Language of document : ECLI:EU:T:2015:667

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 22ας Σεπτεμβρίου 2015 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν με σκοπό να εμποδισθεί η διάδοση των πυρηνικών όπλων — Δέσμευση κεφαλαίων — Πλάνη εκτιμήσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Δικαιώματα άμυνας — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑161/13,

First Islamic Investment Bank Ltd, με έδρα την Labuan (Μαλαισία), εκπροσωπούμενη από τους B. Mettetal και C. Wucher‑North, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους Á. de Elera‑San Miguel Hurtado και M. Bishop,

καθού,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2012/829/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2012, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 356, σ. 71), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1264/2012 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 267/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 356, σ. 55), και, αφετέρου, αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου να διατηρήσει σε ισχύ τα εις βάρος της προσφεύγουσας περιοριστικά μέτρα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová (εισηγήτρια) και E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: L. Grzegorczyk, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Δεκεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, First Islamic Investment Bank Ltd, είναι μαλαισιανή τράπεζα.

2        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο του καθεστώτος περιοριστικών μέτρων που καθιερώθηκε για να ασκηθεί πίεση στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν προκειμένου να παύσει τις πυρηνικές δραστηριότητες που ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως και την ανάπτυξη φορέων πυρηνικών όπλων (στο εξής: διάδοση των πυρηνικών όπλων).

3        Η επωνυμία της προσφεύγουσας εγγράφηκε στον κατάλογο των οντοτήτων που συμβάλλουν στη διάδοση πυρηνικών όπλων στο Ιράν ο οποίος παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195, σ. 39), με την απόφαση 2012/829/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2012, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413 (ΕΕ L 356, σ. 71).

4        Για τον λόγο αυτό, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1264/2012 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού 267/2012 (ΕΕ L 356, σ. 55), η επωνυμία της προσφεύγουσας εγγράφηκε στον κατάλογο του παραρτήματος IX του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 961/2010 (ΕΕ L 88, σ. 1).

5        H εγγραφή της επωνυμίας της προσφεύγουσας στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 και στον κατάλογο του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012 είχε ως συνέπεια τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων της.

6        Καθόσον αφορούν την προσφεύγουσα, η απόφαση 2012/829 και ο εκτελεστικός κανονισμός 1264/2012 έχουν την ακόλουθη αιτιολογία:

«Η First Islamic Investment Bank (FIIB) βοηθά οντότητες που έχουν κατονομασθεί να παραβιάζουν τις διατάξεις του κανονισμού της ΕΕ για το Ιράν και χρηματοδοτεί την κυβέρνηση του Ιράν. Η FIIB ανήκει στον όμιλο Sorinet, του οποίου ιδιοκτήτης και διαχειριστής είναι ο Babak Zanjani. Χρησιμοποιείται για τη διοχέτευση πληρωμών που σχετίζονται με το ιρανικό πετρέλαιο.»

7        Στις 22 Δεκεμβρίου 2012, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση προς τα πρόσωπα και τις οντότητες έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2012/829 και στον εκτελεστικό κανονισμό αριθ. 1264/2012 (ΕΕ C 398, σ. 8).

8        Με επιστολή της 3ης Ιανουαρίου 2013, το Συμβούλιο ενημέρωσε την προσφεύγουσα σχετικά με την εγγραφή της επωνυμίας της στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 και στον κατάλογο του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012.

9        Με επιστολή της 25ης Ιανουαρίου 2013, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε το βάσιμο της εγγραφής της επωνυμίας της και ζήτησε από το Συμβούλιο να προχωρήσει σε επανεξέταση. Επανέλαβε την αίτησή της με επιστολή της 25ης Φεβρουαρίου 2013, με την οποία ζήτησε επίσης να της παρασχεθεί πρόσβαση στις πληροφορίες και στα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηριζόταν η εν λόγω εγγραφή.

10      Με επιστολή της 14ης Μαρτίου 2014, το Συμβούλιο απάντησε στην αίτηση επανεξετάσεως της προσφεύγουσας. Με την ευκαιρία αυτή, παρέσχε τη διευκρίνιση ότι η αιτιολογία της εγγραφής της επωνυμίας της προσφεύγουσας στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 και στον κατάλογο του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012 ήταν ορθή και ότι κατά συνέπεια η εν λόγω εγγραφή θα διατηρούνταν.

11      Στις 15 Μαρτίου 2014, το Συμβούλιο δημοσίευσε κοινοποίηση προς τα πρόσωπα και τις οντότητες έναντι των οποίων εφαρμόζονταν τα περιοριστικά μέτρα τα προβλεπόμενα στην απόφαση 2010/413 και στον κανονισμό αριθ. 267/2012 (ΕΕ C 77, σ. 1). Κατά την ως άνω κοινοποίηση, τα εν λόγω μέτρα, μεταξύ των οποίων και τα μέτρα εις βάρος της προσφεύγουσας, θα εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Μαρτίου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

13      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε κατά συνέπεια η υπό κρίση υπόθεση στις 23 Σεπτεμβρίου 2013.

14      Στις 25 Μαΐου 2014, η προσφεύγουσα προσάρμοσε τα αιτήματά της ζητώντας την ακύρωση της διαλαμβανόμενης στην κοινοποίηση της 15ης Μαρτίου 2014 αποφάσεως του Συμβουλίου για διατήρηση των εις βάρος της περιοριστικών μέτρων (στο εξής: απόφαση περί διατηρήσεως των μέτρων).

