Language of document : ECLI:EU:T:2007:224

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2007 (*)

«Ανταγωνισμός – Δικαιώματα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Υποχρεώσεις της Επιτροπής όσον αφορά την εξέταση των καταγγελιών – Έλλειψη κοινοτικού συμφέροντος – Απόρριψη»

Στην υπόθεση T‑229/05,

AEΠI Ελληνική Εταιρία προς Προστασίαν της Πνευματικής Ιδιοκτησίας AE, με έδρα το Μαρούσι (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Θ. Ασπρογέρακα-Γρίβα, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους Θ. Χριστοφόρου και F. Castillo de la Torre,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής SG‑Greffe (2005) D/201832, της 18ης Απριλίου 2005, περί απορρίψεως καταγγελίας αφορώσας παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ από τους ελληνικούς οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης των συγγενικών προς το δικαίωμα του δημιουργού δικαιωμάτων στον τομέα της μουσικής,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Legal, πρόεδρο, V. Vadapalas και N. Wahl, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Μαΐου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα είναι εταιρία ελληνικού δικαίου, η οποία ιδρύθηκε το 1930 και σκοπό έχει την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα της μουσικής στην Ελλάδα.

2        Στις 3 Μαρτίου 1993, η Ελληνική Δημοκρατία εξέδωσε τον νόμο 2121/1993, πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα (ΦΕΚ A΄ 25/4.3.1993) με τον οποίο μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο διάφορες κοινοτικές οδηγίες. Σύμφωνα με το άρθρο 54 του νόμου αυτού, οι δημιουργοί μπορούν να αναθέτουν τη διαχείριση ή την προστασία των πνευματικών τους δικαιωμάτων σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, των οποίων η λειτουργία εξαρτάται από άδεια χορηγούμενη από το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού. Το άρθρο 58 του ιδίου νόμου ορίζει ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως στη διαχείριση και στην προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων.

3        Η προσφεύγουσα ζήτησε άδεια για το σύνολο των δικαιωμάτων του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων στον τομέα της μουσικής. Το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού της χορήγησε άδεια, η οποία όμως περιοριζόταν στη συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων του δημιουργού επί των μουσικών έργων.

4        Τρεις ελληνικοί οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης των συγγενικών δικαιωμάτων, ήτοι οι Ερατώ, Απόλλων και Grammo (στο εξής: τρεις οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης), έλαβαν άδεια για τη συλλογική διαχείριση των συγγενικών δικαιωμάτων, αντιστοίχως, των τραγουδιστών ερμηνευτών, των μουσικών εκτελεστών και των παραγωγών των φορέων ήχου ή/και εικόνας.

5        Στις 22 Μαρτίου 2001, η προσφεύγουσα υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας και των τριών οργανισμών συλλογικής διαχείρισης. Υποστήριξε, αφενός, ότι οι τρεις αυτοί οργανισμοί είχαν παραβεί τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, στον βαθμό που η πρακτική τους συνιστούσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως και καθόσον δημιουργούσαν συμπράξεις και εναρμονισμένες πρακτικές και ζήτησε, αφετέρου, να ασκηθεί κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, με το αιτιολογικό ότι ο νόμος 2121/1993 επέτρεπε στους εν λόγω οργανισμούς να προβαίνουν στις ως άνω συμπράξεις και εναρμονισμένες πρακτικές.

6        Με την καταγγελία της, η προσφεύγουσα τονίζει ότι η αμοιβή των συγγενικών δικαιωμάτων είχε καθοριστεί σε υπερβολικό ύψος, το οποίο έφθανε μέχρι το 5 % των ακαθαρίστων εσόδων των ελληνικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών. Η συμπεριφορά αυτή συνιστά παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ και της προκαλεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη, στον βαθμό που οι επιχειρήσεις δεν είναι σε θέση να καταβάλουν αυτά τα υπερβολικά ποσά, οπότε η προσφεύγουσα αδυνατεί να εισπράξει το αντίτιμο που ζητεί για τα δικαιώματα του δημιουργού.

7        Με την από 7 Δεκεμβρίου 2004 επιστολή της, η Επιτροπή, προβάλλοντας νομικούς και διαδικαστικούς λόγους, χώρισε την καταγγελία σε δύο σκέλη, από τα οποία το ένα αφορούσε την Ελληνική Δημοκρατία και το έτερο τους τρεις οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης.

