Language of document : ECLI:EU:T:2019:668

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 24ης Σεπτεμβρίου 2019 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Κίνας – Άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 [νυν άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036] – Καθεστώς επιχειρήσεως δραστηριοποιούμενης υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Έννοια της “μείζονος στρεβλώσεως του κόστους παραγωγής και της οικονομικής καταστάσεως των επιχειρήσεων” – Φορολογικά πλεονεκτήματα – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση T‑586/14 RENV,

Xinyi PV Products (Anhui) Holdings Ltd, με έδρα το Anhui (Κίνα), εκπροσωπούμενη από τον Y. Melin, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους L. Flynn και T. Maxian Rusche,

καθής,

υποστηριζόμενης από

την GMB Glasmanufaktur Brandenburg GmbH, με έδρα το Tschernitz (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον R. MacLean, δικηγόρο,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 470/2014 της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2014, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2014, L 142, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια) και I. Ulloa Rubio, δικαστές,

γραμματέας: F. Oller, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Ιανουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Xinyi PV Products (Anhui) Holdings Ltd, είναι εταιρία εγκατεστημένη στην Κίνα, η οποία παρασκευάζει στην Κίνα και εξάγει με προορισμό την Ευρωπαϊκή Ένωση ηλιακούς υαλοπίνακες τους οποίους αφορά ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 470/2014 της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2014, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 142, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

2        Μοναδικός μέτοχος της προσφεύγουσας είναι η εταιρία Xinyi Solar (Hong Kong) Ltd, που είναι εγκατεστημένη στο Χονγκ Κονγκ (Κίνα) και εισηγμένη στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ.

3        Στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, η προσφεύγουσα υπέβαλε, στις 21 Μαΐου 2013, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51, στο εξής: βασικός κανονισμός) [ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21)], αίτηση αναγνωρίσεως καθεστώτος οικονομίας της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ), κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 2016/1036).

4        Η προσφεύγουσα κατέθεσε στις 6 Ιουνίου 2013 τις απαντήσεις της στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

5        Η προσφεύγουσα απάντησε στις 21 Ιουνίου 2013 στο αίτημα της Επιτροπής περί υποβολής συμπληρωματικών στοιχείων.

6        Οι πληροφορίες που διαβίβασε η προσφεύγουσα με το έντυπο της αιτήσεως αναγνωρίσεως ΚΟΑ και οι απαντήσεις που έδωσε στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής αποτέλεσαν αντικείμενο επαληθεύσεως στην έδρα της προσφεύγουσας στην Κίνα μεταξύ της 21ης και της 26ης Ιουνίου 2013.

7        Στα τέλη του μηνός Ιουνίου και κατά τον Ιούλιο 2013 η προσφεύγουσα, σε συνεννόηση με την Επιτροπή και κατόπιν αιτημάτων αυτής, προσκόμισε συμπληρωματικά στοιχεία.

8        Με έγγραφο της 22ας Αυγούστου 2013, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι εκτιμούσε ότι δεν μπορούσε να δεχθεί το αίτημά της περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ για τον λόγο και μόνον ότι δεν πληρούσε τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού (στο εξής: έγγραφο της 22ας Αυγούστου 2013). Η Επιτροπή κάλεσε την προσφεύγουσα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, κρίνοντας αντιθέτως ότι πληρούσε τις λοιπές προϋποθέσεις της πρώτης, της δεύτερης, της τέταρτης και της πέμπτης περιπτώσεως του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού.

9        Την 1η Σεπτεμβρίου 2013 η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της, αμφισβητώντας την ορθότητα των εκτιμήσεων της Επιτροπής.

10      Με το από 13 Σεπτεμβρίου 2013 έγγραφο, η Επιτροπή απάντησε στις παρατηρήσεις αυτές με την οριστική απόφασή της επί της αιτήσεως περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ (στο εξής: το από 13 Σεπτεμβρίου 2013 έγγραφο της Επιτροπής), η οποία επιβεβαίωσε την απόρριψη της αιτήσεως περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα.

11      Στις 26 Νοεμβρίου 2013 η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 1205/2013, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΕΕ 2013, L 316, σ. 8, στο εξής: προσωρινός κανονισμός).

12      Οι αιτιολογικές σκέψεις 34 έως 47 του προσωρινού κανονισμού, που αφορούν το «[κ]αθεστώς οικονομίας της αγοράς», έχουν ως εξής:

«(34)      Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού, στις έρευνες αντιντάμπινγκ που αφορούν εισαγωγές από τη[ν] [Κίνα], η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 1 έως 6 του βασικού κανονισμού για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που διαπιστώνεται ότι πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

(35)      Συνοπτικά, και καθαρά για λόγους αναφοράς, τα εν λόγω κριτήρια είναι τα ακόλουθα:

1)      οι επιχειρηματικές αποφάσεις λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, ενώ το κόστος των σημαντικότερων εισροών πρέπει να εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στην αγορά·

2)      οι επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν σαφή λογιστική καταγραφή, υποκείμενη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς·

3)      δεν πρέπει να υφίστανται μείζονες στρεβλώσεις, προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς·

4)      η νομοθεσία περί πτωχεύσεως και ιδιοκτησιακού καθεστώτος εγγυάται ασφάλεια δικαίου και λειτουργική σταθερότητα, και

5)      ο καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών γίνεται με τιμές αγοράς.

