Language of document : ECLI:EU:T:2022:83

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 23ης Φεβρουαρίου 2022 (*)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία ανακοπής – Λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης CODE-X – Προγενέστερο εθνικό λεκτικό και προγενέστερο εθνικό εικονιστικό σήμα Cody’s – Προγενέστερο διεθνές εικονιστικό σήμα Cody’s – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Απουσία κινδύνου συγχύσεως – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001»

Στην υπόθεση T‑198/21,

Ancor Group GmbH, με έδρα το Igersheim (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον J. Wachsmuth και τον W. Berlit, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από τον M. Eberl και τον Ε. Μαρκάκη,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO:

Cody’s Drinks International GmbH, με έδρα τη Βρέμη (Γερμανία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 4ης Φεβρουαρίου 2021 (υπόθεση R 208/2020‑5), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ των Cody’s Drinks International και Ancor Group,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους D. Spielmann, πρόεδρο, U. Öberg (εισηγητή) και M. Brkan, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Απριλίου 2021,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Ιουνίου 2021,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα να οριστεί ημερομηνία για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζήτησης εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων από την κοινοποίηση της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 30 Απριλίου 2018 η προσφεύγουσα εταιρία Ancor Group GmbH υπέβαλε στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1).

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο CODE‑X.

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 32 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, της 15ης Ιουνίου 1957, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Μη αλκοολούχα [αναψυκτικά]· μη αλκοολούχα ποτά· μη αλκοολούχα ροφήματα εμπλουτισμένα με βιταμίνες· αρωματικές ύλες [όχι αρωματικά έλαια] για την παρασκευή μη αλκοολούχων ποτών· ποτά για τόνωση της ενέργειας· ενεργειακά ποτά με καφεΐνη».

4        Στις 28 Αυγούστου 2018 η Cody’s Drinks International GmbH άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος για τα προϊόντα που αναφέρονται στη σκέψη 3 ανωτέρω.

5        Η ανακοπή στηριζόταν στα εξής προγενέστερα σήματα:

–        το γερμανικό λεκτικό σήμα Cody’s, το οποίο κατατέθηκε προς καταχώριση στις 4 Φεβρουαρίου 2013 και καταχωρίστηκε στις 7 Μαρτίου 2013 υπό τον αριθμό 302013015320, για προϊόντα που εμπίπτουν στην κλάση 32 και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Ζύθος· μεταλλικά και αεριούχα νερά και άλλα μη αλκοολούχα ποτά· ποτά φρούτων και χυμοί φρούτων· σιρόπια και άλλα παρασκευάσματα για ποτοποιία»·

–        το κάτωθι παρατιθέμενο γερμανικό εικονιστικό σήμα, το οποίο κατατέθηκε προς καταχώριση στις 10 Μαρτίου 2016 και καταχωρίστηκε στις 12 Απριλίου 2016, για προϊόντα που εμπίπτουν στην κλάση 32 και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Ζύθος· μεταλλικά νερά· αεριούχα νερά· μη αλκοολούχα ποτά· ποτά φρούτων· χυμοί φρούτων· σιρόπια για ποτοποιία· παρασκευάσματα για ποτοποιία»:

Image not found

–        η διεθνής καταχώριση με ισχύ στην Ευρωπαϊκή Ένωση του προαναφερθέντος εικονιστικού σήματος, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 11 Μαρτίου 2016 και φέρει τον αριθμό 1300293, για τα προϊόντα που αναφέρονται στη σκέψη 5, πρώτη περίπτωση, ανωτέρω και περιλαμβάνονται στην κλάση 32.

6        Ο λόγος που προβλήθηκε προς στήριξη της ανακοπής ήταν ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001 σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως του ενδιαφερόμενου κοινού.

7        Στις 28 Νοεμβρίου 2019 το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή στο σύνολό της, με την αιτιολογία ότι δεν υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως.

8        Στις 27 Ιανουαρίου 2020 η Cody’s Drinks International άσκησε ενώπιον του EUIPO προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών δυνάμει των άρθρων 66 έως 71 του κανονισμού 2017/1001.

9        Με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2021 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πέμπτο τμήμα προσφυγών του EUIPO έκανε δεκτή την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών. Κατ’ αρχάς, αφού επισήμανε ότι εξέτασε την προσφυγή κατά το μέρος που αφορούσε το προγενέστερο λεκτικό σήμα, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό είναι το ευρύ κοινό στη Γερμανία, το οποίο επιδεικνύει χαμηλότερο του μετρίου έως συνήθη βαθμό προσοχής, και ότι τα επίμαχα προϊόντα είναι πανομοιότυπα ή παρουσιάζουν υψηλό βαθμό ομοιότητας. Εν συνεχεία, το τμήμα προσφυγών προέβη στη διαπίστωση ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία, τα οποία χαρακτηρίζονται από συνήθη διακριτικό χαρακτήρα, παρουσιάζουν ανώτερο του μετρίου βαθμό ομοιότητας από οπτικής απόψεως και υψηλό βαθμό ομοιότητας από φωνητικής απόψεως, με αποτέλεσμα να είναι, συνολικώς θεωρούμενα, παρόμοια σε μεγάλο βαθμό, μολονότι διαφέρουν σε εννοιολογικό επίπεδο. Τέλος, έκρινε ότι οι διαφορές μεταξύ των ως άνω σημείων δεν αρκούν ώστε να διακρίνεται το ένα από το άλλο και ότι δεν συνέτρεχε λόγος να εξεταστεί αν οι υφιστάμενες εννοιολογικές διαφορές μπορούν ενδεχομένως να εξουδετερώσουν την οπτική και τη φωνητική ομοιότητα. Κατέληξε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του ενδιαφερόμενου κοινού, έκρινε δε ότι τούτο ισχύει και σε σχέση με το προγενέστερο εικονιστικό σήμα και τη διεθνή καταχώριση με ισχύ στην Ευρωπαϊκή Ένωση του εν λόγω εικονιστικού σήματος.

