Language of document : ECLI:EU:T:2007:226

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2007 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Σύμβαση σχετικά με το σχέδιο αναπτύξεως τεχνολογίας για την παραγωγή αδιάβροχου δέρματος – Επιστροφή προκαταβληθέντων ποσών – Τόκοι – Ερήμην διαδικασία»

Στην υπόθεση T‑312/05,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου, επικουρούμενο από τον Δ. Νικόπουλο, δικηγόρο,

ενάγουσα,

κατά

Ευφροσύνης Αλεξιάδου, κατοίκου Θεσσαλονίκης (Ελλάδα),

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή ασκηθείσα από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 238 ΕΚ προς επιστροφή της εκ μέρους της καταβληθείσας προκαταβολής στην εναγομένη στο πλαίσιο συμβάσεως σχετικά με το σχέδιο αναπτύξεως τεχνολογίας για την παραγωγή αδιάβροχου δέρματος (σύμβαση G1ST-CT-2002-50227),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Legal, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka και E. Moavero Milanesi, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, συνήψε στις 10 Ιουλίου 2002 τη σύμβαση G1ST-CT-2002-50227 (στο εξής: σύμβαση) με κοινοπραξία περιλαμβάνουσα την ιταλική εταιρία Sicerp, ως συντονιστή του σχεδίου (στο εξής: συντονιστής), και 9 άλλους συμβαλλομένους, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η επιχείρηση Αλεξιάδου Ευφροσύνη (ALEX), με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από την Ε. Αλεξιάδου (στο εξής: εναγομένη).

2        Η σύμβαση προβλέπει την υλοποίηση του σχεδίου «Cold plasma treatment for new, high-quality water repellent leathers: innovative, eco-friendly technology to enhance product performances and the competitiveness of the European tanneries» (Κατεργασία νέου αδιάβροχου δέρματος υψηλής ποιότητας με ψυχρό πλάσμα: καινοτόμος και μη ρυπογόνος τεχνολογία για μεγαλύτερες επιδόσεις του προϊόντος και μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βυρσοδεψείων, στο εξής: σχέδιο) και εντάσσεται στο πλαίσιο της αποφάσεως 1999/169/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 1999, για τη θέσπιση ειδικού προγράμματος έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως με θέμα «Ανταγωνιστική και αειφόρος οικονομική ανάπτυξη» (1998-2002) (EE L 64, σ. 40), η οποία υπάγεται με τη σειρά της στο πέμπτο πρόγραμμα πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για δράσεις έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και επιδείξεως (1998-2002), το οποίο καταρτίστηκε με την απόφαση 182/1999/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1998 (EE 1999, L 26, σ. 1).

3        Η σύμβαση έχει συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και διέπεται, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, αυτής, από το βελγικό δίκαιο. Περιέχει δύο παραρτήματα τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της. Το παράρτημα I αφορά την τεχνική περιγραφή του σχεδίου, το δε παράρτημα II τους γενικούς όρους που διέπουν τη σύμβαση (στο εξής: γενικοί όροι).

4        Το άρθρο 5, παράγραφος 2, της συμβάσεως περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 238 ΕΚ, η οποία έχει ως εξής:

«Το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, σε περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αποκλειστικά αρμόδια να επιλαμβάνονται των διαφορών μεταξύ, αφενός, της Κοινότητας και, αφετέρου, των συμβαλλομένων σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή και την ερμηνεία της παρούσας συμβάσεως.»

5        Σχετικά με την οικονομική συνεισφορά της Κοινότητας, το άρθρο 3, των γενικών όρων προβλέπει:

«1.      Η οικονομική συνεισφορά της Κοινότητας πρέπει να καταβληθεί σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

a)      Η Επιτροπή καταβάλλει αρχική προκαταβολή εντός 60 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία της τελευταίας υπογραφής εκ μέρους των συμβαλλομένων. Ο συντονιστής επιμερίζει την προκαταβολή σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον λεπτομερή ενδεικτικό πίνακα των πληρωτέων εξόδων.

[…]

3.      Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 26 του παρόντος παραρτήματος, όλες οι πληρωμές λογίζονται ως προκαταβολές μέχρις εγκρίσεως της τελικής εκθέσεως.

