Language of document : ECLI:EU:C:2024:337

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 18ης Απριλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Πρωτόκολλο (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Υποχρεωτική υπαγωγή στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης των θεσμικών οργάνων της Ένωσης – Υπάλληλος της Ένωσης που ασκεί συμπληρωματική επαγγελματική δραστηριότητα ως ελεύθερος επαγγελματίας – Υποχρέωση καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφάλισης δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η δραστηριότητα»

Στην υπόθεση C‑195/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το tribunal du travail francophone de Bruxelles (γαλλόφωνο δικαστήριο εργατικών διαφορών Βρυξελλών, Βέλγιο) με απόφαση της 13ης Μαρτίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Μαρτίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

GI

κατά

Partena, Assurances sociales pour travailleurs indépendants ASBL,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Biltgen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J. Passer και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο GI, εκπροσωπούμενος από τον J.-F. Neven, avocat,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον S. Baeyens, τη C. Pochet και την A. Van Baelen, επικουρούμενους από τους S. Rodrigues και A. Tymen, avocats,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek και τον J. Vláčil,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον T. S. Bohr και τον B.‑R. Killmann,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 14 του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: πρωτόκολλο), καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του GI, υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και του Partena, Assurances sociales pour travailleurs indépendants ASBL (ταμείου κοινωνικής ασφάλισης ελεύθερων επαγγελματιών, στο εξής: Partena), μη κερδοσκοπικής ένωσης, σχετικά με την υπαγωγή του GI στο βελγικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης των ελεύθερων επαγγελματιών λόγω παρεπόμενης επαγγελματικής δραστηριότητας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Το πρωτόκολλο

3        Το άρθρο 12 του πρωτοκόλλου έχει ως εξής:

«Επί των αποδοχών, μισθών και λοιπών αμοιβών που καταβάλλει η [Ευρωπαϊκή] Ένωση στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό [της], επιβάλλεται φόρος υπέρ της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης σύμφωνα με τους όρους και τη διαδικασία που καθορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], αποφασίζοντας μέσω κανονισμών σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με τα αρμόδια θεσμικά όργανα.

Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό απαλλάσσονται από την επιβολή εσωτερικών φόρων επί των αποδοχών, μισθών και λοιπών αμοιβών, που καταβάλλονται από την Ένωση.»

4        Το άρθρο 14 του πρωτοκόλλου ορίζει τα ακόλουθα:

«Το [Κοινοβούλιο] και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μέσω κανονισμών σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία και μετά από διαβούλευση με τα αρμόδια θεσμικά όργανα, καθορίζουν το καθεστώς των κοινωνικών παροχών που εφαρμόζεται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης.»

 Ο ΚΥΚ

5        Το άρθρο 12β, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: ΚΥΚ), έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 15, ο υπάλληλος που προτίθεται να ασκήσει εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη, ή να εκτελέσει υπηρεσία εκτός της Ένωσης, λαμβάνει προηγουμένως άδεια από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Άρνηση της αδείας χωρεί μόνον, εάν η εν λόγω δραστηριότητα ή υπηρεσία είναι ικανή να παρεμποδίσει την άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου ή είναι ασυμβίβαστη με τα συμφέροντα του οργάνου.»

6        Το άρθρο 72 του ΚΥΚ προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Εντός του ορίου του 80 % των αναληφθέντων εξόδων και βάσει ρυθμίσεως θεσπιζόμενης με κοινή συμφωνία από τις αρμόδιες για τους διορισμούς αρχές των θεσμικών αρχών της Ένωσης κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, ο υπάλληλος [...] [καλύπτεται] κατά των κινδύνων ασθενείας. [...]

[...]

Το ένα τρίτο της αναγκαίας συνεισφοράς για την εξασφάλιση της κάλυψης αυτής βαρύνει τον ασφαλιζόμενο, χωρίς η συμμετοχή αυτή να μπορεί να υπερβεί το 2 % του βασικού μισθού του.

[...]»

7        Το άρθρο 73, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται βάσει ρυθμίσεως που θεσπίζεται με κοινή συμφωνία των [...] θεσμικών οργάνων της Ένωσης, κατόπιν γνώμης της επιτροπής κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, ο υπάλληλος καλύπτεται, από την ημέρα αναλήψεως της υπηρεσίας κατά των κινδύνων επαγγελματικών ασθενειών και των κινδύνων ατυχημάτων. Συμμετέχει υποχρεωτικά, εντός ορίου 0,1 % του βασικού του μισθού, στην κάλυψη των κινδύνων εκτός υπηρεσίας.