 Αιτήματα των διαδίκων

10      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να επικυρώσει την απόφαση του τμήματος ανακοπών με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή·

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

11      Το EUIPO ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

12      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001, καθόσον το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης συγχύσεως στο ενδιαφερόμενο κοινό σε σχέση με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και το προγενέστερο λεκτικό σήμα καθώς και τα προγενέστερα εικονιστικά σήματα.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

13      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το σήμα το οποίο αφορά η αίτηση δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση εάν, λόγω του πανομοιότυπου ή της ομοιότητάς του με το προγενέστερο σήμα και του πανομοιότυπου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.

14      Κίνδυνο συγχύσεως συνιστά το να ενδέχεται να δημιουργηθεί στο κοινό η πεποίθηση ότι τα προσδιοριζόμενα προϊόντα ή οι προσδιοριζόμενες υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, ανάλογα με το πώς αντιλαμβάνεται τα οικεία σημεία και προϊόντα ή υπηρεσίες το ενδιαφερόμενο κοινό, και λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η σφαιρική αυτή εκτίμηση συνεπάγεται κάποια αλληλεξάρτηση μεταξύ των λαμβανομένων υπόψη παραγόντων και, ιδίως, της ομοιότητας των σημάτων καθώς και της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών [πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2003, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), T‑162/01, EU:T:2003:199, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

 Επί του ενδιαφερόμενου κοινού και των προσδιοριζόμενων προϊόντων

15      Στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής της οικείας κατηγορίας προϊόντων, ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ότι ο βαθμός προσοχής του μέσου καταναλωτή είναι δυνατόν να μεταβάλλεται αναλόγως της κατηγορίας των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2007, T‑256/04, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ – Altana Pharma (RESPICUR), T‑256/04, EU:T:2007:46, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

16      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό για τα προσδιοριζόμενα προϊόντα είναι το ευρύ κοινό στη Γερμανία, του οποίου o βαθμός προσοχής κυμαίνεται από χαμηλότερος του μετρίου μέχρι συνήθης, και ότι τα προϊόντα αυτά πρέπει να θεωρηθούν πανομοιότυπα ή παρόμοια σε μεγάλο βαθμό.

17      Προκαταρκτικώς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν τις περιλαμβανόμενες στο σημείο 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτιμήσεις του τμήματος προσφυγών, κατά τις οποίες το ενδιαφερόμενο κοινό συνίσταται στο γερμανικό ευρύ κοινό, ούτε ότι τα προσδιοριζόμενα προϊόντα είναι πανομοιότυπα ή ότι παρουσιάζουν υψηλό βαθμό ομοιότητας.

18      Αντιθέτως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, τον βαθμό προσοχής που επιδεικνύει το ενδιαφερόμενο κοινό ισχυριζόμενη ότι αυτός είναι μέτριος ή συνήθης.

19      Το EUIPO υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, το τμήμα προσφυγών έλαβε υπόψη, κατ’ ανώτατο όριο, μέτριο βαθμό προσοχής.

20      Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά πάγια νομολογία, τα οικεία προϊόντα αποτελούν προϊόντα ευρείας κατανάλωσης τα οποία απευθύνονται στο ευρύ κοινό το οποίο επιδεικνύει μέτριο βαθμό προσοχής [πρβλ. αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 2016, Coca-Cola κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα φιάλης με περίγραμμα χωρίς αυλακώσεις), T‑411/14, EU:T:2016:94, σκέψη 41, της 16ης Μαρτίου 2017, Sociedad agraria de transformación n° 9982 Montecitrus κατά EUIPO – Spanish Oranges (MOUNTAIN CITRUS SPAIN), T‑495/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:173, σκέψη 27, και της 26ης Ιουνίου 2018, Staropilsen κατά EUIPO – Pivovary Staropramen (STAROPILSEN· STAROPLZEN), T‑556/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:382, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

21      Η νομολογία την οποία μνημονεύει το τμήμα προσφυγών στο σημείο 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ανατρέπει το συμπέρασμα αυτό, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, σε καθεμία από τις συγκεκριμένες υποθέσεις, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό επιδείκνυε μέτριο ή συνήθη βαθμό προσοχής.

22      Κατά συνέπεια, κακώς το τμήμα προσφυγών έλαβε επίσης υπόψη ενδιαφερόμενο κοινό που επιδεικνύει βαθμό προσοχής κατώτερο του μετρίου, αφού επρόκειτο για μέτριο βαθμό προσοχής, ούτε ιδιαίτερα χαμηλό ούτε ιδιαίτερα υψηλό.

