Language of document : ECLI:EU:C:2024:341

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 18ης Απριλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Ειδικοί φόροι κατανάλωσης – Οδηγία 2008/118/ΕΚ – Άρθρο 7, παράγραφος 4 – Απαιτητό των ειδικών φόρων κατανάλωσης – Θέση σε ανάλωση – Ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια προϊόντος που τελεί υπό καθεστώς αναστολής – Έννοια “τυχαίου γεγονότος” – Άδεια των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους – Ανεπανόρθωτη απώλεια προκληθείσα από μη σοβαρό πταίσμα υπαλλήλου του εγκεκριμένου αποθηκευτή»

Στην υπόθεση C‑509/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) με απόφαση της 20ής Ιουλίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Ιουλίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Agenzia delle Dogane e dei Monopoli

κατά

Girelli Alcool Srl,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, Z. Csehi, M. Ilešič (εισηγητή) και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Ιουνίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Girelli Alcool Srl, εκπροσωπούμενη από την P. Castellano, avvocata,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον F. Meloncelli, avvocato dello Stato,

–        το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από την E. Paladini και τον A. Tamás,

–        το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από την E. d’Ursel και τον G. Rugge,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. Björkland και την F. Moro,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ (ΕΕ 2009, L 9, σ. 12).

2        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Agenzia delle Dogane e dei Monopoli (υπηρεσίας τελωνείου και μονοπωλίων, Ιταλία, στο εξής: τελωνειακή υπηρεσία) και της Girelli Alcool Srl (στο εξής: Girelli), σχετικά με το απαιτητό του ειδικού φόρου κατανάλωσης για ποσότητα καθαρής αιθυλικής αλκοόλης η οποία απωλέσθη ανεπανόρθωτα κατά τη διάρκεια πράξης μετουσίωσης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2008/118

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 της οδηγίας 2008/118 έχουν ως εξής:

«(8)      Δεδομένου ότι, για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, η έννοια και οι προϋποθέσεις σχετικά με το απαιτητό των ειδικών φόρων κατανάλωσης πρέπει να ταυτίζονται σε όλα τα κράτη μέλη, είναι απαραίτητο να καταστεί σαφές σε κοινοτικό επίπεδο πότε τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τίθενται σε ανάλωση και ποιος είναι ο υπόχρεος για την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης.

(9)      Δεδομένου ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης αποτελεί φόρο επί της κατανάλωσης ορισμένων προϊόντων, δεν θα πρέπει να βαρύνει τα υποκείμενα σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης προϊόντα τα οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουν καταστραφεί ή έχουν υποστεί ανεπανόρθωτη απώλεια.»

4        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται άμεσα ή έμμεσα στην κατανάλωση των κάτωθι προϊόντων (εφεξής “προϊόντα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης”):

[…]

β)      αλκοόλη και αλκοολούχα ποτά που εμπίπτουν στις οδηγίες 92/83/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά (ΕΕ 1992, L 316, σ. 21)] και 92/84/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για τα αλκοολούχα ποτά και την αλκοόλη (ΕΕ 1992, L 316, σ. 29)],

[…]».

5        Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2008/118:

«Τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης κατά:

α)      την παραγωγή τους, συμπεριλαμβανομένης, ανάλογα με την περίπτωση, της εξόρυξής τους, στο έδαφος της [Ευρωπαϊκής] Κοινότητας,

β)      την εισαγωγή τους στο έδαφος της Κοινότητας.»

6        Το άρθρο 7 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο και στο κράτος μέλος θέσης σε ανάλωση των προϊόντων.

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “θέση σε ανάλωση” νοείται:

α)      η έξοδος υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων από ένα καθεστώς αναστολής, συμπεριλαμβανομένης της παράτυπης εξόδου,

β)      η κατοχή υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων εκτός καθεστώτος αναστολής, για τα οποία δεν έχει επιβληθεί ειδικός φόρος κατανάλωσης δυνάμει των εφαρμοστέων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου και της εθνικής νομοθεσίας,

γ)      η παραγωγή υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της παράτυπης παραγωγής, εκτός καθεστώτος αναστολής,

δ)      η εισαγωγή υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της παράτυπης εισαγωγής, εκτός εάν τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα υπαχθούν, αμέσως μετά την εισαγωγή, σε καθεστώς αναστολής.

[…]

4.      Η ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης υπό καθεστώς αναστολής από αιτία οφειλόμενη στην ίδια τη φύση του προϊόντος, σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία ή ακόμη με την άδεια των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους δεν θεωρείται θέση σε ανάλωση.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρείται ότι τα προϊόντα έχουν υποστεί ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια όταν δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης.

Η ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια των εν λόγω υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων αποδεικνύεται κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εντός του οποίου επήλθε η εν λόγω ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια ή, όταν δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του τόπου όπου επήλθε η απώλεια, του κράτους μέλους εντός του οποίου διαπιστώθηκε.

5.      Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τους δικούς του κανόνες και προϋποθέσεις για τον καθορισμό των απωλειών που αναφέρονται στην παράγραφο 4.»

 Η οδηγία 92/12/ΕΟΚ

7        Το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΕ 1992, L 76, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Ο εγκεκριμένος αποθηκευτής απολαύει ατέλειας για τις απώλειες που επέρχονται στα πλαίσια του καθεστώτος αναστολής, εφόσον οφείλονται σε τυχαία περιστατικά ή σε ανωτέρα βία και έχουν επαληθευθεί από τις αρχές κράτους μέλους. […]»

 Η οδηγία 92/83

8        Το άρθρο 27, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/83 έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τα προϊόντα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία από τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης σύμφωνα με τους όρους τους οποίους καθορίζουν με σκοπό την ορθή και απλή εφαρμογή των απαλλαγών αυτών και την πρόληψη φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής ή κατάχρησης:

α)      όταν διανέμονται με τη μορφή αλκοόλης η οποία έχει υποστεί πλήρη μετουσίωση σύμφωνα με τις απαιτήσεις κάθε κράτους μέλους, εφόσον οι απαιτήσεις αυτές έχουν δεόντως κοινοποιηθεί και γίνει δεκτές σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4. Προϋπόθεση της απαλλαγής αυτής είναι η εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας [92/12] στις ενδοκοινοτικές μεταφορές πλήρως μετουσιωμένης αλκοόλης για εμπορικό σκοπό·

[…]».