[...]»

 Η κοινή ρύθμιση

8        Προκειμένου να καθορίσουν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 72 του ΚΥΚ, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης θέσπισαν κοινή ρύθμιση σχετικά με την υγειονομική ασφάλιση των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: κοινή ρύθμιση).

9        Το άρθρο 1 της κοινής ρύθμισης ορίζει ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 72 του ΚΥΚ, θεσπίζεται κοινό σύστημα υγειονομικής ασφάλισης για τα θεσμικά όργανα της Ένωσης (ΚΣΥΑ).

10      Το άρθρο 2 της εν λόγω κοινής ρύθμισης προβλέπει τα εξής:

«1.      Είναι ασφαλισμένοι από το παρόν Σύστημα:

–      ο μόνιμος υπάλληλος,

–      ο έκτακτος υπάλληλος,

[...]».

11      Το άρθρο 4 της κοινής ρύθμισης ορίζει τα ακόλουθα:

«Σε περίπτωση που ένας μόνιμος ή έκτακτος υπάλληλος, ή συμβασιούχος υπάλληλος, διορίζεται σε χώρα στην οποία, δυνάμει της νομοθεσίας της, υπάγεται σε υποχρεωτικό Σύστημα υγειονομικής ασφάλισης, οι εισφορές που οφείλονται ως εκ τούτου καταβάλλονται εξ ολοκλήρου με επιβάρυνση του προϋπολογισμού του θεσμικού οργάνου στο οποίο υπάγεται ο ενδιαφερόμενος. Στην περίπτωση αυτή έχει εφαρμογή το άρθρο 22.»

12      Κατά το άρθρο 22 της κοινής ρύθμισης:

«1.      Σε περίπτωση που ένας άμεσα ή έμμεσα ασφαλισμένος μπορεί να αξιώσει επιστροφές εξόδων δυνάμει μιας άλλης υγειονομικής ασφάλισης η οποία προβλέπεται νομοθετικά ή κανονιστικά, ο άμεσα ασφαλισμένος υποχρεούται:

α)      να δηλώσει αυτή την αξίωση στο γραφείο εκκαθάρισης λογαριασμών·

β)      να ζητήσει ο ίδιος ή, ανάλογα με την περίπτωση, μέσω αντιπροσώπου, την κατά προτεραιότητα επιστροφή των εξόδων την οποία εγγυάται το άλλο Σύστημα. Εντούτοις, σε περίπτωση που υφίσταται υποχρέωση καταβολής εισφορών σε δύο συστήματα, οι άμεσα ασφαλισμένοι από το παρόν Σύστημα μπορούν να επιλέξουν το σύστημα στο οποίο θα απευθύνονται για την επιστροφή των παροχών από τις οποίες επωφελήθηκαν, γνωρίζοντας ότι το κοινό Σύστημα παρεμβαίνει ως συμπληρωματικό σύστημα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν παρεμβαίνει ως κύριο Σύστημα·

γ)      να επισυνάπτει σε κάθε αίτηση επιστροφής εξόδων την οποία εισάγει δυνάμει του παρόντος Συστήματος το πρωτότυπο αναλυτικής κατάστασης, συνοδευόμενης από δικαιολογητικά στοιχεία, των επιστροφών εξόδων τις οποίες ο άμεσα ή έμμεσα ασφαλισμένος έχει λάβει δυνάμει του άλλου συστήματος.

2.      Το κοινό Σύστημα παρεμβαίνει ως συμπληρωματικό σύστημα για την επιστροφή των εξόδων των παροχών εφόσον το άλλο σύστημα έχει παρέμβει προηγουμένως για τις παροχές οι οποίες καλύπτονται από αυτό.

Σε περίπτωση που μια παροχή δεν καλύπτεται από το κύριο Σύστημα, αλλά που καλύπτεται από το κοινό Σύστημα, το κοινό Σύστημα θα παρέμβει ως κύριο Σύστημα.

[...]»

