Language of document : ECLI:EU:T:2007:221

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2007 (*)

«Προσωπικό απασχολούμενο στην κοινή επιχείρηση JET – Εφαρμογή διαφορετικού νομικού καθεστώτος από αυτό των έκτακτων υπαλλήλων – Αποκατάσταση της υλικής ζημίας»

Στην υπόθεση T‑45/01,

Stephen G. Sanders, κάτοικος Oxon (Ηνωμένο Βασίλειο) και οι 94 αιτούντες τα ονόματα των οποίων παρατίθενται στο παράρτημα, εκπροσωπούμενοι αρχικώς από τους P. Roth, QC, I. Hutton, Ε. Μητροφάνους και A. Howard, barristers, στη συνέχεια από τους P. Roth, I. Hutton και B. Lask, barrister,

αιτούντες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον J. Currall,

καθής,

υποστηριζομένης από

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τους J.-P. Hix και A. Pilette, στη συνέχεια από τους J.-P. Hix και B. Driessen,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο τον καθορισμό, κατόπιν της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 5ης Οκτωβρίου 2004, T-45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. ΙΙ-3315), του ποσού της αποζημιώσεως που οφείλεται για την αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας που υπέστη καθένας από τους αιτούντες λόγω του ότι δεν προσελήφθη ως έκτακτος υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την άσκηση της δραστηριότητάς του στο πλαίσιο της κοινής επιχειρήσεως Joint European Torus (JET),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους B. Vesterdorf, Πρόεδρο, M. Jaeger και H. Legal, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Μαρτίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς και διαδικασία

1         Με την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, T-45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. ΙΙ-3315, στο εξής: παρεμπίπτουσα απόφαση), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή, παραλείποντας, κατά παράβαση του καταστατικού της κοινής επιχειρήσεως Joint European Tours (JET), να προτείνει στους αιτούντες συμβάσεις έκτακτων υπαλλήλων, προέβη υπαιτίως σε παράνομη ενέργεια ικανή να θεμελιώσει την ευθύνη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ότι λόγω αυτής της παράνομης ενέργειας απώλεσαν μια σοβαρή ευκαιρία να προσληφθούν ως έκτακτοι υπάλληλοι και ότι η ζημία που υπέστησαν απορρέει από τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών, των συναφών ωφελημάτων και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που οι ενδιαφερόμενοι θα είχαν εισπράξει ή αποκτήσει, εάν είχαν εργασθεί για το σχέδιο JET υπό την ιδιότητα των έκτακτων υπαλλήλων, και των αποδοχών, των συναφών ωφελημάτων και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που οι ενδιαφερόμενοι όντως εισέπραξαν ή απέκτησαν ως προσωπικό επί συμβάσει (σκέψεις 142, 158 και 167 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως).

2        Το Πρωτοδικείο, αφού έκρινε ότι οι αιτούντες όφειλαν να υποβάλουν τις αιτήσεις τους περί αποζημιώσεως εντός εύλογης προθεσμίας, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη από το χρονικό σημείο κατά το οποίο έλαβαν γνώση της καταστάσεως για την οποία διαμαρτύρονται, αποφάνθηκε ότι η οφειλόμενη αποζημίωση έπρεπε να υπολογισθεί, για κάθε αιτούντα, από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της παλαιότερης συναφθείσας ή ανανεωθείσας συμβάσεως που τον αφορά, λαμβανομένου υπόψη ότι η ημερομηνία αυτή δεν πρέπει να προηγείται πλέον των πέντε ετών της ημερομηνίας υποβολής στην Επιτροπή της αιτήσεώς του περί αποζημιώσεως (σκέψη 72 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως).

3        Επειδή το Πρωτοδικείο δεν ήταν σε θέση να καθορίσει την αποζημίωση που οφειλόταν σε καθένα από τους αιτούντες, η παρεμπίπτουσα απόφαση (σκέψη 170 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως) όρισε τις αρχές και τα κριτήρια βάσει των οποίων οι διάδικοι καλούνταν να επιδιώξουν την επίτευξη συμφωνίας, στη δε αντίθετη περίπτωση έπρεπε να διαβιβάσουν στο Πρωτοδικείο τα αιτήματά τους συνοδευόμενα από συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία.

4        Συναφώς, οι διάδικοι όφειλαν:

1)      να καθορίσουν τη θέση και τον βαθμό που θα αντιστοιχούσαν στα καθήκοντα τα οποία θα ασκούσε καθένας από τους αιτούντες, εάν του είχε προσφερθεί σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της παλαιότερης συναφθείσας ή ανανεωθείσας συμβάσεως που τον αφορά, λαμβανομένου υπόψη ότι η ημερομηνία αυτή δεν πρέπει να προηγείται πλέον των πέντε ετών της ημερομηνίας υποβολής στην Επιτροπή της αιτήσεώς του περί αποζημιώσεως (σκέψεις 169 και 171 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως)·

2)      να προβούν σε ανασύσταση της σταδιοδρομίας καθενός από τους ενδιαφερομένους, από την πρόσληψή του έως την προαναφερθείσα περίοδο των πέντε τελευταίων ετών, κατ’ ανώτατο όριο, λαμβάνοντας υπόψη:

την κατά μέσον όρο αύξηση των αποδοχών για την αντίστοιχη θέση και τον αντίστοιχο βαθμό ενός υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ), ο οποίος εργάζεται ενδεχομένως στη JET, καθώς και

τις ενδεχόμενες προαγωγές που θα μπορούσε να λάβει ο ενδιαφερόμενος κατά την ως άνω περίοδο, βάσει του βαθμού και της θέσεως που θα κατείχε, κατ’ εφαρμογήν του μέσου όρου των προαγωγών που χορηγούνται στους εκτάκτους υπαλλήλους της ΕΚΑΕ που βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση (σκέψη 172 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως)·

3)      να συγκρίνουν την κατάσταση ενός εκτάκτου υπαλλήλου των Κοινοτήτων και ενός επί συμβάσει υπαλλήλου βάσει καθαρών ποσών, κατόπιν αφαιρέσεως των κρατήσεων ή άλλων εισφορών που επιβάλλονται σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία (σκέψη 173 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως).

5        Το Πρωτοδικείο διευκρίνισε ότι το χρονικό διάστημα για το οποίο πρέπει να υπολογιστεί η αποζημίωση άρχιζε από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της παλαιότερης συναφθείσας ή ανανεωθείσας συμβάσεως εντός των πέντε ετών που προηγήθηκαν της ημερομηνίας υποβολής της αιτήσεως περί αποζημιώσεως και έληγε κατά την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος έπαυσε να εργάζεται για το σχέδιο JET, εφόσον η ημερομηνία αυτή ήταν προγενέστερη της ημερομηνίας λήξεως του σχεδίου, ήτοι της 31ης Δεκεμβρίου 1999, είτε κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία, εάν ο ενδιαφερόμενος εργάσθηκε για το σχέδιο JET μέχρι τη λήξη του εν λόγω σχεδίου (σκέψη 174 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως).

6        Τέλος, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, δεδομένου ότι η αποζημίωση αποσκοπεί στην αντιστάθμιση της απώλειας αποδοχών και συναφών ωφελημάτων που καλύπτονται από το πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και υπολογίζεται λαμβανομένου υπόψη του κοινοτικού φόρου, η εν λόγω αποζημίωση απαλλάσσεται κάθε φόρου και δεν μπορεί να υποβληθεί σε εθνικούς φόρους (σκέψη 176 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως).

7        Δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν κατέληξαν σε συμφωνία ως προς το ακριβές ποσό της αποζημιώσεως που οφειλόταν σε καθέναν από τους αιτούντες, διαβίβασαν στο Πρωτοδικείο, στις 28 Οκτωβρίου 2005, τα αιτήματά τους συνοδευόμενα από συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία.

8        Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που κοινοποιήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2006, το Πρωτοδικείο ζήτησε από τους διαδίκους, σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κανονισμού του Διαδικασίας, πληροφοριακά στοιχεία και διευκρινίσεις σχετικά με τα σημεία διαφωνίας που εξακολουθούσαν να υφίστανται όσον αφορά την εκτίμηση της ζημίας καθενός από τους αιτούντες.

9        Οι αιτούντες απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου με έγγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία στις 20 Φεβρουαρίου 2007. Η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις επί των απαντήσεων των αιτούντων με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία την 1η Μαρτίου 2007.

10      Με τις απαντήσεις τους στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, οι διάδικοι, οι οποίοι διευκρίνισαν τα αιτήματά τους που συνοδεύονταν από συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, ανέφεραν ότι επέλυσαν ορισμένες από τις διαφωνίες τους και εξέθεσαν τα σημεία που εξακολουθούσαν να τελούν υπό συζήτηση.

11      Με διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 7ης Μαρτίου 2007, η αίτηση παρεμβάσεως που υπέβαλε στις 27 Φεβρουαρίου 2007 το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας απορρίφθηκε λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 115, παράγραφος 1, και 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας.

12      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά τη συνεδρίαση της 20ής Μαρτίου 2007. Η Επιτροπή υπέβαλε διορθωμένο κείμενο των παραρτημάτων επί των παρατηρήσεων που υπέβαλε την 1η Μαρτίου 2007.

13      Κατά το πέρας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, ο πρόεδρος παρέσχε στους αιτούντες προθεσμία μιας εβδομάδας για να του κοινοποιήσουν τις ενδεχόμενες εκ μέρους τους τροποποιήσεις των εγγράφων που προσκόμισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Κατόπιν αιτήματος των αιτούντων, στις 27 Μαρτίου 2007, ο πρόεδρος χορήγησε παράταση της προθεσμίας στην Επιτροπή και στους αιτούντες, μέχρι τις 30 Μαρτίου και τις 3 Απριλίου 2007 αντιστοίχως, προκειμένου να παράσχει στην καθής τη δυνατότητα να επιφέρει τις τελευταίες διορθώσεις στα αιτήματα που συνόδευε με συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία και στους αιτούντες τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί των στοιχείων αυτών.

14      Η προφορική διαδικασία έληξε στις 17 Απριλίου 2007.

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Οι αιτούντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να τους αποζημιώσει για την απώλεια αποδοχών, συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, επιδομάτων και ωφελημάτων λόγω των εις βάρος τους παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου, για συνολικό ποσό που ορίστηκε, για όλους τους αιτούντες, σε 27 744 467 λίρες στερλίνες (GBP), στις 31 Οκτωβρίου 2005·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Συμβούλιο, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να την υποχρεώσει να αποζημιώσει του αιτούντες κατ’ εφαρμογή της παρεμπίπτουσας αποφάσεως, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της, μέχρι ποσού, για όλους τους αιτούντες, 5 767 682 GBP, στις 31 Οκτωβρίου 2005·

–        να την καταδικάσει στο ήμισυ των δικαστικών εξόδων των αιτούντων.

 Σκεπτικό

 Έκταση της διαφοράς rationae personae

17      Απαντώντας στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Πρωτοδικείο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι αιτούντες ανέφεραν ότι δύο από αυτούς, οι M. Organ και M. R. Sibbald, δεν είχαν υποβάλει αίτηση περί αποζημιώσεως.

18      Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο πρέπει να λάβει υπόψη του ότι 93 από τους 95 αιτούντες υπέβαλαν αιτήματα αποζημιώσεως.

19      Οι αιτούντες διευκρίνισαν, επιπλέον, ότι η S. Rivers, η οποία παντρεύτηκε εκκρεμούσας της δίκης, στις αιτήσεις περί αποζημιώσεως αναφέρεται ως S. Playle. Για να προληφθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος συγχύσεως στο πλαίσιο της παρούσας αποφάσεως θα αναφέρεται ως Rivers-Playle.

 Επί του ποσού των αιτημάτων αποζημιώσεως

20      Χωρίς να προβάλει ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα αιτήματα αποζημιώσεως των αιτούντων, για την περίοδο αποζημιώσεως που ορίζει η παρεμπίπτουσα απόφαση (1995-1999), υπερβαίνουν τουλάχιστον μιάμιση φορά τις αρχικές τους αξιώσεις. Εκτιμά ότι, μολονότι οι ενδιαφερόμενοι προσάρμοσαν τις αξιώσεις αυτές βάσει ιδίως των στοιχείων που τους προσκόμισε κατά τη διάρκεια των συζητήσεών τους, η σημαντική αυτή αύξηση των αξιώσεων των αιτούντων ενδέχεται να μην ικανοποιεί τις διατάξεις του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας.

