Language of document : ECLI:EU:F:2011:52

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 11ης Μαΐου 2011

Υπόθεση F‑53/09

J

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων – Άρθρο 73 του ΚΥΚ – Άρνηση αναγνωρίσεως της επαγγελματικής προελεύσεως μιας ασθένειας – Υποχρέωση διεξαγωγής της διαδικασίας εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή, ασκηθείσα βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής, της 31ης Ιουλίου 2008, περί αρνήσεως αναγνωρίσεως της παθήσεώς του ως επαγγελματικής ασθένειας και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει το συμβολικό ποσό ενός ευρώ προς χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση: Η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει στον προσφεύγοντα‑ενάγοντα το ποσό του ενός ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή φέρει, πλην των εξόδων της, το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Ο προσφεύγων-ενάγων φέρει τα τρία τέταρτα των δικαστικών του εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών – Αναπηρία – Διαφορετικά καθεστώτα – Ενιαία έννοια της επαγγελματικής ασθένειας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 73 και 78· ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, άρθρα 3 § 2 και 25)

2.      Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών – Καθορισμός της επαγγελματικής προελεύσεως της ασθένειας – Ο υπάλληλος φέρει το βάρος αποδείξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73· ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, άρθρο 3)

3.      Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών – Ιατρική πραγματογνωμοσύνη – Περιθώριο εκτιμήσεως της ιατρικής επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73· ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, άρθρο 23)

4.      Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Τήρηση ευλόγου προθεσμίας – Παραβίαση στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας – Αποτελέσματα

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1)

1.      Ελλείψει ενδείξεως περί του αντιθέτου στον ΚΥΚ, το περιεχόμενο της έννοιας της επαγγελματικής ασθένειας δεν μπορεί, εντός του κειμένου αυτού, να διαφέρει ανάλογα με το αν πρόκειται για την εφαρμογή του άρθρου 73 ή του άρθρου 78 του ΚΥΚ, ακόμη και αν καθεμία από τις εν λόγω διατάξεις αφορά σύστημα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Εντούτοις, το γεγονός ότι η έννοια της επαγγελματικής νόσου έχει το ίδιο νομικό περιεχόμενο, είτε πρόκειται για την εφαρμογή του άρθρου 73 είτε για αυτή του άρθρου 78 του ΚΥΚ, δεν σημαίνει ότι η ιατρική επιτροπή την οποία προβλέπει η κοινή ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση των υπαλλήλων της Ένωσης κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας δεσμεύεται από τις πραγματικές και ιατρικές εκτιμήσεις της επιτροπής αναπηρίας που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 78 του ΚΥΚ και αντιστρόφως. Είναι, κατά συνέπεια, δυνατόν η διαδικασία αναγνωρίσεως ολικής ή μερικής μονίμου αναπηρίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 73 του ΚΥΚ, και η διαδικασία χορηγήσεως συντάξεως αναπηρίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 78 του ΚΥΚ, να καταλήξουν νομίμως σε διαφορετικά αποτελέσματα ως προς την ίδια πραγματική κατάσταση, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα της επαγγελματικής προελεύσεως της ασθένειας από την οποία πάσχει ο ίδιος υπάλληλος.

Πράγματι, πρώτον, οι παροχές των άρθρων 73 και 78 του ΚΥΚ διαφέρουν και είναι ανεξάρτητες οι μεν των δε, μολονότι μπορούν να είναι σωρευτικές· ομοίως, οι διατάξεις αυτές προβλέπουν δύο διαφορετικές διαδικασίες οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικές και ανεξάρτητες μεταξύ τους αποφάσεις. Δεύτερον, μολονότι είναι ευκταίο, εφόσον παραστεί ανάγκη, να διεξάγονται οι δύο διαδικασίες από κοινού και οι ίδιες ιατρικές αρχές να καλούνται να αποφανθούν επί των διαφόρων πτυχών αναπηρίας ενός υπαλλήλου, δεν πρόκειται πάντως για προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η νομιμότητα της μιας ή της άλλης διαδικασίας και η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή απολαύει επί του σημείου αυτού, αναλόγως των περιστάσεων, εξουσίας εκτιμήσεως. Τρίτον και τελευταίον, το άρθρο 25 της ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας προβλέπει ρητώς ότι η αναγνώριση ολικής ή μερικής νόμιμης αναπηρίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 73 του ΚΥΚ και της εν λόγω ρυθμίσεως δεν προδικάζει κατά κανένα τρόπο την εφαρμογή του άρθρου 78 του ΚΥΚ και αντιστρόφως.