 Επί της συγκρίσεως των σημείων

23      Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, καθόσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα σημεία αυτά, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους. Ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος καταναλωτής των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών αντιλαμβάνεται τα σήματα είναι καθοριστικός στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτίμησης του κινδύνου συγχύσεως. Συναφώς, ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται συνολικά συνήθως το σήμα και δεν υπεισέρχεται σε εξέταση των διάφορων λεπτομερειών του (βλ. απόφαση της 12ης Ιουνίου 2007, ΓΕΕΑ κατά Shaker, C‑334/05 P, EU:C:2007:333, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24      Ωστόσο, μολονότι ο καταναλωτής αντιλαμβάνεται συνήθως ένα σήμα ως μια ολότητα χωρίς να υπεισέρχεται σε εξέταση των διάφορων λεπτομερειών του, εντούτοις, αντιλαμβανόμενος ένα λεκτικό σημείο, θα το αναλύσει σε λεκτικά στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν για τον ίδιο μια συγκεκριμένη έννοια ή ομοιάζουν προς λέξεις τις οποίες γνωρίζει (βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2007, RESPICUR, T‑256/04, EU:T:2007:46, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να εξεταστεί, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων των διαδίκων, αν η ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων εκτιμήθηκε ορθώς στην προσβαλλόμενη απόφαση.

26      Εν προκειμένω, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι λεκτικό σήμα αποτελούμενο από τα στοιχεία «code» και «x», τα οποία συνδέονται με ενωτικό, το δε προγενέστερο λεκτικό σήμα αποτελείται από τα στοιχεία «cody» και «s», τα οποία χωρίζονται με απόστροφο.

–       Επί της οπτικής ομοιότητας

27      Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, λόγω του αρχικού τμήματος «cod», το οποίο είναι κοινό στα αντιπαρατιθέμενα σημεία, και των καταληκτικών συμφώνων «x» και «s» που συνδέονται με το πρώτο στοιχείο εκάστου εξ αυτών με ενωτικό και απόστροφο αντίστοιχα, τα εν λόγω σημεία έπρεπε να θεωρηθεί ότι παρουσιάζουν ανώτερη του μετρίου βαθμού ομοιότητα από οπτικής απόψεως. Επισήμανε δε ότι είχαν επίσης την ίδια έκταση ως λέξεις.

28      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών απέδωσε υπέρμετρη σημασία στο αρχικό τμήμα των αντιπαρατιθέμενων σημείων και ότι μικρή σημασία έχει το γεγονός ότι έχουν τον ίδιο αριθμό γραμμάτων. Μολονότι συμπίπτουν ως προς τρία από τα έξι συνολικώς γράμματά τους, διαφέρουν εντούτοις ως προς το γράμμα «e» του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και το γράμμα «y» του προγενέστερου λεκτικού σήματος, καθώς και ως προς τα καταληκτικά τους σύμφωνα «x» και «s», τα οποία συνδέονται με το προηγούμενο τμήμα με ενωτικό και απόστροφο αντίστοιχα, οι δε διαφορές αυτές καθίστανται εντονότερες δεδομένου ότι πρόκειται για μικρά σε έκταση σημεία. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το προγενέστερο λεκτικό σήμα αποτελείται από μία μόνο λέξη, ενώ το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση περιλαμβάνει δύο λέξεις. Επομένως, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία δεν είναι συνολικώς παρόμοια από οπτικής απόψεως.

29      Το EUIPO αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

30      Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, καίτοι έχει γίνει δεκτό ότι το αρχικό τμήμα ενός σήματος δημιουργεί συνήθως, από οπτικής απόψεως, μεγαλύτερη εντύπωση από ό,τι το τελευταίο του, με αποτέλεσμα ο καταναλωτής να προσέχει, γενικότερα, περισσότερο το αρχικό τμήμα ενός σήματος από ό,τι το τελικό τμήμα του, εντούτοις μια τέτοια κρίση δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις [βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Kwizda Holding κατά EUIPO – Dermapharm (UROAKUT), T‑266/17, EU:T:2018:569, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

31      Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι όσο πιο μικρό σε έκταση είναι ένα σημείο τόσο ευχερέστερα είναι το κοινό σε θέση να αντιληφθεί καθένα από τα διάφορα στοιχεία του. Επομένως, στις περιπτώσεις των πιο μικρών σε έκταση λέξεων, συμβαίνει συχνά ακόμη και μικρές διαφορές να μπορούν να δημιουργήσουν μια διαφορετική συνολική εντύπωση [πρβλ. αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 2004, Grupo El Prado Cervera κατά ΓΕΕΑ – Héritiers Debuschewitz (CHUFAFIT), T‑117/02, EU:T:2004:208, σκέψη 48, και της 28ης Σεπτεμβρίου 2016, The Art Company B & S κατά EUIPO – G‑Star Raw (THE ART OF RAW), T‑593/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:572, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

32      Επίσης, δεδομένου ότι το αλφάβητο αποτελείται από περιορισμένο αριθμό γραμμάτων, τα οποία, άλλωστε, δεν χρησιμοποιούνται όλα με την ίδια συχνότητα, αναπόφευκτα διάφορες λέξεις αποτελούνται από τον ίδιο αριθμό γραμμάτων και μάλιστα έχουν κοινά κάποια γράμματα, χωρίς να μπορούν, εξ αυτού και μόνον του λόγου, να χαρακτηριστούν ως παρόμοιες από οπτικής απόψεως [βλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 2021, Nosio κατά EUIPO – Tros del Beto (ACCUSÌ), T‑300/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:223, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

