Language of document : ECLI:EU:T:2010:519

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 15ης Δεκεμβρίου 2010 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Τροποποίηση του επικουρικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος – Πράξη γενικού περιεχομένου – Πράξη που δεν αφορά ατομικά τον ενδιαφερόμενο – Απαράδεκτη»

Στις υποθέσεις T‑219/09 και T‑326/09,

Gabriele Albertini, κάτοικος Μιλάνου (Ιταλία), και 62 άλλοι βουλευτές ή πρώην βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα, εκπροσωπούμενοι από τους S. Orlandi, A. Coolen, J.‑N. Louis και E. Marchal, δικηγόρους,

προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑219/09,

και

Brendan Donnelly, κάτοικος Λονδίνου (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενος από τους S. Orlandi, A. Coolen, J.‑N. Louis και E. Marchal, δικηγόρους,

προσφεύγων στην υπόθεση T‑326/09,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου αρχικώς από τους H. Krück, A. Pospíšilová Padowska και G. Corstens, και ακολούθως από τους N. Lorenz, Pospíšilová Padowska και M. Corstens,

καθού,

με αντικείμενο την ακύρωση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 9ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου 2009, περί της τροποποιήσεως των ρυθμίσεων που αφορούν το επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς των βουλευτών, όπως περιλαμβάνονται στο παράρτημα VII των κανονιστικών ρυθμίσεων περί καταβολής των εξόδων και αποζημιώσεων των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Το νομικό πλαίσιο

1        Το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: Προεδρείο) είναι όργανο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Κατά το άρθρο 22, παράγραφος 2, που τιτλοφορείται «καθήκοντα του Προεδρείου», του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, το Προεδρείο ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τα οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα που αφορούν τους βουλευτές.

2        Στο πλαίσιο αυτό, το Προεδρείο εξέδωσε τις κανονιστικές ρυθμίσεις περί καταβολής των εξόδων και αποζημιώσεων των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: ρυθμίσεις ΕΑΒ).

3        Στις 12 Ιουνίου 1990 το Προεδρείο εξέδωσε τις κανονιστικές ρυθμίσεις που αφορούν το επικουρικό (προαιρετικό) συνταξιοδοτικό καθεστώς των βουλευτών του Κοινοβουλίου (στο εξής: ρυθμίσεις της 12ης Ιουνίου 1990), όπως περιλαμβάνονται στο παράρτημα VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ.

4        Οι ρυθμίσεις της 12ης Ιουνίου 1990, ως ίσχυαν τον Μάρτιο του 2009, προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Άρθρο 1

1.       Εν αναμονή της εκδόσεως ενιαίου καθεστώτος για τους βουλευτές, ανεξάρτητα από τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που προβλέπονται στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ, κάθε βουλευτής που κατέβαλε εισφορές επί τουλάχιστον δύο έτη στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς δικαιούται μετά τη λήξη της θητείας του, ισοβίας συντάξεως η οποία καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα που ακολουθεί τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας του.

[…]

Άρθρο 2

1.       Η σύνταξη ανέρχεται για κάθε πλήρες έτος θητείας στο 3,5 % του 40 % του βασικού μισθού δικαστή του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και για κάθε πλήρη μήνα στο 1/12 αυτού του ποσού.

2.       Το μέγιστο ποσό της συντάξεως ισοδυναμεί με το 70 % (και το ελάχιστο ποσό με 10,5 %) του 40 % του βασικού μισθού δικαστή του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

3.       Η σύνταξη υπολογίζεται και καταβάλλεται σε ευρώ.

Άρθρο 3

Οι πρώην βουλευτές ή οι βουλευτές που παραιτήθηκαν πριν από το 60ό έτος της ηλικίας τους μπορούν να ζητήσουν να τους μπορούν να ζητήσουν την άμεση καταβολή της συντάξεώς τους ή σε οποιαδήποτε στιγμή από την παραίτησή τους έως το 60ό έτος τους, εφόσον έχουν συμπληρώσει το 50ό έτος της ηλικίας τους. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το ποσό της συντάξεως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, βάσει συντελεστή ο οποίος αποτελεί συνάρτηση της ηλικίας του βουλευτή κατά την έναρξη ισχύος της συντάξεως και βάσει της ακόλουθης κλίμακας […].

Άρθρο 4 (καταβολή μέρους της συντάξεως υπό μορφή κεφαλαίου)

1.       Ποσοστό 25 % κατ’ ανώτατο όριο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που υπολογίζονται βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, μπορεί να καταβληθεί υπό μορφή κεφαλαίου στους βουλευτές καταβάλλουν ή έχουν καταβάλει εισφορές στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς.

2.       Η επιλογή αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί πριν από την έναρξη καταβολής των εισφορών και δεν ανακαλείται.

3.       Υπό την επιφύλαξη τηρήσεως του ανώτατου ορίου της παραγράφου 1, η καταβολή κεφαλαίου δεν θίγει ούτε μειώνει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του επιζώντος συζύγου ή των συντηρούμενων τέκνων του καταβαλόντος εισφορές βουλευτή.

4.       Η καταβολή σε κεφάλαιο υπολογίζεται με βάση την ηλικία του βουλευτή κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος της συντάξεως, σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα […].

5.       Το κεφάλαιο υπολογίζεται και καταβάλλεται σε ευρώ. Η καταβολή κεφαλαίου πραγματοποιείται πριν από την πρώτη καταβολή συντάξεως.