15      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, οι διάδικοι, με επιστολή της 23ης Οκτωβρίου 2014, εκλήθησαν να απαντήσουν εγγράφως σε ορισμένες ερωτήσεις και να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Το Συμβούλιο και η προσφεύγουσα υπέβαλαν τις απαντήσεις τους στις 12 Νοεμβρίου 2014.

16      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Δεκεμβρίου 2014. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα εκλήθη να κοινοποιήσει στο Γενικό Δικαστήριο αντίγραφο της επιστολής του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2014, προκειμένου να περιληφθεί στη δικογραφία. Το Συμβούλιο δήλωσε ότι δεν είχε παρατηρήσεις επί της εν λόγω επιστολής.

17      Η προσφεύγουσα συμμορφώθηκε εμπροθέσμως προς το αίτημα που απηύθυνε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

18      Στις 22 Δεκεμβρίου 2014, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου κήρυξε το πέρας της προφορικής διαδικασίας.

19      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το σημείο I του παραρτήματος της αποφάσεως 2012/829, στο μέτρο που αφορά την ίδια·

–        να ακυρώσει το σημείο I του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού 1264/2012, στο μέτρο που αφορά την ίδια·

–        να ακυρώσει την απόφαση περί διατηρήσεως των μέτρων·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

20      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

21      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη ως εκπροθέσμως ασκηθείσα. Ειδικότερα, κατά το Συμβούλιο, από την απόφαση της 23ης Απριλίου 2013, Gbagbo κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C‑478/11 P έως C‑482/11 P, Συλλογή, EU:C:2013:258), προκύπτει ότι η κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά των πράξεων που προβλέπουν ατομικά περιοριστικά μέτρα άρχεται από της δημοσιεύσεως σχετικής ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα, που επέχει θέση κοινοποιήσεως των εν λόγω πράξεων στα πρόσωπα και στις οντότητες που αφορούν. Εν προκειμένω, εφόσον η ανακοίνωση για την εγγραφή της επωνυμίας της προσφεύγουσας στους οικείους καταλόγους είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα στις 22 Δεκεμβρίου 2012, η δίμηνη προθεσμία του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, προσαυξημένη κατά δέκα ημέρες, κατ’ εφαρμογήν της δεκαήμερης κατ’ αποκοπήν παρεκτάσεως λόγω αποστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, έληξε στις 4 Μαρτίου 2013, δηλαδή δέκα ημέρες πριν από την άσκηση της προσφυγής στις 14 Μαρτίου 2013.

22      Η προσφεύγουσα απαντά ιδίως ότι δεν χωρεί εφαρμογή της λύσεως η οποία έγινε δεκτή στην απόφαση Gbagbo κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 21 ανωτέρω (EU:C:2013:258), δεδομένου ότι, εν προκειμένω, τη δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα ακολούθησε η ατομική κοινοποίηση στην ίδια των προσβαλλομένων πράξεων.

23      Κατά το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η προσφυγή ακυρώσεως ασκείται εντός δύο μηνών υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως.

24      Κατά το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, η παρέκταση των δικονομικών προθεσμιών λόγω αποστάσεως είναι δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή.

25      Σε ό,τι αφορά τις πράξεις με τις οποίες θεσπίσθηκαν ή διατηρήθηκαν σε ισχύ περιοριστικά μέτρα που αφορούν ένα πρόσωπο ή μια οντότητα, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως τρέχει από την ημερομηνία της κοινοποιήσεως που πρέπει να γίνει προς το ως άνω πρόσωπο ή οντότητα (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση Gbagbo κ.λπ. κατά Συμβουλίου, σκέψη 21 ανωτέρω, EU:C:2013:258, σκέψεις 55 και 59).

26      Κατά το άρθρο 24, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/413 και το άρθρο 46, παράγραφος 3, του κανονισμού 267/2012, όταν η διεύθυνση του ενδιαφερόμενου προσώπου ή της ενδιαφερόμενης οντότητας είναι γνωστή, το Συμβούλιο τους κοινοποιεί απευθείας τις οικείες πράξεις.

27      Εν προκειμένω, η διεύθυνση της προσφεύγουσας ήταν οπωσδήποτε γνωστή στο Συμβούλιο, δεδομένου ότι αναγραφόταν στην απόφαση 2012/829 και στον εκτελεστικό κανονισμό 1264/2012.

28      Κατά συνέπεια, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά των δύο αυτών πράξεων τρέχει από την ημερομηνία της ατομικής κοινοποιήσεώς τους στην προσφεύγουσα, δηλαδή από την ημερομηνία κατά την οποία παραδόθηκε στην προσφεύγουσα η επιστολή του Συμβουλίου της 3ης Ιανουαρίου 2013.

29      Συναφώς, καταρχάς, επισημαίνεται ότι, στο μέτρο που το Συμβούλιο επικαλείται εκπρόθεσμο της προσφυγής, φέρει αυτό το βάρος να αποδείξει την ημερομηνία κοινοποιήσεως στην προσφεύγουσα της επιστολής της 3ης Ιανουαρίου 2013 (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 5ης Ιουνίου 1980, Belfiore κατά Επιτροπής, 108/79, Συλλογή, EU:C:1980:146, σκέψη 7).