33      Πλην όμως, το Γενικό Δικαστήριο, όπως και η προσφεύγουσα, επισημαίνει ότι, μολονότι το αρχικό τμήμα «cod» είναι κοινό στα αντιπαρατιθέμενα σημεία, εντούτοις, καθένα από τα σημεία αυτά αποτελείται από έξι μόνο χαρακτήρες εκ των οποίων τρεις συμπίπτουν μεταξύ τους. Αντιθέτως, τα λεκτικά στοιχεία «code‑x» και «cody’s» διακρίνονται μεταξύ τους με βάση τα δύο τελευταία γράμματά τους, καθώς και με βάση την προσθήκη ενωτικού μεταξύ των γραμμάτων «e» και «x» στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και αποστρόφου μεταξύ των γραμμάτων «y» και «s» στο προγενέστερο λεκτικό σήμα.

34      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η προσθήκη ενωτικού ή αποστρόφου και η παρουσία διαφορετικών φωνηέντων και συμφώνων στο τέλος των σημείων συνιστούν σημαντικές διαφορές που επιδρούν στον τρόπο με τον οποίον γίνονται αντιληπτά τα αντιπαρατιθέμενα σημεία από οπτικής απόψεως, τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον είναι περιορισμένα σε έκταση. Το ενωτικό μεταξύ των λεκτικών στοιχείων «code» και «x» στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση θα παράσχει επομένως στο ενδιαφερόμενο κοινό τη δυνατότητα να αντιληφθεί ότι το σήμα αυτό αποτελείται από δύο διακριτά στοιχεία. Αντιθέτως, η απόστροφος στο λεκτικό στοιχείο «cody» η οποία ακολουθείται από το «s» στο προγενέστερο λεκτικό σήμα θα γίνει αντιληπτή ως αναφορά στο κτητικό του ονόματος Cody, αφού έτσι σχηματίζεται η γενική πτώση των κύριων ονομάτων στην αγγλική γλώσσα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στη γερμανική. Συνεπώς, το ενδιαφερόμενο κοινό, ακόμη και αν δεν ομιλεί την αγγλική γλώσσα, θα μπορεί να αντιληφθεί την απόστροφο μετά από ένα όνομα αγγλικής προέλευσης ως δηλωτική του κτητικού. Σε αντίθεση με το ενωτικό, η απόστροφος δεν εμφανίζεται εν προκειμένω ως οπτική διακοπή.

35      Ως εκ τούτου, η διαφοροποίηση που δημιουργείται από τα γράμματα της αλφαβήτου μεταξύ των οποίων μεσολαβούν διάφορα σημεία στίξης γίνεται οπτικώς αντιληπτή.

36      Συμπεραίνεται λοιπόν ότι, βάσει της συνολικής εντύπωσης που δημιουργεί καθένα εκ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, αυτά μπορούν απλώς να θεωρηθούν ως ελαφρώς ή και μετρίως παρόμοια από οπτικής απόψεως.

37      Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών κακώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίσταται μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων οπτική ομοιότητα βαθμού ανώτερου του μετρίου.

–       Επί της φωνητικής ομοιότητας

38      Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση προφέρεται «kodiks» ή «kodex» και ότι το προγενέστερο λεκτικό σήμα προφέρεται «kodis», με αποτέλεσμα τα αντιπαρατιθέμενα σημεία να παρουσιάζουν υψηλού βαθμού ομοιότητα από φωνητικής απόψεως, μολονότι διαφέρουν ως προς την τελευταία συλλαβή τους, ήτοι ως προς τη συλλαβή «e‑x» και «y’s».

39      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση γίνεται αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό ως αποτελούμενο από δύο λέξεις, οι οποίες ενέχουν ξεκάθαρη ηχητική διακοπή και προφέρονται «kot» και «iks». Όσον αφορά δε το προγενέστερο λεκτικό σήμα, αυτό προφέρεται «kodis» ως ενιαία δισύλλαβη λέξη, της οποίας η συλλαβική παύση εντοπίζεται πριν από το γράμμα «d». Επομένως, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία παρουσιάζουν ελαφρά το πολύ ομοιότητα από φωνητικής απόψεως.

40      Το EUIPO αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, αλλά προσθέτει ότι, σύμφωνα με τους κανόνες της γερμανικής γλώσσας, το ενδιαφερόμενο κοινό δεν θα έκανε παύση μετά την απόστροφο.

41      Το Γενικό Δικαστήριο τονίζει ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία είναι φωνητικώς παρόμοια λόγω της παρουσίας των τριών αρχικών γραμμάτων «c», «o» και «d», τα οποία είναι τοποθετημένα με την ίδια σειρά. Ωστόσο, διαφέρουν ως προς τους χαρακτήρες που έπονται αυτών, ήτοι τους χαρακτήρες «e‑x» και «y’s», καθώς και ως προς τη συλλαβική δομή τους και τον ηχητικό ρυθμό τους.