[…]

5. Μετά την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως ή της καταγγελίας αυτής ή του πέρατος της συμμετοχής ενός συμβαλλομένου, η Επιτροπή δύναται ή οφείλει, κατά περίπτωση, να ζητήσει από τον συμβαλλόμενο, εφόσον αποκαλύφθηκε επ’ ευκαιρία δημοσιονομικού ελέγχου απάτη ή σοβαρή δημοσιονομική παρατυπία, την επιστροφή όλων των ποσών που του καταβλήθηκαν στα πλαίσια της χρηματοδοτικής συνεισφοράς της Κοινότητας. Στα οφειλόμενα ποσά προστίθενται τόκοι με οριζόμενο από την [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα] επιτόκιο για τις βασικές πράξεις της αναχρηματοδοτήσεως κατά την πρώτη ημέρα του μηνός της λήψεως των κεφαλαίων από τον συμβαλλόμενο, προσαυξημένο κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες, για το χρονικό διάστημα μεταξύ της λήψεως των κεφαλαίων και της επιστροφής τους.»

6        Το άρθρο 7, παράγραφος 8, των γενικών όρων ορίζει:

[…]

Και μετά την καταγγελία της συμβάσεως ή το πέρας της συμμετοχής του συμβαλλομένου, οι ακόλουθες ρήτρες εξακολουθούν να παράγουν τα έννομα αποτελέσματά τους, υπό την επιφύλαξη των ορίων που προκύπτουν ενδεχομένως από τη σύμβαση:

–        άρθρα 5, 6 και 8 της συμβάσεως,

[…]».

7        Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 της συμβάσεως, το σύνολο των επιλεξίμων δαπανών του σχεδίου καθορίστηκε σε 1 665 513 ευρώ και το συνολικό ύψος της χρηματοδοτικής συμμετοχής της Κοινότητας σε 832 362 ευρώ. Η Επιτροπή όφειλε να καταβάλει αρχική προκαταβολή ύψους 332 944 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό του συντονιστή, με την υποχρέωση του τελευταίου να την επιμερίσει μεταξύ των διαφόρων συμβαλλομένων σύμφωνα με τα στοιχεία του λεπτομερούς ενδεικτικού πίνακα των πληρωτέων δαπανών που περιλαμβάνονται στη σύμβαση.

8        Όπως προκύπτει από τον λεπτομερή ενδεικτικό πίνακα των πληρωτέων δαπανών, οι επιλέξιμες δαπάνες της εναγομένης είχαν εκτιμηθεί ως ανερχόμενες σε 61 105 ευρώ. Η συνολική συμμετοχή της Κοινότητας περιοριζόταν σε 3 000 ευρώ. Είχε προβλεφθεί καταβολή προκαταβολής ύψους 1 200 ευρώ.

9        Ο συντονιστής κατέθεσε στις 13 Σεπτεμβρίου 2002 στον λογαριασμό της εναγομένης το ποσό των 23 036,31 ευρώ με την ακόλουθη γνωστοποίηση: «προκαταβολή σχέδιο plasmaleather G1ST CT 2002/50227».

10      Στις 30 Σεπτεμβρίου 2002, η εναγομένη απευθύνθηκε εγγράφως στην επιχείρηση UNIC SERVIZI, επιφορτισμένη να επικουρεί τον συντονιστή κατά τη διοικητική διαχείριση του σχεδίου, προκειμένου να την ενημερώσει ως προς το ότι είχε παύσει να παράγει δερμάτινα είδη και είχε την πρόθεση να αποσυρθεί από το σχέδιο.

11      Με έγγραφα της 4ης και της 25ης Νοεμβρίου 2002, ο συντονιστής αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να επιδιώξει την απόδοση της καταβληθείσας προκαταβολής.

12      Με έγγραφο της 13ης Δεκεμβρίου 2002 που απηύθυνε στην επιχείρηση UNIC SERVIZI, η εταιρία Elkede, συμμετέχουσα στο σχέδιο ως υπεύθυνη εκτελέσεως του προγράμματος έρευνας και τεχνολογικής αναπτύξεως, αναφέρθηκε σε τηλεφωνική συνομιλία που είχε με την εναγομένη σχετικά με την επιστροφή των προκαταβληθέντων ποσών και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να κινηθεί ένδικη διαδικασία.

13      Με έγγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 2002, ο συντονιστής ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με την πρόθεση της εναγομένης να μη συμμετέχει πλέον στο πρόγραμμα, καθώς και με τις άκαρπες απόπειρες του ιδίου προς αναζήτηση της προκαταβολής.