21      Κατ’ αρχήν πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο, σε υπόθεση στην οποία είχαν οριστεί, με παρεμπίπτουσα απόφαση, οι τρόποι υπολογισμού της προκληθείσας ζημίας και είχε διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη, δέχθηκε την αύξηση των αρχικών αιτημάτων, κρίνοντας παραδεκτά τα εν λόγω τροποποιημένα αιτήματα. Έκρινε ότι τα αιτήματα αυτά συνιστούσαν αποδεκτή ή και αναγκαία εξέλιξη των αιτημάτων της αγωγής, στο μέτρο κυρίως που, αφενός, το Δικαστήριο καθόρισε τα αναγκαία για τον υπολογισμό της ζημίας στοιχεία το πρώτον με την παρεμπίπτουσα απόφασή του και, αφετέρου, δεν είχαν ακόμη συζητηθεί η ακριβής σύνθεση της ζημίας και ο συγκεκριμένος τρόπος υπολογισμού των οφειλόμενων αποζημιώσεων. Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι είχε καλέσει τους διαδίκους, με το διατακτικό της παρεμπίπτουσας αποφάσεως, να του διαβιβάσουν τα αιτήματά τους συνοδευόμενα από αριθμητικά στοιχεία, εφόσον δεν κατέληγαν σε συμφωνία επί των ποσών της ζημίας. Κατέληξε ότι η πρόσκληση αυτή θα στερούνταν νοήματος και περιεχομένου αν οι διάδικοι δεν είχαν τη δυνατότητα να διατυπώσουν, μετά τη δημοσίευση της εν λόγω αποφάσεως, αιτήματα διαφορετικά από εκείνα της αγωγής τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιανουαρίου 2000, C-104/89 και C-37/90, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-203, σκέψεις 38 έως 40).

22      Ομοίως, στην υπό κρίση υπόθεση, εφόσον με την παρεμπίπτουσα απόφαση ορίστηκαν η περίοδος για την οποία οφείλεται αποζημίωση, τα στοιχεία που τη συνθέτουν και η μέθοδος που πρέπει να ακολουθηθεί για τον καθορισμό του ακριβούς ποσού της αποζημιώσεως για τον καθένα, πρέπει, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, να μπορεί οπωσδήποτε να διορθωθεί η αριθμητική εκτίμηση των ατομικών αξιώσεων κάθε αιτούντος.

23      Επιπλέον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι τα από 31 Οκτωβρίου 2005 αιτήματα αποζημιώσεως που υπέβαλαν οι αιτούντες, τα οποία αναθεωρήθηκαν βάσει του σκεπτικού της παρεμπίπτουσας αποφάσεως, υπολείπονται των αρχικών τους αιτημάτων και δεν τα υπερβαίνουν, αν ληφθεί υπόψη το συνολικό τους ποσό και όχι μόνον το ποσό των αρχικών τους αξιώσεων για την περίοδο αποζημιώσεως, όπως το υπολογίζει η καθής.

24      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η παρατήρηση της Επιτροπής ως προς το ποσό των τελικών αιτημάτων πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

25      Η παρούσα απόφαση έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό της αποζημιώσεως που οφείλεται σε καθέναν από τους αιτούντες για την αποκατάσταση της ζημίας που προέκυψε από την παράνομη συμπεριφορά που διαπιστώθηκε με την παρεμπίπτουσα απόφαση, σύμφωνα με τις αρχές και τα κριτήρια που θέτει η απόφαση αυτή και τα οποία υπενθυμίστηκαν στις σκέψεις 1 έως 6 ανωτέρω, εφόσον οι διάδικοι δεν κατέληξαν σε συνολική συμφωνία επί όλων των σημείων προκειμένου να θέσουν σε εφαρμογή τις αρχές και τα κριτήρια που έθεσε το Πρωτοδικείο.

26      Πρέπει κατ’ αρχάς να σημειωθεί ότι η παρεμπίπτουσα απόφαση δεν αμφισβητήθηκε ούτε ως προς την αρχή της αναγνωρίσεως της ευθύνης της Κοινότητας, λόγω της διαπιστωθείσας παράνομης συμπεριφοράς ούτε σε σχέση με την αναγνώριση της ζημίας που υπέστησαν οι αιτούντες, τα δικαιώματα αποζημιώσεως των οποίων περιορίστηκαν σε περίοδο το πολύ πέντε ετών, ούτε όσον αφορά τις αρχές και τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να καθορίζεται η αποζημίωση που οφείλεται στον καθένα. Επομένως, η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη ως προς όλα της τα σημεία, τα οποία έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, και πρέπει να ληφθεί υπόψη για την τελική επίλυση της διαφοράς (απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Φεβρουαρίου 1991, C-281/89, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I-347, σκέψη 14, διατάξεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1996, C-397/95 P, Κούσιος κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑3873, σκέψη 25, και της 28ης Νοεμβρίου 1996, C-277/95 P, Lenz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. 6109, σκέψεις 48 έως 54, και, όσον αφορά το δεδικασμένο παρεμπίπτουσας αποφάσεως, προπαρατεθείσα απόφαση Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψεις 54 έως 56). Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή τόνισε, με τις προαναφερθείσες παρατηρήσεις της 1ης Μαρτίου 2007, ότι ούτε οι αιτούντες ούτε η ίδια άσκησαν αναίρεση κατά της παρεμπίπτουσας αποφάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου και ότι, ως εκ τούτου, η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη (res judicata).

27      Επιπλέον, όταν η ένδικη διαφορά βρισκόταν στο πέρας της προφορικής διαδικασίας, φαίνεται ότι, σε σχέση με τα αντίστοιχα αιτήματά τους της 28ης Οκτωβρίου 2005, οι διάδικοι συμφώνησαν ως προς ορισμένα γενικά ή ειδικά ζητήματα σχετικά με τον καθορισμό της αποζημιώσεως που οφείλεται σε κάθε αιτούντα, βάσει των αρχών και των κριτηρίων που θέτει η παρεμπίπτουσα απόφαση.

28      Είναι, κατ’ αρχάς, προφανές ότι οι διάδικοι συμφώνησαν ως προς τη γενική μεθοδολογία υπολογισμού των απωλειών των αιτούντων, τον προσδιορισμό των κύριων συνιστωσών των κοινοτικών και εθνικών αποδοχών, τους ενδιαφερομένους που έπρεπε να ληφθούν υπόψη, την επιδίκαση τόκου επί του οριστικού ποσού της αποζημιώσεως που οφείλεται σε καθέναν από τους αιτούντες, με επιτόκιο 5,25 %, και τη μη φορολόγηση, δυνάμει της νομοθεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου, των αποζημιώσεων που θα λάβουν οι αιτούντες, καθότι το ζήτημα του φορολογικού καθεστώτος στο οποίο εμπίπτουν οι εν λόγω αποζημιώσεις επιλύθηκε ρητώς και οριστικώς με την παρεμπίπτουσα απόφαση (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω). Από τη δικογραφία προκύπτει, επίσης, ότι οι διάδικοι συμφώνησαν ότι δύο από τους αιτούντες, οι D. Hamilton και T. Price, οι οποίοι κατέστησαν άνεργοι μετά την αποχώρησή τους από τη JET, έχουν δικαίωμα στο σχετικό επίδομα σύμφωνα με την εφαρμοστέα ρύθμιση.

29      Τα αιτήματα που υπέβαλαν οι διάδικοι στις 28 Οκτωβρίου 2005 δείχνουν ότι εξακολουθούν να υφίστανται διαφωνίες ως προς έξι σημεία που ασκούν επιρροή για τον ακριβή καθορισμό της αποζημιώσεως που οφείλεται σε κάθε αιτούντα και ως προς τα οποία οι διάδικοι ζητούν να αποφανθεί το Πρωτοδικείο. Αφορούν, πρώτον, την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως για κάθε αιτούντα (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω), δεύτερον, τον βαθμό και το κλιμάκιο που πρέπει να καθοριστεί για κάθε αιτούντα κατά την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), τρίτον, τις προαγωγές που θα μπορούσαν να είχαν λάβει οι ενδιαφερόμενοι (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), τέταρτον, τα ωφελήματα που σχετίζονται με τις αποδοχές που θα είχαν ενδεχομένως λάβει (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω), πέμπτον, τις κρατήσεις και λοιπές εισφορές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του καθαρού εισοδήματος ενός εκτάκτου υπαλλήλου των Κοινοτήτων και ενός επί συμβάσει υπαλλήλου (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω) και, έκτον, τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που θα μπορούσε να αξιώσει καθένας από τους αιτούντες (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω).

30      Κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που κοινοποιήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2006, οι διάδικοι συμφώνησαν περαιτέρω επί ορισμένων σημείων. Κατέληξαν έτσι σε συμφωνία όσον αφορά, αφενός, την ημερομηνία ενάρξεως της περιόδου αποζημιώσεως για τον καθένα και, αφετέρου, τις κρατήσεις και λοιπές εισφορές που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό των αποδοχών που πράγματι έλαβαν οι ενδιαφερόμενοι ως επί συμβάσει υπάλληλοι. Αντιθέτως, εξακολουθούν να υφίστανται περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές διαφωνίες όσον αφορά τα λοιπά σημεία της διαφοράς.

31      Επιπλέον, οι διάδικοι, οι απόψεις των οποίων συγκλίνουν επ’ αυτού, εξέθεσαν, με τα υπομνήματά τους και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τις δυσχέρειες που αντιμετώπισαν προκειμένου οι φορολογικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου να δεχθούν ότι δεν μπορούν να φορολογηθούν σε εθνικό επίπεδο οι αποζημιώσεις που θα λάβουν οι αιτούντες, σύμφωνα με όσα έκρινε το Πρωτοδικείο με την παρεμπίπτουσα απόφαση, δεδομένου ότι οι εν λόγω αρχές εξέφρασαν την πρόθεσή τους να φορολογήσουν, αν όχι το βασικό ποσό των αποζημιώσεων, τουλάχιστον τους επ’ αυτών τόκους. Οι αιτούντες και η Επιτροπή ζητούν από τo Πρωτοδικείο να αποφανθεί συγκεκριμένα επί του ζητήματος της μη φορολογήσεως των εν λόγω αποζημιώσεων, τόσο του βασικού ποσού όσο και των σχετικών τόκων.

32      Πρέπει στη συνέχεια να εξεταστούν διαδοχικά τα έξι ζητήματα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 29 ανωτέρω, διακρίνοντας μεταξύ των σημείων συμφωνίας και διαφωνίας, καθώς και το ζήτημα του φορολογικού καθεστώτος στο οποίο θα υπαχθούν οι τόκοι επί των αποζημιώσεων που θα λάβουν οι αιτούντες.

 Επί των σημείων επί των οποίων επήλθε συμφωνία

 Επί της ενάρξεως της περιόδου αποζημιώσεως

33      Το Πρωτοδικείο έκρινε, με την παρεμπίπτουσα απόφαση, ότι η οφειλόμενη αποζημίωση έπρεπε να υπολογισθεί, για κάθε αιτούντα, από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της παλαιότερης συναφθείσας ή ανανεωθείσας συμβάσεως που τον αφορά, λαμβανομένου υπόψη ότι η ημερομηνία αυτή δεν πρέπει να προηγείται πλέον των πέντε ετών της ημερομηνίας υποβολής στην Επιτροπή της αιτήσεώς του περί αποζημιώσεως και η οποία ως εκ τούτου προσδιορίζεται μεταξύ 12 Νοεμβρίου 1994 και 16 Φεβρουαρίου 1995 (σκέψεις 84 και 169 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως). Επιπλέον, από την ίδια απόφαση (σκέψη 174) προκύπτει ότι το χρονικό διάστημα για το οποίο οφείλεται αποζημίωση λήγει είτε κατά την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος έπαυσε να εργάζεται για το σχέδιο JET, εφόσον η ημερομηνία αυτή είναι προγενέστερη της ημερομηνίας λήξεως του σχεδίου, στις 31 Δεκεμβρίου 1999, είτε κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία, εάν αυτός εργάσθηκε για το σχέδιο JET μέχρι τη λήξη του εν λόγω σχεδίου.