 Ο τελωνειακός κώδικας

9        Το άρθρο 204, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1) (στο εξής: τελωνειακός κώδικας), προβλέπει τα εξής:

«Τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή γεννάται:

α)      από τη μη εκτέλεση μιας από τις υποχρεώσεις τις οποίες συνεπάγεται, για εμπόρευμα υποκείμενο σε εισαγωγικούς δασμούς, η παραμονή του σε προσωρινή εναπόθεση ή η χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί

[…]

σε περιπτώσεις άλλες από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 203, εκτός αν αποδειχθεί ότι οι παραλείψεις αυτές δεν είχαν πραγματικές συνέπειες για την ορθή λειτουργία της προσωρινής εναπόθεσης ή του σχετικού τελωνειακού καθεστώτος.»

10      Το άρθρο 206, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα ορίζει τα ακόλουθα:

«Καμία τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή δεν θεωρείται ότι γεννάται ως προς συγκεκριμένο εμπόρευμα, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 202 και το άρθρο 204 παράγραφος 1 στοιχείο α), όταν ο ενδιαφερόμενος προσκομίζει αποδείξεις ότι η μη εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν:

–        είτε από τις διατάξεις των άρθρων 38 έως 41 και του άρθρου 177 δεύτερη περίπτωση

–        είτε από την προσωρινή εναπόθεση του εν λόγω εμπορεύματος

–        είτε από χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί το εμπόρευμα,

οφείλεται στην ολική καταστροφή ή την ανεπανόρθωτη απώλεια του εν λόγω εμπορεύματος από αιτία οφειλόμενη στην ίδια τη φύση του εμπορεύματος ή σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία ή ακόμη με την άδεια των τελωνειακών αρχών.

Κατά την έννοια της παρούσας παραγράφου, ένα εμπόρευμα θεωρείται ότι έχει υποστεί ανεπανόρθωτη απώλεια όταν δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί από οποιονδήποτε.»

 Το ιταλικό δίκαιο

11      Το decreto legislativo n. 504 – Testo unico delle disposizioni legislative concernenti le imposte sulla produzione e sui consumi e relative sanzioni penali e amministrative (νομοθετικό διάταγμα 504, κωδικοποιημένο κείμενο των νομοθετικών διατάξεων σχετικά με τους φόρους παραγωγής και κατανάλωσης και τις συναφείς ποινικές και διοικητικές κυρώσεις), της 26ης Οκτωβρίου 1995 (GURI αριθ. 279, της 29ης Νοεμβρίου 1995, τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 143), όπως τροποποιήθηκε με το decreto legislativo n. 48 – Attuazione della direttiva 2008/118/CE relativa al regime generale delle accise e che abroga la direttiva 92/12/CEE (νομοθετικό διάταγμα 48, περί εφαρμογής της οδηγίας 2008/118/ΕΟΚ σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ), της 29ης Μαρτίου 2010 (GURI αριθ. 75, της 31ης Μαρτίου 2010) (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 504), ορίζει στο άρθρο 2, παράγραφος 2, τα εξής:

«Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά τον χρόνο θέσης σε ανάλωση του προϊόντος εντός της επικράτειας. […]»

12      Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 5, του νομοθετικού διατάγματος 504 προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Σε περίπτωση ανεπανόρθωτης απώλειας ή ολικής καταστροφής προϊόντων που τελούν υπό καθεστώς αναστολής, χορηγείται ατέλεια, εφόσον ο υπόχρεος αποδεικνύει κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις φορολογικές αρχές ότι η απώλεια ή η καταστροφή των προϊόντων οφείλεται σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία. Με εξαίρεση τα βιομηχανοποιημένα καπνά, οι πράξεις που μπορούν να αποδοθούν σε μη σοβαρό πταίσμα τρίτων ή του ίδιου του υποκειμένου στον φόρο εξομοιώνονται με τυχαίο γεγονός και με ανωτέρα βία.

[…]

5.      Για τους σκοπούς του παρόντος κωδικοποιημένου κειμένου, θεωρείται ότι τα προϊόντα έχουν υποστεί ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια όταν δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13      Η Girelli είναι επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ιταλία της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στη μετουσίωση αιθυλικής αλκοόλης. Πρόκειται για τη διαδικασία με την οποία η αλκοόλη καθίσταται ακατάλληλη για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Προς τον σκοπό της συγκεκριμένης δραστηριότητας, η Girelli διαθέτει εγκεκριμένο χώρο αποθήκευσης της αιθυλικής αλκοόλης και εγκαταστάσεις μετουσίωσης και συσκευασίας.

14      Στις 26 Μαρτίου 2014, κατά τη διάρκεια εργασιών πλήρωσης δεξαμενής στις εγκαταστάσεις μετουσίωσης αιθυλικής αλκοόλης της Girelli, παρουσία υπαλλήλου της τελωνειακής υπηρεσίας, ορισμένη ποσότητα καθαρής αιθυλικής αλκοόλης χύθηκε στο έδαφος λόγω διαρροής από βαλβίδα την οποία είχε αφήσει ανοικτή ένας από τους υπαλλήλους της επιχείρησης. Μέρος της ποσότητας του προϊόντος ανακτήθηκε, αλλά η υπόλοιπη ποσότητα απωλέσθη ανεπανόρθωτα.

15      Στις 31 Μαρτίου 2014 η Girelli, στηριζόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 504, ζήτησε να απαλλαγεί από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης επί της ποσότητας της αιθυλικής αλκοόλης που χάθηκε τυχαία.