30      Προς πιστοποίηση της ημερομηνίας της επίμαχης κοινοποιήσεως, το Συμβούλιο προσκόμισε στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι απέστειλε την επιστολή της 3ης Ιανουαρίου 2013 στις τρεις διευθύνσεις της προσφεύγουσας, περιλαμβανομένης της διευθύνσεως που αναγράφεται στο δικόγραφο της προσφυγής. Το Συμβούλιο προσκόμισε επιπλέον την απόδειξη παραλαβής μιας εκ των τριών επιστολών, που φέρει ημερομηνία 4ης Ιανουαρίου 2013. Εκτιμά ως εκ τούτου ότι, έστω και αν οι αποδείξεις παραλαβής των άλλων δύο επιστολών δεν του επιστράφηκαν, οι επιστολές αυτές παραδόθηκαν στον παραλήπτη «στην ίδια, ή σε μια πολύ κοντινή, ημερομηνία».

31      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επιστολή της 3ης Ιανουαρίου 2013 τής διαβιβάσθηκε ως απλή ταχυδρομική επιστολή και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να καθορίσει την ακριβή ημερομηνία κοινοποιήσεώς της.

32      Επισημαίνεται ότι, παρά το γεγονός ότι η προσκομισθείσα από το Συμβούλιο απόδειξη παραλαβής αναγράφει την ημερομηνία της 4ης Ιανουαρίου 2013, δεν συνιστά επαρκή απόδειξη ότι αυτή είναι η ημερομηνία πραγματικής κοινοποιήσεως στην προσφεύγουσα της επιστολής της 3ης Ιανουαρίου 2013.

33      Ειδικότερα, αφενός, είναι φανερό, δεδομένης της διατάξεως των διαφόρων πεδίων της επίμαχης αποδείξεως παραλαβής, ότι η ημερομηνία που αναγράφεται δεν είναι η ημερομηνία της απόπειρας παραδόσεως της επιστολής στον παραλήπτη, αλλά αυτή της καταθέσεως της επιστολής στο ταχυδρομείο. Μάλιστα, είναι εξαιρετικά απίθανο μια επιστολή στην οποία ετέθη ημερομηνία 3 Ιανουαρίου 2013 στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) να παραδόθηκε στα βελγικά ταχυδρομεία, να έφθασε στη Μαλαισία και να παραδόθηκε στον προορισμό της από τα μαλαισιανά ταχυδρομεία μέσα σε μία ημέρα.

34      Αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, η προσκομισθείσα από το Συμβούλιο απόδειξη παραλαβής αφορά διεύθυνση διαφορετική από εκείνη την οποία δήλωσε η προσφεύγουσα στο δικόγραφο της προσφυγής και κάνει λόγο για άκαρπη απόπειρα παραδόσεως, καθόσον τα μαλαισιανά ταχυδρομεία ανέφεραν ότι ο παραλήπτης «έχει αναχωρήσει».

35      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι το Συμβούλιο δεν κατόρθωσε να αποδείξει την ημερομηνία κατά την οποία η επιστολή της 3ης Ιανουαρίου 2013 κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα.

36      Πάντως, επισημαίνεται ότι, αν γίνει δεκτή ως αφετηρία της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής η ημερομηνία της 4ης Ιανουαρίου 2013, την οποία επικαλείται το Συμβούλιο, η εν λόγω προθεσμία έληγε στις 14 Μαρτίου 2013, οπότε η, κατατεθείσα κατά την ίδια ημερομηνία, προσφυγή ήταν εν πάση περιπτώσει εμπρόθεσμη.

37      Επομένως, ο προβληθείς από το Συμβούλιο λόγος απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της ουσίας

38      Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως, ο δεύτερος από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, από προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας και του δικαιώματός της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία και ο τρίτος από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

39      Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται από την προσφεύγουσα.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως

40      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως λαμβάνοντας τα εις βάρος της περιοριστικά μέτρα και αμφισβητεί το βάσιμο των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν κατ’ αυτής.

41      Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

42      Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο δικαστικός έλεγχος πράξεως που προβλέπει περιοριστικά μέτρα εις βάρος προσώπου ή οντότητας προϋποθέτει ιδίως ότι ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξακριβώνει ότι η εν λόγω πράξη στηρίζεται σε αρκούντως στέρεη πραγματική βάση. Προς τούτο απαιτείται έλεγχος των πραγματικών περιστατικών που προβάλλονται στην αιτιολογική έκθεση επί της οποίας στηρίζεται η εν λόγω πράξη, ούτως ώστε ο δικαστικός έλεγχος να μην περιορίζεται στην κατ’ αφηρημένο τρόπο εκτίμηση της πιθανότητας να ευσταθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι, αλλά να αφορά το αν οι λόγοι αυτοί ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται επαρκής αυτός καθεαυτόν για να στηρίξει την εν λόγω πράξη είναι τεκμηριωμένοι (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, C‑280/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:775, σκέψεις 58, 59 και 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Προς τούτο, απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να διενεργήσει τον έλεγχο αυτό ζητώντας, ενδεχομένως, από την αρμόδια αρχή της Ένωσης να προσκομίσει τις πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία, εμπιστευτικά ή μη, που είναι κρίσιμα για τον εν λόγω έλεγχο (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, σκέψη 42 ανωτέρω, EU:C:2013:775, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Ειδικότερα, στην αρμόδια αρχή της Ένωσης απόκειται, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει το βάσιμο των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν κατά του ενδιαφερομένου προσώπου ή της ενδιαφερομένης οντότητας, και όχι στους τελευταίους να προσκομίσουν αρνητική απόδειξη περί του αβασίμου των εν λόγω αιτιάσεων (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, σκέψη 42 ανωτέρω, EU:C:2013:775, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Υπενθυμίζεται ότι το Συμβούλιο διατύπωσε ως προς την προσφεύγουσα τις ακόλουθες αιτιάσεις:

«Η First Islamic Investment Bank (FIIB) βοηθά οντότητες που έχουν κατονομασθεί να παραβιάζουν τις διατάξεις του κανονισμού της ΕΕ για το Ιράν και χρηματοδοτεί την κυβέρνηση του Ιράν. Η FIIB ανήκει στον όμιλο Sorinet, του οποίου ιδιοκτήτης και διαχειριστής είναι ο Babak Zanjani. Χρησιμοποιείται για τη διοχέτευση πληρωμών που σχετίζονται με το ιρανικό πετρέλαιο.»