34      Από τις απαντήσεις των διαδίκων στο προαναφερθέν στη σκέψη 8 μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας προκύπτει ότι αυτοί κατέληξαν σε συμφωνία, σύμφωνα με το προμνησθέν σκεπτικό της παρεμπίπτουσας αποφάσεως, όσον αφορά την ημερομηνία ενάρξεως της περιόδου αποζημιώσεως, καθώς και ως προς τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου για καθέναν από τους αιτούντες.

35      Το Πρωτοδικείο πρέπει να λάβει υπόψη του τη συμφωνία των μερών και να ορίσει την ημερομηνία ενάρξεως της περιόδου αποζημιώσεως για καθέναν από τους αιτούντες, όπως προκύπτει από τη δεύτερη στήλη του παραρτήματος 2 της παρούσας αποφάσεως.

 Επί των κρατήσεων και λοιπών εισφορών

36      Το Πρωτοδικείο έκρινε με την παρεμπίπτουσα απόφαση (σκέψη 173) ότι, για τον καθορισμό της ζημίας, η σύγκριση μεταξύ της καταστάσεως ενός εκτάκτου υπαλλήλου των Κοινοτήτων και εκείνης ενός υπαλλήλου επί συμβάσει, όπως είναι καθένας από τους αιτούντες, πρέπει να πραγματοποιηθεί επί καθαρών ποσών, κατόπιν αφαιρέσεως των κρατήσεων ή άλλων εισφορών που επιβάλλονται σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία.

37      Κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, οι αιτούντες αφαίρεσαν σύμφωνα με το προαναφερθέν σκεπτικό της παρεμπίπτουσας αποφάσεως, για τον καθορισμό των αποδοχών που έλαβαν ως επί συμβάσει υπάλληλοι, τα ποσά τα οποία είχαν αρχικώς συνυπολογίσει στα από 28 Οκτωβρίου 2005 αιτήματά τους και που αντιστοιχούν στις εισφορές στα συνταξιοδοτικά ταμεία, με εξαίρεση οκτώ από αυτούς οι ασφαλιστικές συμβάσεις των οποίων –παρεμφερείς από απόψεως καθεστώτος– απέβλεπαν στην προστασία από τους κινδύνους επαγγελματικής ασθένειας και τους κινδύνους ατυχήματος. Η Επιτροπή δέχθηκε αυτόν τον τρόπο υπολογισμού.

38      Το Πρωτοδικείο πρέπει να λάβει τα ανωτέρω υπόψη του για τον καθορισμό του καθαρού ποσού που πράγματι έλαβε καθένας από τους αιτούντες ως επί συμβάσει υπάλληλος κατά την περίοδο αποζημιώσεως.

 Επί των σημείων διαφωνίας

 Επί του βαθμού και του κλιμακίου κατά την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

39      Οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι ο βαθμός και το κλιμάκιο δεν πρέπει να καθορίζονται μόνο βάσει των ακαδημαϊκών τους προσόντων και της προγενέστερης επαγγελματικής τους πείρας, αλλά και βάσει της σταδιοδρομίας του καθενός στη JET αφότου άρχισε να εργάζεται σ’ αυτή, δηλαδή, για πολλούς από αυτούς, πριν από την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως. Φρονούν ότι το Πρωτοδικείο έθεσε, με την παρεμπίπτουσα απόφαση, κριτήριο λειτουργικής ισοδυναμίας μεταξύ των θέσεων που κατείχαν ως επί συμβάσει υπάλληλοι και εκείνων που θα κατείχαν ως έκτακτοι υπάλληλοι. Οι αιτούντες επισημαίνουν ότι, για να αποδείξουν αυτή τη λειτουργική ισοδυναμία, παρέπεμψαν στο από 25 Αυγούστου 1989 υπόμνημα του υπεύθυνου επί των συμβάσεων της JET, M. Byrne.

40      Οι αιτούντες ισχυρίζονται, επικαλούμενοι την παρεμπίπτουσα απόφαση, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να απαιτεί σήμερα το ίδιο επίπεδο αποδεικτικών στοιχείων που, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι αδύνατο να προσκομιστούν, με εκείνο που θα απαιτούνταν αν επρόκειτο πράγματι να προβεί σε πρόσληψή τους, εφόσον πράγματι προσλήφθηκαν για να εργαστούν στη JET. Επιπλέον, επισημαίνουν ότι ο καθένας τους προσκόμισε υπεύθυνη δήλωση για τη σταδιοδρομία του, καθώς και βιογραφικό σημείωμα.

41      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο βαθμός και το κλιμάκιο πρέπει να καθορίζονται κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της παλαιότερης συμβάσεως που περιλαμβάνεται στην περίοδο αποζημιώσεως, λαμβανομένων υπόψη των πτυχίων και της προγενέστερης επαγγελματικής πείρας κάθε αιτούντος, ως εάν επρόκειτο να προσληφθεί για πρώτη φορά. Θεωρεί ότι οι αιτούντες οφείλουν να προσκομίσουν τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, όσον αφορά τα προσόντα και την επαγγελματική τους πείρα, ως εάν είχαν πράγματι προσληφθεί. Η καθής εκτιμά ότι, όπως προκύπτει από την παρεμπίπτουσα απόφαση, θεμελιώνεται ευθύνη της Κοινότητας και οφείλεται αποζημίωση για χρονικό διάστημα μέχρι πέντε ετών, καθώς και ότι οι προγενέστερες συμβάσεις δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.

42      Η Επιτροπή επισημαίνει, επιπλέον, ότι τα σχετικά έγγραφα που χρησιμοποίησε για τον καθορισμό των θέσεων και των βαθμών είναι, αφενός, η απόφαση της Επιτροπής της 11ης Οκτωβρίου 1984, σχετικά με τα κριτήρια που εφαρμόζονται για την κατάταξη σε βαθμό και κλιμάκιο για την πρόσληψη των επιστημονικών και τεχνικών στελεχών και, αφετέρου, η απόφαση της Επιτροπής, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 1983, σχετικά με τα κριτήρια που εφαρμόζονται για τον διορισμό σε βαθμό και την κατάταξη σε κλιμάκιο κατά την πρόσληψη του διοικητικού προσωπικού.

43      Η καθής εγείρει, επίσης, το ζήτημα του παραδεκτού των αποδεικτικών στοιχείων που της προσκόμισαν οι αιτούντες, κυρίως τον Ιούλιο του 2005 ή και τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο του 2005, σε σχέση με το άρθρο 44 του Κανονισμού Διαδικασίας.

44      Περαιτέρω, από τις απαντήσεις των διαδίκων στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας προκύπτει ότι οι απόψεις τους συνέκλιναν ως προς ορισμένα σημεία. Πρώτον, οι διάδικοι συμφωνούν να διατηρήσουν την κατάταξη C 3-B 5/B 3 που εφαρμοζόταν στη JET, για τους 22 αιτούντες. Δεύτερον, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι ο ακαδημαϊκός τίτλος «Chartered Engineer», που αφορά πέντε από τους αιτούντες, μπορεί να γίνει δεκτός για την πρόσβαση στην κατηγορία A. Αντιθέτως, δεν συμφωνεί με την κατάταξη στην κατηγορία B των κατόχων των τίτλων «Ordinary National Diploma» και «City & Guilds Part III».

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

45      Όσον αφορά κατ’ αρχάς τα αποδεικτικά στοιχεία για τα προσόντα και την επαγγελματική πείρα των αιτούντων, τα οποία είναι χρήσιμα για τον καθορισμό του βαθμού και του κλιμακίου του καθενός κατά την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Πρωτοδικείο, με την παρεμπίπτουσα απόφαση, έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων τους, οι αιτούντες είχαν σοβαρές πιθανότητες να προσληφθούν υπό την ιδιότητα των έκτακτων υπαλλήλων (σκέψεις 156 και 158 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως). Επομένως, για τον καθορισμό της οφειλόμενης στον καθένα αποζημιώσεως, πρέπει να εξεταστεί αν, κατά την ημερομηνία ενάρξεως της περιόδου αποζημιώσεως, ο ενδιαφερόμενος πληρούσε τις προϋποθέσεις μιας τέτοιας προσλήψεως. Συγκεκριμένα, από το σκεπτικό της παρεμπίπτουσας αποφάσεως προκύπτει ότι το επίπεδο των αποδεικτικών στοιχείων που απαιτείται για τον καθορισμό της κατάταξης κάθε αιτούντος δεν μπορεί να είναι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ισοδύναμο με αυτό μιας πραγματικής προσλήψεως.

46      Όσον αφορά το γεγονός ότι οι αιτούντες της διαβίβασαν ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία, όπως ισχυρίζεται η καθής, με καθυστέρηση, ήτοι μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου του 2005, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, δεν μπορεί να αντιταχθεί η έλλειψη παραδεκτού ως προς τα στοιχεία αυτά υπό τις περιστάσεις της υπό κρίσης υποθέσεως.

47      Συγκεκριμένα, με το σκεπτικό της παρεμπίπτουσας αποφάσεως, με την οποία κρίθηκε η ύπαρξη ευθύνης της Κοινότητας, αφενός, ορίστηκε η ζημία που υπέστησαν οι αιτούντες, η μέθοδος που έπρεπε να τηρηθεί για τον καθορισμό του σχετικού ποσού και, αφετέρου, δόθηκε στους διαδίκους η δυνατότητα, βάσει μεταξύ άλλων των ακαδημαϊκών προσόντων, της επαγγελματικής πείρας και των καθηκόντων που ασκούσαν στη JET, να προσδιορίσουν τα στοιχεία που ασκούν επιρροή για τον καθορισμό των οφειλόμενων αποζημιώσεων. Λαμβανομένων υπόψη των παρατάσεων των προθεσμιών που ζήτησαν οι αιτούντες, στις οποίες δεν αντιτάχθηκε η καθής καθώς και του γεγονότος ότι η τελευταία παρέσχε στους αιτούντες τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στα αρχεία της JET μόλις στα τέλη Δεκεμβρίου του 2005, δεν μπορεί να προβληθεί η έλλειψη παραδεκτού ως προς κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

48      Όσον αφορά την κατάταξη σε βαθμό και κλιμάκιο καθενός από τους αιτούντες, κατά την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Πρωτοδικείο, με την παρεμπίπτουσα απόφαση, διαπίστωσε ότι οι θέσεις και τα προσόντα των αιτούντων, όπως καταγράφηκαν από την Επιτροπή, φαίνονταν ανάλογα, ως εκ της φύσεως και του επιπέδου τους, με εκείνα των μελών της ομάδας του σχεδίου. Επισήμανε (σκέψη 121) ότι η Επιτροπή δέχθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν υφίσταντο θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των μελών της ομάδας του σχεδίου και των αιτούντων, εφόσον η επαγγελματική πείρα και τα προσόντα των μεν και των δε ήσαν παρεμφερή. Επισήμανε, επίσης, (σκέψη 122) ότι η ομοιότητα των καθηκόντων τους επιβεβαιωνόταν από το οργανόγραμμα της JET.

49      Συναφώς, όπως προκύπτει από την παρεμπίπτουσα απόφαση (σκέψεις 169 και 171), η θέση, ο βαθμός και το κλιμάκιο που πρέπει να καθοριστεί για τον κάθε αιτούντα πρέπει να αντιστοιχεί στα καθήκοντα που ασκούσε καθένας από αυτούς στη JET κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της παλαιότερης συναφθείσας ή ανανεωθείσας συμβάσεως εντός της περιόδου αποζημιώσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι τα εν λόγω καθήκοντα είναι αυτά που ασκούσε ο ενδιαφερόμενος στη JET εκείνη τη χρονική στιγμή, εφόσον εργαζόταν σ’ αυτήν στο παρελθόν, πράγμα που ισχύει για την πλειονότητα των αιτούντων, ή τα καθήκοντα τα οποία άρχισε να ασκεί σ’ αυτή. Επομένως, η κατάταξη κάθε αιτούντος πρέπει να καθοριστεί λαμβανομένης υπόψη της πραγματικής του προσλήψεως από τη JET, η οποία, κατά κανόνα, προηγείται της ημερομηνίας ενάρξεως της περιόδου αποζημιώσεως.

