Language of document : ECLI:EU:C:2007:804

Υπόθεση C-101/05

Skatteverket

κατά

A

(αίτηση του Regeringsrätten

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών — Φόρος επί εισοδημάτων από κεφάλαια — Μερίσματα καταβαλλόμενα από εταιρία εγκατεστημένη σε κράτος μέλος του ΕΟΧ — Απαλλαγή — Μερίσματα καταβαλλόμενα από εταιρία εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα — Απαλλαγή χορηγούμενη υπό την προϋπόθεση ότι υφίσταται φορολογική σύμβαση προβλέπουσα την ανταλλαγή πληροφοριών — Αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Διατάξεις της Συνθήκης

(Άρθρα 56 § 1 ΕΚ, 57 § 1 ΕΚ και 58 ΕΚ)

2.        Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Περιορισμοί

(Άρθρο 56 § 1 ΕΚ)

3.        Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων από και προς τρίτες χώρες

(Άρθρο 57 § 1 ΕΚ)

4.        Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — Περιορισμοί — Φορολογική νομοθεσία — Φόροι εισοδήματος

(Άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ)

1.        Όσον αφορά τις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, επιτρέπεται η επίκληση του άρθρου 56, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 57 ΕΚ και 58 ΕΚ, ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου να μην εφαρμοστούν εθνικοί κανόνες που είναι αντίθετοι προς το άρθρο αυτό, ανεξαρτήτως του είδους των επίμαχων κινήσεων κεφαλαίων. Συγκεκριμένα, το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ έχει άμεσο αποτέλεσμα, χωρίς να απαιτείται να γίνει διάκριση μεταξύ κινήσεων κεφαλαίων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ και εκείνων που δεν εμπίπτουν, η δε εξαίρεση του άρθρου 57, παράγραφος 1, ΕΚ δεν εμποδίζει τους ιδιώτες να αντλούν δικαιώματα από το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ και να τα επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων.

(βλ. σκέψεις 26-27)

2.        Η έννοια των περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο όσον αφορά τις σχέσεις με τρίτες χώρες και τις ενδοκοινοτικές σχέσεις. Συγκεκριμένα, μολονότι η ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων από και προς τις τρίτες χώρες επιδιώκει, βέβαια, και άλλους σκοπούς, πέραν της υλοποιήσεως της εσωτερικής αγοράς, ιδίως δε τη διασφάλιση της αξιοπιστίας του ενιαίου κοινοτικού νομίσματος στις παγκόσμιες αγορές και τη διατήρηση, εντός των κρατών μελών, παγκοσμίου βεληνεκούς χρηματοοικονομικών κέντρων, επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι, όταν η εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων επεκτάθηκε, με το άρθρο 56, παράγραφος 1, ΕΚ, στις σχέσεις μεταξύ τρίτων χωρών και κρατών μελών, τα κράτη μέλη επέλεξαν, για την κατοχύρωση της αρχής αυτής, το ίδιο άρθρο και την ίδια διατύπωση τόσο για τις κινήσεις κεφαλαίων στο εσωτερικό της Κοινότητας όσο και για τις κινήσεις κεφαλαίων από και προς τις τρίτες χώρες. Εξάλλου, από το σύνολο των διατάξεων που προστέθηκαν στο κεφάλαιο περί κεφαλαίων και πληρωμών της Συνθήκης προκύπτει ότι τα κράτη μέλη, έχοντας υπόψη ότι ο σκοπός και το νομικό πλαίσιο της ελευθερώσεως των κινήσεων κεφαλαίων διαφέρουν ανάλογα με το αν πρόκειται για σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών ή για ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων μεταξύ τους, έκριναν αναγκαίο να θεσπίσουν ρήτρες διασφαλίσεως και παρεκκλίσεις που έχουν εφαρμογή ειδικά στις κινήσεις κεφαλαίων από και προς τρίτες χώρες.

