Language of document : ECLI:EU:T:2007:218

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 11ης Ιουλίου 2007 (*)

«Υπάλληλοι – Μόνιμοι υπάλληλοι – Διορισμός – Έναρξη ισχύος του νέου Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης – Μεταβατικοί κανόνες κατατάξεως σε βαθμό κατά την πρόσληψη – Άρθρο 12 του παραρτήματος XIII του νέου ΚΥΚ»

Στην υπόθεση T‑58/05,

Isabel Clara Centeno Mediavilla, κάτοικος Σεβίλλης (Ισπανία),

Delphine Fumey, κάτοικος Evere (Bέλγιο),

Eva Gerhards, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο),

Iona M. S. Hamilton, κάτοικος Βρυξελλών,

Raymond Hill, κάτοικος Βρυξελλών,

Jean Huby, κάτοικος Βρυξελλών,

Patrick Klein, κάτοικος Βρυξελλών,

Domenico Lombardi, κάτοικος Βρυξελλών,

Thomas Millar, κάτοικος Λονδίνου (Ηνωμένο Βασίλειο),

Μιλτιάδης Μωραΐτης, κάτοικος Woluwe-Saint-Lambert (Bέλγιο),

Ansa Norman Palmer, κάτοικος Βρυξελλών,

Nicola Robinson, κάτοικος Βρυξελλών,

François-Xavier Rouxel, κάτοικος Βρυξελλών,

Marta Silva Mendes, κάτοικος Βρυξελλών,

Peter van den Hul, κάτοικος Tervuren (Bέλγιο),

Fritz Von Nordheim Nielsen, κάτοικος Hoeilaart (Bέλγιο),

Μιχαήλ Ζουριδάκης, κάτοικος Βρυξελλών,

εκπροσωπούμενοι αρχικώς από τους G. Vandersanden, L. Levi και A. Finchelstein, στη συνέχεια, από τους G. Vandersanden και L. Levi, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους J. Currall και H. Kraemer,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τους M. Arpio Santacruz, M. Sims και I. Sulce, στη συνέχεια, από τους Arpio Santacruz και Ι. Sulce,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο την ακύρωση των αποφάσεων διορισμού των προσφευγόντων ως δοκίμων υπαλλήλων, καθόσον καθορίζουν την κατάταξή τους σε βαθμό κατ’ εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EΚ, Eυρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004 (ΕΕ L 124, σ. 1),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Legal, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka, V. Vadapalas, E. Moavero Milanesi και N. Wahl, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Δεκεμβρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Όπως ίσχυε μέχρι τις 30 Απριλίου 2004, το άρθρο 31 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: πρώην ΚΥΚ) όριζε ότι οι επιλεγέντες από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) υποψήφιοι γενικών διαγωνισμών από τους πίνακες ικανότητας που συνέταξαν οι εξεταστικές επιτροπές κατά την ολοκλήρωση των δοκιμασιών επιλογής διορίζονταν υπάλληλοι της κατηγορίας A, στον εισαγωγικό βαθμό της κατηγορίας ή του κλάδου τους, και υπάλληλοι των άλλων κατηγοριών στον εισαγωγικό βαθμό που αντιστοιχεί στη θέση για την οποία έχουν προσληφθεί. 

2        Δυνάμει του άρθρου του 2, ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004, της 22ας Μαρτίου 2004 του Συμβουλίου, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών (ΕΕ L 124, σ. 1), τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004.

3        Ο κανονισμός αυτός εισάγει νέο σύστημα σταδιοδρομιών στον κοινοτικό δημοσιοϋπαλληλικό κλάδο, υποκαθιστώντας τις προηγούμενες κατηγορίες υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, A, B, C και D με τις νέες ομάδες διοικητικών καθηκόντων (AD) και βοηθών (AST).

4        Κατόπιν της τροποποιήσεως αυτής, το άρθρο 5 του κανονισμού, όπως ισχύει από την 1η Μαΐου 2004 (στο εξής: ΚΥΚ), ορίζει:

«1.      Οι θέσεις που καλύπτονται από τον κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και τη σημασία των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε μία ομάδα καθηκόντων των υπαλλήλων διοικήσεως (στο εξής “AD”) και σε μια ομάδα καθηκόντων των βοηθών υπαλλήλων (στο εξής “AST”).

2.      Η ομάδα καθηκόντων AD περιλαμβάνει δώδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε διοικητικά, συμβουλευτικά, γλωσσικά και επιστημονικά καθήκοντα. Η ομάδα καθηκόντων AST περιλαμβάνει ένδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε εκτελεστικά καθήκοντα, καθώς και σε εργασίες γραφείου και τεχνικής φύσεως.

[…]

4.      Στο παράρτημα Ι, σημείο A, περιλαμβάνεται πίνακας περιγραφής των θέσεων-τύπων. Με αναφορά στον πίνακα αυτόν, κάθε όργανο καθορίζει, κατόπιν γνώμης της επιτροπής του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, τα καθήκοντα και τις συναφείς με κάθε θέση-τύπο αρμοδιότητες.

5.      Οι υπάλληλοι που ανήκουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων υπόκεινται σε ταυτόσημους όρους πρόσληψης και επαγγελματικής σταδιοδρομίας.»

5        Το άρθρο 31 του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«1.      Οι επιλεγέντες υποψήφιοι διορίζονται στον βαθμό της ομάδας καθηκόντων που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού στον οποίο έγιναν δεκτοί.

2.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 29, παράγραφος 2, οι προσλαμβανόμενοι υπάλληλοι μπορούν να προσλαμβάνονται μόνο στους βαθμούς AST 1 έως AST 4 ή AD 5 έως AD 8. Ο βαθμός που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού καθορίζεται από το όργανο σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)      τον στόχο της προσλήψεως υπαλλήλων με τα υψηλότερα προσόντα, όπως ορίζονται στο άρθρο 27?

β)      την ποιότητα της απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας.

Για την κάλυψη ειδικών αναγκών των οργάνων, μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη, κατά την πρόσληψη υπαλλήλων, οι συνθήκες της αγοράς εργασίας που επικρατούν στην Κοινότητα.

[…]»

6        Όπως ισχύει από την 1η Μαΐου 2004, ο ΚΥΚ περιέχει ένα νέο παράρτημα, το παράρτημα XIII, που φέρει τον τίτλο «Μεταβατικά μέτρα που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους των Κοινοτήτων», του οποίου οι ασκούσες επιρροή διατάξεις ορίζουν τα εξής:

«Άρθρο 1

1.      Κατά τη διάρκεια της περιόδου από την 1η Μαΐου 2004 έως τις 30 Απριλίου 2006, το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

“1.      Οι θέσεις που αναφέρονται στον κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και το επίπεδο των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε τέσσερις κατηγορίες που ορίζονται κατά φθίνουσα ιεραρχική τάξη με τα γράμματα A, B, C και D.

2.      Η κατηγορία A περιλαμβάνει δώδεκα βαθμούς, η κατηγορία B εννέα βαθμούς, η κατηγορία C επτά βαθμούς και η κατηγορία D πέντε βαθμούς.”

2.      Κάθε αναφορά στην ημερομηνία πρόσληψης νοείται ως αναφορά στην ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας.

Άρθρο 2

1.      Την 1η Μαΐου 2004 και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 8 του παρόντος παραρτήματος, οι βαθμοί των υπαλλήλων που βρίσκονται σε μια από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, λαμβάνουν νέα ονομασία ως εξής:

Προηγούμενος βαθμός

Νέος βαθμός (ενδιάμεσος)

Προηγούμενος βαθμός

Νέος βαθμός (ενδιάμεσος)

Προηγούμενος βαθμός

Νέος βαθμός (ενδιάμεσος)

Προηγούμενος βαθμός

Νέος βαθμός (ενδιάμεσος)

A1

A*16

      

A2

A*15

      

A3/LA3

A*14

      

A4/LA4

A*12

      

A5/LA5

A*11

      

A6/LA6

A*10

B1

B*10

    
        

A7/LA7

A*8

B2

B*8

    

A8/LA8

A*7

B3

B*7

C1

C*6

  
  

B4

B*6

C2

C*5

  
  

B5

B*5

C3

C*4

D1

D*4

    

C4

C*3

D2

D*3

    

C5

C*2

D3

D*2

      

D4

D*1

[…]»

7        Το άρθρο 4 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και για την περίοδο που ορίζεται στην εισαγωγική πρόταση του άρθρου 1 του παρόντος παραρτήματος:

α)      οι όροι “ομάδα καθηκόντων” αντικαθίστανται από τον όρο “κατηγορία”

i)      στα ακόλουθα άρθρα του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης:

–        στο άρθρο 5, παράγραφος 5,

[…]

–        στο άρθρο 31, παράγραφος 1,

[…]

β)      οι όροι “ομάδα καθηκόντων ΑD” αντικαθίστανται από τους όρους “κατηγορία Α”

i)      στα ακόλουθα άρθρα του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης:

–        στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄,

[…]

ε)      στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, οι όροι “την ομάδα καθηκόντων AST” αντικαθίστανται από τους όρους “τις κατηγορίες B και C”·

[…]

ιδ)      στο άρθρο 5, παράγραφος 4, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, οι όροι “παράρτημα I, σημείο A” αντικαθίστανται από τους όρους “παράρτημα XIII.1”·

[…]»

8        Το άρθρο 12 του παραρτήματος XIII του KYK ορίζει τα εξής:

«1.      Κατά το διάστημα από την 1η Μαΐου 2004 έως την 30ή Απριλίου 2006, η αναφορά στους βαθμούς των ομάδων καθηκόντων AST και AD, στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 31 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, γίνεται ως εξής:

–        AST 1 έως AST 4: C 1 έως C 2 και B 3 έως B 4

–        AD 5 έως AD 8: A 5 έως A 8

–        AD 9, AD 10, AD 11, AD 12: A 9, A 10, A 11, A 12.

2.      Το άρθρο 5, παράγραφος 3, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης δεν εφαρμόζεται στους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται από πίνακες ικανότητας που συντάσσονται κατόπιν διαγωνισμών που έχουν δημοσιευθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004.