50      Συγκεκριμένα, ναι μεν το Πρωτοδικείο περιόρισε τα δικαιώματα αποζημιώσεως κάθε αιτούντος σε χρονικό διάστημα μέχρι πέντε έτη, πλην όμως έκρινε ότι, ευθύς εξ αρχής, δηλαδή από την πρώτη τους πρόσληψη, οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να προσληφθούν με συμβάσεις έκτακτων υπαλλήλων, οπότε η παράνομη συμπεριφορά εξακολούθησε να υφίσταται καθ’ όλη τη διάρκεια του JET (σκέψεις 128 και 140 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως). Αντίθετα προς την άποψη της Επιτροπής, η διαπίστωση της ελλείψεως νομιμότητας αφορά όλη τη διάρκεια απασχολήσεως στη JET, αλλά η αποζημίωση οφείλεται, για τους λόγους που εκτέθηκαν με την παρεμπίπτουσα απόφαση (σκέψεις 59 έως 85), μόνο για την περίοδο αποζημιώσεως που ορίζει η απόφαση αυτή.

51      Κατά συνέπεια, η κατάσταση κάθε αιτούντος κατά την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως δεν μπορεί να εξομοιωθεί με εκείνη της πρώτης προσλήψεώς του, αλλά πρέπει να αξιολογηθεί λαμβανομένου υπόψη ότι, όταν ο ενδιαφερόμενος προσλήφθηκε για πρώτη φορά ως επί συμβάσει υπάλληλος έπρεπε να προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος, οπότε, για τον καθορισμό της κατατάξεως που αντιστοιχεί στα καθήκοντα που ασκούσε καθένας από τους αιτούντες κατά την έναρξη της εν λόγω περιόδου, πρέπει να ληφθεί ενδεχομένως υπόψη η «σταδιοδρομία» του πριν από την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως.

52      Επιπλέον, ο συνυπολογισμός της προηγούμενης «σταδιοδρομίας» στη JET δεν συνιστά κατά κυριολεξία, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, ανασύσταση της σταδιοδρομίας, αλλά έχει απλώς ως συνέπεια τον συνυπολογισμό της κατατάξεως που είχε ενδεχομένως ο ενδιαφερόμενος ως επί συμβάσει υπάλληλος της JET, όπως προκύπτει από την παρεμπίπτουσα απόφαση, η οποία παραπέμπει στα καθήκοντα που ασκούσε καθένας από τους αιτούντες κατά την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως, προκειμένου να καθοριστεί η θέση και ο βαθμός κάθε αιτούντος (σκέψεις 169 και 171), δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο διαπίστωσε την ύπαρξη ισοδυναμίας μεταξύ των θέσεων, των προσόντων και της επαγγελματικής πείρας των αιτούντων και των μελών της ομάδας του σχεδίου (σκέψεις 121 και 122 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως). Κατά συνέπεια, για την κατάταξη που πρέπει να καθοριστεί κατά την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως πρέπει να ληφθεί υπόψη αυτή η ομοιότητα καθηκόντων.

53      Για να καθοριστεί η κατάταξη κάθε αιτούντος κατά την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως, πρέπει να χρησιμοποιηθούν όλα τα σχετικά διαθέσιμα στοιχεία που αναφέρουν οι διάδικοι, ήτοι, αφενός, το υπόμνημα του υπευθύνου επί των συμβάσεων της JET της 25ης Αυγούστου 1989, το οποίο καθιερώνει την ύπαρξη αντιστοιχίας μεταξύ των βαθμών των επί συμβάσει υπαλλήλων και οκτώ βαθμών που αφορούν το προσωπικό της ΕΚΑΕ, καθώς και η κατάταξη των επί συμβάσει υπαλλήλων της JET, όπως αυτή προκύπτει από το μητρώο του εν λόγω προσωπικού για το 1994 και, αφετέρου, η απόφαση της Επιτροπής της 11ης Οκτωβρίου 1984, σχετικά με τα κριτήρια που ισχύουν ως προς την κατάταξη σε βαθμό και κλιμάκιο για την πρόσληψη επιστημονικών και τεχνικών στελεχών, καθώς και την απόφαση της Επιτροπής, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 1983, σχετικά με τα κριτήρια που ισχύουν για τον διορισμό σε βαθμό και την κατάταξη σε κλιμάκιο κατά την πρόσληψη διοικητικού προσωπικού.

54      Λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων αυτών εγγράφων, η κατάταξη σε βαθμό και κλιμάκιο κάθε αιτούντος κατά την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως καθορίζεται ως εξής.

55      Πρώτον, πρέπει να καθοριστεί η κατάταξη κάθε αιτούντος ως επί συμβάσει υπαλλήλου κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της παλαιότερης συναφθείσας ή ανανεωθείσας συμβάσεως εντός της οικείας περιόδου, όπως αποδεικνύεται βάσει του υπομνήματος του υπευθύνου επί των συμβάσεων της JET της 25ης Αυγούστου 1989 και του μητρώου του επί συμβάσει προσωπικού της JET για το 1994. Εκτός από τις περιπτώσεις πρώτης προσλήψεως, για την κατάταξη ως επί συμβάσει υπαλλήλου λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη της καταστάσεως των οικείων υπαλλήλων από την αρχική τους πρόσληψη μέχρι την ημερομηνία ανανεώσεως της συμβάσεώς τους από την οποία αρχίζει η περίοδος αποζημιώσεως, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες αρχές.

56      Δεύτερον, πρέπει να καθοριστεί ο αντίστοιχος βαθμός και το κλιμάκιο ενός υπαλλήλου της ΕΚΑΕ που ισοδυναμεί με την κατάταξη αυτή βάσει της αποφάσεως της Επιτροπής της 11ης Οκτωβρίου 1984, σχετικά με τα κριτήρια που ισχύουν ως προς την κατάταξη σε βαθμό και κλιμάκιο για την πρόσληψη επιστημονικών και τεχνικών στελεχών, καθώς και την απόφαση της Επιτροπής που τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 1983, σχετικά με τα κριτήρια που ισχύουν για τον διορισμό σε βαθμό και την κατάταξη σε κλιμάκιο κατά την πρόσληψη διοικητικού προσωπικού.

57      Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη η συμφωνία των μερών σχετικά, αφενός, με την κατάταξη 22 από τους αιτούντες τους οποίους αφορά η σταδιοδρομία C 3-B 5/B 3 και, αφετέρου, το γεγονός ότι ο τίτλος «Chartered Engineer» ισχύει για την κατάληψη θέσεως της κατηγορίας A. Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη ότι οι τίτλοι «Ordinary National Diploma» και «City & Guilds Part III» ισχύουν για την κατάληψη θέσεων της κατηγορίας B, καθότι οι αιτούντες προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία από τις αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου που δείχνουν την ισοδυναμία των πτυχίων αυτών με το επίπεδο που απαιτείται για την πρόσβαση στην κατηγορία αυτή, τα οποία η καθής δεν θεωρεί ανακριβή.

58      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η κατάταξη σε βαθμό και κλιμάκιο καθενός από τους αιτούντες κατά την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως καθορίζεται όπως αναφέρεται στην τρίτη στήλη του παραρτήματος 2 της παρούσας αποφάσεως.

 Επί των προαγωγών

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

59      Οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι οι ρυθμοί προαγωγών στη JET ήταν ιδιαιτέρως ευνοϊκοί, γεγονός που θα είχε εν προκειμένω ως αποτέλεσμα, αφενός, τη μετάβαση στον ανώτερο βαθμό όταν οι αποδοχές, λόγω του μεγαλύτερου κλιμακίου, υπερβαίνουν το πρώτο κλιμάκιο του επόμενου ανώτερου βαθμού, εκτός από τρεις περιπτώσεις για τις οποίες συμφωνούν με την άποψη της Επιτροπής, ήτοι, τη μη προαγωγή από τον βαθμό B στον βαθμό A, από τον βαθμό A5 στον βαθμό A4 και από τον βαθμό A4 στον βαθμό A3. Αφετέρου, κάθε πέντε έτη προστίθεται μια προαγωγή που αντιστοιχεί στη μέση εξέλιξη των σταδιοδρομιών.

60      Ο στενός συσχετισμός μεταξύ των βαθμών που ζήτησαν οι αιτούντες και εκείνων που εμφαίνονται στο μητρώο του επί συμβάσει προσωπικού της JET επιβεβαιώνει το βάσιμο της μεθόδου που προτείνουν. Παρέχει, επίσης, τη δυνατότητα να θεωρηθεί ως προαγωγή ο διορισμός σε θέση ευθύνης.

61      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι μια μεταβολή της ευθύνης δεν συνεπάγεται αυτομάτως προαγωγή, καθότι δεν υπάρχει αυτόματος σύνδεσμος μεταξύ βαθμού και καθηκόντων, δεδομένου ότι ένας υπάλληλος μπορεί να μεταβεί από τη θέση του διοικητικού υπαλλήλου σε αυτή του προϊσταμένου μονάδας χωρίς προαγωγή.

62      Απαντώντας στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, οι διάδικοι επισήμαναν ότι είχαν συμφωνήσει, αφενός, να υπάρχει ποσοστό προαγωγών της τάξεως του 20 %, που αντιστοιχεί σε προαγωγή κάθε πέντε έτη και, αφετέρου, να ληφθεί υπόψη ότι δύο από τους αιτούντες, οι M. Browne και J. Tait είχαν περάσει στον βαθμό A4 από το 1998, όταν έγιναν επικεφαλής ομάδων.

63      Η Επιτροπή εμμένει στη διαφωνία της όσον αφορά την εκ μέρους των αιτούντων εφαρμογή αυτού του ποσοστού κατά την προ της αποζημιώσεως περίοδο, σύμφωνα με τη μέθοδο που εφαρμόζουν και βάσει της οποίας λαμβάνεται υπόψη η σταδιοδρομία τους στη JET πριν από την περίοδο αποζημιώσεως για τον καθορισμό της κατατάξεως κατά την έναρξη της εν λόγω περιόδου.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

64      Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι το σημείο διαφωνίας της Επιτροπής δεν αφορά το αποτέλεσμα των προαγωγών που θα είχαν λάβει οι αιτούντες βάσει του ποσοστού που δέχθηκαν οι διάδικοι, ήτοι 20 % ετησίως κατά τη διάρκεια της περιόδου αποζημιώσεως, αλλά την εφαρμογή του ποσοστού αυτού για τον καθορισμό της αρχικής κατατάξεως καθενός από αυτούς, κατά την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως, μέσω της ανασυστάσεως ενδεχομένως της προηγούμενης σταδιοδρομίας του ενδιαφερομένου στη JET. Επομένως, οι επικρίσεις αυτές αφορούν τον καθορισμό του βαθμού και του κλιμακίου κατά την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως και δεν σχετίζονται με τις προαγωγές κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου οι οποίες και πρέπει εν προκειμένω να ανασυσταθούν.

65      Όσον αφορά τη συνεκτίμηση των προαγωγών πριν από την περίοδο αποζημιώσεως, που δεν αποτελεί ζήτημα προς εξέταση στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει πάντως να σημειωθεί, λαμβανομένων υπόψη των ανησυχιών της καθής, ότι είναι βέβαιον ότι, από τη στιγμή που διαπιστώθηκε (βλ. σκέψεις 50 επ. ανωτέρω), όπως προκύπτει από το σκεπτικό της παρεμπίπτουσας αποφάσεως, ότι για τον καθορισμό της κατατάξεως κάθε αιτούντος κατά την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως έπρεπε να ληφθεί υπόψη η σταδιοδρομία του ενδιαφερομένου από την πραγματική του πρόσληψη, η εν λόγω μέθοδος «ανασύστασης της σταδιοδρομίας» εμπεριέχει κατ’ ανάγκη τις προαγωγές που μπορούσε να είχε λάβει. Δεδομένου ότι οι διάδικοι δέχθηκαν ότι το ποσοστό προαγωγών στη JET ήταν της τάξεως του 20 %, οι αιτούντες μπορούσαν ευλόγως να το χρησιμοποιήσουν για να προβούν σ’ αυτή την αρχική «ανασύσταση της σταδιοδρομίας», προκειμένου να καθορίσουν τον βαθμό και το κλιμάκιο καθενός από τους αιτούντες κατά την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως.