16      Στις 5 Ιουνίου 2014 η τελωνειακή υπηρεσία απέρριψε το αίτημα, με την αιτιολογία ότι η επίμαχη απώλεια δεν οφειλόταν σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία, αλλά σε αβλεψία και πταίσμα του υπαλλήλου της Girelli ο οποίος, εκ παραδρομής, είχε αφήσει ανοικτή τη βαλβίδα της δεξαμενής.

17      Στις 25 Ιουλίου 2014 η Girelli υπέβαλε στην τελωνειακή υπηρεσία παρατηρήσεις με τις οποίες αμφισβητούσε το απαιτητό του ειδικού φόρου κατανάλωσης επί της απολεσθείσας ποσότητας αιθυλικής αλκοόλης, υποστηρίζοντας ότι ήταν αδύνατη η θέση της σε ανάλωση.

18      Στις 3 Οκτωβρίου 2014 η τελωνειακή υπηρεσία απέρριψε τις ανωτέρω παρατηρήσεις και εξέδωσε ειδοποίηση για την καταβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης συνολικού ύψους 17 476,24 ευρώ.

19      Η Girelli άσκησε ένδικη προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Commissione tributaria provinciale di Milano (πρωτοβάθμιου φορολογικού δικαστηρίου επαρχίας Μιλάνου, Ιταλία), προς στήριξη της οποίας προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι δεν συνέτρεχε γενεσιουργός αιτία του επίδικου ειδικού φόρου κατανάλωσης, για τον λόγο ότι η απολεσθείσα ποσότητα του προϊόντος δεν είχε τεθεί σε ανάλωση, καθώς και ότι το ζημιογόνο γεγονός μπορούσε να αποδοθεί στην τύχη ή, επικουρικώς, σε μη σοβαρό πταίσμα.

20      Το εν λόγω δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή, κρίνοντας με την απόφασή του ότι η απώλεια του επίμαχου προϊόντος, η οποία οφειλόταν σε έλλειψη επιμέλειας η οποία δεν μπορούσε ωστόσο να χαρακτηριστεί ως «σοβαρή», συνιστούσε μη σοβαρό πταίσμα, το οποίο εξομοιώνεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 504, με τυχαίο γεγονός και ανωτέρα βία.

21      Η τελωνειακή υπηρεσία άσκησε έφεση κατά της εκδοθείσας αποφάσεως ενώπιον του Commissione tributaria regionale della Lombardia (δευτεροβάθμιου φορολογικού δικαστηρίου περιφέρειας Λομβαρδίας, Ιταλία), το οποίο έκρινε ότι πληρούνται εν προκειμένω οι δύο προϋποθέσεις για τη χορήγηση της ζητηθείσας απαλλαγής από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, ήτοι ότι η απώλεια του οικείου προϊόντος είναι ανεπανόρθωτη και ότι οφείλεται σε τυχαίο γεγονός ή σε ανωτέρα βία.

22      Η τελωνειακή υπηρεσία άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Commissione tributaria regionale della Lombardia (δευτεροβάθμιου φορολογικού δικαστηρίου περιφέρειας Λομβαρδίας) προς στήριξη της οποίας ισχυρίζεται ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίνοντας ότι η αμελής συμπεριφορά του υπαλλήλου ενέπιπτε στην έννοια του «τυχαίου γεγονότος» και ότι, εν πάση περιπτώσει, το πταίσμα του υπαλλήλου αυτού έπρεπε να χαρακτηριστεί ως «μη σοβαρό», παρέβη το άρθρο 4 του νομοθετικού διατάγματος 504.

23      Το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, εκτιμά ότι η διαφορά που εκκρεμεί ενώπιόν του εγείρει το ζήτημα αν οι έννοιες του «τυχαίου γεγονότος» και της «ανωτέρας βίας» καταλαμβάνουν, κατά το δίκαιο της Ένωσης, υπαίτια συμπεριφορά και υπό ποιες προϋποθέσεις. Σε αντίθετη περίπτωση, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος εντάσσει στις εν λόγω έννοιες συμπεριφορά που συνιστά πταίσμα το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «μη σοβαρό».

24      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι στη νομολογία του εντοπίζονται δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για την ερμηνεία της έννοιας του «τυχαίου γεγονότος». Κατά την πρώτη προσέγγιση, η οποία έχει υποκειμενικό χαρακτήρα, ο υπόχρεος οφείλει να αποδείξει ότι ουδόλως συντρέχει πταίσμα εκ μέρους του και ότι η ζημία επήλθε κατά τρόπο ο οποίος δεν θα μπορούσε ούτε να προβλεφθεί ούτε να αποτραπεί με την επίδειξη της απαιτούμενης επιμέλειας, υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων περιστάσεων της οικείας υπόθεσης. Κατά τη δεύτερη προσέγγιση, η οποία έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, ουδεμία επιρροή ασκεί εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο ενήργησε με επιμέλεια ή αμέλεια.

25      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, υπό το πρίσμα της νομολογίας που απορρέει από τις αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône (C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψεις 24, 25 και 40), και της 18ης Μαΐου 2017, Latvijas Dzelzceļš (C‑154/16, EU:C:2017:392, σκέψη 61), οι έννοιες «τυχαίο γεγονός» και «ανωτέρα βία», κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118, καθόσον χαρακτηρίζονται αμφότερες από ένα αντικειμενικό στοιχείο, σχετικό με τη συνδρομή ασυνήθων και απρόβλεπτων περιστάσεων, και από ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του ασυνήθους γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες, δεν φαίνεται να καλύπτουν υπαίτια συμπεριφορά και, ειδικότερα, συμπεριφορά που συνίσταται σε απλή έλλειψη προσοχής, προβλέψιμη εκ φύσεως και ευχερώς αποτρεπόμενη.

