Language of document : ECLI:EU:F:2011:102

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 5ης Ιουλίου 2011

Υπόθεση F‑73/10

Angel Coedo Suárez

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αγωγή αποζημιώσεως – Σιωπηρή απόρριψη του αιτήματος αποζημιώσεως, ακολουθούμενη από ρητή απόρριψη του εν λόγω αιτήματος – Εκπρόθεσμη άσκηση της προηγούμενης διοικητικής ενστάσεως κατά της σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως – Απαράδεκτο»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, που εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου της 106α, με την οποία ο Α. Coedo Suárez ζητεί, πρώτον, να ακυρωθεί η απόφαση του Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2009, περί απορρίψεως του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας που το προκάλεσε το θεσμικό όργανο αυτό, δεύτερον, να ακυρωθεί η απόφαση του Συμβουλίου της 26ης Μαΐου 2010, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του κατά της εν λόγω αποφάσεως και, τρίτον, να υποχρεωθεί το Συμβούλιο σε αποκατάσταση της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση:      Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Το Συμβούλιο φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Σιωπηρή απόφαση περί απορρίψεως αιτήσεως που δεν προσβλήθηκε εμπροθέσμως –Μεταγενέστερη ρητή απόφαση – Επιβεβαιωτική πράξη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες – Χαρακτήρας δημοσίας τάξεως – Μη τήρηση – Συγγνωστή πλάνη – Έννοια

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Κατανομή – Συνεκτίμηση λόγων επιείκειας – Καταδίκη του νικήσαντος διαδίκου στα δικαστικά έξοδα

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 8 § 2, και 88· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 1)

1.      H έχουσα χαρακτήρα αμιγώς επιβεβαιωτικής πράξεως ρητή απόρριψη αιτήσεως κατόπιν σιωπηρής απορρίψεως της ίδιας αιτήσεως δεν μπορεί να επιτρέψει στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο να συνεχίσει την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία παρέχοντάς του νέα προθεσμία για την υποβολή ενστάσεως. Επιπλέον, μολονότι το άρθρο 91, παράγραφος 3, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ ορίζει ότι σε περίπτωση ρητής απορριπτικής αποφάσεως, η οποία εκδίδεται μετά τη σιωπηρή απόφαση αλλά εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής αρχίζει εκ νέου, εντούτοις αυτός ο κανόνας αφορά μόνον την προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται διοικητική ένσταση και δεν εφαρμόζεται στην προθεσμία υποβολής ενστάσεως κατά αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται αίτηση. Πράγματι, το άρθρο 91, παράγραφος 3, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ είναι ειδική διάταξη, η οποία αφορά τον υπολογισμό των προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής και πρέπει να ερμηνεύεται κατά γράμμα και συσταλτικά.

(βλ. σκέψεις 37 και 38)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 17 Νοεμβρίου 2000, T‑200/99, Martinelli κατά Επιτροπής, σκέψη 11 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: 8 Ιουλίου 2010, T‑368/09 P, Sevenier κατά Επιτροπής, σκέψεις 28 έως 30

ΔΔΔΕΕ: 8 Ιουλίου 2009, F‑62/08, Sevenier κατά Επιτροπής, σκέψεις 33 έως 40· 10 Μαΐου 2011, F‑59/10, Barthel κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, σκέψεις 25 έως 27

2.      Οι προθεσμίες για την υποβολή διοικητικής ενστάσεως και για την άσκηση προσφυγής, οι οποίες προβλέπονται από το άρθρο 90 του ΚΥΚ και έχουν προβλεφθεί με σκοπό τη διασφάλιση της σαφήνειας και της ασφάλειας των έννομων σχέσεων, καθώς και την αποφυγή οιωνδήποτε διακρίσεων ή αυθαίρετης μεταχειρίσεως κατά την απονομή της δικαιοσύνης, είναι δημοσίας τάξεως και δεν αποτελούν μέσο που εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των διαδίκων ή του δικαστή, ο οποίος καλείται να ελέγχει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, αν έχουν τηρηθεί.

Μολονότι γίνεται δεκτό ότι η μη τήρηση των κανόνων που αφορούν τις προθεσμίες για την άσκηση διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής μπορεί να μην έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη προσφυγής λόγω απαραδέκτου στις περιπτώσεις όπου η εν λόγω μη τήρηση οφείλεται σε συγγνωστή πλάνη του υπαλλήλου, εντούτοις η έννοια της συγγνωστής πλάνης καλύπτει μόνον εξαιρετικές περιστάσεις, ιδίως περιπτώσεις όπου το θεσμικό όργανο υιοθέτησε συμπεριφορά δυνάμενη να προκαλέσει, αυτή και μόνη ή σε καθοριστικό βαθμό, εύλογη σύγχυση σε καλόπιστο πολίτη ο οποίος επέδειξε όλη την επιμέλεια που απαιτείται από πρόσωπο που έχει τη συνήθη ενημέρωση.