(36)      Δέκα συνεργαζόμενες εταιρείες ζήτησαν αναγνώριση ΚΟΑ σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού και απάντησαν στο έντυπο αίτησης για αναγνώριση ΚΟΑ εντός των καθορισμένων προθεσμιών. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού, διενεργήθηκε εξέταση ΚΟΑ για τις εταιρείες που είχαν περιληφθεί στο δείγμα, [μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα].

(37)      Συνεπώς, διαπιστώθηκε ΚΟΑ για τις ακόλουθες τέσσερις εταιρείες ή ομίλους εταιρειών:

–        Εταιρείες του δείγματος:

–        […]·

–        [προσφεύγουσα] και Xinyi Solar (Hong Kong) […]·

–        […]

–        Εταιρεία που υπόκειται σε ατομική εξέταση:

–        […]

(38)      Η Επιτροπή αναζήτησε όλες τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες και διενήργησε επιτόπιες επαληθεύσεις για όλες τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των αιτήσεων ΚΟΑ στις εγκαταστάσεις των εν λόγω εταιρειών.

(39)      Όσον αφορά τα συνδεδεμένα μέρη, η Επιτροπή θα εξετάσει αν ο όμιλος των συνδεδεμένων εταιρειών ως σύνολο πληροί τις προϋποθέσεις καθεστώτος οικονομίας αγοράς. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση άμεσης ή έμμεσης εμπλοκής μιας θυγατρικής ή άλλης συνδεδεμένης εταιρείας του αιτούντος στην παραγωγή ή σε πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος στη[ν Κίνα], η εξέταση για ΚΟΑ διενεργείται για κάθε εταιρεία μεμονωμένα καθώς και για τον όμιλο εταιρειών συνολικά.

(40)      Ως εκ τούτου, διερευνήθηκαν οι ισχυρισμοί περί ΚΟΑ τεσσάρων παραγωγών-εξαγωγέων (ομίλων εταιρειών) που αποτελούνται από έντεκα νομικές οντότητες.

(41)      Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι κανένας από τους τέσσερις παραγωγούς-εξαγωγείς (ομίλους εταιρειών) που ζητούν αναγνώριση ΚΟΑ δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι πληρούσε όλα τα κριτήρια που ορίζει το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

(42)      […]

(43)      [Κ]αι οι τέσσερις παραγωγοί-εξαγωγείς, είτε σε ατομική βάση είτε ως ομάδα, δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι δεν ήταν εκτεθειμένοι σε σημαντικές στρεβλώσεις που ήταν απόρροια του καθεστώτος ελεγχόμενης οικονομίας. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω εταιρείες ή όμιλοι εταιρειών δεν πληρούσαν το κριτήριο 3 για το ΚΟΑ. Ειδικότερα, οι τέσσερις παραγωγοί-εξαγωγείς ή όμιλοι παραγωγών-εξαγωγέων επωφελήθηκαν από ευνοϊκά φορολογικά καθεστώτα.

(44)      […]

(45)      Η Επιτροπή γνωστοποίησε τα αποτελέσματα της έρευνας σχετικά με το ΚΟΑ στις εμπλεκόμενες εταιρείες, στις αρχές της [Κίνας] και στον καταγγέλλοντα και τους κάλεσε να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

(46)      Οι παρατηρήσεις που ελήφθησαν δεν μπορούσαν να μεταβάλουν τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της Επιτροπής. Μετά από διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ), όλοι οι αιτούντες ενημερώθηκαν ατομικά και επισήμως στις 13 Σεπτεμβρίου 2013 για την οριστική διαπίστωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ισχυρισμό του καθενός σχετικά με το ΚΟΑ.

(47)      Κατά συνέπεια, κανένας από τους τέσσερις συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς ή ομίλους παραγωγών-εξαγωγέων στη[ν Κίνα] που είχαν υποβάλει αίτηση ΚΟΑ δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι πληροί το σύνολο των κριτηρίων που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού και, ως εκ τούτου, οι αιτήσεις τους για αναγνώριση ΚΟΑ απορρίφθηκαν.»

13      Στις 13 Μαΐου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

14      Στις αιτιολογικές σκέψεις 32 έως 34 του προσβαλλόμενου κανονισμού, που αφορούν το «[κ]αθεστώς οικονομίας της αγοράς», η Επιτροπή έκρινε τα εξής:

«(32)      Μετά την κοινοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, [η προσφεύγουσα] ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή κακώς απέρριψε το αίτημά [της] για αναγνώριση ΚΟΑ. Ο ίδιος ισχυρισμός σχετικά με τον καθορισμό του ΚΟΑ είχε ήδη διατυπωθεί στο στάδιο των προσωρινών συμπερασμάτων και είχε απορριφθεί από την Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 43 και 47 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.

(33)      [Η προσφεύγουσα] ισχυρίστηκε ότι τα οφέλη από τα προτιμησιακά φορολογικά καθεστώτα και τις επιδοτήσεις δεν αντιπροσωπεύουν μεγάλο μέρος του κύκλου εργασιών [της]. Ως προς αυτό, υπενθυμίζεται ότι το επιχείρημα αυτό, μαζί με άλλα επιχειρήματα, εξετάστηκε ήδη στην επιστολή της Επιτροπής προς τον εξαγωγέα στις 13 Σεπτεμβρίου 2013, στην οποία η Επιτροπή ενημέρωσε το συμβαλλόμενο μέρος όσον αφορά την αναγνώριση ΚΟΑ. Τονίστηκε ότι, ιδίως λόγω της φύσης αυτού του πλεονεκτήματος, το απόλυτο όφελος που έχει προσπορισθεί κατά τη διάρκεια της [περιόδου έρευνας] δεν έχει σημασία για την αξιολόγηση του κατά πόσον η στρέβλωση είναι “σημαντική”. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται.