66      Όσον αφορά τις προαγωγές κατά τη διάρκεια της περιόδου αποζημιώσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε, με την παρεμπίπτουσα απόφαση (σκέψη 172), ότι οι διάδικοι έπρεπε να συμφωνήσουν για την ανασύσταση της σταδιοδρομίας καθενός από τους αιτούντες, από την πρόσληψή του έως την περίοδο των πέντε τελευταίων ετών για την οποία οφείλεται αποζημίωση, λαμβάνοντας υπόψη την κατά μέσον όρο αύξηση των αποδοχών για την αντίστοιχη θέση και τον αντίστοιχο βαθμό ενός υπαλλήλου της ΕΚΑΕ, ο οποίος εργάζεται, ενδεχομένως, στη JET, καθώς και των ενδεχόμενων προαγωγών που θα μπορούσε να λάβει καθένας από αυτούς κατά την ως άνω περίοδο, βάσει του βαθμού και της θέσεως που θα κατείχε, κατ’ εφαρμογήν του μέσου όρου των προαγωγών που χορηγούνται στους έκτακτους υπαλλήλους της ΕΚΑΕ που βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση.

67      Από την παρεμπίπτουσα απόφαση προκύπτει ότι η ανασύσταση των ενδεχόμενων προαγωγών κατά τη διάρκεια της περιόδου αποζημιώσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει του βαθμού και του κλιμακίου που ίσχυαν κατά την έναρξη της εν λόγω πενταετούς κατ’ ανώτατο όριο περιόδου, κατ’ εφαρμογή του μέσου όρου των προαγωγών που χορηγούνται στους έκτακτους υπαλλήλους της ΕΚΑΕ που βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση, ήτοι όταν εργάζονται στη JET, σύμφωνα με την πρακτική των προαγωγών που ίσχυε στη JET.

68      Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως των εν ενεργεία μελών της ομάδας του σχεδίου JET, οι αιτούντες τελούσαν σε νομικό καθεστώς το οποίο εισήγε δυσμενείς διακρίσεις και συνιστά παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά (σκέψεις 141 και 142 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως) και ότι, ένεκα τούτου, υπέστησαν ζημία (σκέψεις 167 και 172 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως). Κατά συνέπεια, η «παρεμφερής κατάσταση» που πρέπει να χρησιμοποιείται ως σημείο σύγκρισης για να καθορίζεται η εξέλιξη της σταδιοδρομίας που μπορούσαν να προσδοκούν οι αιτούντες είναι η ενδεχομένως ευνοϊκότερη κατάσταση των μελών της ομάδας του σχεδίου JET.

69      Η ενδεχόμενη πρόσβαση σε θέσεις με ιδιαίτερη ευθύνη δεν ελήφθη υπόψη κατά τον υπολογισμό αυτό καθότι, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, δεν υπάρχει αυτόματη σύνδεση μεταξύ βαθμού και κλιμακίου, δεδομένου ότι ένας υπάλληλος μπορεί να αλλάξει θέση χωρίς να προαχθεί. Αντιθέτως, οι ανασυσταθείσες προαγωγές πρέπει να περιλαμβάνουν τις μεταβολές κλιμακίου και βαθμού σύμφωνα με την πρακτική της JET.

70      Επομένως, πρέπει να ληφθούν υπόψη, σύμφωνα με τις αρχές που θέτει η παρεμπίπτουσα απόφαση, οι ανασυσταθείσες προαγωγές βάσει του προηγούμενου σκεπτικού, για τον καθορισμό των καθαρών αποδοχών που μπορούσε να λάβει καθένας από τους αιτούντες ως έκτακτος υπάλληλος κατά τη διάρκεια της περιόδου αποζημιώσεως.

 Επί των συναφών ωφελημάτων

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

71      Οι αιτούντες υποστηρίζουν ότι πρέπει να υπολογιστούν οι καθαρές αποδοχές που έχει πράγματι λάβει καθένας από αυτούς, αφαιρουμένων των ποσών που είχαν κερδίσει ενόσω εργάζονταν κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειάς τους ή όταν πραγματοποιούσαν υπερωρίες, εκτιμώντας ότι ο καθένας εργάστηκε τον ίδιο αριθμό ημερών με τον αντίστοιχο έκτακτο υπάλληλο της ΕΚΑΕ που τελούσε σε παρεμφερή κατάσταση και χωρίς υπερωρίες. Ισχυρίζονται ότι, αν λαμβάνονταν υπόψη τα ποσά που είχαν πράγματι εισπράξει οι αιτούντες στο πλαίσιο αυτό (τα οποία υπερβαίνουν αυτά των έκτακτων υπαλλήλων της JET), δεν θα ελάμβαναν καμία αποζημίωση για τις αποδοχές κατά την ετήσια άδεια ή για τις υπερωρίες.

72      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα ποσά που εισέπραξαν οι αιτούντες έναντι αποδοχών κατά την ετήσια άδεια και ως υπερωρίες, λόγω της δυνατότητας που είχαν να αυξήσουν τις αποδοχές τους, σε αντίθεση με τους υπαλλήλους της ΕΚΑΕ, πρέπει να συνυπολογιστούν στις αποδοχές που έλαβαν οι ενδιαφερόμενοι ως επί συμβάσει προσωπικό. Όσον αφορά τον καθορισμό των κοινοτικών αποδοχών που θα μπορούσε να έχει λάβει καθένας από τους αιτούντες, ισχυρίζεται ότι, για την αποζημίωση που αντιστοιχεί σε ορισμένα επιδόματα, όπως το επίδομα στέγης, το επίδομα συντηρούμενων τέκνων ή το σχολικό επίδομα, πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο ενδιαφερόμενος πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις.

73      Σχετικά με τις αποστολές που πραγματοποίησαν ενδεχομένως οι αιτούντες, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το ζήτημα έγκειται στην επιστροφή των δαπανών και όχι στην απώλεια εισοδήματος. Όσον αφορά τις ημερήσιες αποζημιώσεις που έλαβαν ορισμένοι από τους αιτούντες, οι οποίοι κατοικούσαν μακριά από την έδρα της JET, η καθής υποστηρίζει ότι το καταστατικό δεν παρέχει αντίστοιχο πλεονέκτημα στους υπαλλήλους και ότι οι αντίστοιχες αποζημιώσεις πρέπει να υπολογιστούν ως αποδοχές που πράγματι εισέπραξε το επί συμβάσει προσωπικό.

74      Κατόπιν του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, φαίνεται ότι οι διάδικοι συμφώνησαν ως προς τα ακόλουθα σημεία.

75      Αναφορικά με τις αποδοχές κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας, δεδομένου ότι η πλειονότητα των αιτούντων δεν τις είχε εισπράξει, γίνεται δεκτό ότι τα ποσά που έλαβαν οι ενδιαφερόμενοι λόγω του ότι εργάστηκαν επί αριθμό ωρών ισοδύναμο προς εκείνο κατά τον οποίο θα είχαν εργαστεί ως υπάλληλοι της ΕΚΑΕ πρέπει να καταλογιστούν στις αποδοχές που έλαβαν οι αιτούντες ως επί συμβάσει προσωπικό.

76      Ως προς τις υπερωρίες, οι διάδικοι συμφωνούν ότι η κατάσταση των αιτούντων που ανήκουν στην κατηγορία A διαφέρει από εκείνη των αιτούντων των κατηγοριών B και C. Αφενός, δεδομένου ότι στο προσωπικό κατηγορίας A της ΕΚΑΕ δεν καταβλήθηκαν οι υπερωρίες, σε αντίθεση με το επί συμβάσει προσωπικό στο οποίο ανήκουν οι αιτούντες, δέχονται την παρακράτηση της τάξεως του 10 % που εφάρμοσε η Επιτροπή επί των εθνικών τους αποδοχών. Αφετέρου, οι υπάλληλοι κατηγορίας B και C της ΕΚΑΕ δεν έλαβαν ως αντιστάθμισμα για τις υπερωρίες τους οικονομική αποζημίωση, αλλά πίστωση ωρών που είναι αδύνατο να υπολογιστεί. Κατά συνέπεια, οι αιτούντες αποφάσισαν να μη λάβουν υπόψη τις υπερωρίες των δύο μερών της εξίσωσης (εθνικές και κοινοτικές αποδοχές). Αντιθέτως, η Επιτροπή διατήρησε ενιαίως την παρακράτηση του 10 % που εφαρμόστηκε στις αποδοχές που εισέπραξαν οι αιτούντες ως επί συμβάσει προσωπικό. Επομένως, προκύπτει διαφωνία ως προς την αξιολόγηση των αποδοχών αυτών, όπως φαίνεται από τα αριθμητικά στοιχεία που προσκόμισαν οι διάδικοι.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

77      Το Πρωτοδικείο έκρινε, με την παρεμπίπτουσα απόφαση (σκέψη 167), ότι, για την περίοδο που διανύθηκε εντός της κοινής επιχειρήσεως JET, η ζημία των εναγόντων προέκυπτε από τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών, των συναφών ωφελημάτων και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που οι ενδιαφερόμενοι θα είχαν εισπράξει ή αποκτήσει, εάν είχαν εργασθεί για το σχέδιο JET υπό την ιδιότητα των έκτακτων υπαλλήλων, και των αποδοχών, των συναφών ωφελημάτων και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που οι ενδιαφερόμενοι όντως εισέπραξαν ή απέκτησαν ως επί συμβάσει υπάλληλοι.

78      Συνεπώς, αφενός, για τον καθορισμό του καθαρού ποσού των κοινοτικών αποδοχών που θα είχε λάβει καθένας από τους αιτούντες κατά την περίοδο αποζημιώσεως, αν είχε προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των ωφελημάτων που μπορούσε να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής και επαγγελματικής του κατάστασης για τις οποίες ήταν σε θέση να προσκομίσει έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία. Αντιθέτως, δεν χρειάζεται να περιληφθούν οι αποζημιώσεις που θα είχε εισπράξει για τις αποστολές, καθότι η Επιτροπή ισχυρίστηκε, χωρίς να αντικρουστεί επ’ αυτού, ότι, στη JET, επιστρέφονταν όλες οι δαπάνες διαμονής ενώ αφαιρούνταν, ή και καταργούνταν, οι ημερήσιες αποζημιώσεις.

79      Αφετέρου, για τον καθορισμό του καθαρού ποσού των εθνικών αποδοχών που θα εισέπραττε καθένας από τους αιτούντες ως έκτακτος υπάλληλος κατά την περίοδο αποζημιώσεως, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι αποδοχές που εισέπραξαν πράγματι οι ενδιαφερόμενοι στο πλαίσιο αυτό, ιδίως δε οι ημερήσιες αποζημιώσεις που εισέπραξαν ενδεχομένως ορισμένοι από τους αιτούντες λόγω της απομακρύνσεώς τους από την έδρα της JET.

80      Όσον αφορά τις αποδοχές κατά την ετήσια άδεια, πρέπει να ληφθούν υπόψη η συμφωνία των μερών και τα ποσά που έλαβαν οι ενδιαφερόμενοι λόγω του ότι εργάστηκαν επί αριθμό ωρών ισοδύναμο προς εκείνο κατά τον οποίο θα είχαν εργαστεί ως υπάλληλοι της ΕΚΑΕ.

81      Σχετικά με τις υπερωρίες, οι διάδικοι συμφώνησαν ότι, στο μέτρο που το προσωπικό κατηγορίας Α της ΕΚΑΕ δεν είχε πληρωθεί για τις υπερωρίες του, σε αντίθεση με το επί συμβάσει προσωπικό όπως είναι οι αιτούντες, είναι εφαρμοστέα παρακράτηση της τάξεως του 10 % επί των αποδοχών που εισέπραξαν οι ενδιαφερόμενοι ως επί συμβάσει προσωπικό.

82      Όσον αφορά τους αιτούντες που ανήκουν στις κατηγορίες B ή C, επισημαίνεται ότι η καθής δεν υποστηρίζει ότι είναι ανακριβείς οι ισχυρισμοί των αιτούντων κατά τους οποίους το προσωπικό κατηγορίας B και C της ΕΚΑΕ, λαμβάνει αποζημίωση για τις υπερωρίες που πραγματοποιεί, η οποία δεν συνίσταται σε χρήμα αλλά σε πίστωση ωρών που είναι αδύνατο να υπολογιστούν. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφορότερη λύση είναι αυτή που επέλεξαν οι αιτούντες, ήτοι ο μη συνυπολογισμός των υπερωριών, τόσο για τον καθορισμό των αποδοχών που εισέπραξαν οι αιτούντες ως επί συμβάσει προσωπικό όσο και για τον καθορισμό των αποδοχών που θα είχαν εισπράξει ως έκτακτοι υπάλληλοι της ΕΚΑΕ.