[…]»

5        Το επικουρικό συνταξιοδοτικό ταμείο δημιουργήθηκε διά της συστάσεως, από τους Κοσμήτορες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του ASBL «Συνταξιοδοτικό ταμείο – Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» (στο εξής: ASBL), το οποίο συνέστησε με τη σειρά του μια εταιρία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου (SICAV) λουξεμβουργιανού δικαίου με την επωνυμία «Συνταξιοδοτικό ταμείο – Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Εταιρία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου», επιφορτισμένη με την τεχνική διαχείριση των επενδύσεων.

6        Το Καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θεσπίστηκε με την απόφαση 2005/684/ΕΚ, Eυρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 28ης Σεπτεμβρίου 2005, για τη θέσπιση του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΕ L 262, σ. 1) και τέθηκε σε ισχύ στις 14 Ιουλίου 2009, πρώτη ημέρα της έβδομης κοινοβουλευτικής περιόδου.

7        Το Καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθιέρωσε οριστικό συνταξιοδοτικό καθεστώς για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, βάσει του οποίου οι βουλευτές, εφόσον έχουν συμπληρώσει το 63ο έτος της ηλικίας τους, δικαιούνται σύνταξη αρχαιότητας χωρίς καταβολή εισφορών.

8        Το Καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προβλέπει μεταβατικά μέτρα στο πλαίσιο της εφαρμογής του επικουρικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος. Το άρθρο 27 ορίζει επ’ αυτού τα εξής:

«1.      Το προαιρετικό ταμείο συντάξεων που συνέστησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξακολουθεί να λειτουργεί μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος καθεστώτος, για τους βουλευτές, ή πρώην βουλευτές, οι οποίοι απέκτησαν ήδη στο ταμείο αυτό δικαιώματα ή προσδοκίες δικαιώματος.

2.      Τα κτηθέντα δικαιώματα και προσδοκίες δικαιώματος διατηρούνται πλήρως. Το Κοινοβούλιο δύναται να θεσπίζει όρους και προϋποθέσεις για την απόκτηση νέων δικαιωμάτων ή προσδοκιών δικαιώματος.

3.      Βουλευτές που λαμβάνουν αποζημίωση [βάσει του παρόντος καθεστώτος] δεν δύνανται να αποκτήσουν πλέον νέα δικαιώματα ή προσδοκίες δικαιώματος στο προαιρετικό ταμείο συντάξεων.

4.      Το ταμείο δεν καλύπτει τους βουλευτές, οι οποίοι εκλέγονται για πρώτη φορά στο Κοινοβούλιο μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος καθεστώτος.

[…]»

9        Με αποφάσεις της 19ης Μαΐου και της 9ης Ιουλίου 2008, το Προεδρείο θέσπισε τα μέτρα εφαρμογής του Καθεστώτος βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΕ 2009, C 159, σ. 1, στο εξής: μέτρα εφαρμογής). Κατά το άρθρο τους 73, τα εν λόγω μέτρα εφαρμογής τίθενται σε ισχύ την ίδια ημέρα με το Καθεστώς των βουλευτών, ήτοι στις 14 Ιουλίου 2009.

10      Το άρθρο 74 των μέτρων εφαρμογής ορίζει ότι, με την επιφύλαξη των μεταβατικών διατάξεων του τίτλου ΙV, οι ρυθμίσεις ΕΑΒ παύουν να ισχύουν την ημέρα ενάρξεως ισχύος του Καθεστώτος των βουλευτών.

11      Το άρθρο 76 «Επικουρική σύνταξη αρχαιότητας» των μέτρων εφαρμογής ορίζει τα εξής:

«1.       Η (προαιρετική) επικουρική σύνταξη αρχαιότητας που χορηγείται βάσει του παραρτήματος VII των ρυθμίσεων ΕΑΒ εξακολουθεί να καταβάλλεται, κατ’ εφαρμογή του εν λόγω παραρτήματος, στα πρόσωπα που λάμβαναν τη σύνταξη αυτή πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καθεστώτος.

2.       Τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που είχαν αποκτηθεί έως την ημέρα έναρξης ισχύος του καθεστώτος κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος παραρτήματος VII διατηρούνται. Τα δικαιώματα αυτά οδηγούν σε αντίστοιχες παροχές υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το εν λόγω παράρτημα.

3.       Μπορούν να συνεχίσουν να αποκτούν νέα δικαιώματα μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του καθεστώτος, και σύμφωνα με το προαναφερθέν παράρτημα VII, οι εκλεγέντες το 2009 βουλευτές:

α)       οι οποίοι ήταν βουλευτές κατά τη διάρκεια προηγούμενης κοινοβουλευτικής περιόδου· και

β)       οι οποίοι έχουν ήδη αποκτήσει ή αποκτούσαν δικαιώματα στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς· και

γ)       για τους οποίους το κράτος μέλος εκλογής ενέκρινε ρυθμίσεις παρέκκλισης, σύμφωνα με το άρθρο 29 του καθεστώτος, ή οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 25 του καθεστώτος, επέλεξαν το εθνικό καθεστώς· και

δ)       οι οποίοι δεν δικαιούνται εθνική ή ευρωπαϊκή σύνταξη η οποία να απορρέει από την άσκηση της εντολής του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

4.       Οι εισφορές στο [επικουρικό συνταξιοδοτικό ταμείο] που βαρύνουν τους βουλευτές καταβάλλονται από προσωπικούς πόρους τους.»