42      Ειδικότερα, ανεξαρτήτως του αν το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση προφέρεται σε τρεις συλλαβές, «ko», «de» και «iks» ή «ex», ή σε δύο, «kod» και «iks» ή «ex», η παρουσία του ενωτικού επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίον προφέρεται το εν λόγω σήμα αφού τονίζεται η μία από τις συλλαβικές παύσεις. Ως εκ τούτου, το ενδιαφερόμενο κοινό θα κάνει παύση πριν από τη συλλαβή «iks» ή τη συλλαβή «ex», τούτο δε ανεξαρτήτως του αν το αρχικό τμήμα του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση προφέρεται ως δισύλλαβο ή μονοσύλλαβο. Αντιθέτως, το προγενέστερο λεκτικό σήμα αποτελείται από δύο συλλαβές, «ko» και «dis», και το ενδιαφερόμενο κοινό θα κάνει τη συλλαβική παύση μόνο μεταξύ των δύο αυτών συλλαβών και όχι πριν από το γράμμα «s», δεδομένου ότι η ύπαρξη της αποστρόφου δεν ασκεί καμία επιρροή ως προς το πώς προφέρεται η λέξη.

43      Κατά συνέπεια, το γράμμα «x» και το ενωτικό που προηγείται αυτού σηματοδοτούν συλλαβική παύση στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, η οποία απουσιάζει από το προγενέστερο λεκτικό σήμα.

44      Οι διαφορές αυτές στο καταληκτικό τμήμα των αντιπαρατιθέμενων σημείων επιδρούν στον τρόπο με τον οποίο θα γίνουν αντιληπτά από το ενδιαφερόμενο κοινό από φωνητικής απόψεως. Τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι τα εν λόγω σημεία είναι πανομοιότυπα όσον αφορά τη σειρά με την οποία είναι τοποθετημένα τα τρία γράμματα «c», «o» και «d».

45      Επομένως, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία είναι μετρίως όμοια από φωνητικής απόψεως και κακώς το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίσταται υψηλού βαθμού ομοιότητα.

–       Επί της εννοιολογικής ομοιότητας

46      Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία διαφέρουν από εννοιολογικής απόψεως, δεδομένου ότι έχουν συγκεκριμένη και ξεχωριστή σημασία το καθένα, οι οποίες μπορούν να γίνουν άμεσα αντιληπτές από το ενδιαφερόμενο κοινό.

47      Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν το ως άνω συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών.

 Επί του κινδύνου συγχύσεως

48      Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως συνεπάγεται κάποια αλληλεξάρτηση των λαμβανομένων υπόψη παραγόντων και, ιδίως, της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Έτσι, ο μικρός βαθμός ομοιότητας των εν λόγω προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμιστεί από τον μεγάλο βαθμό ομοιότητας των σημάτων και αντιστρόφως [αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, Canon, C‑39/97, EU:C:1998:442, σκέψη 17, και της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Mast‑Jägermeister κατά ΓΕΕΑ – Licorera Zacapaneca (VENADO με πλαίσιο κ.λπ.), T‑81/03, T‑82/03 και T‑103/03, EU:T:2006:397, σκέψη 74].

49      Στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, η οπτική, φωνητική ή εννοιολογική πτυχή των αντιπαρατιθέμενων σημείων δεν έχει πάντοτε την ίδια βαρύτητα και η σπουδαιότητα των όμοιων ή των διαφορετικών στοιχείων των εν λόγω σημείων μπορεί να εξαρτάται από τα εγγενή χαρακτηριστικά τους [πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2004, New Look κατά ΓΕΕΑ – Naulover (NLSPORT, NLJEANS, NLACTIVE και NLCollection), T‑117/03 έως T‑119/03 και T‑171/03, EU:T:2004:293, σκέψη 49].

50      Εν προκειμένω, αφού προηγουμένως επισήμανε ότι το προγενέστερο λεκτικό σήμα έχει συνήθη εγγενή διακριτικό χαρακτήρα και αφού υπενθύμισε ότι τα προσδιοριζόμενα προϊόντα είναι πανομοιότυπα ή σε μεγάλο βαθμό παρόμοια, το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως για το ενδιαφερόμενο κοινό, το οποίο επιδεικνύει χαμηλότερο του μετρίου έως συνήθη βαθμό προσοχής. Στήριξε δε το συμπέρασμα αυτό στο γεγονός ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία εμφανίζουν βαθμό οπτικής ομοιότητας ανώτερο του μετρίου και υψηλό βαθμό φωνητικής ομοιότητας, με αποτέλεσμα τα εν λόγω σημεία να πρέπει να θεωρηθούν στο σύνολό τους παρόμοια σε μεγάλο βαθμό, παρά την εννοιολογική τους διαφορά. Επισήμανε επίσης ότι οι ομοιότητες δεν είναι δυνατό να εξουδετερωθούν, λόγω της πολύ υψηλής οπτικής και φωνητικής συμπτώσεως και του γεγονότος ότι τα προσδιοριζόμενα προϊόντα παραγγέλλονται κατά κύριο λόγο σε θορυβώδες περιβάλλον, από κατάλογο.

51      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου λεκτικού σήματος είναι ασθενής, δεδομένου ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τα λεκτικά στοιχεία «cody» και «’s» του εν λόγω σήματος ως τη γενική πτώση κύριου ονόματος ή ως περιγραφική ένδειξη της γεωγραφικής προέλευσης των προσδιοριζόμενων προϊόντων, ήτοι την πόλη Cody που βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκθέτει επιπλέον ότι τα εν λόγω προϊόντα είναι αγαθά μαζικής κατανάλωσης τα οποία διατίθενται κυρίως σε καταστήματα λιανικής πώλησης. Επίσης, δεδομένου ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία δεν είναι παρόμοια από οπτικής απόψεως και παρουσιάζουν ελαφρά ομοιότητα από φωνητικής απόψεως, η εννοιολογική τους διαφορά είναι ικανή να εξουδετερώσει τις ομοιότητες, οπότε δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος συγχύσεως για το ενδιαφερόμενο κοινό.