26      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, επομένως, ότι ρύθμιση κράτους μέλους η οποία εξομοιώνει το ελαφρύ πταίσμα με τυχαίο γεγονός και ανωτέρα βία ισοδυναμεί με πρόβλεψη, ως διακριτού λόγου απαλλαγής από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, πρόσθετης περίπτωσης που δεν φαίνεται, ωστόσο, να προκύπτει από τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

27      Εντούτοις, διερωτάται αν το άρθρο 7, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/118, κατά το οποίο δεν θεωρείται ως θέση σε ανάλωση «η ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια [των] προϊόντων […] με την άδεια των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους», έχει την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν άλλες γενικές κατηγορίες, πέραν του τυχαίου γεγονότος και της ανωτέρας βίας, συνεπαγόμενες απαλλαγή από τον φόρο.

28      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι από την οικονομία της διάταξης, η οποία αναφέρει διαδοχικώς την «αιτία οφειλόμενη στην ίδια τη φύση του προϊόντος», το «τυχαίο γεγονός» και την «ανωτέρα βία», συνάγεται ότι η φράση «με την άδεια των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους» έχει πλαισιωτικό και υπολειμματικό χαρακτήρα και αφορά άλλες ειδικές περιστάσεις, πέραν εκείνων του τυχαίου γεγονότος και της ανωτέρας βίας, οι οποίες δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν a priori, αλλά ενέχουν συγκεκριμένα πραγματικά στοιχεία τα οποία, όταν υποβληθούν σε προηγούμενη εκτίμηση της αρμόδιας αρχής, μπορούν να δικαιολογήσουν έκδοση απόφασης περί καταστροφής του προϊόντος.

29      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο θίγει το ζήτημα αν η έννοια του «τυχαίου γεγονότος» μπορεί να έχει διαφορετικό περιεχόμενο από την έννοια της «ανωτέρας βίας», μεταξύ άλλων όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με το υποκειμενικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τις δύο αυτές έννοιες κατά τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Κατ’ αρχάς, έχει το κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, της [οδηγίας 2008/118] “τυχαίο γεγονός”, στο οποίο οφείλονται απώλειες που επήλθαν υπό καθεστώς αναστολής, την έννοια ότι καλύπτει, όπως η ανωτέρα βία, περιστάσεις ξένες προς τον εγκεκριμένο αποθηκευτή, ασυνήθεις, απρόβλεπτες και μη δυνάμενες να αποφευχθούν ακόμα και με την επίδειξη της δέουσας επιμέλειας, οι οποίες ξεφεύγουν αντικειμενικά από κάθε δυνατότητα ελέγχου του αποθηκευτή;

2)      Επιπλέον, για τους σκοπούς του αποκλεισμού της ευθύνης στις περιπτώσεις τυχαίου γεγονότος, πρέπει να συνεκτιμάται, και σε ποιο βαθμό, η επιμέλεια που επιδεικνύεται κατά τη λήψη των αναγκαίων προληπτικών μέτρων για την αποφυγή του ζημιογόνου γεγονότος;

3)      Επικουρικώς, σε σχέση με τα δύο πρώτα ερωτήματα, συνάδει μια διάταξη, όπως το άρθρο 4, παράγραφος 1, του [νομοθετικού διατάγματος 504/1995], η οποία εξομοιώνει με τυχαίο γεγονός και ανωτέρα βία το πταίσμα που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σοβαρό (του ίδιου του ενδιαφερομένου ή τρίτων), με τη διάταξη του άρθρου 7, παράγραφος 4, της [οδηγίας 2008/118], η οποία δεν προβλέπει περαιτέρω προϋποθέσεις, ιδίως όσον αφορά το “πταίσμα” του προσώπου που τέλεσε την πράξη ή του ενδιαφερομένου;

4)      Τέλος, έχει επίσης η φράση του μνημονευόμενου άρθρου 7, παράγραφος 4, [της οδηγίας 2008/118] “με την άδεια των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους” την έννοια ότι επιτρέπει στο κράτος μέλος να προσδιορίσει μια πρόσθετη γενική κατηγορία (το ελαφρύ πταίσμα) η οποία δύναται να επηρεάσει τον ορισμό της θέσης σε ανάλωση σε περίπτωση καταστροφής ή απώλειας του προϊόντος ή μήπως η εν λόγω φράση δεν μπορεί να καλύπτει έναν τέτοιο όρο, αλλά πρέπει, αντιθέτως, να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, για τις οποίες χορηγείται κάθε φορά άδεια ή οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, προσδιορίζονται βάσει των χαρακτηριστικών που καθορίζονται σε συνάρτηση προς τα αντικειμενικά συστατικά τους;»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

31      Χωρίς να προβάλλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, η Girelli αμφισβητεί τη λυσιτέλεια των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι η προϋπόθεση σχετικά με τη θέση σε ανάλωση, από την οποία εξαρτάται το απαιτητό του ειδικού φόρου κατανάλωσης βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/118, δεν πληρούται εν προκειμένω, αφού το επίμαχο στην κύρια δίκη προϊόν απωλέσθη ανεπανόρθωτα.

32      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της καθιερούμενης με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς της κύριας δίκης και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο αν η προδικαστική απόφαση είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και αν τα ερωτήματα που υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2023, KBC Verzekeringen, C‑286/22, EU:C:2023:767, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Επομένως, τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία ή εκτίμηση του κύρους κανόνα δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2023, KBC Verzekeringen, C‑286/22, EU:C:2023:767, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την οποία ζητείται ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, και συγκεκριμένα του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118, αποσκοπεί ακριβώς στο να προσδιοριστεί αν, σε περίπτωση που ένα προϊόν υποκείμενο σε ειδικό φόρο κατανάλωσης έχει απολεσθεί ανεπανόρθωτα υπό περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, το προϊόν αυτό πρέπει να θεωρηθεί, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διάταξη, ότι δεν «έχει τεθεί σε ανάλωση», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας. Επομένως, οι αμφιβολίες που εκφράζει η Girelli δεν αφορούν το παραδεκτό των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων, αλλά την απάντηση σε αυτά επί της ουσίας.

35      Συνεπώς, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

36      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118 έχει την έννοια ότι ο όρος «τυχαίο γεγονός», κατά τη διάταξη αυτή, πρέπει, όπως και ο όρος «ανωτέρα βία», να νοηθεί ότι καταλαμβάνει περιστάσεις ξένες προς εκείνον που επικαλείται τη συνδρομή του, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά την επίδειξη κάθε επιμέλειας.