83      Κατά συνέπεια, πρέπει να καθοριστεί το καθαρό ποσό των αποδοχών που μπορούσε να λάβει καθένας από τους αιτούντες ως έκτακτος υπάλληλος κατά την περίοδο αποζημιώσεως και το ποσό που πράγματι εισέπραξε ως επί συμβάσει υπάλληλος κατά την ίδια περίοδο, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες αρχές για τα συναφή ωφελήματα.

84      Κατόπιν τούτων, στις στήλες (1), (2), (3) και (4) του παραρτήματος 3 της παρούσας αποφάσεως εμφαίνονται, αντιστοίχως, το καθαρό ποσό των αποδοχών που εισέπραξαν οι επί συμβάσει υπάλληλοι, το ποσό των αποδοχών που θα είχαν εισπράξει ως έκτακτοι υπάλληλοι, το ποσό της απώλειας που απορρέει από τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ποσών και το ποσό της συσσωρευμένης απώλειας που απορρέει από την αναπροσαρμογή του τελευταίου αυτού ποσού στις 31 Δεκεμβρίου 1999.

 Επί των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

85      Οι αιτούντες υποστηρίζουν ότι δικαιούνται αποζημιώσεως λόγω της απώλειας των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων και του ότι αυτή δεν αντικαταστάθηκε από επίδομα αποχωρήσεως. Ισχυρίζονται ότι, στην πλειονότητά τους, εργάστηκαν στη JET για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τα πέντε το πολύ έτη βάσει των οποίων πρέπει να υπολογίζεται η αποζημίωση. Εκτιμούν ότι η κατάλληλη προσέγγιση για τον καθορισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων συνίσταται στον υπολογισμό του κόστους μιας ισόβιας προσόδου ισοδύναμης με τη σύνταξη που θα είχαν λάβει αν είχε τηρηθεί η νομιμότητα και στον συνυπολογισμό του ποσοστού του ποσού αυτού που αντιστοιχεί στην περίοδο αποζημιώσεως.

86      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αιτούντες μπορούν να διεκδικήσουν μόνον επίδομα αποχωρήσεως, δεδομένου ότι η περίοδος για την οποία θεμελιώνεται ευθύνη της Κοινότητας λόγω της μη προσλήψεώς τους και για την οποία υποχρεούται να τους αποζημιώσει, ορίστηκε στα πέντε το πολύ έτη από το Πρωτοδικείο. Θα ήταν αντίθετη προς την επιταγή που έθεσε το Πρωτοδικείο η αναγνώριση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων η οποία, δεδομένου ότι ορισμένοι από τους αιτούντες εργάζονταν στο παρελθόν για τη JET, θα έπρεπε να στηριχθεί σε συμβάσεις συναφθείσες πριν από την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

87      Το Πρωτοδικείο έκρινε, με την παρεμπίπτουσα απόφαση (σκέψη 167), ότι, για την περίοδο που διανύθηκε εντός της κοινής επιχειρήσεως JET, η ζημία των αιτούντων περιελάμβανε τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία αντιστοιχούσαν στη διαφορά μεταξύ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που οι ενδιαφερόμενοι θα είχαν αποκτήσει, εάν είχαν εργασθεί για το σχέδιο JET υπό την ιδιότητα των έκτακτων υπαλλήλων, και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που οι ενδιαφερόμενοι όντως εισέπραξαν ή απέκτησαν ως επί συμβάσει υπάλληλοι.

88      Περαιτέρω, έκρινε ότι η αποζημίωση έπρεπε να υπολογισθεί για το χρονικό διάστημα το οποίο αρχίζει από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της παλαιότερης συναφθείσας ή ανανεωθείσας συμβάσεως, ημερομηνία που δεν πρέπει να προηγείται άνω των πέντε ετών της ημερομηνίας υποβολής στην Επιτροπή αιτήσεως περί αποζημιώσεως και η οποία έληγε είτε κατά την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος έπαυσε να εργάζεται για το σχέδιο JET, αν η ημερομηνία αυτή είναι προγενέστερη της ημερομηνίας λήξεως του σχεδίου, στις 31 Δεκεμβρίου 1999, είτε κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία, εάν αυτός εργάσθηκε για το σχέδιο JET μέχρι τη λήξη του εν λόγω σχεδίου (σκέψη 174 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως).

89       Από τα προεκτεθέντα προκύπτει αναμφίβολα ότι το Πρωτοδικείο αναγνώρισε ρητώς στους αιτούντες δικαίωμα αποζημιώσεως για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Έτσι, μολονότι στο παρελθόν περιόρισε το παραδεκτό των αιτημάτων αποζημιώσεως σε χρονικό διάστημα το πολύ πέντε ετών από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως περί αποζημιώσεως καθενός από τους αιτούντες, δεν κατέληξε ότι αυτή η συνιστώσα της αποζημιώσεως έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να αντικατασταθεί από επίδομα αποχωρήσεως. Κατά συνέπεια, η ερμηνεία που υποστηρίζει συναφώς η Επιτροπή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

90      Συγκεκριμένα, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 50 ανωτέρω, το Πρωτοδικείο, με την παρεμπίπτουσα απόφαση, έκρινε ότι οι αιτούντες έπρεπε, ευθύς εξ αρχής, να προσληφθούν με συμβάσεις έκτακτων υπαλλήλων και ότι η διάρκεια της παράνομης συμπεριφοράς υπερέβαινε την περίοδο αποζημιώσεως. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι αιτούντες απέκτησαν πράγματι συνταξιοδοτικά δικαιώματα για όλη την περίοδο κατά την οποία καθένας απ’ αυτούς εργάστηκε πράγματι στη JET, η αποζημίωση όμως για τα δικαιώματα αυτά περιορίζεται στην περίοδο αποζημιώσεως.

91      Κατά συνέπεια, για τον καθορισμό του μέρους της αποζημιώσεως που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, πρέπει να ληφθεί υπόψη, για καθέναν από τους αιτούντες, η ημερομηνία της πρώτης πραγματικής προσλήψεώς του από τη JET, η οποία προηγείται ενδεχομένως της περιόδου αποζημιώσεως, δεδομένου ότι η αποζημίωση οφείλεται για την απώλεια των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων κατά τα πέντε το πολύ έτη που αντιστοιχούν στην περίοδο αποζημιώσεως. Επομένως, τα προαναφερθέντα πέντε το πολύ έτη δεν αποτελούν το μοναδικό χρονικό διάστημα θεμελιώσεως δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, καθένας από τους αιτούντες αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα βάσει της συνολικής περιόδου απασχολήσεώς του στη JET, τα δε δικαιώματα αυτά μειώνονται στη συνέχεια βάσει της αναλογίας μεταξύ της διάρκειας της περιόδου αποζημιώσεως και της συνολικής περιόδου απασχολήσεως, σύμφωνα με το προαναφερθέν σκεπτικό της παρεμπίπτουσας αποφάσεως.

92      Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η αποζημίωση που οφείλεται για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα δεν μπορεί να είναι κατώτερη της κατά τον κρίσιμο χρόνο αξίας των πιστώσεων που συστάθηκαν από τις εισφορές του εργαζομένου και του εργοδότη για τα πέντε το πολύ έτη που αντιστοιχούν στην περίοδο αποζημιώσεως.

93      Αντιθέτως, στην περίπτωση που ο αιτών, λόγω ιδίως του ότι εργάστηκε στη JET για λιγότερο από δέκα έτη, δεν έχει εν πάση περιπτώσει, δυνάμει των διατάξεων του καταστατικού, δικαίωμα σε σύνταξη αρχαιότητας, αλλά αποκλειστικά σε επίδομα αποχωρήσεως, πρέπει οπωσδήποτε να του χορηγηθεί εναλλακτικά αποζημίωση για την απώλεια του επιδόματος αυτού, μειωμένη βάσει της αναλογίας μεταξύ της διάρκειας της περιόδου αποζημιώσεως και της συνολικής περιόδου απασχολήσεως, σύμφωνα με το προαναφερθέν σκεπτικό της παρεμπίπτουσας αποφάσεως. Από τις απαντήσεις των αιτούντων στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας προκύπτει ότι όσοι από αυτούς εργάστηκαν για λιγότερο από δέκα έτη στη JET ζητούν, με την τελική διατύπωση των αιτημάτων τους, επίδομα αποχωρήσεως και όχι συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

94      Οι περιστάσεις που επικαλέστηκε η Επιτροπή, το πρώτον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση τις προηγούμενες εκτιμήσεις.

95      Ναι μεν το Δικαστήριο, με την απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88, Barber (Συλλογή 1990, σ. I-1889), περιόρισε διαχρονικά τα αποτελέσματα της ερμηνείας του άρθρου 141 ΕΚ για επιτακτικούς λόγους ασφάλειας δικαίου που απαγορεύουν την αμφισβήτηση εννόμων καταστάσεων που εξάντλησαν τα αποτελέσματά τους στο παρελθόν, η λύση αυτή όμως δεν φαίνεται να αρμόζει στην υπό κρίση υπόθεση.

96      Συγκεκριμένα, οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, οι οποίες αφορούν την αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν από παράνομες ενέργειες της Κοινότητας έναντι των αιτούντων, δεν προσομοιάζουν με αυτές της ως άνω υποθέσεως, στην οποία ανέκυψε ζήτημα αναδρομικής αναθεωρήσεως των συνταξιοδοτικών συστημάτων στο σύνολο του εδάφους της Κοινότητας με σημαντικές οικονομικές συνέπειες, δεδομένου επιπλέον ότι η καθής δεν έκανε λόγο για καμία επιτακτική ανάγκη γενικού συμφέροντος.

97      Περαιτέρω, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι, για τον προ της περιόδου αποζημιώσεως χρόνο, δεν υπήρχε συνταξιοδοτικό ταμείο στη JET, οπότε, η παροχή συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων στους αιτούντες για τον προγενέστερο αυτό χρόνο, θα είχε ως αποτέλεσμα να τους παραχωρηθεί πλεονέκτημα που δεν έλαβαν οι υπάλληλοι της ΕΚΑΕ που εργάζονταν για τη JET.

98      Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 και 39 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που διέπει, μεταξύ άλλων, τους υπαλλήλους της ΕΚΑΕ, προκύπτει ότι οι έκτακτοι υπάλληλοι δικαιούνται να λάβουν σύνταξη αρχαιότητας ή επίδομα αποχωρήσεως υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το καταστατικό της JET, όμως, που έχει επισυναφθεί στην απόφαση 78/471/Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1978, περί ιδρύσεως της κοινής επιχειρήσεως JET (ΕΕ ειδ. έκδ. 12/001, σ. 233), κατά το μέρος που αφορά τον καθορισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των αιτούντων, με το άρθρο του 8, παράγραφος 5, παρέπεμπε ρητώς στο Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, για τους υπαλλήλους που προσλήφθηκαν ως έκτακτοι υπάλληλοι, όπως έπρεπε να έχει συμβεί με τους αιτούντες. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, στην πράξη, το σύστημα που προβλέπουν οι εφαρμοστέες διατάξεις δεν τηρήθηκε για τους υπαλλήλους της ΕΚΑΕ που εργάζονταν για τη JET, το λυπηρό αυτό γεγονός δεν μπορεί να προβληθεί από την καθής σε σχέση με τον καθορισμό της αποζημιώσεως που οφείλεται στους αιτούντες για τις παράνομες ενέργειες που διαπράχθηκαν εις βάρος τους.

99      Κατά τα λοιπά, ενώ, από της ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής τους, το 2001, οι αιτούντες διεκδικούσαν αποζημίωση λόγω της απώλειας των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων και η παρεμπίπτουσα απόφαση δέχθηκε ρητώς την ανάγκη της αποζημιώσεως αυτής, επισημαίνεται ότι, μόλις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Μαρτίου 2007, η Επιτροπή έκανε το πρώτον λόγο για το προαναφερθέν γεγονός, χωρίς μάλιστα να αποδείξει την ακρίβεια του ισχυρισμού της ούτε να διευκρινίσει τις πρακτικές δυσχέρειες που μπορούσαν να ανακύψουν.