8        Στις 10 Δεκεμβρίου 2004, η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα την προσωρινή εκτίμησή της για την υπόθεση και την πρόθεσή της να απορρίψει το σκέλος της καταγγελίας που αφορούσε τους τρεις οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, λόγω ελλείψεως κοινοτικού συμφέροντος. Κάλεσε επίσης την προσφεύγουσα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

9        Με την από 23 Δεκεμβρίου 2004 επιστολή της, η προσφεύγουσα θεώρησε κατ’ αρχάς ότι η Επιτροπή, συνιστώντας της να απευθυνθεί στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό ελληνικές αρχές, είχε δεχθεί την ύπαρξη πρακτικών αντίθετων προς το κοινοτικό δίκαιο. Εν συνεχεία, τόνισε ότι δεν ήταν απαραίτητο να επηρεάζεται το διακρατικό εμπόριο για να συντρέχει η παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

10      Στις 18 Απριλίου 2005, η Επιτροπή, αφού θεώρησε ότι τα πρόσθετα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν ήσαν ικανά να μεταβάλουν τη γνώμη της, αποφάσισε να απορρίψει το σκέλος της προσφυγής που αφορούσε τους τρεις οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, λόγω ελλείψεως κοινοτικού συμφέροντος [απόφαση SG-Greffe (2005) D/201832, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση].

11      Η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται, ειδικότερα, στις ακόλουθες εκτιμήσεις:

«Στην υπό κρίση περίπτωση, η προβαλλόμενη παράβαση δεν είναι ικανή να προκαλέσει σημαντικές δυσλειτουργίες στην κοινή αγορά, δεδομένου ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα και ασκούν τις δραστηριότητές τους μόνο στην Ελλάδα. Δεν μπορεί να προβλεφθεί ότι η κατάσταση αυτή θα αλλάξει, δηλαδή ότι οι τρεις οργανισμοί [συλλογικής διαχείρισης] θα αρχίσουν σύντομα να ασκούν τις δραστηριότητές τους σε άλλες χώρες, λαμβανομένης υπόψη της διάρθρωσης των αγορών των υπηρεσιών για την προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων και των πρακτικών δυσχερειών που παρουσιάζει ένα τέτοιο εγχείρημα. Επιπλέον, οι προβαλλόμενες πρακτικές δεν έχουν συνέπειες παρά μόνο στο πλαίσιο της ελληνικής αγοράς. Οι συμβάσεις για τη χρήση της μουσικής συνάπτονται μόνο με ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς και άλλους χρήστες που βρίσκονται στην Ελλάδα. Οι τρεις οργανισμοί [συλλογικής διαχείρισης] είναι αρμόδιοι μόνο για την προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα και δεν έχουν την πρακτική δυνατότητα να ασκήσουν την αρμοδιότητα αυτή εκτός της εν λόγω χώρας.

Αφετέρου, η Επιτροπή, προκειμένου να δεχθεί το ενδεχόμενο παράβασης, πρέπει να ξεκινήσει μια πολύπλοκη έρευνα σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούν στη σχετική αγορά και τις διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις. Πρώτον, δεδομένου ότι, αφενός, ο ελληνικός νόμος (σε συμφωνία με την οδηγία 92/100/ΕΟΚ) προβλέπει ότι πρέπει να καταβάλλεται ενιαία αμοιβή για όλα τα συγγενικά δικαιώματα και ότι, αφετέρου, η προβαλλόμενη παράβαση προέρχεται από το γεγονός ότι οι τρεις οργανισμοί [συλλογικής διαχείρισης] παρουσιάζονται από κοινού στους χρήστες προκειμένου να ζητήσουν την αμοιβή αυτή, η Επιτροπή θα έπρεπε να καθορίσει την ενδεχόμενη ύπαρξη και αποτελεσματικότητα μεθόδων για να ζητείται χωριστά η καταβολή της ενιαίας αμοιβής. Δεύτερον, η Επιτροπή θα έπρεπε όχι μόνο να αποδείξει ότι οι τρεις οργανισμοί κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση αλλά, επιπλέον, σύμφωνα με τις αποφάσεις Tournier και Lucazeau του Δικαστηρίου, να ερευνήσει τα σχετικά επίπεδα των τιμών των δικαιωμάτων του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων σε όλες τις χώρες της Ένωσης, τις αντίστοιχες βάσεις επί των οποίων οι τιμές αυτές υπολογίζονται, τα χρησιμοποιούμενα κριτήρια και τις συνθήκες που επικρατούν στην ελληνική αγορά σε σχέση με τις [αγορές των] λοιπών ευρωπαϊκών χωρών.

Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι η εταιρία σας έχει τη δυνατότητα να προβάλει τις αιτιάσεις της ενώπιον των εθνικών αρχών. Μπορεί ιδίως να υποβάλει την υπόθεσή της στην αρμόδια για τον ανταγωνισμό ελληνική αρχή. Η αρμόδια για τον ανταγωνισμό ελληνική αρχή θα είναι, λόγω της εμπεριστατωμένης γνώσης της των συνθηκών της εγχώριας αγοράς, απολύτως σε θέση να εξετάσει την καταγγελία σας. Το γεγονός ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και όλοι οι οικείοι χρήστες μουσικής έχουν την έδρα τους και ασκούν τις δραστηριότητές τους στην ελληνική αγορά ενισχύει τη σημασία της λεπτομερούς γνώσης των συνθηκών της τοπικής αγοράς. Εξάλλου, η αρχή αυτή έχει την αρμοδιότητα να εφαρμόσει τα άρθρα [81 ΕΚ και 82 ΕΚ], όπως και η Επιτροπή.

Επομένως, το συμπέρασμα που επιβάλλεται είναι ότι το εύρος και η πολυπλοκότητα των μέτρων έρευνας που απαιτούνται για να διαπιστωθεί αν η συμπεριφορά των τριών οργανισμών συλλογικής διαχείρισης […] είναι ή όχι σύμφωνη προς τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού είναι δυσανάλογα σε σχέση με την πολύ περιορισμένη σημασία μιας ενδεχόμενης παράβασης όσον αφορά τη λειτουργία της κοινής αγοράς. Η υπόθεση δεν παρουσιάζει συνεπώς τον βαθμό κοινοτικού συμφέροντος που απαιτείται προκειμένου η Επιτροπή να κινήσει διαδικασία έρευνας.»

12      Στις 20 Απριλίου 2005, η Επιτροπή έθεσε στο αρχείο το σκέλος της καταγγελίας που αφορούσε την Ελληνική Δημοκρατία.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να κρίνει παραδεκτή την καταγγελία που απέρριψε η προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή,

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να αναγνωρίσει ότι η όλη τακτική που εφαρμόζουν οι τρεις οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

14      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού

 Επί του παραδεκτού του τετάρτου κεφαλαίου του αιτητικού

15      Με το τέταρτο κεφάλαιο του αιτητικού της προσφυγής της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να αναγνωρίσει ότι η όλη τακτική που εφαρμόζουν οι τρεις οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο.

16      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως στηριζόμενης στο άρθρο 230 ΕΚ, η αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως. Αν η προσφυγή είναι βάσιμη, ο δικαστής κηρύσσει την προσβαλλόμενη πράξη άκυρη δυνάμει του άρθρου 231 ΕΚ. Δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ, εναπόκειται στο κοινοτικό όργανο το οποίο εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη –και όχι στον κοινοτικό δικαστή– να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Ιανουαρίου 1995, T-114/92, BEMIM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑147, σκέψη 33).

17      Επομένως, το αίτημα με το οποίο ζητείται από το Πρωτοδικείο να προβεί σε ορισμένες διαπιστώσεις γενικής φύσεως είναι απαράδεκτο, δεδομένου ότι, αν το Πρωτοδικείο έπραττε τούτο, θα υπερέβαινε τα όρια της αρμοδιότητας που του έχει απονεμηθεί στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως.

18      Στον βαθμό που το κεφάλαιο αυτό του αιτητικού μπορεί να ερμηνευθεί ως επιχειρηματολογία προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματος, θα δοθεί συναφώς απάντηση κατωτέρω.

 Επί του παραδεκτού των λόγων που προβλήθηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως

19      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 5 της οδηγίας 93/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1993, περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση (ΕΕ L 248, σ. 15), σύμφωνα με το οποίο η προστασία των συγγενικών προς το δικαίωμα του δημιουργού δικαιωμάτων ουδαμώς θίγει ή τροποποιεί την προστασία του δικαιώματος του δημιουργού.

20      Σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

21      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, ένας ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον λόγο αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, T‑252/97, Dürbeck κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3031, σκέψη 39, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑346/02 και T‑347/02, Cableuropa κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4251, σκέψη 111).

