύλογο το χρονικό διάστημα που είχε μεσολαβήσει μεταξύ της ημερομηνίας διαβιβάσεως της εκθέσεώς της στην Επιτροπή και στην εισαγγελία Βενετίας και της ημερομηνίας εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

52      Εξάλλου, μολονότι δύναται να συναχθεί ότι η OLAF έκρινε ότι, εν προκειμένω, δεν ήταν μη εύλογο το χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει από τη διαβίβαση της τελικής εκθέσεώς της στην Επιτροπή και στην εισαγγελία Βενετίας, οι λόγοι της ερμηνείας αυτής δεν προκύπτουν από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

53      Επομένως, διαπιστώνεται ότι, ελλείψει των πληροφοριών που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 41 έως 52 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση, από την ανάγνωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους η OLAF, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, θεωρούσε ότι τα ζητηθέντα έγγραφα καλύπτονταν από το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας του οποίου μπορούσαν να απολαύουν τα έγγραφα που αφορούν τις έρευνές της.

54      Τρίτον, λόγω της ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει το βάσιμο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, ούτε, επομένως, να ασκήσει τον σχετικό έλεγχο νομιμότητας, στο μέτρο που η συγκεκριμένη διάταξη αποτελεί το βασικό έρεισμα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

55      Συγκεκριμένα, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι η OLAF δεν απέδειξε την ύπαρξη τεκμηρίου εμπιστευτικότητας των ζητηθέντων εγγράφων δυνάμει της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, και ότι έπρεπε να της είχε παράσχει πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα, δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε δηλώσει, με το έγγραφο προκαταρκτικής ενημερώσεως της 11ης Μαρτίου 2021, την πρόθεσή της να προβεί στην ανάκτηση του ποσού των 417 234,68 ευρώ κατά τρόπο ο οποίος φέρεται να είναι παράτυπος.

56      Στο υπόμνημα αντικρούσεως, η Επιτροπή αμφισβήτησε τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας που καλύπτει τις τελικές εκθέσεις της OLAF ισχύει για όσο διάστημα βρίσκονται σε εξέλιξη ενέργειες σε συνέχεια των ερευνών της OLAF και ότι, όσον αφορά τις ιταλικές δικαστικές αρχές, αυτές αναμφίβολα διενεργούσαν τέτοιου είδους ενέργειες κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

57      Εντούτοις, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 41 έως 46 ανωτέρω, δεν προκύπτει από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η OLAF, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι οι συστάσεις της τελικής εκθέσεως έρευνας είχαν οδηγήσει σε επακόλουθες ενέργειες τόσο εκ μέρους της Επιτροπής όσο και εκ μέρους της εισαγγελίας Βενετίας. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μνημονεύει ούτε την επιστολή προκαταρκτικής ενημερώσεως της 11ης Μαρτίου 2021 ούτε την ενδεχόμενη έναρξη έρευνας από την εισαγγελία Βενετίας.

58      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι δεν υφίσταται ούτε δικαίωμα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να διορθώσουν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης τις ανεπαρκώς αιτιολογημένες αποφάσεις τους ούτε υποχρέωση του τελευταίου να λαμβάνει υπόψη, προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον τηρήθηκε η υποχρέωση αιτιολογήσεως, τις συμπληρωματικές εξηγήσεις τις οποίες παρέχει ο συντάκτης της επίμαχης πράξεως μόλις κατά τη διάρκεια της δίκης. Ένα τέτοιο νομικό καθεστώς θα ενείχε τον κίνδυνο να καταστήσει ασαφή την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Διοικήσεως και του δικαστή της Ένωσης, να αποδυναμώσει τον έλεγχο νομιμότητας και να υπονομεύσει την άσκηση του δικαιώματος προσφυγής (απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Di Bernardo, C‑114/19 P, EU:C:2020:457, σκέψη 58).