100    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η αποζημίωση των αιτούντων λόγω της απώλειας των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων ή, ενδεχομένως, του επιδόματος αποχωρήσεως ορίζεται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, όπως αναφέρεται στη στήλη (5) του παραρτήματος 3 της παρούσας αποφάσεως. Για λόγους ευκολίας, πρέπει στο κεφάλαιο αυτό να αναφερθεί και το επίδομα ανεργίας που δικαιούνται δύο από τους αιτούντες, όπως αναφέρεται στη σκέψη 28 ανωτέρω.

 Επί του συνολικού ποσού της αποζημιώσεως που οφείλεται σε καθέναν από τους αιτούντες

101    Το Πρωτοδικείο έκρινε, με την παρεμπίπτουσα απόφαση (σκέψη 167), ότι για την περίοδο που διανύθηκε εντός της κοινής επιχειρήσεως JET, η ζημία των εναγόντων προέκυπτε από τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών, των συναφών ωφελημάτων και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που οι ενδιαφερόμενοι θα είχαν εισπράξει ή αποκτήσει, εάν είχαν εργασθεί για το σχέδιο JET υπό την ιδιότητα των έκτακτων υπαλλήλων, και των αποδοχών, των συναφών ωφελημάτων και των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που οι ενδιαφερόμενοι όντως εισέπραξαν ή απέκτησαν ως επί συμβάσει υπάλληλοι.

102    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το τελικό ποσό της αποζημιώσεως που οφείλεται σε καθέναν από τους αιτούντες για την αποκατάσταση της επίδικης ζημίας ορίζεται, για τις 31 Δεκεμβρίου 1999, ημερομηνία λήξεως εν πάση περιπτώσει της περιόδου αποζημιώσεως, στο συνολικό ποσό που αναφέρεται στη στήλη (6) του παραρτήματος 3 της παρούσας αποφάσεως. Μετά την ημερομηνία αυτή, το εν λόγω ποσό είναι τοκοφόρο προς 5,25 %, όπως αναφέρεται στη σκέψη 28 ανωτέρω, μέχρι την πραγματική καταβολή της αποζημιώσεως.

 Επί του φορολογικού καθεστώτος στο οποίο υπάγονται οι αποζημιώσεις των αιτούντων

103    Οι διάδικοι εξέθεσαν τα προβλήματα που ενδέχεται να ανακύψουν, σε εθνικό επίπεδο, στο πλαίσιο της εκτελέσεως της παρούσας αποφάσεως, λόγω της προθέσεως που εξέφρασαν οι φορολογικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, να φορολογήσουν, αν όχι το βασικό ποσό των αποζημιώσεων, τουλάχιστον τους τόκους επ’ αυτών, σε αντίθεση προς ό,τι ορίζει η παρεμπίπτουσα απόφαση.

104    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η οφειλόμενη σε κάθε ενάγοντα αποζημίωση, η οποία αποσκοπεί στην αντιστάθμιση της απώλειας αποδοχών και συναφών ωφελημάτων που υπολογίζονται άνευ φόρου και υπολογίζεται, κατά τον ίδιο τρόπο, λαμβανομένου υπόψη του κοινοτικού φόρου, πρέπει να υπαχθεί στο φορολογικό καθεστώς που ισχύει για τα ποσά που καταβάλλουν οι Κοινότητες στους υπαλλήλους τους, σύμφωνα με το άρθρο 16 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κατά συνέπεια, η επίμαχη αποζημίωση, νοούμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο ως απαλλασσόμενη κάθε φόρου, δεν μπορεί να φορολογηθεί σε εθνικό επίπεδο. Επομένως, καμία πρόσθετη αποζημίωση δεν οφείλεται για την αντιστάθμιση τέτοιων φόρων (σκέψη 176 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως).

105    Από την παρεμπίπτουσα απόφαση προκύπτει ότι τόσο το βασικό ποσό της οφειλόμενης σε κάθε ενάγοντα αποζημιώσεως όσο και οι σχετικοί τόκοι, οι οποίοι αποτελούν το αντίτιμο για το χρονικό διάστημα που ενδεχομένως θα παρέλθει για την αποκατάσταση της ζημίας των ενδιαφερομένων και διακρίνονται, ως εκ τούτου, από το βασικό ποσό, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να υπαχθούν σε εθνικό φορολογικό καθεστώς που θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τον περιορισμό της αποκαταστάσεως της ζημίας αυτής. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την παρεμπίπτουσα απόφαση, η Κοινότητα δεν μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει πρόσθετη αποζημίωση στους αιτούντες, η οποία δεν θα σχετίζεται με τις παράνομες ενέργειες που διαπίστωσε το Πρωτοδικείο, προκειμένου να αντισταθμίσει τη λόγω των εθνικών φορολογικών διατάξεων μείωση της αποζημιώσεως που θα λάβουν τελικά οι ενδιαφερόμενοι, καθότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα χρηματοδοτούνταν στην πράξη, χωρίς νόμιμη αιτία, ο προϋπολογισμός ενός κράτους μέλους.

106    Χωρίς να χρειάζεται να προδικαστούν οι ενδεχόμενες διαδικαστικές συνέπειες, τη σκοπιμότητα των οποίων πρέπει να κρίνει η Επιτροπή, τις οποίες θα αντιμετώπιζε το οικείο κράτος μέλος σε ανάλογη περίπτωση, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώσει την πλήρη φορολογική ασυλία των αποζημιώσεων που οφείλονται στους αιτούντες, τόσο του βασικού ποσού όσο και των τόκων, σε σχέση με τις εθνικές διατάξεις, ασυλία που προκύπτει από το σκεπτικό της παρεμπίπτουσας αποφάσεως, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου (res judicata), όπως αναφέρεται στις σκέψεις 26 και 28 ανωτέρω.

 Επί των δικαστικών εξόδων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

107    Οι αιτούντες, οι οποίοι ζητούν να καταδικαστεί η καθής στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το άρθρο 87 του Κανονισμού Διαδικασίας, ισχυρίζονται ότι, μολονότι το Πρωτοδικείο περιόρισε την περίοδο αποζημιώσεως, δεν ηττήθηκαν ως προς κάποιο από τα αιτήματά τους και ότι το μέγεθος των δαπανών τους δεν είναι ανάλογο προς την περίοδο αποζημιώσεως.

108    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αιτούντες δεν μπορούν να υποστηρίζουν ότι κέρδισαν την υπόθεση, εφόσον ηττήθηκαν ως προς ένα από τα βασικά ζητήματα, ήτοι την παραγραφή, πράγμα που είχε ως συνέπεια να μειώσουν πέντε ή έξι φορές τις αρχικές τους αξιώσεις. Παρατηρώντας ότι το Πρωτοδικείο αφιέρωσε στο ζήτημα αυτό το ήμισυ περίπου της παρεμπίπτουσας αποφάσεως, εκτιμά ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να καταδικαστεί στο ήμισυ μόνον των δικαστικών εξόδων των αιτούντων.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

109    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Πρωτοδικείο επιφυλάχθηκε για τα δικαστικά έξοδα με το σημείο 4 το διατακτικού της παρεμπίπτουσας αποφάσεως.

110    Κατά το άρθρο 88 του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο έχει εν προκειμένω εφαρμογή, εφόσον η διαφορά εξετάστηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Κοινότητας και των υπαλλήλων της (σκέψη 54 της παρεμπίπτουσας αποφάσεως), τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν τα θεσμικά όργανα βαρύνουν τα ίδια, ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο.

111    Δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

112    Επιπλέον, το άρθρο 87, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν σε δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

113    Επισημαίνεται ότι τόσο από το διατακτικό της παρεμπίπτουσας αποφάσεως όσο και από το σκεπτικό που αποτελεί την απαραίτητη βάση του διατακτικού προκύπτει ότι τα αιτήματα των εναγόντων έγιναν κατ’ ουσίαν δεκτά. Πράγματι, το Δικαστήριο αναγνώρισε το δικαίωμά τους να αποκατασταθεί η ζημία την οποία υπέστη καθένας από αυτούς λόγω του ότι δεν προσελήφθη ως έκτακτος υπάλληλος των Κοινοτήτων για την άσκηση της δραστηριότητάς του στο πλαίσιο της Κοινής Επιχείρησης (JET). Συναφώς, το γεγονός που επικαλείται η καθής, ότι το Πρωτοδικείο περιόρισε την περίοδο αποζημιώσεως, ουδόλως αμβλύνει την πλήρη και αμέριστη αναγνώριση της ευθύνης της Κοινότητας, λόγω της παράνομης συμπεριφοράς της, η οποία διαπιστώθηκε για ολόκληρη την περίοδο κατά την οποία οι αιτούντες εργάστηκαν στη JET.

114    Επισημαίνεται επίσης ότι, έστω και αν οι αιτούντες ηττήθηκαν εν μέρει ως προς τα αιτήματά τους περί καταβολής αποζημιώσεων, στο μέτρο που το Πρωτοδικείο δεν δέχθηκε το σύνολο των αιτούμενων ποσών προς αποκατάσταση της σχετικής ζημίας, λαμβάνουν όμως αποζημίωση μεγαλύτερη από εκείνη που ήταν διατεθειμένη να τους καταβάλει η Επιτροπή (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψεις 363 έως 365).

115    Υπό τις συνθήκες αυτές, για το σύνολο της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα έξοδα των αιτούντων, το δε παρεμβαίνον Συμβούλιο φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      H Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει σε καθέναν από τους αιτούντες αποζημίωση ίση προς το ποσό που αναφέρεται, για καθέναν από αυτούς, στη στήλη (6) του παραρτήματος 3 της παρούσας αποφάσεως.

2)      Το ποσό αυτό παράγει τόκους με επιτόκιο 5,258 % από τις 31 Δεκεμβρίου 1999 μέχρι την ημερομηνία καταβολής του.

3)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι αιτούντες για το σύνολο της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας.

4)      Το Συμβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Vesterdorf

Jaeger

Legal

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουλίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      B. Vesterdorf

Παράρτημα 1

Κατάλογος των αιτούντων (95)

Ashby Keith

Ashman Mark

Atkins Geoff

Austin Yvonne

Bainbridge Neville

Baker R.

Barlow Ian

Boyce Terry

Bracey Robert

Brown Brian C.

Browne Mike

Bruce James

Butler Neil

Carman Paul

Clapinson Roy

Clay Royce

Downes Derek

Evans Graham

Evans Jim

Gallagher Tony

Gear David

Gedney John

Grey David

Grieveson Barry

Haist Bernhard

Hamilton David

Handley Ray

Harrison Roy

Hart Michael

Haydon Phillip

Hayward Ivor

Hopkins Mark

Howard Keith

Howarth Peter

Hume Cyril

Jones Eifion

Jones Glyn

Lawler Andrew

MacMillan Gordon

Martin Peter

May Christopher

May Derek

Merrigan Ian

Middleton Richard

Mills Simon

Musselwhite Ray

Napper Tim

Nicholls Keith

Organ Mike

Page Robert

Parry Dai

Parsons Bill

Pledge Derek

Potter Tim R.

Preece Geoff

Price Tom

Richardson Steve

Rivers-Playle Shirley

Rolfe Alan

Russell Michael

Sanders Stephen

Sanders Stephen. G

Scott Stephen

Shaw John

Sibbald Michael R.

Skinner Nigel

Smith Paul. G

Smith Tracey

Spelzini Tony

Stafford-Allen Robin

Stagg Robin

Stanley Graham

Starkey David

Sutton Dave

Tait John

Taylor Michael E.

Tigwell Paul

Toft George

Tulloch Jim

Twynam Pat

Walden Tony

Walker Martin

Wallace Norman

Walsh Patrick

Watkins Peter

Way Mike

West Alan

Whitby Andy

Wijetunge Srilal P.

Willis Brian L.