3.      Οι υπάλληλοι που έχουν εγγραφεί σε πίνακα ικανότητας πριν από την 1η Μαΐου 2006 και προσλαμβάνονται μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 30ής Απριλίου 2006, κατατάσσονται:

–        Εάν ο πίνακας έχει συνταχθεί για την κατηγορία A*, B* ή C*, στον βαθμό του διαγωνισμού που δημοσιεύθηκε,

–        Εάν ο πίνακας έχει συνταχθεί για την κατηγορία A, LA, B ή C, στον βαθμό που προβλέπει ο κατωτέρω πίνακας:

Βαθμός του διαγωνισμού

Βαθμός προσλήψεως

A8/LA8

A*5

A7/LA7 και A6/LA6

A*6

A5/LA5 και A4/LA4

A*9

A3/LA3

A*12

A2

A*14

A1

A*15

B5 και B4

B*3

B3 και B2

B*4

C5 και C4

C*1

C3 και C2

C*2»

 Το ιστορικό της διαφοράς

9        Η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 11ης Απριλίου 2001 και της 18ης Ιουνίου 2002, πλείονες προκηρύξεις γενικών διαγωνισμών προκειμένου να καταρτίσει πίνακες για μελλοντική πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων σταδιοδρομίας A7/A6 (COM/A/6/01, COM/A/9/01, COM/A/10/01, COM/A/1/02, COM/A/3/02 και CC/A/12/02), επικουρικών υπαλλήλων σταδιοδρομίας A8 (διαγωνισμός COM/A/2/02) και βοηθών διοικήσεως σταδιοδρομίας B5/B4 (διαγωνισμός COM B/1/02).

10      Οι 17 προσφεύγοντες είχαν εγγραφεί πριν από την 1η Μαΐου 2004 στους διαφόρους πίνακες ικανότητας που καταρτίσθηκαν μετά το πέρας των δοκιμασιών επιλογής.

11      Στο τμήμα που φέρει τον τίτλο «Όροι προσλήψεως», οι προκηρύξεις των διαγωνισμών διευκρίνιζαν ότι η εγγραφή των επιτυχόντων στους πίνακες για μελλοντική πρόσληψη τους παρείχε προσδοκία προσλήψεως ανάλογα με τις ανάγκες των υπηρεσιών.

12      Στο σημείο Δ («Γενικές πληροφορίες»), in fine, στις προκηρύξεις των διαγωνισμών COM/A/l/02 και COM/A/2/02 περιλαμβανόταν η ακόλουθη μνεία:

«Η Επιτροπή διαβίβασε επισήμως στο Συμβούλιο πρόταση τροποποιήσεως του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης. Η πρόταση αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, νέο σύστημα σταδιοδρομιών. Στους επιτυχόντες υποψηφίους του διαγωνισμού αυτού θα μπορούσε, επομένως, να προταθεί πρόσληψη βάσει νέων διατάξεων του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, αφού αυτές υιοθετηθούν από το Συμβούλιο.»

13      Η προκήρυξη του διαγωνισμού COM/A/3/02 περιελάμβανε σχεδόν ταυτόσημη μνεία, η οποία αναφερόταν στις «διατάξεις του νέου Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης».

14      Οι πίνακες ικανότητας που καταρτίσθηκαν κατόπιν των διαγωνισμών COM/A/6/01, COM/A/9/01 και COM/A/10/01 (στο εξής: διαγωνισμοί του 2001) δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 19 Νοεμβρίου 2002 (διαγωνισμός COM/A/6/01), στις 8 Μαρτίου (διαγωνισμός COM/A/10/01) και στις 2 Ιουλίου 2003 (διαγωνισμός COM/A/9/01), αντιστοίχως.

15      Οι επιστολές με τις οποίες οι επιτυχόντες υποψήφιοι των διαγωνισμών του 2001 ενημερώθηκαν για την εγγραφή τους στον πίνακα ικανότητας ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι η ισχύς του πίνακα αυτού θα έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 2003.

16      Τον Δεκέμβριο του 2003, η γενική διεύθυνση «Προσωπικού και Διοίκησης» της Επιτροπής απηύθυνε έγγραφο σε έκαστο των επιτυχόντων υποψηφίων των διαγωνισμών του 2001, με το οποίο τους ενημέρωνε ότι η ισχύς των διαφόρων πινάκων ικανότητας παρατεινόταν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2004.

17      Οι πίνακες ικανότητας που καταρτίσθηκαν κατόπιν των διαγωνισμών COM/A/l/02, COM/A/2/02, COM/A/3/02, COM/B/1/02 και CC/A/12/02 (στο εξής: διαγωνισμοί του 2002) δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 19 Δεκεμβρίου 2003 (διαγωνισμός CC/A/12/02), στις 23 Μαρτίου (διαγωνισμοί COM/A/1/02 και COM/A/2/02) και στις 18 Μαΐου 2004 (διαγωνισμοί COM/A/3/02 και COM/B/1/02), αντιστοίχως.

18      Οι προσφεύγοντες διορίστηκαν δόκιμοι υπάλληλοι με αποφάσεις που εκδόθηκαν μετά την 1η Μαΐου 2004 (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις) και ετίθεντο σε ισχύ μεταξύ της ημερομηνίας αυτής και της 1ης Δεκεμβρίου 2004.

19      Με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι προσφεύγοντες κατατάχθηκαν σε βαθμό κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, δηλαδή στον βαθμό B*3 (διαγωνισμός COM/B/1/02) στον βαθμό A*5 (διαγωνισμός COM/A/2/02) ή στον βαθμό A*6 (όλοι οι λοιποί διαγωνισμοί).

20      Έκαστος των προσφευγόντων άσκησε, μεταξύ της 6ης Αυγούστου 2004 και της 21ης Οκτωβρίου 2004, διοικητική ένσταση, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της αποφάσεως περί διορισμού του ως δοκίμου υπαλλήλου, καθόσον όριζε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, την κατάταξή του σε βαθμό χαμηλότερο εκείνων για τους οποίους εγίνετο μνεία στις διάφορες προκηρύξεις διαγωνισμών.

21      Με αποφάσεις που ελήφθησαν μεταξύ της 21ης Οκτωβρίου 2004 και της 22ας Δεκεμβρίου 2004, η ΑΔΑ απέρριψε τις ενστάσεις που άσκησαν οι προσφεύγοντες.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

22      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Φεβρουαρίου 2005, οι προσφεύγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

23      Με διάταξη του Προέδρου του τετάρτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουνίου 2005, έγινε δεκτή η παρέμβαση του Συμβουλίου υπέρ της Επιτροπής.

24      Με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2006, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον του τετάρτου πενταμελούς τμήματος.

25      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις καθόσον με αυτές κατατάσσονται σε βαθμό κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ·

–        να ανασυστήσει τη σταδιοδρομία τους (λαμβανομένων υπόψη της πείρας τους στον κατ’ αυτόν τον τρόπο διορθωμένο βαθμό, των δικαιωμάτων τους για προαγωγή και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους), και τούτο με βάση τον βαθμό στον οποίο θα έπρεπε να διοριστούν βάσει της προκηρύξεως του διαγωνισμού μετά το πέρας του οποίου περιελήφθησαν στον πίνακα ικανότητας, είτε στον βαθμό του οποίου γινόταν μνεία σ’ αυτή την προκήρυξη διαγωνισμού, είτε στον βαθμό που αναλογεί στον αντίστοιχό του σύμφωνα με την κατάταξη που προβλέπουν οι νέοι κανόνες του ΚΥΚ (και στο κατάλληλο κλιμάκιο σύμφωνα με τους κανόνες που είχαν εφαρμογή πριν από την 1η Μαΐου 2004), με χρόνο αφετηρίας την απόφαση περί διορισμού·

–        να τους επιδικάσει τόκους υπερημερίας, υπολογιζομένους βάσει του επιτοκίου που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επί του συνόλου των ποσών που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ του μισθού που αντιστοιχεί στην κατάταξη που μνημονεύεται στην απόφαση περί διορισμού και στην κατάταξη την οποία αυτοί θα εδικαιούντο, μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της ορθής αποφάσεως περί κατατάξεως σε βαθμό·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

26      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Συμβούλιο, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να κρίνει κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.

 Σκεπτικό

27      Προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων τους, οι προσφεύγοντες επικαλούνται, κατ’ αρχάς, τον παράνομο χαρακτήρα του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, βάσει του οποίου η Επιτροπή καθόρισε την κατάταξή τους σε βαθμό με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις.

28      Στη συνέχεια, οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις παραβιάζουν τις αρχές της χρηστής διοικήσεως, της αρωγής, της διαφάνειας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της καλής πίστεως, της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, καθώς και τον κανόνα της ισοδυναμίας της θέσεως απασχολήσεως και του βαθμού.

 Επί του παρανόμου χαρακτήρα του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ

29      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ είναι αντίθετο προς το άρθρο 10 του προηγούμενου ΚΥΚ, προσβάλλει τα κεκτημένα δικαιώματά τους, παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος, καθώς και τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, προσβάλλει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους και αντιβαίνει τόσο προς το άρθρο 31 του ΚΥΚ όσο και προς τα άρθρα του 5 και 7.

 Επί της παραβάσεως του άρθρου 10 του προηγούμενου ΚΥΚ

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

30      Οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να προβεί σε διαβούλευση με την επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης σχετικά με τροποποίηση της προτάσεως κανονισμού περί τροποποιήσεως του προηγούμενου ΚΥΚ που αφορούσε τον διορισμό των επιτυχόντων υποψηφίων των διαγωνισμών των οποίων η προκήρυξη ανέφερε ως βαθμούς προσλήψεως τους βαθμούς A7 ή A6, όχι στον βαθμό A*7, όπως προβλεπόταν στο κείμενο που είχε αρχικώς υποβληθεί στην επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, αλλά στον κατώτερο βαθμό A*6.

31      Η τροποποίηση αυτή, που περιελήφθη στη διάταξη του άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, δεν είναι, αντιθέτως προς τον ισχυρισμό της Επιτροπής, περιθωριακή, επουσιώδης ή ακόμη δευτερεύουσα και μη διαρθρωτική, διότι συνεπάγεται αισθητή μείωση των οικονομικών δικαιωμάτων και των προοπτικών υπηρεσιακής εξελίξεως των προσφευγόντων.

32      Παραλείποντας να προβεί σε διαβουλεύσεις με την επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης επί της εν λόγω ουσιώδους τροποποιήσεως του ΚΥΚ, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 10, δεύτερο εδάφιο, του προηγουμένου ΚΥΚ.

33      Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι νέα διαβούλευση με την επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης απαιτείται μόνον όταν η πρόταση επί της οποίας διατύπωσε γνώμη το όργανο αυτό τροποποιήθηκε σε σημείο που να επηρεάζεται η ουσία της.