52      Το EUIPO αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

53      Προκαταρκτικώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι τα προσδιοριζόμενα προϊόντα είναι πανομοιότυπα ή σε μεγάλο βαθμό παρόμοια.

54      Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου λεκτικού σήματος είναι ασθενής, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, αφενός, η λέξη «cody» θα γίνει αμέσως αντιληπτή από το ενδιαφερόμενο κοινό ως αναφορά σε ένα κύριο όνομα. Αφετέρου, η προσθήκη της αποστρόφου και του γράμματος «s» σε κύριο όνομα θα γίνει αντιληπτή ως αναφορά στο κτητικό του ονόματος Cody, δεδομένου ότι η γενική των κύριων ονομάτων σχηματίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στην αγγλική γλώσσα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στη γερμανική. Ως αποτέλεσμα, το λεκτικό στοιχείο του προγενέστερου λεκτικού σήματος θα γίνει αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό ως, παραδείγματος χάριν, επωνυμία μιας επιχείρησης που ανήκει σε πρόσωπο με το όνομα «Cody» ή ως το όνομα του σχεδιαστή των προσδιοριζόμενων προϊόντων. Επομένως, στο σύνολό τους, τα στοιχεία που συνθέτουν το εν λόγω σήμα αποτελούν ενιαία φράση.

55      Η προσφεύγουσα, αντιθέτως, δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να θεωρηθεί ότι μερίδα του ενδιαφερόμενου κοινού αντιλαμβάνεται το προγενέστερο λεκτικό σήμα ως αναφορά στην πόλη Cody που βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες.

56      Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι, όπως έκρινε και το τμήμα προσφυγών, το προγενέστερο λεκτικό σήμα δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο σημασιολογικό περιεχόμενο σε σχέση με τα προϊόντα της κλάσεως 32 και έχει, ως αποτέλεσμα, συνήθη εγγενή διακριτικό χαρακτήρα.

57      Δεύτερον, όσον αφορά την ανάλυση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών στο σημείο 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία πρέπει να αποδοθεί ιδιαίτερη σημασία στον βαθμό φωνητικής ομοιότητας των αντιπαρατιθέμενων σημείων, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, η βαρύτητα που πρέπει να αποδίδεται σε καθεμιά από την οπτική, τη φωνητική ή την εννοιολογική πτυχή των αντιπαρατιθέμενων σημείων μπορεί να ποικίλλει αναλόγως των αντικειμενικών συνθηκών υπό τις οποίες τα σήματα μπορούν να εμφανίζονται στην αγορά. Εντούτοις, ως σημείο αναφοράς στο πλαίσιο αυτό πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ευλόγως αναμενόμενοι τρόποι διαθέσεως στο εμπόριο για τις κατηγορίες των προϊόντων τα οποία αφορούν τα οικεία σήματα [βλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2014, Rani Refreshments κατά ΓΕΕΑ – Global‑Invest Bartosz Turek (Sani), T‑523/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:571, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

58      Αφετέρου, μολονότι δεν μπορεί βεβαίως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η υφιστάμενη φωνητική διαφορά μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων να μη γίνεται ευχερώς αντιληπτή σε ιδιαιτέρως θορυβώδη περιβάλλοντα, όπως στο περιβάλλον ενός μπαρ ή μιας ντισκοτέκ σε ώρα μεγάλης προσέλευσης, εντούτοις, μια τέτοια υποθετική περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει τη μόνη βάση για την εκτίμηση ενδεχόμενου κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων. Ειδικότερα, μια τέτοια εκτίμηση πρέπει κατ’ ανάγκην, όπως προκύπτει κατ’ ουσίαν από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη, να πραγματοποιείται λαμβανομένου υπόψη του τρόπου με τον οποίο γίνεται αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό το σήμα υπό κανονικές συνθήκες εμπορίας (απόφαση της 24ης Ιουνίου 2014, Sani, T‑523/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:571, σκέψη 43).

59      Είναι γεγονός ότι στις αποφάσεις τις οποίες μνημονεύει το τμήμα προσφυγών στο σημείο 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στη φωνητική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, λόγω του ότι τα οικεία προϊόντα, τα οποία ανήκαν στον τομέα των ποτών, ειδικότερα δε στον τομέα των αλκοολούχων ποτών, ενδέχετο να παραγγέλλονται προφορικώς βάσει του καταλόγου ή του καταλόγου των κρασιών στον οποίο τυχόν περιλαμβάνονταν.

60      Ωστόσο, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι κανένα στοιχείο δεν καθιστά δυνατό να θεωρηθεί, κατά τρόπο γενικό, ότι, προκειμένου ο καταναλωτής να αγοράσει τα ποτά που επιθυμεί να καταναλώσει, θα τα παραγγείλει σε ένα κατάμεστο και θορυβώδες μπαρ ή εστιατόριο (βλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2014, Sani, T‑523/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:571, σκέψη 43).

