Language of document : ECLI:EU:C:2024:19

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 11ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή αλιευτική πολιτική – Διατήρηση των φυσικών πόρων – Συνολικά επιτρεπόμενα αλιεύματα (TAC) για τα αποθέματα γάδου στα δυτικά της Σκωτίας και στην Κελτική Θάλασσα, νταουκιού Ατλαντικού στη Θάλασσα της Ιρλανδίας και φασιού Ατλαντικού στη Νότια Κελτική Θάλασσα – Κανονισμός (ΕΕ) 2020/123 – Παράρτημα Ι A – TAC άνω του μηδενός – Λήξη της περιόδου εφαρμογής – Εκτίμηση του κύρους – Κανονισμός (EE) 1380/2013 – Άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο – Στόχος επίτευξης ρυθμού εκμετάλλευσης που να εξασφαλίζει τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση (ΜΒΑ) το αργότερο έως το 2020 για όλα τα αποθέματα – Άρθρα 2, 3, 9, 10, 15 και 16 – Κοινωνικοοικονομικοί σκοποί και σκοποί σχετικοί με την απασχόληση – Βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις – Υποχρέωση εκφόρτωσης – Μικτή αλιεία – Είδη με περιοριστική ποσόστωση – Κανονισμός (ΕΕ) 2019/472 – Άρθρα 1 έως 5, 8 και 10 – Αποθέματα-στόχοι – Παρεμπίπτοντα αλιεύματα – Διορθωτικά μέτρα – Εξουσία εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση C‑330/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) με απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Μαΐου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Friends of the Irish Environment CLG

κατά

Minister for Agriculture, Food and the Marine,

Ireland,

Attorney General,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, Z. Csehi, M. Ilešič, I. Jarukaitis και Δ. Γρατσία (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Μαρτίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Friends of the Irish Environment CLG, εκπροσωπούμενη από τους J. Devlin, SC, J. Kenny, BL, και F. Logue, solicitor,

–        ο Minister for Agriculture, Food and the Marine, η Ireland και ο Attorney General, εκπροσωπούμενοι από την M. Browne, τον A. Joyce, την M. Lane και τον M. Tierney, επικουρούμενους από τους D. Browne, BL, και C. Toland, SC,

–        το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από την Ι. Αναγνωστοπούλου, την E. Ni Chaoimh και τον I. Terwinghe,

–        το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον F. Naert, την A. Nowak-Salles και τον P. Pecheux,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον A. Dawes και την A. Stobiecka-Kuik,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουνίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος του παραρτήματος I A του κανονισμού (ΕΕ) 2020/123 του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2020, σχετικά με τον καθορισμό για το 2020 για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ενωσιακά ύδατα και για τα ενωσιακά αλιευτικά σκάφη, σε ορισμένα μη ενωσιακά ύδατα (ΕΕ 2020, L 25, σ. 1), υπό το πρίσμα του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 3, στοιχεία γʹ και δʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 1380/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την Κοινή Αλιευτική Πολιτική, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1954/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και (ΕΚ) αριθ. 639/2004 και της απόφασης 2004/585/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 354, σ. 22), σε συνδυασμό με τα άρθρα 9, 10, 15 και 16 του κανονισμού 1380/2013 καθώς και με τα άρθρα 1 έως 5, 8 και 10 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/472 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2019, για τη θέσπιση πολυετούς σχεδίου για τα αποθέματα που αλιεύονται στα Δυτικά Ύδατα και στα παρακείμενα ύδατα, και τις αλιευτικές δραστηριότητες εκμετάλλευσης των εν λόγω αποθεμάτων, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) 2016/1139 και (ΕΕ) 2018/973, και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 811/2004, (ΕΚ) αριθ. 2166/2005, (ΕΚ) αριθ. 388/2006, (ΕΚ) αριθ. 509/2007 και (ΕΚ) αριθ. 1300/2008 (ΕΕ 2019, L 83, σ. 1), κατά το μέρος που το παράρτημα αυτό καθόρισε, για το 2020, τα συνολικά επιτρεπόμενα αλιεύματα (TAC) για τον γάδο (Gadus morhua), αφενός, στη ζώνη 6a καθώς και στα ενωσιακά και διεθνή ύδατα της ζώνης 5b ανατολικώς των 12°00′ Δ (COD/5BE6A) και, αφετέρου, στις ζώνες 7b, 7c, 7e έως 7k και 8 έως 10 καθώς και στα ενωσιακά ύδατα της ζώνης της Επιτροπής Αλιείας του Κεντροανατολικού Ατλαντικού (CECAF) 34.1.1 (COD/7XAD 34), για το νταούκι Ατλαντικού (Merlangius merlangus) στη ζώνη 7a (WHG/07A) και για το φασί Ατλαντικού (Pleuronectes platessa) στις ζώνες 7h, 7j και 7k (PLE/7HJK) (στο εξής: επίδικα TAC).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Friends of the Irish Environment CLG (στο εξής: FIE), μη κυβερνητικής οργάνωσης που δραστηριοποιείται στον τομέα του περιβάλλοντος, και, αφετέρου, του Minister for Agriculture, Food and the Marine (Υπουργού Γεωργίας, Τροφίμων και Θαλάσσιας Πολιτικής, Ιρλανδία), της Ireland (Ιρλανδίας) και του Attorney General (γενικού εισαγγελέα, Ιρλανδία) σχετικά με τη νομιμότητα των πράξεων περί διαχείρισης της αλιείας 15, 16, 19, 20, 23 και 24 που εξέδωσε ο εν λόγω Υπουργός για τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο του 2020.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Το τιτλοφορούμενο «Διατήρηση των ζώντων πόρων» άρθρο 61 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, η οποία υπογράφηκε στο Montego Bay στις 10 Δεκεμβρίου 1982 (στο εξής: Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας), θέτει τις γενικές αρχές σχετικά με τη διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων.

4        Οι γενικές αυτές αρχές εφαρμόζονται στη διατήρηση και τη διαχείριση των αλληλοεπικαλυπτόμενων αποθεμάτων ιχθύων και των αποθεμάτων άκρως μεταναστευτικών ιχθύων μέσω της Συμφωνίας για την εφαρμογή των διατάξεων της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας της 10ης Δεκεμβρίου 1982 οι οποίες αφορούν τη διατήρηση και τη διαχείριση των αλληλοεπικαλυπτόμενων αποθεμάτων ιχθύων (ιχθείς που απαντώνται τόσο εντός όσο και εκτός των αποκλειστικών οικονομικών ζωνών) (αλληλοεπικαλυπτόμενα αποθέματα) και των αποθεμάτων άκρως μεταναστευτικών ιχθύων, η οποία υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη στις 4 Αυγούστου 1995 (στο εξής: Συμφωνία για τη διατήρηση και τη διαχείριση των αποθεμάτων ιχθύων), ιδίως δε μέσω του άρθρου 5 της συμφωνίας αυτής.

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 1380/2013

5        Οι αιτιολογικές σκέψεις 5 έως 8 του κανονισμού 1380/2013 έχουν ως εξής:

«(5)      Η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος της [Σύμβασης για το δίκαιο της θάλασσας], [...] [και] της Συμφωνίας [για τη διατήρηση και τη διαχείριση των αποθεμάτων ιχθύων] [...]

(6)      Αυτές οι διεθνείς πράξεις καθορίζουν κατά κύριο λόγο υποχρεώσεις διατήρησης, οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, υποχρεώσεις λήψης μέτρων διατήρησης και διαχείρισης με στόχο τη διατήρηση ή την αποκατάσταση των θαλάσσιων πόρων σε επίπεδα τα οποία να μπορούν να παράγουν τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση [...] [και] υποχρεώσεις ευρείας εφαρμογής της προληπτικής προσέγγισης για τη διατήρηση, διαχείριση και εκμετάλλευση των αποθεμάτων ιχθύων [...]. Η [Κοινή Αλιευτική Πολιτική (ΚΑΠ)] θα πρέπει, συνεπώς, να συμβάλλει στην εφαρμογή των διεθνών υποχρεώσεων της Ένωσης στο πλαίσιο αυτών των διεθνών πράξεων. [...]

(7)      Στην παγκόσμια Διάσκεψη κορυφής για την αειφόρο ανάπτυξη στο Γιοχάνεσμπουργκ το 2002, η Ένωση και τα κράτη μέλη της δεσμεύθηκαν να αναλάβουν δράση κατά της συνεχιζόμενης μείωσης πολλών αποθεμάτων ιχθύων. Επομένως, η Ένωση θα πρέπει να βελτιώσει την ΚΑΠ με σκοπό να διασφαλίσει ότι η εκμετάλλευση των ζώντων βιολογικών πόρων της θάλασσας αποκαθιστά και διατηρεί τους πληθυσμούς των αλιευόμενων ειδών εντός ενός λογικού χρονικού πλαισίου πάνω από τα επίπεδα εκείνα που μπορούν να εξασφαλίσουν τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση. Τα ποσοστά εκμετάλλευσης θα πρέπει να επιτευχθούν έως το 2015. Η επίτευξη των εν λόγω ποσοστών εκμετάλλευσης μετά την παραπάνω ημερομηνία μπορεί να επιτραπεί μόνον εφόσον η επίτευξή τους έως το 2015 ενέχει σοβαρούς κινδύνους για την κοινωνική και οικονομική βιωσιμότητα των θιγόμενων αλιευτικών στόλων. Μετά το 2015, τα ποσοστά αυτά θα πρέπει να επιτευχθούν όσον το δυνατόν νωρίτερα και σε κάθε περίπτωση πριν από το 2020. Εάν οι επιστημονικές πληροφορίες δεν επαρκούν για να προσδιορισθούν τα επίπεδα αυτά, μπορεί να εξετασθεί το ενδεχόμενο παραμέτρων κατά προσέγγιση.

(8)      Στις αποφάσεις διαχείρισης που αφορούν τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση σε μικτούς τύπους αλιείας θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η δυσκολία της ταυτόχρονης αλίευσης όλων των αποθεμάτων στο πλαίσιο μικτού τύπου αλιείας επιτυγχάνοντας μέγιστη βιώσιμη απόδοση, ιδίως σε περιπτώσεις όπου οι επιστημονικές γνωμοδοτήσεις αναφέρουν ότι είναι πολύ δύσκολο να αποφευχθεί το φαινόμενο αλίευσης ειδών με περιοριστική ποσόστωση (choke species) με την αύξηση της επιλεκτικότητας των χρησιμοποιούμενων αλιευτικών εργαλείων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, θα ζητείται από τους κατάλληλους επιστημονικούς οργανισμούς να παρέχουν γνωμοδότηση σχετικά με τα κατάλληλα επίπεδα θνησιμότητας ιχθύων.»

6        Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στόχοι», προβλέπει στις παραγράφους 1 έως 3 και 5 τα εξής:

«1.      Η ΚΑΠ διασφαλίζει ότι οι δραστηριότητες αλιείας και υδατοκαλλιέργειας είναι περιβαλλοντικά βιώσιμες μακροπρόθεσμα και ότι υπόκεινται σε διαχείριση με τρόπο που είναι συμβατός με τον στόχο της επίτευξης οικονομικών, κοινωνικών οφελών και οφελών για την απασχόληση, συμβάλλοντας παράλληλα στη διαθεσιμότητα του επισιτιστικού εφοδιασμού.

2.      Η ΚΑΠ εφαρμόζει την προληπτική προσέγγιση για τη διαχείριση της αλιείας και έχει σκοπό να διασφαλίσει ότι η εκμετάλλευση των έμβιων βιολογικών πόρων της θάλασσας αποκαθιστά και διατηρεί τους πληθυσμούς των αλιευόμενων ειδών πάνω από τα επίπεδα εκείνα που μπορούν να εξασφαλίσουν τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση.

Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της προοδευτικής αποκατάστασης και διατήρησης των πληθυσμών των αποθεμάτων ιχθύων πάνω από τα επίπεδα βιομάζας που μπορούν να παραγάγουν τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση, ο ρυθμός εκμετάλλευσης της μέγιστης βιώσιμης απόδοσης θα επιτευχθεί έως το 2015 όπου είναι δυνατόν και σε προοδευτική βάση με βαθμιαίες αυξήσεις μέχρι το 2020 το αργότερο για όλα τα αποθέματα.