34      Εν τούτοις, η τροποποίηση που συνίσταται στην υποκατάσταση του βαθμού προσλήψεως A*7 με τον βαθμό A*6 δεν έχει ουσιώδη χαρακτήρα, διότι η έκτασή της είναι πολύ περιορισμένη και θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η νέα διάρθρωση των σταδιοδρομιών στηρίζεται σε ταχύτερο ρυθμό προαγωγών από την προηγούμενη.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

35      Σύμφωνα με το άρθρο 10, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του πρώην ΚΥΚ, η Επιτροπή διαβουλεύεται με την επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης για κάθε πρόταση αναθεωρήσεως του κανονισμού. Η διάταξη αυτή επιβάλλει στην Επιτροπή υποχρέωση διαβουλεύσεως η οποία αφορά, πέραν των τυπικών προτάσεων, και τις ουσιώδεις τροποποιήσεις που επιφέρει στις ήδη εξετασθείσες προτάσεις, εκτός εάν, στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι τροποποιήσεις αντιστοιχούν κατά τα ουσιώδη στις τροποποιήσεις που πρότεινε η επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης.

36      Η ερμηνεία αυτή υπαγορεύεται τόσον από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως όσο και από τον ρόλο ο οποίος έχει ανατεθεί στην επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης. Πράγματι, αφενός, προβλέποντας την άνευ επιφυλάξεων και εξαιρέσεων διαβούλευση με την επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης για κάθε πρόταση αναθεωρήσεως του κανονισμού, η διάταξη αυτή προσδίδει ευρύ περιεχόμενο στην υποχρέωση που επιβάλλει. Επομένως, οι όροι της είναι προφανώς ασυμβίβαστοι προς κάθε συσταλτική ερμηνεία του περιεχομένου της. Αφετέρου, η επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, ως όργανο ίσης εκπροσωπήσεως που συνδέει τους εκπροσώπους των διοικήσεων και του προσωπικού –οι οποίοι είναι δημοκρατικά εκλεγμένοι– όλων των κοινοτικών οργάνων, καλείται να λάβει υπόψη και να εκφράσει τα συμφέροντα της κοινοτικής δημόσιας διοικήσεως στο σύνολό της (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, T‑164/97, Busacca κ.λπ. κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑565 και II‑1699, σκέψεις 91 έως 95).

37      Επομένως, όταν οι τροποποιήσεις προτάσεως αναθεωρήσεως του ΚΥΚ πραγματοποιούνται κατά τις διαπραγματεύσεις επί του κειμένου που έχει υποβληθεί στο Συμβούλιο, υφίσταται υποχρέωση νέας διαβουλεύσεως με την επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης πριν από την υιοθέτηση των οικείων κανονιστικών διατάξεων εκ μέρους του Συμβουλίου, εφόσον οι τροποποιήσεις αυτές επηρεάζουν ουσιωδώς την οικονομία της προτάσεως. Τροποποιήσεις συγκεκριμένων σημείων και περιορισμένου αποτελέσματος δεν συνεπάγονται τέτοια υποχρέωση, η οποία θα είχε, σε περίπτωση αντίθετης ερμηνείας, ως αποτέλεσμα τον υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος τροποποιήσεως στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοπαραγωγικής διαδικασίας.

38      Ο χαρακτήρας, είτε ουσιώδης είτε συγκεκριμένος και περιορισμένος, των επίμαχων τροποποιήσεων πρέπει, επομένως, να εκτιμάται υπό το πρίσμα του αντικειμένου τους και της θέσεως των τροποποιουμένων διατάξεων στην οικονομία του προτεινομένου νομοθετήματος και όχι υπό το πρίσμα των κατ’ ιδίαν συνεπειών που μπορούν να έχουν στην κατάσταση των προσώπων τα οποία ενδεχομένως αφορά η εφαρμογή τους.

39      Eν προκειμένω, η αναδιοργάνωση των βαθμών κατατάξεως και της κλίμακας των αμοιβών των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που απορρέει από την αναθεώρηση των σταδιοδρομιών που εισήγαγε ο κοινοτικός νομοθέτης είχε ως άμεση συνέπεια την πρόσληψη των νέων υπαλλήλων, σε κατώτερους βαθμούς, σε συνδυασμό με την μακροπρόθεσμη εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους.

40      Επομένως, η αρχικώς προβλεπόμενη υποκατάσταση του βαθμού A7 με τον βαθμό A*6 συνιστά συμπληρωματικό στοιχείο της αναθεωρήσεως που εντάσσεται στη συνολική οικονομία και στη γενική προοπτική της εξελικτικής αναδιαρθρώσεως των σταδιοδρομιών.

41      Η υποκατάσταση αυτή συνίσταται σε συγκεκριμένη διαρρύθμιση των μεταβατικών διατάξεων προς τη νέα διάρθρωση των σταδιοδρομιών, των οποίων δεν θίγεται ούτε η γενική οικονομία ούτε η ίδια η ουσία με την εν λόγω διαρρύθμιση, ώστε να δικαιολογείται νέα διαβούλευση με την επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1994, C‑280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I‑4973, σκέψη 41).

42      Επομένως, δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή, παραλείπουσα να προβεί σε νέα διαβούλευση με την επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης ως προς μία απλή προσθήκη απορρέουσα από την όλη οικονομία της προτάσεως τροποποιήσεως του κανονισμού, όπως είχε προηγουμένως υποβληθεί στην επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, παρέβη το άρθρο 10, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του προηγουμένου ΚΥΚ, έστω και αν η υποκατάσταση του βαθμού A*7 με τον βαθμό A*6 που έγινε μετά τη διαβούλευση με την επιτροπή Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης έχει, στο άμεσο μέλλον, όχι αμελητέες οικονομικές συνέπειες για το επίπεδο της αρχικής κατατάξεως των οικείων υπαλλήλων και για την αμοιβή που τους καταβάλλεται στην αρχή της σταδιοδρομίας τους.

43      Συνεπώς, αυτός ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί της προσβολής των κεκτημένων δικαιωμάτων των προσφευγόντων, καθώς και της παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

44      Οι προσφεύγοντες φρονούν ότι το δικαίωμά τους να καταταγούν στον βαθμό που προβλέπουν οι προκηρύξεις των επίμαχων διαγωνισμών, οι οποίες δεσμεύουν την ΑΔΑ και της δημιουργούν υποχρεώσεις απέναντί τους, απορρέει από την εγγραφή τους σε πίνακα ικανότητας. Καθορίζοντας την κατάταξή τους σε διαφορετικό βαθμό προσλήψεως, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ προσβάλλει, κατά συνέπεια, τα κεκτημένα δικαιώματά τους.

45      Η διάταξη αυτή είναι αντίθετη και προς την αρχή της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος, καθόσον τροποποιεί, με την εισαγωγή νέων κριτηρίων κατατάξεως, την κατάσταση στην οποία ευλόγως προσδοκούσαν ότι θα περιέλθουν οι προσφεύγοντες βάσει των όρων των προκηρύξεων των διαγωνισμών.

46      Τέλος, η επικρινόμενη διάταξη δεν λαμβάνει υπόψη την αρχή της ασφάλειας δικαίου, βάσει της οποίας οι διοικούμενοι ευλόγως μπορούν να εμπιστεύονται τους όρους των προκηρύξεων διαγωνισμών. Πάντως, οι όροι αυτοί παραμένουν σε ισχύ, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι δεν ενημερώθηκαν εγκαίρως κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ακριβή για νέες διατάξεις βάσει των οποίων γίνεται η κατάταξη τους σε βαθμό κατά την πρόσληψή τους.

47      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Συμβούλιο, φρονεί ότι η βαλλόμενη διάταξη δεν είναι αντίθετη προς τις αρχές που επικαλούνται οι προσφεύγοντες. Ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η εγγραφή σε πίνακα ικανότητας παρέχει απλή προσδοκία, η οποία αποκλείει κάθε δικαίωμα, διορισμού ως δοκίμου υπαλλήλου και, κατά μείζονα λόγο, δεν παρέχει δικαίωμα κατατάξεως σε συγκεκριμένο βαθμό, σε περίπτωση διορισμού. Επομένως, δεν μπορεί να τεθεί θέμα προσβολής κεκτημένου δικαιώματος, δεδομένου ότι το χρονικώς προηγούμενο της δημιουργίας μιας νομικής καταστάσεως σε σχέση με νομοθετική τροποποίηση είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση της συστάσεως κεκτημένου δικαιώματος.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

48      Είναι σαφές ότι ο κανονισμός 723/2004 με τον οποίο προσετέθη το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ στο κείμενο του ΚΥΚ τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004, δηλαδή σε ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας δημοσιεύσεώς του, στις 27 Απριλίου 2004.

49      Εφόσον η ημερομηνία θέσεώς του σε ισχύ δεν είναι προγενέστερη της ημερομηνίας της δημοσιεύσεώς του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κανονισμός 723/2004 έχει αναδρομική ισχύ (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 1996, Τ-177/95, Barreaux κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ., σ. I‑A-541 και II‑1451, σκέψεις 45 και 46).

50      Κατά συνέπεια, εφόσον ορίζει νέα κριτήρια βαθμολογικής κατατάξεως τα οποία έχουν εφαρμογή κατά την κατάταξη των επιτυχόντων υποψηφίων διαγωνισμών που ήσαν εγγεγραμμένοι σε πίνακες ικανότητας πριν από την 1η Μαΐου 2004, αλλά διορίστηκαν υπάλληλοι μετά την ημερομηνία αυτή, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ δεν είναι αντίθετο προς την αρχή της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος.

51      Κατά πάγια νομολογία, αποτελεί, πράγματι, γενική αρχή ότι, σε περίπτωση τροποποιήσεως διατάξεων γενικής εφαρμογής και, ειδικότερα, διατάξεων του ΚΥΚ, ο νέος κανόνας εφαρμόζεται άμεσα στα μελλοντικά αποτελέσματα νομικών καταστάσεων οι οποίες δημιουργήθηκαν χωρίς ωστόσο να έχουν συσταθεί πλήρως, υπό το καθεστώς του προηγουμένου κανόνα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 1970, 68/69, Brock, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 293, σκέψη 7, της 5ης Δεκεμβρίου 1973, 143/73, SOPAD, Συλλογή τόμος 1973, σ. 809, σκέψη 8, και της 10ης Ιουλίου 1986, 270/84, Licata κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1986, σ. 2305, σκέψη 31).