14      Η Επιτροπή απηύθυνε στην εναγομένη στις 20 Δεκεμβρίου 2002 το ένταλμα εισπράξεως αριθ. S12.276983 ποσού ύψους 23 036,31 ευρώ αντιστοιχούντων στην καταβληθείσα προκαταβολή. Το ένταλμα εισπράξεως αναφερόταν στην «απόσυρση» της εναγομένης.

15      Η Επιτροπή εξέδωσε στις 13 Ιανουαρίου 2003 το χρεωστικό σημείωμα αριθ. 3240409847 για ποσό ύψους 23 036,31 ευρώ εις βάρος της εναγομένης, καλώντας την να το εμβάσει μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2003 το αργότερο, αναφερόμενη στην καταβολή τόκων υπερημερίας από της ημερομηνίας αυτής.

16      Με συστημένη επιστολή της 13ης Μαΐου 2003, η Επιτροπή προέβη σε υπόμνηση προς την εναγομένη σχετικά με το επίδικο χρέος. Η εν λόγω επιστολή επεστράφη στην Επιτροπή από τις ελληνικές ταχυδρομικές υπηρεσίες με τη μνεία «μη παραληφθείσα».

17      Με συστημένη επιστολή της 26ης Ιουνίου 2003, η Επιτροπή απηύθυνε προς την εναγομένη και δεύτερη υπόμνηση σχετικά με το επίδικο χρέος και τους συναφείς τόκους. Και η εν λόγω επιστολή επεστράφη στην Επιτροπή από τις ελληνικές ταχυδρομικές υπηρεσίες με τη μνεία «μη παραληφθείσα».

18      Ο φάκελος της εναγομένης διαβιβάστηκε στη νομική υπηρεσία της Επιτροπής στις 27 Νοεμβρίου 2003.

 Διαδικασία

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 9 Αυγούστου 2005, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

20      Η εναγομένη, στην οποία επιδόθηκε το δικόγραφο της αγωγής, δεν κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Στις 10 Φεβρουαρίου 2006 η Επιτροπή ζήτησε από το Πρωτοδικείο να δεχθεί τα αιτήματά της, σύμφωνα με το άρθρο 122, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Η Γραμματεία επέδωσε τη σχετική αίτηση στην εναγομένη.

21      Κατόπιν αυτού, το Πρωτοδικείο οφείλει να αποφανθεί ερήμην. Δεδομένου ότι ουδόλως αμφισβητείται το παραδεκτό, τηρήθηκαν δε όλοι οι τύποι, στο ίδιο εναπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 122, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να ελέγξει αν τα αιτήματα της ενάγουσας παρίστανται βάσιμα.

22      Η Επιτροπή κλήθηκε, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, να απαντήσει σε γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, αίτημα το οποίο ικανοποιήθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

23      Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι διαθέτει επαρκή στοιχεία προκειμένου να εκδώσει ερήμην απόφαση, χωρίς να συντρέχει λόγος για προφορική διαδικασία.

 Αιτήματα της Επιτροπής

24      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να υποχρεώσει την εναγομένη στην καταβολή υπέρ της Επιτροπής του ποσού των 26 068,11 ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν στο χρέος ύψους 23 036,31 ευρώ του κεφαλαίου και στο ποσό των 3 031,80 ευρώ των οφειλόμενων για το χρονικό διάστημα από 1ης Μαρτίου 2003 έως 31 Αυγούστου 2005 ποσό των τόκων υπερημερίας·

–        να υποχρεώσει την εναγομένη να καταβάλει στην Επιτροπή τόκους υπερημερίας ύψους 3,31 ευρώ ημερησίως, από 1ης Σεπτεμβρίου 2005, και μέχρι πλήρους καταβολής του συνόλου της οφειλής·

–        να καταδικάσει την εναγομένη στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επιχειρήματα της Επιτροπής

25      Η Επιτροπή αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, των γενικών όρων, υπογραμμίζοντας ότι η σχετική ρήτρα πρέπει να ερμηνευθεί σε σχέση με τις λοιπές ρήτρες της συμβάσεως και των παραρτημάτων της, καθώς και υπό το φως των αρχών της καλής πίστεως και της χρηστής εμπορικής πρακτικής που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του εφαρμοστέου επί της διαφοράς βελγικού δικαίου. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι το αίτημά της ισοδυναμεί με άσκηση των συμβατικών και των νομίμων δικαιωμάτων της λόγω της παράνομης και αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγομένης.