 Ιστορικό της διαφοράς

12      Στις 9 Μαρτίου 2009 το Προεδρείο, αφού διαπίστωσε την επιδείνωση της χρηματοοικονομικής καταστάσεως του επικουρικού συνταξιοδοτικού ταμείου, αποφάσισε τα εξής (στο εξής: απόφαση της 9ης Μαρτίου 2009):

–        «να συστήσει ομάδα εργασίας [...] η οποία θα διαβουλευθεί με εκπροσώπους του Διοικητικού Συμβουλίου του συνταξιοδοτικού ταμείου προκειμένου να εκτιμήσει την κατάσταση,

–        […] ως συντηρητικό μέτρο και για λόγους προφυλάξεως, την άμεση αναστολή της δυνατότητας εφαρμογής των άρθρων 3 και 4 του παραρτήματος VII των [ρυθμίσεων ΑΕΒ],

–        […] την εκ μέρους του Προεδρείου επανεξέταση των εν λόγω μέτρων προφυλάξεως στην προσεχή συνεδρίαση, υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών και των αποτελεσμάτων των επαφών και των πορισμάτων της ομάδας εργασίας.»

13      Την 1η Απριλίου 2009 το Προεδρείο αποφάσισε να τροποποιήσει τις ρυθμίσεις της 12ης Ιουνίου 1990 (στο εξής: απόφαση της 1ης Απριλίου 2009). Οι τροποποιήσεις περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα εξής μέτρα:

–        αύξηση από την πρώτη ημέρα της έβδομης κοινοβουλευτικής περιόδου –ήτοι από τις 14 Ιουλίου 2009– του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως από τα 60 στα 63 έτη (άρθρο 1 των ρυθμίσεων της 12ης Ιουνίου 1990),

–        άμεση κατάργηση της δυνατότητας καταβολής μέρους των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων υπό μορφή κεφαλαίου (άρθρο 3 των ρυθμίσεων της 12ης Ιουνίου 1990),

–        άμεση κατάργηση της δυνατότητας πρόωρης συνταξιοδοτήσεως με τη συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας (άρθρο 4 των ρυθμίσεων της 12ης Ιουνίου 1990).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 19 Μαΐου 2009, 65 βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που υπάγονται στο επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς, καθώς και η ASBL, άσκησαν προσφυγή στην υπόθεση T‑219/09.

15      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Αυγούστου 2009, ασκήθηκε προσφυγή στην υπόθεση T‑326/09.

16      Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Σεπτεμβρίου 2009 και στις 16 Νοεμβρίου 2009, το Κοινοβούλιο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου σε αμφότερες τις υποθέσεις, βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

17      Οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑219/09 κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου στις 30 Οκτωβρίου 2009. Επί τη ευκαιρία αυτή, οι προσφεύγουσες εταιρίες Balfe και Colom I Naval, καθώς και η ASBL, υπέβαλαν την παραίτησή τους από την προσφυγή. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑219/09 ζήτησαν τη συνεκδίκαση της υποθέσεώς τους με την υπόθεση T‑326/09 καθώς και με την υπόθεση T‑439/09, John Robert Purvis κατά Κοινοβουλίου.

18      Το Κοινοβούλιο κατέθεσε τις παρατηρήσεις του επί της μερικής παραιτήσεως από την προσφυγή στην υπόθεση T‑219/09, καθώς και επί της αιτήσεως συνεκδικάσεως των υποθέσεων στις 19 Νοεμβρίου 2009. Οι προσφεύγοντες στις υποθέσεις T‑326/09 και T‑439/09 δεν κατέθεσαν παρατηρήσεις επί της αιτήσεως συνεκδικάσεως.

19      Με διάταξη του προέδρου του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2009, T‑219/09, Balfe κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (που δεν έχει δημοσιευθεί Συλλογή), ο Richard Balfe, ο Joan Colom I Naval και η ASBL διαγράφηκαν από τον κατάλογο των προσφευγόντων στην εν λόγω υπόθεση.

20      Ο προσφεύγων στην υπόθεση T‑326/09 κατέθεσε τις παρατηρήσεις του επί της ενστάσεως απαραδέκτου στις 7 Ιανουαρίου 2010.

21      Με διατάξεις της 18ης Μαρτίου 2010, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων, διέταξε την αναστολή της διαδικασίας στις υπό κρίση υποθέσεις έως ότου εκδοθεί απόφαση επί του παραδεκτού στις υποθέσεις T‑532/08, Norilsk Nickel Harjavalta και Umicore κατά Επιτροπής, και T‑539/08, Etimine και Etiproducts κατά Επιτροπής.

22      Η απόφαση αυτή ελήφθη με διατάξεις της 7ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑532/08 και T‑539/08, Norilsk Nickel Harjavalta και Umicore κατά Επιτροπής και Etimine και Etiproducts κατά Επιτροπής (που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή) και οι διάδικοι κλήθηκαν να διατυπώσουν τις απόψεις τους όσον αφορά τις συνέπειες της εν λόγω αποφάσεως στις υπό κρίση υποθέσεις. Το Κοινοβούλιο και οι προσφεύγοντες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους στις 8 και 10 Νοεμβρίου 2010, αντιστοίχως.