52      Εν προκειμένω, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ δεν προσέβαλε δικαίωμα των προσφευγόντων να εφαρμοστούν επ’ αυτών τα κριτήρια κατατάξεως του προηγούμενου ΚΥΚ. Πράγματι, η εγγραφή επιτυχόντων υποψηφίων γενικών διαγωνισμών στους πίνακες ικανότητας που συντάσσονται κατά τη λήξη των διαδικασιών επιλογής συνεπάγεται, υπέρ των ενδιαφερομένων, απλή προσδοκία να διοριστούν δόκιμοι υπάλληλοι, όπως αναφερόταν άλλωστε, στις προκηρύξεις των επίμαχων γενικών διαγωνισμών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Μαΐου 2000, Τ-173/99, Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑101 και II‑433, σκέψη 21).

53      Η προσδοκία αυτή αποκλείει κατ’ ανάγκη κάθε κεκτημένο δικαίωμα, δεδομένου ότι η βαθμολογική κατάταξη επιτυχόντος υποψηφίου εγγεγραμμένου στον πίνακα ικανότητας γενικού διαγωνισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί κεκτημένη, καθόσον δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο νομότυπης αποφάσεως διορισμού.

54      Όπως προκύπτει από το άρθρο 3 του ΚΥΚ, ο διορισμός υπαλλήλου συνιστά αναγκαίως μονομερή πράξη της ΑΔΑ, η οποία καθορίζει την ημερομηνία από την οποία αρχίζει να ισχύει αυτός ο διορισμός, καθώς και τη θέση στην οποία τοποθετείται ο υπάλληλος (απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Απριλίου 1992, T‑40/91, Ventura κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑1697, σκέψη 41).

55      Επομένως, μόνον εφόσον εκδόθηκε γι’ αυτόν μια τέτοια απόφαση, ο επιτυχών υποψήφιος γενικού διαγωνισμού μπορεί να διεκδικήσει την ιδιότητα του υπαλλήλου και, κατά συνέπεια, να απαιτήσει την εφαρμογή προς όφελός του των διατάξεων του ΚΥΚ (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουλίου 1999, Τ-74/98, Mammarella κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑151 και II‑797, σκέψη 27).

56      Πάντως, κατά την ημερομηνία της θέσεως σε ισχύ, την 1η Μαΐου 2004, του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, οι προσφεύγοντες δεν είχαν ακόμη υπαχθεί, ως αποτέλεσμα πράξεως της ΑΔΑ, στις ευεργετικές διατάξεις του ΚΥΚ.

57      Επομένως, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν βασίμως να ισχυρισθούν ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ προσέβαλε δικαίωμά τους για κατάταξη στους βαθμούς των προηγουμένων σταδιοδρομιών περί των οποίων εγίνετο μνεία στις προκηρύξεις των επίμαχων διαγωνισμών, δικαίωμα κτηθέν προ της 1ης Μαΐου 2004, λόγω της εγγραφής τους στους πίνακες ικανότητας που καταρτίσθηκαν μετά το πέρας των διαδικασιών επιλογής.

58      Πράγματι, οι υπάλληλοι δεν μπορούν, να επικαλούνται κεκτημένο δικαίωμα παρά μόνον εάν το γενεσιουργό του δικαιώματος αυτού γεγονός επήλθε υπό το κράτος συγκεκριμένου ΚΥΚ που προηγείται της τροποποιήσεως των διατάξεων του κανονισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 1975, 28/74, Gillet κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 149, σκέψη 5).

59      Επομένως, εν προκειμένω, δεν εθίγη κανένα κεκτημένο δικαίωμα των προσφευγόντων για κατάταξη σε συγκεκριμένο βαθμό.

60      Τέλος, η αρχή της ασφάλειας δικαίου που επικαλούνται οι ενδιαφερόμενοι έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση μόνον εάν μια κοινοτική κανονιστική πράξη καθορίζει την έναρξη της ισχύος της σε ημερομηνία προγενέστερη της ημερομηνίας δημοσιεύσεώς της (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιανουαρίου 1990, C‑337/88, SAFA, Συλλογή 1990, σ. I‑1, σκέψη 13), και οι κοινοτικοί κανόνες αφορούν καταστάσεις που δημιουργήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Φεβρουαρίου 1982, 21/81, Bout, Συλλογή 1982, σ. 381, σκέψη 13), περιπτώσεις οι οποίες δεν έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, όπως μόλις διαπιστώθηκε.

61      Επομένως, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

62      Κατά συνέπεια, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός των προσφευγόντων ότι η προσβαλλόμενη με ένσταση ελλείψεως νομιμότητας διάταξη προσβάλλει τα κεκτημένα δικαιώματά τους ή τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος.

63      Επομένως, η αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 Επί της παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

64      Χωρίς να αμφισβητούν το δικαίωμα του νομοθέτη να τροποποιεί τις διατάξεις του ΚΥΚ, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ αντιμετωπίζει κατά διαφορετικό τρόπο όμοια κατηγορία προσώπων, η οποία αποτελείται από επιτυχόντες υποψηφίους του ιδίου διαγωνισμού, σε σχέση με την κατάταξή τους σε βαθμό και, κατά συνέπεια, με τις μηνιαίες αποδοχές τους, ανάλογα με το αν προσελήφθησαν πριν από την 1η Μαΐου 2004 ή μετά την ημερομηνία αυτή.

65      Η ημερομηνία αυτή δεν μπορεί να αποτελεί, για τη βαθμολογική κατάταξη κατά την πρόσληψη, αντικειμενικό κριτήριο διαφοροποιήσεως, διότι η ημερομηνία διορισμού υπαλλήλου θα εξηρτάτο από στοιχεία τα οποία δεν είναι αντικειμενικά και τα οποία δεν μπορούν να ελέγξουν οι προσφεύγοντες.

66      Το μόνο αντικειμενικό κριτήριο που πρέπει να ληφθεί υπόψη συναφώς είναι η ημερομηνία, προγενέστερη της 1ης Μαΐου 2004, του εγγράφου με το οποίο ενημερώθηκαν όλοι οι επιτυχόντες υποψήφιοι των διαγωνισμών για την εγγραφή τους στον πίνακα ικανότητας. Ακόμη και αν δεν είχαν κανένα δικαίωμα διορισμού, θα είχαν έκτοτε, σε περίπτωση διορισμού, το δικαίωμα να καταταγούν στον βαθμό για τον οποίο γίνεται μνεία στην προκήρυξη της κενής θέσεως και στην προκήρυξη του διαγωνισμού, και σύμφωνα με το άρθρο 31 του προηγούμενου ΚΥΚ.

67      Με την απόφασή του της 9ης Ιουλίου 1997, Τ-92/96, Monaco κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑195 και II‑573), το Πρωτοδικείο έκρινε, αφενός, ότι δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία προσλήψεως υποψηφίου για τον καθορισμό των διατάξεων που έχουν εφαρμογή στην περίπτωσή του και, αφετέρου, ότι η τήρηση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ίσης μεταχειρίσεως απαιτεί όλοι οι επιτυχόντες υποψήφιοι διαγωνισμού να αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο, ανεξαρτήτως της ενδεχόμενης εφαρμογής νέων κανόνων πριν από τον διορισμό ορισμένων εξ αυτών.

68      Ένα άλλο στοιχείο δυσμενούς διακρίσεως έγκειται στο ότι η κατάταξη σε κατώτερο βαθμό θα είχε ως συνέπεια την τοποθέτηση όλων των προσφευγόντων σε θέσεις «senior» με βαθμούς «junior». Στο μέτρο που είχαν ήδη αποκτήσει αξιόλογη επαγγελματική πείρα και διέθεταν σημαντικούς τίτλους και διπλώματα, θα είχαν υποστεί, κατά παράβαση του άρθρου 1δ΄ του ΚΥΚ, δυσμενή διάκριση λόγω της ηλικίας τους, εφόσον δεν θα είχαν τις ίδιες προοπτικές επαγγελματικής εξελίξεως με άλλους υπαλλήλους μικρότερης ηλικίας που απολαύουν της ίδιας βαθμολογικής κατατάξεως.

69      Επιπλέον, επειδή οι προσφεύγοντες είχαν, πριν από τον διορισμό τους ως δοκίμων υπαλλήλων, την ιδιότητα εκτάκτου ή επικουρικού υπαλλήλου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, θα τοποθετούνταν, υπό το κράτος των νέων κανόνων του ΚΥΚ, στην ίδια θέση με τα ίδια καθήκοντα, δηλαδή αυξημένα καθήκοντα, ενώ, άλλωστε, κατετάγησαν σε κατώτερο βαθμό.

70      Η Επιτροπή φρονεί, αντιθέτως, ότι οι επιτυχόντες υποψήφιοι των επίδικων διαγωνισμών που διορίστηκαν πριν από την 1η Μαΐου 2004 και μετά την ημερομηνία αυτή, αντιστοίχως, δεν βρίσκονται σε παρεμφερείς καταστάσεις.

71      Όπως προκύπτει εμμέσως από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 3 και του άρθρου 4, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, η κρίσιμη ημερομηνία για να εκτιμηθεί η νομιμότητα της πράξεως διορισμού είναι αυτή κατά την οποία αποκτά ουσιαστική ισχύ. Όμως, τόσον οι ημερομηνίες εκδόσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων όσο και οι ημερομηνίες κατά τις οποίες αυτές αποκτούν ουσιαστική ισχύ είναι μεταγενέστερες της 1ης Μαΐου 2004.

72      Επειδή η νομιμότητα κοινοτικής πράξεως πρέπει να εκτιμάται ανάλογα με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά την ημερομηνία της εκδόσεώς της, οι επιτυχόντες υποψήφιοι των επίδικων διαγωνισμών που διορίστηκαν πριν από την 1η Μαΐου 2004 είχαν προσδοκία να διοριστούν υπάλληλοι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 32 του προηγουμένου ΚΥΚ, ενώ, κατόπιν της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 723/2004, οι επιτυχόντες υποψήφιοι των επίδικων διαγωνισμών που διορίστηκαν μετά την ημερομηνία αυτή είχαν προσδοκία να διοριστούν υπάλληλοι κατ’ εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

73      Αντιθέτως προς την προπαρατεθείσα υπόθεση Monaco κατά Κοινοβουλίου, η υπό κρίση διαφορά δεν αφορά ούτε τη διοικητική πρακτική θεσμικού οργάνου σχετικά με την κατάταξη σε βαθμό των υπαλλήλων που προσλαμβάνει ούτε εσωτερική οδηγία που καθιερώνει τέτοια διοικητική πρακτική, αλλά διάταξη θεσπισθείσα από τον κοινοτικό νομοθέτη, αποκλειομένου, επομένως του κινδύνου αυθαιρεσίας ο οποίος υφίσταται όταν θεσμικό όργανο τροποποιεί με δική του πρωτοβουλία εσωτερική οδηγία περί βαθμολογικής κατατάξεως κατά την πρόσληψη.