3.      Η ΚΑΠ υλοποιεί μια οικοσυστημική προσέγγιση της διαχείρισης της αλιείας προκειμένου να διασφαλίσει ότι θα μετριαστούν οι αρνητικές επιπτώσεις των αλιευτικών δραστηριοτήτων στο θαλάσσιο οικοσύστημα [...]

[...]

5.      Η ΚΑΠ συγκεκριμένα:

α)      καταργεί σταδιακά τις απορρίψεις κατά περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις, αποφεύγοντας και περιορίζοντας, κατά το δυνατόν, τα ανεπιθύμητα αλιεύματα και τη σταδιακή διασφάλιση της εκφόρτωσης των αλιευμάτων·

[...]

γ)      εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις δημιουργίας μιας οικονομικά βιώσιμης και ανταγωνιστικής αλιευτικής και μεταποιητικής βιομηχανίας και χερσαίων δραστηριοτήτων που συνδέονται με την αλιεία·

[...]

στ)      συμβάλλει στην εξασφάλιση επαρκούς επιπέδου διαβίωσης για όσους εξαρτώνται από τις αλιευτικές δραστηριότητες, λαμβάνοντας υπόψη την παράκτια αλιεία και τις κοινωνικοοικονομικές πτυχές·

[...]».

7        Κατά το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αρχές καλής διακυβέρνησης»:

«Η ΚΑΠ βασίζεται στις ακόλουθες αρχές χρηστής διακυβέρνησης:

[...]

γ)      στη θέσπιση μέτρων σύμφωνα με τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις,

δ)      σε μια μακροπρόθεσμη προοπτική,

[...]».

8        Το άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[...]

7)      “μέγιστη βιώσιμη απόδοση”: η μέγιστη θεωρητική απόδοση σε ισορροπία που μπορεί να λαμβάνεται διαρκώς κατά μέσο όρο από ένα απόθεμα υπό τις υπάρχουσες κανονικές περιβαλλοντικές συνθήκες χωρίς να επηρεάζεται σημαντικά η διαδικασία αναπαραγωγής·

[...]

14)      “απόθεμα”: ο έμβιος υδρόβιος πόρος που απαντάται σε μια δεδομένη περιοχή διαχείρισης·

[...]

36)      “μικτή αλιεία”: αλιεία στην οποία είναι παρόντα περισσότερα από ένα είδη και όπου τα διαφορετικά είδη είναι πιθανόν να αλιευθούν μαζί κατά την ίδια αλιευτική δραστηριότητα·

[...]».

9        Το άρθρο 6 του κανονισμού 1380/2013, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις», προβλέπει στην παράγραφο 2 τα ακόλουθα:

«[...] Τα μέτρα διατήρησης εγκρίνονται σύμφωνα με τις διαθέσιμες επιστημονικές, τεχνικές και οικονομικές γνωμοδοτήσεις [...]».

10      Το άρθρο 9 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αρχές και στόχοι των πολυετών σχεδίων», ορίζει στις παραγράφους 1 έως 3 και 5 τα εξής:

«1.      Τα πολυετή σχέδια εγκρίνονται κατά προτεραιότητα βάσει επιστημονικών, τεχνικών και οικονομικών γνωμοδοτήσεων και περιέχουν μέτρα διατήρησης για την αποκατάσταση και τη διατήρηση αποθεμάτων ιχθύων πάνω από τα επίπεδα που μπορούν να εξασφαλίσουν τη μέγιστη βιώσιμη απόδοση σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2.

2.      Όταν οι στόχοι που αφορούν την επίτευξη της μέγιστης βιώσιμης απόδοσης, όπως αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, δεν μπορούν να καθορισθούν λόγω ανεπαρκών δεδομένων, τα πολυετή σχέδια προβλέπουν μέτρα με βάση την προληπτική προσέγγιση, τα οποία διασφαλίζουν τουλάχιστον συγκρίσιμο βαθμό διατήρησης των σχετικών αποθεμάτων.

3.      Τα πολυετή σχέδια καλύπτουν:

[...]

β)      στην περίπτωση μικτής αλιείας ή όταν οι δυναμικές των αποθεμάτων αλληλοσυνδέονται, αλιεία που εκμεταλλεύεται διάφορα αποθέματα σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή [...]

[...]

5.      Τα πολυετή σχέδια μπορεί να περιλαμβάνουν συγκεκριμένους στόχους διατήρησης και μέτρα που βασίζονται στην οικοσυστημική προσέγγιση, ώστε να επιλυθούν τα συγκεκριμένα προβλήματα της μικτής αλιείας σε σχέση με την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 για το μείγμα αποθεμάτων που καλύπτονται από το σχέδιο, σε περιπτώσεις όπου οι επιστημονικές γνωμοδοτήσεις υποδεικνύουν ότι δεν μπορεί να αυξηθεί η επιλεκτικότητα. [...]»

11      Το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιεχόμενο των πολυετών σχεδίων», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ανάλογα με την περίπτωση και χωρίς να θίγονται οι αντίστοιχες αρμοδιότητες δυνάμει της Συνθήκης, ένα πολυετές σχέδιο, περιλαμβάνει:

[...]

β)      στόχους που συνάδουν με τους στόχους οι οποίοι περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 και με τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 6 και 9,

γ)      ποσοτικοποιημένους στόχους όπως τα ποσοστά θνησιμότητας λόγω αλιείας και/ή βιομάζα αποθέματος αναπαραγωγής,

[...]».

12      Το άρθρο 15 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποχρέωση εκφόρτωσης», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 9 τα ακόλουθα:

«1.      Όλα τα αλιεύματα τα οποία υπόκεινται σε όρια [...], τα οποία αλιεύονται κατά τη διάρκεια αλιευτικών δραστηριοτήτων στα ύδατα της Ένωσης ή από αλιευτικά σκάφη της Ένωσης σε ύδατα εκτός Ένωσης τα οποία δεν υπάγονται στην κυριαρχία ή τη δικαιοδοσία τρίτων χωρών, [...] μεταφέρονται και διατηρούνται επί των αλιευτικών σκαφών, καταγράφονται, εκφορτώνονται και καταλογίζονται στις ποσοστώσεις κατά περίπτωση, [...] σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:

[...]

δ)      Το αργότερο από την 1η Ιανουαρίου 2017 για τα είδη που προσδιορίζουν την αλιεία και όχι αργότερα από την 1η Ιανουαρίου 2019 για όλα τα λοιπά είδη [...]

[...]

9.      Για τα αποθέματα που υπόκεινται σε υποχρέωση εκφόρτωσης, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν ευελιξία από έτος σε έτος μέχρι ποσοστού 10 % των επιτρεπόμενων εκφορτώσεων. Για το σκοπό αυτό, ένα κράτος μέλος μπορεί να επιτρέπει την εκφόρτωση επιπλέον ποσοτήτων του αποθέματος που υπόκειται σε υποχρέωση εκφόρτωσης, με την προϋπόθεση ότι οι ποσότητες αυτές δεν υπερβαίνουν το 10 % της ποσόστωσης του εν λόγω κράτους μέλους. [...]»

13      Το άρθρο 16 του κανονισμού 1380/2013, με τίτλο «Αλιευτικές δυνατότητες», ορίζει στις παραγράφους 2 και 4 τα εξής:

«2.      Στις περιπτώσεις που εισάγεται υποχρέωση εκφόρτωσης για ένα απόθεμα ιχθύων, οι αλιευτικές δυνατότητες κατανέμονται λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο εν λόγω καθορισμός δεν αντανακλά πλέον τις εκφορτώσεις αλλά αλιεύματα, δεδομένου ότι για το πρώτο και τα επόμενα έτη οι απορρίψεις του συγκεκριμένου αποθέματος δεν θα επιτρέπονται πλέον.

[...]

4.      Οι αλιευτικές δυνατότητες καθορίζονται σύμφωνα με τους στόχους που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 και σύμφωνα με τους ποσοτικοποιημένους στόχους, τα χρονοδιαγράμματα και τα περιθώρια του άρθρου 9 παράγραφος 2 και του άρθρου 10 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ).»

 Ο κανονισμός 2019/472

14      Το άρθρο 1 του κανονισμού 2019/472, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», ορίζει στις παραγράφους 1 και 4 τα εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ένα πολυετές σχέδιο [...] για τα βενθοπελαγικά αποθέματα που απαριθμούνται κατωτέρω [...] στα Δυτικά Ύδατα [και για τις] αλιευτικ[ές] δραστηρι[ότητες] εκμετάλλευσης των εν λόγω αποθεμάτων:

[...]

4.      Ο παρών κανονισμός ισχύει επίσης για τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα που αλιεύονται στα Δυτικά Ύδατα κατά την αλιεία των αποθεμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1. [...]»

15      Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Ορισμοί»:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, [...] ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      “Δυτικά Ύδατα”: τα Βορειοδυτικά Ύδατα [υποπεριοχές του [Διεθνούς Συμβουλίου για την Εξερεύνηση της Θάλασσας (ICES)] 5 (εκτός της διαίρεσης 5α και μόνο ενωσιακά ύδατα της διαίρεσης 5β), 6 και 7] και τα Νοτιοδυτικά Ύδατα [υποπεριοχές ICES 8, 9 και 10 (ύδατα γύρω από τις Αζόρες) και ζών[η] CECAF 34.1.1 [...] (ύδατα γύρω από τη Μαδέρα και τις Κανάριες Νήσους)]·

2)      “Εύρος τιμών FMSY”: το εύρος τιμών που προσδιορίζεται βάσει των βέλτιστων διαθέσιμων επιστημονικών γνωμοδοτήσεων, συγκεκριμένα από το ICES [...], όπου όλα τα επίπεδα θνησιμότητας λόγω αλιείας εντός του συγκεκριμένου εύρους τιμών έχουν μακροπρόθεσμα ως αποτέλεσμα τις μέγιστες βιώσιμες αποδόσεις (ΜΒΑ), στο πλαίσιο του δεδομένου αλιευτικού προτύπου και των υφιστάμενων μέσων περιβαλλοντικών συνθηκών και χωρίς να θίγεται σημαντικά η αναπαραγωγική διαδικασία των σχετικών αποθεμάτων. [...]

[...]

8)      “Blim”: το σημείο αναφοράς βιομάζας του αποθέματος που παρέχεται σύμφωνα με τη βέλτιστη διαθέσιμη επιστημονική γνωμοδότηση, συγκεκριμένα από το ICES, ή από παρεμφερή ανεξάρτητο επιστημονικό φορέα αναγνωρισμένο σε ενωσιακό ή διεθνές επίπεδο, κάτω από το οποίο μπορεί να εμφανίζεται μειωμένη ικανότητα αναπαραγωγής·

[...]».

16      Το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στόχοι», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Το σχέδιο συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων της [ΚΑΠ] οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο 2 του κανονισμού [1380/2013], ειδικότερα όσον αφορά την εφαρμογή της προληπτικής προσέγγισης στη διαχείριση της αλιείας, και έχει ως σκοπό να διασφαλίσει ότι η εκμετάλλευση των ζώντων θαλάσσιων βιολογικών πόρων αποκαθιστά και διατηρεί τους πληθυσμούς των αλιευόμενων ειδών πάνω από τα επίπεδα που μπορούν να αποφέρουν ΜΒΑ.»

17      Το άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στόχοι», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Ο στόχος θνησιμότητας λόγω αλιείας, σύμφωνα με το εύρος FMSY που ορίζεται στο άρθρο 2, επιτυγχάνεται το συντομότερο δυνατό, και σε προοδευτική, αυξητική βάση έως το 2020 για τα αποθέματα που παρατίθενται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και διατηρείται κατόπιν εντός του εύρους FMSY, σύμφωνα με το παρόν άρθρο.»

18      Το άρθρο 5 του κανονισμού 2019/472, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαχείριση αποθεμάτων παρεμπιπτόντων αλιευμάτων», ορίζει στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής:

«1.      Τα μέτρα διαχείρισης για τα αποθέματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 4, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση των αλιευτικών δυνατοτήτων, καθορίζονται λαμβάνοντας υπόψη τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις και συμβαδίζουν με τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 3.

