Language of document : ECLI:EU:T:2014:1096

Υπόθεση T‑201/11

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

Si.mobil telekomunikacijske storitve d.d.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως — Σλοβενική αγορά των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας — Απόφαση περί απορρίψεως καταγγελίας — Εξέταση της υποθέσεως εκ μέρους αρχής ανταγωνισμού ενός κράτους μέλους — Έλλειψη συμφέροντος για την Ένωση»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα)

της 17ης Δεκεμβρίου 2014

1.      Ανταγωνισμός — Κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού — Δικαίωμα της Επιτροπής να απορρίπτει μια καταγγελία σχετικώς με υπόθεση που είναι υπό εξέταση εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού — Προϋποθέσεις

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 18 και άρθρο 13 § 1)

2.      Ανταγωνισμός — Κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού — Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών ανταγωνισμού — Δικαίωμα των επιχειρήσεων να αξιώσουν την εξέταση των υποθέσεών τους από συγκεκριμένη αρχή ανταγωνισμού — Δεν υφίσταται

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 18 και άρθρο 13 § 1· ανακοίνωση 2004/C 101/03 της Επιτροπής, σημεία 4 και 31)

3.      Ανταγωνισμός — Κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού — Δικαίωμα της Επιτροπής να απορρίπτει μια καταγγελία σχετικώς με υπόθεση που είναι υπό εξέταση εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού — Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής — Δικαστικός έλεγχος — Περιεχόμενο

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 18 και άρθρο 13 § 1)

4.      Ανταγωνισμός — Κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού — Δικαίωμα της Επιτροπής να απορρίπτει μια καταγγελία σχετικώς με υπόθεση που είναι υπό εξέταση εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού — Έννοια του όρου «εξέταση» — Περιεχόμενο

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ, 102 ΣΛΕΕ και 105 § 1, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, αιτιολογικές σκέψεις 1, 6, 8, 18 και 35 και άρθρο 13 § 1)

5.      Ανταγωνισμός — Κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού — Δικαίωμα της Επιτροπής να απορρίπτει μια καταγγελία σχετικώς με υπόθεση που είναι υπό εξέταση εκ μέρους εθνικής αρχής ανταγωνισμού — Έννοια του όρου «ίδια πρακτική» — Περιεχόμενο — Όρια

(Άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 18 και άρθρο 13 § 1)

1.      Από το σαφές γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι η Επιτροπή βασίμως απορρίπτει μια καταγγελία δυνάμει της εν λόγω διατάξεως εάν διαπιστώσει, αφενός, ότι αρχή ανταγωνισμού ενός κράτους μέλους «ασχολείται» με την υπόθεση της οποίας αυτή έχει επιληφθεί και, αφετέρου, ότι η εν λόγω υπόθεση αφορά την «ίδια συμφωνία», την «ίδια απόφαση ενώσεως» ή την «ίδια πρακτική».

Με άλλα λόγια, η συνδρομή των δύο αυτών προϋποθέσεων αποτελεί, για την Επιτροπή, «ικανό λόγο» για την απόρριψη της καταγγελίας της οποίας αυτή έχει επιληφθεί. Έτσι, η εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 δεν μπορεί να εξαρτάται από άλλες προϋποθέσεις, πλην των προμνημονευθεισών.

Δυνάμει των άρθρων 4 και 5 του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών διαθέτουν παράλληλες αρμοδιότητες για την εφαρμογή των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] και η όλη οικονομία του κανονισμού 1/2003 στηρίζεται στη στενή μεταξύ αυτών συνεργασία. Αντιθέτως, ούτε ο κανονισμός 1/2003 ούτε η ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών ανταγωνισμού προβλέπουν κανόνα περί κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών. Έτσι, έστω και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή είναι η πλέον κατάλληλη να εξετάσει μια υπόθεση και ότι η εθνική αρχή ανταγωνισμού δεν είναι η κατάλληλη προς τούτο, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ουδόλως έχει δικαίωμα να αξιώσει την εξέταση της υποθέσεώς της από την Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 33, 34, 36, 37, 40)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 39)

3.      Το άρθρο 13 και η αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού 1/2003 αντανακλούν την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της οποίας απολαύουν οι εθνικές αρχές που συναπαρτίζουν το δίκτυο των αρχών ανταγωνισμού προς διασφάλιση της βέλτιστης κατανομής των υποθέσεων εντός του δικτύου αυτού. Λαμβανομένου υπόψη του αναγνωρισθέντος, εκ μέρους της Συνθήκης και του κανονισμού 1/2003, ρόλου της Επιτροπής, το εν λόγω θεσμικό όργανο διαθέτει επίσης, κατά μείζονα λόγο, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως οσάκις εφαρμόζει το άρθρο 13 του κανονισμού 1/2003.