Wilson David. J

Wilson David. W

Wright Julie

Yorkshades John

Young David

Παράρτημα 2

Επώνυμο του αιτούντος

Έναρξητηςπεριόδουαποζημιώσεως

Βαθμόςκαικλιμάκιοκατάτηνέναρξητηςπεριόδουαποζημιώσεως

Ashby

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/4

Ashman

1η Ιανουαρίου 1995

B 2/2

Atkins

1η Ιανουαρίου 1995

A 6/1

Austin

1η Ιανουαρίου 1995

C 2/3

Bainbridge

1η Ιανουαρίου 1995

A 6/2

Baker

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/8

Barlow

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/2

Boyce

1η Ιανουαρίου 1995

B 2/1

Bracey

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/6

BrownB

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/8

BrowneM

1η Φεβρουαρίου 1995

A 5/8

Bruce

1η Φεβρουαρίου 1995

B 2/4

Butler

1η Ιανουαρίου 1995

B 3/4

Carman

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/4

Clapinson

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/8

Clay

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/7

Downes

1η Ιανουαρίου 1995

B 2/3

EvansG

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/5

EvansJ

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/5

Gallagher

1η Μαΐου 1995

B 1/8

Gear

2 Ιουλίου 1995

B 4/4

Gedney

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/4

Grey

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/8

Grieveson

1η Νοεμβρίου 1995

B 2/1

Haist

1η Ιανουαρίου 1995

A 6/3

Hamilton

1η Ιανουαρίου 1995

A 6/2

Handley

1η Ιανουαρίου 1995

B 2/1

Harrison

1η Μαρτίου 1995

B 2/1

Hart

31 Μαρτίου 1995

B 2/4

Haydon

1η
                                                      Αυγούστου 1995

B 1/2

Hayward

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/8

Hopkins

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/4

Howard

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/8

Howarth

1η Ιανουαρίου 1995

B 2/4

Hume

1η Απριλίου 1997

B 2/2

JonesE

1η Απριλίου 1995

B 1/2

JonesG

1η Μαΐου 1995

B 1/4

Lawler

3 Μαΐου 1995

A 5/3

MacMillan

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/4

Martin

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/2

MayC

1η
                                                      Αυγούστου 1995

B 3/4

MayD

18 Απριλίου 1995

B 2/3

Merrigan

1η Μαΐου 1995

B 3/4

Middleton

6 Μαρτίου 1995

A 5/1

Mills

1η Μαΐου 1995

A 5/8

Musselwhite

1η Ιανουαρίου 1995

B 2/1

Napper

1η Ιανουαρίου 1995

B 2/1

Nicholls

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/3

Page

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/4

Parry

1η Ιανουαρίου 1995

B1/3

Parsons

1η Μαΐου 1995

A 5/4

Pledge

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/4

Potter

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/3

Preece

19 Ιουνίου 1995

B 4/2

Price

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/4

Richardson

1η Μαρτίου 1995

B 2/3

Rivers-Playle

1η Απριλίου 1996

D 3/2

Rolfe

1η Φεβρουαρίου 1995

A 4/8

Russell

1η Μαρτίου 1995

B 1/3

SandersS

1η Απριλίου 1995

B 3/2

SandersSG

1η Ιανουαρίου 1995

A 5/4

Scott

6 Ιανουαρίου 1995

B 3/4

Shaw

1η Φεβρουαρίου 1995

B 1/4

Skinner

1η Μαΐου 1995

B 2/2

SmithPG

1η Μαΐου 1995

B 1/2

SmithT

1η Ιανουαρίου 1995

B 3/3

Spelzini

1η Ιανουαρίου 1995

B 2/4

Stafford-Allen

1η Απριλίου 1995

A 5/3

Stagg

1η Ιουνίου 1995

A 5/6

Stanley

1η Απριλίου 1995

B 4/3

Starkey

1η Ιανουαρίου 1995

A 6/2

Sutton

1η Ιανουαρίου 1995

B 3/4

Tait

1η Νοεμβρίου 1995

B 1/4

Taylor

1η Απριλίου 1995

B 2/2

Tigwell

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/5

Toft

1η Ιανουαρίου 1995

B 2/4

Tulloch

1η Ιουνίου 1995

B 2/1

Twynam

1η Ιανουαρίου 1995

A 5/8

Walden

1η Ιανουαρίου 1995

A 5/7

Walker

1η Ιανουαρίου 1995

B 2/2

Wallace

1η Ιανουαρίου 1995

B 3/4

Walsh

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/8

Watkins

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/8

Way

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/5

West

1η Οκτωβρίου 1995

B 3/4

Whitby

1η Ιανουαρίου 1995

B 2/4

Wijetunge

1η Ιανουαρίου 1995

B 1/3

Willis

1η Ιανουαρίου 1995

B 2/2

WilsonDJ

1η Μαΐου 1995

A 5/4

WilsonDW

1η Απριλίου 1995

B 3/3

Wright

1η Ιανουαρίου 1995

C 1/6

Yorkshades

31 Ιουλίου 1995

B 2/1

Young

16 Ιανουαρίου 1995

B 1/4


Παράρτημα 3

Επώνυμο του αιτούντος

Συνολικό ποσό των καθαρών αποδοχών που εισέπραξε ως επί συμβάσει υπάλληλος (1)

Εθνικές αποδοχές

(GBP)

Συνολικό ποσό των καθαρών αποδοχών ενός αντίστοιχου εκτάκτου υπαλλήλου (2)

Κοινοτικές αποδοχές

(GBP)

Διαφορά:

Καθαρή απλή απώλεια

(3 = 2- 1)

(GBP)

Διαφορά:

Καθαρή συσσωρευμένη απώλεια

(4 = 3 αναπροσαρμοσμένη στις 31 Δεκεμβρίου 1999)

(GBP)

Απώλεια της συντάξεως αρχαιότητας (ή του επιδόματος αποχωρήσεως) (5)

(GBP)

Συνολική απώλεια στις 31 Δεκεμβρίου 1999

(6 = 4 + 5)

(GBP)

Ashby

130 241

221 535

91 294

100 375

192 027

292 401

Ashman

74 905

166 244

91 339

99 773

43 647

143 420

Atkins

139 741

238 403

98 662

107 830

48 050

155 880

Austin

56 991

126 224

69 233

76 018

31 194

107 211

Bainbridge

86 407

161 292

74 885

83 289

15 557

98 846

Baker

141 265

240 123

98 858

109 525

177 809

287 334

Barlow

124 685

230 699

106 014

116 339

52 718

169 057

Boyce

85 014

176 158

91 145

99 873

124 135

224 007

Bracey

82 044

206 021

123 976

135 884

163 221

299 105

BrownB

132 086

299 845

167 759

185 165

184 781

369 946

BrowneM

197 775

290 026

92 250

103 268

136 666

239 935

Bruce

96 829

273 189

176 360

192 718

60 556

253 274

Butler

79 686

173 660

93 974

103 308

79 778

183 085

Carman

145 150

233 290

88 140

97 480

152 453

249 933

Clapinson

121 921

218 248

96 327

106 541

203 431

309 973

Clay

129 801

265 631

135 830

150 347

158 431

308 779

Downes

117 129

210 762

93 632

102 374

121 201

223 575

EvansG

73 566

248 627

175 061

192 018

141 165

333 184

EvansJ

125 013

286 433

161 419

177 490

158 431

335 921

Gallagher

108 878

238 044

129 166

141 649

179 225

320 874

Gear

62 054

165 185

103 131

111 768

34 077

145 845

Gedney

111 391

201 693

90 302

99 087

164 593

263 680

Grey

131 095

261 486

130 391

144 034

184 781

328 815

Grieveson

89 710

165 150

75 440

81 096

36 386

117 483

Haist

137 162

270 098

132 936

145 846

54 146

199 992

Hamilton

68 752

137 679

68 928

76 973

20 429

+ 9 254

106 657

Handley

99 803

210 536

110 733

120 698

45 181

165 879

Harrison

69 257

174 519

105 262

114 884

147 207

262 091

Hart

78 363

224 136

145 772

158 112

153 615

311 727

Haydon

80 000

207 028

127 027

138 023

48 130

186 153

Hayward

131 015

258 144

127 129

140 446

184 781

325 227

Hopkins

65 486

125 416

59 929

69 620

32 412

102 031

Howard

99 629

237 913

138 283

152 547

211 408

363 955

Howarth

79 800

220 085

140 285

154 223

109 733

263 956

Hume

52 126

121 377

69 251

72 243

24 015

96 258

JonesE

59 227

192 238

133 011

145 101

129 770

274 871

JonesG

71 500

249 345

177 845

193 568

165 605

359 173

Lawler

68 730

128 743

60 012

69 116

65 862

134 978

MacMillan

121 329

212 844

91 515

100 689

92 142

192 831

Martin

130 727

216 603

85 876

94 741

162 412

257 153

MayC

104 466

138 630

34 163

36 835

77 944

114 779

MayD

74 803

178 980

104 178

113 695

57 332

171 027

Merrigan

108 107

182 196

74 089

80 117

97 918

178 035

Middleton

172 567

232 437

59 869

64 880

57 815

122 695

Mills

177 809

242 033

64 224

71 667

178 566

250 233

Musselwhite

111 539

227 126

115 587

127 577

158 254

285 831

Napper

67 017

201 685

134 667

147 989

36 436

184 425

Nicholls

79 159

207 443

128 284

141 468

61 434

202 902

Page

91 825

241 553

149 728

163 731

149 503

313 234

Parry

99 210

223 866

124 655

136 539

149 110

285 649

Parsons

155 422

271 874

116 452

127 752

177 524

305 276

Pledge

111 220

212 844

101 624

111 105

206 944

318 049

Potter

29 665

48 297

18 632

22 329

6 699

29 027

Preece

72 369

88 576

16 208

18 058

17 997

36 055

Price

119 511

195 068

75 556

83 455

88 421

+ 20 404

192 280

Richardson

124 313

188 507

64 194

69 610

53 133

122 743

Rivers-Playle

29 747

69 948

40 202

42 969

14 812

57 782

Rolfe

247 601

390 887

143 286

158 212

228 949

387 161

Russell

68 108

208 170

140 062

153 428

144 140

297 568

SandersS

115 996

157 096

41 101

44 627

37 137

81 764

SandersSG

146 352

315 672

169 320

185 733

67 780

253 513

Scott

66 865

169 720

102 854

113 622

120 030

233 653

Shaw

79 404

217 076

137 672

150 933

220 231

371 165

Skinner

124 852

213 489

88 637

96 115

98 200

194 315

SmithPG

125 770

177 863

52 094

56 457

123 707

180 164

SmithT

79 341

169 426

90 086

99 297

87 930

187 227

Spelzini

86 280

201 903

115 624

126 833

107 642

234 476

Stafford-Allen

50 407

140 309

89 902

97 751

21 152

118 903

Stagg

117 358

258 629

141 270

153 397

150 142

303 540

Stanley

90 323

134 101

43 778

47 436

33 512

80 948

Starkey

166 303

212 171

45 868

50 027

151 261

201 289

Sutton

36 813

108 580

71 767

81 219

15 734

96 953

Tait

121 790

173 160

51 370

55 094

168 898

223 992

Taylor

68 819

180 446

111 627

121 505

101 894

223 399

Tigwell

133 215

266 550

133 335

146 385

155 414

301 799

Toft

62 458

210 341

147 883

162 114

144 078

306 192

Tulloch

61 440

112 213

50 773

56 835

115 114

171 948

Twynam

115 388

272 347

156 960

173 380

236 393

409 774

Walden

135 796

282 686

146 890

161 689

202 683

364 372

Walker

84 893

231 965

147 072

161 465

48 402

209 867

Wallace

64 766

147 993

83 227

91 230

38 838

130 068

Walsh

131 125

240 123

108 998

120 805

184 781

305 586

Watkins

132 413

240 123

107 710

119 396

215 513

334 910

Way

142 667

278 237

135 569

149 648

164 644

314 291

West

59 445

151 241

91 796

99 443

71 839

171 281

Whitby

107 244

243 356

136 113

148 728

134 396

283 123

Wijetunge

111 181

239 653

128 472

140 345

198 970

339 315

Willis

124 289

184 913

60 624

66 216

120 376

186 592

WilsonDJ

130 907

250 709

119 802

130 596

143 676

274 272

WilsonDW

112 222

181 198

68 976

75 234

37 918

113 152

Wright

72 261

164 076

91 815

100 891

85 607

186 498

Yorkshades

126 132

196 207

70 075

75 609

113 137

188 746

Young

140 516

247 755

107 240

117 362

65 253

182 615


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.