2.      Η διαχείριση των εν λόγω αποθεμάτων όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την προληπτική προσέγγιση στη διαχείριση της αλιείας [...], σε περίπτωση που δεν υπάρχουν επαρκείς επιστημονικές πληροφορίες [...].

3.      Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του κανονισμού [1380/2013], η διαχείριση της μεικτής αλιείας όσον αφορά τα αποθέματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού λαμβάνει υπόψη τη δυσκολία της ταυτόχρονης αλίευσης όλων των αποθεμάτων επιτυγχάνοντας ΜΒΑ, ιδίως σε καταστάσεις όπου αυτό οδηγεί σε πρόωρη απαγόρευση της αλιείας.»

19      Το άρθρο 8 του κανονισμού 2019/472, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διασφαλίσεις», ορίζει στην παράγραφο 2 ότι, όταν, μεταξύ άλλων, η βιομάζα αποθέματος αναπαραγωγής είναι κατώτερη του Blim, μπορούν να θεσπιστούν διορθωτικά μέτρα, στα οποία περιλαμβάνεται, ιδίως, η αναστολή της στοχευόμενης αλιείας του σχετικού αποθέματος ή της σχετικής λειτουργικής μονάδας καθώς και η κατάλληλη μείωση των αλιευτικών δυνατοτήτων.

20      Το άρθρο 10 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αλιευτικές δυνατότητες», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Κατά την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων που έχουν στη διάθεσή τους σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού [1380/2013], τα κράτη μέλη συνεκτιμούν την πιθανή σύνθεση των αλιευμάτων των σκαφών που συμμετέχουν σε αλιεία μεικτού τύπου.»

 Ο κανονισμός 2020/123

21      Οι αιτιολογικές σκέψεις 7, 8, 16 έως 18 και 26 του κανονισμού 2020/123 έχουν ως εξής:

«(7)      Όσον αφορά ορισμένα αποθέματα, το ICES εξέδωσε επιστημονική γνωμοδότηση που συνιστά μηδενικά αλιεύματα. Εάν τα TAC για τα συγκεκριμένα αλιεύματα καθοριστούν στο επίπεδο που αναφέρεται στην επιστημονική γνωμοδότηση, η υποχρέωση εκφόρτωσης όλων των αλιευμάτων, περιλαμβανομένων παρεμπιπτόντων αλιευμάτων των εν λόγω αποθεμάτων, στους μεικτούς τύπους αλιείας θα οδηγήσει στο φαινόμενο των ειδών με περιοριστική ποσόστωση. Προκειμένου να βρεθεί η χρυσή τομή ανάμεσα στη συνέχιση της αλιείας λόγω των δυνητικά σοβαρών κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων και στην ανάγκη επίτευξης καλής βιολογικής κατάστασης των εν λόγω αποθεμάτων, εφόσον ληφθεί υπόψη η δυσκολία της αλίευσης όλων των αποθεμάτων στο πλαίσιο μεικτού τύπου αλιείας με ταυτόχρονη επίτευξη [ΜΒΑ], είναι σκόπιμο να καθοριστούν TAC μόνον για τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα των εν λόγω αποθεμάτων. Το επίπεδο των εν λόγω TAC θα πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να μειώνεται η θνησιμότητα των αποθεμάτων αυτών και να παρέχονται κίνητρα για βελτιώσεις της επιλεκτικότητας και της αποφυγής. Προκειμένου να εξασφαλιστεί στο μέτρο του δυνατού η χρήση των αλιευτικών δυνατοτήτων σε μεικτούς τύπους αλιείας σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 του κανονισμού [1380/2013], είναι σκόπιμο να καθοριστεί κατάλογος για τις ανταλλαγές ποσοστώσεων για όσα κράτη μέλη δεν διαθέτουν ποσόστωση που να καλύπτει τα αναπόφευκτα παρεμπίπτοντα αλιεύματά τους.

(8)      Προκειμένου να μειωθούν τα αλιεύματα των αποθεμάτων για τα οποία έχουν καθοριστεί TAC παρεμπιπτόντων αλιευμάτων, οι αλιευτικές δυνατότητες για τους τύπους αλιείας στους οποίους αλιεύονται ιχθύες από τα εν λόγω αποθέματα θα πρέπει να καθοριστούν σε επίπεδα που να συμβάλλουν στην επαναφορά της βιομάζας των ευάλωτων αποθεμάτων σε βιώσιμα επίπεδα. Θα πρέπει επίσης να ληφθούν τεχνικά μέτρα και μέτρα ελέγχου άρρηκτα συνδεδεμένα με τις αλιευτικές δυνατότητες για την αποτροπή των παράνομων απορρίψεων.

[...]

(16)      Σύμφωνα με το άρθρο 8 του πολυετούς σχεδίου για τα Δυτικά Ύδατα, όταν, βάσει επιστημονικών γνωμοδοτήσεων, η βιομάζα του αποθέματος αναπαραγωγής οποιουδήποτε από τα αποθέματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του εν λόγω σχεδίου είναι κατώτερη του Blim, πρέπει να ληφθούν περαιτέρω διορθωτικά μέτρα ώστε να διασφαλιστεί η ταχεία επάνοδος του σχετικού αποθέματος σε επίπεδα ανώτερα από εκείνο που μπορεί να εξασφαλίσει τη ΜΒΑ. Ειδικότερα, τα εν λόγω διορθωτικά μέτρα μπορεί να περιλαμβάνουν την αναστολή της στοχευόμενης αλιείας του σχετικού αποθέματος και την κατάλληλη μείωση των αλιευτικών προσπαθειών για τα εν λόγω αποθέματα και/ή άλλα αποθέματα στους τύπους αλιείας στους οποίους υπάρχουν παρεμπίπτοντα αλιεύματα γάδου ή νταουκιού Ατλαντικού.

(17)      Στη γνωμοδότησή του, το ICES ανέφερε ότι τα αποθέματα γάδου και νταουκιού του Ατλαντικού στην Κελτική Θάλασσα είναι κάτω του ορίου Blim. Ως εκ τούτου, πρέπει να ληφθούν περαιτέρω διορθωτικά μέτρα για τα αποθέματα αυτά. [...] Τα εν λόγω μέτρα, όσον αφορά το νταούκι στην Κελτική θάλασσα, θα πρέπει επομένως να συνίστανται σε τεχνικές τροποποιήσεις των χαρακτηριστικών των εργαλείων για να μειωθούν τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα νταουκιού, τα οποία συνδέονται στενά με τις αλιευτικές δυνατότητες για τους τύπους αλιείας στους οποίους αλιεύονται τα είδη αυτά.

(18)      Στις αλιευτικές δυνατότητες για το 2019 λήφθηκαν διορθωτικά μέτρα όσον αφορά τον γάδο στην Κελτική Θάλασσα, όπως απαιτείται από το άρθρο 8 του πολυετούς σχεδίου για τα Δυτικά Ύδατα. Με την ευκαιρία αυτή, το TAC για το εν λόγω απόθεμα προορίζεται μόνο για παρεμπίπτοντα αλιεύματα. Ωστόσο, εφόσον το απόθεμα βρίσκεται κάτω του ορίου Blim, θα πρέπει να ληφθούν περαιτέρω διορθωτικά μέτρα προκειμένου το απόθεμα να ανέλθει σε επίπεδο ανώτερο από εκείνο που μπορεί να εξασφαλίσει τη ΜΒΑ, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 του πολυετούς σχεδίου για τα Δυτικά ύδατα. Τέτοια μέτρα μπορούν να βελτιώσουν την επιλεκτικότητα καθιστώντας υποχρεωτική τη χρήση εργαλείων με χαμηλότερα επίπεδα παρεμπιπτόντων αλιευμάτων γάδου στις περιοχές με σημαντικά αλιεύματα γάδου, μειώνοντας έτσι τη θνησιμότητα λόγω αλιείας του αποθέματος αυτού σε μεικτούς τύπους αλιείας. Το επίπεδο του TAC θα πρέπει να καθοριστεί ώστε να αποφεύγεται η πρόωρη απαγόρευση της αλιείας στις αρχές του 2020. Επιπλέον, το TAC θα πρέπει να επαρκεί ώστε να αποφεύγονται πιθανές απορρίψεις, που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τη συλλογή δεδομένων και την επιστημονική εκτίμηση του αποθέματος. Ο καθορισμός TAC 805 τόνων θα μπορούσε να διασφαλίσει σημαντική αύξηση στη βιομάζα αναπαραγωγής αποθέματος το 2020 κατά τουλάχιστον 100 %, προκειμένου να διασφαλισθεί η ταχεία επιστροφή του αποθέματος σε επίπεδα που μπορούν να εξασφαλίσουν τη [ΜΒΑ].

[...]

(26)      [...] [Δ]εδομένου ότι η βιομάζα των αποθεμάτων [...] COD/5BE6A, [...] WHG/07A και PLE/7HJK είναι κατώτερη του Blim και ότι μόνο τα παρεμπίπτοντα [και τα επιστημονικά] αλιεύματα επιτρέπονται το 2020, τα κράτη μέλη ανέλαβαν τη δέσμευση να μην εφαρμόζουν το άρθρο 15 παράγραφος 9 του κανονισμού [1380/2013] για τα αποθέματα αυτά το 2020, ώστε τα αλιεύματα το 2020 να μην υπερβαίνουν τα καθορισμένα TAC.»

22      Το άρθρο 5 του κανονισμού 2020/123, το οποίο φέρει τον τίτλο «TAC και κατανομές», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα TAC για τα ενωσιακά αλιευτικά σκάφη στα ενωσιακά ύδατα ή σε ορισμένα μη ενωσιακά ύδατα και η κατανομή των TAC αυτών μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και οι όροι που συνδέονται λειτουργικά με αυτά, ανάλογα με την περίπτωση, καθορίζονται στο παράρτημα I.»

23      Το άρθρο 8 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Μηχανισμός ανταλλαγής ποσοστώσεων για τα TAC αναπόφευκτων παρεμπιπτόντων αλιευμάτων σε σχέση με την υποχρέωση εκφόρτωσης», προβλέπει στις παραγράφους 1 έως 3 τα ακόλουθα:

«1.      Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η θέσπιση της υποχρέωσης εκφόρτωσης και να καταστούν διαθέσιμες ποσοστώσεις για ορισμένα παρεμπίπτοντα αλιεύματα στα κράτη μέλη χωρίς ποσόστωση, ο μηχανισμός ανταλλαγής ποσοστώσεων που ορίζεται στις παραγράφους 2–5 του παρόντος άρθρου ισχύει για τα ΤΑC που προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι-Α.

2.      Το 6 % κάθε ποσόστωσης από τα ΤΑC γάδου στην Κελτική Θάλασσα, γάδου στα δυτικά της Σκωτίας, νταουκιού Ατλαντικού στη Θάλασσα της Ιρλανδίας και ευρωπαϊκής χωματίδας στις διαιρέσεις ICES 7h, 7j και 7k [...], που κατανέμεται σε κάθε κράτος μέλος, καθίσταται διαθέσιμο για τον κατάλογο ανταλλαγής ποσοστώσεων που θα ανοίξει την 1η Ιανουαρίου 2020. Τα κράτη μέλη χωρίς ποσόστωση έχουν αποκλειστική πρόσβαση στον κατάλογο ποσοστώσεων μέχρι τις 31 Μαρτίου 2020.

3.      Οι ποσότητες που αντλούνται από τον κατάλογο δεν μπορούν να ανταλλαχθούν ή να μεταφερθούν στο επόμενο έτος. Τυχόν αχρησιμοποίητες ποσότητες επιστρέφονται, μετά τις 31 Μαρτίου 2020, στα κράτη μέλη εκείνα που συνεισέφεραν αρχικά στον κατάλογο για τις ανταλλαγές ποσοστώσεων.»