37      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως ορίζει το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/118, σκοπός της οδηγίας είναι η θέσπιση του γενικού καθεστώτος των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται άμεσα ή έμμεσα για την κατανάλωση των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, στα οποία καταλέγονται η αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά.

38      Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/118, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά τον χρόνο και στο κράτος μέλος θέσης σε ανάλωση των προϊόντων. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού ορίζει την έννοια της «θέσης σε ανάλωση». Ως τέτοια νοείται, μεταξύ άλλων, η παράτυπη έξοδος υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων από καθεστώς αναστολής.

39      Το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118 διευκρινίζει εντούτοις ότι η ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης υπό καθεστώς αναστολής από αιτία οφειλόμενη στην ίδια τη φύση του προϊόντος, σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία ή ακόμη με την άδεια των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους δεν θεωρείται θέση σε ανάλωση. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με την παράγραφο 1 του άρθρου 7, προκύπτει ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επί των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων δεν καθίσταται απαιτητός στις περιπτώσεις που απαριθμούνται στη συγκεκριμένη διάταξη.

40      Πλην όμως, μολονότι το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας 2008/118 ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τους δικούς του κανόνες και προϋποθέσεις για τον καθορισμό των απωλειών που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, εντούτοις ούτε το άρθρο 7, παράγραφος 5, ούτε το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας παραπέμπουν στο δίκαιο των κρατών μελών όσον αφορά την έννοια και το περιεχόμενο των όρων «τυχαίο γεγονός» και «ανωτέρα βία».

41      Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2008/118 υπογραμμίζεται ότι, για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, οι προϋποθέσεις σχετικά με το απαιτητό των ειδικών φόρων κατανάλωσης πρέπει να ταυτίζονται σε όλα τα κράτη μέλη. Προς τον σκοπό αυτόν, το άρθρο 7 της οδηγίας ορίζει το χρονικό σημείο κατά το οποίο τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα τίθενται σε ανάλωση. Πλην όμως, κατά το μέτρο που το περιεχόμενο των εννοιών «τυχαίο γεγονός» και «ανωτέρα βία» μπορεί να επιδρά στο απαιτητό του ειδικού φόρου κατανάλωσης, οι εν λόγω έννοιες έχουν οπωσδήποτε αυτοτελή χαρακτήρα, οπότε πρέπει να εξασφαλίζεται η ομοιόμορφη ερμηνεία τους εντός όλων των κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône, C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψη 22).

42      Για την ερμηνεία των δύο αυτών αυτοτελών εννοιών του δικαίου της Ένωσης, πρέπει, κατά πάγια νομολογία, να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της εν λόγω διάταξης αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με την πράξη της οποίας αποτελεί μέρος (πρβλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2023, Lufthansa Technik AERO Alzey, C‑393/21, EU:C:2023:104, σκέψη 33).

43      Όσον αφορά, κατά πρώτον, την έννοια της «ανωτέρας βίας», υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια αυτή πρέπει γενικώς να νοείται, στους διάφορους τομείς του δικαίου της Ένωσης στους οποίους έχει εφαρμογή, ως καλύπτουσα περιστάσεις ξένες προς εκείνον που την επικαλείται, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά την επίδειξη κάθε επιμέλειας (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône, C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψη 23, και της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, η έννοια της «ανωτέρας βίας» εμπεριέχει γενικώς ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με ασυνήθεις, απρόβλεπτες και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του ασυνήθους γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône, C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψη 24).

44      Τούτου λεχθέντος, κατά πάγια νομολογία, δεδομένου ότι η έννοια της «ανωτέρας βίας» δεν έχει κατ’ ανάγκην το ίδιο περιεχόμενο στους διάφορους τομείς εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, η σημασία της πρέπει να προσδιορίζεται ανάλογα με το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου προορίζεται να παραγάγει τα αποτελέσματά της (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône, C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψη 25, και της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Στο πλαίσιο των κανόνων σχετικά με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά την έννοια της «ανωτέρας βίας» κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/12, ότι η οικονομία και ο σκοπός της οδηγίας αυτής δεν επέβαλλαν ερμηνεία και εφαρμογή με ιδιαίτερο τρόπο των στοιχείων που συγκροτούν την ανωτέρα βία όπως αυτά προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône, C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψεις 26 έως 31).

46      Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ ουσίαν ότι τα προϊόντα υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης λόγω της παραγωγής τους και μόνον ή λόγω της εισαγωγής τους στην Ένωση και ότι, κατ’ αρχήν, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης είναι επίσης απαιτητοί σε περίπτωση ελλειμμάτων και απωλειών όταν οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν χορηγήσει σχετική απαλλαγή, η δε απαλλαγή που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/12 για απώλειες οφειλόμενες σε ανωτέρα βία αποτελεί παρέκκλιση από τον εν λόγω γενικό κανόνα, η οποία, επομένως, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône, C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψη 30).

47      Η ερμηνεία αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι ισχύει και όσον αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118. Πράγματι, από το γράμμα της διάταξης αυτής και από την οικονομία του εν λόγω άρθρου, η οποία εξετάστηκε στις σκέψεις 38 και 39 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118 συνιστά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα κατά τον οποίο ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επί των προϊόντων που έχουν καταστραφεί ή απολεσθεί είναι κατ’ αρχήν απαιτητός, οπότε η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει, όπως και το άρθρο 14, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/12, να ερμηνεύεται στενά.

48      Επομένως, η έννοια της «ανωτέρας βίας», κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118, νοείται ότι καταλαμβάνει περιστάσεις ξένες προς εκείνον που την επικαλείται, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά κάθε επιδειχθείσα επιμέλεια (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône, C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψη 31).

