Language of document : ECLI:EU:T:2014:35

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 29ης Ιανουαρίου 2014 (*)

«Ντάμπινγκ — Εισαγωγές ορισμένων σιδερένιων και χαλύβδινων σωλήνων χωρίς συγκόλληση, καταγωγής Kίνας — Ζήτημα κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος πρόκλησης ζημίας — Άρθρο 3, παράγραφος 9, και άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 [νυν άρθρο 3, παράγραφος 9, και άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009]»

Στην υπόθεση T‑528/09,

Hubei Xinyegang Steel Co. Ltd, με έδρα το Huang Shi (Κίνα), εκπροσωπούμενη από την F. Carlin, barrister, τον Q. Azau, δικηγόρο, την A. MacGregor, solicitor, και τον N. Niejahr, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους J.-P. Hix και B. Driessen, επικουρούμενους από τον B. O’Connor, solicitor,

καθού,

υποστηριζόμενου από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους H. van Vliet και M. França, και στη συνέχεια από τους Μ. França και J.-F. Brakeland, επικουρούμενους από τον R. Bierwagen, δικηγόρο,

και από

την ArcelorMittal Tubular Products Ostrava a.s., με έδρα το Ostrava-Kunčice (Τσεχική Δημοκρατία),

την ArcelorMittal Tubular Products Roman SA, με έδρα το Roman (Ρουμανία),

την Benteler Stahl/Rohr GmbH, με έδρα το Paderborn (Γερμανία),

την Ovako Tube & Ring AB, με έδρα το Hofors (Σουηδία),

τη Rohrwerk Maxhütte GmbH, με έδρα το Sulzbach-Rosenberg (Γερμανία),

την Dalmine SpA, με έδρα το Dalmine (Ιταλία),

τη Silcotub SA, με έδρα το Zalău (Ρουμανία),

την TMK-Artrom SA, με έδρα το Slatina (Ρουμανία),

την Tubos Reunidos SA, με έδρα το Amurrio (Ισπανία),

τη Vallourec Mannesmann Oil & Gas France, με έδρα το Aulnoye‑Aymeries (Γαλλία),

τη V & M France, με έδρα την Boulogne-Billancourt (Γαλλία),

τη V & M Deutschland GmbH, με έδρα το Ντύσσελντορφ (Γερμανία),

τη Voestalpine Tubulars GmbH, με έδρα το Linz (Αυστρία),

τη Železiarne Podbrezová a.s., με έδρα το Podbrezová (Σλοβακία),

εκπροσωπούμενες από τους G. Berrisch, G. Wolf, δικηγόρους, και την N. Chesaites, barrister,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγή ακύρωσης του κανονισμού (ΕΚ) 926/2009 του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 262, σ. 19),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοίκησης,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 17ης Απριλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 9 Ιουλίου 2008, κατόπιν καταγγελίας που υπέβαλε η επιτροπή προστασίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής χαλύβδινων σωλήνων χωρίς συγκόλληση, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δημοσίευσε ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ C 174, σ. 7).

2        Στο σημείο 2 της ανακοίνωσης για την έναρξη της διαδικασίας, το σχετικό προϊόν οριζόταν ως εξής:

«Το προϊόν που, κατά τους ισχυρισμούς, αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ είναι ορισμένοι σωλήνες κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα κυκλικής διατομής, εξωτερικής διαμέτρου έως 406,4 mm, με ισοδύναμο αξίας άνθρακα (CEV) έως 0,86 σύμφωνα με τον τύπο και τη χημική ανάλυση του Διεθνούς Ινστιτούτου Τεχνολογίας Συγκόλλησης (IIW), καταγωγής [Κίνας] […], οι οποίοι δηλώνονται κανονικά υπό τους κωδικούς [της Συνδυασμένης Ονοματολογίας] ex 7304 11 00, ex 7304 19 10, ex 7304 19 30, ex 7304 22 00, ex 7304 23 00, ex 7304 24 00, ex 7304 29 10, ex 7304 29 30, ex 7304 31 80, ex 7304 39 58, ex 7304 39 92, ex 7304 39 93, ex 7304 51 89, ex 7304 59 92 και ex 7304 59 93. Οι εν λόγω κωδικοί ΣΟ παρέχονται για λόγους πληροφόρησης και μόνο.»

3        Κατά το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 56, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: βασικός κανονισμός) [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51, διορθωτικό ΕΕ 2010, L 7, σ. 22)], η Επιτροπή αποφάσισε να περιορίσει την έρευνά της στη διενέργεια δειγματοληψίας. Στο πλαίσιο αυτό, επέλεξε τέσσερις Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που αντιπροσώπευαν το 70 % του συνολικού όγκου των εξαγωγών του οικείου προϊόντος προς την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την περίοδο έρευνας. Μεταξύ αυτών των παραγωγών-εξαγωγέων ήταν η προσφεύγουσα, Hubei Xinyegang Steel Co. Ltd, και ένας συνδεδεμένος παραγωγός ο οποίος ανήκε στον ίδιο όμιλο.

4        Στις 23 Ιουλίου 2008 η προσφεύγουσα και ο συνδεδεμένος παραγωγός υπέβαλαν αιτήσεις υπαγωγής τους στο καθεστώς επιχείρησης που λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ), κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄ και γ΄, του βασικού κανονισμού [νυν άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία β΄ και γ΄, του κανονισμού 1225/2009], και, επικουρικώς, ζήτησαν να τύχουν ιδιαίτερης μεταχείρισης (στο εξής: ΙΜ), κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού [νυν άρθρου 9, παράγραφος 5, του κανονισμού 1225/2009].

5        Στις 6 Φεβρουαρίου 2009 η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα και στον συνδεδεμένο παραγωγό ενημερωτικό έγγραφο, όπου εξέθετε τα κύρια πραγματικά περιστατικά και στοιχεία στα οποία θα στηριζόταν για να απορρίψει τις αιτήσεις τους υπαγωγής στο KOA. Στο ενημερωτικό αυτό έγγραφο, η Επιτροπή κατέληγε ότι δεν πληρούνταν το πρώτο και το τρίτο κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ΄, του βασικού κανονισμού.

6        Στις 16 Φεβρουαρίου 2009 η προσφεύγουσα κοινοποίησε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της επί του ενημερωτικού εγγράφου της 6ης Φεβρουαρίου 2009.

7        Στις 7 Απριλίου 2009 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 289/2009, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 94, σ. 48, στο εξής: προσωρινός κανονισμός).

8        Στην αιτιολογική σκέψη 13 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή ανέφερε ότι η έρευνα για τη διαπίστωση ύπαρξης, αφενός, πρακτικής ντάμπινγκ και, αφετέρου, ζημίας κάλυπτε το χρονικό διάστημα από 1ης Ιουλίου 2007 έως 30 Ιουνίου 2008 (στο εξής: περίοδος έρευνας). Η εξέταση των τάσεων που είχαν σημασία για την αξιολόγηση της ζημίας αφορούσε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2005 έως το τέλος της περιόδου έρευνας (στο εξής: υπό εξέταση περίοδος).

9        Στην αιτιολογική σκέψη 14 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή διευκρίνισε, όσον αφορά το επίμαχο προϊόν, ότι κατά την έρευνα διαπιστώθηκε ότι «τρεις από τους […] κωδικούς ΣΟ δεν αναφέρονται στο υπό εξέταση προϊόν, δηλαδή [οι] ex 7304 11 00, ex 7304 22 00 και ex 7304 24 00, και ότι πέντε άλλοι κωδικοί ΣΟ έλειπαν, δηλαδή [οι] ex 7304 31 20, ex 7304 39 10, ex 7304 39 52, ex 7304 51 81 και ex 7304 59 10».

10      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 20 έως 32 του προσωρινού κανονισμού η Επιτροπή απέρριψε μεν την αίτηση της προσφεύγουσας για υπαγωγή της στο KOA, αλλά δέχθηκε την αίτησή της για ΙΜ.

11      Στις αιτιολογικές σκέψεις 33 έως 38 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επιλέχθηκαν ως ανάλογη χώρα για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

12      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 53 έως 126 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ναι μεν ο κλάδος παραγωγής του επίμαχου προϊόντος στην Κοινότητα (στο εξής: συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής) δεν είχε υποστεί ζημία, πλην όμως υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης ζημίας στον συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής.

13      Στις 8 Απριλίου 2009 η Επιτροπή διαβίβασε στην προσφεύγουσα ενημερωτικό έγγραφο, όπου εξέθετε σε ποια πραγματικά περιστατικά και στοιχεία στηρίχθηκε κυρίως για τον υπολογισμό του ντάμπινγκ και της ζημίας βάσει των οποίων επιβληθήκαν προσωρινά μέτρα αντιντάμπινγκ. Στις 11 Μαΐου 2009 η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις επί του ως άνω εγγράφου.

14      Στις 10 Ιουλίου 2009 η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα τελικό ενημερωτικό έγγραφο, όπου εξέθετε τα κύρια πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που θα αποτελούσαν τη βάση για τη λήψη οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ. Στις 21 Ιουλίου 2009 η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις επί του ως άνω εγγράφου.

15      Στις 24 Σεπτεμβρίου 2009, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 926/2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 262, σ. 19, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

16      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 10 έως 17 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο επιβεβαίωσε τις διαπιστώσεις που περιείχε ο προσωρινός κανονισμός ως προς τον ορισμό του επίμαχου προϊόντος.