23      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις από 9 Μαρτίου και 1 Απριλίου αποφάσεις του Προεδρείου του Κοινοβουλίου·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

24      Επί της ενστάσεως απαραδέκτου, το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα

25      Με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου, οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        στην υπόθεση T‑219/09, να δεχθεί την παραίτηση των Richard Balfe, Joan Colom I Naval και της ASBL από την προσφυγή·

–        σε αμφότερες τις υποθέσεις, να δεχθεί τα αιτήματα που οι εν λόγω προσφεύγοντες προέβαλαν με τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφά τους.

 Σκεπτικό

26      Όσον αφορά το αίτημα συνεκδικάσεως των υποθέσεων που προέβαλαν οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑219/09, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμη την ένωση της υποθέσεως αυτής με την υπόθεση T‑326/09 προς διευκόλυνση της εκδόσεως της παρούσας διατάξεως, στο μέτρο που οι δύο υποθέσεις εγείρουν τα ίδια ζητήματα παραδεκτού.

27      Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει διαφορετικά. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα έγγραφα της δικογραφίας και ότι δεν είναι αναγκαίο να ακούσει τις προφορικές εξηγήσεις των διαδίκων.

 Επί του αντικειμένου των προσφυγών

28      Όσον αφορά το αίτημα των προσφευγόντων στην υπόθεση T‑219/09 περί παραιτήσεως των Richard Balfe, Joan Colom I Naval και της ASBL από την προσφυγή, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η παραίτηση αυτή έγινε δεκτή με τη διάταξη Balfe κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου (ανωτέρω σκέψη 19), οπότε το εν λόγω αίτημα κατέστη άνευ αντικειμένου.

29      Εξάλλου, όσον αφορά το αντικείμενο των αιτημάτων ακυρώσεως, όπως υποστήριξε το Κοινοβούλιο χωρίς να αντικρουσθεί από τους προσφεύγοντες, η απόφαση της 9ης Μαρτίου 2009 είχε προσωρινό χαρακτήρα, στο μέτρο που ανέστειλε τη δυνατότητα εφαρμογής των άρθρων 3 και 4 των ρυθμίσεων της 12ης Ιουνίου 1990, χωρίς ωστόσο να τροποποιήσει τις εν λόγω διατάξεις επί της ουσίας. Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, δεδομένου ότι στη συνέχεια οι διατάξεις αυτές καταργήθηκαν άμεσα με την απόφαση της 1ης Απριλίου 2009, η απόφαση της 9ης Μαρτίου 2009 κατέστη κενό γράμμα, οπότε δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήματος ακυρώσεως.

30      Συνεπώς, οι προσφυγές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες στο μέτρο που βάλλουν κατά της αποφάσεως της 9ης Μαρτίου 2009. Ως εκ τούτου, με τον όρο «προσβαλλόμενη πράξη» νοείται στο εξής μόνον η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009.

 Επί της ενστάσεως απαραδέκτου

31      Το Κοινοβούλιο προέβαλε τρεις λόγους απαραδέκτου. Στην υπόθεση T‑219/09, υποστήριξε ότι η ASBL δεν έχει έννομο συμφέρον και ότι οι αποφάσεις της 9ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου 2009 δεν αφορούν τους προσφεύγοντες Richard Balfe και Joan Colom I Naval. Επιπλέον, σε αμφότερες τις υποθέσεις, υποστήριξε ότι οι προσφυγές είναι απαράδεκτες στο μέτρο που δεν αφορούν ατομικά τους προσφεύγοντες.

32      Κατόπιν της παραιτήσεως των προσφευγόντων Richard Balfe και Joan Colom I Naval, καθώς και της ASBL από την προσφυγή, πρέπει να εξεταστεί μόνον ο τρίτος λόγος απαραδέκτου, με τον οποίο το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφυγή δεν αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

33      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 είναι κανονιστική πράξη και δεν αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες.

34      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι οι προσφεύγοντες δεν είναι αποδέκτες της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009. Ως εκ τούτου, για να κηρυχθούν οι προσφυγές τους παραδεκτές, πρέπει οπωσδήποτε να αποδείξουν ότι η εν λόγω πράξη τούς αφορά άμεσα και ατομικά, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς. Κατά το Κοινοβούλιο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η απόφαση της 1ης Απριλίου 2009 αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες.

35      Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι, παρά τον κανονιστικό χαρακτήρα τους, οι αποφάσεις της 9ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου 2009 τους αφορούν άμεσα και ατομικά, καθόσον καθιστούν δυνατό, ήδη από της εκδόσεώς τους, τον ακριβή προσδιορισμό των ενδιαφερομένων. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ότι από το από 1 Απριλίου 2009 σημείωμα του γενικού γραμματέα προς τα μέλη του Προεδρείου προκύπτει ότι το Προεδρείο εξέδωσε τις εν λόγω αποφάσεις λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη κατάστασή τους. Συνεπώς, είχε κατά νου συγκεκριμένους αποδέκτες οι οποίοι εξατομικεύονταν λόγω της ιδιαίτερης καταστάσεώς τους από απόψεως κεκτημένων και μελλοντικών δικαιωμάτων επικουρικής συντάξεως.

36      Οι προσφεύγοντες κρίνουν ότι δεν μπορούν να αντιτάξουν τη δυνατότητα προσβολής των μελλοντικών πράξεων εκτελέσεως των ρυθμίσεων της 12ης Ιουνίου 1990, όπως τροποποιήθηκαν με την απόφαση της 1ης Απριλίου 2009, οι οποίες θα απευθύνονται σε αυτούς.