49      Κατά δεύτερον, η έννοια του «τυχαίου γεγονότος», όπως και η έννοια της «ανωτέρας βίας», δεν έχει κατ’ ανάγκην το ίδιο περιεχόμενο στους διάφορους τομείς εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, οπότε η σημασία της πρέπει να προσδιορίζεται ανάλογα με το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου προορίζεται να παραγάγει τα αποτελέσματά της (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Latvijas Dzelzceļš, C‑154/16, EU:C:2017:392, σκέψεις 60 έως 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Ερμηνεύοντας την έννοια του «τυχαίου γεγονότος» κατά το άρθρο 206, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια αυτή, όπως και η έννοια της «ανωτέρας βίας», χαρακτηρίζεται από ένα αντικειμενικό στοιχείο, σχετικό με την ύπαρξη περιστάσεων ασυνήθων, απρόβλεπτων και ξένων προς τον ενδιαφερόμενο, και από ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του ασυνήθους γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Latvijas Dzelzceļš, C‑154/16, EU:C:2017:392, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 204, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του τελωνειακού κώδικα, καμία τελωνειακή οφειλή κατά την εισαγωγή δεν θεωρείται ότι γεννάται ως προς συγκεκριμένο εμπόρευμα όταν ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει ότι η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη χρησιμοποίηση του τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί το εμπόρευμα αυτό οφείλεται στην ολική καταστροφή ή την ανεπανόρθωτη απώλεια του εν λόγω εμπορεύματος από αιτία οφειλόμενη στην ίδια τη φύση του εμπορεύματος ή σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Latvijas Dzelzceļš, C‑154/16, EU:C:2017:392, σκέψη 58).

52      Εκτιμώντας ότι το άρθρο 206, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα εισάγει παρέκκλιση από τον κανόνα που θέτει το άρθρο 204, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ίδιου κώδικα, κατά το οποίο η μη εκπλήρωση υποχρέωσης απορρέουσας από τη χρήση τελωνειακού καθεστώτος υπό το οποίο έχει τεθεί ένα εμπόρευμα γεννά τελωνειακή οφειλή, το Δικαστήριο συνήγαγε ότι οι έννοιες της «ανωτέρας βίας» και του «τυχαίου γεγονότος», κατά την πρώτη από τις ως άνω διατάξεις, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Latvijas Dzelzceļš, C‑154/16, EU:C:2017:392, σκέψη 62).

53      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/118 είναι παρόμοιο με εκείνο του άρθρου 206, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα και ότι, όπως και η διάταξη του τελωνειακού κώδικα, εισάγει παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα κατά τον οποίο ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επί των προϊόντων που έχουν καταστραφεί ή απολεσθεί παραμένει απαιτητός.

54      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη των ομοιοτήτων που υφίστανται μεταξύ των τελωνειακών δασμών και του ειδικού φόρου κατανάλωσης καθώς και προς διασφάλιση συνεκτικής ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να θεωρηθεί ότι η έννοια του «τυχαίου γεγονότος» του άρθρου 7, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/118 έχει ίδιο περιεχόμενο με εκείνο που δέχθηκε το Δικαστήριο σε σχέση με το άρθρο 206, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως (βλ. κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Απριλίου 2010, Dansk Transport og Logistik, C‑230/08, EU:C:2010:231, σκέψη 84).

55      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118 έχει την έννοια ότι ο όρος «τυχαίο γεγονός», κατά τη διάταξη αυτή, πρέπει, όπως και ο όρος «ανωτέρα βία», να νοηθεί ότι καταλαμβάνει περιστάσεις ξένες προς εκείνον που επικαλείται τη συνδρομή του, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά την επίδειξη κάθε επιμέλειας.

 Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

56      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118 έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις που οδήγησαν στην ολική καταστροφή ή στην ανεπανόρθωτη απώλεια των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων, η αναγνώριση της συνδρομής «τυχαίου γεγονότος», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, απαιτεί να διαπιστωθεί ότι ο οικείος επιχειρηματίας επέδειξε επαρκή επιμέλεια προκειμένου να αποφύγει την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος.

57      Συναφώς, υπογραμμίζεται εκ προοιμίου ότι, όπως προκύπτει από την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η έννοια του «τυχαίου γεγονότος», κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118, χαρακτηρίζεται τόσο από ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του επίμαχου γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες, όσο και από ένα αντικειμενικό στοιχείο, σχετικό με την ύπαρξη περιστάσεων ασυνήθων, απρόβλεπτων και ξένων προς τον ενδιαφερόμενο.

58      Κατά συνέπεια, η αναγνώριση της συνδρομής τυχαίου γεγονότος, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, σημαίνει όχι μόνον ότι ο οικείος επιχειρηματίας έχει επιδείξει την επιμέλεια που συνήθως απαιτείται στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του προκειμένου να προφυλαχθεί από έναν τέτοιο κίνδυνο, πράγμα που προϋποθέτει συνεχή ενεργητική συμπεριφορά με σκοπό τη διαπίστωση και την αξιολόγηση ενδεχόμενων κινδύνων, καθώς και ικανότητα λήψης κατάλληλων και αποτελεσματικών μέτρων προς αποτροπή της επέλευσης τέτοιων κινδύνων (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Société Pipeline Méditerranée et Rhône, C‑314/06, EU:C:2007:817, σκέψη 37), αλλά και ότι η επέλευση του σχετικού κινδύνου ήταν αποτέλεσμα περιστάσεων ασυνήθων, απρόβλεπτων και ξένων προς τον εν λόγω επιχειρηματία.

59      Επομένως, όταν οι περιστάσεις που οδήγησαν στην ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων εμπίπτουν στη σφαίρα ευθύνης του εγκεκριμένου αποθηκευτή, δεν πληρούται η προϋπόθεση των ξένων προς τον οικείο επιχειρηματία περιστάσεων και, ως εκ τούτου, ελλείπει το αντικειμενικό στοιχείο που χαρακτηρίζει το τυχαίο γεγονός, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η διαπίστωση της συνδρομής τυχαίου γεγονότος.