22      Στην υπό κρίση περίπτωση, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, πρώτον, ότι ουδέν σχετικό με την οδηγία 93/83 επιχείρημα προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής και, δεύτερον, ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν αποτελεί ανάπτυξη άλλου προβληθέντος με το δικόγραφο της προσφυγής ούτε συνδέεται στενά με τους λόγους που προβλήθηκαν με το δικόγραφο αυτό, ήτοι με την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως του κοινοτικού συμφέροντος προς εξέταση των καταγγελθεισών πρακτικών και την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

23      Δεδομένου ότι ο υπό κρίση λόγος δεν στηρίζεται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

 Επί της ελλείψεως εννόμου συμφέροντος

24      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ (ΕΕ L 1, σ. 1).

25      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο κοινοτικός δικαστής μπορεί να εκτιμά, ανάλογα με τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης υποθέσεως, αν η ορθή απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί την επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής, χωρίς να αποφανθεί προηγουμένως επί της αιτιάσεως περί απαραδέκτου που προέβαλε ο καθού (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 2002, C-23/00 P, Συμβούλιο κατά Boehringer, Συλλογή 2002, σ. I-1873, σκέψεις 51 και 52, C-233/02, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-2759, σκέψη 26, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T-171/02, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. ΙΙ-2123, σκέψη 155).

26      Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και χάριν της οικονομίας της διαδικασίας, πρέπει να εξεταστούν κατ’ αρχάς οι λόγοι που προέβαλε η προσφεύγουσα, χωρίς να κριθεί προηγουμένως ο περί απαραδέκτου ισχυρισμός που προέβαλε η Επιτροπή, καθόσον η προσφυγή είναι, εν πάση περιπτώσει και για τους λόγους που θα εκτεθούν κατωτέρω, αβάσιμη.

 Επί της ουσίας

27      Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους που αντλούνται, αντιστοίχως, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως του κοινοτικού συμφέροντος των καταγγελθεισών πρακτικών και από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως του κοινοτικού συμφέροντος προς εξέταση των καταγγελθεισών πρακτικών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

28      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, με την επιστολή της 10ης Δεκεμβρίου 2004, η Επιτροπή αναγνώρισε την έλλειψη νομιμότητας των καταγγελθεισών πρακτικών και την ύπαρξη παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

29      Υποστηρίζει εν συνεχεία ότι η Επιτροπή ούτε ανέφερε ούτε ανέλυσε το εύρος και τις συνέπειες των καταγγελθεισών πρακτικών, περιοριζόμενη στη διαπίστωση ότι αυτές είχαν λάβει χώρα επί του ελληνικού εδάφους.

30      Όσον αφορά τη σοβαρότητα των εν λόγω πρακτικών, η προσφεύγουσα τονίζει ότι τα ποσά που ζητούν οι τρεις οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης είναι υπερβολικά και δεν είναι δίκαια και ότι δεν θα έπρεπε να υπερβαίνουν, χωρίς να έχουν προβληθεί αντικειμενικοί και προσήκοντες λόγοι, τα ποσά που ζητούνται για τα δικαιώματα του δημιουργού.

31      Η προσφεύγουσα επικαλείται περαιτέρω μια απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το δικαστήριο αυτό αποφάσισε να μειώσει τα ποσά που αξίωναν οι τρεις εν λόγω οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης από μια ελληνική αεροπορική εταιρία για τη μετάδοση μουσικής εντός των αεροπλάνων.

32      Η προσφεύγουσα παρατηρεί επίσης ότι έχει πολύ σημαντική εμπορική δραστηριότητα και ότι η παράβαση αφορά τα δικαιώματα τόσο των Ελλήνων όσο και των αλλοδαπών δημιουργών, καθόσον τα δικαιώματα του δημιουργού περιέρχονται σε εταιρίες εγκατεστημένες κυρίως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προσφεύγουσα φρονεί έτσι ότι μπορεί να υπάρξει συνολική αναστάτωση της ευρωπαϊκής αγοράς στον τομέα των δικαιωμάτων του δημιουργού, έστω και αν τα υπερβολικού ύψους δικαιώματα εισπράττονται μόνο στην Ελλάδα.

33      Συναφώς, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι ο τόπος της παραβάσεως δεν μπορεί να αποτελεί μοναδικό κριτήριο για τον καθορισμό του βαθμού της σημασίας της, καθόσον παράβαση των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ μπορεί να διαπιστωθεί, έστω και αν η παράβαση περιορίζεται στο έδαφος ενός κράτους μέλους.