74      Ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί ανά πάσα στιγμή να θεσπίσει, για το μέλλον, τις τροποποιήσεις των διατάξεων του ΚΥΚ τις οποίες θεωρεί σύμφωνες προς το συμφέρον της υπηρεσίας, ακόμη και αν τέτοιες τροποποιήσεις δημιουργούν για τους υπαλλήλους κατάσταση δυσμενέστερη από αυτή που προκύπτει από τις προηγούμενες διατάξεις.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

75      Κατά πάγια νομολογία, η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιτάσσει παρεμφερείς καταστάσεις να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο, εκτός εάν η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Φεβρουαρίου 1994, Τ-109/92, Lacruz Bassols κατά ΔΕΚ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A-31 και II‑105, σκέψη 87).

76      Για να κριθεί αν οι προσφεύγοντες μπορούν να προβάλουν λυσιτελώς την αρχή αυτή, πρέπει, επομένως, να καθοριστεί αν όλοι οι επιτυχόντες υποψήφιοι των επίμαχων διαγωνισμών που είναι εγγεγραμμένοι στους πίνακες ικανότητας οι οποίοι συντάσσονται κατά την ολοκλήρωση των διαδικασιών επιλογής πρέπει να θεωρούνται ότι εμπίπτουν σε μία και μόνη κατηγορία προσώπων, είτε διορίστηκαν πριν από την 1η Μαΐου 2004 είτε μετά την ημερομηνία αυτή.

77      Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω αναλύσεις, η κατάταξη σε βαθμό των προσφευγόντων δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί νομίμως παρά μόνο κατ’ εφαρμογή των νέων κριτηρίων που ισχύουν κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία διορίζονται δόκιμοι υπάλληλοι.

78      Οι προσφεύγοντες παραδέχονται, άλλωστε, εμμέσως ότι οι νέες διατάξεις του ΚΥΚ έχουν σαφώς εφαρμογή σ’ αυτούς, στο μέτρο που διεκδικούν το ευεργέτημα της εφαρμογής του άρθρου 1δ΄ του ΚΥΚ.

79      Αντιθέτως, οι επιτυχόντες υποψήφιοι των επίμαχων διαγωνισμών που διορίστηκαν πριν από την 1η Μαΐου 2004 έπρεπε, κατ’ ανάγκη, να καταταγούν σε βαθμό βάσει των προηγουμένων κριτηρίων που ίσχυαν ακόμη κατά την ημερομηνία του διορισμού τους αλλά καταργήθηκαν από της ημερομηνίας αυτής, λόγω της θέσεως σε ισχύ των νέων διατάξεων του ΚΥΚ.

80      Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι προσφεύγοντες εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία προσώπων με τους επιτυχόντες υποψηφίους των επίμαχων διαγωνισμών που προσελήφθησαν πριν από την 1η Μαΐου 2004.

81      Οι προσφεύγοντες δεν μπορούν, κατά συνέπεια, βασίμως να υποστηρίξουν ότι η εγγραφή τους στον πίνακα ικανότητας πριν από την 1η Μαΐου 2004 τους παρείχε δικαίωμα διορισμού, σε περίπτωση προσλήψεως, στον βαθμό ο οποίος αναφέρεται στην προκήρυξη κενής θέσεως ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού, ή στον αντίστοιχο σε αυτόν βαθμό κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, και σύμφωνα με το άρθρο 31 του πρώην ΚΥΚ.

82      Καθόσον ο διορισμός τους αποτελούσε ακόμη απλώς ένα ενδεχόμενο, δεν είχαν πράγματι καμία ιδιότητα για να διεκδικήσουν την εφαρμογή στην περίπτωσή τους κριτηρίων κατατάξεως του ΚΥΚ που εφαρμόζονται κατά την πρόσληψη επιτυχόντων υποψηφίων γενικών διαγωνισμών.

83      Άλλωστε, διευκρινίζοντας ότι οι μεταβατικές διατάξεις του ΚΥΚ ουδόλως θίγουν τα κεκτημένα δικαιώματα του προσωπικού δυνάμει του κοινοτικού συστήματος πριν από την έναρξη της ισχύος του νέου καθεστώτος του κοινοτικού δημοσιοϋπαλληλικού κλάδου, η τριακοστή εβδόμη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 723/2004 επιβεβαιώνει τη διάκριση που πρέπει να γίνεται μεταξύ των επιτυχόντων υποψηφίων των επίδικων διαγωνισμών που διορίστηκαν υπάλληλοι πριν και μετά την 1η Μαΐου 2004.

84      Η άποψη κατά την οποία όλοι οι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται από θεσμικό όργανο βάσει του ίδιου διαγωνισμού βρίσκονται σε παρεμφερείς καταστάσεις διατυπώθηκε στη σκέψη 55 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Monaco κατά Κοινοβουλίου, μόνο προκειμένου να διαπιστωθεί ο παράνομος χαρακτήρας της εφαρμογής σε επιτυχόντα υποψήφιο γενικού διαγωνισμού αυστηρότερων εσωτερικών οδηγιών περί βαθμολογικής κατατάξεως τις οποίες θέσπισε το ίδιο το θεσμικό όργανο που είναι ο εργοδότης, μετά την εγγραφή του ενδιαφερομένου στον πίνακα ικανότητας, ενόψει της εφαρμογής κριτηρίων κατατάξεως του ΚΥΚ που παρέμειναν αμετάβλητα.

85      Eν προκειμένω, και εν πάση περιπτώσει, ο κοινοτικός νομοθέτης αντιθέτως είναι εκείνος ο οποίος, κατά την άσκηση δικαιώματος την ύπαρξη του οποίου δεν αμφισβητούν οι προσφεύγοντες όπως οι ίδιοι επιβεβαιώνουν, επέλεξε να τροποποιήσει τα προβλεπόμενα στον ΚΥΚ κριτήρια κατατάξεως σε βαθμό των νέων υπαλλήλων κατά την πρόσληψή τους.

86      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, ο κοινοτικός νομοθέτης δύναται, ανά πάσα στιγμή, να θεσπίσει, για το μέλλον, τις τροποποιήσεις των διατάξεων που διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων τις οποίες θεωρεί σύμφωνες προς το συμφέρον της υπηρεσίας, έστω και αν αυτές είναι, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, λιγότερο ευνοϊκές (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, Τ-121/97, Ryan κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1998, σ. II‑3885, σκέψη 98).

87      Εφόσον και η θέση στην οποία τοποθετείται ο υπάλληλος καθορίζεται με την απόφαση διορισμού (προπαρατεθείσα απόφαση Ventura κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 41) και η απόφαση αυτή μπορεί να στηριχθεί μόνο στις διατάξεις που έχουν εφαρμογή κατά την ημερομηνία της εκδόσεώς της, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η κατάταξη ορισμένων προσφευγόντων, στο πλαίσιο των νέων διατάξεων του ΚΥΚ, σε κατώτερο βαθμό εισάγει δυσμενή διάκριση, εφόσον τοποθετούνται εφεξής στην ίδια θέση με αυτή την οποία είχαν καταλάβει πριν από την 1η Μαΐου 2004 ως μη μόνιμοι υπάλληλοι και ασκούν ταυτόσημα καθήκοντα, ή ακόμα σημαντικότερα απ’ ό,τι στο παρελθόν.

88      Πρέπει, τέλος, να απορριφθεί το επιχείρημα που αντλείται από την υποτιθέμενη κατάταξη των προσφευγόντων σε κατώτερο βαθμό με αποτέλεσμα την τοποθέτησή τους σε θέσεις «senior» κατατασσόμενες σε βαθμούς «junior» και η έλλειψη προοπτικών επαγγελματικής εξελίξεως, που είναι, αντίθετα, ανοικτές σε άλλους υπαλλήλους μικρότερης ηλικίας, οι οποίοι απολαύουν της ίδιας κατατάξεως.

89      Εκτός του ότι δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, ως δυσμενής διάκριση λόγω ηλικίας υπό την έννοια του άρθρου 1δ΄, του ΚΥΚ, εφόσον τα νέα κριτήρια βαθμολογικής κατατάξεως είναι προδήλως άσχετα προς οποιοδήποτε συνυπολογισμό της ηλικίας των ενδιαφερομένων, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω.

90      Επομένως, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ δεν είναι αντίθετο προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

91      Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτίαση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

 Eπί της παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

92      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ παραβιάζει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, στο μέτρο που βασίμως μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα ετύγχαναν, μετά την επιτυχία τους στους επίμαχους διαγωνισμούς, μεταχειρίσεως σύμφωνης προς τους όρους που διατυπώνονται στις προκηρύξεις των διαγωνισμών.

93      Ένας νέος κανόνας θα μπορούσε να εφαρμοστεί στις μελλοντικές συνέπειες καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό το κράτος προηγουμένων διατάξεων, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δεν τροποποιεί ουσιωδώς καταστάσεις κεκτημένες υπό τον προηγούμενο ΚΥΚ, ότι είναι προβλέψιμος και ότι δικαιολογείται από επιτακτικό δημόσιο συμφέρον.

94      Η Επιτροπή απαντά, κατ’ ουσίαν, ότι οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν δικαιολογημένα να πιστεύουν ότι θα καταταγούν στον βαθμό που αναφέρεται στις προκηρύξεις των διαγωνισμών.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

95      Αρκεί να υπομνησθεί ότι ένας υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για να αντιταχθεί στη νομιμότητα νέας κανονιστικής διατάξεως, ιδίως σε τομέα στον οποίο ο νομοθέτης διαθέτει, όπως εν προκειμένω, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, την οποία οι προσφεύγοντες ουδόλως αμφισβήτησαν κατ’ αρχήν, ως προς την ανάγκη αναθεωρήσεων του ΚΥΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Φεβρουαρίου 2003, Τ-30/02, Leonhardt κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A-41 και II‑265, σκέψη 55).

96      Εξ άλλου, το δικαίωμα για προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καλύπτει κάθε ιδιώτη που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση του έχει δημιουργήσει βάσιμες ελπίδες, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις υπό τη μορφή συγκεκριμένων, ανεπιφύλακτων και συγκλινουσών πληροφοριών, που προέρχονται από εγκεκριμένες και αξιόπιστες πηγές.