60      Η ανεπανόρθωτη απώλεια υποκείμενου σε ειδικό φόρο κατανάλωσης υγρού προϊόντος λόγω διαρροής οφειλόμενης σε αβλεψία υπαλλήλου ο οποίος παρέλειψε να κλείσει τη βαλβίδα δεξαμενής μετά τη μετάγγιση του υγρού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περίσταση ασυνήθης ή ξένη προς τον επιχειρηματία του οποίου η δραστηριότητα συνίσταται στη μετουσίωση αιθυλικής αλκοόλης. Αντιθέτως, πρέπει να θεωρηθεί ότι μια τέτοια απώλεια εμπίπτει στη σφαίρα ευθύνης του συγκεκριμένου επιχειρηματία και αποτελεί συνέπεια της μη επίδειξης της επιμέλειας που συνήθως απαιτείται στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του, οπότε, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ελλείπουν τόσο το αντικειμενικό όσο και το υποκειμενικό στοιχείο που χαρακτηρίζουν την έννοια του «τυχαίου γεγονότος» κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118 (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Latvijas Dzelzceļš, C‑154/16, EU:C:2017:392, σκέψη 63).

61      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118 έχει την έννοια ότι η αναγνώριση της συνδρομής «τυχαίου γεγονότος», κατά τη διάταξη αυτή, απαιτεί, αφενός, η ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων να οφείλεται σε ασυνήθεις, απρόβλεπτες και ξένες προς τον οικείο επιχειρηματία περιστάσεις, προϋπόθεση η οποία δεν πληρούται όταν οι εν λόγω περιστάσεις εμπίπτουν στη σφαίρα ευθύνης του συγκεκριμένου προσώπου, και, αφετέρου, ο επιχειρηματίας αυτός να έχει επιδείξει την επιμέλεια που συνήθως απαιτείται στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του προκειμένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες της επέλευσης ενός τέτοιου γεγονότος.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

62      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου κράτους μέλους η οποία εξομοιώνει με τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν μη σοβαρό πταίσμα του οικείου υποχρέου.

63      Συναφώς, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις που δόθηκαν στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, η έννοια του «τυχαίου γεγονότος», κατά την εν λόγω διάταξη, χαρακτηρίζεται από τη συνδρομή ασυνήθων, απρόβλεπτων και ξένων προς τον οικείο επιχειρηματία περιστάσεων, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν αυτός είχε επιδείξει την επιμέλεια που συνήθως απαιτείται στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του.

64      Πάντως, ένα πταίσμα, έστω και μη σοβαρό, του προστηθέντος του οικείου επιχειρηματία, καθόσον εμπίπτει στη σφαίρα ευθύνης του τελευταίου και συνιστά παράλειψη επίδειξης της συνήθως απαιτούμενης επιμέλειας στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του, αποκλείει τη δυνατότητα να αναγνωριστεί συνδρομή τυχαίου γεγονότος κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118.

65      Εν συνεχεία, επιβάλλεται να τονιστεί ότι στη διάταξη αυτή απαριθμούνται εξαντλητικώς οι περιπτώσεις που η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης δεν θεωρείται θέση σε ανάλωση, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται απαιτητός ο ειδικός φόρος κατανάλωσης. Τούτο συμβαίνει, πρώτον, όταν η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια οφείλεται σε αιτία εγγενή στην ίδια τη φύση των επίμαχων προϊόντων, δεύτερον, όταν η καταστροφή ή η απώλεια οφείλεται σε τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία και, τρίτον, όταν η καταστροφή ή η απώλεια επέρχεται με άδεια των αρμόδιων αρχών του οικείου κράτους μέλους.

66      Πλην όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το μη σοβαρό πταίσμα του προστηθέντος του οικείου επιχειρηματία δεν εμπίπτει προδήλως ούτε στην πρώτη, ούτε στη δεύτερη, ούτε, κατ’ αρχήν, στην τρίτη περίπτωση.

67      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118, δεδομένου ότι συνιστά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα κατά τον οποίο ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επί προϊόντων που καταστράφηκαν ή απωλέσθηκαν εξακολουθεί κατ’ αρχήν να καθίσταται απαιτητός, πρέπει να ερμηνεύεται στενά.

68      Από τις σκέψεις 65 έως 67 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να προβλέπουν ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης δεν καθίσταται απαιτητός υπό περιστάσεις άλλες από εκείνες που απαριθμούνται στη συγκεκριμένη διάταξη, μεταξύ άλλων όταν η απώλεια ή η καταστροφή του προϊόντος που υπόκειται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης οφείλεται σε μη σοβαρό πταίσμα του προστηθέντος του οικείου επιχειρηματία.

69      Επιπλέον, διαφορετική ερμηνεία θα υπονόμευε τον σκοπό της εναρμόνισης που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2008/118, κατά την οποία οι προϋποθέσεις σχετικά με το απαιτητό των ειδικών φόρων κατανάλωσης πρέπει να ταυτίζονται σε όλα τα κράτη μέλη προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

70      Εντούτοις, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν μη σοβαρό πταίσμα, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την ολική καταστροφή ή την ανεπανόρθωτη απώλεια του προϊόντος που υπόκειται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, έλαβαν χώρα στο πλαίσιο μετουσίωσης του προϊόντος για την οποία χορηγήθηκε προηγουμένως άδεια από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια επήλθε με άδεια των αρμόδιων αρχών του οικείου κράτους μέλους, οπότε η καταστροφή ή η απώλεια δεν αποτελεί θέση σε ανάλωση, υπό την επιφύλαξη, μεταξύ άλλων, ότι η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια του εν λόγω προϊόντος έχει αποδειχθεί ικανοποιητικά για τις αρμόδιες εθνικές αρχές, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/118.

71      Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, ένα προϊόν θεωρείται ότι έχει υποστεί ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια όταν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως προϊόν υποκείμενο σε ειδικό φόρο κατανάλωσης.

72      Αφετέρου, από το άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 92/83 προκύπτει ότι η μετουσιωμένη αλκοόλη δεν υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε ειδικό φόρο κατανάλωσης.