(34)      Έχοντας υπόψη τα προαναφερθέντα, επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα ότι πρέπει να απορριφθούν όλες οι αιτήσεις για χορήγηση ΚΟΑ, όπως καθορίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 34 έως 47 του κανονισμού για την επιβολή προσωρινού δασμού.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων στην υπόθεση Τ-586/14

15      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Αυγούστου 2014, η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

16      Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Οκτωβρίου 2014, με το οποίο ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή και να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

17      Η προσφεύγουσα και η Επιτροπή κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα απαντήσεως και ανταπαντήσεως αντιστοίχως στις 16 Δεκεμβρίου 2014 και στις 30 Ιανουαρίου 2015.

18      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

19      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 64, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το Γενικό Δικαστήριο υπέβαλε στους διαδίκους ερωτήσεις στις οποίες έπρεπε να απαντήσουν γραπτώς πριν την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

20      Οι διάδικοι απάντησαν στις εν λόγω ερωτήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

21      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015.

22      Με απόφαση της 16ης Μαρτίου 2016, Xinyi PV Products (Anhui) Holdings κατά Επιτροπής (T‑586/14, στο εξής: αρχική απόφαση, EU:T:2016:154), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό και καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδά της καθώς και στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Μαΐου 2016, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αρχικής αποφάσεως.

24      Με διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2016, Επιτροπή κατά Xinyi PV Products (Anhui) Holdings (C‑301/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:796), επετράπη στην GMB Glasmanufaktur Brandenburg GmbH να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

25      Με απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Επιτροπή κατά Xinyi PV Products (Anhui) Holdings (C‑301/16 P, στο εξής: απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως, EU:C:2018:132), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, ανέπεμψε σε αυτό την υπόθεση και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων κατόπιν της αναπομπής

26      Κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως και σύμφωνα με το άρθρο 215 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η υπόθεση ανατέθηκε στο πέμπτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου.

27      Σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφεύγουσα και η Επιτροπή, στις 27 Απριλίου 2018, καθώς και η παρεμβαίνουσα, στις 8 Μαΐου 2018, υπέβαλαν εμπροθέσμως τις γραπτές παρατηρήσεις τους σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως για την επίλυση της διαφοράς.

28      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 89, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο υπέβαλε στους διαδίκους, στις 21 Νοεμβρίου 2018, ερωτήσεις στις οποίες έπρεπε να απαντήσουν γραπτώς πριν την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

29      Οι διάδικοι απάντησαν στις εν λόγω ερωτήσεις εμπροθέσμως.

30      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιανουαρίου 2019.

31      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό κατά το μέρος που την αφορά·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και την παρεμβαίνουσα στα έξοδα των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ενώπιον του Δικαστηρίου.

32      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα έξοδα των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ενώπιον του Δικαστηρίου.

33      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με την παρέμβασή της ενώπιον του Δικαστηρίου.

 Σκεπτικό

34      Προς στήριξη του αιτήματός της περί ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως.

35      Ο πρώτος λόγος της προσφυγής αντλείται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

36      Η εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως ενδείκνυται να αρχίσει από το δεύτερο σκέλος του.

37      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι οι στρεβλώσεις ήσαν μείζονες όσον αφορά το κόστος παραγωγής και την οικονομική κατάστασή της, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

38      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα προέρχονται από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, τα πλεονεκτήματα αυτά δεν υποβάλλουν το κόστος παραγωγής της και την οικονομική κατάστασή της σε μείζονες στρεβλώσεις. Συγκεκριμένα, όπως εξήγησε κατά τη διάρκεια της έρευνας, τα επίμαχα φορολογικά κίνητρα αντιπροσώπευαν στην περίπτωσή της μόνον το 1,34 % του συνόλου του κόστους παραγωγής της και το 1,14 % του κύκλου εργασιών της.

39      Κατά την άποψή της, η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει την επιχειρηματολογία αυτή και κακώς έκρινε, με το από 13 Σεπτεμβρίου 2013 έγγραφο, ότι προέκυψε σημαντική στρέβλωση λόγω των χαμηλότερων φορολογικών συντελεστών, καθόσον η στρέβλωση αυτή «θα μπορούσε ιδίως να ανταποκρίνεται στον σκοπό της προσελκύσεως κεφαλαίων με μειωμένη φορολογική επιβάρυνση και να έχει αντίκτυπο, ως εκ τούτου, στην εν γένει οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση της εταιρίας», ενώ τυχόν χρηματοοικονομικός αντίκτυπος μικρότερος του 1,5 % του κόστους παραγωγής ή του κύκλου εργασιών δεν μπορεί να συνιστά σοβαρή παρότρυνση για την προσέλκυση κεφαλαίων, ιδίως για την Xinyi Solar (Χονγκ Κονγκ).