17      Με την αιτιολογική σκέψη 18 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα που είχαν διατυπωθεί στον προσωρινό κανονισμό ως προς την απόρριψη της αίτησης της προσφεύγουσας για υπαγωγή της στο KOA. Εξάλλου, με τις αιτιολογικές σκέψεις 19 έως 24 του εν λόγω κανονισμού, το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν πληρούσε τελικώς τις προϋποθέσεις για να τύχει ΙΜ. Πιο συγκεκριμένα, το Συμβούλιο σημείωσε ότι, μετά την περίοδο έρευνας, το κινεζικό κράτος αγόρασε νέες μετοχές της εταιρίας χαρτοφυλακίου η οποία ήλεγχε την προσφεύγουσα, και κατέστη πλειοψηφικός μέτοχος (αιτιολογική σκέψη 20 του εν λόγω κανονισμού).

18      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 25 έως 27 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο επιβεβαίωσε την επιλογή των Ηνωμένων Πολιτειών ως ανάλογης χώρας για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

19      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 35 έως 81 του προσβαλλόμενου κανονισμού το Συμβούλιο επιβεβαίωσε τις περιεχόμενες στον προσωρινό κανονισμό διαπιστώσεις της Επιτροπής ότι ναι μεν ο κλάδος παραγωγής του επίμαχου προϊόντος στην Κοινότητα δεν είχε υποστεί ζημία, πλην όμως υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης τέτοιας ζημίας. Συναφώς, έλαβε κυρίως υπόψη δεδομένα τα οποία αφορούσαν μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα, ήτοι από τον Ιούλιο του 2008 έως τον Μάρτιο του 2009 (στο εξής: μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Δεκεμβρίου 2009, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Μαρτίου 2010, η Επιτροπή ζήτησε να της επιτραπεί να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ του Συμβουλίου. Οι κύριοι διάδικοι δεν προέβαλαν αντιρρήσεις ως προς την αίτηση αυτή.

22      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Απριλίου 2010, η ArcelorMittal Tubular Products Ostrava a.s., η ArcelorMittal Tubular Products Roman SA, Benteler Stahl/Rohr GmbH, η Ovako Tube & Ring AB, Rohrwerk Maxhütte GmbH, Dalmine SpA, Silcotub SA, η TM‑KArtrom SA, η Tubos Reunidos SA, η Vallourec Mannesmann Oil & Gas France, η V & M France, η V & M Deutschland Gmb H, η Voestalpine Tubulars GmbH και η Železiarne Podbrezová a.s. (στο εξής: παρεμβαίνουσες επιχειρήσεις) ζήτησαν να τους επιτραπεί να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ του Συμβουλίου. Οι κύριοι διάδικοι δεν προέβαλαν αντιρρήσεις ως προς την αίτηση αυτή.

23      Με διάταξη της 31ης Μαΐου 2010, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε την αίτηση παρέμβασης της Επιτροπής.

24      Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Ιουνίου, στις 30 Ιουνίου και στις 25 Αυγούστου 2010, η προσφεύγουσα ζήτησε εμπιστευτική μεταχείριση έναντι των παρεμβαινουσών επιχειρήσεων ως προς ορισμένα σημεία της προσφυγής, του υπομνήματος απάντησης και του υπομνήματος ανταπάντησης. Οι παρεμβαίνουσες επιχειρήσεις δεν προέβαλαν αντιρρήσεις συναφώς.

25      Στις 14 Ιουλίου 2010 η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα παρέμβασης. Οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν παρατηρήσεις επί του ως άνω υπομνήματος.

26      Με διάταξη της 31ης Αυγούστου 2010, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε τις αιτήσεις παρέμβασης των οικείων επιχειρήσεων.

27      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Σεπτεμβρίου 2010, η προσφεύγουσα ζήτησε εμπιστευτική μεταχείριση έναντι των παρεμβαινουσών επιχειρήσεων ως προς ορισμένα σημεία του υπομνήματος παρέμβασης της Επιτροπής και των δικών της παρατηρήσεων επί του εν λόγω υπομνήματος. Οι παρεμβαίνουσες επιχειρήσεις δεν προέβαλαν αντιρρήσεις συναφώς.

28      Στις 23 Νοεμβρίου 2010 οι παρεμβαίνουσες επιχειρήσεις κατέθεσαν υπόμνημα παρέμβασης. Οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν παρατηρήσεις επί του ως άνω υπομνήματος.

29      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, και η υπό κρίση υπόθεση.

30      Με διάταξη της 16ης Μαΐου 2011, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου ανέστειλε τη διαδικασία μέχρι την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑337/09 P, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group.

31      Στις 22 Μαΐου 2012 η προσφεύγουσα ζήτησε να συνεχιστεί η διαδικασία και να δοθεί προτεραιότητα στην υπό κρίση υπόθεση.

32      Στις 19 Ιουλίου 2012 εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑337/09 P, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group. Ως εκ τούτου, συνεχίστηκε η διαδικασία, από αυτή την ημερομηνία.

33      Κατόπιν έκθεσης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες γραπτές ερωτήσεις και να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εντός της προθεσμίας που τους τάχθηκε.

34      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Απριλίου 2013.

35      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό, στο μέτρο που επιβάλλει, αφενός, δασμούς αντιντάμπινγκ στις εξαγωγές της προσφεύγουσας και, αφετέρου, την οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών επί των εξαγωγών αυτών·

–        ή, επικουρικώς, να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό στο μέτρο που επιβάλλει την οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών που είχαν επιβληθεί στην προσφεύγουσα·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα·

–        να υποχρεώσει τις παρεμβαίνουσες να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

36      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

37      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

38      Οι παρεμβαίνουσες επιχειρήσεις ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του περιεχομένου της προσφυγής

39      Οι παρεμβαίνουσες επιχειρήσεις, χωρίς να προβάλουν ένσταση απαραδέκτου κατά της προσφυγής, όπως επιβεβαίωσαν και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επισημαίνουν ότι η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, στο μέτρο που αυτός επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ στις «εξαγωγές της προσφεύγουσας». Όμως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ζητήσει ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού παρά μόνον καθόσον επιβάλλονται με αυτόν δασμοί αντιντάμπινγκ στα προϊόντα της.

40      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι το σχετικό αίτημά της πρέπει να γίνει αντιληπτό υπό την έννοια που ερμηνεύθηκε από τις παρεμβαίνουσες επιχειρήσεις, όπερ και ελήφθη υπό σημείωση.

41      Επομένως, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που ενδέχεται να απορρέουν από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ σε περίπτωση ακύρωσης για λόγους οι οποίοι θίγουν γενικότερα το κύρος του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα αιτήματα της προσφεύγουσας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι έχουν ως αντικείμενο την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού καθόσον αυτός επιβάλλει, αφενός, δασμούς αντιντάμπινγκ στις εξαγωγές των προϊόντων της προσφεύγουσας και, αφετέρου, την είσπραξη των προσωρινών δασμών επί των εν λόγω εξαγωγών.

 Επί της ουσίας

42      Η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους προς στήριξη της προσφυγής της. Ο πρώτος λόγος αφορά πρόδηλη πλάνη εκτίμησης κατά τον ορισμό του επίμαχου προϊόντος. Ο δεύτερος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Ο τρίτος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 9, του άρθρου 9, παράγραφος 4, και του άρθρου 10, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

43      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να αποφανθεί κατ’ αρχάς επί του τρίτου λόγου που προβάλλει η προσφεύγουσα.

44      Ο τρίτος λόγος της προσφυγής στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, σε δύο σκέλη. Το πρώτο σχετίζεται με παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 9, και του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού. Το δεύτερο, το οποίο προβάλλεται επικουρικώς, όπως επιβεβαίωσε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σχετίζεται με παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

45      Επομένως, ενδείκνυται να εξεταστεί κατ’ αρχάς το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου.

46      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, όσον αφορά την απόδειξη της ύπαρξης κινδύνου πρόκλησης ζημίας, οι απαιτήσεις είναι υψηλότερες σε σχέση με την απόδειξη της ύπαρξης σημαντικής ζημίας. Το έχει αναγνωρίσει και η ίδια η Επιτροπή στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Ιουνίου 2001, T‑188/99, Euroalliages κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II‑1757). Οι σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται το Συμβούλιο με τα δικόγραφά του ενισχύουν, κατά την προσφεύγουσα πάντοτε, το ως άνω συμπέρασμα. Εν προκειμένω, τα θεσμικά όργανα δεν ανταποκρίθηκαν στις υψηλότερες αυτές απαιτήσεις σε επίπεδο απόδειξης. Επιπλέον, δεν έλαβαν δεόντως υπόψη τα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας δεδομένα. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τα συμπεράσματα του Συμβουλίου ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί του συγκεκριμένου κλάδου ήσαν σε ευάλωτη θέση κατά το πέρας της περιόδου έρευνας και ότι επέκειντο νέες εισαγωγές ντάμπινγκ.

47      Το Συμβούλιο δεν συμφωνεί με τον τρόπο που η προσφεύγουσα παρουσιάζει τα επιχειρήματα της Επιτροπής στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα στη σκέψη 46 απόφαση Euroalliages κατά Επιτροπής. Εξάλλου, το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι τα θεσμικά όργανα έχουν ήδη λάβει μέτρα στηριζόμενα στην ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης ζημίας Κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι, σε επίπεδο απόδειξης, οι απαιτήσεις ως προς την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου είναι υψηλότερες απ’ ό,τι για την ύπαρξη σημαντικής ζημίας. Το Συμβούλιο υποστηρίζει επίσης ότι έλαβε δεόντως υπόψη τα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας δεδομένα. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο, το Συμβούλιο αντικρούει εν συνεχεία τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την ευάλωτη θέση των κοινοτικών παραγωγών του συγκεκριμένου κλάδου κατά το πέρας της περιόδου έρευνας και με τις επικείμενες νέες εισαγωγές ντάμπινγκ.