34      Συναφώς, η προσφεύγουσα επικαλείται διάφορες αποφάσεις του Δικαστηρίου, ήτοι, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1989, 395/87, Tournier (Συλλογή 1989, σ. 2521), 110/88, 241/88 και 242/88, Lucazeau κ.λπ. (Συλλογή 1989, σ. 2811), και της 6ης Απριλίου 1995, C-241/91 P και C-242/91 P, RTE και ITP κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. I-743), προκειμένου να αποδείξει ότι το κριτήριο του γεωγραφικού περιορισμού μιας παραβάσεως δεν μπορεί να είναι καθοριστικό για να συναχθεί η έλλειψη κοινοτικού συμφέροντος.

35      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, επιπλέον, ότι, για την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, η παράβαση πρέπει να δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, χωρίς να το έχει κατ’ ανάγκην ήδη επηρεάσει.

36      Η προσφεύγουσα, αναφερόμενη στην απόφαση του Δικαστηρίου, της 6ης Φεβρουαρίου 2003, C‑245/00, SENA (Συλλογή 2003, σ. I‑1251), ισχυρίζεται ότι ο καθορισμός πολύ υψηλότερων και καταχρηστικά δυσανάλογα τιμών για τα συγγενικά δικαιώματα είναι αντίθετος προς τις απαιτήσεις της ομοιομορφίας και αναλογικότητας μεταξύ των κρατών μελών.

37      Η Επιτροπή αντικρούει όλα τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

38      Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τις εξουσίες της Επιτροπής στον τομέα του χειρισμού των καταγγελιών, πρέπει να τονιστεί ότι η εκτίμηση του κοινοτικού συμφέροντος που παρουσιάζει μια καταγγελία που αφορά τον ανταγωνισμό εξαρτάται από τις πραγματικές και νομικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης υποθέσεως, που μπορούν να διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με την υπόθεση, και όχι από προκαθορισμένα κριτήρια υποχρεωτικής εφαρμογής. Επιπλέον, η Επιτροπή, στην οποία έχει ανατεθεί με το άρθρο 85, παράγραφος 1, ΕΚ η αποστολή να μεριμνά για την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, καλείται να καθορίσει και να θέσει σε εφαρμογή την κοινοτική πολιτική ανταγωνισμού και διαθέτει προς τούτο διακριτική εξουσία κατά την εξέταση των καταγγελιών (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Ιανουαρίου 2005, T‑193/02, Piau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑209, σκέψη 80, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, όταν η Επιτροπή αποφασίσει να ορίσει βαθμούς προτεραιότητας στις καταγγελίες που της έχουν υποβληθεί, μπορεί να καθορίσει τη σειρά κατά την οποία θα εξετασθούν οι καταγγελίες και έτσι να αναφερθεί στο κοινοτικό συμφέρον που παρουσιάζει μια υπόθεση ως κριτήριο προτεραιότητας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1992, T-24/90, Automec κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-2223, σκέψεις 83 έως 85, και της 24ης Ιανουαρίου 1995, T-5/93, Tremblay κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-185, σκέψη 60).

40      Η Επιτροπή, όταν εκτιμά το κοινοτικό συμφέρον προς συνέχιση της εξετάσεως μιας υποθέσεως, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και, ιδίως, τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που της παρουσιάζονται με την καταγγελία της οποίας έχει επιληφθεί. Στην Επιτροπή εναπόκειται, μεταξύ άλλων, να σταθμίζει τη σημασία της προβαλλομένης παραβάσεως για τη λειτουργία της κοινής αγοράς, την πιθανότητα να μπορεί να αποδείξει την ύπαρξή της και την έκταση των μέτρων έρευνας που απαιτούνται για να εκπληρώσει η Επιτροπή, υπό τις βέλτιστες προϋποθέσεις, την αποστολή της να μεριμνά για την τήρηση των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου Automec κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 86, Tremblay κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 62, και της 14ης Φεβρουαρίου 2001, T‑62/99, Sodima κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-655, σκέψη 46).

41      Συναφώς, το Πρωτοδικείο οφείλει να εξετάζει, μεταξύ άλλων, αν από την απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή στάθμισε τη σημασία της προσβολής που η προβαλλόμενη παράβαση ενδέχεται να επιφέρει στη λειτουργία της κοινής αγοράς, την πιθανότητα να μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξή της και το εύρος των μέτρων έρευνας που απαιτούνται για να εκπληρώσει η Επιτροπή, υπό τις βέλτιστες προϋποθέσεις, την αποστολή της να μεριμνά για την τήρηση των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ (αποφάσεις Automec κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 86, Tremblay κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 62, και Sodima κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 46).