40      Όσον αφορά τον μείζονα χαρακτήρα της στρεβλώσεως, κατ’ αρχάς, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι είχε υπαχθεί σε προτιμησιακό φορολογικό καθεστώς και υποστηρίζει ότι, όταν εταιρίες που θεωρούνται στρατηγικές από την κυβέρνηση τυγχάνουν ευνοϊκής μεταχειρίσεως στο πλαίσιο ενός συστήματος φορολογήσεως που στηρίζεται στα εισοδήματα, οι στρεβλώσεις που προκύπτουν από τη μεταχείριση αυτή είναι μείζονες, δεδομένου ότι μεταβάλλουν πλήρως το ύψος των κερδών προ φόρων το οποίο πρέπει να επιτύχουν οι επιχειρήσεις αυτές για να προσελκύσουν τους επενδυτές. Δεδομένου ότι οι στρεβλώσεις αυτές είναι επίσης μόνιμου χαρακτήρα, το όφελος σε απόλυτες τιμές που αντλήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου της έρευνας είναι, λόγω της φύσεως του πλεονεκτήματος, άνευ σημασίας όσον αφορά την εκτίμηση του μείζονα χαρακτήρα της στρεβλώσεως.

41      Εν συνεχεία, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μπορούσε, κατ’ ουσίαν, να συμπεράνει, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των επίμαχων φορολογικών πλεονεκτημάτων, ότι είχε ενισχυθεί η ελκυστικότητα όσον αφορά τα αλλοδαπά κεφάλαια, με αποτέλεσμα η στρέβλωση της οικονομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας να είναι μείζων και ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε το αντίθετο.

42      Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί τον λόγο για τον οποίο το κριτήριο αναφοράς πρέπει να είναι ο κύκλος εργασιών της ή τον λόγο για τον οποίο πρέπει να περιοριστεί η εξέταση της στρεβλώσεως κατά την περίοδο έρευνας, ενώ ταυτοχρόνως αποσιωπά την εν γένει οικονομική της κατάσταση, εν αντιθέσει προς το κόστος παραγωγής ή τον κύκλο εργασιών της.

43      Τέλος, η Επιτροπή δεν αντιλαμβάνεται πώς θα μπορούσε να εφαρμόσει εσφαλμένα την έννοια της «μείζονος στρεβλώσεως» καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι, λόγω της διετούς φορολογικής απαλλαγής και της φορολογήσεως στο 50 % του κανονικού συντελεστή επί τρία έτη των οποίων έτυχε η προσφεύγουσα, σε συνδυασμό με ένα πάγιο φορολογικό πλεονέκτημα αορίστου χρόνου, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το κόστος παραγωγής της ή η οικονομική κατάστασή της δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο μείζονος στρεβλώσεως προερχόμενης από τα εν λόγω μέτρα.

44      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της επί των συνεπειών που θα πρέπει να αντληθούν από την απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως για την επίλυση της διαφοράς, η προσφεύγουσα εμμένει στα αιτήματα που προέβαλε με το δικόγραφο της προσφυγής της.

45      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της επί των συνεπειών που πρέπει να αντληθούν από την απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως για την επίλυση της διαφοράς, η Επιτροπή εκτιμά, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ότι οι διάδικοι προέβησαν σε εκτεταμένη ανάπτυξη των σχετικών απόψεών τους με τις γραπτές παρατηρήσεις τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

46      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της επί των συνεπειών που θα πρέπει να αντληθούν από την απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως για την επίλυση της διαφοράς, η παρεμβαίνουσα επισημαίνει ότι τα δύο επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα μπορούσαν να συνδυαστούν, παρέχοντας στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να μειώσει τον φορολογικό συντελεστή της στο 14 % κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, ενώ ο κανονικός συντελεστής φόρου εταιριών στην Κίνα ήταν 25 %, και αμφισβητεί την άποψη της προσφεύγουσας ότι τα πλεονεκτήματα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν μείζονα.

47      Η παρεμβαίνουσα προβάλλει συναφώς την εταιρική αναδιοργάνωση της προσφεύγουσας και τα κίνητρα της, καθώς και την αύξηση του όγκου των εισαγωγών ηλιακών υαλοπινάκων από την Κίνα και το μερίδιο αγοράς της προσφεύγουσας.

48      Η παρεμβαίνουσα υποστηρίζει επίσης ότι, εάν δεν υφίσταντο τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα, η προσφεύγουσα δεν θα μπορούσε να απορροφήσει, λαμβανομένων υπόψη των περιθωρίων που ελήφθησαν υπόψη, τα μέτρα αντιντάμπινγκ που είχαν ληφθεί εις βάρος της ούτε θα μπορούσε να διεισδύσει με τέτοια ταχύτητα και τόσο αισθητά στην αγορά της Ένωσης, ενώ ταυτοχρόνως θεωρεί ότι δεν ασκεί επιρροή η αναλογία των εν λόγω πλεονεκτημάτων σε σχέση με το σύνολο του κόστους παραγωγής και του κύκλου εργασιών της.

49      Επισημαίνεται εισαγωγικώς ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού [νυν άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2016/1036], στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν έχουν οικονομία της αγοράς, η κανονική αξία καθορίζεται κατ’ αρχήν, κατά παρέκκλιση από τους κανόνες των παραγράφων 1 έως 6 του ιδίου άρθρου, με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς.