59      Εξάλλου, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι οι συμπληρωματικές εξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της δίκης μπορούν να εκληφθούν όχι ως συμπληρωματική αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά ως αναγκαίες διευκρινίσεις προκειμένου να γίνει πλήρως κατανοητή η ανάλυση στην οποία στηρίζεται η συλλογιστική της OLAF, υπό το πρίσμα της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ούτε έλαβε θέση επί του ζητήματος αν το έγγραφο προκαταρκτικής ενημερώσεως της 11ης Μαρτίου 2021 συνιστούσε επακόλουθη ενέργεια η οποία συνεπαγόταν την περάτωση της έρευνας ούτε, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους απλώς και μόνον η κοινοποίηση της εκθέσεως της OLAF στην εισαγγελία Βενετίας είχε ως αποτέλεσμα να εξακολουθήσει η έκθεση αυτή να καλύπτεται από το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας. Τέλος, η Επιτροπή δεν έλαβε θέση, στα δικόγραφά της, ούτε επί του ζητήματος αν, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, είχε παρέλθει εύλογος χρόνος από τη διαβίβαση των ζητηθέντων εγγράφων στην Επιτροπή και στην εισαγγελία Βενετίας.

60      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει αν, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η OLAF μπορούσε νομίμως να στηριχθεί στο γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας το οποίο μπορεί να καλύπτει τα σχετικά με τις έρευνές της έγγραφα, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

61      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη καθόσον βασίζεται στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

 Επί της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον αυτή βασίζεται στην προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων

62      Όσον αφορά την εξαίρεση σχετικά με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, το άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 προβλέπει ότι «[π]ροκειμένου περί εγγράφου που συντάχθηκε από ένα θεσμικό όργανο για εσωτερική χρήση ή που έχει παραληφθεί από ένα θεσμικό όργανο, και το οποίο σχετίζεται με θέμα επί του οποίου δεν έχει αποφασίσει, το εν λόγω θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον».

63      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, «ένα θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του σχετικού θεσμικού οργάνου, ακόμη και αφού έχει ληφθεί η απόφαση, εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον».

64      Επομένως, το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 επιτρέπει την άρνηση παροχής προσβάσεως μόνο σε μέρος των εσωτερικών εγγράφων, ήτοι εγγράφων που περιέχουν απόψεις προοριζόμενες για εσωτερική χρήση στο πλαίσιο προκαταρκτικών συσκέψεων και διαβουλεύσεων εντός του οικείου θεσμικού οργάνου, ακόμη και αφότου έχει ληφθεί η απόφαση, σε περίπτωση κατά την οποία η δημοσιοποίησή τους θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του εν λόγω θεσμικού οργάνου (βλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Strack κατά Επιτροπής, T‑392/07, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:8, σκέψη 235).

65      Επομένως, η εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 από θεσμικό όργανο στο οποίο έχει υποβληθεί αίτηση παροχής προσβάσεως σε έγγραφο προϋποθέτει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο εξηγεί τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, η περάτωση της διαδικασίας δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να παραμένει δικαιολογημένη η άρνηση προσβάσεως λόγω του κινδύνου σοβαρής υπονομεύσεως της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ότι, με την πρόσφατη νομολογία του, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε γενικό τεκμήριο μη προσβασιμότητας στα έγγραφα που περιλαμβάνονται στους φακέλους της OLAF και έκρινε ότι η δυνάμει του κανονισμού 1049/2001 πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που αφορούν τις έρευνες της OLAF μπορούσε να υπονομεύσει σοβαρά τους σκοπούς των δραστηριοτήτων έρευνας καθώς και τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής.

67      Επομένως, κατά την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, η γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων θα υπονόμευε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων της OLAF, καθόσον θα διακύβευε σοβαρά την πλήρη ανεξαρτησία των ερευνών της στο μέλλον και τους σκοπούς αυτών των ερευνών, αποκαλύπτοντας τη στρατηγική της και τις μεθόδους εργασίας της.

68      Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προσδιορίζει την απόφαση της Επιτροπής βάσει της οποίας δύναται να θεωρηθεί ότι είχε περατωθεί η διοικητική διαδικασία την οποία αφορούν τα ζητηθέντα έγγραφα.