42      Όσον αφορά την προσβολή της λειτουργίας της κοινής αγοράς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, για να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων πρέπει, βάσει ενός συνόλου νομικών και πραγματικών στοιχείων, να καθιστά δυνατό να πιθανολογηθεί επαρκώς ότι η συμφωνία αυτή μπορεί να ασκήσει άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, επιρροή στα εμπορικά ρεύματα μεταξύ κρατών μελών, κατά τρόπο δυνάμενο να παραβλάψει την υλοποίηση των σκοπών της ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών (απόφαση του Δικαστηρίου, της 11ης Ιουλίου 1985, 42/84, Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2545, σκέψη 22, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Φεβρουαρίου 2002, T‑395/94, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑875, σκέψη 90).

43      Επιπλέον, κάθε σύμπραξη και κάθε πρακτική ικανή να θίξει την ελευθερία του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών κατά τρόπο δυνάμενο να παραβλάψει την υλοποίηση των σκοπών της ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών, στεγανοποιώντας ιδίως τις εθνικές αγορές ή μεταβάλλοντας τη διάρθρωση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Αντιθέτως, οι συμπεριφορές των οποίων τα αποτελέσματα εντοπίζονται στο έδαφος ενός και μόνον κράτους μέλους εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εθνικής έννομης τάξης (απόφαση του Δικαστηρίου, της 31ης Μαΐου 1979, 22/78, Hugin κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 951, σκέψη 17, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T-259/02 έως Τ-264/02 και Τ-271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 162).

44      Ειδικότερα, στον τομέα των δικαιωμάτων του δημιουργού, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν τα αποτελέσματα των προβαλλομένων με μια καταγγελία παραβάσεων γίνονται ουσιωδώς αισθητά στο έδαφος ενός και μόνον κράτους μέλους και όταν των διαφορών μεταξύ του καταγγέλλοντος και του καθού η καταγγελία έχουν επιληφθεί δικαστήρια και αρμόδιες διοικητικές αρχές του κράτους μέλους αυτού, η Επιτροπή δικαιούται να απορρίψει την καταγγελία λόγω ελλείψεως επαρκούς κοινοτικού συμφέροντος προς συνέχιση της εξετάσεως της υποθέσεως, υπό την προϋπόθεση ότι τα δικαιώματα του καταγγέλλοντος μπορούν να προστατευθούν ικανοποιητικά, ιδίως από τα εθνικά δικαστήρια (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Automec κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 86 και 90, Tremblay κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 65 και 74, και BEMIM κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 86).

45      Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στηρίχθηκε σε τρεις λόγους για να καταλήξει στην έλλειψη κοινοτικού συμφέροντος προς εξέταση των καταγγελθεισών πρακτικών. Κατ’ αρχάς, οι πρακτικές αυτές δεν μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές δυσλειτουργίες στην κοινή αγορά. Εν συνεχεία, η Επιτροπή θα έπρεπε να κινήσει πολύπλοκη έρευνα σχετικά με τις συνθήκες της αγοράς για να αποδείξει την ύπαρξη της προβαλλομένης παραβάσεως. Τέλος, η προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων της προσφεύγουσας θα μπορούσε να διασφαλιστεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

46      Πρέπει όμως να τονιστεί ότι, στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε μόνον τον πρώτο από τους λόγους αυτούς. Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα, με την καταγγελία της και με το υπόμνημα απαντήσεως, μνημόνευσε μια απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία είχαν κριθεί υπερβολικά τα ποσά που ζητούσαν ως αντίτιμο για τα συγγενικά δικαιώματα οι τρεις οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης. Βάσει του στοιχείου αυτού μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα διαθέτει επαρκή εθνική δικαστική προστασία, στον βαθμό που η απόφαση αυτού του ελληνικού δικαστηρίου επέλυσε τις διαφορές που απορρέουν από τις καταγγελθείσες παραβάσεις.