48      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι δόθηκε εν προκειμένω ιδιαίτερη προσοχή στο ζήτημα της ύπαρξης κινδύνου πρόκλησης ζημίας, καθόσον ελήφθησαν υπόψη δεδομένα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας, όπερ δεν συμβαίνει υπό κανονικές συνθήκες.

49      Το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί οριστικώς, προκύπτει συγκεκριμένα ότι υφίσταται ζημία. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, «εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, ο όρος ‟ζημία” σημαίνει τη σημαντική ζημία που προκαλείται στην κοινοτική βιομηχανία, τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας στην κοινοτική βιομηχανία ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας μιας τέτοιας βιομηχανίας».

50      Το άρθρο 3, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, ορίζει την ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας ως εξής:

«Για να διαπιστωθεί κατά πόσον υφίσταται κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας, λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, και όχι απλώς τυχόν ισχυρισμοί, εικασίες ή μεμακρυσμένες πιθανότητες. Οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων, που θα δημιουργούσε κατάσταση υπό την οποία είναι πιθανή η πρόκληση ζημίας από το ντάμπινγκ, πρέπει να είναι δυνατόν να προβλεφθεί με βεβαιότητα και να είναι επικείμενη.

Όταν εξετάζεται κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι παράγοντες:

α)      τυχόν αύξηση σε σημαντικό ποσοστό των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στην αγορά της Κοινότητας, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα ουσιώδους αύξησης των εισαγωγών·

β)      η ύπαρξη επαρκούς, ελεύθερα διαθέσιμης ικανότητας του εξαγωγέα ή η επικείμενη σημαντική αύξηση της ικανότητάς του, από την οποία προκύπτει ως πιθανή σημαντική αύξηση των εξαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ προς την Κοινότητα, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων εξαγωγικών αγορών, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να απορροφήσουν τυχόν πρόσθετες εξαγωγές·

γ)      το κατά πόσον τα εισαγόμενα προϊόντα εισέρχονται σε τιμές που θα είχαν ως αποτέλεσμα τη σε σημαντικό βαθμό συμπίεση ή παρεμπόδιση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση και οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης για επιπλέον εισαγωγές·

και

δ)      τα αποθέματα του υπό διεύρυνση προϊόντος.

Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες δεν έχει κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία, αλλά όλοι οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επίκειται η πραγματοποίηση περαιτέρω εξαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ και ότι είναι πιθανή η πρόκληση σημαντικής ζημίας αν δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα.»

51      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο συνήγαγε ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί του συγκεκριμένου κλάδου δεν είχαν υποστεί σημαντική ζημία κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, αν και βρίσκονταν σε ευάλωτη θέση κατά το πέρας της περιόδου αυτής.

52      Αφού όμως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής δεν είχε υποστεί σημαντική ζημία κατά την περίοδο έρευνας, το Συμβούλιο έκρινε ότι υφίστατο, εν προκειμένω, κίνδυνος πρόκλησης τέτοιας ζημίας.

53      Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, C-351/04, Ikea Wholesale, Συλλογή 2007, σ. I‑7723, σκέψη 40, και της 11ης Φεβρουαρίου 2010, C‑373/08, Hoesch Metals and Alloys, Συλλογή 2010, σ. I‑951, σκέψη 61). Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι για την εξέταση της ύπαρξης κινδύνου πρόκλησης ζημίας απαιτείται αξιολόγηση πολύπλοκων οικονομικών ζητημάτων και ότι, ως εκ τούτου, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγχει, ως προς τη σχετική εκτίμηση, μόνον αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η αμφισβητούμενη επιλογή, αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών αυτών περιστατικών ή αν συντρέχει περίπτωση κατάχρησης εξουσίας. Ο περιορισμένος αυτός δικαστικός έλεγχος επ’ ουδενί σημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο τα θεσμικά όργανα ερμήνευσαν τα οικονομικής φύσης δεδομένα. Συγκεκριμένα, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο όχι μόνο να εξετάζει αν τα προβαλλόμενα αποδεικτικά στοιχεία είναι ακριβή, αξιόπιστα και συνεπή μεταξύ τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια πολύπλοκη κατάσταση, καθώς και αν τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα τα οποία συνάγονται από την εν λόγω κατάσταση (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2012, T‑158/10, Dow Chemical κατά Συμβουλίου, σκέψη 59).

54      Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, η διαπίστωση ότι υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης σημαντικής ζημίας πρέπει να στηρίζεται σε «πραγματικά περιστατικά, και όχι απλώς [σε] τυχόν ισχυρισμο[ύς], εικασίες ή μεμακρυσμένες πιθανότητες». Επιπλέον, οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων ικανή να δημιουργήσει κατάσταση υπό την οποία το ντάμπινγκ θα προκαλούσε ζημία, πρέπει να μπορεί «να προβλεφθεί με βεβαιότητα και να είναι επικείμενη». Εξ αυτού συνάγεται ότι η διαπίστωση της ύπαρξης κινδύνου πρόκλησης ζημίας πρέπει να προκύπτει σαφώς από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Συνάγεται επίσης ότι η σχετική ζημία πρέπει να επέλθει σύντομα.

55      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, αφενός, το συμπέρασμα του Συμβουλίου ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί του συγκεκριμένου κλάδου, αν και δεν υπέστησαν ζημία, ήσαν σε ευάλωτη θέση κατά το πέρας της περιόδου έρευνας. Αφετέρου, αμφισβητεί το συμπέρασμα του Συμβουλίου ότι συνέτρεχε κίνδυνος πρόκλησης ζημίας.

 Επί της πρώτης αιτίασης του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου, σχετικά με την κατάσταση των κοινοτικών παραγωγών του συγκεκριμένου κλάδου κατά το πέρας της περιόδου έρευνας

56      Για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ο συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής ήταν σε ευάλωτη θέση κατά το πέρας της περιόδου έρευνας, τα θεσμικά όργανα υπενθύμισαν ότι το 2006 επιβλήθηκαν μέτρα αντιντάμπινγκ για να αντισταθμίσουν τη ζημία που είχαν προκαλέσει οι εισαγωγές ντάμπινγκ από διάφορες χώρες. Εντούτοις, ο κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να επωφεληθεί πλήρως από την επέκταση της αγοράς, στο μέτρο που οι εισαγωγές σε σχέση με τις οποίες επιβλήθηκαν το 2006 μέτρα αντιντάμπινγκ αντικαταστάθηκαν από εισαγωγές από την Κίνα. Κατόπιν τούτου, δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη του σκοπού της πλήρους ανάκαμψης του οικείου κλάδου παραγωγής. Αν η κατάσταση στην αγορά άλλαζε, ο κλάδος αυτός θα βρισκόταν εκτεθειμένος απέναντι στα εν δυνάμει ζημιογόνα αποτελέσματα των εισαγωγών ντάμπινγκ. Αυτό έχει ήδη συμβεί κατά το παρελθόν, όταν η ζήτηση επέστρεψε σε κανονικά επίπεδα, γεγονός που οδήγησε ακριβώς στη λήψη μέτρων αντιντάμπινγκ το 2006 (αιτιολογικές σκέψεις 47 έως 49 του προσβαλλόμενου κανονισμού, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 87 έως 89 του προσωρινού κανονισμού).

57      Η προσφεύγουσα επισημαίνει, ειδικότερα, τις αντιφάσεις που υπάρχουν μεταξύ των διαπιστώσεων των θεσμικών οργάνων και των κρίσιμων εν προκειμένω οικονομικών δεδομένων. Το Συμβούλιο αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και επικαλείται ιδίως τις προβλέψεις ή τα οικονομικά δεδομένα που αναφέρονται στο μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα.