97      Αντιθέτως, κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων που του είχε παράσχει η διοίκηση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, Τ-273/01, Innova Privat-Akademie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1093, σκέψη 26).

98      Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δικογραφία δεν περιέχει κανένα στοιχείο από το οποίο οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να συμπεράνουν ότι τα κοινοτικά θεσμικά όργανα τους είχαν παράσχει διαβεβαιώσεις ικανές να γεννήσουν βάσιμες ελπίδες για τη διατήρηση των προηγουμένων κριτηρίων του ΚΥΚ σχετικά με τη βαθμολογική κατάταξη των υπαλλήλων κατά την πρόσληψή τους. Οι προκηρύξεις των διαγωνισμών και η αλληλογραφία της Επιτροπής επισήμαναν μάλιστα ότι στους επιτυχόντες υποψηφίους των διαγωνισμών θα μπορούσε να προταθεί πρόσληψη βάσει νέων διατάξεων του ΚΥΚ.

99      Τέλος, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν λυσιτελώς να επικαλεστούν ουσιώδη τροποποίηση κεκτημένης καταστάσεως υπό τον προηγούμενο ΚΥΚ, εφόσον, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, η εγγραφή των προσφευγόντων σε πίνακα ικανότητας δεν είχε ως συνέπεια να τους αναγνωριστεί το ευεργέτημα τέτοιας καταστάσεως.

100    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αιτίαση.

 Επί της αντιθέσεως του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ στο άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΥΚ

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

101    Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ είναι αντίθετο προς το άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, κατά το οποίο ο υπάλληλος προσλαμβάνεται στον βαθμό που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού στον οποίο μετέσχε. Μολονότι αφορά τη νέα έννοια της «ομάδας καθηκόντων», η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε όλους τους διαγωνισμούς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και αυτοί που διοργανώθηκαν πριν από την 1η Μαΐου 2004 και των οποίων οι επιτυχόντες υποψήφιοι ενεγράφησαν σε πίνακα ικανότητας πριν από την ημερομηνία αυτή.

102    Η διοίκηση δεν θα μπορούσε να παρεκκλίνει μονομερώς από την προκήρυξη του διαγωνισμού την οποία έχει συντάξει και η οποία την δεσμεύει ως προς όλα τα στοιχεία της, εφόσον το ουσιώδες αντικείμενο της προκηρύξεως είναι να ενημερώσει όσο το δυνατόν ακριβέστερα τους ενδιαφερομένους για το επίπεδο των προς πλήρωση θέσεων και για τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον διορισμό στις θέσεις αυτές.

103    Ενώ οι προκηρύξεις των επίμαχων διαγωνισμών δεν περιείχαν καμία αναφορά στην ημερομηνία της 1ης Μαΐου 2004 και δεν προέβλεπαν καμία μελλοντική τροποποίηση της βαθμολογικής κατατάξεως των επιτυχόντων υποψηφίων κατά την πρόσληψή τους, όλοι οι προσφεύγοντες κατετάγησαν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, σε βαθμό κατώτερο αυτού του οποίου γίνεται μνεία στις προκηρύξεις διαγωνισμών και χωρίς να έχει γίνει ορθώς η μετατροπή των παλαιών αυτών βαθμών σε σχέση με τους νέους ενδιάμεσους βαθμούς που καθορίζει το άρθρο 2, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

104    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι προσφεύγοντες, στη πράξη, βάλλουν κατά του μη διορισμού τους στον βαθμό που αναφέρεται στις προκηρύξεις διαγωνισμών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 31 του ΚΥΚ.

105    Κατά την Επιτροπή, ως μεταβατικός κανόνας δικαίου, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ δεν μπορεί να έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 31 του ΚΥΚ, ως προς το οποίο συνιστά lex specialis, χωρίς να απαιτείται ρητώς να διευκρινιστεί αν παρεκκλίνει από αυτό.

106    Λόγω της ενάρξεως ισχύος των νέων διατάξεων του ΚΥΚ, οι προηγούμενοι βαθμοί αντικαταστάθηκαν από νέους βαθμούς: το άρθρο 8, παράγραφος 1, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ αναφερόταν στους «βαθμούς που θεσπίσθηκαν δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1» και οι πίνακες που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, του παραρτήματος αυτού χρησιμοποιούν την έκφραση «νέοι ενδιάμεσοι βαθμοί».

107    Επομένως, οι προκηρύξεις των διαγωνισμών που δημοσιεύθηκαν πριν από την 1η Μαΐου 2004 κατέστησαν άνευ αντικειμένου, καθόσον αφορούσαν την πρόσληψη σε συγκεκριμένο βαθμό, κατά μείζονα μάλιστα λόγο επειδή οι επίδικοι διαγωνισμοί αφορούσαν συγκεκριμένη σταδιοδρομία (δύο βαθμούς), κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του πρώην ΚΥΚ. Πράγματι, από την ημερομηνία εκείνη, δεν ήταν πλέον δυνατόν να γίνει αναφορά στις «σταδιοδρομίες», εφόσον κάθε μνεία της έννοιας αυτής είχε εξαφανιστεί από το άρθρο 5 του ΚΥΚ. Επομένως, ο νομοθέτης έπρεπε να καλύψει το κενό αυτό υιοθετώντας «μεταβατικούς κανόνες ως προς τους βαθμούς», δηλαδή καθορίζοντας ο ίδιος τον (νέο) βαθμό κατατάξεως υπαλλήλου προσληφθέντος κατόπιν διαγωνισμού του οποίου η προκήρυξη είχε δημοσιευθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004. Πάντως, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ συνιστά ακριβώς τέτοιον «μεταβατικό κανόνα ως προς τους βαθμούς».

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

108    Το άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΥΚ ορίζει ότι οι επιτυχόντες ενός διαγωνισμού διορίζονται στον βαθμό της ομάδας καθηκόντων που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού στον οποίο έγιναν δεκτοί.

109    Καίτοι από τη νέα αυτή διάταξη συνάγεται κατ’ ανάγκην ότι οι επιτυχόντες γενικών διαγωνισμών πρέπει να διορίζονται δόκιμοι υπάλληλοι στον βαθμό που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού βάσει του οποίου προσελήφθησαν, από την απάντηση στην αιτίαση η οποία αντλείται από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων προκύπτει ότι ο καθορισμός του επιπέδου των προς πλήρωση θέσεων και των προϋποθέσεων διορισμού των επιτυχόντων υποψηφίων στις θέσεις αυτές, στον οποίο η Επιτροπή προέβη στο πλαίσιο των διατάξεων του προηγουμένου ΚΥΚ κατά τη σύνταξη των επίδικων προκηρύξεων διαγωνισμών, δεν παρέτεινε τα αποτελέσματά του πέραν της ημερομηνίας της 1ης Μαΐου 2004 την οποία υιοθέτησε ο κοινοτικός νομοθέτης για την έναρξη της ισχύος της νέας διαρθρώσεως των σταδιοδρομιών των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

110    Η κατάργηση, από την 1η Μαΐου 2004, των βαθμών κατατάξεως στις σταδιοδρομίες που αναφέρονται στις προκηρύξεις των διαγωνισμών, η οποία προκύπτει από την εισαγωγή του νέου συστήματος σταδιοδρομιών, παρακίνησε τον νομοθέτη να θεσπίσει τα μεταβατικά μέτρα του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ και, ιδίως, το άρθρο 12, παράγραφος 3, προκειμένου να καθοριστεί η βαθμολογική κατάταξη των επιτυχόντων υποψηφίων διαγωνισμών οι οποίοι ενεγράφησαν σε πίνακες ικανότητας πριν από την 1η Μαΐου 2004 αλλά διορίστηκαν δόκιμοι υπάλληλοι από την ημερομηνία αυτή και μετά.

111    Προς τούτο, ο νομοθέτης υποκατέστησε τους βαθμούς σταδιοδρομίας B5/B4, A8 και A7/A6, οι οποίοι ανταποκρίνονται, αντιστοίχως, στις προηγούμενες σταδιοδρομίες αναπληρωτών βοηθών, αναπληρωτών υπαλλήλων διοικήσεως και υπαλλήλων διοικήσεως που απαντούν στις επίμαχες προκηρύξεις διαγωνισμών αλλά καταργήθηκαν από την 1η Μαΐου 2004, με τους ενδιάμεσους βαθμούς B*3, A*5 και A*6 που προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

112    Είναι αληθές ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, το οποίο μετατρέπει τους βαθμούς που αναφέρονται στις προκηρύξεις διαγωνισμών σε ενδιάμεσους βαθμούς προσλήψεως απομακρύνεται από τον πίνακα του άρθρου 2, παράγραφος 1, του εν λόγω παραρτήματος, στον οποίο οι προηγούμενοι βαθμοί των υπαλλήλων που υπηρετούσαν πριν από την 1η Μαΐου 2004 μετατράπηκαν σε νέους ενδιάμεσους βαθμούς.

113    Όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω, ο νομοθέτης έχει εν τούτοις τη δυνατότητα να υιοθετήσει για το μέλλον, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, τροποποιήσεις στις διατάξεις του ΚΥΚ, ακόμη και αν οι τροποποιηθείσες διατάξεις είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις προηγούμενες (προπαρατεθείσα απόφαση Ryan κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 98).

114    Είναι εύλογο σε μεταβατική διάταξη όπως αυτή που αποτελεί εν προκειμένω αντικείμενο αμφισβητήσεως να συνεπάγεται εξαίρεση από ορισμένους κανόνες του ΚΥΚ των οποίων η εφαρμογή επηρεάζεται κατ’ ανάγκη από την αλλαγή του συστήματος. Εν προκειμένω, η εξαίρεση δεν βαίνει πέραν αυτού που προκύπτει από τον διορισμό ως υπαλλήλων, στο πλαίσιο των νέων διατάξεων του ΚΥΚ, προσώπων που επελέγησαν με διαδικασίες διαγωνισμού οι οποίες κινήθηκαν και ολοκληρώθηκαν υπό το κράτος των προηγουμένων διατάξεων.

115    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να υποστηρίξουν λυσιτελώς, για να καταδείξουν την αντίθεση του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ προς το άρθρο 31, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ότι κατετάγησαν σε βαθμό κατώτερο αυτού του οποίου γίνεται μνεία στις προκηρύξεις διαγωνισμών ή βάσει πίνακα ισοδυναμίας βαθμών που απομακρύνεται από τη σχέση η οποία υφίσταται μεταξύ της προηγούμενης και της νέας βαθμολογικής κατατάξεως των υπαλλήλων.