47      Κατά συνέπεια, η ανάλυση του Πρωτοδικείου πρέπει να περιοριστεί στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία αμφισβητεί την έλλειψη προσβολής του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, ισχυριζόμενη ότι η επιβολή αντιτίμου υπερβολικού ύψους για τα συγγενικά δικαιώματα αποτελεί πρακτική δυνάμενη να επηρεάσει την κοινή αγορά κατά την έννοια των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, έστω και αν περιορίζεται στο ελληνικό έδαφος.

48      Συναφώς, η Επιτροπή θεώρησε, πρώτον, ότι όλα τα εμπλεκόμενα στην υπόθεση μέρη είχαν την έδρα τους και ασκούσαν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα, δεύτερον, ότι ήταν απίθανο οι δραστηριότητες των τριών οργανισμών συλλογικής διαχείρισης να μπορούν να επεκταθούν σε άλλες χώρες και, τρίτον, ότι οι χρήστες της μουσικής είχαν την ελληνική ιθαγένεια και οι τρεις οργανισμοί διαχείρισης είχαν αρμοδιότητα περιοριζόμενη στο ελληνικό έδαφος.

49      Πρέπει να τονισθεί εκ προοιμίου ότι από κανένα από τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι οι καταγγελθείσες πρακτικές ασκούν επιρροή στα εμπορικά ρεύματα μεταξύ κρατών μελών δυνάμενη να παραβλάψει την υλοποίηση των σκοπών της ενιαίας αγοράς. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα επικαλείται απλώς τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι εταιρίες διαχείρισης των δικαιωμάτων του δημιουργού και οι χρήστες της μουσικής στην Ελλάδα και σε όλα τα κράτη μέλη και δεν μπορεί να στηρίξει τους ισχυρισμούς της ή, τουλάχιστον, να προσκομίσει ικανά προς τούτο στοιχεία.

50      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι απορρέουν σημαντικές δυσλειτουργίες της κοινής αγοράς από το γεγονός ότι τα δικαιώματα των Ελλήνων και αλλοδαπών δημιουργών περιέρχονται σε εταιρίες εγκατεστημένες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αρμοδιότητα των τριών οργανισμών συλλογικής διαχείρισης περιορίζεται στο ελληνικό έδαφος και ότι, κατά συνέπεια, οι υφιστάμενοι την απορρέουσα από τις καταγγελθείσες πρακτικές προβαλλόμενη ζημία είναι ουσιαστικά οι χρήστες μουσικής στο ελληνικό έδαφος και οι Έλληνες δημιουργοί.

51      Όσον αφορά τα επιχειρήματα ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι οι παραβάσεις που περιορίζονται στο έδαφος ενός κράτους μέλους μπορούν να συνιστούν παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, πρέπει να τονιστεί ότι, στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις αυτές, ο επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών απέρρεε είτε από συνεννόηση μεταξύ ημεδαπών εταιριών διαχείρισης δικαιωμάτων του δημιουργού, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη συστηματική άρνηση άμεσης πρόσβασης των αλλοδαπών χρηστών στο ρεπερτόριό τους (προπαρατεθείσες αποφάσεις Lucazeau κ.λπ., σκέψη 17, και Tournier, σκέψη 23), είτε από τον αποκλεισμό κάθε δυνητικού ανταγωνισμού στη γεωγραφική αγορά την οποία συνιστούσε ένα κράτος μέλος (προπαρατεθείσα απόφαση RTE και ITP κατά Επιτροπής, σκέψη 70). Κατά συνέπεια, οι υποθέσεις των οποίων έγινε επίκληση δεν παρουσιάζουν κοινά σημεία με την υπό κρίση υπόθεση.

52      Όσον αφορά την προβαλλόμενη απαίτηση ομοιομορφίας και αναλογικότητας μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά το αντίτιμο για τα συγγενικά δικαιώματα, που διαλαμβάνεται στην προπαρατεθείσα απόφαση SENA, πρέπει να τονιστεί ότι με την απόφαση αυτή (σκέψη 34) το Δικαστήριο έκρινε, αντιθέτως, ότι δεν υφίσταται κοινοτικός ορισμός της δίκαιης αμοιβής, ούτε αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούντες τον καθορισμό, εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή, κανόνων προσδιορισμού μιας τέτοιας αμοιβής.

53      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή αναγνώρισε την ύπαρξη παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, από την επιστολή της 10ης Δεκεμβρίου 2004 και από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει σαφέστατα ότι το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο, καθόσον η Επιτροπή ουδόλως αναγνώρισε ότι υφίσταται τέτοια παράβαση.