46      Πρώτον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι το Συμβούλιο δεν απέδειξε ότι η ίδια είχε παραβεί τη νομοθεσία της Ένωσης ή στήριζε την Ιρανική Κυβέρνηση. Στο πλαίσιο αυτό, διευκρινίζει ότι, δεδομένου ότι ανήκει στην τατζικική εταιρία Arzish, δεν έχει δεσμούς με την Ιρανική Κυβέρνηση και ουδέποτε είχε συναλλαγές με ιρανικές εταιρίες ή συναλλαγές σχετικές με υποτιθέμενες πληρωμές για το ιρανικό αργό πετρέλαιο.

47      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, τόσο στα δικόγραφά του όσο και κατά την προφορική διαδικασία, το Συμβούλιο δεν παρέθεσε συγκεκριμένα επιχειρήματα ή αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν το βάσιμο των αιτιάσεων ότι η προσφεύγουσα βοηθά τρίτους φορείς να παραβιάσουν την εφαρμοστέα νομοθεσία ή στηρίζει την Ιρανική Κυβέρνηση, παρέχοντας υπηρεσίες μεσάζοντος για τις πληρωμές που σχετίζονται με το ιρανικό πετρέλαιο. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι αιτιάσεις αυτές, η βασιμότητα των οποίων αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, δεν δικαιολογούν τα εις βάρος της περιοριστικά μέτρα.

48      Δεύτερον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το ότι ανήκει στον υποτιθέμενο Sorinet Group ή ελέγχεται από αυτόν. Συναφώς, το Συμβούλιο δεν απέδειξε ούτε την ύπαρξη του ομίλου αυτού ούτε ότι ασκούσε έλεγχο στην προσφεύγουσα.

49      Το Συμβούλιο απαντά ότι από τα συνημμένα στο υπόμνημα αντικρούσεως στοιχεία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ελέγχεται, μέσω του Sorinet Group, από τον Babak Zanjani, ο οποίος στηρίζει την Ιρανική Κυβέρνηση.

50      Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της αποφάσεως 2010/413 και το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του κανονισμού 267/2012, πρέπει να δεσμεύονται τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι οι οποίοι ανήκουν στα πρόσωπα και στις οντότητες που παρέχουν στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση καθώς και στις οντότητες που ευρίσκονται υπό την κυριότητα ή υπό τον έλεγχο αυτών.

51      Με την απόφαση 2012/829 και τον εκτελεστικό κανονισμό 1264/2012, το όνομα του B. Zanjani εγγράφηκε στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 και στον κατάλογο του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012, για τον λόγο ιδίως ότι παρείχε στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση.

52      Η αιτίαση ότι η προσφεύγουσα «ανήκει στον όμιλο Sorinet, του οποίου ιδιοκτήτης και διαχειριστής είναι ο Babak Zanjani» αναφέρεται στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα ευρίσκεται υπό την κυριότητα ή υπό τον έλεγχο του Babak Zanjani, σύμφωνα με το κριτήριο που υπενθυμίζεται στη σκέψη 50 ανωτέρω.

53      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να εξετασθούν τα προσκομισθέντα από το Συμβούλιο στοιχεία για να εξακριβωθεί αν παρέχουν τη δυνατότητα να διαπιστωθεί ότι η προσφεύγουσα ευρισκόταν υπό την κυριότητα ή υπό τον έλεγχο του B. Zanjani κατά το χρονικό σημείο της εκδόσεως των προσβαλλομένων πράξεων.

54      Πρώτον, συναφώς, από δημοσίευμα ενός τατζικικού πρακτορείου ειδήσεων προκύπτει ότι το 2011 η Arzish, μητρική της προσφεύγουσας, μετατράπηκε σε τράπεζα με την επωνυμία Kont Bank Investment.

55      Δεύτερον, η Kont Bank Investment, σύμφωνα με δημοσίευμα του δικτυακού τόπου της, ανήκει στην τουρκική εταιρία Kont Kozmetik ve Diş Ticaret Limited Şirketi.

56      Τρίτον, από δημοσίευμα του δικτυακού τόπου της Kont Kozmetik ve Diş Ticaret Limited Şirketi προκύπτει ότι αυτή ανήκει στον Kont Group, που περιλαμβάνει εταιρίες οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα του τουρισμού και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

57      Τέταρτον, το δημοσίευμα του δικτυακού τόπου του Sorinet Group, αφενός, αποσαφηνίζει ότι ο B. Zanjani είναι ο επικεφαλής του Sorinet Group και, αφετέρου, κατονομάζει, ως ανήκοντες στον Sorinet Group, την προσφεύγουσα, τη μητρική της εταιρία, Kont Bank Investment, καθώς και άλλα μέλη του Kont Group.