37      Στο πλαίσιο αυτό επικαλούνται, πρώτον, την αρχή της αποτελεσματικής προσβάσεως στον κοινοτικό δικαστή. Κατά την άποψή τους, οι μελλοντικές εκτελεστικές πράξεις του Κοινοβουλίου με τις οποίες θα απορρίπτονται αιτήσεις παροχής επικουρικής συντάξεως, για παράδειγμα λόγω μη συμπληρώσεως του 63ου έτους της ηλικίας του αιτούντος, θα έπρεπε να θεωρούνται απλώς επιβεβαιωτικές σε σχέση με τις αποφάσεις της 9ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου 2009. Αφενός, κατά πάγια νομολογία, μια επιβεβαιωτική πράξη η οποία απλώς επαναλαμβάνει τις διατάξεις προγενέστερης πράξεως που κατέστη απρόσβλητη ή απλώς διευκρινίζει τη λογική συνέπεια της εν λόγω πράξεως, χωρίς να εισάγει κανένα νέο στοιχείο, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως ακυρώσεως. Αφετέρου, στην περίπτωση κατά την οποία οι αποφάσεις περί εκτελέσεως των αποφάσεων της 9ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου 2009 δεν θεωρηθούν επιβεβαιωτικές, από τη νομολογία προκύπτει ότι, ελλείψει δικαιώματος προσφυγής κατά των εν λόγω αποφάσεων, ενδεχόμενη ένσταση ελλείψεως νομιμότητας προβαλλόμενη στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά των εκτελεστικών αποφάσεων θα ήταν επίσης απαράδεκτη. Επομένως, αν γινόταν δεκτή η ένσταση απαραδέκτου, οι προσφεύγοντες θα στερούνταν κάθε συγκεκριμένης και πραγματικής δυνατότητας προβολής των δικαιωμάτων τους ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.

38      Δεύτερον, οι προσφεύγοντες επικαλούνται τις αρχές της ορθής απονομής δικαιοσύνης, της οικονομίας της διαδικασίας και της δικονομικής εντιμότητας. Κατά την άποψή τους, θα ήταν αντίθετη προς τις αρχές της ορθής απονομής δικαιοσύνης και οικονομίας της διαδικασίας η επιβολή στο σύνολο των βουλευτών της υποχρεώσεως να κινούν διαδικασία ακυρώσεως, στο μέτρο που αφορά τον καθένα, κατά κάθε ατομικής αποφάσεως που λαμβάνει το Κοινοβούλιο κατ’ εφαρμογήν των αποφάσεων της 9ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου 2009. Επιπλέον, η επιβολή τέτοιας υποχρεώσεως στους προσφεύγοντες θα συνιστούσε επίσης παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της λογικής διάρκειας της διαδικασίας. Τέλος, το να κηρυχθούν απαράδεκτες οι υπό κρίση προσφυγές θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της δικονομικής εντιμότητας, στο μέτρο που καθίστατο δυνατό για το Κοινοβούλιο να μην τηρήσει την από 17 Ιουνίου 2009 δέσμευση του Προεδρείου ότι η απόφαση που θα εκδοθεί στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων θα εφαρμοστεί σε όλα τα μέλη του επικουρικού συνταξιοδοτικού ταμείου.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

39      Καταρχάς, όσον αφορά το δίλημμα της εξετάσεως του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής από πλευράς του άρθρου 230 ΕΚ ή του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι το ζήτημα του παραδεκτού μιας προσφυγής πρέπει να κρίνεται βάσει των κανόνων που ισχύουν κατά τον χρόνο ασκήσεώς της και ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού μιας προσφυγής εξετάζονται κατά τον χρόνο ασκήσεώς της, ήτοι κατά τον χρόνο υποβολής του δικογράφου της προσφυγής. Συνεπώς, το παραδεκτό προσφυγής ασκηθείσας πριν από την έναρξη ισχύος της ΣΛΕΕ, ήτοι πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2009, πρέπει να εκτιμηθεί βάσει του άρθρου 230 ΕΚ (προαναφερθείσες διατάξεις Norilsk Nickel Harjavalta και Umicore κατά Επιτροπής και Etimine και Etiproducts κατά Επιτροπής, σκέψεις 70 και 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Eν προκειμένω, δεδομένου ότι οι προσφυγές ασκήθηκαν στις 19 Μαΐου και στις 10 Αυγούστου 2009, αντιστοίχως, το παραδεκτό τους πρέπει να εξεταστεί βάσει του άρθρου 230 ΕΚ.

41      Κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σε αυτό, καθώς και κατά αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά.