73      Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι πράξη μετουσίωσης συνεπάγεται ότι η αλκοόλη «δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως προϊόν υποκείμενο σε ειδικό φόρο κατανάλωσης», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2008/118, καθώς και ότι, ως εκ τούτου, μια τέτοια ενέργεια έχει ως αποτέλεσμα την ολική καταστροφή του εν λόγω προϊόντος.

74      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν μη σοβαρό πταίσμα, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την ολική καταστροφή ή την ανεπανόρθωτη απώλεια του προϊόντος που υπόκειται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, έλαβαν χώρα στο πλαίσιο μετουσίωσης του προϊόντος για την οποία χορηγήθηκε προηγουμένως άδεια από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια επήλθε με άδεια των αρμόδιων αρχών του οικείου κράτους μέλους και δεν αποτελεί, επομένως, θέση σε ανάλωση κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας 2008/118.

75      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου κράτους μέλους η οποία εξομοιώνει τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν μη σοβαρό πταίσμα του οικείου υποχρέου με τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία. Εντούτοις, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν μη σοβαρό πταίσμα, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την ολική καταστροφή ή την ανεπανόρθωτη απώλεια του προϊόντος που υπόκειται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, έλαβαν χώρα στο πλαίσιο μετουσίωσης του προϊόντος για την οποία χορηγήθηκε προηγουμένως άδεια από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια επήλθε με άδεια των αρμόδιων αρχών του οικείου κράτους μέλους, οπότε η καταστροφή ή η απώλεια δεν αποτελεί θέση σε ανάλωση κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας 2008/118.

 Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

76      Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118 έχει την έννοια ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία της φράσης «με την άδεια των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους», η οποία περιλαμβάνεται στο πρώτο εδάφιο της διάταξης αυτής, επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν γενικώς ότι η ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής δεν αποτελεί θέση σε ανάλωση στις περιπτώσεις που αυτή οφείλεται σε μη σοβαρό πταίσμα.

77      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της συγκεκριμένης διάταξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος.

78      Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/118, επισημαίνεται ότι η φράση «με την άδεια των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους» παραπέμπει στην ευχέρεια των αρμόδιων εθνικών αρχών να εκδίδουν διοικητικές αποφάσεις για χορήγηση άδειας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, και όχι στην ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη να θεσπίζει με κανονιστική ρύθμιση άλλες γενικές κατηγορίες, πέραν των προβλεπομένων στο άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118, για τις οποίες αποκλείεται εκ συστήματος η θέση σε ανάλωση και, κατά συνέπεια, το απαιτητό του ειδικού φόρου κατανάλωσης.

79      Όσον αφορά, εν συνεχεία, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118, υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 47 και 67 της παρούσας αποφάσεως, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στενά, δεν χωρεί ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να προβλέπουν άλλες περιπτώσεις, πέραν εκείνων που απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118, για τις οποίες αποκλείεται συστηματικά η θέση σε ανάλωση και, κατά συνέπεια, το απαιτητό του ειδικού φόρου κατανάλωσης.

80      Τέλος, η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 2008/118, η οποία, σύμφωνα με την αιτιολογική της σκέψη 8, σκοπεί, μεταξύ άλλων, να εναρμονίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός εντός των κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

81      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118 έχει την έννοια ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία της φράσης «με την άδεια των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους», η οποία περιλαμβάνεται στο πρώτο εδάφιο της διάταξης αυτής, δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν γενικώς ότι η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής δεν συνιστούν θέση σε ανάλωση στις περιπτώσεις που αυτή οφείλεται σε μη σοβαρό πταίσμα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

82      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ,

έχει την έννοια ότι:

ο όρος «τυχαίο γεγονός», κατά τη διάταξη αυτή, πρέπει, όπως και ο όρος «ανωτέρα βία», να νοηθεί ότι καταλαμβάνει περιστάσεις ξένες προς εκείνον που επικαλείται τη συνδρομή του, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά την επίδειξη κάθε επιμέλειας.

2)      Το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118

έχει την έννοια ότι:

η αναγνώριση της συνδρομής «τυχαίου γεγονότος», κατά τη διάταξη αυτή, απαιτεί, αφενός, η ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια των υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων να οφείλεται σε ασυνήθεις, απρόβλεπτες και ξένες προς τον οικείο επιχειρηματία περιστάσεις, προϋπόθεση η οποία δεν πληρούται όταν οι εν λόγω περιστάσεις εμπίπτουν στη σφαίρα ευθύνης του συγκεκριμένου προσώπου, και, αφετέρου, ο επιχειρηματίας αυτός να έχει επιδείξει την επιμέλεια που συνήθως απαιτείται στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του προκειμένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες της επέλευσης ενός τέτοιου γεγονότος.

3)      Το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου κράτους μέλους η οποία εξομοιώνει τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν μη σοβαρό πταίσμα του οικείου υποχρέου με τυχαίο γεγονός ή ανωτέρα βία. Εντούτοις, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν μη σοβαρό πταίσμα, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την ολική καταστροφή ή την ανεπανόρθωτη απώλεια του προϊόντος που υπόκειται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, έλαβαν χώρα στο πλαίσιο μετουσίωσης του προϊόντος για την οποία είχε προηγουμένως χορηγηθεί άδεια από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η ολική καταστροφή ή η ανεπανόρθωτη απώλεια επήλθε με άδεια των αρμόδιων αρχών του οικείου κράτους μέλους, οπότε η καταστροφή ή η απώλεια δεν αποτελεί θέση σε ανάλωση κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας 2008/118.

4)      Το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/118

έχει την έννοια ότι:

κατ’ ορθή ερμηνεία της φράσης «με την άδεια των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους» η οποία περιλαμβάνεται στο πρώτο εδάφιο της διάταξης αυτής, δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν γενικώς ότι η ολική καταστροφή ή ανεπανόρθωτη απώλεια υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων τα οποία τελούν υπό καθεστώς αναστολής δεν αποτελεί θέση σε ανάλωση στις περιπτώσεις που αυτή οφείλεται σε μη σοβαρό πταίσμα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.