58      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι τα προσκομισθέντα από το Συμβούλιο στοιχεία μαρτυρούν, το λιγότερο, μια σχέση ελέγχου μεταξύ του B. Zanjani και της προσφεύγουσας, διαμέσου της Kont Kozmetik ve Diş Ticaret Limited Şirketi και της Kont Bank Investment.

59      Εξάλλου, στο μέτρο που τα ως άνω στοιχεία προέρχονται από τους δικτυακούς τόπους ενός πρακτορείου ειδήσεων και των ίδιων των ενδιαφερομένων εταιριών, πρέπει να αναγνωρισθεί στα στοιχεία αυτά επαρκής αποδεικτική ισχύς.

60      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ακόμη, συναφώς, ότι το Συμβούλιο δεν απέδειξε την ύπαρξη οντότητας με την επωνυμία Sorinet Group.

61      Διαπιστώνεται όμως, βάσει των στοιχείων που προσκομίσθηκαν από το Συμβούλιο, ότι η εν λόγω επωνυμία χρησιμοποιείται πράγματι δημοσίως για να δηλώσει τις διάφορες εταιρίες οι οποίες τελούν υπό τον έλεγχο ή την κυριότητα του B. Zanjani. Άλλωστε, έστω και αν υποτεθεί ότι η ως άνω επωνυμία δεν αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη και εξειδικευμένη νομική δομή, το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή σε ό,τι αφορά την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ του B. Zanjani και της προσφεύγουσας, όπως αυτός προκύπτει από τις σκέψεις 53 έως 59 ανωτέρω.

62      Βάσει όλων των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι ορθώς έκρινε το Συμβούλιο ότι η προσφεύγουσα ευρισκόταν υπό την κυριότητα ή υπό τον έλεγχο του B. Zanjani. Στο μέτρο που από τις σκέψεις 50 έως 53 ανωτέρω προκύπτει ότι η ως άνω αιτίαση είναι επαρκής αυτή καθεαυτήν ώστε να δικαιολογήσει τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος της προσφεύγουσας, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας και του δικαιώματός της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία

63      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας και το δικαίωμά της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

64      Πρώτον, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν κατ’ αυτής είναι υπερβολικά συνοπτικές ώστε να ικανοποιούν την υποχρέωση αιτιολογήσεως, με συνέπεια να είναι αδύνατον να κριθεί αν τα εις βάρος της περιοριστικά μέτρα είναι δικαιολογημένα. Ιδίως, το Συμβούλιο δεν υπέδειξε τις συγκεκριμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες η προσφεύγουσα παρέβη την εφαρμοστέα νομοθεσία ή παρέσχε στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση ούτε προσδιόρισε τη φύση της υποτιθέμενης σχέσεώς της με τον Sorinet Group.

65      Δεύτερον, στην προσφεύγουσα δεν διαβιβάσθηκαν από το Συμβούλιο, παρά τις ρητώς υποβληθείσες σχετικές αιτήσεις της, αποδεικτικά στοιχεία ή έγγραφα που να τεκμηριώνουν τις διατυπωθείσες εις βάρος της κατηγορίες.

66      Τρίτον, οι προαναφερθείσες παραβάσεις συνεπάγονται και προσβολή του δικαιώματός της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

67      Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας, ενώ δέχεται ότι η αίτησή της για παροχή προσβάσεως στον φάκελο τελεί υπό εξέταση.

68      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι η αιτίαση της προσφεύγουσας κατά την οποία το Συμβούλιο προσέβαλε το δικαίωμά της σε αποτελεσματική δικαστική προστασία δεν θεμελιώνεται σε ειδικά επιχειρήματα, αλλά παραπέμπει απλώς στα επιχειρήματα που εξέθεσε στο πλαίσιο των λοιπών αιτιάσεών της. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν πρέπει να γίνει αυτοτελής εξέταση της αιτιάσεως της προσφεύγουσας που αντλείται από προσβολή του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

69      Πρώτον, σε ό,τι αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών πράξεων, η οποία αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως του κύρους της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στον δικαστή της Ένωσης τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, Συλλογή, EU:C:2012:718, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

70      Από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε ο μεν ενδιαφερόμενος να έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη των μέτρων, το δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 69 ανωτέρω, EU:C:2012:718, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

71      Στο μέτρο που ο ενδιαφερόμενος δεν διαθέτει δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση της αρχικής αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι ακόμη σημαντικότερη, καθόσον αποτελεί τη μοναδική εγγύηση που του επιτρέπει, τουλάχιστον μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, να ασκήσει λυσιτελώς τα ένδικα βοηθήματα που έχει στη διάθεσή του για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 69 ανωτέρω, EU:C:2012:718, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

72      Ως εκ τούτου, η αιτιολογία πράξεως του Συμβουλίου περί επιβολής μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων πρέπει να εκθέτει τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο εκτιμά, στο πλαίσιο της ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, ότι πρέπει να επιβληθούν τέτοια μέτρα στον ενδιαφερόμενο (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 69 ανωτέρω, EU:C:2012:718, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

73      Εντούτοις, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά να τους παρασχεθούν εξηγήσεις. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον ο επαρκής χαρακτήρας μιας αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το οικείο ζήτημα (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 69 ανωτέρω, EU:C:2012:718, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

74      Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου γνωστού στον ενδιαφερόμενο, το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 69 ανωτέρω, EU:C:2012:718, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

75      Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι το Συμβούλιο διατύπωσε κατά της προσφεύγουσας τις ακόλουθες αιτιάσεις:

«Η First Islamic Investment Bank (FIIB) βοηθά οντότητες που έχουν κατονομασθεί να παραβιάζουν τις διατάξεις του κανονισμού της ΕΕ για το Ιράν και χρηματοδοτεί την κυβέρνηση του Ιράν. Η FIIB ανήκει στον όμιλο Sorinet, του οποίου ιδιοκτήτης και διαχειριστής είναι ο Babak Zanjani. Χρησιμοποιείται για τη διοχέτευση πληρωμών που σχετίζονται με το ιρανικό πετρέλαιο.»