26      Εξ αυτού συνάγει ότι, αφ’ ης στιγμής αποδεικνύεται ότι η εναγομένη, αφενός, δεν συμμετέσχε σε καμία δραστηριότητα έρευνας στο πλαίσιο του ανωτέρω σχεδίου και, αφετέρου, δεν χρησιμοποίησε το ποσό της επίδικης προκαταβολής προς διενέργεια οποιασδήποτε δραστηριότητας έρευνας στο πλαίσιο του ιδίου σχεδίου, παρακρατεί παρανόμως, και κατά παράβαση της σύμβασης, προκαταβολή ύψους 23 036,31 ευρώ.

27      Περαιτέρω, οφείλονται τόκοι υπερημερίας από την ημερομηνία λήξεως, και συγκεκριμένα από τις 28 Φεβρουαρίου 2003, του χρεωστικού σημειώματος που απηύθυνε η Επιτροπή προς την εναγομένη στις 13 Ιανουαρίου 2002, με επιτόκιο ύψους 5,25 %.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

28      Οι ανακύπτουσες κατά την εκτέλεση συμβάσεως διαφορές πρέπει να επιλύονται κατ’ αρχήν με βάση τις συμβατικές ρήτρες (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Μαΐου 2001, T‑68/99, Toditec κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1443, σκέψη 77, και της 15ης Μαρτίου 2005, T‑29/02, GEF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑835, σκέψη 108).

29      Έτσι, η ερμηνεία της συμβάσεως υπό το φως των διατάξεων του βελγικού δικαίου δικαιολογείται μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς το περιεχόμενο της συμβάσεως ή της σημασίας ορισμένων από τις ρήτρες της. Στο πλαίσιο της κατ’ ουσίαν έρευνας, μπορεί να προσδιοριστεί αν, και ενδεχομένως σε ποιον βαθμό, είναι αναγκαία η προσφυγή σε ορισμένες διατάξεις του βελγικού δικαίου προκειμένου να εκτιμηθεί η έκταση των βαρυνουσών εν προκειμένω τους συμβαλλομένους υποχρεώσεων. Ως εκ τούτου, το βάσιμο της αγωγής της Επιτροπής πρέπει να εξεταστεί υπό το φως των συμβατικών διατάξεων και μόνο, χωρίς προσφυγή στο βελγικό δίκαιο, παρά μόνο σε περίπτωση κατά την οποία οι οικείες συμβατικές διατάξεις δεν οδηγούν στην επίλυση της διαφοράς.

30      Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο συντονιστής προέβη στην πληρωμή 23 036,31 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό της εναγομένης στις 13 Σεπτεμβρίου 2002. Ο συντονιστής ενήργησε δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο e, της συμβάσεως, η οποία τον υποχρέωνε να επιμερίσει εντός προθεσμίας 30 ημερών την καταβληθείσα από την Επιτροπή προκαταβολή μεταξύ των συμμετεχόντων στο σχέδιο. Ερωτηθείσα από το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της δίκης, σχετικά με την υφιστάμενη απόκλιση μεταξύ του ποσού των 23 036,31 ευρώ που έλαβε στην πραγματικότητα η εναγομένη και του ποσού των 1 200 ευρώ που έπρεπε να της καταβληθούν ως προκαταβολή, κατ’ εφαρμογήν του λεπτομερούς ενδεικτικού πίνακα των πληρωτέων εξόδων ο οποίος περιλαμβανόταν στη σύμβαση, η Επιτροπή απάντησε ότι η διαφορά εξηγούνταν από το γεγονός ότι η εναγομένη, ως συμβαλλομένη, μπορούσε επίσης να λάβει ποσά τα οποία θα κατέβαλε η ίδια σε υπεργολάβους εμπλεκόμενους στο σχέδιο.

31      Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, των γενικών όρων, όλες οι πραγματοποιούμενες από την Επιτροπή πληρωμές λογίζονται ως προκαταβολές μέχρι την έγκριση της τελικής εκθέσεως.

32      Η Επιτροπή στηρίζει το αίτημά της περί επιστροφής στο άρθρο 3, παράγραφος 5, των γενικών όρων. Περαιτέρω υπογραμμίζει ότι το αίτημά της εντάσσεται στα πλαίσια της ασκήσεως των συμβατικών και νόμιμων δικαιωμάτων της.