50      Σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού είναι να διασφαλιστεί ότι δεν θα λαμβάνονται υπόψη οι τιμές και το κόστος όπως διαμορφώνονται σε χώρες οι οποίες δεν έχουν οικονομία της αγοράς, καθόσον οι παράμετροι αυτές δεν αποτελούν στις εν λόγω χώρες τη φυσιολογική συνισταμένη των δυνάμεων της αγοράς (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, C‑337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, στις έρευνες αντιντάμπινγκ που αφορούν τις εισαγωγές, μεταξύ άλλων, από την Κίνα, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του κανονισμού 2016/1036), εφόσον αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που υποβάλλονται από έναν ή περισσότερους παραγωγούς οι οποίοι υπόκεινται στην έρευνα αντιντάμπινγκ και με βάση τα κριτήρια και τις διαδικασίες που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού, ότι ισχύουν, ως προς αυτόν ή αυτούς τους παραγωγούς, συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος (απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, C‑337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 67).

52      Ως εκ τούτου, αφενός, εναπόκειται στον παραγωγό που επιθυμεί να υπαχθεί στο ΚΟΑ να υποβάλει δεόντως τεκμηριωμένη αίτηση ως προς τούτο και, αφετέρου, εναπόκειται στην Επιτροπή να εκτιμήσει αν τα προσκομισθέντα από τον εν λόγω παραγωγό στοιχεία αρκούν για να αποδειχθεί ότι πληρούνται τα κριτήρια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει αν, ενδεχομένως, στην εκτίμηση αυτή έχει εμφιλοχωρήσει πρόδηλη πλάνη [πρβλ. αποφάσεις της 2ας Φεβρουαρίου 2012, Brosmann Footwear (HK) κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑249/10 P, EU:C:2012:53, σκέψη 32, και της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, C‑337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 70].

53      Η υποχρέωση στενής ερμηνείας της εξαιρέσεως του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία βʹ και γʹ, του βασικού κανονισμού δεν σημαίνει ότι πρέπει να επιτραπεί στα θεσμικά όργανα να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν τη διάταξη αυτή κατά τρόπο που δεν συμβιβάζεται με το γράμμα και τον σκοπό της (απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, C‑337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 93).

54      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, το κριτήριο βάσει του οποίου εξετάζεται το βάσιμο της αιτήσεως που υποβάλλεται από παραγωγό που επιθυμεί να υπαχθεί σε ΚΟΑ είναι το κριτήριο του κατά πόσον ισχύουν οι συνθήκες οικονομίας της αγοράς «όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος».

55      Από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι τα κριτήρια του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού, τα οποία αφορούν οι αιτήσεις που υποβάλλονται από τους παραγωγούς και βάσει των οποίων οφείλει να τις αξιολογεί η Επιτροπή, αφορούν «την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος». Η διευκρίνιση αυτή εντάσσεται, από συστηματικής απόψεως, στο πλαίσιο του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού, το οποίο θεσπίζει τους κανόνες για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, ήτοι της συγκρίσιμης τιμής του ομοειδούς προϊόντος, όπως έχει καθορισθεί για τη χώρα εξαγωγής κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις.

56      Ειδικότερα, κατά το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία βασίζεται, κατ’ αρχήν, στις πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους πελάτες στη χώρα εξαγωγής. Όταν δεν υπάρχουν πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων ή όταν αυτές δεν είναι επαρκείς ή όταν οι πωλήσεις αυτές δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ορθής συγκρίσεως εξαιτίας των ειδικών συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, η αξία αυτή υπολογίζεται με βάση το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πωλήσεως, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και τα κέρδη. Συναφώς, από το άρθρο 2, παράγραφοι 4 έως 6, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η πιστή εφαρμογή των εννοιών αυτών εξαρτάται από το κατά πόσον τα λογιστικά στοιχεία που προκύπτουν από τα βιβλία του οικείου παραγωγού, στα οποία θα στηριχθεί η Επιτροπή, αντικατοπτρίζουν κατ’ αρχήν τις τιμές της αγοράς και καθιστούν ως εκ τούτου δυνατόν έναν υπολογισμό της κανονικής αξίας σύμφωνο με τους σκοπούς της έρευνας αντιντάμπινγκ.

57      Το σύνολο των κριτηρίων που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού, κάνοντας χρήση του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει, εκφράζουν τη βούληση να επαληθεύεται ότι ο επιχειρηματίας που ζητεί να υπαχθεί σε ΚΟΑ λειτουργεί, όσον αφορά την παραγωγή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος, σύμφωνα με τις αρχές που καθιστούν δυνατό τον υπολογισμό της κανονικής αξίας.

58      Στο πλαίσιο αυτό, το τρίτο κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, του βασικού κανονισμού, το οποίο και μόνον θεωρείται ότι δεν πληρούται εν προκειμένω, απαιτεί «το κόστος παραγωγής και η οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων [να μην υπόκεινται] σε μείζονες στρεβλώσεις, προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς, ιδίως ως προς την απαξίωση του ενεργητικού, άλλες αποσβέσεις, δοσοληψίες αντιπραγματισμού και πληρωμές με συμψηφισμό».