76      Υπενθυμίζεται ακόμη ότι στη σκέψη 47 ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι οι αιτιάσεις κατά τις οποίες η προσφεύγουσα βοηθά τρίτους φορείς να παραβιάσουν την εφαρμοστέα νομοθεσία, στηρίζει την Ιρανική Κυβέρνηση ή παρέχει υπηρεσίες μεσάζοντος για τις πληρωμές που σχετίζονται με το ιρανικό πετρέλαιο δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τα εις βάρος της προσφεύγουσας περιοριστικά μέτρα. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, παρέλκει πλέον η εξέταση του ζητήματος αν το Συμβούλιο τήρησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως ως προς τις ως άνω αιτιάσεις.

77      Σε ό,τι αφορά την αιτίαση που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ της προσφεύγουσας και του B. Zanjani, η παρασχεθείσα αιτιολόγηση είναι επαρκής, δεδομένου ότι το Συμβούλιο κατονόμασε τον όμιλο μέσω του οποίου θεωρείται ότι υφίσταται κατοχή ή άσκηση ελέγχου επί της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύει η εκτεθείσα στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, αυτή ήταν σε θέση να αμφισβητήσει τη βασιμότητα της ως άνω κατηγορίας, αμφισβητώντας την ύπαρξη του Sorinet Group και προβάλλοντας ότι η ίδια ανήκε σε τατζικική εταιρία. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της βασιμότητας του λόγου αυτού ακυρώσεως.

78      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν τα όσα προβάλλει η προσφεύγουσα περί παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως σε ό,τι αφορά την αιτίαση που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ της προσφεύγουσας και του B. Zanjani.

79      Δεύτερον, σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στον φάκελο, υπενθυμίζεται ότι, όταν έχουν κοινοποιηθεί στην ενδιαφερόμενη οντότητα επαρκώς ακριβείς πληροφορίες που της παρέχουν τη δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της επί των εις βάρος της στοιχείων που λαμβάνει υπόψη του το Συμβούλιο, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν συνεπάγεται ότι το θεσμικό αυτό όργανο υποχρεούται να παράσχει με δική του πρωτοβουλία πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχει ο φάκελός του. Το Συμβούλιο οφείλει να παράσχει πρόσβαση σε όλα τα μη εμπιστευτικά διοικητικά έγγραφα που αφορούν το επίμαχο μέτρο μόνον κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου (βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑35/10 και T‑7/11, Συλλογή, EU:T:2013:397, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

80      Συναφώς, εφόσον από την εφαρμοστέα νομοθεσία δεν ορίζεται ακριβής προθεσμία, πρέπει να θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο υποχρεούται να παράσχει πρόσβαση στα οικεία έγγραφα εντός ευλόγου προθεσμίας (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Bank Kargoshaei κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑8/11, EU:T:2013:470, σκέψη 93). Πάντως, κατά την εξέταση του ευλόγου χαρακτήρα του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι, στο μέτρο που το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα δεν διαθέτει δικαίωμα ακροάσεως πριν από την αρχική εγγραφή του ονόματός του στους καταλόγους των προσώπων και οντοτήτων τους οποίους αφορούν τα περιοριστικά μέτρα, η κατά τη σκέψη 79 ανωτέρω πρόσβαση στον φάκελο συνιστά γι’ αυτούς την πρώτη ευκαιρία να λάβουν γνώση των εγγράφων επί των οποίων στηρίχθηκε το Συμβούλιο για την εν λόγω εγγραφή και συνεπώς έχει ιδιαίτερη σημασία για την άμυνά τους.

81      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ζήτησε, στις 25 Φεβρουαρίου 2013, να της παρασχεθεί πρόσβαση στον φάκελο.

82      Βεβαίως, το Συμβούλιο επισύναψε, στο υπόμνημα αντικρούσεως το οποίο κατέθεσε στις 4 Ιουνίου 2013, έγγραφα που αναφέρονταν στις σχέσεις μεταξύ της προσφεύγουσας και του B. Zanjani, τα οποία απεστάλησαν στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Το Συμβούλιο πάντως δεν υποστηρίζει ότι η αποστολή των εγγράφων αυτών συνιστά απάντηση στην υποβληθείσα από την προσφεύγουσα αίτηση για παροχή προσβάσεως στον φάκελο. Ομοίως, η επιστολή του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2014 συνιστά απάντηση στην αίτηση επανεξετάσεως της προσφεύγουσας και όχι στην αίτησή της να της παρασχεθεί πρόσβαση στον φάκελο.

83      Κατά συνέπεια, και δεδομένης της απαντήσεως του Συμβουλίου σε προφορική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να θεωρηθεί ότι το Συμβούλιο απάντησε στην υποβληθείσα από την προσφεύγουσα αίτηση περί παροχής προσβάσεως στον φάκελο μόνο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Δεκεμβρίου 2014, δηλαδή 19 και πλέον μήνες έπειτα από την υποβολή της αιτήσεως αυτής. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, διαπιστώνεται ότι το Συμβούλιο υπ’ αυτήν την έννοια προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας.