(βλ. σκέψεις 31-32, 38)

3.        Για να θεωρηθεί ένας περιορισμός υφιστάμενος στις 31 Δεκεμβρίου 1993, θα πρέπει το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο εν λόγω περιορισμός να αποτελεί αδιαλείπτως από την ημερομηνία αυτή μέρος της έννομης τάξεως του οικείου κράτους μέλους. Συναφώς, μολονότι ένα εθνικό μέτρο που θεσπίστηκε μετά την ημερομηνία αυτή δεν αποκλείεται, εκ του γεγονότος αυτού και μόνον, από το σύστημα παρεκκλίσεων της ως άνω παραγράφου 1, εντούτοις η παρέκκλιση μπορεί να ισχύει μόνο για διατάξεις που κατ’ ουσίαν ταυτίζονται με τις προηγούμενες ή απλώς περιορίζουν ή εξαλείφουν εμπόδια στην άσκηση των κοινοτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που περιλαμβάνονται στην προϋφιστάμενη νομοθεσία. Αντιθέτως, η παρέκκλιση αυτή δεν καλύπτει διατάξεις που βασίζονται σε διαφορετική λογική από αυτή της προηγούμενης νομοθεσίας και εισάγουν νέες διαδικασίες. Δεν καλύπτονται, έτσι, οι διατάξεις οι οποίες, ενώ είναι ταυτόσημες με τις ισχύουσες στις 31 Δεκεμβρίου 1993, θεσπίζουν εκ νέου εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, το οποίο είχε παύσει να υφίσταται μετά την κατάργηση της προηγούμενης νομοθεσίας.

(βλ. σκέψεις 48-49)

4.        Τα άρθρα 56 ΕΚ και 58 ΕΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν απαγορεύουν νομοθεσία κράτους μέλους δυνάμει της οποίας τα μερίσματα που διανέμονται υπό μορφή μετοχών σε θυγατρική απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος μόνον αν η διανέμουσα εταιρία είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) ή σε κράτος με το οποίο το αρμόδιο για τη φορολόγηση κράτος μέλος έχει συνάψει φορολογική σύμβαση προβλέπουσα την ανταλλαγή πληροφοριών, εφόσον η χορήγηση της απαλλαγής εξαρτάται από προϋποθέσεις των οποίων την τήρηση μπορούν να ελέγξουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αυτού μόνο βάσει πληροφοριών λαμβανομένων από το κράτος μέλος εγκατάστασης της διανέμουσας εταιρίας.

Μια τέτοια νομοθεσία, μολονότι επιβάλλει περιορισμό στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, αποθαρρύνοντας τους φορολογουμένους που είναι εγκατεστημένοι στο οικείο κράτος μέλος από το να επενδύουν τα κεφάλαιά τους σε εταιρίες εγκατεστημένες εκτός ΕΟΧ, μπορεί, εντούτοις, να δικαιολογείται από την ανάγκη διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητας των φορολογικών ελέγχων, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι η νομοθεσία αυτή πρέπει να είναι κατάλληλη να διασφαλίζει την υλοποίηση του σκοπού που επιδιώκει, χωρίς να υπερβαίνει το αναγκαίο προς τούτο μέτρο. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την άρνηση χορηγήσεως φορολογικού πλεονεκτήματος, προβάλλοντας αδυναμία να ζητήσουν τη συνεργασία άλλου κράτους μέλους στη διενέργεια ερευνών ή στη συλλογή πληροφοριών. Εντούτοις, η αρχή αυτή, η οποία αφορά περιορισμούς στην άσκηση της ελεύθερης κυκλοφορίας στο εσωτερικό της Κοινότητας, δεν μπορεί να εφαρμοστεί αυτούσια στις κινήσεις κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, καθώς οι κινήσεις αυτές εντάσσονται σε διαφορετικό νομικό πλαίσιο. Κατά συνέπεια, εφόσον, σύμφωνα με την ισχύουσα σε ένα κράτος μέλος κανονιστική ρύθμιση, η χορήγηση ενός φορολογικού πλεονεκτήματος εξαρτάται από προϋποθέσεις των οποίων η συνδρομή μπορεί να διαπιστωθεί μόνο δια της λήψεως πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας, είναι, κατ’ αρχήν, θεμιτό να αρνείται το κράτος μέλος τη χορήγηση του πλεονεκτήματος σε περίπτωση που, ελλείψει, ιδίως, σχετικής συμβατικής υποχρεώσεως της εν λόγω τρίτης χώρας, δεν είναι δυνατό να ληφθούν πληροφορίες από αυτήν.

(βλ. σκέψεις 42-43, 55-56, 58, 60, 63, 67 και διατακτ.)