59      Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προαναφερθείσα στη σκέψη 58 προϋπόθεση αναφέρεται στο κόστος παραγωγής και στην οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως υπό το πρίσμα ορισμένων παραμέτρων που έχουν άμεση σχέση με τις μεθόδους υπολογισμού της κανονικής αξίας που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού. Οι παράμετροι αυτές είναι, ιδίως, η απόσβεση στοιχείων του ενεργητικού, οι άλλες αποσβέσεις, οι δοσοληψίες αντιπραγματισμού και οι πληρωμές με συμψηφισμό. Βεβαίως, η απαρίθμηση αυτή είναι ενδεικτική, όπως προκύπτει από τη χρήση του επιρρήματος «ιδίως». Εντούτοις, η χρήση του όρου αυτού δεν έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να απορρίψει αίτηση αναγνωρίσεως ΚΟΑ επί τη βάσει περιστάσεων οι οποίες, έστω και εάν σχετίζονται με την οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως εν ευρεία εννοία, δεν συνεπάγονται αυτομάτως στρέβλωση –η οποία πρέπει, επιπλέον, να είναι «μείζων»– ενός ή πλειόνων παραγόντων οι οποίοι καθορίζουν τα στοιχεία που αφορούν την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος [βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, C‑337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψεις 78 έως 82].

60      Κατά συνέπεια, όσον αφορά μέτρα που συνδέονται με την οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως από γενικής απόψεως και τα οποία, ως εκ τούτου, δύνανται απλώς να προκαλέσουν σημαντική στρέβλωση στην κατάσταση αυτή όσον αφορά την παραγωγή ή την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος, εναπόκειται στην Επιτροπή να εκτιμήσει, υπό το πρίσμα των στοιχείων που προσκομίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, αν τα μέτρα αυτά όντως προκάλεσαν μια τέτοια στρέβλωση.

61      Πράγματι, αφενός, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού αναφέρεται στο κόστος παραγωγής και στην οικονομική κατάσταση που «δεν πρέπει να υπόκειται» σε μείζονες στρεβλώσεις και όχι «που δεν μπορεί» να υπόκειται σε τέτοιες στρεβλώσεις. Αφετέρου, ο «μείζων» χαρακτήρας της εν λόγω στρεβλώσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τον σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος είναι να διασφαλιστεί ότι τα στοιχεία σχετικά με το κόστος παραγωγής και την οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως δεν στρεβλώνονται μέχρι του σημείου η ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού να οδηγεί σε τεχνητά αποτελέσματα που αντιστρατεύονται τους σκοπούς της έρευνας αντιντάμπινγκ (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Συμβούλιο κατά Zhejiang Xinan Chemical Industrial Group, C‑337/09 P, EU:C:2012:471, σκέψη 82).

62      Εν προκειμένω, η Επιτροπή αρνήθηκε να αναγνωρίσει ΚΟΑ στην προσφεύγουσα αποκλειστικώς και μόνο για τον λόγο ότι δεν απέδειξε ότι πληρούσε το κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

63      Ειδικότερα, αφενός, η Επιτροπή έκρινε, με το έγγραφο της 22ας Αυγούστου 2013, ότι η προσφεύγουσα είχε τύχει διαφόρων φορολογικών πλεονεκτημάτων όσον αφορά τη φορολόγηση των εισοδημάτων της, ήτοι υπήχθη σε:

«– […] φορολογικό καθεστώς [το οποίο] παρέχει σε εταιρίες με αλλοδαπά κεφάλαια τη δυνατότητα πλήρους απαλλαγής από τον φόρο [εταιριών] (0 %) για δύο έτη και μειώσεως κατά 50 % του συντελεστή του [εν λόγω φόρου] κατά τα τρία επόμενα έτη, ήτοι υπαγωγής σε φορολογικό συντελεστή 12,5 %, αντί για τον κανονικό φορολογικό συντελεστή 25 %·

–        […] φορολογικό καθεστώς το οποίο αποκαλείται καθεστώς “επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας”, κατ’ εφαρμογήν του οποίου η εταιρία υπόκειται σε μειωμένο συντελεστή φόρου εταιριών 15 % αντί για τον κανονικό φορολογικό συντελεστή 25 %. Ο εν λόγω προνομιακός φορολογικός συντελεστής αποτελεί επιδότηση με μόνιμη σχεδόν δυνατότητα προσαρμογής, ο οποίος θα μπορούσε επίσης να έχει ως σκοπό την προσέλκυση επενδύσεων με μειωμένη φορολογική επιβάρυνση, με αποτέλεσμα τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.»

64      Η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτού ότι οι «μειωμένοι φορολογικοί συντελεστές παρείχαν αισθητά οικονομικά πλεονεκτήματα» και, ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα «δεν είχε κατορθώσει να αποδείξει ότι το κόστος παραγωγής της και η οικονομική κατάστασή της δεν προκαλούσαν στρεβλώσεις προερχόμενες από το παλαιό σύστημα που δεν ακολουθούσε την οικονομία της αγοράς». Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι «το λεγόμενο φορολογικό καθεστώς των “επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας” είχε εξετασθεί προσφάτως στην υπόθεση των Solar Panels και είχε θεωρηθεί ότι συνιστά επαρκή λόγο αρνήσεως αναγνωρίσεως του ΚΟΑ».