58      Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, αν και το συμπέρασμα της Επιτροπής ως προς την κατάσταση του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής κατά το πέρας της περιόδου έρευνας, επαναλαμβάνεται στο τμήμα του προσβαλλόμενου κανονισμού το οποίο αφορά τη ζημία, εντούτοις δεν είναι άσχετο με την ανάλυση του ζητήματος της ύπαρξης κινδύνου πρόκλησης ζημίας. Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε με την αιτιολογική σκέψη 126 του προσωρινού κανονισμού ότι, αν δεν λαμβάνονταν μέτρα, οι εισαγωγές ντάμπινγκ από την Κίνα επρόκειτο να προκαλέσουν πολύ σύντομα σημαντική ζημία σε έναν ήδη «ευάλωτο» κλάδο παραγωγής, ιδίως λόγω επικείμενης μείωσης των πωλήσεων, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγής και της κερδοφορίας. Το Συμβούλιο, στο πλαίσιο του προσβαλλόμενου κανονισμού, επιβεβαίωσε ρητώς τα συμπεράσματα της Επιτροπής επί του σημείου αυτού (αιτιολογική σκέψη 81 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

59      Πρώτον, πρέπει να υπομνησθούν τα κρίσιμα εν προκειμένω στοιχεία, στα οποία αναφέρθηκε η Επιτροπή με τον προσωρινό κανονισμό ως ενδεικτικά της εξέλιξης της κατάστασης του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, δηλαδή μέχρι το πέρας της περιόδου έρευνας:

–        η παραγωγή στον συγκεκριμένο κλάδο αυξήθηκε κατά 7 % (αιτιολογική σκέψη 67 του προσωρινού κανονισμού)·

–        η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας αυξήθηκε κατά 9 % και ανήλθε σε 90 % κατά την περίοδο έρευνας, ενώ υψηλά ποσοστά εμφάνισε και κατά τα έτη 2006 και 2007 (αιτιολογική σκέψη 69 του προσωρινού κανονισμού)·

–        τα αποθέματα αυξήθηκαν κατά 12 %, αν και η Επιτροπή τόνισε ότι «η συνάφεια του εν λόγω δείκτη στην ανάλυση ζημίας είναι περιορισμένη» καθόσον το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής γίνεται κατόπιν παραγγελιών (αιτιολογική σκέψη 72 του προσωρινού κανονισμού)·

–        ο όγκος των πωλήσεων προϊόντων του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής αυξήθηκε κατά 14 % (αιτιολογική σκέψη 73 του προσωρινού κανονισμού)·

–        το μερίδιο αγοράς του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 5,2 εκατοστιαίες μονάδες (αιτιολογική σκέψη 75 του προσωρινού κανονισμού)·

–        το επίπεδο απασχόλησης παρέμεινε σταθερό (αιτιολογική σκέψη 77 του προσωρινού κανονισμού)·

–        η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 7 % (αιτιολογική σκέψη 78 του προσωρινού κανονισμού)·

–        ο μέσος μισθός ανά εργαζόμενο αυξήθηκε κατά 16 % (αιτιολογική σκέψη 79 του προσωρινού κανονισμού)·

–        οι τιμές πωλήσεων προϊόντων του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής αυξήθηκαν κατά 21 % (αιτιολογική σκέψη 80 του προσωρινού κανονισμού)·

–        η κερδοφορία των πωλήσεων από προϊόντα του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής σε ανεξάρτητους πελάτες, ως ποσοστό καθαρών πωλήσεων, αυξήθηκε κατά 27 %, ή κατά 3,3 εκατοστιαίες μονάδες, για να ανέλθει σε 15,4 % κατά την περίοδο έρευνας, ενώ τα ποσοστά κερδοφορίας και για έτη 2005 και, ιδίως, 2006 και 2007 ήταν επίσης πολύ υψηλά (αιτιολογική σκέψη 82 του προσωρινού κανονισμού)·

–        η απόδοση των επενδύσεων, εκφραζόμενη ως ποσοστό κέρδους επί της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεων, αυξήθηκε κατά 10 %, ή κατά 4,6 εκατοστιαίες μονάδες, για να ανέλθει σε 51,7 % κατά την περίοδο έρευνας, ενώ είχε φθάσει το 85,1 και 79,2 % το 2006 και το 2007 αντιστοίχως (αιτιολογική σκέψη 82 του προσωρινού κανονισμού)·

–        η καθαρή ταμειακή ροή από τις δραστηριότητες λειτουργίας αυξήθηκε κατά 73 % για να ανέλθει σε 634 εκατομμύρια ευρώ κατά την περίοδο έρευνας, με την Επιτροπή να διευκρινίζει, εξάλλου, ότι «δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αντιμετώπισε δυσκολίες όσον αφορά την άντληση κεφαλαίων» (αιτιολογική σκέψη 84 του προσωρινού κανονισμού)·

–        οι ετήσιες επενδύσεις του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής αυξήθηκαν κατά 185 % για να ανέλθουν σε 284 εκατομμύρια ευρώ κατά την περίοδο έρευνας (αιτιολογική σκέψη 85 του προσωρινού κανονισμού).

60      Το Συμβούλιο επιβεβαίωσε, με την αιτιολογική σκέψη 46 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα στοιχεία αυτά.

61      Σημειωτέον συναφώς ότι, όπως κατ’ ουσίαν ορθώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα, πέρα της εξέλιξης του μεριδίου του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής στην αγορά, όλοι οι ως άνω οικονομικοί δείκτες είναι θετικοί και συνθέτουν την εικόνα μιας ισχυρής, και όχι μιας εύθραυστης ή ευάλωτης βιομηχανίας. Άλλωστε, όπως εξέθεσε η ίδια η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 88 του προσωρινού κανονισμού, όποια «τυχόν ζημία […] υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ήταν περιορισμένη και δεν είχε ως αποτέλεσμα κανένα σημαντικό οικονομικό πρόβλημα». Η διαπίστωση αυτή καταδεικνύει μάλλον ότι, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης της κοινοτικής αγοράς στη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου —επομένως μέχρι το πέρας της περιόδου έρευνας—, ο συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής δεν ήταν σε ευάλωτη θέση, ήτοι δεν ήταν πιθανό να υποστεί ζημία λόγω των εισαγωγών από την Κίνα. Όσον αφορά το γεγονός στο οποίο αναφέρεται το Συμβούλιο με τα δικόγραφά του, ότι δηλαδή το μερίδιο αγοράς του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής υποχώρησε ορισμένες μονάδες στη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, διαπιστώνεται ότι αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να στηρίξει το συμπέρασμα ότι ο εν λόγω κλάδος παραγωγής ήταν σε ευάλωτη θέση κατά το πέρας της περιόδου έρευνας. Εξάλλου, το γεγονός αυτό σχετικοποιείται αν ληφθεί υπόψη ότι ο συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής κατείχε σημαντικό μερίδιο της αγοράς στη διάρκεια της περιόδου έρευνας, ήτοι 63,6 %, και ότι ο όγκος των πωλήσεων των προϊόντων του είχε αυξηθεί αλματωδώς στη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, συγκεκριμένα κατά περισσότερο από 14 %. Σχετικοποιείται επίσης αν ληφθεί υπόψη ότι ο όγκος των εισαγωγών από τρίτες χώρες, σε σχέση με τις οποίες δεν ετίθετο ζήτημα ντάμπινγκ, αυξήθηκαν κατά 35 % στη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου (αιτιολογική σκέψη 142 του προσωρινού κανονισμού) και ότι το μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στις εισαγωγές αυτές αυξήθηκε από 7,8 σε 8,5 %. Επομένως, βάσει του συνόλου των στοιχείων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το συμπέρασμα των θεσμικών οργάνων ότι ο συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής βρισκόταν σε ευάλωτη θέση κατά το πέρας της περιόδου έρευνας δεν θεμελιώνεται από τα κρίσιμα εν προκειμένω οικονομικά δεδομένα (βλ., σε ανάλογο πνεύμα αλλά σε σχέση με άλλα οικονομικά δεδομένα, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1995, T‑163/94 και T‑165/94, NTN Corporation και Koyo Seiko κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. II‑1381, σκέψεις 95 και 96).

62      Η ως άνω διαπίστωση δεν αναιρείται ούτε από τα υπόλοιπα στοιχεία που περιέχει ο προσβαλλόμενος κανονισμός ούτε από τα άλλα στοιχεία τα οποία προέβαλαν τα θεσμικά όργανα με τα δικόγραφά τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

63      Ειδικότερα, όσον αφορά το προβληθέν από τα θεσμικά όργανα ενδεχόμενο να βρεθεί ο συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής πλήρως εκτεθειμένος στις πιθανές ζημιογόνες συνέπειες των εισαγωγών ντάμπινγκ αν η τάση ανάπτυξης αντιστραφεί (αιτιολογική σκέψη 89 του προσωρινού κανονισμού, η οποία επιβεβαιώθηκε από το Συμβούλιο με την αιτιολογική σκέψη 47 του προσβαλλόμενου κανονισμού), τούτο θα μπορούσε ενδεχομένως να αναφέρεται σε μια μελλοντική επισφαλή κατάσταση. Ως εκ τούτου, αλυσιτελώς προβάλλεται προς στήριξη του συμπεράσματος ότι ο εν λόγω κλάδος βρισκόταν σε ευάλωτη θέση κατά το πέρας της περιόδου έρευνας. Το ίδιο ισχύει τόσο για τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλε το Συμβούλιο με τα δικόγραφά του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, σχετικά με τα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας οικονομικά δεδομένα, όσο και για τα συμπεράσματα που συνήγαγε συναφώς το Συμβούλιο, περί επιδείνωσης της κατάστασης του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής. Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ο δικαστής της Ένωσης έχει ήδη κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση πλάνης περί το δίκαιο όταν τα θεσμικά όργανα επικαλούνται, όπως εν προκειμένω, την επιδείνωση της γενικότερης οικονομικής κατάστασης, δεδομένου ότι ο βασικός κανονισμός προβλέπει ρητώς, με τις διατάξεις του που αφορούν την ανάλυση της ζημίας, ότι παράγοντες όπως η μείωση της ζήτησης δεν επιτρέπεται να αποδίδονται στις εισαγωγές ντάμπινγκ [απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Φεβρουαρίου 1998, C‑245/95 P, Επιτροπή κατά NTN και Koyo Seiko, Συλλογή 1998, σ. I‑401, σκέψη 43, και προαναφερθείσα στη σκέψη 61 απόφαση NTN Corporation και Koyo Seiko κατά Συμβουλίου, σκέψεις 97 έως 99· βλ. επίσης την επίδικη στις ως άνω δύο υποθέσεις αιτιολογική σκέψη 35 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2849/92 του Συμβουλίου, της 28ης Σεπτεμβρίου 1992, περί τροποποιήσεως του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ κατά τις εισαγωγές ενσφαίρων τριβέων (ρουλεμάν με σφαιρίδια), με μέγιστη εξωτερική διάμετρο υπερβαίνουσα τα 30 χιλιοστά, καταγωγής Ιαπωνίας, που έχει επιβληθεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1739/85 (ΕΕ L 286, σ. 2)].