116    Επομένως, η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

 Επί της παραβάσεως των άρθρων 5 και 7 του ΚΥΚ

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

117    Οι προσφεύγοντες καταγγέλλουν παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 5, του ΚΥΚ το οποίο υποβάλλει σε ταυτόσημους όρους προσλήψεως και επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους υπαλλήλους που ανήκουν στην ίδια ομάδα καθηκόντων. Ενώ οι επιτυχόντες υποψήφιοι των επίδικων διαγωνισμών που διορίστηκαν υπάλληλοι πριν από την 1η Μαΐου 2004 έτυχαν κατατάξεως και αμοιβής που αντιστοιχεί στον βαθμό που αναφέρεται στις προκηρύξεις των διαγωνισμών, η κατάταξη των προσφευγόντων πραγματοποιήθηκε βάσει του άρθρου 12 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

118    Κατά τους προσφεύγοντες, δεν ελήφθη υπόψη ούτε το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 4, του ΚΥΚ, καθόσον, λόγω της «αυτόματης» εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, οι θέσεις τους δεν αποτέλεσαν το αντικείμενο «ανακατατάξεως» ανάλογα με τη φύση και το επίπεδο των καθηκόντων τα οποία αντιστοιχούν σε κάθε θέση-τύπο.

119    Το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ αντιβαίνει επίσης προς το άρθρο 5, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, όπως τέθηκε σε εφαρμογή με το παράρτημα I.A του ΚΥΚ, σχετικά με την αντιστοιχία μεταξύ των θέσεων-τύπων και των σταδιοδρομιών, καθόσον είχε ως συνέπεια να ανακατατάξει τις θέσεις των προσφευγόντων σε επίπεδο κατώτερο από τα καθήκοντα που συνδέονται με τις θέσεις αυτές.

120    Τέλος, κατά τους προσφεύγοντες, παραβιάστηκε και η αρχή της ισοδυναμίας της θέσεως και του βαθμού, εγγύηση της ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

121    Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι δεν απόκειται στον κοινοτικό νομοθέτη, αλλά μόνο στα θεσμικά όργανα που είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή του ΚΥΚ, να καθορίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, τα καθήκοντα και τις συναφείς με κάθε θέση-τύπο αρμοδιότητες και να τηρούν την αντιστοιχία των θέσεων όταν αποφασίζουν την τοποθέτηση των υπαλλήλων τους.

122    Η αναφορά των προσφευγόντων στον πίνακα του παραρτήματος I.A του ΚΥΚ δεν μπορεί να γίνει δεκτή στο μέτρο που, δυνάμει του άρθρου 4, στοιχείο ιδ΄, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, το παράρτημα XIII.1, σχετικά με τις θέσεις-τύπους κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, αντικαθιστά το παράρτημα I.A από την 1η Μαΐου 2004 έως τις 30 Απριλίου 2006.

123    Τέλος, το άρθρο 5, παράγραφος 1, έχει καθαρώς διαπιστωτικό χαρακτήρα και δεν καθιερώνει καμία αυτόνομη υποχρέωση των θεσμικών οργάνων.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

124    Όπως συνάγεται από την απάντηση που δόθηκε ανωτέρω στην αιτίαση που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, δεν μπορεί λυσιτελώς να υποστηριχθεί ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 5, παράγραφος 5, του ΚΥΚ λόγω της κατατάξεως των επιτυχόντων υποψηφίων των επίμαχων διαγωνισμών που προσελήφθησαν πριν από την 1η Μαΐου 2004 στον βαθμό του οποίου γίνεται μνεία στις προκηρύξεις διαγωνισμών, ενώ οι προσφεύγοντες κατετάγησαν κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων που ορίζει το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

125    Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει συναφώς ότι κατά τον διορισμό των επιτυχόντων υποψηφίων των επίμαχων διαγωνισμών πριν από την 1η Μαΐου 2004 είχαν εφαρμογή οι διατάξεις του προηγουμένου ΚΥΚ και οι βαθμοί κατατάξεως που αναφέρονται στις προκηρύξεις των διαγωνισμών, ενώ η βαθμολογική κατάταξη των προσφευγόντων ενέπιπτε στις νέες διατάξεις που είχαν τεθεί σε ισχύ από της ημερομηνίας εκείνης, περιλαμβανομένων και των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

126    Ομοίως, οι προσφεύγοντες εσφαλμένως υποστηρίζουν ότι το άρθρο 12 του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ είναι αντίθετο προς το άρθρο 5 του ΚΥΚ. Με τη θέσπιση της πρώτης διατάξεως, ο νομοθέτης καθόρισε τους βαθμούς κατατάξεως των υπαλλήλων που προσελήφθησαν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας που διαθέτει να τροποποιεί τις διατάξεις του ΚΥΚ.

127    Το άρθρο 12 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ διευκρινίζει, στην παράγραφο 2, ότι οι διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, οι οποίες καθορίζουν το επίπεδο των προσόντων που απαιτούνται για τους διορισμούς στις θέσεις που εμπίπτουν στη νέα διάρθρωση των σταδιοδρομιών, δεν έχουν εφαρμογή στους υπαλλήλους που προσελήφθησαν, όπως οι προσφεύγοντες, βάσει των πινάκων ικανότητας που καταρτίσθηκαν κατόπιν διαγωνισμών οι οποίοι δημοσιεύθηκαν πριν από την 1η Μαΐου 2004.

128    Συναφώς, το άρθρο 4, στοιχείο ιδ΄, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ διευκρινίζει ότι το παράρτημα IA, που φέρει τον τίτλο «Θέσεις-τύποι σε καθεμία από τις ομάδες καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 3» και περιλαμβάνει τον πίνακα ο οποίος περιγράφει τις νέες θέσεις τύπους και στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 5, παράγραφος 4, του ΚΥΚ, αντικαθίσταται από το παράρτημα XIII.1 του ΚΥΚ, που καθορίζει τις θέσεις-τύπους κατά τη μεταβατική περίοδο.

129    Το άρθρο 12, παράγραφος 3, και το άρθρο 4, στοιχείο ιδ΄, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ υπερέχουν, επομένως, έναντι των γενικών διατάξεων του άρθρου 5 του ΚΥΚ, παρεκκλίνοντας από αυτές ως ειδικός νόμος (βλ., υπό την έννοια αυτή, την απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Ιουνίου 2003, C‑444/00, Mayer Parry Recycling, Συλλογή 2003, σ. I‑6163, σκέψη 57, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 2005, Τ-371/03, Le Voci κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑209 και II‑957, σκέψη 122).

130    Οι προσφεύγοντες δεν μπορούν επίσης να επικαλεστούν παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ κατά το οποίο κάθε υπάλληλος πρέπει να διορίζεται σε θέση της ομάδας καθηκόντων που αντιστοιχεί στον βαθμό του.

131    Πράγματι, και η διάταξη αυτή πρέπει φυσικά να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιφυλάσσει την εφαρμογή, σε μεταβατικό στάδιο, από την 1η Μαΐου 2004 έως τις 30 Απριλίου 2006, του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ και των συνοδευτικών του διατάξεων.

132    Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτίαση δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

133    Από τις προηγούμενες αναλύσεις προκύπτει ότι η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί της αντιθέσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων στις γενικές αρχές της χρηστής διοικήσεως, της διαφάνειας, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, της ισοδυναμίας της θέσεως απασχολήσεως και του βαθμού, της καλής πίστεως και της αρωγής.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

134    Οι προσφεύγοντες φρονούν, κατ’ αρχάς, ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αντίθετες προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως και τον κανόνα της διαφάνειας, στο μέτρο που δεν ενημερώθηκαν επακριβώς και σαφώς για την ουσιώδη τροποποίηση που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στη βαθμολογική τους κατάταξη στην περίπτωση διορισμού τους μετά την 1η Μαΐου 2004.

135    Όλοι οι προσφεύγοντες έλαβαν τυπικώς γνώση της βαθμολογικής τους κατατάξεως κατά τις διατάξεις του ΚΥΚ μετά την ημερομηνία αυτή. Επιπλέον, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αναφέρονταν ρητώς μόνο στο άρθρο 31 του ΚΥΚ, στην προκήρυξη κενών θέσεων και στην προκήρυξη διαγωνισμών και δεν αφορούσαν το άρθρο 12 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

136    Η δημοσίευση του κανονισμού 723/2004 τρεις ημέρες πριν από την έναρξη της ισχύος του και, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, μετά την προσφορά θέσεως απασχολήσεως στους προσφεύγοντες, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής, λαμβανομένων υπόψη της περιπλοκότητας και του δυσνόητου χαρακτήρα του επίμαχου κειμένου, που δέχεται και η ίδια η Επιτροπή.

137    Εάν οι προσφεύγοντες είχαν ενημερωθεί σαφώς και εν ευθέτω χρόνω για τις επιπτώσεις που θα είχε η νέα ρύθμιση στην κατάταξή τους σε περίπτωση προσλήψεώς τους μετά την 1η Μαΐου 2004, θα είχαν επιχειρήσει, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, να προσληφθούν πριν από την ημερομηνία εκείνη, δηλαδή να αρνηθούν να διορισθούν υπό τις νέες αυτές δυσμενείς συνθήκες.

138    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν επίσης ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ελήφθησαν κατά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ορισμένοι προσφεύγοντες είχαν, κατά τη διάρκεια συνεντεύξεων προσλήψεως προγενεστέρων της 1ης Μαΐου 2004, επαφές με υπευθύνους της διοικήσεως οι οποίοι τους είχαν επιβεβαιώσει, μερικές φορές κατ’ επανάληψη, την κατάταξη σε βαθμό που αντιστοιχεί στον βαθμό που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Λαμβάνονται επίσης υπόψη κείμενα και έγγραφα που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής, καθώς και επίσημα έγγραφα προσκλήσεως στην ιατρική εξέταση και σε συνέντευξη με το αρμόδιο διοικητικό όργανο.

139    Οι προσφεύγοντες προσάπτουν ακόμη στην ΑΔΑ ότι δεν υιοθέτησε την ίδια συμπεριφορά έναντι όλων των επιτυχόντων υποψηφίων του διαγωνισμού, κατά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Πράγματι, για ορισμένους λόγους, επιτυχόντες υποψήφιοι των επίμαχων διαγωνισμών μπόρεσαν να προσληφθούν πριν από την 1η Μαΐου 2004 και άλλοι όχι.

140    Εξάλλου, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ισοδυναμίας της θέσεως και του βαθμού καθόσον δεν προέβη σε αξιολόγηση των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων των προσφευγόντων σε σχέση με τον βαθμό στον οποίο θα έπρεπε να καταταγούν.