65      Αφετέρου, στο από 13 Σεπτεμβρίου 2013 έγγραφο, με το οποίο η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα την τελική απόφασή της επί της αιτήσεώς της περί αναγνωρίσεως ΚΟΑ ως απάντηση στις παρατηρήσεις της επί του εγγράφου της 22ας Αυγούστου 2013, η Επιτροπή διατύπωσε, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες εκτιμήσεις:

«Η εφαρμογή προνομιακού φορολογικού συντελεστή έχει ως συνέπεια τη μεταβολή των κερδών προ του φόρου τα οποία πρέπει να πραγματοποιεί η εταιρία προκειμένου να καθίσταται ελκυστική για τους επενδυτές. Το πλεονέκτημα σε απόλυτες τιμές που παρείχετο κατά την περίοδο έρευνας δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην αποφασιστικό κριτήριο για την εκτίμηση του μείζονος χαρακτήρα της στρεβλώσεως, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως του πλεονεκτήματος. Αντιθέτως, η εκτίμηση αυτή πρέπει να αφορά τον συνολικό αντίκτυπο του μέτρου στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση της εταιρίας κατά τη διάρκεια μιας περιόδου.

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η [προσφεύγουσα] μπορούσε να φορολογηθεί με μειωμένο φορολογικό συντελεστή (14,01 %), διότι στην περίπτωσή της ήταν δυνατή η σωρευτική εφαρμογή του φορολογικού καθεστώτος των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας και ενός άλλου καθεστώτος, και συγκεκριμένα του προγράμματος “Two Free 3 Halve”. Ο συνδυασμός των καθεστώτων αυτών είχε ως συνέπεια την εφαρμογή αισθητά μειωμένου φορολογικού συντελεστή σε σχέση με τον κανονικό φορολογικό συντελεστή (25 %), ο οποίος μπορούσε, μεταξύ άλλων, να επιδιώκει την προσέλκυση κεφαλαίων με μειωμένη φορολογική επιβάρυνση και, επομένως, να έχει αντίκτυπο στη συνολική χρηματοοικονομική κατάσταση της εταιρίας.

[…]

Τέλος, υποστηρίζετε ότι η εκτίμηση της Επιτροπής κατά την οποία το φορολογικό καθεστώς μπορεί να αναπροσαρμόζεται σε μόνιμη σχεδόν βάση είναι αβάσιμη. Τα επιχειρήματά σας ότι τα δύο φορολογικά καθεστώτα έχουν περιορισμένη χρονική εφαρμογή λήφθηκαν δεόντως υπόψη. Εντούτοις, ο μη μόνιμος χαρακτήρας των δύο αυτών φορολογικών καθεστώτων δεν αναιρεί το γεγονός ότι […] είχαν ως σκοπό να επηρεάσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως.»

66      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή στήριξε το συμπέρασμά της σχετικά με την προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού σε στοιχεία που αφορούν άλλο κριτήριο από τα προβλεπόμενα στη διάταξη αυτή (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω). Πράγματι, από τα έγγραφα της 22ας Αυγούστου και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013 προκύπτει ότι στηρίχθηκε, αφενός, στο οικονομικό πλεονέκτημα που παρέχουν γενικώς οι μειωμένοι φορολογικοί συντελεστές οι οποίοι ισχύουν για την προσφεύγουσα και, αφετέρου, στο γεγονός ότι το πλεονέκτημα αυτό θα μπορούσε να προσελκύσει επενδυτές στο κεφάλαιο της προσφεύγουσας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή φαίνεται να απορρίπτει το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το μέγεθος του επίμαχου πλεονεκτήματος είναι in concreto αμελητέο, δίνοντας έμφαση σε αυτό που αποκαλεί «συνολικό αντίκτυπο» του επίμαχου μέτρου, συνιστάμενο στη δυνατότητα «προσελκύσεως κεφαλαίων με μειωμένους συντελεστές».

67      Πάντως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αιτιολογίες αυτές αφορούν, στην καλύτερη περίπτωση, τη χρηματοοικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως από μια όλως αφηρημένη άποψη, χωρίς σχέση με τα στοιχεία που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού ή με άλλα στοιχεία σχετικά με την κατασκευή και την πώληση του οικείου ομοειδούς προϊόντος, των οποίων η μείζων στρέβλωση που προκύπτει από το επίμαχο πλεονέκτημα θα υπονόμευε τη δυνατότητα ορθού υπολογισμού της κανονικής αξίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού.

68      Πράγματι, πρώτον, ένα καθεστώς φόρου εταιριών αφορά τη φορολογική μεταχείριση των κερδών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου οικονομικού έτους. Επομένως, δεν έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα να επηρεάζει το ίδιο το ύψος ή το ποσοστό των κερδών αυτών ή άλλων στοιχείων, ως συνιστώσες της κανονικής αξίας την οποία η Επιτροπή καλείται να υπολογίσει σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 6, του βασικού κανονισμού για τις ανάγκες της έρευνας αντιντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, η γενική αναφορά της Επιτροπής στον «συνολικό αντίκτυπο» των επίμαχων μέτρων επί της οικονομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας δεν έχει, καθ’ εαυτήν και χωρίς άλλη διευκρίνιση, σημασία για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού.