 Ο κανονισμός 883/2004

13      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1), έχει ως εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στους υπηκόους κράτους μέλους, τους ανιθαγενείς και τους πρόσφυγες που κατοικούν σε κράτος μέλος και υπάγονται ή είχαν υπαχθεί στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων κρατών μελών καθώς και στα μέλη της οικογένειάς τους και στους επιζώντες τους.»

14      Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.»

 Το βελγικό δίκαιο

15      Το άρθρο 2 του arrêté royal no 38, organisant le statut social des travailleurs indépendants, du 27 juillet 1967 (βασιλικού διατάγματος αριθ. 38, της 27ης Ιουλίου 1967, για την οργάνωση του καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης των ελεύθερων επαγγελματιών) (Moniteur belge της 29ης Ιουλίου 1967, σ. 8071), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, προβλέπει τα εξής:

«Υπόκεινται στο παρόν διάταγμα και πρέπει, ως εκ τούτου, να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τις οποίες αυτό επιβάλλει: οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επικουρούντες αυτούς.»

16      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω διατάγματος ορίζει τα ακόλουθα:

«Κατά το παρόν διάταγμα, ως ελεύθερος επαγγελματίας νοείται κάθε φυσικό πρόσωπο που ασκεί στο Βέλγιο επαγγελματική δραστηριότητα χωρίς να δεσμεύεται από σύμβαση μίσθωσης εργασίας ή να υπάγεται σε κανόνες περί υπηρεσιακής κατάστασης.

Τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ότι πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής του προηγουμένου εδαφίου κάθε πρόσωπο που ασκεί στο Βέλγιο επαγγελματική δραστηριότητα από την οποία μπορεί να προκύψει εισόδημα [...]».

17      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του ίδιου διατάγματος έχει ως εξής:

«[...] κάθε πρόσωπο που υπόκειται στο παρόν διάταγμα υποχρεούται, πριν από την έναρξη της επαγγελματικής δραστηριότητάς του ως ελεύθερου επαγγελματία, να εγγραφεί σε ένα από τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης ελεύθερων επαγγελματιών [...]».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

18      Ο προσφεύγων της κύριας δίκης, υπάλληλος της Ένωσης από την 1η Σεπτεμβρίου 2007, ανέλαβε υπηρεσία στην Επιτροπή τον Αύγουστο του 2010.

19      Από τον Οκτώβριο του 2015 ασκεί αμειβόμενη συμπληρωματική δραστηριότητα ως διδάσκων, με ανώτατο όριο τις 20 διδακτικές ώρες ετησίως, για την οποία, σύμφωνα με τον ΚΥΚ, έλαβε την απαιτούμενη άδεια από την Επιτροπή.

20      Με επιστολή της 4ης Ιουλίου 2018, το Institut national d’assurances sociales pour travailleurs indépendants (εθνικό ίδρυμα κοινωνικής ασφάλισης ανεξάρτητων επαγγελματιών, Βέλγιο), το οποίο είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο του αν οι ελεύθεροι επαγγελματίες είναι ασφαλισμένοι σε ταμείο κοινωνικής ασφάλισης, ενημέρωσε τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης ότι όφειλε να εγγραφεί σε ταμείο κοινωνικής ασφάλισης διότι ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα ανεξάρτητου επαγγελματία από την 1η Οκτωβρίου 2015 ως διδάσκοντος.

21      Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων της κύριας δίκης εγγράφηκε στο Partena και κατέβαλε τις ζητηθείσες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης ύψους 3 242,09 ευρώ.

22      Εκτιμώντας, ωστόσο, ότι η υπαγωγή του στο βελγικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης των ελεύθερων επαγγελματιών αντιβαίνει στην αρχή του ενός και μόνου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που ισχύει για τους υπαλλήλους των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ο προσφεύγων της κύριας δίκης στράφηκε κατά του Partena ασκώντας ένδικη προσφυγή ενώπιον του tribunal du travail francophone de Bruxelles (γαλλόφωνου δικαστηρίου εργατικών διαφορών Βρυξελλών, Βέλγιο), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, προκειμένου να τερματιστεί η υπαγωγή του στον εν λόγω σύστημα και να του επιστραφούν οι καταβληθείσες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, το tribunal du travail francophone de Bruxelles (γαλλόφωνο δικαστήριο εργατικών διαφορών Βρυξελλών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν το [πρωτόκολλο], και ιδίως το άρθρο 14 αυτού, η αρχή της εφαρμογής ενός και μόνον συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στους εργαζομένους, μισθωτούς ή μη μισθωτούς, εν ενεργεία ή συνταξιούχους, καθώς και η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, όπως αυτή διακηρύσσεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, [ΣΕΕ], την έννοια ότι δεν επιτρέπουν σε κράτος μέλος να επιβάλλει την υπαγωγή σε εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και να απαιτεί την καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης από μόνιμο υπάλληλο ο οποίος ασκεί, συμπληρωματικά προς την υπηρεσία του σε θεσμικό όργανο της Ένωσης και με την άδεια αυτού, δευτερεύουσα δραστηριότητα διδασκαλίας, ενώ υπάγεται ήδη, δυνάμει του [ΚΥΚ], στο [σύστημα κοινωνικής ασφάλισης των θεσμικών οργάνων] της Ευρωπαϊκής Ένωσης;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