54      Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται η ενεστώσα ή δυνητική ύπαρξη σημαντικών δυσλειτουργιών στην κοινή αγορά.

55      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θεωρώντας ότι οι πρακτικές τις οποίες κατήγγειλε η προσφεύγουσα παρήγαν τα αποτελέσματά τους σε μεγάλο βαθμό ή ακόμη και εξ ολοκλήρου στην ελληνική αγορά και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορούσαν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

56      Επομένως, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

57      Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε επί όλων των υπομνημάτων και των συμπληρωματικών της καταγγελίας στοιχείων που κατ’ επανάληψη υπέβαλε, μολονότι είχε νόμιμη υποχρέωση να εξετάσει όλους τους προβληθέντες λόγους και να αποφανθεί επί του βασίμου τους.

58      Επιπλέον, η Επιτροπή, στηριζόμενη μόνο στην προπαρατεθείσα απόφαση Automec κατά Επιτροπής, υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας.

59      Η Επιτροπή αντικρούει όλα τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

60      Όταν η Επιτροπή αρνείται να εξετάσει περαιτέρω μια καταγγελία υπέχει υποχρέωση αιτιολογήσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Sodima κατά Επιτροπής, σκέψη 41). Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξης πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της και από αυτήν πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου. Η τήρηση των απαιτήσεων αυτών πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, προκειμένου να μπορούν να υπερασπίζουν τα δικαιώματά τους, και στο αρμόδιο δικαστήριο να ασκεί έλεγχο νομιμότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2003, T-228/99 και T-233/99, Westdeutsche Landesbank Girozentrale και Land Nordrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ.. II-435, σκέψη 278· της 14ης Ιανουαρίου 2004, T-109/01, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-127, σκέψη 119, και της 7ης Ιουνίου 2006, T-213/01, Österreichische Postsparkasse και Bank für Arbeit und Wirtschaft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. ΙΙ-1601, σκέψη 134).

61      Επιπλέον, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση εφ’ όλων των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι προς στήριξη της καταγγελίας τους. Αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που είναι ουσιώδεις για την όλη οικονομία της αποφάσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, T-387/94, Asia Motor Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-961, σκέψη 104, και Sodima κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 44).

62      Εν προκειμένω, όσον αφορά τα επιχειρήματα με τα οποία η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε θέση εφ’ όλων των προβληθέντων στοιχείων και επιχειρημάτων και ότι έλαβε υπόψη μόνον την προπαρατεθείσα απόφαση Automec κατά Επιτροπής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή όφειλε μόνο να εκθέσει τις νομικές εκτιμήσεις που ήσαν ουσιώδεις για τη λήψη αποφάσεως.

63      Συγκεκριμένα, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ανέφερε σαφώς το συγκεκριμένο αιτιολογικό της απόρριψης της καταγγελίας, εκθέτοντας τους συγκεκριμένους λόγους που υπαγόρευσαν την εκτίμησή της.

64      Κατ’ αρχάς, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι οι προβαλλόμενες παραβάσεις δεν ήσαν ικανές να προκαλέσουν δυσλειτουργίες της κοινής αγοράς. Συναφώς, ανέφερε με την απαιτούμενη σαφήνεια τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορούσε να συναχθεί η έλλειψη προσβολής του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, ιδίως το γεγονός ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη είχαν την έδρα τους και ασκούσαν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα.

65      Εν συνεχεία, τόνισε το εύρος και την πολυπλοκότητα των μέτρων έρευνας, αναφέροντας ακριβώς την πληθώρα των συγκεκριμένων μέτρων που έπρεπε να λάβει για να αποδείξει τις προβαλλόμενες συμπράξεις και την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως και σημειώνοντας ότι τα μέτρα αυτά ήσαν δυσανάλογα προς τη σημασία της παραβάσεως.

66      Τέλος, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει την υπόθεση ενώπιον των αρμόδιων για τον ανταγωνισμό εθνικών αρχών, διευκρινίζοντας ότι υφίσταται συντρέχουσα αρμοδιότητα μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών αυτών όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

67      Επομένως, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας της απορριπτικής αποφάσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

68      Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

69      Κατόπιν των προεκτεθέντων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

70      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την AEΠI Ελληνική Εταιρία προς Προστασίαν της Πνευματικής Ιδιοκτησίας AE στα δικαστικά έξοδα.



Legal

Vadapalas

Wahl

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουλίου 2007.



Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      H. Legal


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.