64      Όσον αφορά το γεγονός, το οποίο επικαλέστηκε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 87 του προσωρινού κανονισμού και επιβεβαίωσε το Συμβούλιο στην αιτιολογική σκέψη 46 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι δηλαδή η αύξηση των εισαγωγών από την Κίνα ασφαλώς αποθάρρυνε τον συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής «να επενδύει και να αναπτύσσει την παραγωγική ικανότητα για να παρακολουθήσει την ανάπτυξη της αγοράς», τούτο δεν υποστηρίζεται από τα κρίσιμα εν προκειμένω στοιχεία. Κατ’ αρχάς, από τους προεκτεθέντες οικονομικούς δείκτες προκύπτει σαφώς ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί του εν λόγω κλάδου δεν αποθαρρύνθηκαν όσον αφορά την πραγματοποίηση επενδύσεων, δεδομένου ότι οι ετήσιες επενδύσεις του συγκεκριμένου κλάδου αυξήθηκαν κατά 185 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Στη συνέχεια, όπως προκύπτει κυρίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 91 και 92 του προσωρινού κανονισμού, η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης ζημίας στηρίχθηκε εν προκειμένω στον προβλέψιμο και επικείμενο κίνδυνο να εμφανίσει, σύντομα, η κατανάλωση εντός της Κοινότητας εντόνως πτωτική τάση. Οι σχετικές εκτιμήσεις της Επιτροπής στηρίζονταν σε στοιχεία που είχαν δημοσιεύσει και σε δεδομένα που είχαν παράσχει οι κοινοτικοί παραγωγοί του συγκεκριμένου κλάδου. Τα θεσμικά όργανα υπενθύμισαν επίσης επανειλημμένως ότι η ανάπτυξη της κοινοτικής αγοράς ήταν «πρωτοφανής» (βλ., ιδίως, αιτιολογική σκέψη 87 του προσωρινού κανονισμού, καθώς και αιτιολογικές σκέψεις 47 και 48 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Επομένως, υπάρχει μια προφανής αντίφαση όταν, αφενός, υποστηρίζεται ότι οι εισαγωγές από την Κίνα αποθάρρυναν τους κοινοτικούς παραγωγούς του συγκεκριμένου κλάδου να αναπτύξουν την παραγωγική τους ικανότητα και, αφετέρου, γίνεται λόγος για «πρωτοφανή» ανάπτυξη της κοινοτικής αγοράς και για επικείμενο κίνδυνο συρρίκνωσης της ζήτησης. Πράγματι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπό κρίση περίπτωσης, όπως διαπιστώθηκαν από τα θεσμικά όργανα, θα ήταν αντιθέτως λογικό ο συγκεκριμένος κλάδος της βιομηχανίας να μην αναπτύξει την παραγωγική του ικανότητα. Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η ίδια η Επιτροπή επισήμανε, με την αιτιολογική σκέψη 88 του προσωρινού κανονισμού, ότι «τυχόν ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ήταν περιορισμένη και δεν είχε ως αποτέλεσμα κανένα σημαντικό οικονομικό πρόβλημα». Η ως άνω διαπίστωση μάλλον υποδηλώνει ότι ο αντίκτυπος που είχαν οι εισαγωγές ντάμπινγκ από την Κίνα στην κατάσταση του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής κατά την υπό εξέταση περίοδο υπήρξε ελάχιστος.

65      Τέλος, οι διαπιστώσεις των θεσμικών οργάνων ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί του εν λόγω κλάδου δεν είχαν ανακάμψει πλήρως από τις προγενέστερες του 2006 πρακτικές ντάμπινγκ δεν στηρίζονται σε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο. Ειδικότερα, τα θεσμικά όργανα δεν προσκόμισαν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει τι ακριβώς νοείτο ως «πλήρης ανάκαμψης» του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής, ιδίως υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων οικονομικών δεδομένων. Επομένως, ορθώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει με τα δικόγραφά της ότι τα θεσμικά όργανα δεν απέδειξαν ότι ο συγκεκριμένος κλάδος παραγωγής ουδέποτε ανέκαμψε από τις προγενέστερες πρακτικές ντάμπινγκ.

66      Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά τα στοιχεία και, ιδίως, ότι το συμπέρασμα των θεσμικών οργάνων δεν θεμελιώνεται από τα κρίσιμα εν προκειμένω δεδομένα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης επιβεβαιώνοντας το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί του συγκεκριμένου κλάδου ήσαν σε ευάλωτη θέση κατά το πέρας της περιόδου έρευνας.

 Επί της δεύτερης αιτίασης του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου, σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης ζημίας

67      Ο προσβαλλόμενος κανονισμός, ακολουθώντας τη δομή του προσωρινού κανονισμού, χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα πραγματεύεται την «[π]ιθανή εξέλιξη της κοινοτικής κατανάλωσης, των εισαγωγών από την υπό εξέταση χώρα και της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μετά την περίοδο έρευνας» (αιτιολογικές σκέψεις 90 έως 112 του προσωρινού κανονισμού και αιτιολογικές σκέψεις 50 έως 65 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Το δεύτερο τμήμα αφορά συγκεκριμένα τον «κίνδυνο πρόκλησης ζημίας» (αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 125 του προσωρινού κανονισμού και αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 81 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

68      Υπογραμμίζεται ότι, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης ζημίας «από τη λήξη της [περιόδου έρευνας] και μετά» (αιτιολογική σκέψη 81 του προσβαλλόμενου κανονισμού), αν και έλαβε επίσης υπόψη δεδομένα που αφορούσαν το μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα.

69      Όσον αφορά το πρώτο τμήμα του προσβαλλόμενου κανονισμού, διαπιστώνεται ότι τα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας δεδομένα επιβεβαιώνουν την πρόβλεψη των θεσμικών οργάνων ως προς τη συρρίκνωση της κοινοτικής αγοράς. Ειδικότερα, τα στοιχεία που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 51 του προσβαλλόμενου κανονισμού καταδεικνύουν ότι η κοινοτική κατανάλωση συρρικνώθηκε κατά 27,7 % από το τέλος της περιόδου έρευνας, ήτοι στις 30 Ιουνίου 2008, έως τον Μάρτιο του 2009. Εντούτοις, υπενθυμίζεται ότι παράγοντες ζημίας όπως η μείωση της ζήτησης δεν επιτρέπεται να αποδίδονται στις εισαγωγές ντάμπινγκ (βλ. ανωτέρω σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

70      Όσον αφορά το δεύτερο τμήμα του προσβαλλόμενου κανονισμού, το οποίο αποτελεί ειδικότερα το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, το σχετικό συμπέρασμα του Συμβουλίου στηρίζεται στην ανάλυση τεσσάρων παραγόντων. Οι παράγοντες αυτοί ταυτίζονται με τα κριτήρια που θέτει ο βασικός κανονισμός. Καλύπτουν την εξέλιξη των εισαγωγών ντάμπινγκ (αιτιολογικές σκέψεις 66 έως 68 του προσβαλλόμενου κανονισμού), την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα των εξαγωγέων (αιτιολογικές σκέψεις 69 έως 71 του προσβαλλόμενου κανονισμού), τις τιμές των εισαγωγών από την Κίνα (αιτιολογικές σκέψεις 72 και 73 του προσβαλλόμενου κανονισμού), καθώς και το επίπεδο των αποθεμάτων (αιτιολογική σκέψη 74 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Ως προς τον τελευταίο αυτό παράγοντα, το Συμβούλιο έκρινε κατ’ ουσίαν ότι δεν είναι αποφασιστικής σημασίας για την ανάλυση του κινδύνου πρόκλησης ζημίας.

71      Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας εστιάζουν στην εξέλιξη, από πλευράς όγκου και τιμών, των κινέζικων εισαγωγών, καθώς και σε άλλες εξαγωγικές αγορές, λαμβανομένων υπόψη των δυνατοτήτων των Κινέζων εξαγωγέων. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι υπάρχουν αντιφάσεις μεταξύ των προβλέψεων της Επιτροπής, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από το Συμβούλιο, και των δεδομένων που αφορούν το μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα και, αφετέρου, ότι η ανάλυση των λοιπών εξαγωγικών αγορών είναι ελλιπής.