Αυτό το νομικό καθεστώς θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν είναι πλήρως ικανοποιητικό. Εντούτοις, αυτός ο κίνδυνος φαινομενικής αντιθέσεως ενυπάρχει στην επιλεγείσα από τον νομοθέτη συνύπαρξη δύο συστημάτων που προκαλούν την παρέμβαση διαφορετικών ιατρικών οργάνων τα οποία ακολουθούν διαφορετικούς διαδικαστικούς κανόνες. Ειδικότερα, η ιατρική επιτροπή αποφαίνεται λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα διοικητικής έρευνας, ενώ αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση της επιτροπής αναπηρίας. Στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης δεν είναι, συνεπώς, δυνατόν να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να καταλήξουν οι δύο αυτές επιτροπές σε διαφορετικά συμπεράσματα, λαμβάνοντας υπόψη την ίδια πραγματική κατάσταση.

(βλ. σκέψεις 55 έως 60)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 4 Οκτωβρίου 1991, C‑185/90 P, Επιτροπή κατά Gill, σκέψεις 13 έως 16

ΓΔΕΕ: 14 Μαΐου 1998, T‑165/95, Lucaccioni κατά Επιτροπής, σκέψη 150· 1 Ιουλίου 2008, T‑262/06 P, Επιτροπή κατά D, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και σκέψη 74

2.      Το άρθρο 3 της κοινής ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση των υπαλλήλων της Ένωσης κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας καθιερώνει διπλό σύστημα ασφαλίσεως κατά των επαγγελματικών ασθενειών.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση προβλέπει ότι η ασθένεια θεωρείται ως επαγγελματική ασθένεια εφόσον περιλαμβάνεται στον «ευρωπαϊκό πίνακα των επαγγελματικών ασθενειών», που προσαρτάται στη σύσταση 90/326 της Επιτροπής, ή στις τυχόν συμπληρωματικές της πράξεις. Η διάταξη αυτή θεσπίζει νόμιμο τεκμήριο, που αποκλίνει από το κοινό δίκαιο της αποδείξεως, προκειμένου να διασφαλιστούν τα δικαιώματα των οικείων υπαλλήλων, όσον αφορά τις παθήσεις για τις οποίες έχει αποδειχθεί επιστημονικώς ότι, κατ’ αρχήν, συνδέονται με την άσκηση συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Αρκεί, συνεπώς, να αποδείξει ο οικείος υπάλληλος ότι διέτρεξε, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, τον κίνδυνο να προσβληθεί από την εν λόγω ασθένεια. Η ενδεχόμενη αβεβαιότητα ως προς τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της ασκήσεως των καθηκόντων και της ασθένειας δεν επιτρέπει την ανατροπή του εν λόγω τεκμηρίου.

Αντιθέτως, στο πλαίσιο του άρθρου 3, παράγραφος 2, της ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση, πρέπει να αποδειχθεί αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ασκήσεως των καθηκόντων και της εμφανίσεως της ασθένειας. Μολονότι η ανάγκη αποδείξεως τέτοιου αιτιώδους συνδέσμου μπορεί να οδηγήσει στη μη αναγνώριση της επαγγελματικής προελεύσεως ορισμένων παθήσεων οφειλόμενων σε πολλαπλούς παράγοντες, στο πλαίσιο της ίδιας διατάξεως, η απλή απόδειξη ενδεχόμενων επιπτώσεων της ασκήσεως των καθηκόντων στην εκδήλωση, την επιδείνωση ή την επιτάχυνση της προόδου παθήσεως οφειλόμενης σε πολλαπλούς παράγοντες δεν επιτρέπει το συμπέρασμα ότι αποδείχθηκε επαρκώς η επαγγελματική προέλευση της εν λόγω παθήσεως. Δεν είναι δυνατόν, συναφώς, ο δικαστής να υποκαταστήσει τον νομοθέτη, ώστε να γίνει δεκτό ότι, στην περίπτωση ορισμένων ασθενειών οφειλομένων σε πολλαπλούς παράγοντες, η αμφιβολία πρέπει να αποβαίνει υπέρ του οικείου υπαλλήλου, εφόσον είναι αντικειμενικώς αδύνατον να εξακριβωθεί, αφενός, κατά πόσον η άσκηση των εν λόγω καθηκόντων είχε πιθανές επιπτώσεις στην επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του ενδιαφερομένου και, αφετέρου, κατά πόσον η άσκηση αυτή συνέβαλε —σε σχέση με ενδεχόμενους εξωεπαγγελματικούς παράγοντες— στην εν λόγω επιδείνωση.