24      Το άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διορθωτικά μέτρα για τον γάδο και το νταούκι Ατλαντικού στην Κελτική Θάλασσα», επιβάλλει διάφορα μέτρα για την αύξηση της επιλεκτικότητας των τρατών βυθού και των γρίπων που χρησιμοποιούνται σε διάφορες περιοχές της Κελτικής Θάλασσας από τα σκάφη των οποίων τα αλιεύματα αφορούν κατά τουλάχιστον 20 % μπακαλιάρο εγκλεφίνο. Τα σκάφη αυτά δεν μπορούν να αλιεύουν στις εν λόγω περιοχές, εκτός εάν χρησιμοποιούν εργαλεία με ορισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά, ιδίως όσον αφορά τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με το μέγεθος ματιών του σάκου, τα οποία απαριθμούνται στο ανωτέρω άρθρο. Οι κανόνες αυτοί δεν ισχύουν, ωστόσο, για σκάφη των οποίων τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα γάδου δεν υπερβαίνουν το 1,5 %, κατά την εκτίμηση της Επιστημονικής, Τεχνικής και Οικονομικής Επιτροπής Αλιείας (ΕΤΟΕΑ). Επιπλέον, τα ενωσιακά σκάφη δύνανται να χρησιμοποιούν ένα εργαλείο μεγάλης επιλεκτικότητας εναλλακτικά των αναφερόμενων στο άρθρο αυτό, τα τεχνικά χαρακτηριστικά του οποίου επιτρέπουν, σύμφωνα με επιστημονική μελέτη αξιολογημένη από την ΕΤΟΕΑ, την αλίευση γάδου σε ποσοστό μικρότερο του 1 %.

25      Το παράρτημα I A του κανονισμού 2020/123 καθορίζει, για την Ένωση, τα επίδικα TAC, αντίστοιχα, σε 1 279 τόνους για τον γάδο (Gadus morhua) στη ζώνη 6a καθώς και στα ενωσιακά και διεθνή ύδατα της ζώνης 5b ανατολικώς των 12°00′ Δ (COD/5BE6A), σε 805 τόνους για το είδος αυτό στις ζώνες 7b, 7c, 7e έως 7k και 8 έως 10 καθώς και στα ενωσιακά ύδατα της ζώνης CECAF 34.1.1 (COD/7XAD 34), σε 721 τόνους για το νταούκι Ατλαντικού (Merlangius merlangus) στη ζώνη 7a (WHG/07A) και σε 67 τόνους για το φασί Ατλαντικού (Pleuronectes platessa) στις ζώνες 7h, 7j και 7k (PLE/7HJK). Στο εν λόγω παράρτημα I A διευκρινίζεται ότι τα ανωτέρω TAC αφορούν αποκλειστικά τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα γάδου, νταουκιού Ατλαντικού και φασιού Ατλαντικού κατά την αλιεία άλλων ειδών και ότι δεν επιτρέπεται κατευθυνόμενη αλιεία των ειδών αυτών στο πλαίσιο της ποσόστωσης που κατανέμεται σε κάθε κράτος μέλος.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

26      Μετά την έκδοση του κανονισμού 2020/123, ο Υπουργός Γεωργίας, Τροφίμων και Θαλάσσιας Πολιτικής εξέδωσε, μεταξύ άλλων, τις πράξεις περί διαχείρισης της αλιείας 15 και 16 για τον Απρίλιο του 2020, 19 και 20 για τον Μάιο του 2020, καθώς και 23 και 24 για τον Ιούνιο του 2020. Οι πράξεις αυτές καθορίζουν, για τα αποθέματα που ρυθμίζονται από τα επίδικα TAC, όρια αλιευμάτων άνω του μηδενός, αποκλειστικά όσον αφορά τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα.

27      Με προσφυγή που κατέθεσε στις 17 Ιουνίου 2020 ενώπιον του High Court (ανώτερου δικαστηρίου, Ιρλανδία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, η FIE ζήτησε, μεταξύ άλλων, από το δικαστήριο αυτό να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το κύρος του κανονισμού 2020/123 και να εκδώσει διάταξη certiorari για την ακύρωση, κατ’ ουσίαν, των προαναφερθεισών πράξεων περί διαχείρισης της αλιείας.

28      Στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, η FIE προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 2020/123, για τον λόγο ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθορίζοντας τα επίδικα TAC σε επίπεδα άνω του μηδενός, δεν έλαβε υπόψη τις γνωμοδοτήσεις του ICES που συνιστούσαν, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ΜΒΑ, μηδενικά αλιεύματα για τα αποθέματα γάδου στα δυτικά της Σκωτίας και στην Κελτική Θάλασσα, νταουκιού Ατλαντικού στη Θάλασσα της Ιρλανδίας και φασιού Ατλαντικού στη Νότια Κελτική Θάλασσα, επί των οποίων εφαρμόζονται τα εν λόγω TAC. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1380/2013, το οποίο προβλέπει, ειδικότερα, ότι ο ρυθμός εκμετάλλευσης των αποθεμάτων ιχθύων για την εξασφάλιση της ΜΒΑ θα επιτευχθεί μέχρι το 2020 το αργότερο για όλα τα αποθέματα.

29      Οι καθών της κύριας δίκης προβάλλουν, κατ’ ένσταση, ότι η εν λόγω προσφυγή έχει υποθετικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι ο κανονισμός 2020/123 δεν ισχύει πλέον και αντικαταστάθηκε από κανονισμούς που καθορίζουν τα TAC για το 2021 και το 2022. Κατά συνέπεια, εκτιμούν ότι το αιτούν δικαστήριο δεν θα έπρεπε ούτε να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα ούτε να εξετάσει την προσφυγή.

30      Επί της ουσίας, οι ανωτέρω διάδικοι υποστηρίζουν ότι ο κανονισμός 1380/2013 πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με τον κανονισμό 2019/472 και ότι εξ αυτού προκύπτει ότι το Συμβούλιο, για να εκδώσει τον κανονισμό 2020/123, όφειλε να προβεί σε πολύπλοκη αξιολόγηση ενός ζητήματος με πολλές παραμέτρους που έπρεπε να ληφθούν υπόψη, όπως είναι τα κοινωνικοοικονομικά αποτελέσματα των προβλεπόμενων μέτρων καθώς και η εγγενής δυσκολία της μικτής αλιείας, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι ένα συγκεκριμένο είδος μπορεί να αλιευθεί ως παρεμπίπτον αλίευμα στο πλαίσιο αλιευτικών δραστηριοτήτων που στοχεύουν άλλα είδη.

31      Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οφείλει να εξετάσει την προσφυγή της οποίας έχει επιληφθεί. Συναφώς, επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι, αφενός, η περιορισμένη διάρκεια ισχύος του κανονισμού 2020/123 και των επίμαχων πράξεων περί διαχείρισης της αλιείας θα εμπόδιζε, σε αντίθετη περίπτωση, την προσβολή των τελευταίων αυτών πράξεων ενώπιον των ιρλανδικών δικαστηρίων και ότι, αφετέρου, το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω ενδέχεται να ανακύψει στο πλαίσιο μελλοντικών διαφορών σχετικών με αντίστοιχους κανονισμούς.

32      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που καθορίστηκαν με την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1987, Foto-Frost (314/85, EU:C:1987:452), υποχρεούται να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

33      Καταρχάς, παρατηρεί ότι το κύριο νομικό ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί εν προκειμένω είναι αν ο σκοπός που μνημονεύεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1380/2013 συνεπάγεται μια γενική επιτακτική υποχρέωση την οποία οφείλει να τηρήσει το Συμβούλιο κατά τον καθορισμό των TAC για το έτος 2020 ή αν, όπως υποστηρίζουν οι καθών της κύριας δίκης, πρόκειται απλώς για έναν από τους σκοπούς που πρέπει να λάβει υπόψη το Συμβούλιο, μαζί με έναν μεγάλο αριθμό τόσο επιστημονικών όσο και οικονομικών πτυχών.

34      Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι συμμερίζεται την άποψη των καθών της κύριας δίκης ότι το Συμβούλιο όφειλε να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο του καθορισμού των TAC, ορισμένες πτυχές που έχουν οικονομικό αντίκτυπο, ιδίως στις παράκτιες κοινότητες οι οποίες εξαρτώνται από τα έσοδα που προέρχονται από την αλιεία, όπως είναι τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα στο πλαίσιο της μικτής αλιείας και το φαινόμενο των «ειδών με περιοριστική ποσόστωση», καθώς και η εφαρμογή της υποχρέωσης εκφόρτωσης στο σύνολο των αλιευόμενων ειδών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν αποτελούν στόχο των αλιευτικών δραστηριοτήτων.

35      Ωστόσο, εκτιμά ότι οι εκδοθείσες το 2019 γνωμοδοτήσεις του ICES, οι οποίες πρότειναν μηδενικό επίπεδο αλιευμάτων για τα αποθέματα που μνημονεύονται στη σκέψη 28 της παρούσας απόφασης, προκειμένου να εξασφαλιστούν επίπεδα εκμετάλλευσης που θα απέφεραν τη ΜΒΑ μέχρι το 2020, συνιστούσαν τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις κατά τον χρόνο έκδοσης του κανονισμού 2020/123.

36      Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1380/2013 δεν περιέχει κανέναν ειδικό κανόνα ή παρέκκλιση για τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα. Εξ αυτού συνάγει ότι η εν λόγω διάταξη επέβαλλε στο Συμβούλιο, προκειμένου να εξασφαλιστούν ποσοστά εκμετάλλευσης που να αποφέρουν τη ΜΒΑ για όλα τα αποθέματα μέχρι το 2020 το αργότερο, να καθορίσει τα TAC σύμφωνα με τις γνωμοδοτήσεις του ICES που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη.

37      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο είναι της γνώμης ότι τα επίδικα TAC δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με το επιχείρημα ότι η επίδρασή τους ήταν ελάχιστη, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, τα εν λόγω TAC αντιπροσώπευαν αντιστοίχως το 62 % και το 54 % της βιομάζας του αποθέματος αναπαραγωγής γάδου σε καθεμία από τις οικείες ζώνες και το 52 % της βιομάζας αυτής όσον αφορά το νταούκι Ατλαντικού.

38      Τέλος, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι ο σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1380/2013 δεν αποτελεί «απλό φιλόδοξο στόχο», αλλά, αντιθέτως, κεντρικό σκοπό της ΚΑΠ, ο οποίος έχει υψηλή προτεραιότητα. Επομένως, είναι αναγκαίο να τηρείται ο σκοπός αυτός στο πλαίσιο των πολυετών σχεδίων και των αλιευτικών δυνατοτήτων, που μνημονεύονται αντιστοίχως στο άρθρο 9 και στο άρθρο 16, παράγραφος 4, του κανονισμού.

39      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κύρος του κανονισμού 2020/123.

40      Υπό τις συνθήκες αυτές, το High Court (ανώτερο δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είναι αναγκαία η υποβολή της παρούσας αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, σε περίπτωση που ο κανονισμός [2020/123] έχει αντικατασταθεί και/ή έχει λήξει η ισχύς των εθνικών μέτρων εφαρμογής;

2)      Είναι το παράρτημα Ι Α του κανονισμού [2020/123] ανίσχυρο, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών και των στόχων του κανονισμού [1380/2013], και συγκεκριμένα του άρθρου [του] 2, παράγραφοι 1 και 2 [...], συμπεριλαμβανομένων του επιδιωκόμενου από το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, σκοπού και των αρχών της χρηστής διακυβέρνησης που καθορίζονται στο άρθρο 3, στοιχεία γʹ και δʹ, του κανονισμού [αυτού] (καθώς και του βαθμού κατά τον οποίο εφαρμόζεται σε αποθέματα για τα οποία απαιτείται προληπτική προσέγγιση), σε συνδυασμό με τα άρθρα 9, 10, 15 και 16 του [εν λόγω κανονισμού] και τις αιτιολογικές σκέψεις του, καθώς και με τα άρθρα 1, 2, 3, 4, 5, 8 και 10 του κανονισμού [2019/472], στο μέτρο που τα [TAC] που καθορίζονται από τον κανονισμό [2020/123] δεν συνάδουν με τις γνωμοδοτήσεις για τη [ΜΒΑ] τις οποίες έχει εκδώσει το [ICES] για ορισμένα είδη και οι οποίες προβλέπουν μηδενικά αλιεύματα;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού

41      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία αφορά το κύρος του κανονισμού 2020/123, είναι αναγκαία, μολονότι ο κανονισμός αυτός και τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικά μέτρα εφαρμογής του δεν ισχύουν πλέον. Επομένως, ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του παραδεκτού της αίτησης αυτής.