72      Πρώτον, ως προς την εξέλιξη των εισαγωγών ντάμπινγκ, η Επιτροπή έκρινε κατ’ αρχάς ότι η πτωτική τάση που παρατηρήθηκε γενικά στην κοινοτική αγορά «δεν θα είχε αισθητό αντίκτυπο στην αύξηση του όγκου» των εισαγωγών ντάμπινγκ (αιτιολογική σκέψη 115 του προσωρινού κανονισμού). Πρόσθεσε ότι τα πορίσματα σχετικά με τον συγκεκριμένο δείκτη δεν θα πρέπει να βασίζονται σε μια απλή παρατήρηση της εξέλιξης του όγκου των εισαγωγών ντάμπινγκ σε απόλυτους όρους, αλλά να λαμβάνουν δεόντως υπόψη και τη συγκυρία της αγοράς όπου σημειώνεται αυτή η εξέλιξη, καθώς και το ζήτημα κατά πόσον η εν λόγω εξέλιξη θα μπορούσε να καταλήξει σε αύξηση ή μείωση του μεριδίου αγοράς στο οποίο αντιστοιχούν οι οικείες εισαγωγές ντάμπινγκ. Στο πλαίσιο αυτό, δέχθηκε ότι το μερίδιο αγοράς στο οποίο αντιστοιχούν οι εισαγωγές ντάμπινγκ «αυξήθηκε σημαντικά» κατά την υπό εξέταση περίοδο, αλλά και ότι δεν εμφανίστηκε «καμία ένδειξη διακοπής ή αντιστροφής αυτής της τάσης» ακόμη και όταν η ζήτηση είχε ήδη αρχίσει να εξασθενεί. Η Επιτροπή συνήγαγε εκ των ανωτέρω το εξής συμπέρασμα (αιτιολογική σκέψη 116 του προσωρινού κανονισμού): «Ως συνέπεια, το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών με ντάμπινγκ από την Κίνα πρόκειται να αυξηθεί [και] η πίεση που ασκείται από αυτές τις εισαγωγές με ντάμπινγκ στην κοινοτική αγορά είναι πιθανό να αυξηθεί σημαντικά […]».

73      Συναφώς τονίζεται ότι, σύμφωνα με τα δεδομένα τα οποία περιελήφθησαν στον προσβαλλόμενο κανονισμό, κατά το μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα, ο όγκος των εισαγωγών από την Κίνα γνώρισε πολύ σημαντική μείωση σε απόλυτους όρους, γεγονός που ορθώς επισημαίνεται και από την προσφεύγουσα στα δικόγραφά της. Συγκεκριμένα, από τον πίνακα που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 52 του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι εν λόγω εισαγωγές μειώθηκαν κατά 24,6 %. Εξάλλου, σε σχετικούς όρους, η αύξηση του μεριδίου αγοράς στο οποίο αντιστοιχούν οι εισαγωγές αυτές υπήρξε αμελητέα, της τάξεως των 0,7 ποσοστιαίων μονάδων για την ίδια περίοδο.

74      Οι προαναφερθείσες διαπιστώσεις της Επιτροπής, ότι δηλαδή η γενική κατάσταση της κοινοτικής αγοράς δεν θα είχε «αισθητό» αντίκτυπο στην «αύξηση του όγκου» των εισαγωγών από την Κίνα και ότι η πίεση που ασκείται από αυτές τις εισαγωγές στην κοινοτική αγορά ήταν πιθανό να αυξηθεί «σημαντικά», αναιρούνται από τα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας δεδομένα, τα οποία ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο στον προσβαλλόμενο κανονισμό.

75      Στον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο ουδεμία αντίφαση εντοπίζει μεταξύ των διαπιστώσεων της Επιτροπής και των σχετικών οικονομικών δεδομένων. Ερμηνεύοντας την αιτιολογική σκέψη 116 του προσωρινού κανονισμού υπ’ αυτή την έννοια, κρίνει ότι «αυτό που έχει σημασία δεν είναι ο απόλυτος όγκος των εν λόγω εισαγωγών, αλλά η σχετική σημασία τους σε συνάρτηση με την κατανάλωση, δηλαδή το μερίδιο αγοράς τους στο σύνολο της κοινοτικής αγοράς». Συναφώς, υπογραμμίζει ότι, σε σχετικούς όρους, οι εισαγωγές από την Κίνα «αυξήθηκ[αν] ελαφρώς» (αιτιολογική σκέψη 68 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

76      Εντούτοις, μολονότι η Επιτροπή όντως έκανε λόγο για την εξέλιξη του όγκου των εισαγωγών από την Κίνα, και μάλιστα τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς όρους, ανέπτυξε τη σχετική συλλογιστική της ξεκινώντας από τη βάση ότι ο όγκος των οικείων εισαγωγών θα αυξανόταν «σημαντικά». Υπ’ αυτό ακριβώς το πρίμα έκρινε ότι η πίεση την οποία θα ασκούσαν οι εν λόγω εισαγωγές ντάμπινγκ στην κοινοτική αγορά θα ενισχυόταν «σημαντικά».

77      Η συγκεκριμένη ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψης 116 του προσωρινού κανονισμού επιβεβαιώνεται και από άλλες αιτιολογικές σκέψεις του ίδιου κανονισμού. Ειδικότερα, η Επιτροπή εξήγησε, με την αιτιολογική σκέψη 95 του προσωρινού κανονισμού, ότι, ακόμη και αν, λόγω της συρρίκνωσης της αγοράς, ο «[συνολικός όγκος]» των εισαγωγών θα μειωθεί –«μείωση η οποία, ωστόσο, αναμένεται να μην είναι σημαντική»– οι εισαγωγές κινεζικών προϊόντων θα αυξήσουν αναλογικά το μερίδιο αγοράς τους. Την ίδια θέση διατύπωσε και στην αιτιολογική σκέψη 133 του προσωρινού κανονισμού, παρατηρώντας ότι η ήδη σημειωθείσα επιβράδυνση της κατανάλωσης «δεν [είχε] επηρ[εάσει] τον όγκο» των εισαγωγών, οι οποίες μάλιστα αύξησαν το μερίδιο αγοράς τους. Πρόσθεσε ότι δεν συντρέχει «λόγος να θεωρήσει κανείς ότι σε ένα παρόμοιο, ακόμη και δυσμενέστερο σενάριο βραχυπρόθεσμα, η τάση αυτή θα αντιστραφεί».

78      Επομένως, υφίσταται μια αξιοσημείωτη απόκλιση μεταξύ των προβλέψεων της Επιτροπής όπως αποτυπώνονται στον προσωρινό κανονισμό και των μεταγενέστερων της περιόδου έρευνας δεδομένων που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο στο πλαίσιο του προσβαλλόμενου κανονισμού. Πρέπει να υπομνησθεί, στο σημείο αυτό, ότι ένα από τα κριτήρια για τη διαπίστωση της ύπαρξης κινδύνου πρόκλησης ζημίας είναι η αισθητή αυξητική τάση του ποσοστού των εισαγωγών ντάμπινγκ στην αγορά της Κοινότητας, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα «ουσιώδους» αύξησης των εισαγωγών (άρθρο 3, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού). Εν προκειμένω, πάντως, σύμφωνα και με τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το ίδιο το Συμβούλιο με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, οι εισαγωγές από την Κίνα «αυξήθ[ηκαν] ελαφρώς» κατά το μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα (αιτιολογική σκέψη 68 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Η ελαφρά αυτή ανοδική, σε σχετικούς όρους, τάση, σε συνδυασμό με τη σημαντική πτώση, σε απόλυτους όρους, των εισαγωγών από την Κίνα δεν επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση ότι υπήρχε, στην προκειμένη περίπτωση, πιθανότητα σημαντικής αύξησης των εισαγωγών. Επιπλέον, η αύξηση κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες του μεριδίου αγοράς στο οποίο αντιστοιχούν οι εισαγωγές από την Κίνα πρέπει να συσχετιστεί με τη μείωση κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα του μεριδίου αγοράς στο οποίο αντιστοιχούσαν, κατά το μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα, τα προϊόντα του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής (αιτιολογική σκέψη 53 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

79      Δεύτερον, όσον αφορά την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα που διέθεταν οι εξαγωγείς, η ανάλυση των θεσμικών οργάνων αφορά, αφενός, την καθ’ αυτήν πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και, αφετέρου, τον κίνδυνο αναπροσανατολισμού κινεζικών εξαγωγών με άλλο αρχικό προορισμό, προς την κοινοτική αγορά.

80      Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να εξετάζουν, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη επαρκούς, ελεύθερα διαθέσιμης ικανότητας του εξαγωγέα ή την επικείμενη σημαντική αύξηση της ικανότητάς του, οι οποίες αποτελούν ενδείξεις πιθανής σημαντικής αύξησης των εξαγωγών ντάμπινγκ προς την Κοινότητα, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων εξαγωγικών αγορών που θα μπορούσαν ενδεχομένως να απορροφήσουν τυχόν επιπλέον εξαγωγές.

81      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα θεσμικά όργανα, όταν αξιολογούν τον κίνδυνο αναπροσανατολισμού εξαγωγών προς την Κοινότητα λόγω της αύξησης της παραγωγικής και της εξαγωγικής ικανότητας στη χώρα εξαγωγής, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνον την ύπαρξη άλλων εξαγωγικών αγορών, αλλά και το ενδεχόμενο αύξησης της εσωτερικής κατανάλωσης στη χώρα εξαγωγής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα στη σκέψη 61 απόφαση NTN Corporation και Koyo Seiko, σκέψη 109).

82      Εν προκειμένω η Επιτροπή, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε σημαντική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στην Κίνα και ότι οι Κινέζοι εξαγωγείς είχαν ενισχύσει την εξαγωγική τους τάση, επισήμανε ότι οι κινεζικές εξαγωγές προς την Κοινότητα, ως ποσοστό επί του συνόλου των εξαγωγών της Κίνας, είχαν αυξηθεί σημαντικά κατά την υπό εξέταση περίοδο, «από 1 % το 2005 σε 9 % κατά την [περίοδο έρευνας]». Εξάλλου, η Επιτροπή σημείωσε ότι «[ο]ι άλλες σημαντικές αγορές [ήσαν] οι ΗΠΑ με μερίδιο 36 % (από 31 % το 2007), η Αλγερία (6 %, από 2 % το 2006) και η Νότια Κορέα (6 %, από 3 % το 2005)» και ότι, με βάση αυτά τα δεδομένα, ευλόγως αναμενόταν ότι «σημαντικό μέρος της νέας πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας θα κατευθυνθεί προς την κοινοτική αγορά» και ότι «θα επέλθει σύντομα αισθητή συρρίκνωση ορισμένων από αυτές τις αγορές, και ιδίως της αμερικανικής αγοράς» (αιτιολογική σκέψη 119 του προσωρινού κανονισμού). Το Συμβούλιο επιβεβαίωσε, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, την ανάλυση της Επιτροπής, χωρίς να παραπέμψει σε οποιοδήποτε συμπληρωματικό στοιχείο.