141    Θα ήταν επομένως θεμιτό να εξετασθεί αν η ΑΔΑ όντως ενήργησε καλοπίστως και σύμφωνα με την υποχρέωση αρωγής, ενώ μπορούσε η ίδια να αξιολογήσει τις –απαράδεκτες– συνέπειες του διορισμού σε διαφορετικούς βαθμούς των επιτυχόντων υποψηφίων του ιδίου διαγωνισμού, οι οποίοι ευλόγως προσδοκούσαν ότι θα καταταγούν στον βαθμό που αναφερόταν στην προκήρυξη του διαγωνισμού και οι οποίοι δεν ενημερώθηκαν για τις δυσμενείς συνέπειες του ΚΥΚ στη μελλοντική κατάταξή τους στην περίπτωση κατά την οποία η πρόσληψή τους θα ελάμβανε χώρα μετά την 1η Μαΐου 2004.

142    Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι οι προσφεύγοντες είχαν επαρκή ενημέρωση. Ο κανονισμός 723/2004 είχε δημοσιευθεί πριν από την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων, μάλιστα δε, σε ορισμένες περιπτώσεις, πριν καν οι προσφεύγοντες δεχθούν την προσφορά εργασίας που τους έγινε. Επιπλέον, η αναθεώρηση του συστήματος των σταδιοδρομιών είχε εξαγγελθεί στις προκηρύξεις διαγωνισμών ή στα έγγραφα που ενημέρωσαν τους προσφεύγοντες για την παράταση της ισχύος των πινάκων ικανότητας.

143    Αντιθέτως προς ό,τι προφανώς να φρονούν οι προσφεύγοντες, τα θεσμικά όργανα δεν οφείλουν, βάσει γενικής υποχρεώσεως, να εφιστούν την προσοχή των μελλοντικών υπαλλήλων τους, πριν από τον διορισμό τους, σε όλες τις πτυχές της νομικής τους καταστάσεως.

144    Κατά την προσφορά θέσεως απασχολήσεως στους προσφεύγοντες τους γνωστοποιήθηκε σαφώς ότι η βαθμολογική τους κατάταξη επρόκειτο να γίνει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ. Τα σχετικά έγγραφα παρέπεμπαν επίσης σε δικτυακό τόπο στον οποίο παρέχονταν διεξοδικότερες πληροφορίες.

145    Ουδόλως κατεδείχθη ότι η διοίκηση παρέσχε στους προσφεύγοντες ακριβείς, άνευ αιρέσεων και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις υπό την έννοια ότι η βαθμολογική τους κατάταξη θα γινόταν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του προηγουμένου ΚΥΚ. Άλλωστε, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη θα μπορούσε να γεννηθεί μόνον από διαβεβαιώσεις οι οποίες συνάδουν προς τους εφαρμοστέους κανόνες. Πάντως, δεδομένου ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ δεν παρέχει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στη διοίκηση, ενδεχόμενες υποσχέσεις της δεν μπορούν να γεννήσουν υπέρ των προσφευγόντων δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για βαθμολογική κατάταξη δυνάμει του προηγουμένου ΚΥΚ.

146    Τέλος, το καθήκον αρωγής δεν μπορεί να δημιουργήσει εις βάρος θεσμικού οργάνου υποχρεώσεις προς κάποιο πρόσωπο, παρά μόνον από τον διορισμό του ως υπαλλήλου.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

147    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι ούτε οι προκηρύξεις του διαγωνισμού ούτε τα έγγραφα περί παρατάσεως της ισχύος των πινάκων ικανότητας που απεστάλησαν στους προσφεύγοντες ανέφεραν ότι τα νέα κριτήρια κατατάξεως σε βαθμό κατά την πρόσληψη μπορούσαν να περιλαμβάνουν τροποποίηση υπό την έννοια της προσλήψεως σε βαθμούς κατώτερους εκείνων περί των οποίων εγίνετο μνεία στις προκηρύξεις των διαγωνισμών.

148    Μετά την ανάληψη των καθηκόντων τους ως δοκίμων υπαλλήλων οι προσφεύγοντες ενημερώθηκαν άμεσα για το νέο σύστημα βαθμολογικής κατατάξεως που θέσπισαν οι νέες διατάξεις του ΚΥΚ και τη συνακόλουθη πρόσληψη σε βαθμό κατώτερο σε σχέση με τον βαθμό που αναφερόταν στις προκηρύξεις των διαγωνισμών.

149    Επισημαίνεται, άλλωστε, συναφώς ότι η πλειονότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων δεν περιέχει, στις αιτιολογικές σκέψεις, καμία αναφορά στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, ενώ ο βαθμός προσλήψεως των υπαλλήλων καθορίστηκε βάσει της μεταβατικής αυτής διατάξεως, της οποίας ο χαρακτήρας ως ειδικού νόμου σε σχέση με το άρθρο 31 του ΚΥΚ τονίσθηκε από την ίδια την Επιτροπή.

150    Πάντως, μολονότι η ανεπάρκεια της προηγούμενης ενημερώσεως είναι ικανή να αποτελέσει αποτελεσματικό επιχείρημα για την στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας έναντι των ενδιαφερομένων, δεν μπορεί να έχει αφ’ εαυτής ως συνέπεια τον παράνομο χαρακτήρα των προσβαλλομένων αποφάσεων.

151    Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η νομιμότητα ατομικής πράξεως προσβαλλομένης ενώπιον του κοινοτικού δικαστή πρέπει να εκτιμηθεί ανάλογα με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίσταντο κατά την ημερομηνία εκδόσεως της πράξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2001, C‑449/98 P, IECC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑3875, σκέψη 87, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Μαΐου 2004, Τ-69/03, W κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑153 και II‑687, σκέψη 28).

152    Πάντως, δεδομένου ότι όλες οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν με ισχύ, το νωρίτερο, την 1η Μαΐου 2004, η Επιτροπή δεν μπορούσε να κατατάξει βαθμολογικά τους προσφεύγοντες με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις παρά μόνο σύμφωνα με τις νέες επιτακτικές διατάξεις του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, του οποίου δεν καταδείχθηκε ο παράνομος χαρακτήρας.

153    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι πλημμέλειες που οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην Επιτροπή κατά τη διαχείριση της προσλήψεώς τους, ακόμη και αν θεωρηθούν αντίθετες προς τις αρχές που επικαλούνται οι ενδιαφερόμενοι, δεν μπορούσαν, σε κάθε περίπτωση, να έχουν την παραμικρή επίπτωση στη νομιμότητα της βαθμολογικής κατατάξεως την οποία αμφισβητούν οι προσφεύγοντες.

154    Eιδικότερα, το γεγονός ότι η Επιτροπή προσέλαβε, κατά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, κατά προτεραιότητα ορισμένους επιτυχόντες υποψηφίους σε ημερομηνία προγενέστερη της 1ης Μαΐου 2004, δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων.

155    Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι κάποιες προσλήψεις αντιμετωπίσθηκαν κατά προτεραιότητα, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων πρέπει να συμβιβασθεί προς την τήρηση της αρχής της νομιμότητας κατά την οποία ουδείς δύναται να επικαλεστεί, προς όφελός του παρανομία που διαπράχθηκε υπέρ ετέρου (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 1985, 134/84, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1985, σ. 2225, σκέψη 14).

156    Επομένως, ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

157    Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να είναι αναγκαίο, κατά συνέπεια, να ληφθεί απόφαση ως προς τα αιτήματα των προσφευγόντων που έχουν ως αντικείμενο να προβεί το Πρωτοδικείο, αφενός, στην ανασύσταση της σταδιοδρομίας τους και, αφετέρου, να τους επιδικάσει τόκους υπερημερίας επί των καθυστερουμένων αμοιβών που θα έπρεπε να προκύπτουν από απόφαση περί ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

158    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

159    Κατά το άρθρο 88 του Κανονισμού Διαδικασίας, στις διαφορές μεταξύ της Κοινότητας και των υπαλλήλων της, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν τα θεσμικά όργανα βαρύνουν τα ίδια.

160    Πάντως, δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

161    Υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω αναλύσεις, η Επιτροπή δεν προειδοποίησε τους προσφεύγοντες με ακρίβεια και σαφήνεια για τις συγκεκριμένες και προβλέψιμες επιπτώσεις σχεδίου τροποποιήσεως του ΚΥΚ το οποίο είχε συντάξει η ίδια στην ατομική τους κατάσταση.

162    Επομένως, λόγω της αβεβαιότητας στην οποία βρίσκονταν οι προσφεύγοντες ως προς τη βαθμολογική κατάταξη της οποίας θα ετύγχαναν μέχρι την κοινοποίηση των προσβαλλομένων αποφάσεων, οι ενδιαφερόμενοι θεώρησαν ότι βασίμως αμφισβήτησαν τη βαθμολογική τους κατάταξη ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.

163    Υπό τις συνθήκες αυτές, η παρούσα δίκη μπορεί να θεωρηθεί ότι προκλήθηκε εν μέρει από τη συμπεριφορά της Επιτροπής, καθόσον αυτή δημιούργησε, ελλείψει ενημερώσεως, στους ενδιαφερομένους εύλογα ερωτήματα ως προς τη νομιμότητα του αρχικού βαθμού κατατάξεώς τους λόγω διαδικασίας προσλήψεως μη απαλλαγμένης από ασάφεια ως προς ουσιώδη όρο προσλήψεως.

164    Τέτοιες συνθήκες συνιστούν εξαιρετικό λόγο που δικαιολογεί την κατανομή μεταξύ του καθού οργάνου και των προσφευγόντων των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγοντες (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιουνίου 1967, 26/66, Hoogovens en Staalfabrieken κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 519, και της 11ης Ιουλίου 1968, 26/67, Danvin κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 775).

165    Το Πρωτοδικείο φρονεί ότι κατ’ ορθή εκτίμηση των περιστάσεων της υποθέσεως, πρέπει να επιβαρυνθεί η Επιτροπή με το ήμισυ των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγοντες.

166    Επιπλέον, το άρθρο 87, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν σε δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

167    Επομένως, το Συμβούλιο θα φέρει τα δικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και το ήμισυ των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγοντες για το σύνολο της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας.

3)      Οι προσφεύγοντες φέρουν το ήμισυ των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν.

4)      Το Συμβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Legal

Wiszniewska-Białecka

Vadapalas

Moavero Milanesi

 

      Wahl

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 11 Ιουλίου 2007

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      H. Legal


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.