69      Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει αν η απόφαση με την οποία περατώνεται η διαδικασία καταρτίσεως των ζητηθέντων εγγράφων αντιστοιχεί στο έγγραφο της 4ης Δεκεμβρίου 2020, με το οποίο η OLAF ενημέρωσε την προσφεύγουσα για τη διαβίβαση των εν λόγω εγγράφων στην εισαγγελία Βενετίας και στη ΓΔ Διεθνούς Συνεργασίας και Αναπτύξεως της Επιτροπής ή στη διενέργεια από την Επιτροπή κάποιας από τις επακόλουθες ενέργειες που συνιστούσε η τελική έκθεση της OLAF, όπως η κίνηση της διαδικασίας ανακτήσεως ποσού ύψους 504 434,68 ευρώ ή η εγγραφή της προσφεύγουσας στη βάση δεδομένων του EDES.

70      Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως που παρατέθηκε στις σκέψεις 66 και 67 ανωτέρω ουδόλως τεκμηριώνεται, λαμβανομένου υπόψη του συγκεκριμένου περιεχομένου των ζητηθέντων εγγράφων, από εμπεριστατωμένα στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους η γνωστοποίηση των εγγράφων αυτών θα μπορούσε να υπονομεύσει σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής.

71      Τέλος, δύναται να θεωρηθεί ότι πρόθεση της Επιτροπής ήταν να επικαλεστεί την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 ως συνέπεια του γενικού τεκμηρίου εμπιστευτικότητας που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού, στο οποίο εμπίπτουν ενδεχομένως τα έγγραφα που συνδέονται με τις διαδικασίες έρευνας της OLAF.

72      Εντούτοις, εν τοιαύτη περιπτώσει, θα διαπιστωνόταν ότι, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη καθόσον βασίζεται στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, όπως προκύπτει από τη σκέψη 61 ανωτέρω, δεν θα ήταν επαρκώς αιτιολογημένη ούτε και καθόσον θα βασιζόταν στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού.

73      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη καθόσον στηρίζεται στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

 Επί της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον αυτή βασίζεται στην προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου

74      Όσον αφορά την εξαίρεση σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η αιτιολογία αυτή είναι παρεπόμενη και περιορισμένη σε σχέση με την κύρια αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως, η οποία στηρίζεται στο γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας που μπορεί να καλύπτει τα σχετικά με τις έρευνες της OLAF έγγραφα. Επομένως, μολονότι η αιτιολογία αυτή δικαιολογεί τη θέση της OLAF ότι τα ζητηθέντα έγγραφα δεν μπορούσαν να δημοσιοποιηθούν πλήρως, δεν καθιστά δυνατή την εκτίμηση του λόγου για τον οποίον η OLAF αρνήθηκε τη μερική πρόσβαση στα έγγραφα αυτά.

75      Κατά συνέπεια, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως που βασίζεται στην εξαίρεση σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να στηρίξει την άρνηση προσβάσεως στα ζητηθέντα έγγραφα.

76      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι καμία από τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν παρέχει επαρκή δικαιολόγηση ικανή να εμποδίσει την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως, με αποτέλεσμα ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως να πρέπει να γίνει δεκτός, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα.

 Επί του αιτήματος να προσκομίσει η Επιτροπή τα ζητηθέντα έγγραφα

77      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 91, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 104 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να προσκομίσει την τελική έκθεση της OLAF προκειμένου να διαπιστωθεί, μεταξύ άλλων, αν η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 δικαιολογούσε την άρνηση παροχής προσβάσεως, έστω μερικής, στα ζητηθέντα έγγραφα.

78      Συναφώς, το άρθρο 91, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι στα αποδεικτικά μέσα περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η αίτηση προσκομίσεως εγγράφων στα οποία ένα όργανο αρνήθηκε την πρόσβαση στο πλαίσιο προσφυγής αφορώσας τη νομιμότητα αυτής της αρνήσεως.

79      Επιπλέον, το άρθρο 104 του Κανονισμού Διαδικασίας διευκρινίζει ότι όταν, κατόπιν διεξαγωγής αποδείξεων κατά το άρθρο 91, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, ένα έγγραφο την πρόσβαση στο οποίο έχει αρνηθεί ένα όργανο προσκομίζεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο προσφυγής σχετικά με τη νομιμότητα αυτής της αρνήσεως, το συγκεκριμένο έγγραφο δεν κοινοποιείται στους λοιπούς διαδίκους.