42      Συναφώς, οι καθών της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι η εν λόγω αίτηση είναι απαράδεκτη. Κατά την άποψή τους, αφενός, δεδομένης της λήξης της περιόδου εφαρμογής του κανονισμού 2020/123 και των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης πράξεων περί διαχείρισης της αλιείας, τα ερωτήματα που τίθενται στην υπόθεση αυτή έχουν υποθετικό χαρακτήρα, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου. Αφετέρου, υποστηρίζουν ότι, απαντώντας στα ερωτήματα αυτά, το Δικαστήριο θα προέβαινε σε εκτίμηση του κύρους του κανονισμού 2020/123 μετά την πάροδο της δίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ και δεν θα διέθετε το σύνολο των αναγκαίων για την απάντησή του πραγματικών στοιχείων, τα οποία θα είχε στη διάθεσή του στο πλαίσιο προσφυγής στηριζόμενης στο άρθρο αυτό.

43      Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, όταν τίθεται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ερώτημα σχετικό με το κύρος πράξης θεσμικού οργάνου της Ένωσης, εναπόκειται στο εν λόγω εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν η προδικαστική απόφαση επί του σημείου αυτού είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης και, επομένως, να ζητήσει από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του εν λόγω ερωτήματος. Συνεπώς, εφόσον τα ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο αφορούν το κύρος κανόνα δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να απαντήσει (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Επομένως, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα περί εκτιμήσεως του κύρους μόνον όταν, ιδίως, δεν τηρούνται οι απαιτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που προβλέπονται στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ή όταν είναι πρόδηλο ότι η εκτίμηση του κύρους του κανόνα δικαίου της Ένωσης που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη του πνεύματος συνεργασίας που πρέπει να πρυτανεύει στη λειτουργία του συστήματος της προδικαστικής παραπομπής και σύμφωνα με το άρθρο 94, στοιχείο γʹ, του ανωτέρω κανονισμού, είναι απαραίτητο το εθνικό δικαστήριο να εκθέτει, στην απόφασή του περί παραπομπής, τους ακριβείς λόγους για τους οποίους διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κύρος ορισμένων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης καθώς και τους λόγους ακυρότητας οι οποίοι εκτιμά ότι ενδέχεται να γίνουν δεκτοί (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2006, IATA και ELFAA, C‑344/04, EU:C:2006:10, σκέψη 31, και της 4ης Μαΐου 2016, Pillbox 38, C‑477/14, EU:C:2016:324, σκέψεις 24 και 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Συναφώς, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, υπό το πρίσμα της εθνικής νομολογίας, ότι οφείλει να εξετάσει την προσφυγή της κύριας δίκης, παρά το γεγονός ότι ο κανονισμός 2020/123 και οι προσβαλλόμενες στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής πράξεις περί διαχείρισης της αλιείας δεν ισχύουν πλέον. Επισημαίνει, ιδίως, ότι ο προσωρινός χαρακτήρας των πράξεων αυτών καθιστά αδύνατη την προσβολή τους κατά τη διάρκεια της περιορισμένης διάρκειας ισχύος τους.

47      Δεν εναπόκειται όμως, κατά πρώτον, στο Δικαστήριο να θέσει εν αμφιβόλω την κρίση του αιτούντος δικαστηρίου επί του παραδεκτού της προσφυγής της κύριας δίκης, η οποία, στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις απαραδέκτου τις οποίες προέβαλαν ενώπιόν του οι καθών της κύριας δίκης επικαλούμενοι τον υποθετικό χαρακτήρα της προσφυγής αυτής, κατά την έννοια του εθνικού δικαίου. Εξάλλου, το γεγονός ότι έχει λήξει η περίοδος εφαρμογής των πράξεων περί διαχείρισης της αλιείας που αποτελούν το αντικείμενο της προσφυγής της κύριας δίκης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος δεδομένου ότι το εθνικό δίκαιο επιτρέπει την άσκηση τέτοιας προσφυγής και ότι το ερώτημα αυτό εξυπηρετεί την αντικειμενική ανάγκη για επίλυση της διαφοράς της οποίας το αιτούν δικαστήριο έχει νομίμως επιληφθεί (πρβλ. απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ., C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψεις 30 και 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη λήξη της περιόδου εφαρμογής των επίδικων TAC, αρκεί να επισημανθεί, πρώτον, ότι οι πράξεις περί διαχείρισης της αλιείας που προσβάλλονται στο πλαίσιο της προσφυγής της κύριας δίκης εκδόθηκαν βάσει των επίδικων TAC, δεύτερον, ότι τα TAC αυτά ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσης των εν λόγω πράξεων και, τρίτον, ότι η ακυρότητά τους προβάλλεται παρεμπιπτόντως προς στήριξη της προσφυγής. Επομένως, η λήξη της περιόδου εφαρμογής των εν λόγω TAC δεν καθιστά απαράδεκτο ένα ερώτημα σχετικό με το κύρος τους, καθώς το ερώτημα αυτό εξυπηρετεί την αντικειμενική ανάγκη για επίλυση της διαφοράς της οποίας το αιτούν δικαστήριο έχει νομίμως επιληφθεί.

49      Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την επιχειρηματολογία των καθών της κύριας δίκης, κατά την οποία το Δικαστήριο, απαντώντας σε ένα τέτοιο ερώτημα, θα προέβαινε σε εκτίμηση του κύρους του κανονισμού 2020/123 μετά την πάροδο της δίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ και χωρίς να διαθέτει το σύνολο των αναγκαίων για την απάντησή του πραγματικών στοιχείων, τα οποία θα είχε στη διάθεσή του στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως.

50      Πράγματι, αρκεί να υπομνησθεί ότι αποτελεί εγγενές στοιχείο του πλήρους συστήματος ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών που καθιερώνει η Συνθήκη ΛΕΕ, αφενός, με τα άρθρα της 263 και 277 και, αφετέρου, με το άρθρο της 267, το δικαίωμα κάθε διαδίκου, στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, να αμφισβητήσει τη νομιμότητα διατάξεων που περιέχονται σε πράξεις της Ένωσης οι οποίες αποτελούν το έρεισμα εθνικής απόφασης ή πράξης θίγουσας το πρόσωπο αυτό, προβάλλοντας την ακυρότητά τους, και να ωθήσει το εθνικό δικαστήριο, το οποίο δεν είναι αρμόδιο να διαπιστώσει το ίδιο την ακυρότητα αυτή, να υποβάλει συναφώς προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, εκτός αν το εν λόγω πρόσωπο είχε, πέραν πάσης αμφιβολίας, το δικαίωμα να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, προσφυγή κατά των ανωτέρω διατάξεων και άφησε να παρέλθει άπρακτη η προβλεπόμενη προθεσμία (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψεις 66 και 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Δεν προκύπτει, όμως, ότι η FIE θα μπορούσε πέραν πάσης αμφιβολίας να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ κατά των επίδικων TAC, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητούν οι καθών της κύριας δίκης.

51      Κατά τρίτον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 35 έως 38 της παρούσας απόφασης, στην απόφαση περί παραπομπής το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε, με την απαιτούμενη ακρίβεια, τους λόγους για τους οποίους διατηρεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κύρος των επίδικων TAC, επισημαίνοντας ότι τα TAC αυτά δεν συνάδουν με τις γνωμοδοτήσεις του ICES, οι οποίες πρότειναν μηδενικό επίπεδο αλιευμάτων για τα αποθέματα που μνημονεύονται στη σκέψη 28 της παρούσας απόφασης. Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο παρέσχε στο Δικαστήριο τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι κρίσιμη για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.

52      Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

53      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το παράρτημα I A του κανονισμού 2020/123 είναι έγκυρο, κατά το μέρος που καθόρισε, για το έτος 2020, τα επίδικα TAC σε επίπεδο άνω του μηδενικού επιπέδου αλιευμάτων που πρότειναν οι εκδοθείσες το 2019 γνωμοδοτήσεις του ICES για τα αποθέματα γάδου στα δυτικά της Σκωτίας και στην Κελτική Θάλασσα, νταουκιού Ατλαντικού στη Θάλασσα της Ιρλανδίας και φασιού Ατλαντικού στη Νότια Κελτική Θάλασσα (στο εξής: γνωμοδοτήσεις του ICES περί μηδενικών αλιευμάτων), υπό το πρίσμα των σκοπών της ΚΑΠ, οι οποίοι εκτίθενται στο άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1380/2013, ειδικότερα δε του σκοπού που μνημονεύεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, καθώς και των αρχών της χρηστής διακυβέρνησης που διέπουν την ΚΑΠ, ιδίως εκείνων που εκτίθενται στο άρθρο 3, στοιχεία γʹ και δʹ, του εν λόγω κανονισμού, και λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 9, 10, 15 και 16 του ίδιου κανονισμού και των άρθρων 1 έως 5, 8 και 10 του κανονισμού 2019/472.

54      Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 35, 36 και 38 της παρούσας απόφασης, οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου ως προς το κύρος των επίδικων TAC στηρίζονται κατ’ ουσίαν σε δύο εκτιμήσεις. Αφενός, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι κανονισμοί 1380/2013 και 2019/472 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1380/2013 επέβαλλε στο Συμβούλιο σαφή και μη συνοδευόμενη από παρεκκλίσεις υποχρέωση να καθορίσει τα επίδικα TAC σύμφωνα με τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις προκειμένου να επιτευχθεί, για όλα τα αποθέματα –συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ρυθμίζονται από τα εν λόγω TAC–, ρυθμός εκμετάλλευσης που να μπορεί να εξασφαλίσει τη ΜΒΑ μέχρι το 2020 το αργότερο. Αφετέρου, εκτιμά ότι οι γνωμοδοτήσεις του ICES περί μηδενικών αλιευμάτων αποτελούσαν εν προκειμένω τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις, κατά την έννοια, ιδίως, του άρθρου 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1380/2013.

55      Συνεπώς, εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει, αφενός, σε ποιο βαθμό η εξουσία εκτιμήσεως του Συμβουλίου, στο πλαίσιο του καθορισμού των επιδίκων TAC, περιοριζόταν από τον σκοπό που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1380/2013 καθώς και από τις γνωμοδοτήσεις του ICES περί μηδενικών αλιευμάτων και, αφετέρου, αν το Συμβούλιο υπερέβη, εν προκειμένω, τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεώς του.

 Επί των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως του Συμβουλίου για τον καθορισμό των επίδικων TAC

56      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υποχρεούνται να θεσπίζουν, σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, μεταξύ άλλων, τις «διατάξεις που είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων της κοινής γεωργικής και αλιευτικής πολιτικής», ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκδίδει «μέτρα σχετικά με τον καθορισμό των τιμών, των εισφορών, των ενισχύσεων και των ποσοτικών περιορισμών καθώς και σχετικά με τον καθορισμό και την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων».

57      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα μέτρα που ενέχουν πολιτική επιλογή η οποία επαφίεται στον νομοθέτη της Ένωσης λόγω του ότι είναι απαραίτητα για την επίτευξη των στόχων της κοινής πολιτικής στους τομείς της γεωργίας και της αλιείας πρέπει να στηρίζονται στο άρθρο 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ενώ η θέσπιση μέτρων σχετικά με τον καθορισμό και την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, δεν προϋποθέτει τέτοιου είδους επιλογή, δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά έχουν κατά βάση τεχνικό χαρακτήρα και θεωρείται ότι λαμβάνονται προς εκτέλεση των διατάξεων που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2014, Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑103/12 και C‑165/12, EU:C:2014:2400, σκέψη 50, και της 1ης Δεκεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑124/13 και C‑125/13, EU:C:2015:790, σκέψεις 48 και 50).

58      Εξάλλου, κατά την ίδια νομολογία, οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 43 ΣΛΕΕ επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς και έχουν, εκάστη εξ αυτών, ειδικό πεδίο εφαρμογής, οπότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωριστά ως νομικές βάσεις για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων στο πλαίσιο της ΚΑΠ, με δεδομένο, πάντως, ότι το Συμβούλιο, όταν εκδίδει πράξεις βάσει του άρθρου 43, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, οφείλει να ενεργεί εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του καθώς και, ενδεχομένως, εντός του νομικού πλαισίου που έχει ήδη θέσει ο νομοθέτης της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο και Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑124/13 και C‑125/13, EU:C:2015:790, σκέψη 58).