Συναφώς, η γνωστοποίηση του γεγονότος ότι αίτηση υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ εξετάζεται και ότι οι υπηρεσίες του αρμόδιου οργάνου δεν έχουν καταλήξει ακόμη σε οριστικό συμπέρασμα δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα και δεν μπορεί, ειδικότερα, να παρατείνει τις προθεσμίες που προβλέπονται στα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ. Οι διάδικοι δεν μπορούν να παρατείνουν κατά βούληση τις προβλεπόμενες στον ΚΥΚ προθεσμίες, δεδομένου ότι οι εν λόγω προθεσμίες είναι δημοσίας τάξεως και η αυστηρή τήρησή τους διασφαλίζει τη σαφήνεια και την ασφάλεια των νομικών καταστάσεων.

Επιπλέον, το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας ουδόλως θίγεται από την αυστηρή εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης περί δικονομικών προθεσμιών, η οποία είναι σύμφωνη με την επιταγή της ασφάλειας δικαίου και την ανάγκη αποφυγής οποιασδήποτε δυσμενούς διακρίσεως ή οποιασδήποτε αυθαίρετης μεταχειρίσεως κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Πράγματι, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, το οποίο αναγνωρίζει στην έννομη τάξη της Ένωσης το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν αποκλείει την πρόβλεψη προθεσμίας για την άσκηση ένδικου βοηθήματος.

(βλ. σκέψεις 34, 40, 41 και 43)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 17 Ιουλίου 1965, 43/64, Müller κατά Συμβουλίου· 17 Φεβρουαρίου 1972, 40/71, Richez‑Parise κατά Επιτροπής, σκέψεις 8 και 9· 1 Απριλίου 1987, 257/85, Dufay κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 10· 29 Ιουνίου 2000, C‑154/99 P, Politi κατά Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως, σκέψη 15· 17 Μαΐου 2002, C‑406/01, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 18 Ιανουαρίου 2007, C‑229/05 P, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, σκέψη 101

ΓΔΕΕ: 10 Απριλίου 2003, T‑186/01, Robert κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 54· 2 Μαρτίου 2004, T‑14/03, Di Marzio κατά Επιτροπής, σκέψη 40· 15 Ιανουαρίου 2009, T‑306/08 P, Braun-Neumann κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 36

ΔΔΔΕΕ: 11 Ιουνίου 2009, F‑72/08, Κετσελίδης κατά Επιτροπής, σκέψη 52· 12 Μαΐου 2010, F‑13/09, Peláez Jimeno κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 18

3.      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού του Διαδικασίας, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί, για λόγους επιείκειας, να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα δικαστικά έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδα αυτά. Επιπλέον, κατά το άρθρο 88 του Κανονισμού Διαδικασίας, ένας διάδικος, έστω και νικήσας, μπορεί να καταδικαστεί όχι μόνο σε ένα μέρος των δικαστικών εξόδων, αλλά και στο σύνολό τους, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του, ακόμη και από τη στάση του πριν από την κίνηση της δίκης.

Ειδικότερα, η καταδίκη του θεσμικού οργάνου στα δικαστικά έξοδα, ακόμη και αν είναι ο νικήσας διάδικος, μπορεί να δικαιολογείται από την έλλειψη επιμέλειας εκ μέρους του κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία στην περίπτωση που, αφενός, έχει αφήσει να παρέλθει η τετράμηνη προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, πριν εκδώσει ρητή απόφαση για την απόρριψη της αιτήσεως που είχε υποβάλει ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος και, αφετέρου, δεν έχει επιστήσει την προσοχή του ενδιαφερομένου, με την επίμαχη απόφαση, στο γεγονός ότι υπήρχε ήδη σιωπηρή απορριπτική απόφαση και ότι η τρίμηνη προθεσμία υποβολής διοικητικής ενστάσεως έτρεχε από την ημερομηνία της αποφάσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 45, 47 και 48)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 28 Ιουνίου 2006, F‑27/05, Le Maire κατά Επιτροπής, σκέψη 53· Barthel κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 33 και 34