Language of document : ECLI:EU:T:2010:519

Υποθέσεις T-219/09 και T-326/09

Gabriele Albertini κ.λπ. και

Brendan Donnelly

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Προσφυγή ακυρώσεως – Επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Τροποποίηση του επικουρικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος – Πράξη γενικού περιεχομένου – Πράξη που δεν αφορά ατομικά τον ενδιαφερόμενο – Απαράδεκτη»

Περίληψη της διατάξεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Δυνατότητα εκτιμήσεως του παραδεκτού προσφυγής ασκηθείσας πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Δεν υφίσταται

(Άρθρο 230, εδ. 4 και 5, ΕΚ· άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περί τροποποιήσεως της ρυθμίσεως που αφορά το επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς των βουλευτών – Προσφυγή ασκηθείσα από βουλευτή – Πράξη που δεν αφορά ατομικά τον ενδιαφερόμενο – Απαράδεκτη η προσφυγή

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Ερμηνεία contra legem της προϋποθέσεως ότι η πράξη πρέπει να αφορά τα οικεία πρόσωπα ατομικά – Δεν επιτρέπεται

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

1.      Το ζήτημα του παραδεκτού μιας προσφυγής πρέπει να κρίνεται βάσει των κανόνων που ισχύουν κατά τον χρόνο ασκήσεώς της και ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού μιας προσφυγής εξετάζονται κατά τον χρόνο ασκήσεώς της, ήτοι κατά τον χρόνο υποβολής του δικογράφου της προσφυγής. Συνεπώς, το παραδεκτό προσφυγής ασκηθείσας πριν από την έναρξη ισχύος της ΣΛΕΕ, ήτοι πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2009, πρέπει να εκτιμηθεί βάσει του άρθρου 230 ΕΚ και όχι βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

(βλ. σκέψη 39)

2.      Για να γίνει δεκτό ότι μια πράξη γενικού περιεχομένου αφορά ατομικά ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, πρέπει το πρόσωπο αυτό να θίγεται από την εν λόγω πράξη λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων του ή λόγω πραγματικής καταστάσεως που το διακρίνει από κάθε άλλο πρόσωπο.

Το ότι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 1ης Απριλίου 2009, περί της τροποποιήσεως των ρυθμίσεων που αφορούν το επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς των βουλευτών, όπως περιλαμβάνονται στο παράρτημα VII των κανονιστικών ρυθμίσεων περί καταβολής των εξόδων και αποζημιώσεων των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θίγει τα δικαιώματα που οι προσφεύγοντες θα μπορούν στο μέλλον να προβάλλουν ως ασφαλισμένοι στο επικουρικό συνταξιοδοτικό ταμείο δεν τους εξατομικεύει κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο, καθόσον βρίσκονται σε αντικειμενικώς προσδιορισθείσα κατάσταση, παρεμφερή με εκείνη κάθε άλλου βουλευτή που είναι ασφαλισμένος στο εν λόγω συνταξιοδοτικό ταμείο.

Πράγματι, το γεγονός ότι ένα κοινοτικό όργανο έχει την υποχρέωση, βάσει συγκεκριμένων διατάξεων, να λάβει υπόψη τις συνέπειες της πράξεως που πρόκειται να εκδώσει επί της καταστάσεως ορισμένων ιδιωτών είναι ικανό να τους εξατομικεύσει. Ωστόσο, κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως, καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν επέβαλλε στο Προεδρείο την υποχρέωση να λάβει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση των ενδιαφερομένων.

(βλ. σκέψεις 45-46, 48-49)

3.      Σύμφωνα με το σύστημα ελέγχου της νομιμότητας το οποίο καθιερώνει η Συνθήκη, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονισμού παρά μόνον εάν ο κανονισμός αυτός το αφορά άμεσα αλλά και ατομικά. Μολονότι η προϋπόθεση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων περιστάσεων που είναι δυνατό να εξατομικεύουν τον προσφεύγοντα, η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να παρακάμπτει την εν λόγω προϋπόθεση, η οποία ρητώς προβλέπεται στη Συνθήκη, διότι τούτο συνεπάγεται υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που η Συνθήκη απονέμει στον κοινοτικό δικαστή.

Ομοίως, η εφαρμογή των αρχών της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας της διαδικασίας δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κήρυξη ως παραδεκτής μιας προσφυγής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού που προβλέπει το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, καθόσον τούτο συνιστά υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που η Συνθήκη απονέμει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, καμία από τις αρχές αυτές δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για παρέκκλιση από την απονομή των αρμοδιοτήτων που η Συνθήκη προβλέπει για το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 52, 54)