84      Ως προς τις συνέπειες της ως άνω προσβολής, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η μη κοινοποίηση ή η καθυστερημένη κοινοποίηση εγγράφου επί του οποίου στηρίχθηκε το Συμβούλιο για να λάβει ή να διατηρήσει σε ισχύ τα περιοριστικά μέτρα έναντι μιας οντότητας δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας δικαιολογούσα την ακύρωση των οικείων πράξεων παρά μόνον αν αποδεικνύεται ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα δεν θα είχαν εγκύρως ληφθεί ή διατηρηθεί σε ισχύ αν το μη κοινοποιηθέν έγγραφο δεν λαμβανόταν υπόψη ως επιβαρυντικό στοιχείο [αποφάσεις Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 79 ανωτέρω, EU:T:2013:397, σκέψη 100, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Persia International Bank κατά Συμβουλίου, T‑493/10, Συλλογή (Αποσπάσματα), EU:T:2013:398, σκέψη 85].

85      Εν προκειμένω, η μεν έκδοση της αποφάσεως 2012/829 και του εκτελεστικού κανονισμού 1264/2012 δεν βρίσκουν έρεισμα σε άλλο έγγραφο το οποίο να κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την έκδοσή τους. Ως εκ τούτου, συνεπεία της μη παροχής προσβάσεως στον φάκελο, επιβάλλεται η ακύρωση της αποφάσεως 2012/829 και του εκτελεστικού κανονισμού 1264/2012.

86      Στην προσφεύγουσα όμως απεστάλησαν, πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί διατηρήσεως των μέτρων, τα συνημμένα στο υπόμνημα αντικρούσεως έγγραφα, που αναφέρονταν στις σχέσεις μεταξύ της προσφεύγουσας και του B. Zanjani. Όπως προκύπτει δε από τις σκέψεις 48 έως 62 ανωτέρω, τα έγγραφα αυτά αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμον τη βασιμότητα αιτιάσεως που δικαιολογεί αφεαυτής τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος της προσφεύγουσας.

87      Ως εκ τούτου, η προσβολή του δικαιώματος της προσφεύγουσας για πρόσβαση στον φάκελο δεν δικαιολογεί ακύρωση της αποφάσεως περί διατηρήσεως των μέτρων.

88      Βάσει όλων των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός σε ό,τι αφορά την απόφαση 2012/829 και τον εκτελεστικό κανονισμό 1264/2012 και να απορριφθεί σε ό,τι αφορά την απόφαση περί διατηρήσεως των μέτρων.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

89      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα εις βάρος της περιοριστικά μέτρα παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας. Πρώτον, επικαλείται, συναφώς, την απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P και C‑415/05 P, Συλλογή, EU:C:2008:461), από την οποία προκύπτει ότι παραβίαση της εν λόγω αρχής συνάγεται από την προσαφθείσα στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας.

90      Δεύτερον, τα περιοριστικά μέτρα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις δραστηριότητες και τη φήμη της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι παρεμποδίζουν την εκ μέρους της διεξαγωγή οικονομικής δραστηριότητας, προκαλώντας της ζημία. Οι συνέπειες αυτές είναι δυσανάλογες, δεδομένου ότι τα επίμαχα μέτρα δεν τελούν σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο από το Συμβούλιο σκοπό, εφόσον το Συμβούλιο δεν προσδιόρισε, ούτε απέδειξε, τη συμμετοχή της προσφεύγουσας σε οποιαδήποτε επίμεμπτη δραστηριότητα.

91      Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

92      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, στο μέτρο που η απόφαση 2012/829 και ο εκτελεστικός κανονισμός 1264/2012 ακυρώθηκαν στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξετασθεί μόνον στο μέτρο που βάλλει κατά της αποφάσεως περί διατηρήσεως των μέτρων.

93      Συναφώς, σε ό,τι αφορά το πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσας, από τις σκέψεις 84, 86 και 87 ανωτέρω προκύπτει ότι η διαπιστωθείσα από το Γενικό Δικαστήριο προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο δεν δικαιολογεί την ακύρωση της αποφάσεως περί διατηρήσεως των μέτρων. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ούτε η υποστηριζόμενη από την προσφεύγουσα θέση, κατά την οποία η προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως.

94      Σχετικά με το δεύτερο επιχείρημα της προσφεύγουσας, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, η νομιμότητα της απαγορεύσεως μιας οικονομικής δραστηριότητας εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα απαγορευτικά μέτρα είναι κατάλληλα και αναγκαία για την επίτευξη των θεμιτώς επιδιωκόμενων από την επίμαχη ρύθμιση σκοπών, δεδομένου ότι, όταν υπάρχει επιλογή μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 79 ανωτέρω, EU:T:2013:397, σκέψη 179 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

95      Εν προκειμένω, αφενός, από την πραγματοποιηθείσα στις σκέψεις 48 έως 62 ανωτέρω εξέταση προκύπτει ότι ορθώς έκρινε το Συμβούλιο ότι η προσφεύγουσα αποτελούσε οντότητα που ελεγχόταν από τον B. Zanjani, ο οποίος είχε ταυτοποιηθεί ως πρόσωπο το οποίο στηρίζει την Ιρανική Κυβέρνηση. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η λήψη των περιοριστικών μέτρων εις βάρος της προσφεύγουσας ανταποκρίνεται στον επιδιωκόμενο από το Συμβούλιο σκοπό, δηλαδή να στερήσει από την Ιρανική Κυβέρνηση τις πηγές εσόδων της προκειμένου να την αναγκάσει να παύσει τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, λόγω ελλείψεως επαρκών οικονομικών πόρων.