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση εξασφαλίζει, συνεπώς, την κάλυψη των ατομικών περιπτώσεων, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμο η επαγγελματική προέλευση της εν λόγω παθήσεως. Εντός αυτού του νομικού πλαισίου, η μη απαίτηση, όσον αφορά ορισμένες παθήσεις οφειλόμενες σε πολλαπλούς παράγοντες, τέτοιας αποδείξεως, έστω και με περιορισμένο το βάρος αποδείξεως, και η αναγνώριση ως επαρκούς της αποδείξεως ενδεχόμενου αιτιώδους συνδέσμου θα ήταν αντίθετη όχι μόνον προς το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, της ρύθμισης σχετικά με την ασφάλιση, αλλά και προς το περιεχόμενο και τον σκοπό του άρθρου αυτού, που έγκειται στην εξασφάλιση ειδικής καλύψεως κατά των κινδύνων επαγγελματικής ασθένειας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 73 του ΚΥΚ.

Εξάλλου, σε περίπλοκες καταστάσεις στις οποίες η ασθένεια του υπαλλήλου οφείλεται σε πλείονα αίτια, επαγγελματικά και μη, παθολογικά ή ψυχικά, το σύνολο των οποίων συνετέλεσε στην εμφάνισή της, εναπόκειται στην ιατρική επιτροπή να καθορίσει αν η άσκηση των καθηκόντων στην υπηρεσία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης εμφανίζει άμεση σχέση με την ασθένεια του υπαλλήλου, π.χ. αν ο παράγοντας αυτός υπήρξε η αφορμή της εκδηλώσεως της ασθένειας. Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, δεν απαιτείται για την αναγνώριση της επαγγελματικής φύσεως της ασθένειας το μοναδικό, βασικό, προεξέχον ή κυρίαρχο αίτιο να εντοπίζεται στην άσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων.

(βλ. σκέψεις 64 έως 69)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 26 Φεβρουαρίου 2003, T‑145/01, Latino κατά Επιτροπής, σκέψεις 83, 84, 86 έως 89

ΔΔΔΕΕ: 14 Σεπτεμβρίου 2010, F‑79/09, AE κατά Επιτροπής, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Το έργο της ιατρικής επιτροπής που προβλέπει το άρθρο 23 της κοινής ρυθμίσεως σχετικά με την ασφάλιση των υπαλλήλων της Ένωσης κατά των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής ασθένειας, το οποίο συνίσταται στην αντικειμενική και ανεξάρτητη εξέταση των ιατρικής φύσεως ζητημάτων, επιβάλλει, αφενός, να διαθέτει η επιτροπή αυτή το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να της φανούν χρήσιμα και, αφετέρου, να έχει πλήρη ελευθερία εκτιμήσεως. Οι ιατρικές αξιολογήσεις, αυτές καθαυτές, τις οποίες πραγματοποιεί η ιατρική επιτροπή πρέπει να θεωρούνται οριστικές εφόσον έχουν πραγματοποιηθεί υπό κανονικές συνθήκες. Ο δικαστής μπορεί μόνο να εξετάσει, αφενός, αν η εν λόγω επιτροπή συγκροτήθηκε και λειτούργησε νομοτύπως και, αφετέρου, αν η γνωμάτευσή της είναι νομότυπη, ιδίως αν περιέχει αιτιολογία που καθιστά δυνατή την αξιολόγηση των εκτιμήσεων στις οποίες στηρίζεται και αν διαγράφει λογικό σύνδεσμο μεταξύ των ιατρικών διαπιστώσεων που περιλαμβάνει και των πορισμάτων στα οποία καταλήγει.

Λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου δικαστικού ελέγχου που μπορεί να ασκήσει ο δικαστής, δεν είναι δυνατόν να ευδοκιμήσει κριτική στηριζόμενη σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως της ιατρικής επιτροπής.

Η ιατρική επιτροπή, όταν αντιμετωπίζει περίπλοκα ζητήματα ιατρικής φύσεως που αφορούν δύσκολη διάγνωση ή τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παθήσεως του ενδιαφερομένου και της ασκήσεως της επαγγελματικής του δραστηριότητας σε θεσμικό όργανο, οφείλει ιδίως να αναφέρει στη γνωμάτευσή της τα στοιχεία του φακέλου στα οποία στηρίζεται και, σε περίπτωση σημαντικής αποκλίσεως, να διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους δεν ακολουθεί παλαιότερες σχετικές ιατρικές εκθέσεις, ευνοϊκότερες για τον ενδιαφερόμενο.

(βλ. σκέψεις 70, 91, 92 και 104)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: AE κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψεις 64 και 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και σκέψη 89

4.      Η υποχρέωση τηρήσεως εύλογης προθεσμίας κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης της οποίας τον σεβασμό διασφαλίζει ο δικαστής και η οποία επαναλαμβάνεται, ως συστατικό στοιχείο του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, στο άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εντούτοις, η παραβίαση της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας δεν δικαιολογεί, εν γένει, την ακύρωση αποφάσεως ληφθείσας κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας που πάσχει λόγω καθυστερήσεως. Ειδικότερα, μόνον όταν η υπέρμετρη υπέρβαση του εύλογου χρόνου είναι ικανή να έχει επιπτώσεις στο περιεχόμενο αυτής καθαυτήν της αποφάσεως κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, η μη τήρηση της αρχής της εύλογης προθεσμίας ασκεί επιρροή στο κύρος της διοικητικής διαδικασίας. Επομένως, τυχόν υπέρμετρα μακρά προθεσμία για την απάντηση στο αίτημα να αναγνωρισθεί ως επαγγελματική ασθένεια μια νόσος δεν είναι καταρχήν ικανή να έχει επιπτώσεις στο ίδιο το περιεχόμενο της γνωμοδοτήσεως που εκδίδει η ιατρική επιτροπή ούτε σε αυτό της τελικής αποφάσεως που εκδίδει το θεσμικό όργανο. Ειδικότερα, τέτοιου είδους προθεσμία δεν μπορεί, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, να τροποποιήσει την κρίση της ιατρικής επιτροπής όσον αφορά την επαγγελματική ή μη φύση της ασθένειας. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ακυρώσει την απόφαση που ελήφθη υπό το πρίσμα της κρίσεως της ιατρικής επιτροπής, στην πράξη τούτο θα οδηγήσει κατά βάση στην παράδοξη συνέπεια να παραταθεί ακόμη περισσότερο η διαδικασία για τον λόγο ότι αυτή ήταν ήδη υπερβολικά μακροσκελής.

Εντούτοις, ο δικαστής της Ένωσης έχει την ευχέρεια να υποχρεώσει αυτεπαγγέλτως τη Διοίκηση να καταβάλει αποζημίωση σε περίπτωση υπερβάσεως της εύλογης προθεσμίας και τέτοιου είδους αποζημίωση συνιστά τον καλύτερο τρόπο επανορθώσεως της ζημίας για τον υπάλληλο, υπό τον όρον ότι οι διάδικοι μπόρεσαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της συγκεκριμένης λύσεως.

(βλ. σκέψεις 113 έως 115 και 120)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 17 Δεκεμβρίου 2009, C‑197/09 RX‑II, M κατά EMEA, σκέψη 41

ΓΔΕΕ: 11 Απριλίου 2006, T‑394/03, Angeletti κατά Επιτροπής, σκέψεις 162 έως 167· 12 Μαΐου 2010, T‑491/08 P, Bui Van κατά Επιτροπής, σκέψη 88

ΔΔΔΕΕ: 21 Οκτωβρίου 2009, F‑33/08, V κατά Επιτροπής, σκέψη 211, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑510/09 P