42      Eν προκειμένω, οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το ότι η προσβαλλόμενη πράξη, μολονότι καλείται «απόφαση», είναι γενικού περιεχομένου και, ως εκ τούτου, κανονιστικού χαρακτήρα, καθόσον εφαρμόζεται στο σύνολο των βουλευτών που είναι ή δύνανται να γίνουν μέλη του προαιρετικού συνταξιοδοτικού ταμείου. Το Γενικό Δικαστήριο συμφωνεί με την άποψη αυτή και υπενθυμίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι η δυνατότητα ακριβούς έως κάποιο βαθμό προσδιορισμού του αριθμού ή της ταυτότητας ακόμη των ατόμων στα οποία εφαρμόζεται η οικεία πράξη σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο δεν θίγει τον κανονιστικό χαρακτήρα της πράξεως, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η εφαρμογή της εν λόγω πράξεως στηρίζεται σε αντικειμενική νομική ή πραγματική κατάσταση την οποία προσδιορίζει η πράξη σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει (βλ., κατ’ αναλογία, την απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1994, C‑309/89, Codorniu κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I‑1853, σκέψη 18). Συνεπώς, η ενδεχόμενη διαπίστωση ότι ο αριθμός και η ταυτότητα των βουλευτών τους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη πράξη μπορούν να προσδιορισθούν ήδη από της εκδόσεως της εν λόγω πράξεως δεν προσκρούει στον χαρακτηρισμό της ως πράξεως γενικού περιεχομένου. Πράγματι, όπως ορθώς τονίζει το Κοινοβούλιο, η προσβαλλόμενη πράξη αφορά τους προσφεύγοντες μόνο λόγω της ιδιότητάς τους ως ασφαλισμένων στο επικουρικό συνταξιοδοτικό ταμείο, γεγονός που στοιχειοθετεί αντικειμενική νομική κατάσταση προσδιοριζόμενη σε σχέση με τον σκοπό της πράξεως, ήτοι την τροποποίηση των ρυθμίσεων της 12ης Ιουνίου 1990.

43      Ωστόσο, το γενικό περιεχόμενο της προσβαλλομένης πράξεως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η πράξη να αφορά άμεσα και ατομικά ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 1991, C-358/89, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I-2501, σκέψη 13, Codorniu κατά Συμβουλίου, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 19, της 22ας Νοεμβρίου 2001, C‑451/98, Antillean Rice Mills κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑8949, σκέψη 46, και της 22ας Ιουνίου 2006, C‑182/03 και C‑217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5479, σκέψη 58, καθώς και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Δεκεμβρίου 2001, T‑43/98, Emesa Sugar κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. II‑3519, σκέψη 47).

44      Eν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες, στο μέτρο που δεν αφήνει κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στην αρμόδια για την εφαρμογή της υπηρεσία του Κοινοβουλίου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Emesa Sugar κατά Συμβουλίου, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 48).

45      Όσον αφορά το ζήτημα αν η προσβαλλόμενη πράξη αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες, υπενθυμίζεται ότι, για να γίνει δεκτό ότι μια πράξη γενικού περιεχομένου αφορά ατομικά ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, πρέπει το πρόσωπο αυτό να θίγεται από την εν λόγω πράξη λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων του ή λόγω πραγματικής καταστάσεως που το διακρίνει από κάθε άλλο πρόσωπο (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 939, 965· διατάξεις του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 1997, Τ-122/96, Federolio κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-1559, σκέψη 59, και της 26ης Απριλίου 1999, Τ-120/98, Alce κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-1395, σκέψη 19).

46      Συναφώς, το ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει τα δικαιώματα που οι προσφεύγοντες θα μπορούν στο μέλλον να προβάλλουν ως ασφαλισμένοι στο επικουρικό συνταξιοδοτικό ταμείο δεν τους εξατομικεύει κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο, καθόσον βρίσκονται σε αντικειμενικώς προσδιορισθείσα κατάσταση, παρεμφερή με εκείνη κάθε άλλου βουλευτή που είναι ασφαλισμένος στο εν λόγω συνταξιοδοτικό ταμείο (βλ. κατ’ αναλογία, διάταξη Federolio κατά Επιτροπής, σκέψη 45 ανωτέρω, σκέψη 67, και απόφαση Emesa Sugar κατά Συμβουλίου, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 50). Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι υπέστησαν εξαιρετική ζημία ικανή να τους εξατομικεύσει σε σχέση με τους λοιπούς ασφαλισμένους στο επικουρικό συνταξιοδοτικό ταμείο βουλευτές.

47      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ωστόσο ότι το Προεδρείο έλαβε υπόψη την ιδιαίτερη κατάστασή τους πριν εκδώσει την προσβαλλόμενη πράξη.

48      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε την υποχρέωση, βάσει συγκεκριμένων διατάξεων, να λάβει υπόψη τις συνέπειες της πράξεως που επρόκειτο να εκδώσει επί της καταστάσεως ορισμένων ιδιωτών είναι ικανό να τους εξατομικεύσει (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1985, 11/82, Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 207, σκέψεις 28 έως 31, και της 26ης Ιουνίου 1990, C-152/88, Sofrimport και Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-2477, σκέψεις 11 έως 13).

49      Διαπιστώνεται πάντως ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, καμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου δεν επέβαλλε στο Προεδρείο την υποχρέωση να λάβει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση των προσφευγόντων. Επιπλέον, από τα χωρία της προσβαλλομένης πράξεως που παραθέτουν οι προσφεύγοντες προς στήριξη του σχετικού επιχειρήματος δεν προκύπτει σαφώς ότι το Προεδρείο έλαβε υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση έστω και ενός από τους προσφεύγοντες, αλλά αντιθέτως τα χωρία αυτά περιλαμβάνουν γενικές μόνον αναφορές στους βουλευτές τους οποίους αφορά η απόφαση, κάνοντας λόγο για παράδειγμα για τους «ελάχιστους βουλευτές [που] θα μπορούν […] να εξακολουθήσουν να καταβάλλουν εισφορές στο [τ]αμείο προκειμένου να αποκτήσουν νέα δικαιώματα», τους «ασφαλισμένους που έχουν καταβάλει εισφορές στο προαιρετικό συνταξιοδοτικό [τ]αμείο» ή ακόμη τους «οικείους ασφαλισμένους».