Έτσι, στο μέτρο που η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως προς τον σκοπό της εφαρμογής του άρθρου 13 του κανονισμού 1/2003, ο εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο περί του αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογήσεως, καθώς και περί του αν τα πραγματικά περιστατικά ήσαν ακριβή, περί του αν υφίσταται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και περί του αν υφίσταται κατάχρηση εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 43, 44)

4.      Ο όρος «ασχολείται», ο οποίος εμφαίνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, δεν μπορεί να σημαίνει απλώς και μόνον ότι μια άλλη αρχή έχει επιληφθεί καταγγελίας ή ότι μια άλλη αρχή έχει όντως επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας υποθέσεως. Συγκεκριμένα, η υποβολή σχετικής καταγγελίας εκ μέρους καταγγέλλοντος ή η αυτεπάγγελτη κίνηση διαδικασίας εκ μέρους μιας αρχής ανταγωνισμού ενός κράτους μέλους αποτελεί πράξη η οποία, εξεταζόμενη αυτή καθαυτήν, δεν πιστοποιεί ούτε ότι η αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους έκανε χρήση των εξουσιών της ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι διεξήχθη εξέταση των σχετικών με την επίμαχη υπόθεση πραγματικών και νομικών στοιχείων. Έτσι, η Επιτροπή δεν θα εκπλήρωνε την απορρέουσα από το άρθρο 105, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ γενική αποστολή της περί εποπτείας, εάν της επιτρεπόταν να απορρίπτει μια καταγγελία για τον μοναδικό λόγο ότι αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους είχε επιληφθεί καταγγελίας ή ότι αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους είχε επιληφθεί, με δική της πρωτοβουλία, μιας υποθέσεως, χωρίς οι πράξεις αυτές να δίδουν λαβή για οποιουδήποτε είδους εξέταση της επίμαχης υποθέσεως.

Ωστόσο, οσάκις η Επιτροπή εφαρμόζει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, η διάταξη αυτή ουδόλως επιβάλλει στο εν λόγω θεσμικό όργανο να προβαίνει σε εκτίμηση σχετικά με τη βασιμότητα των κατευθυντηρίων οδηγιών που έλαβε υπόψη της η αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους, η οποία ασχολείται με την υπόθεση.

Υπό τις συνθήκες αυτές, οσάκις η Επιτροπή απορρίπτει μια καταγγελία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, το εν λόγω θεσμικό όργανο οφείλει, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο εκδίδει την απόφασή του, να βεβαιώνεται, ιδίως, ότι η αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους διεξάγει έρευνα σχετικά με την υπόθεση.

Εξάλλου, από την αιτιολογία του κανονισμού 1/2003 και, ειδικότερα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 1, 6, 8 και 35 αυτού προκύπτει ότι η εντονότερη συμμετοχή των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών στην εφαρμογή των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] και η επιβαλλόμενη στις τελευταίες αυτές αρχές ανταγωνισμού υποχρέωση να εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις οσάκις είναι πιθανός ο επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου αποσκοπεί ακριβώς στο να κατοχυρωθεί η επίτευξη του επιδιωκόμενου με τον εν λόγω κανονισμό σκοπού της αποτελεσματικότητας. Έτσι, η απαίτηση αποτελεσματικότητας δεν μπορεί να συνεπάγεται, διότι άλλως θα υπήρχε κίνδυνος να τεθεί υπό αμφισβήτηση το περιεχόμενο του άρθρου 13 του κανονισμού 1/2003, την ύπαρξη υποχρεώσεως της Επιτροπής να εξακριβώνει, στο πλαίσιο της εφαρμογής της συγκεκριμένης αυτής διατάξεως, αν η οικεία αρχή ανταγωνισμού διαθέτει τα θεσμικά, οικονομικά και τεχνικά μέσα για την εκπλήρωση της αποστολής την οποία της αναθέτει ο κανονισμός 1/2003.

(βλ. σκέψεις 47-50, 56, 57)

5.      Από το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι η Επιτροπή δύναται να απορρίπτει μια καταγγελία με το σκεπτικό ότι η υποβαλλόμενη στην κρίση της υπόθεση αφορά μια «ίδια πρακτική» με αυτήν που είναι υπό εξέταση εκ μέρους αρχής ανταγωνισμού κράτους μέλους, όταν η πρακτική αυτή αφορά «τις ίδιες παραβάσεις που τελέσθηκαν, όπως υποστηρίχθηκε, κατά το ίδιο χρονικό σημείο στην ίδια αγορά» με αυτές που έχουν υποβληθεί στην κρίση της Επιτροπής.

Εξάλλου, όταν η Επιτροπή προτίθεται να απορρίψει μια καταγγελία βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, οφείλει, ιδίως, να βεβαιώνεται ότι η εξεταζόμενη από την αρχή ανταγωνισμού του κράτους μέλους υπόθεση αφορά τα ίδια πραγματικά στοιχεία με αυτά την ύπαρξη των οποίων στηλιτεύει η εν λόγω καταγγελία. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεσμεύεται ούτε από το αντικείμενο και την αιτία υποβολής των αιτημάτων τα οποία διατυπώνουν οι καταγγέλλοντες ούτε από τους χαρακτηρισμούς που οι τελευταίοι προσδίδουν στα περιστατικά την ύπαρξη των οποίων καταγγέλλουν.

(βλ. σκέψεις 69, 73, 75, 76)