24      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14 του πρωτοκόλλου, η αρχή της εφαρμογής ενός και μόνον συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, όπως προβλέπεται στον κανονισμό 883/2004, και η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που διακηρύσσεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία κράτους μέλους η οποία επιβάλλει την υπαγωγή υπαλλήλου της Ένωσης στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του συγκεκριμένου κράτους μέλους λόγω της άσκησης δευτερεύουσας επαγγελματικής δραστηριότητας διδασκαλίας στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.

25      Υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά την αρχή της εφαρμογής ενός και μόνον εφαρμοστέου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11 του κανονισμού 883/2004, ο εν λόγω κανονισμός καθιέρωσε ένα σύστημα συντονισμού με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τον προσδιορισμό της νομοθεσίας ή των νομοθεσιών που έχουν εφαρμογή στους μισθωτούς και μη μισθωτούς εργαζομένους οι οποίοι κάνουν χρήση του δικαιώματός τους στην ελεύθερη κυκλοφορία υπό διάφορες περιστάσεις. Η πληρότητα του συγκεκριμένου συστήματος κανόνων συγκρούσεως έχει ως αποτέλεσμα να μην έχει ο νομοθέτης κάθε κράτους μέλους την εξουσία να ορίζει ελεύθερα την έκταση και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της εθνικής του νομοθεσίας όσον αφορά τα πρόσωπα που υπόκεινται σ’ αυτή και το έδαφος όπου οι εθνικές διατάξεις παράγουν τα αποτελέσματά τους. Συνακόλουθα, το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 ορίζει ρητώς ότι τα πρόσωπα στα οποία έχει εφαρμογή ο εν λόγω κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνον κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2023, Acerta κ.λπ., C‑415/22, EU:C:2023:881, σκέψεις 29 και 30).

26      Η ανωτέρω αρχή της εφαρμογής ενός και μόνον συστήματος κοινωνικής ασφάλισης σκοπεί την αποφυγή των περιπλοκών που μπορεί να προκύψουν από την ταυτόχρονη εφαρμογή περισσότερων εθνικών νομοθεσιών και την εξάλειψη της άνισης μεταχείρισης που θα συνεπαγόταν, για τα πρόσωπα που μετακινούνται στο εσωτερικό της Ένωσης, η μερική ή πλήρης σώρευση των εφαρμοστέων νομοθεσιών (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, de Ruyter, C‑623/13, EU:C:2015:123, σκέψη 37).

27      Πλην όμως, η αρχή αυτή δεν έχει εφαρμογή στους υπαλλήλους της Ένωσης αφού αυτοί δεν υπόκεινται σε εθνική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφάλισης όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, όπου ορίζεται το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του συγκεκριμένου κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2023, Acerta κ.λπ., C‑415/22, EU:C:2023:881, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Συγκεκριμένα, η Ένωση και μόνον, και όχι τα κράτη μέλη, είναι αρμόδια να καθορίζει τους κανόνες που ισχύουν για τους υπαλλήλους της Ένωσης όσον αφορά τις κοινωνικοασφαλιστικές υποχρεώσεις τους. Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης των θεσμικών οργάνων της Ένωσης καθορίσθηκε, συμφώνως προς το άρθρο 14 του πρωτοκόλλου, από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μέσω του κανονισμού για τον ΚΥΚ (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2023, Acerta κ.λπ., C‑415/22, EU:C:2023:881, σκέψεις 32 έως 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Κατόπιν τούτου, αφενός, το άρθρο 14 του πρωτοκόλλου πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει ως συνέπεια να εξαιρείται από την αρμοδιότητα των κρατών μελών η επιβολή της υποχρέωσης υπαγωγής των υπαλλήλων της Ένωσης σε εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και της υποχρέωσης των υπαλλήλων αυτών να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση του εν λόγω συστήματος (πρβλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2023, Acerta κ.λπ., C‑415/22, EU:C:2023:881, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 14 του πρωτοκόλλου και οι διατάξεις του ΚΥΚ περί κοινωνικής ασφάλισης επιτελούν, έναντι των υπαλλήλων της Ένωσης, λειτουργία αντίστοιχη με εκείνη του άρθρου 11 του κανονισμού 883/2004, η οποία συνίσταται στην απαγόρευση επιβολής στους υπαλλήλους της Ένωσης της υποχρέωσης καταβολής εισφορών στα διάφορα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαΐου 2017, de Lobkowicz, C‑690/15, EU:C:2017:355, σκέψη 45).