33      Πρώτον, όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 5, των γενικών όρων, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η σχετική ρήτρα τυγχάνει εφαρμογής μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικώς δύο προϋποθέσεις, αφορώσες, αφενός, τη λήξη της συμβάσεως, την καταγγελία αυτής ή το πέρας της συμμετοχής ενός αντισυμβαλλομένου και, αφετέρου, την άσκηση δημοσιονομικού ελέγχου αποκαλύπτοντος την ύπαρξη απάτης ή σοβαρής δημοσιονομικής παρατυπίας. Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, η Επιτροπή, ερωτηθείσα στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, δέχεται ότι δεν προέβη σε δημοσιονομικό έλεγχο, εκτιμώντας ότι η έλλειψη οποιασδήποτε δηλώσεως περί δαπάνης εκ μέρους της εναγομένης καθιστούσε άνευ αντικειμένου τη χρήση παρόμοιου μέτρου ελέγχου.

34      Ωστόσο, όπως προκύπτει από την ανάγνωση του άρθρου 3, παράγραφος 5, των γενικών όρων, η διενέργεια δημοσιονομικού ελέγχου δεν αποτελεί ευχέρεια επαφιέμενη στην κρίση της Επιτροπής, αλλά προϋπόθεση για τη χρήση της σχετικής ρήτρας προκειμένου να θεμελιωθεί δικαίωμα επιστροφής των καταβληθέντων σε έναν από τους συμβαλλομένους ποσών. Κατά συνέπεια, και χωρίς να απαιτείται να ελεγχθεί αν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 3, παράγραφος 5, των γενικών όρων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ανωτέρω ρήτρα δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

35      Η ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 5, των γενικών όρων, σε συνδυασμό με τις λοιπές ρήτρες της συμβάσεως και των παραρτημάτων της, δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από την ερμηνεία αυτή, ο ίδιος ο στόχος της οικείας ρήτρας έγκειται στη θέσπιση υποχρεώσεως επιστροφής σε περίπτωση δημοσιονομικής παρατυπίας ή απάτης σημειωθείσας επ’ ευκαιρία δημοσιονομικού ελέγχου, ενώ άλλες ρήτρες των γενικών όρων, ειδικότερα δε του άρθρου 7, παράγραφος 6, στοιχείο a, αυτών, του οποίου δεν έγινε επίκληση, έχουν ακριβώς ως αντικείμενο τη θέσπιση υποχρεώσεως επιστροφής σε περιπτώσεις όπου παρόμοιο μέτρο ελέγχου δεν απαιτείται, ιδίως δε σε περίπτωση αποσύρσεως συμβαλλομένου.

36      Οι αναφορές της Επιτροπής στις αρχές της καλής πίστεως και της χρηστής εμπορικής πρακτικής κατά το εφαρμοστέο επί της συμβάσεως βελγικό δίκαιο δεν ασκούν επιρροή για τους προαναφερθέντες στις σκέψεις 28 και 29 λόγους, καθόσον ουδεμία υφίσταται αμφιβολία, ως προς την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 5, των γενικών όρων, οπότε ουδείς λόγος παραπομπής στο βελγικό δίκαιο συντρέχει.

37      Δεύτερον, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το αίτημά της εντάσσεται στην άσκηση των συμβατικών και νόμιμων δικαιωμάτων της, λόγω της παράνομης και μη σύμφωνης προς τη σύμβαση συμπεριφοράς της εναγομένης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Πράγματι, παρόμοια αφηρημένη επίκληση δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως παραπομπή στο άρθρο 7, παράγραφος 6, στοιχείο a, των γενικών όρων και δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, καθόσον δεν είναι αρκετά σαφής και ακριβής, ώστε να μπορεί ο μεν εναγόμενος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της αγωγής, χωρίς να χρειαστεί ενδεχομένως πρόσθετες πληροφορίες (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑352/94, Mo Och Domsjö κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1989, σκέψεις 333 και 334).

38      Υπό το φως των προηγηθεισών σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της Επιτροπής περί επιστροφής των καταβληθεισών προκαταβολών. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί και το αίτημα περί καταβολής τόκων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

39      Επειδή η Επιτροπή ηττήθηκε ως προς τα αιτήματά της, φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.



Legal

Wiszniewska-Białecka

Moavero Milanesi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουλίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      H. Legal


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.