61      Επιπλέον, όπως ορθώς επισημαίνει η προσφεύγουσα, από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, ακόμη και αν τα μπαρ και τα εστιατόρια δεν είναι διόλου αμελητέα ως σημεία πώλησης προϊόντων τέτοιου είδους, δεν αμφισβητείται ότι ο καταναλωτής θα μπορεί, προτού προβεί στην προφορική παραγγελία, να αντιληφθεί οπτικώς τα οικεία σήματα στους χώρους αυτούς, μεταξύ άλλων, εξετάζοντας τη φιάλη που θα του σερβιριστεί, ή μέσω άλλων φορέων, όπως ένας κατάλογος ποτών. Επιπλέον, και κυρίως, δεν αμφισβητείται ότι τα μπαρ και τα εστιατόρια δεν αποτελούν τα μοναδικά σημεία πώλησης των συγκεκριμένων προϊόντων. Ειδικότερα, τα προϊόντα αυτά πωλούνται επίσης σε υπεραγορές ή σε άλλα καταστήματα λιανικής πώλησης, όπου ο καταναλωτής επιλέγει ο ίδιος το προϊόν και πρέπει, επομένως, να στηριχθεί κυρίως στην εικόνα του σήματος που τίθεται επί του προϊόντος. Επιβάλλεται δε η διαπίστωση ότι, κατά τις αγορές στους εν λόγω χώρους, οι καταναλωτές μπορούν να αντιληφθούν τα σήματα οπτικώς, καθόσον τα ποτά είναι τοποθετημένα πάνω σε ράφια [πρβλ. αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 2006, Bitburger Brauerei κατά ΓΕΕΑ – Anheuser‑Busch (BUD, American Bud και Anheuser Busch Bud), T‑350/04 έως T‑352/04, EU:T:2006:330, σκέψεις 111 και 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2010, Companhia Muller de Bebidas κατά ΓΕΕΑ – Missiato Industria e Comercio (61 A NOSSA ALEGRIA), T‑472/08, EU:T:2010:347, σκέψη 106].

62      Ως εκ τούτου, μολονότι έχει ορισμένες φορές δοθεί προέχουσα θέση στο πώς γίνονται αντιληπτά ακουστικώς τα σήματα όσον αφορά ποτά, τούτο δεν μπορεί να ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις (πρβλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2010, 61 A NOSSA ALEGRIA, T‑472/08, EU:T:2010:347, σκέψη 106).

63      Πλην όμως, εν προκειμένω, δεν προσκομίστηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να αποδεικνύει ότι τα επίμαχα προϊόντα παραγγέλλονται κυρίως προφορικά. Από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα αγοράσει τα εν λόγω προϊόντα υπό συνθήκες όπου η φωνητική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων θα έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από την οπτική ή εννοιολογική ομοιότητα κατά τη σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως. Αντιθέτως, αν το ενδιαφερόμενο κοινό χρειαστεί να τα παραγγείλει προφορικώς σε μπαρ και εστιατόρια, θα παραγγείλει κατά κανόνα αφού δει την ονομασία τους στον κατάλογο ή θα έχει τη δυνατότητα να εξετάσει το προϊόν που θα του σερβιριστεί, οπότε θα είναι σε θέση να αντιληφθεί οπτικώς το σήμα προκειμένου να εκφράσει ποιο επιθυμεί να αποκτήσει.

64      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν αποδοθεί ιδιαίτερη σημασία στη φωνητική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτή είναι απλώς μετρίου βαθμού.

65      Ειδικότερα, από τις σκέψεις 15 έως 47 ανωτέρω προκύπτει ότι, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το τμήμα προσφυγών, το ενδιαφερόμενο κοινό επιδεικνύει μέτριο βαθμό προσοχής και τα αντιπαρατιθέμενα σημεία, εξεταζόμενα στο σύνολό τους, παρουσιάζουν μόνο μικρού, μεσαίου το πολύ, βαθμού ομοιότητα από οπτικής απόψεως καθώς και μεσαίου βαθμού ομοιότητα από φωνητικής απόψεως. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι τα εν λόγω σημεία διαφέρουν από εννοιολογικής απόψεως.

66      Επίσης, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως συνεπάγεται ότι οι εννοιολογικές διαφορές μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων μπορούν να εξουδετερώσουν ενδεχόμενη φωνητική και οπτική ομοιότητα που υφίσταται μεταξύ δύο σημείων, εφόσον η σημασία του ενός τουλάχιστον από τα σημεία αυτά είναι, για το ενδιαφερόμενο κοινό, σαφής και συγκεκριμένη, ώστε να γίνεται άμεσα αντιληπτή από αυτό (βλ. απόφαση της 4ης Μαρτίου 2020, EUIPO κατά Equivalenza Manufactory, C‑328/18 P, EU:C:2020:156, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Όσον αφορά δε το προγενέστερο λεκτικό σήμα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 54 ανωτέρω, η σαφής και συγκεκριμένη σημασία του πρόκειται να γίνει άμεσα αντιληπτή από το ενδιαφερόμενο κοινό ως αναφορά στο κτητικό του ονόματος Cody.

68      Σε σχέση με το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση, το στοιχείο «code» του εν λόγω σήματος πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέρος του στοιχειώδους λεξιλογίου της γερμανικής γλώσσας και θα γίνει άμεσα αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό υπό την έννοια ότι παραπέμπει σε στοιχείο‑κλειδί μέσω του οποίου μπορεί να διαβιβαστεί ένα κρυπτογραφημένο κείμενο ή σε σειρά από εντολές σε γλώσσα προγραμματισμού ή σε συμπεφωνημένη καταγραφή των γλωσσικών σημείων και των κανόνων συσχετισμού τους ή σε έναν τρόπο προκαθορισμένης χρήσης της γλώσσας εντός πλαισίου συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης.