31      Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης είναι ο μόνος αρμόδιος να καθορίζει κατά την κρίση του την έκταση και τις προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων περί κοινωνικής ασφάλισης όσον αφορά τα αποτελέσματα που παράγουν και τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζονται.

32      Αφετέρου, ο ΚΥΚ, ο οποίος έχει όλα τα χαρακτηριστικά τα οποία απαριθμεί το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος, οπότε η τήρηση των διατάξεών του επιβάλλεται εξίσου στα κράτη μέλη (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2023, Acerta κ.λπ., C‑415/22, EU:C:2023:881, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Στο πλαίσιο αυτό, από το άρθρο 72, παράγραφος 1, και το άρθρο 73 του ΚΥΚ προκύπτει ότι κάθε μόνιμος και έκτακτος υπάλληλος που υπηρετεί σε θεσμικό όργανο της Ένωσης καλύπτεται κατά των κινδύνων ασθενείας από την ημέρα ανάληψης υπηρεσίας.

34      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης είναι υπάλληλος της Ένωσης από την 1η Σεπτεμβρίου 2007 και ότι απασχολείται στην Επιτροπή από τον Αύγουστο του 2010. Επομένως, λόγω της εργασιακής του σχέσης με την Επιτροπή, υπάγεται στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης των θεσμικών οργάνων της Ένωσης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 72, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ακόμη και αν ασκεί δευτερεύουσα επαγγελματική δραστηριότητα εντός κράτους ορισμένου μέλους για την οποία έχει λάβει άδεια από την Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12β, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

35      Συνεπώς, ρύθμιση κράτους μέλους η οποία υπάγει στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του εν λόγω κράτους μέλους υπάλληλο της Ένωσης ο οποίος ασκεί στο συγκεκριμένο κράτος μέλος δευτερεύουσα επαγγελματική δραστηριότητα παραβιάζει την αποκλειστική αρμοδιότητα που απονέμεται στην Ένωση, τόσο από το άρθρο 14 του πρωτοκόλλου όσο και από τις σχετικές διατάξεις του ΚΥΚ, να καθορίζει τους κανόνες που έχουν εφαρμογή στους υπαλλήλους της Ένωσης όσον αφορά τις κοινωνικοασφαλιστικές υποχρεώσεις τους.

36      Συγκεκριμένα, μολονότι τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητά τους να ρυθμίζουν τα συστήματά τους περί κοινωνικής ασφάλισης, οφείλουν εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων του πρωτοκόλλου και του ΚΥΚ που αφορούν τους κανόνες κοινωνικής ασφάλισης που διέπουν τη νομική κατάσταση των υπαλλήλων της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2023, Acerta κ.λπ., C‑415/22, EU:C:2023:881, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Επιπλέον, εθνική ρύθμιση όπως εκείνη για την οποία γίνεται μνεία στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως θα ήταν αντίθετη προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, δυνάμει της οποίας η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας.

38      Συγκεκριμένα, μια τέτοια ρύθμιση θα ενείχε τον κίνδυνο να διασαλευθεί η ίση μεταχείριση μεταξύ των υπαλλήλων της Ένωσης και, ως εκ τούτου, να αποθαρρύνει την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας εντός θεσμικού οργάνου της Ένωσης, δεδομένου ότι ορισμένοι υπάλληλοι θα ήταν υποχρεωμένοι να συμβάλλουν όχι μόνο στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, αλλά και στο εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαΐου 2017, de Lobkowicz, C‑690/15, EU:C:2017:355, σκέψη 47).