59      Εν προκειμένω, το σχετικό νομικό πλαίσιο που έθεσε ο νομοθέτης της Ένωσης αποτελείται, αφενός, από τον κανονισμό 1380/2013, ο οποίος καθορίζει το γενικό πλαίσιο της ΚΑΠ, και, αφετέρου, από τον κανονισμό 2019/472, με τον οποίο θεσπίστηκε πολυετές σχέδιο για τα αποθέματα που αλιεύονται στα Δυτικά Ύδατα και στα παρακείμενα ύδατα καθώς και για τις αλιευτικές δραστηριότητες εκμετάλλευσης των εν λόγω αποθεμάτων (στο εξής: πολυετές σχέδιο για τα Δυτικά Ύδατα). Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του τελευταίου αυτού κανονισμού, το άρθρο του 1, παράγραφοι 1 και 4, προβλέπει ότι ο κανονισμός αυτός καλύπτει τόσο τα αποθέματα που απαριθμούνται στην παράγραφο 1 όσο και τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα που αλιεύονται στα Δυτικά Ύδατα κατά την αλιεία των εν λόγω αποθεμάτων. Όπως, όμως, προκύπτει από το γράμμα του παραρτήματος I A του κανονισμού 2020/123, τα επίδικα TAC ισχύουν αποκλειστικά για αποθέματα παρεμπιπτόντων αλιευμάτων τα οποία βρίσκονται σε ζώνες αλίευσης των αποθεμάτων που απαριθμούνται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2019/472. Επομένως, το Συμβούλιο όφειλε να καθορίσει τα εν λόγω TAC τηρώντας όχι μόνον τις διατάξεις του κανονισμού 1380/2013, αλλά και εκείνες του κανονισμού 2019/472.

60      Όσον αφορά, κατά πρώτον, τον κανονισμό 1380/2013, επισημαίνεται ότι το άρθρο του 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, θέτει την αρχή κατά την οποία η ΚΑΠ «εφαρμόζει την προληπτική προσέγγιση για τη διαχείριση της αλιείας» και αναφέρει ότι η πολιτική αυτή «έχει σκοπό να διασφαλίσει ότι η εκμετάλλευση των έμβιων βιολογικών πόρων της θάλασσας αποκαθιστά και διατηρεί τους πληθυσμούς των αλιευόμενων ειδών πάνω από τα επίπεδα εκείνα που μπορούν να εξασφαλίσουν τη [ΜΒΑ]».

61      Πράγματι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού αυτού, η ΚΑΠ πρέπει να συμβάλλει στην εφαρμογή των υποχρεώσεων που υπέχει η Ένωση από τη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας και από τη Συμφωνία για τη διατήρηση και τη διαχείριση των αποθεμάτων ιχθύων, στις οποίες είναι συμβαλλόμενο μέρος, όσον αφορά τη διατήρηση, τη διαχείριση και την εκμετάλλευση των αποθεμάτων ιχθύων.

62      Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 7 του ανωτέρω κανονισμού και όπως υπογράμμισε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στα σημεία 25 και 26 των προτάσεών της, η έκδοση του κανονισμού αυτού αποσκοπεί στην ανάληψη δράσης κατά της «συνεχιζόμενης μείωσης πολλών αποθεμάτων ιχθύων» και στη «βελτίωση» της ΚΑΠ, με τον αναπροσανατολισμό της προς τον στόχο της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των αλιευτικών δραστηριοτήτων, ιδίως μέσω της «προσαρμογής των ποσοστών εκμετάλλευσης» των αποθεμάτων αυτών προκειμένου να διασφαλιστεί, «εντός ενός λογικού χρονικού πλαισίου», η επίτευξη του στόχου της αποκατάστασης και της διατήρησης των πληθυσμών των αλιευόμενων ειδών πάνω από τα επίπεδα εκείνα που μπορούν να εξασφαλίσουν τη ΜΒΑ.

63      Συγκεκριμένα, «προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος» αυτός, το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1380/2013 προβλέπει ότι «ο ρυθμός εκμετάλλευσης της [ΜΒΑ] θα επιτευχθεί έως το 2015 όπου είναι δυνατόν και σε προοδευτική βάση με βαθμιαίες αυξήσεις μέχρι το 2020 το αργότερο για όλα τα αποθέματα».

64      Από το γράμμα της ανωτέρω διάταξης προκύπτει ότι, μολονότι υπάρχει κάποια διακριτική ευχέρεια για τον καθορισμό ρυθμού εκμετάλλευσης που να εξασφαλίζει τη ΜΒΑ μεταξύ του 2015 και του 2020, αντιθέτως, όπως τονίζεται με τις εκφράσεις «το αργότερο» και «όλα τα αποθέματα», η προθεσμία για την επίτευξη του στόχου αυτού λήγει, καταρχήν, το 2020, τούτο δε για το σύνολο των βιολογικών πόρων που βρίσκονται στις περιοχές διαχείρισης που καλύπτονται από την ΚΑΠ, σύμφωνα με τον ορισμό της έννοιας του «αποθέματος» κατά το άρθρο 4, σημείο 14, του εν λόγω κανονισμού.

65      Ωστόσο, πρώτον, η ανωτέρω διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 2 του κανονισμού 1380/2013 στο σύνολό του, η παράγραφος 1 του οποίου απαιτεί να διασφαλίζει η ΚΑΠ ότι οι δραστηριότητες αλιείας και υδατοκαλλιέργειας είναι περιβαλλοντικά βιώσιμες μακροπρόθεσμα και ότι υπόκεινται σε διαχείριση με τρόπο που είναι συμβατός με τους στόχους της επίτευξης οικονομικών, κοινωνικών οφελών και οφελών για την απασχόληση, συμβάλλοντας παράλληλα στη διαθεσιμότητα του επισιτιστικού εφοδιασμού. Μεταξύ των τελευταίων αυτών στόχων περιλαμβάνονται, στο άρθρο 2, παράγραφος 5, στοιχεία γʹ και στʹ, του κανονισμού, η εξασφάλιση των προϋποθέσεων δημιουργίας μιας οικονομικά βιώσιμης και ανταγωνιστικής αλιευτικής και μεταποιητικής βιομηχανίας και χερσαίων δραστηριοτήτων που συνδέονται με την αλιεία, καθώς και η συμβολή στην εξασφάλιση επαρκούς επιπέδου διαβίωσης για όσους εξαρτώνται από τις αλιευτικές δραστηριότητες, λαμβανομένων υπόψη της παράκτιας αλιείας και των κοινωνικοοικονομικών πτυχών.

66      Εξάλλου, από το εν λόγω άρθρο 2, εξεταζόμενο στο σύνολό του, προκύπτει, ακόμη, ότι η μακροπρόθεσμη περιβαλλοντική βιωσιμότητα των αλιευτικών δραστηριοτήτων προϋποθέτει όχι μόνον τον καθορισμό ρυθμού εκμετάλλευσης των ειδών που να εξασφαλίζει τη ΜΒΑ, αλλά επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, τον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων των εν λόγω δραστηριοτήτων στο θαλάσσιο οικοσύστημα και, ιδίως, όπως αναφέρει η παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, τη σταδιακή κατάργηση των απορρίψεων κατά περίπτωση και λαμβανομένων υπόψη των βέλτιστων διαθέσιμων επιστημονικών γνωμοδοτήσεων, με την αποφυγή και τον περιορισμό, κατά το δυνατόν, των ανεπιθύμητων αλιευμάτων και τη σταδιακή διασφάλιση της εκφόρτωσης των αλιευμάτων.

67      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 1380/2013, τα πολυετή σχέδια περιέχουν, μεταξύ άλλων, στόχους οι οποίοι συνάδουν με τους στόχους που περιλαμβάνονται, ιδίως, στο άρθρο 2 και με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 9 του κανονισμού, καθώς και ποσοτικοποιημένους στόχους όπως τα ποσοστά θνησιμότητας λόγω αλιείας.

68      Συναφώς, σημειώνεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 5, του κανονισμού 1380/2013 ορίζει ότι τα πολυετή σχέδια που εγκρίνονται βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού μπορούν να περιλαμβάνουν συγκεκριμένους στόχους διατήρησης και μέτρα που βασίζονται στην οικοσυστημική προσέγγιση, ώστε να επιλυθούν τα συγκεκριμένα προβλήματα της μικτής αλιείας σε σχέση με την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού για το μείγμα αποθεμάτων που καλύπτονται από ένα τέτοιο σχέδιο, σε περιπτώσεις όπου οι επιστημονικές γνωμοδοτήσεις υποδεικνύουν ότι δεν μπορεί να αυξηθεί η επιλεκτικότητα.

69      Το εν λόγω άρθρο 9, παράγραφος 5, πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 8 του κανονισμού 1380/2013, η οποία αναφέρει ότι «στις αποφάσεις διαχείρισης που αφορούν τη [ΜΒΑ] σε μικτούς τύπους αλιείας» πρέπει «να λαμβάνεται υπόψη η δυσκολία της ταυτόχρονης αλίευσης όλων των αποθεμάτων στο πλαίσιο [ενός τέτοιου] τύπου αλιείας επιτυγχάνοντας [τη ΜΒΑ], ιδίως σε περιπτώσεις όπου οι επιστημονικές γνωμοδοτήσεις αναφέρουν ότι είναι πολύ δύσκολο να αποφευχθεί το φαινόμενο αλίευσης ειδών με περιοριστική ποσόστωση (choke species) με την αύξηση της επιλεκτικότητας των χρησιμοποιούμενων αλιευτικών εργαλείων». Το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε αναγκαίο να παράσχει τις διευκρινίσεις αυτές, αμέσως μετά τη διατύπωση, στην αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού, του σκοπού της αποκατάστασης του συνόλου των αποθεμάτων στο επίπεδο της ΜΒΑ μέχρι το 2020 το αργότερο, υπογραμμίζει την πρόθεσή του να μην αποκλείσει τη δυνατότητα προσαρμογής του εν λόγω σκοπού σε περιπτώσεις στις οποίες αυτός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί ταυτόχρονα για όλα τα αποθέματα μικτής αλιείας.

70      Πράγματι, όπως εκθέτει, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στο σημείο 8 των προτάσεών της, στην περίπτωση της μικτής αλιείας, κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 36, του κανονισμού 1380/2013, δηλαδή της αλιείας στην οποία διαφορετικά είδη είναι πιθανόν να αλιευθούν μαζί κατά την ίδια αλιευτική δραστηριότητα, τα αποθέματα για τα οποία η χορηγηθείσα ποσόστωση είναι μηδενική ή εξαντλείται ταχύτερα ενδέχεται να έχουν «περιοριστικό» αποτέλεσμα, αναγκάζοντας τα αλιευτικά σκάφη να παύσουν κάθε δραστηριότητα πριν από την επίτευξη των ποσοστώσεων που έχουν χορηγηθεί για τα άλλα είδη, ιδίως για εκείνα στα οποία στοχεύουν οι εν λόγω δραστηριότητες. Το φαινόμενο αυτό επιτείνεται από την προβλεπόμενη στο άρθρο 15 του κανονισμού υποχρέωση εκφόρτωσης, η οποία επιτάσσει όλοι οι ιχθύες που αλιεύονται να διατηρούνται επί του σκάφους, να καταγράφονται και να καταλογίζονται στις ποσοστώσεις που ισχύουν για το οικείο απόθεμα και η οποία, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, εφαρμόζεται πλήρως από την 1η Ιανουαρίου 2019. Επιπλέον, όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού, το φαινόμενο των ειδών με περιοριστική ποσόστωση δεν μπορεί πάντοτε να αποφευχθεί με την αύξηση της επιλεκτικότητας των χρησιμοποιούμενων αλιευτικών εργαλείων.

71      Επομένως, από το άρθρο 9, παράγραφος 5, του κανονισμού 1380/2013, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 8 του κανονισμού, προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να προβλέψει τη δυνατότητα προσαρμογής, στο πλαίσιο πολυετών σχεδίων, των σκοπών που καθορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού, ιδίως του σκοπού που μνημονεύεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η δυσκολία, στο πλαίσιο της μικτής αλιείας, να επιτευχθεί ρυθμός εκμετάλλευσης που να εξασφαλίζει τη ΜΒΑ για όλα τα αποθέματα ειδών που αλιεύονται ταυτόχρονα, δεδομένου του φαινομένου των ειδών με περιοριστική ποσόστωση, όταν η αύξηση της επιλεκτικότητας των αλιευτικών εργαλείων δεν καθιστά δυνατή την αποφυγή του φαινομένου αυτού.