69      Κατά τα λοιπά, δεν αποκλείεται το λεκτικό στοιχείο «‑x» να γίνει αμέσως αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό υπό την έννοια ότι παραπέμπει σε χαρακτήρα που χρησιμοποιείται για άγνωστο όνομα ή άγνωστο μέγεθος, σε άγνωστη τιμή ενός στοιχείου μιας εξίσωσης ή σε ένδειξη απροσδιόριστης ποσότητας.

70      Επομένως, το προγενέστερο λεκτικό σήμα θα γίνει άμεσα αντιληπτό από το ενδιαφερόμενο κοινό υπό την έννοια ότι παραπέμπει στο κτητικό του ονόματος Cody και το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση ως αναφορά σε ένα σύστημα λέξεων, γραμμάτων, παραστάσεων ή συμβόλων που χρησιμοποιείται προς αναπαράσταση άλλων, ιδίως προς τον σκοπό της μη αποκάλυψής τους.

71      Εξάλλου, το ίδιο το τμήμα προσφυγών επισήμανε, στο σημείο 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι διαφορετικές σημασίες των αντιπαρατιθέμενων σημείων θα γίνουν άμεσα αντιληπτές από το ενδιαφερόμενο κοινό.

72      Διαπιστώνεται, επομένως, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 66 ανωτέρω, η εννοιολογική διαφορά των αντιπαρατιθέμενων σημείων εξουδετερώνει τη φωνητική και οπτική ομοιότητά τους.

73      Ως εκ τούτου, το ενδιαφερόμενο κοινό, το οποίο επιδεικνύει μέτριο βαθμό προσοχής, δεν μπορεί να θεωρήσει ότι τα προσδιοριζόμενα προϊόντα προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις.

74      Συνεπώς, ήταν εσφαλμένη η διαπίστωση του τμήματος προσφυγών ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 2017/1001.

75      Στο σημείο 48 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι τα δύο προγενέστερα εικονιστικά σήματα έχουν το ίδιο διακριτικό λεκτικό στοιχείο με το εξεταζόμενο προγενέστερο λεκτικό σήμα και ότι τα προστατευόμενα προϊόντα είναι τα ίδια, με αποτέλεσμα να επεκτείνει την εσφαλμένη διαπίστωση σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του προγενέστερου λεκτικού σήματος στο προγενέστερο εικονιστικό σήμα και στη διεθνή καταχώριση με ισχύ στην Ευρωπαϊκή Ένωση του εν λόγω εικονιστικού σήματος.

76      Όπως όμως επισήμανε η προσφεύγουσα, όσον αφορά τα προγενέστερα εικονιστικά σήματα, η ύπαρξη πρόσθετων εικονιστικών στοιχείων, αποτελούμενων από λευκή και ελαφρώς στυλιζαρισμένη γραμματοσειρά καθώς και από κόκκινο παραλληλόγραμμο, συμβάλλει στο να καταστήσει ακόμη πιο διαφορετικά μεταξύ τους τα αντιπαρατιθέμενα σημεία και στο να αποκλείσει κάθε κίνδυνο συγχύσεως του ενδιαφερόμενου κοινού.

77      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

 Επί της διατηρήσεως σε ισχύ της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών

78      Με το δεύτερο αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διατηρήσει σε ισχύ την απόφαση του τμήματος ανακοπών, με την οποία το τμήμα αυτό απέρριψε την ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

79      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το αίτημα αυτό, η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει την εξουσία μεταρρυθμίσεως που διαθέτει προκειμένου να απορρίψει την ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση για όλα τα προϊόντα τα οποία αυτή αφορά, εκδίδοντας κατά συνέπεια την απόφαση την οποία έπρεπε, κατά την προσφεύγουσα, να είχε λάβει το τμήμα προσφυγών όταν επελήφθη της προσφυγής.

80      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η εξουσία μεταρρυθμίσεως που αναγνωρίζεται στο Γενικό Δικαστήριο βάσει του άρθρου 72, παράγραφος 3, του κανονισμού 2017/1001 πρέπει κατ’ αρχήν να περιορίζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας ελέγξει την κρίση του τμήματος προσφυγών, είναι σε θέση να προσδιορίσει βάσει αποδειχθέντων πραγματικών και νομικών στοιχείων την απόφαση που έπρεπε να είχε λάβει το τμήμα προσφυγών (απόφαση της 5ης Ιουλίου 2011, Edwin κατά ΓΕΕΑ, C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 72).

81      Εν προκειμένω, πληρούνται οι προϋποθέσεις για την άσκηση της εξουσίας μεταρρυθμίσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Ειδικότερα, από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 15 έως 77 ανωτέρω προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών, όπως και το τμήμα ανακοπών, ήταν υποχρεωμένο να διαπιστώσει ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως. Συνεπώς, η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

82      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

83      Δεδομένου ότι το EUIPO ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του πέμπτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 4ης Φεβρουαρίου 2021 (υπόθεση R 208/20205).

2)      Απορρίπτει την ανακοπή που άσκησε η Cody’s Drinks International GmbH.

3)      Καταδικάζει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα.

Spielmann

Öberg

Brkan

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Φεβρουαρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.