39      Τέλος, κρίνεται ότι η προεκτεθείσα ερμηνεία δεν αναιρείται από κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν το Βασίλειο του Βελγίου και η Τσεχική Δημοκρατία με τις γραπτές παρατηρήσεις τους.

40      Όσον αφορά, αφενός, το επιχείρημα ότι οι μη καταβαλλόμενες από την Ένωση αμοιβές δεν συνδέονται με αυτήν και, ως εκ τούτου, υπόκεινται σε φορολόγηση από το κράτος μέλος που είναι αρμόδιο συναφώς, συνεπάγονται δε κατά συνέπεια υποχρέωση καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφάλισης στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι υφίσταται σαφής διάκριση μεταξύ των κοινωνικοασφαλιστικών υποχρεώσεων των υπαλλήλων της Ένωσης και των φορολογικών υποχρεώσεων των υπαλλήλων αυτών, οι οποίοι, δυνάμει του άρθρου 12 του πρωτοκόλλου, απαλλάσσονται μόνον από τους εθνικούς φόρους επί των αποδοχών, μισθών και λοιπών αμοιβών τους που καταβάλλει η Ένωση (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, Pazdziej, C‑349/14, EU:C:2015:338, σκέψη 15). Επομένως, ενώ οι εν λόγω αποδοχές, μισθοί και λοιπές αμοιβές υπόκεινται αποκλειστικώς, όσον αφορά τον ενδεχόμενο φορολογητέο χαρακτήρα τους, στο δίκαιο της Ένωσης, τα λοιπά εισοδήματα των υπαλλήλων εξακολουθούν να υπόκεινται σε φορολόγηση από τα κράτη μέλη. Αντιθέτως, όσον αφορά τις κοινωνικοασφαλιστικές υποχρεώσεις, ο υπάλληλος της Ένωσης υπάγεται αποκλειστικά στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2023, Acerta κ.λπ., C‑415/22, EU:C:2023:881, σκέψη 48).

41      Συγκεκριμένα, η αποκλειστική αρμοδιότητα που έχει απονεμηθεί στον νομοθέτη της Ένωσης για τον καθορισμό του καθεστώτος κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών των υπαλλήλων της Ένωσης καλύπτει και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που επιβάλλει ένα κράτος μέλος σε σχέση με κάθε είδους εισόδημα και, επομένως, σε σχέση με εισόδημα που αποκτάται λόγω δευτερεύουσας δραστηριότητας για την οποία έχει ληφθεί άδεια από τον εργοδότη (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαΐου 2017, de Lobkowicz, C‑690/15, EU:C:2017:355, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Όσον αφορά, αφετέρου, το επιχείρημα ότι τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης όλων των κρατών μελών στηρίζονται στην αλληλεγγύη, δεδομένου ότι οι εισφορές ουδέποτε είναι ανάλογες προς τις παροχές ούτε εξαρτώνται από το αν γίνεται χρήση των παροχών αυτών, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ύπαρξη ή μη ύπαρξη ανταλλάγματος υπό τη μορφή παροχών δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο του ζητήματος αν η οικεία επιβάρυνση εμπίπτει στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (πρβλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2023, Acerta κ.λπ., C‑415/22, EU:C:2023:881, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14 του πρωτοκόλλου, η αρχή της εφαρμογής ενός και μόνον συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, όπως προβλέπεται στον κανονισμό 883/2004, και η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που διακηρύσσεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε νομοθεσία κράτους μέλους η οποία επιβάλλει την υπαγωγή υπαλλήλου της Ένωσης στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του συγκεκριμένου κράτους μέλους λόγω της άσκησης δευτερεύουσας επαγγελματικής δραστηριότητας διδασκαλίας στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

44      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 14 του πρωτοκόλλου (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αρχή της εφαρμογής ενός και μόνον συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, και η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που διακηρύσσεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ

έχουν την έννοια ότι:

αντιτίθενται σε νομοθεσία κράτους μέλους η οποία επιβάλλει την υπαγωγή υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του συγκεκριμένου κράτους μέλους λόγω της άσκησης δευτερεύουσας επαγγελματικής δραστηριότητας διδασκαλίας στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.