72      Συναφώς, κατά δεύτερον, στο πλαίσιο του κανονισμού 2019/472, ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε, στα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού αυτού, καθεστώς διαφοροποιημένης διαχείρισης, αφενός, για τα αποθέματα-στόχους και, αφετέρου, για τα αποθέματα παρεμπιπτόντων αλιευμάτων, με σκοπό ακριβώς να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της μικτής αλιείας, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 5, του κανονισμού 1380/2013.

73      Πράγματι, αφενός, για τα αποθέματα-στόχους, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2019/472 καθορίζει στόχο θνησιμότητας λόγω αλιείας σύμφωνα με το εύρος FMSY, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, του κανονισμού αυτού, δηλαδή το εύρος τιμών «που προσδιορίζεται βάσει των βέλτιστων διαθέσιμων επιστημονικών γνωμοδοτήσεων, [...] όπου όλα τα επίπεδα θνησιμότητας λόγω αλιείας εντός του συγκεκριμένου εύρους τιμών έχουν μακροπρόθεσμα ως αποτέλεσμα τις [ΜΒΑ]», και ορίζει ότι ο στόχος αυτός πρέπει να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατόν και, σε προοδευτική, αυξητική βάση, έως το 2020 το αργότερο. Επομένως, ο εν λόγω στόχος συγκεκριμενοποιεί, όσον αφορά τα αποθέματα-στόχους που καλύπτονται από το πολυετές σχέδιο για τα Δυτικά Ύδατα, τον σκοπό επίτευξης του ρυθμού εκμετάλλευσης που εξασφαλίζει τη ΜΒΑ για όλα τα αποθέματα έως το 2020 το αργότερο, σκοπό τον οποίο καθορίζει το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1380/2013.

74      Αφετέρου, το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2019/472 προβλέπει ότι τα μέτρα διαχείρισης για τα αποθέματα παρεμπιπτόντων αλιευμάτων, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των αλιευτικών δυνατοτήτων, καθορίζονται «λαμβάνοντας υπόψη τις βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις» και συνάδουν με τους καθοριζόμενους στο άρθρο 3 του κανονισμού αυτού στόχους, οι οποίοι είναι, σε γενικές γραμμές, ίδιοι με τους στόχους μακροπρόθεσμης περιβαλλοντικής βιωσιμότητας που καθορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού 1380/2013. Επιπλέον, το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 2019/472 ορίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 5, του κανονισμού 1380/2013, η διαχείριση της μικτής αλιείας όσον αφορά τα αποθέματα παρεμπιπτόντων αλιευμάτων λαμβάνει υπόψη τη δυσκολία της ταυτόχρονης αλίευσης όλων των αποθεμάτων σε επίπεδα που αντιστοιχούν στη ΜΒΑ, «ιδίως σε καταστάσεις όπου αυτό οδηγεί σε πρόωρη απαγόρευση της αλιείας».

75      Από τα ανωτέρω πρέπει να συναχθεί ότι η μέγιστη προθεσμία για την επίτευξη ρυθμού εκμετάλλευσης που να εξασφαλίζει τη ΜΒΑ, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1380/2013, εφαρμόζεται αυστηρά και χωρίς εξαίρεση στα αποθέματα-στόχους που απαριθμούνται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2019/472. Ωστόσο, για τη διαχείριση των αποθεμάτων παρεμπιπτόντων αλιευμάτων που εμπίπτουν στον τελευταίο αυτό κανονισμό, και ιδίως για τον καθορισμό των δυνατοτήτων αλίευσης των εν λόγω αποθεμάτων, το Συμβούλιο διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως, δεδομένων των δυσκολιών που απορρέουν από τον καθορισμό τέτοιου ρυθμού εκμετάλλευσης για όλα τα αποθέματα που αλιεύονται ταυτόχρονα, ιδίως εάν ο καθορισμός αυτός πρέπει να οδηγήσει στην πρόωρη απαγόρευση ενός τύπου αλιείας, λόγω του φαινομένου των ειδών με περιοριστική ποσόστωση που περιγράφεται στη σκέψη 70 της παρούσας απόφασης.

76      Η ανωτέρω ερμηνεία των άρθρων 4 και 5 του κανονισμού 2019/472 επιβεβαιώνεται από τη γενική οικονομία και το ιστορικό θέσπισης του κανονισμού.

77      Όσον αφορά τη γενική οικονομία του, επισημαίνεται ότι ο κανονισμός αυτός προβλέπει και άλλα μέτρα τα οποία αποσκοπούν στο να ληφθούν υπόψη οι μνημονευόμενες στη σκέψη 71 της παρούσας απόφασης συγκεκριμένες δυσκολίες της μικτής αλιείας και τα οποία συμπληρώνουν το καθεστώς διαφοροποιημένης διαχείρισης για τα αποθέματα-στόχους και για τα αποθέματα παρεμπιπτόντων αλιευμάτων το οποίο θεσπίζεται με τα εν λόγω άρθρα 4 και 5. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, όταν, αφενός, απειλείται η ικανότητα αναπαραγωγής του αποθέματος, το άρθρο 8, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού προβλέπει τη δυνατότητα λήψης διορθωτικού μέτρου αναστολής της στοχευόμενης αλιείας του αποθέματος αυτού, σε συνδυασμό με την κατάλληλη μείωση των αλιευτικών δυνατοτήτων. Σε μια τέτοια περίπτωση, το οικείο απόθεμα μπορεί να είναι μόνο απόθεμα παρεμπιπτόντων αλιευμάτων. Αφετέρου, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 2019/472 προβλέπει την υποχρέωση των κρατών μελών, κατά την κατανομή των αλιευτικών δυνατοτήτων που τίθενται στη διάθεσή τους από το Συμβούλιο, να συνεκτιμούν την πιθανή σύνθεση των αλιευμάτων των σκαφών που συμμετέχουν σε αλιεία μικτού τύπου.

78      Όσον αφορά το ιστορικό θέσπισης του εν λόγω κανονισμού, στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πολυετούς σχεδίου για τα αποθέματα ιχθύων στα Δυτικά Ύδατα και στα παρακείμενα ύδατα, και τις αλιευτικές δραστηριότητες εκμετάλλευσης των εν λόγω αποθεμάτων, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1139 για τη θέσπιση πολυετούς σχεδίου για τη Βαλτική Θάλασσα και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 811/2004, (ΕΚ) αριθ. 2166/2005, (ΕΚ) αριθ. 388/2006, (ΕΚ) αριθ. 509/2007 και (ΕΚ) αριθ. 1300/2008 [COM (2018) 149 final], η οποία οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού 2019/472, η Επιτροπή υπογραμμίζει, ειδικότερα, τον κίνδυνο «υποχρησιμοποίηση[ς] των ποσοστώσεων στους μεικτούς τύπους αλιείας των Δυτικών Υδάτων», λόγω του φαινομένου των ειδών με περιοριστική ποσόστωση που ανακύπτει σε περίπτωση πλήρους εφαρμογής της υποχρέωσης εκφόρτωσης. Για τον λόγο αυτό, διευκρινίζει ότι, στο πλαίσιο του πολυετούς σχεδίου για τα Δυτικά Ύδατα, «η διαχείριση των αποθεμάτων που καθορίζουν τη συμπεριφορά των αλιέων και είναι σημαντικά από οικονομική άποψη θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το εύρος τιμών FMSY» και ότι «η διαχείριση του 95 % περίπου των εκφορτώσεων στα Δυτικά Ύδατα από πλευράς όγκου θα γίνεται σύμφωνα με τη [ΜΒΑ]», «[η] δε διαχείριση των υπολοίπων, ήτοι των αποθεμάτων που αλιεύονται κυρίως ως παρεμπίπτοντα αλιεύματα, θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την προληπτική προσέγγιση».

79      Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι, δεδομένου ότι τα επίδικα TAC ισχύουν αποκλειστικά για αποθέματα παρεμπιπτόντων αλιευμάτων, το Συμβούλιο διέθετε εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να κρίνει αν ήταν δυνατόν να καθοριστούν τα εν λόγω TAC στο επίπεδο που θα εξασφάλιζε τη ΜΒΑ και, επομένως, αν έπρεπε να συμμορφωθεί με τις γνωμοδοτήσεις του ICES περί μηδενικών αλιευμάτων.

80      Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι, όταν το Συμβούλιο καθορίζει τα TAC και κατανέμει τις αλιευτικές δυνατότητες μεταξύ των κρατών μελών, καλείται να προβεί στην εκτίμηση μιας περίπλοκης οικονομικής κατάστασης, για την οποία διαθέτει, καταρχήν, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως η οποία δεν αφορά αποκλειστικά τον καθορισμό της φύσης και της έκτασης των διατάξεων που θα θεσπίσει, αλλά, σε ορισμένο βαθμό, και τη διαπίστωση των βασικών στοιχείων. Ο δικαστής, όταν ελέγχει την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, πρέπει να εξετάζει μόνον αν συντρέχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή αν η οικεία αρχή υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2017, Ισπανία κατά Συμβουλίου, C‑128/15, EU:C:2017:3, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει αν το Συμβούλιο υπερέβη προδήλως τα όρια της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως.

 Επί του ζητήματος αν το Συμβούλιο υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεώς του

81      Κατά πρώτον, όπως προκύπτει ρητώς από την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 2020/123, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι, εάν τα επίδικα TAC καθορίζονταν στο επίπεδο που αναφέρεται στις γνωμοδοτήσεις του ICES περί μηδενικών αλιευμάτων, η υποχρέωση εκφόρτωσης όλων των αλιευμάτων, συμπεριλαμβανομένων των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων των οικείων αποθεμάτων, στους μικτούς τύπους αλιείας θα οδηγούσε στο φαινόμενο των ειδών με περιοριστική ποσόστωση. Για τον λόγο αυτό, κατά την αιτιολογική σκέψη 7, «[π]ροκειμένου να βρεθεί η χρυσή τομή ανάμεσα στη συνέχιση της αλιείας λόγω των δυνητικά σοβαρών κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων και στην ανάγκη επίτευξης καλής βιολογικής κατάστασης των εν λόγω αποθεμάτων», το Συμβούλιο έκρινε ότι, δεδομένης της «δυσκολία[ς] της αλίευσης όλων των αποθεμάτων στο πλαίσιο μεικτού τύπου αλιείας με ταυτόχρονη επίτευξη [ΜΒΑ]», ήταν σκόπιμο να καθοριστούν ειδικά TAC για τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα των εν λόγω αποθεμάτων, το επίπεδο των οποίων θα έπρεπε «να είναι τέτοιο ώστε να μειώνεται η θνησιμότητα των αποθεμάτων αυτών και να παρέχονται κίνητρα για βελτιώσεις της επιλεκτικότητας και της αποφυγής».