80      Επίσης, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνει την ενδεχόμενη ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του στις υποθέσεις των οποίων έχει επιληφθεί (βλ. απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2014, Strack κατά Επιτροπής, C‑127/13 P, EU:C:2014:2250, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και ότι σε εκείνο εναπόκειται να εκτιμήσει τη συνάφεια μέτρου αποδείξεως σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς και την αναγκαιότητα διεξαγωγής του (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, PT κατά ΕΤΕπ, T‑573/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:481, σκέψη 111 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Βεβαίως, όταν ο προσφεύγων αμφισβητεί τη νομιμότητα αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται το αίτημά του για πρόσβαση σε έγγραφο κατ’ εφαρμογήν μίας από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, ισχυριζόμενος ότι η εξαίρεση που επικαλέσθηκε το οικείο θεσμικό όργανο δεν είχε εφαρμογή στο ζητηθέν έγγραφο, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να διατάξει την προσκόμιση του εγγράφου αυτού και να το εξετάσει, τηρώντας την υποχρέωση δικαστικής προστασίας του εν λόγω προσφεύγοντος. Συγκεκριμένα, αν δεν εξετάσει το έγγραφο, το Γενικό Δικαστήριο δεν θα είναι σε θέση να εκτιμήσει in concreto αν το οικείο θεσμικό όργανο μπορούσε νομίμως να αρνηθεί την πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο βάσει της εξαιρέσεως της οποίας έγινε επίκληση και, κατά συνέπεια, να ελέγξει τη νομιμότητα της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα προσβάσεως σε αυτό (πρβλ. απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Jurašinović κατά Συμβουλίου, C‑576/12 P, EU:C:2013:777, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Εντούτοις, εν προκειμένω, από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων προκειμένου να εξακριβωθεί αν η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 δικαιολογούσε την άρνηση προσβάσεως, έστω και μερικής, στα ζητηθέντα έγγραφα, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001.

83      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, εάν καλύπτεται από εξαίρεση μέρος μόνον του εγγράφου του οποίου ζητείται η δημοσιοποίηση, το λοιπό έγγραφο μπορεί να δημοσιοποιηθεί.

84      Πλην όμως, προκύπτει από τη νομολογία ότι όταν εφαρμόζονται γενικά τεκμήρια εμπιστευτικότητας σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, τα έγγραφα που καλύπτονται από αυτά τα γενικά τεκμήρια εκφεύγουν της υποχρεώσεως πλήρους ή μερικής γνωστοποιήσεως του περιεχομένου τους (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2019, AlzChem κατά Επιτροπής, C‑666/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:196, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 26ης Απριλίου 2016, Strack κατά Επιτροπής, T‑221/08, EU:T:2016:242, σκέψη 168 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85      Επομένως, μόνο στην περίπτωση που η προσφεύγουσα αποδείκνυε το βάσιμο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος, 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να επιλύσει το ζήτημα αν η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού δικαιολογούσε την άρνηση παροχής προσβάσεως, έστω και μερικής, στα ζητηθέντα έγγραφα.

86      Όπως όμως προκύπτει από τη σκέψη 60 ανωτέρω, λαμβανομένης υπόψη της ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει αν η OLAF μπορούσε να αντιτάξει το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

87      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επιλύσει το ζήτημα αν η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001 δικαιολογούσε την άρνηση παροχής προσβάσεως, έστω και μερικής, στα ζητηθέντα έγγραφα, το να διαταχθεί το ζητηθέν από την προσφεύγουσα μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων θα στερούνταν εύλογης αιτίας, όπερ συνεπάγεται ότι το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

88      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

89      Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της 26ης Απριλίου 2021, με την οποία η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) απέρριψε την αίτηση παροχής προσβάσεως της Eurecna SpA στην τελική έκθεση της OLAF και στα παραρτήματά της κατόπιν της έρευνας OC/2019/0766/B4.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Truchot

Frendo

Perišin

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουλίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.