96      Αφετέρου, μολονότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα μέτρα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις δραστηριότητες και στη φήμη της, εφόσον την εμποδίζουν να διεξαγάγει οικονομική δραστηριότητα, δεν προσκόμισε συγκεκριμένα στοιχεία όσον αφορά τους περιορισμούς ή τις ζημίες που πράγματι υπέστη. Η ύπαρξη σημαντικής ζημίας είναι μάλιστα απίθανη, δεδομένου ότι ο μοναδικός μέτοχος της προσφεύγουσας είναι μια τατζικική εταιρία και δεδομένου ότι η προσφεύγουσα, κατά τα λεγόμενά της, επικεντρώνεται σε επενδυτικά σχέδια στη Μαλαισία.

97      Εν πάση περιπτώσει, δεν αποκλείεται το δικαίωμα ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας και η ελευθερία της για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας να περιορίζονται σε κάποιο βαθμό από τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, δεδομένου ότι αυτή δεν έχει δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να διαθέτει τα κεφάλαιά της που ενδεχομένως ευρίσκονται στο έδαφος της Ένωσης ή στην κατοχή υπηκόων της Ένωσης ούτε να μεταφέρει τα κεφάλαιά της προς την Ένωση, εκτός αν της χορηγηθούν ειδικές άδειες. Ομοίως, τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος της προσφεύγουσας μπορούν, ενδεχομένως, να προκαλέσουν στους πελάτες και στους εμπορικούς εταίρους της κάποια δυσπιστία προς αυτήν.

98      Πάντως, από τη νομολογία προκύπτει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, ήτοι το δικαίωμα ιδιοκτησίας και το δικαίωμα ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια και η άσκησή τους μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς που δικαιολογούνται από σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει η Ένωση. Ειδικότερα, κάθε περιοριστικό μέτρο οικονομικής ή χρηματοπιστωτικής φύσεως επιφέρει, εξ ορισμού, αποτελέσματα τα οποία θίγουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και την ελεύθερη άσκηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων, ζημιώνοντας κατά τον τρόπο αυτό μέρη ως προς τα οποία δεν διαπιστώθηκε ότι ευθύνονταν για την κατάσταση που οδήγησε στη λήψη των επίμαχων μέτρων. Η σημασία των σκοπών που επιδιώκονται με την επίδικη νομοθεσία δύναται να δικαιολογήσει ακόμα και σημαντικές αρνητικές συνέπειες για ορισμένους φορείς (βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, Melli Bank κατά Συμβουλίου, T‑246/08 και T‑332/08, Συλλογή, EU:T:2009:266, σκέψη 111 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

99      Εν προκειμένω, δεδομένης της πρωταρχικής σημασίας της διατηρήσεως της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, τα προκαλούμενα στην προσφεύγουσα μειονεκτήματα δεν είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, αφενός, οι ως άνω περιορισμοί αφορούν, το πολύ, ένα μέρος του ενεργητικού της προσφεύγουσας και, αφετέρου, η απόφαση 2010/413 και ο κανονισμός 267/2012 προβλέπουν ορισμένες εξαιρέσεις που παρέχουν μεταξύ άλλων στις οντότητες που θίγονται από μέτρα δεσμεύσεως κεφαλαίων τη δυνατότητα να καλύψουν τις βασικές δαπάνες τους.

100    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

101    Βάσει όλων των ανωτέρω, αφενός πρέπει να ακυρωθούν η απόφαση 2012/829 και ο εκτελεστικός κανονισμός 1264/2012 και αφετέρου να απορριφθεί η προσφυγή καθόσον βάλλει κατά της αποφάσεως περί διατηρήσεως των μέτρων.

102    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η απόφαση περί διατηρήσεως των μέτρων δεν είναι απλή βεβαιωτική πράξη, αλλά συνιστά αυτοτελή απόφαση, εκδοθείσα από το Συμβούλιο κατόπιν της περιοδικής επανεξετάσεως την οποία προβλέπουν τα άρθρα 26, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2010/413 και 46, παράγραφος 6, του κανονισμού 267/2012. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η ακύρωση της αποφάσεως 2012/829 και του εκτελεστικού κανονισμού 1264/2012 συνεπάγεται μεν την ακύρωση της εγγραφής της επωνυμίας της προσφεύγουσας στον κατάλογο του παραρτήματος II της αποφάσεως 2010/413 και στον κατάλογο του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012 για το πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί διατηρήσεως των μέτρων χρονικό διάστημα, αλλά δεν μπορεί να θίξει τη νομιμότητα της ως άνω εγγραφής για τον μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής χρόνο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

103    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου. Εν προκειμένω, πρέπει να αποφασισθεί ότι κάθε διάδικος θα φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων του καθώς και το ήμισυ των εξόδων του αντιδίκου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει, στο μέτρο που αφορούν τη First Islamic Investment Bank Ltd:

–        το σημείο I του παραρτήματος της αποφάσεως 2012/829/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2012, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν·

–        το σημείο I του παραρτήματος του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1264/2012 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 267/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η First Islamic Investment Bank θα φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της καθώς και το ήμισυ των εξόδων του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Συμβούλιο θα φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων του καθώς και το ήμισυ των εξόδων της First Islamic Investment Bank.

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Σεπτεμβρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.