50      Ως εκ τούτου, το σχετικό επιχείρημα των προσφευγόντων είναι απορριπτέο.

51      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αφορά ατομικά τους προσφεύγοντες, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

52      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα των προσφευγόντων. Πρώτον, όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, αρκεί να υπομνησθεί, όπως ορθώς πράττει το Κοινοβούλιο, ότι, σύμφωνα με το σύστημα ελέγχου της νομιμότητας το οποίο καθιερώνει η Συνθήκη, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονισμού παρά μόνον εάν ο κανονισμός αυτός το αφορά άμεσα αλλά και ατομικά. Μολονότι η προϋπόθεση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων περιστάσεων που είναι δυνατό να εξατομικεύουν τον προσφεύγοντα (βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 67/85, 68/85 και 70/85, Van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 219, σκέψη 14, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 13, και Codorniu, σκέψη 43 ανωτέρω, σκέψη 19), η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να παρακάμπτει την εν λόγω προϋπόθεση, η οποία ρητώς προβλέπεται στη Συνθήκη, διότι τούτο συνεπάγεται υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που η Συνθήκη απονέμει στον κοινοτικό δικαστή (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2002, C‑50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψη 44).

53      Συνεπώς, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, θα έπρεπε να κηρυχθούν απαράδεκτες ενδεχόμενες μελλοντικές προσφυγές των προσφευγόντων κατά των ατομικών αποφάσεων με τις οποίες απορρίπτονται, βάσει της προσβαλλομένης πράξεως, αιτήσεις χορηγήσεως της επικουρικής συντάξεως ήδη από τα 60 έτη, τούτο δεν συνεπάγεται ότι οι υπό κρίση προσφυγές πρέπει να κηρυχθούν παραδεκτές κατά παράβαση του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

54      Ομοίως, δεύτερον, σύμφωνα με τις αρχές που απορρέουν από την προμνησθείσα στη σκέψη 52 πάγια νομολογία, η εφαρμογή των αρχών της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομίας της διαδικασίας, τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγοντες, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κήρυξη ως παραδεκτής μιας προσφυγής που, κατά τα λοιπά, δεν πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού που προβλέπει το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, καθόσον τούτο συνιστά υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που η Συνθήκη απονέμει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, καμία από τις αρχές αυτές δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για παρέκκλιση από την απονομή των αρμοδιοτήτων που η Συνθήκη προβλέπει για το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

55      Όσον αφορά, τρίτον, τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της λογικής διάρκειας της διαδικασίας, οι προσφεύγοντες περιορίζονται στον ισχυρισμό ότι η επιβολή σε καθένα από αυτούς της υποχρεώσεως να κινήσει, στο μέτρο που τον αφορά, διαδικασία ακυρώσεως κατά των μελλοντικών εκτελεστικών πράξεων της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009 θα αποτελούσε πηγή αβεβαιότητας. Αρκεί, συναφώς, η επισήμανση ότι η αβεβαιότητα ως προς την έκβαση ένδικης προσφυγής δεν μπορεί να εξομοιωθεί, άνευ ετέρου, με παραβίαση της αρχής ασφάλειας δικαίου. Ομοίως, από τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγοντες δεν προκύπτει ο λόγος για τον οποίο θεωρούν ότι το να πρέπει να προσβάλουν τις πράξεις εφαρμογής της αποφάσεως της 1ης Απριλίου 2009, αντί να βάλουν απευθείας κατά της αποφάσεως αυτής, θίγει την αρχή της λογικής διάρκειας της διαδικασίας. Πράγματι, το κατά πόσον η διάρκεια μιας διαδικασίας είναι λογική μπορεί να εκτιμηθεί μόνο μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής.

56      Τέλος, τέταρτον, όσον αφορά την «αρχή της δικονομικής εντιμότητας» που επικαλέστηκαν οι προσφεύγοντες και εφόσον γίνει δεκτή η διαπίστωσή τους ότι η από 17 Ιουνίου 2009 απόφαση του Προεδρείου, κατά την οποία η απόφαση που θα εκδοθεί στην υπόθεση T‑219/09 θα εφαρμοσθεί σε όλους τους ασφαλισμένους στο προαιρετικό συνταξιοδοτικό ταμείο, καταδεικνύει τη βούληση του Κοινοβουλίου να επιλυθούν όλα τα ζητήματα ουσίας στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας, η βούληση αυτή του καθού δεν μπορεί να δεσμεύσει το Γενικό Δικαστήριο κατά την εκ μέρους του εκτίμηση του παραδεκτού των υπό κρίση προσφυγών. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού των προσφυγών, όπως καθορίζονται στο άρθρο 230 ΕΚ, είναι δημοσίας τάξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, C‑313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑1125, σκέψεις 19-23, απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 1997, T‑239/94, EISA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1839, σκέψεις 26 και 27, διάταξη του Πρωτοδικείου της 13ης Απριλίου 2000, T‑263/97, GAL Penisola Sorrentina κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2041, σκέψη 37) και δεν εξαρτώνται από τη βούληση των διαδίκων.

57      Κατά συνέπεια, οι προσφυγές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

58      Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα του Κοινοβουλίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Οι υποθέσεις T-219/09 και T-326/09 ενώνονται προς έκδοση κοινής διατάξεως.

2)      Οι προσφυγές απορρίπτονται ως απαράδεκτες.