83      Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς παρατηρεί η προσφεύγουσα στα δικόγραφά της, τα θεσμικά όργανα δεν έλαβαν υπόψη στην ανάλυσή τους την «ύπαρξ[η] άλλων εξαγωγικών αγορών, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να απορροφήσουν τυχόν πρόσθετες εξαγωγές», παρά το γεγονός ότι το απαιτεί το άρθρο 3, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 119 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή μνημόνευσε τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αλγερία και τη Νότια Κορέα απλώς και μόνο για να αναφέρει τι μερίδιο των συνολικών κινεζικών εξαγωγών είχε η καθεμία από αυτές τις χώρες. Ουδέν συγκεκριμένο στοιχείο προέβαλε όσον αφορά την εξέλιξη των εν λόγω αγορών και την ενδεχόμενη ικανότητά τους να απορροφήσουν επιπλέον εξαγωγές. Εντούτοις, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε «αυτά τα δεδομένα» για να καταλήξει ότι «σημαντικό μέρος της νέας πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας θα κατευθυνθεί προς την κοινοτική αγορά». Αν όμως, όπως διαπιστώνουν τα θεσμικά όργανα, τόσο η παραγωγική ικανότητα στην Κίνα όσο και ο όγκος των εξαγωγών έχουν αυξηθεί (αιτιολογική σκέψη 118 του προσωρινού κανονισμού), ενώ ταυτόχρονα έχει αυξηθεί και το μερίδιο καθεμίας από τις τρεις προαναφερθείσες χώρες επί του συνόλου των κινεζικών εξαγωγών, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 119 του προσωρινού κανονισμού, τούτο σημαίνει ότι και ο όγκος των εξαγωγών προς αυτές τις τρεις χώρες αυξήθηκε επίσης. Το μόνο στοιχείο σχετικά με την εξέλιξη των αγορών στις άλλες χώρες είναι η εκτίμηση ότι μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι «θα επέλθει σύντομα αισθητή συρρίκνωση ορισμένων από αυτές τις αγορές, και ιδίως της αμερικανικής αγοράς». Η ως άνω εκτίμηση, πέραν του ότι, αφενός, είναι ασαφής ως προς τις χώρες και τα μεγέθη στα οποία αναφέρεται και, αφετέρου, διατυπώνεται αφότου η Επιτροπή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι σημαντικό μέρος της νέας πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας θα κατευθυνθεί προς την ευρωπαϊκή αγορά, πρέπει να συσχετιστεί με το γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα ανέμεναν και ως προς την αγορά της Ένωσης αισθητή πτώση της ζήτησης. Το τελευταίο όμως αυτό στοιχείο δεν ελήφθη καθόλου υπόψη στην ανάλυση την οποία πραγματοποίησαν τα θεσμικά όργανα σχετικά με το ενδεχόμενο αναπροσανατολισμού των κινεζικών εξαγωγών προς την αγορά της Ένωσης.

84      Εξάλλου, υπογραμμίζεται ότι τα θεσμικά όργανα σε κανένα στάδιο δεν αναφέρθηκαν στην εσωτερική αγορά της Κίνας και το πώς αυτή επηρεάζει ενδεχομένως τη δυνατότητα απορρόφησης της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας. Τα θεσμικά όργανα αναφέρθηκαν απλώς και μόνο στο ποσοστό των εξαγωγών, σε σχέση με τις συνολικές πωλήσεις των παραγωγών-εξαγωγέων που εξετάστηκαν δειγματοληπτικά. Ο δείκτης όμως αυτός, τον οποίο επικαλέστηκε το Συμβούλιο και με τα δικόγραφά του ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, είναι άνευ σημασίας ως προς το ζήτημα αν η εσωτερική κινεζική αγορά ήταν σε θέση να απορροφήσει σε σημαντικό βαθμό την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα.

85      Τέλος, η Επιτροπή διαπιστώνει, με την αιτιολογική σκέψη 119 του προσωρινού κανονισμού, ότι το ποσοστό των κινεζικών εξαγωγών στην Ένωση αυξήθηκε σημαντικά κατά την υπό εξέταση περίοδο. Η ως άνω διαπίστωση, ωστόσο, σχετικοποιείται αν ληφθεί υπόψη το γεγονός, στο οποίο αναφέρθηκαν επανειλημμένως και τα ίδια τα θεσμικά όργανα, ότι οι εν λόγω εξαγωγές «αντικατέστησαν» τις εισαγωγές, ιδίως, από τη Ρωσία και την Ουκρανία, στις οποίες είχαν επιβληθεί δασμοί αντιντάμπινγκ από το 2006. Εξάλλου, η Επιτροπή επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 130 του προσωρινού κανονισμού, τη «σαφή χρονική σύμπτωση» μεταξύ της ταχείας αύξησης του μεριδίου αγοράς των κινεζικών προϊόντων και της αντίστοιχης σημαντικής υποχώρησης των αντίστοιχων μεριδίων αγοράς των εισαγωγών προϊόντων από τη Ρωσία και την Ουκρανία, «που ήταν οι πλησιέστεροι ανταγωνιστές από άποψη τιμών». Εντούτοις, τα θεσμικά όργανα σε κανένα σημείο της ανάλυσης σχετικά με τον πιθανό αναπροσανατολισμό των εξαγωγών δεν έκαναν λόγο για αυτό το στοιχείο, το οποίο είναι μολαταύτα κρίσιμο καθόσον η εξάλειψη των ανταγωνιστών «που ήταν οι πλησιέστεροι [..] από άποψη τιμών» μπορεί να εξηγεί, εν μέρει τουλάχιστον, την αύξηση του ποσοστού των κινεζικών εξαγωγών με προορισμό την Ένωση κατά την υπό εξέταση περίοδο.

86      Τρίτον, όσον αφορά τις τιμές των εισαγωγών από την Κίνα, η Επιτροπή υποστήριξε στον προσωρινό κανονισμό ότι δεν συνέτρεχε «λόγος» να θεωρηθεί ότι σε ένα οικονομικό περιβάλλον χαρακτηριζόμενο από σημαντική πτώση της ζήτησης, «μπορεί να υπάρξει τάση αύξησης των χαμηλών τιμών». «Απεναντίας», κατά την άποψή της, από τη σκοπιά του προμηθευτή, σε μια συγκυρία συρρικνούμενης κατανάλωσης, «οι χαμηλές τιμές αναμένεται να διατηρηθούν χαμηλές», με σκοπό την εξασφάλιση μεγαλύτερου μεριδίου αγοράς ή, τουλάχιστον, τη διατήρηση και την εδραίωση του υφιστάμενου μεριδίου (αιτιολογική σκέψη 121 του προσωρινού κανονισμού). Η Επιτροπή συνήγαγε εκ των ανωτέρω ότι οι χαμηλές τιμές έχουν διπλό αρνητικό αντίκτυπο. Αφενός, η σημαντική απόκλιση στις τιμές είναι πιθανό να προκαλέσει στροφή προς τις εισαγωγές ντάμπινγκ, επειδή οι χρήστες θα έχουν μάλλον την τάση να αγοράζουν ολοένα μεγαλύτερες ποσότητες αγαθών που πωλούνται σε χαμηλές τιμές. Αφετέρου, η ύπαρξη τέτοιων χαμηλών τιμών στην αγορά είναι πιθανό να χρησιμοποιηθεί από τους αγοραστές ως διαπραγματευτικό εργαλείο για να συμπιέσουν τις τιμές που προσφέρονται από τους κοινοτικούς παραγωγούς και άλλους προμηθευτές, με συνέπεια να προκληθεί συμπίεση τόσο του όγκου παραγωγής όσο και των τιμών (αιτιολογική σκέψη 123 του προσωρινού κανονισμού).

87      Πάντως, όπως προκύπτει από τον πίνακα που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 52 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας δεδομένα καταδεικνύουν, αντιθέτως προς ό,τι υποστήριζε η Επιτροπή, ότι οι τιμές των εισαγωγών από την Κίνα αυξήθηκαν σημαντικά σε συνθήκες συρρίκνωσης της κοινοτικής αγοράς, όπως ορθώς παρατήρησε και η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της. Συγκεκριμένα, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, οι τιμές των εισαγωγών από την Κίνα αυξήθηκαν κατά 35 % και πλέον κατά το μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα (αιτιολογική σκέψη 52 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, οι τιμές των προϊόντων του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής στην Κοινότητα αυξήθηκαν κατά 18,7 % (αιτιολογική σκέψη 53 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Διαπιστώνεται συναφώς ότι, αντιθέτως προς ό,τι φαίνεται να υπονοεί η Επιτροπή στον προσωρινό κανονισμό, η συρρίκνωση της ζήτησης δεν επηρεάζει κατ’ ανάγκην το ύψος των τιμών. Πράγματι, ο επιχειρηματίας ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια πτώση στη ζήτηση μπορεί να επιλέξει να μειώσει είτε τον όγκο των πωλήσεών του είτε τις τιμές του.