82      Η διαπίστωση αυτή, όμως, δεν ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

83      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η ανωτέρω διαπίστωση στηρίζεται σε γνωμοδότηση του ICES του Νοεμβρίου του 2019, με την οποία το ICES εκτίμησε το πιθανό επίπεδο των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων που θα αλιεύονταν το 2020 εκ των αποθεμάτων για τα οποία είχε εκδώσει γνωμοδοτήσεις περί μηδενικών αλιευμάτων, σε περίπτωση που τα TAC για τα αποθέματα-στόχους ήταν σύμφωνα με τις γνωμοδοτήσεις που είχε εκδώσει σχετικά με τα τελευταία αυτά αποθέματα. Με τη γνωμοδότηση αυτή, όμως, το ICES υπολόγισε τα εν λόγω πιθανά παρεμπίπτοντα αλιεύματα σε επίπεδα πολύ ανώτερα του μηδενός, ήτοι σε 1 279 τόνους για το απόθεμα γάδου στο οποίο αναφέρεται το πρώτο επίδικο TAC, μεταξύ 1 606 και 1 854 τόνων για το απόθεμα του ίδιου είδους που καλύπτεται από το δεύτερο επίδικο TAC, ανάλογα με το επίπεδο των αλιευμάτων εγκλεφίνου, μεταξύ 901 και 917 τόνων για το νταούκι Ατλαντικού, ανάλογα με το επίπεδο των αλιευμάτων καραβίδας, και, ελλείψει επιστημονικών στοιχείων, σε περίπου 100 τόνους για το φασί Ατλαντικού, λαμβανομένου υπόψη του επιπέδου των πρόσφατων εκφορτώσεων. Επομένως, από την ανωτέρω γνωμοδότηση μπορούσε να συναχθεί ότι ο καθορισμός μηδενικών TAC για τα αποθέματα αυτά ενείχε τον κίνδυνο να οδηγήσει στην πρόωρη απαγόρευση της αλιείας των αποθεμάτων‑στόχων με τα οποία συνδέονταν τα εν λόγω αποθέματα και, κατά συνέπεια, να επηρεάσει την οικονομική βιωσιμότητα των οικείων αλιευτικών στόλων και το επίπεδο διαβίωσης των προσώπων που εξαρτώνται από τις δραστηριότητες αυτές.

84      Κατά δεύτερον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 81 της παρούσας απόφασης, από την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 2020/123 προκύπτει ότι τα επίδικα TAC καθορίστηκαν προκειμένου να συγκεραστούν ο σκοπός της συνέχισης της αλιευτικής δραστηριότητας και ο σκοπός της επίτευξης καλής βιολογικής κατάστασης των οικείων αποθεμάτων. Ειδικότερα, η αιτιολογική σκέψη 7 αναφέρει ότι τα TAC αυτά καθορίστηκαν σε επίπεδο τέτοιο ώστε να μειώνεται η θνησιμότητα λόγω αλιείας και να παρέχονται κίνητρα για βελτιώσεις της επιλεκτικότητας και της αποφυγής.

85      Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο καθόρισε τα επίδικα TAC είτε, όσον αφορά το TAC που ισχύει για τον γάδο στα δυτικά της Σκωτίας, στο επίπεδο της εκτίμησης του ICES σχετικά με τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα είτε, όσον αφορά τα λοιπά επίδικα TAC, σε επίπεδο κατώτερο της εν λόγω εκτίμησης. Επομένως, τα μέτρα αυτά ήταν ικανά να παρακινήσουν τα αλιευτικά σκάφη να περιορίσουν τα εν λόγω παρεμπίπτοντα αλιεύματα κατά την αλίευση των αποθεμάτων-στόχων, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος πρόωρης απαγόρευσης των σχετικών τύπων αλιείας.

86      Αφετέρου, το Συμβούλιο στηρίχθηκε στη γνωμοδότηση του ICES του Νοεμβρίου του 2019 για να καθορίσει τρία από τα επίδικα TAC κατά τρόπο που να διασφαλίζει αύξηση της βιομάζας των οικείων αποθεμάτων μεταξύ περίπου 10 % και 100 %, το δε TAC για το φασί Ατλαντικού στη Νότια Κελτική Θάλασσα βασίστηκε, ελλείψει επιστημονικών στοιχείων παρασχεθέντων από το ICES, στην προληπτική προσέγγιση. Παρά όμως τα παρατεθέντα από το αιτούν δικαστήριο αριθμητικά στοιχεία, τα οποία επιβεβαίωσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Επιτροπή και το Συμβούλιο και τα οποία καταδεικνύουν το σημαντικό μερίδιο της βιομάζας των επίμαχων αποθεμάτων γάδου και νταουκιού Ατλαντικού το οποίο αντιπροσωπεύουν τα επίδικα TAC που ισχύουν για τα αποθέματα αυτά, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας απόφασης, από το σύνολο των στοιχείων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι τα επίπεδα στα οποία καθορίστηκαν τα εν λόγω TAC ήταν προδήλως ασυμβίβαστα με τον σκοπό του Συμβουλίου ο οποίος συνίστατο, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 2020/123, στην επαναφορά της βιομάζας των ευάλωτων αποθεμάτων σε βιώσιμα επίπεδα, σύμφωνα με τη μακροπρόθεσμη προοπτική που προβλέπεται στο άρθρο 3, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1380/2013. Επιπλέον, τα εν λόγω επίπεδα στηρίζονται είτε, σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού και το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2019/472, στις «βέλτιστες διαθέσιμες επιστημονικές γνωμοδοτήσεις», εν προκειμένω στη γνωμοδότηση του ICES που μνημονεύεται στη σκέψη 83 της παρούσας απόφασης, είτε στην προληπτική προσέγγιση την οποία επιτάσσει, σε περίπτωση που δεν υπάρχουν τέτοιες γνωμοδοτήσεις, το άρθρο 5, παράγραφος 2, του τελευταίου αυτού κανονισμού.

87      Κατά τρίτον, από τον κανονισμό 2020/123 προκύπτει ότι ελήφθησαν πλείονα διορθωτικά μέτρα, πέραν των επίδικων TAC, προκειμένου να περιοριστούν τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα των αποθεμάτων τα οποία αφορούσαν οι γνωμοδοτήσεις του ICES περί μηδενικών αλιευμάτων.

88      Πρώτον, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η υποχρέωση εκφόρτωσης, το άρθρο 8 του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι ισχύει μηχανισμός ανταλλαγής ποσοστώσεων για τα επίδικα TAC, ώστε ένα ποσοστό των ποσοστώσεων αλιευμάτων που έχουν κατανεμηθεί σε ορισμένα κράτη μέλη να τεθεί στη διάθεση των κρατών μελών που δεν έχουν τέτοια ποσόστωση, προκειμένου να καλυφθούν τα αναπόφευκτα παρεμπίπτοντα αλιεύματα των τελευταίων. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού, ο μηχανισμός αυτός εξασφαλίζει ότι οι αλιευτικές δυνατότητες που κατανέμονται στα κράτη μέλη θα χρησιμοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1380/2013, το οποίο ορίζει ότι οι εν λόγω αλιευτικές δυνατότητες δεν αντανακλούν πλέον τις εκφορτώσεις, αλλά τα αλιεύματα, δεδομένου ότι δεν επιτρέπονται οι απορρίψεις του οικείου αποθέματος.

89      Δεύτερον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 2020/123, προκειμένου να μειωθούν τα αλιεύματα των αποθεμάτων για τα οποία το Συμβούλιο καθόρισε TAC παρεμπιπτόντων αλιευμάτων, στα οποία συγκαταλέγονται και τα επίδικα TAC, οι αλιευτικές δυνατότητες για τους μικτούς τύπους αλιείας στους οποίους ενδέχεται να αλιευθούν τα αλιεύματα αυτά καθορίστηκαν σε επίπεδα που καθιστούν δυνατή την αποκατάσταση των πλέον ευάλωτων αποθεμάτων. Έτσι, όπως αναφέρει, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή, προκειμένου να μειωθεί η πίεση που ασκείται στον γάδο στην Κελτική Θάλασσα από την αλιεία που στοχεύει τον εγκλεφίνο, το TAC για το απόθεμα-στόχο του εγκλεφίνου που βρίσκεται στις αντίστοιχες ζώνες καθορίστηκε με το παράρτημα Ι Α του εν λόγω κανονισμού σε 10 859 τόνους, αντί των 16 671 τόνων που πρότεινε το ICES για το απόθεμα αυτό.

90      Τρίτον, όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 16 έως 18 του ανωτέρω κανονισμού, λαμβανομένων υπόψη των γνωμοδοτήσεων του ICES με τις οποίες τα αποθέματα γάδου στην Κελτική Θάλασσα υπολογίστηκαν σε επίπεδο κατώτερο του Blim, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 8, του κανονισμού 2019/472, ήτοι του σημείου αναφοράς της βιομάζας του αποθέματος αναπαραγωγής κάτω από το οποίο ενδέχεται να εμφανίζεται μειωμένη ικανότητα αναπαραγωγής, αφενός, αναστέλλεται η στοχευόμενη αλιεία του εν λόγω αποθέματος, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, και, αφετέρου, στο άρθρο 13 του κανονισμού 2020/123 προβλέπονται μέτρα που επιβάλλουν ειδικά χαρακτηριστικά για τα αλιευτικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται στην περιοχή αυτή, προκειμένου να αυξηθεί η επιλεκτικότητά τους ως προς τα εν λόγω αποθέματα.

91      Τέταρτον, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 26 του κανονισμού 2020/123, προκειμένου τα αλιεύματα το 2020 να μην υπερβαίνουν το καθορισθέν TAC, τα κράτη μέλη δεσμεύθηκαν να μην εφαρμόζουν, ιδίως για τα αποθέματα γάδου στα δυτικά της Σκωτίας, νταουκιού Ατλαντικού στη Θάλασσα της Ιρλανδίας και φασιού Ατλαντικού στη Νότια Κελτική Θάλασσα, την προβλεπόμενη στο άρθρο 15, παράγραφος 9, του κανονισμού 1380/2013 ευελιξία από έτος σε έτος, η οποία τους παρέχει τη δυνατότητα να επιτρέπουν την εκφόρτωση, μέχρι ποσοστού 10 % των επιτρεπόμενων εκφορτώσεων, επιπλέον ποσοτήτων του αποθέματος που υπόκειται σε υποχρέωση εκφόρτωσης, οι οποίες θα αφαιρούνται από τις μελλοντικές ποσοστώσεις τους.

92      Συνεπώς, τα επίδικα TAC καθορίστηκαν, βάσει των βέλτιστων διαθέσιμων επιστημονικών γνωμοδοτήσεων, σε επίπεδο που δεν είναι προδήλως ακατάλληλο για να συγκεραστούν ο σκοπός της συνέχισης της μικτής αλιείας και ο σκοπός της επίτευξης καλής βιολογικής κατάστασης των οικείων αποθεμάτων. Επιπλέον, τα επίδικα TAC συνοδεύθηκαν από διορθωτικά μέτρα προκειμένου να περιοριστούν τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα που θα αλιεύονταν το 2020 εκ των αποθεμάτων που καλύπτονταν από τα εν λόγω TAC και, κατά συνέπεια, να περιοριστεί ο αντίκτυπος της μικτής αλιείας στα αποθέματα αυτά. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, θεσπίζοντας τα εν λόγω TAC, το Συμβούλιο δεν υπερέβη προδήλως τα όρια της εξουσίας εκτιμήσεως που διέθετε, όπως αυτά καθορίζονται με τον κανονισμό 1380/2013, ιδίως δε με το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 3, στοιχεία γʹ και δʹ, και το άρθρο 9, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού, καθώς και με το άρθρο 5 του κανονισμού 2019/472, και ιδίως με την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου.

93      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι από την εξέταση του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του παραρτήματος I A του κανονισμού 2020/123, κατά το μέρος που το παράρτημα αυτό καθόρισε, για το 2020, τα επίδικα TAC.

 Επί των δικαστικών εξόδων

94      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Από την εξέταση του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του παραρτήματος I A του κανονισμού (ΕΕ) 2020/123 του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2020, σχετικά με τον καθορισμό για το 2020 για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων, των αλιευτικών δυνατοτήτων στα ενωσιακά ύδατα και για τα ενωσιακά αλιευτικά σκάφη, σε ορισμένα μη ενωσιακά ύδατα, κατά το μέρος που το παράρτημα αυτό καθόρισε, για το 2020, τα συνολικά επιτρεπόμενα αλιεύματα (TAC) για τον γάδο (Gadus morhua), αφενός, στη ζώνη 6a καθώς και στα ενωσιακά και διεθνή ύδατα της ζώνης 5b ανατολικώς των 12°00′ Δ (COD/5BE6A) και, αφετέρου, στις ζώνες 7b, 7c, 7e έως 7k και 8 έως 10 καθώς και στα ενωσιακά ύδατα της ζώνης της Επιτροπής Αλιείας του Κεντροανατολικού Ατλαντικού (CECAF) 34.1.1 (COD/7XAD 34), για το νταούκι Ατλαντικού (Merlangius merlangus) στη ζώνη 7a (WHG/07A.) και για το φασί Ατλαντικού (Pleuronectes platessa) στις ζώνες 7h, 7j και 7k (PLE/7HJK).

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.