3)      Η Gabriele Albertini και οι λοιποί 62 προσφεύγοντες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα, καθώς και ο Brendan Donnelly, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Λουξεμβούργο, 15 Δεκεμβρίου 2010.

Ο Γραμματέας

 

      Η Πρόεδρος

E. Coulon

 

      I. Pelikánová

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Javier Areitio Toledo, κάτοικος Μαδρίτης (Ισπανία),

Robert Atkins, κάτοικος Garstang (Ηνωμένο Βασίλειο),

Angelika Beer, κάτοικος Großkummerfeld (Γερμανία),

Georges Berthu, κάτοικος Longré (Γαλλία),

Guy Bono, κάτοικος Saint-Martin-de-Crau (Γαλλία),

Herbert Bosch, κάτοικος Bregence (Αυστρία),

David Bowe, κάτοικος Leeds (Ηνωμένο Βασίλειο),

Marie-Arlette Carlotti, κάτοικος Μασσαλίας (Γαλλία),

Ozan Ceyhun, κάτοικος Rüsselsheim (Γερμανία),

Giles Bryan Chichester, κάτοικος Ottery St Mary (Ηνωμένο Βασίλειο),

Brigitte Douay, κάτοικος Παρισιού (Γαλλία),

Avril Doyle, κάτοικος Wexford (Iρλανδία),

Michl Ebner, κάτοικος Bozen (Ιταλία),

Juan Manuel Fabra Valles, κάτοικος Μαδρίτης,

Elisa Maria Ferreira, κάτοικος Porto (Πορτογαλία),

James Glyn Ford, κάτοικος Newnham on Severn (Ηνωμένο Βασίλειο),

Riccardo Garosci, κάτοικος Μιλάνου (Ιταλία),

Bruno Gollnisch, κάτοικος Limonest (Γαλλία),

Ana Maria Rosa Martins Gomes, κάτοικος Colares-Sintra (Πορτογαλία),

Vasco Graça Moura, κάτοικος Benfica do Ribatejo (Πορτογαλία),

Françoise Grossetête, κάτοικος Saint-Étienne (Γαλλία),

Catherine Guy-Quint, κάτοικος Cournon d’Auvergne (Γαλλία),

Roger Helmer, κάτοικος Lutterworth (Ηνωμένο Βασίλειο),

William Richard Inglewood, κάτοικος Penrith (Ηνωμένο Βασίλειο),

Caroline Jackson, κάτοικος Abingdon (Ηνωμένο Βασίλειο),

Milos Koterec, κάτοικος Μπρατισλάβα (Σλοβακία),

Urszula Krupa, κάτοικος Lodz (Πολωνία),

Stefan Kuc, κάτοικος Βαρσοβίας (Πολωνία),

Zbigniew Kuźmiuk, κάτοικος Radom (Πολωνία),

Carl Lang, κάτοικος Boulogne-Billancourt (Γαλλία),

Henrik Lax, κάτοικος Ελσίνκι (Φινλανδία),

Patrick Louis, κάτοικος Λυόν (Γαλλία),

Minerva-Welpomen Malliori, κάτοικος Αθήνας (Ελλάδα),

Sergio Marques, κάτοικος Funchal (Πορτογαλία),

Graham Christopher Spencer Mather, κάτοικος Λονδίνου (Ηνωμένο Βασίλειο),

Véronique Mathieu, κάτοικος Val d’Ajol (Γαλλία),

Marianne Mikko, κάτοικος Ταλίν (Εσθονία),

William Miller, κάτοικος Γλασκόβης (Ηνωμένο Βασίλειο),

Elizabeth Montfort, κάτοικος Riom (Γαλλία),

Ashley Mote, κάτοικος Binsted (Ηνωμένο Βασίλειο),

Christine Margaret Oddy, κάτοικος Coventry (Ηνωμένο Βασίλειο),

Reino Paasilinna, κάτοικος Ελσίνκι,

Bogdan Pęk, κάτοικος Κρακοβίας (Πολωνία),

José Javier Pomés Ruiz, κάτοικος Παμπλόνας (Ισπανία),

John Robert Purvis, κάτοικος Fife (Ηνωμένο Βασίλειο),

Luis Queiro, κάτοικος Λισσαβώνας (Πορτογαλία),

José Ribeiro E. Castro, κάτοικος Λισσαβώνας,

Pierre Schapira, κάτοικος Παρισιού,

Pál Schmitt, κάτοικος Βουδαπέστης (Ουγγαρία),

José Albino Silva Peneda, κάτοικος Maia (Πορτογαλία ),

Grażyna Staniszewska, κάτοικος Bielsko-Biala (Πολωνία),

Robert Sturdy, κάτοικος Wetherby (Ηνωμένο Βασίλειο),

Margie Sudre, κάτοικος La Possession (Γαλλία),

Robin Teverson, κάτοικος Tregony (Ηνωμένο Βασίλειο),

Nicole Thomas-Mauro, κάτοικος Épernay (Γαλλία),

Gary Titley, κάτοικος Bolton (Ηνωμένο Βασίλειο),

Witold Tomczak, κάτοικος Kepno (Πολωνία),

Maartje van Putten, κάτοικος Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες),

Vincenzo Viola, κάτοικος Παλέρμο (Ιταλία),

Mark Watts, κάτοικος Ashford (Ηνωμένο Βασίλειο),

Thomas Wise, κάτοικος Linslade (Ηνωμένο Βασίλειο),

Bernard Wojciechowski, κάτοικος Βαρσοβίας.


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.