88      Στην αιτιολογική σκέψη 73 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο δεν εξηγεί με οποιονδήποτε την αντίφαση ανάμεσα στα στοιχεία που προέβαλε η Επιτροπή και στα δεδομένα τα οποία αφορούν το μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα. Το Συμβούλιο περιορίζεται να επισημάνει ότι είχε ήδη διαπιστωθεί αύξηση των τιμών στο πλαίσιο του προσωρινού κανονισμού. Πάντως, η Επιτροπή είχε μεν ομολογουμένως αναφερθεί, με τις αιτιολογικές σκέψεις 98 και 122 του προσωρινού κανονισμού, στην αύξηση αυτή των τιμών μετά την περίοδο έρευνας, αποδίδοντάς την στην αύξηση των πρώτων υλών και του ενεργειακού κόστους, διευκρίνισε όμως ότι αυτή είχε σημειωθεί κατά το διάστημα μεταξύ Απριλίου και Οκτωβρίου του 2008. Στον προσβαλλόμενο κανονισμό όμως, το Συμβούλιο ουδεμία πρόσθετη διευκρίνιση ή εξήγηση παρέχει ως προς την εξέλιξη των τιμών των πρώτων υλών και του ενεργειακού κόστους κατά το μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα. Αυτή η απουσία περαιτέρω διευκρινίσεων πρέπει, εξάλλου, να συσχετιστεί με τα επιχειρήματα διαφόρων διαδίκων, στα οποία αναφέρθηκε και το Συμβούλιο με την αιτιολογική σκέψη 93 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι ορισμένοι παραγωγοί είχαν συνάψει συμφωνίες για σταθερές τιμές με προμηθευτές σιδηρομεταλλεύματος και άλλων σημαντικών εισροών, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αποκομίσουν κέρδος από την «απότομη μεγάλη μείωση του κόστους αυτών των πρώτων υλών αμέσως μετά την περίοδο έρευνας». Το Συμβούλιο δεν αντέκρουσε, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, τα ως άνω επιχειρήματα.

89      Το Συμβούλιο κάνει επίσης λόγο, στην αιτιολογική σκέψη 73 του προσβαλλόμενου κανονισμού, για μια «παράλληλη» εξέλιξη στις διακυμάνσεις των τιμών του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής. Τέτοια όμως «παράλληλη» εξέλιξη στις διακυμάνσεις των τιμών δεν προκύπτει από τα μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας οικονομικά δεδομένα, δεδομένου ότι οι τιμές του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής στην Κοινότητα αυξήθηκαν κατά 18,7 %, ενώ το ίδιο διάστημα οι αντίστοιχες των κινεζικών εισαγωγών αυξήθηκαν κατά 35 % και πλέον (αιτιολογικές σκέψεις 52 και 53 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Εξάλλου, οι αποκλίσεις στις τιμές πώλησης, αφενός, του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής και, αφετέρου, των κινεζικών εισαγωγών μειώθηκαν αισθητά, από 476 ευρώ ανά τόνο κατά την περίοδο έρευνας σε 448 ευρώ ανά τόνο κατά το μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα. Αν εκφραστεί ως ποσοστό της τιμής πώλησης των προϊόντων του συγκεκριμένου κλάδου παραγωγής, αυτή η διαφορά στις τιμές μειώθηκε από 40 % κατά την περίοδο έρευνας σε 30 % κατά το μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα.

90      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αύξηση της τιμής του επίμαχου προϊόντος κατά το μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα οφείλεται ενδεχομένως στην αύξηση της τιμής των πρώτων υλών και του ενεργειακού κόστους, το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί να υποστηρίξει τα συμπεράσματα που συνάγει η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 123 του προσωρινού κανονισμού, όσον αφορά τον αρνητικό αντίκτυπο των «πολύ χαμηλών» τιμών των κινεζικών εισαγωγών επί των τιμών και του όγκου παραγωγής στον συγκεκριμένο κλάδο. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι ένα από τα κριτήρια για τη διαπίστωση της ύπαρξης κινδύνου πρόκλησης ζημίας είναι η εισροή εισαγωγών σε τιμές οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν «σημαντικ[ή] συμπίεση» ή «παρεμπόδιση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση» (άρθρο 3, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού). Λαμβανομένων όμως υπόψη των μεταγενέστερων της περιόδου έρευνας δεδομένων, δεν προκύπτει από τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι πληρούται το κριτήριο το οποίο προβλέπει ο βασικός κανονισμός. Εξάλλου, όσον αφορά τη συμπίεση του όγκου παραγωγής του συγκεκριμένου κλάδου λόγω των «πολύ χαμηλών» τιμών, στην οποία αναφέρθηκε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 123 του προσωρινού κανονισμού, πρέπει να υπομνησθεί ότι το μερίδιο αγοράς του συγκεκριμένου κλάδου της βιομηχανίας μειώθηκε, κατά το μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα, μόλις κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα.

91      Εν κατακλείδι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τους τέσσερις παράγοντες στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 3, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού ως κρίσιμους για την ανάλυση της ύπαρξης κινδύνου πρόκλησης ζημίας, ο ένας παράγοντας (αποθέματα) θεωρήθηκε άνευ αποφασιστικής σημασίας από τα θεσμικά όργανα, ως προς τους άλλους δύο παράγοντες εμφανίζονται ασυνέχειες μεταξύ των προβλέψεων της Επιτροπής, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από το Συμβούλιο με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, και των δεδομένων που αφορούν το μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας χρονικό διάστημα (όγκος και τιμές των εισαγωγών), ενώ ως προς τον τελευταίο παράγοντα (πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα των εξαγωγέων και αναπροσανατολισμός των εξαγωγών) η πραγματοποιηθείσα ανάλυση υπήρξε ελλιπής καθόσον δεν ελήφθησαν υπόψη όλα τα στοιχεία που έπρεπε. Αυτές οι ασυνέχειες και οι ελλείψεις πρέπει να κριθούν υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που θέτει συναφώς ο βασικός κανονισμός, ο οποίος ορίζει ότι η διαπίστωση της ύπαρξης κινδύνου πρέπει να στηρίζεται σε «πραγματικά περιστατικά, και όχι απλώς [σε] τυχόν ισχυρισμο[ύς], εικασίες ή μεμακρυσμένες πιθανότητες», και ότι οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων ικανή να δημιουργήσει κατάσταση υπό την οποία το ντάμπινγκ θα προκαλούσε ζημία, πρέπει να μπορεί «να προβλεφθεί με βεβαιότητα και να είναι επικείμενη».

92      Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων αυτών και δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της εξέτασης της πρώτης αιτίασης, διαπιστώθηκε ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτίμησης καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παραγωγοί του συγκεκριμένου βιομηχανικού κλάδου της Κοινότητας ήσαν σε ευάλωτη θέση κατά το πέρας της περιόδου έρευνας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 3, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, κρίνοντας ότι συνέτρεχε εν προκειμένω κίνδυνος πρόκλησης ζημίας. Επομένως, το Συμβούλιο παρέβη και το άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, καθόσον επέβαλε, αφενός, οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εξαγωγές των προϊόντων της προσφεύγουσας και, αφετέρου, την είσπραξη των προσωρινών δασμών που είχαν επιβληθεί στις εξαγωγές αυτές.

93      Επομένως, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου που προέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να γίνει δεκτό. Εφόσον ο προσβαλλόμενος κανονισμός στηριζόταν στη διαπίστωση ότι υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης ζημίας και το Συμβούλιο υπέπεσε συναφώς σε πλάνη, ο εν λόγω κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί στο μέτρο κατά το οποίο επιβάλλει, αφενός, δασμούς αντιντάμπινγκ στις εξαγωγές των προϊόντων της προσφεύγουσας και, αφετέρου, την είσπραξη των προσωρινών δασμών που είχαν επιβληθεί στις εξαγωγές αυτές, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστούν ούτε το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ούτε οι λοιποί λόγοι της προσφυγής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

94      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

95      Εξάλλου, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Επομένως η Επιτροπή, η οποία παρενέβη υπέρ του Συμβουλίου, φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

96      Τέλος, οι παρεμβαίνουσες επιχειρήσεις φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τον κανονισμό (ΕΚ) 926/2009 του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους χωρίς συγκόλληση από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, καθόσον επιβάλλει, αφενός, δασμούς αντιντάμπινγκ στις εξαγωγές των προϊόντων της Hubei Xinyegang Steel Co. Ltd και, αφετέρου, την είσπραξη των προσωρινών δασμών που είχαν επιβληθεί στις εξαγωγές αυτές.

2)      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά του έξοδα, καθώς και τα έξοδα της Hubei Xinyegang Steel Co.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

4)      Η ArcelorMittal Tubular Products Ostrava a.s., η ArcelorMittal Tubular Products Roman SA, η Benteler Stahl/Rohr GmbH, η Ovako Tube & Ring AB, η Rohrwerk Maxhütte GmbH, η Dalmine SpA, η Silcotub SA, η TMK‑Artrom SA, η Tubos Reunidos SA, η Vallourec Mannesmann Oil & Gas France, η V & M France, η V & M Deutschland GmbH, η Voestalpine Tubulars GmbH και η Železiarne Podbrezová a.s. φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Ιανουαρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.