69      Δεύτερον, μια παρεμφερής ανάλυση επιβάλλεται όσον αφορά τις εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με την «ελκυστικότητα» της προσφεύγουσας ως αποδέκτριας επενδυτικών κεφαλαίων. Ειδικότερα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, η απλή πιθανότητα ένα προτιμησιακό καθεστώς φορολογήσεως να προσελκύσει τους επενδυτές στο κεφάλαιο μιας επιχειρήσεως δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεως «υπόκειται» πράγματι σε μείζονα στρέβλωση. Επιπλέον, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, η απόφαση περί επενδύσεως στο κεφάλαιο μιας εταιρίας δεν λαμβάνεται με γνώμονα έναν οποιονδήποτε «συντελεστή», οπότε ο «σκοπός της προσελκύσεως κεφαλαίων με μειωμένους συντελεστές», τον οποίο επικαλείται το εν λόγω θεσμικό όργανο, παραμένει μια εκτίμηση ελάχιστα κατανοητή. Συνακολούθως, και εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι ένας επενδυτής χρησιμοποιεί τα κεφάλαιά του για την αγορά συμμετοχών στο κεφάλαιο της προσφεύγουσας δεν έχει, ως εκ της φύσεώς του, προφανή σχέση με στρέβλωση της οικονομικής καταστάσεως της προσφεύγουσας υπό το πρίσμα του σκοπού του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού (βλ. σκέψεις 59 έως 61 ανωτέρω). Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί σε απλές εικασίες για να συναγάγει εντεύθεν την ύπαρξη των αισθητών αποτελεσμάτων τα οποία μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «μείζων στρέβλωση» και, επομένως, για να απορρίψει τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα προκειμένου να αρνηθεί τον μείζονα χαρακτήρα της στρεβλώσεως από την οποία ενδεχομένως επωφελήθηκε.

70      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν, όπως στην περίπτωση της προσφεύγουσας, ο παραγωγός αποδεικνύει, βάσει της χαμηλής κατ’ απόλυτη τιμή αξίας που αντιπροσωπεύουν τα φορολογικά κίνητρα επί του κύκλου εργασιών του και επί του συνόλου του κόστους παραγωγής του, την οικονομική και χρηματοοικονομική του αυτοτέλεια στη σχετική αγορά σε σχέση με τα οικεία μέτρα για συγκεκριμένη περίοδο, ήτοι την περίοδο έρευνας.

71      Πράγματι, πρέπει να τονιστεί ότι ο κύκλος εργασιών μιας επιχειρήσεως αποτελεί σημαντική ένδειξη της οικονομικής και χρηματοοικονομικής της ισχύος, βάσει αυτού πραγματοποιεί δε τα κέρδη της. Επομένως, έχοντας επισημάνει ότι οι επίμαχες στρεβλώσεις αντιπροσώπευαν το 1,14 % του κύκλου εργασιών της, η προσφεύγουσα όντως προσκόμισε ένα κατ’ αρχήν αξιόπιστο και κρίσιμο στοιχείο σχετικά με τον συνολικό αντίκτυπο του εξεταζόμενου φορολογικού μέτρου επί της οικονομικής της καταστάσεως.

72      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή όφειλε, τουλάχιστον, να εξηγήσει τη σχέση μεταξύ, αφενός, της επιλογής να γίνουν επενδύσεις στο κεφάλαιο της προσφεύγουσας, η οποία αιτιολογείται ενδεχομένως λόγω του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος, και, αφετέρου, της στρεβλώσεως της οικονομικής της καταστάσεως, όχι κατά τρόπο γενικό και θεωρητικό, αλλά υπό το πρίσμα του σκοπού που επιδιώκεται με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γʹ, τρίτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού (βλ. σκέψεις 49 έως 61 ανωτέρω).

73      Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, για να απορρίψει τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρέπεμψε ρητώς στην ανάλυσή της για ένα από τα επίμαχα φορολογικά καθεστώτα στο πλαίσιο της υποθέσεως των «Solar Panels» και έκρινε ότι η ανάλυση αυτή αρκούσε για να μη χορηγηθεί το ΚΟΑ στην προσφεύγουσα. Ωστόσο, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, το ΚΟΑ εκτιμάται υπό το πρίσμα των οικονομικών συνθηκών υπό τις οποίες δραστηριοποιείται κάθε παραγωγός που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας [πρβλ. απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, Brosmann Footwear (HK) κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑249/10 P, EU:C:2012:53, σκέψη 38].

74      Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι οι λόγοι στους οποίους στηρίχθηκε η Επιτροπή για να απορρίψει την αίτηση αναγνωρίσεως ΚΟΑ της προσφεύγουσας ενέχουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, με αποτέλεσμα το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως να είναι βάσιμο. Επομένως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός πρέπει να ακυρωθεί χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθώς και επί των λοιπών λόγων ακυρώσεως οι οποίοι προβλήθηκαν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

75      Κατά το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, με τις αποφάσεις που εκδίδει κατόπιν αναιρέσεως και αναπομπής, επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία. Καθόσον, με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, της Επιτροπής και της παρεμβαίνουσας, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, επί του συνόλου των δικαστικών εξόδων που αφορούν τις ενώπιόν του κινηθείσες διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της αρχικής διαδικασίας, καθώς και επί των δικαστικών εξόδων που αφορούν την αναιρετική διαδικασία στην υπόθεση C‑301/16 P.

76      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

77      Επιπλέον, κατά το άρθρο 134, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των δικαστικών εξόδων.

78      Εν προκειμένω, η Επιτροπή ηττήθηκε κατά την αρχική διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η προσφεύγουσα ηττήθηκε κατά την αναιρετική διαδικασία. Ωστόσο, δεδομένου ότι η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα ηττήθηκαν εν τέλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στη διαδικασία μετά την αναπομπή, η Επιτροπή πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδά της καθώς και στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, πλην των εξόδων που συνδέονται με την παρέμβαση. Η παρεμβαίνουσα φέρει, πέραν των δικών της εξόδων, τα έξοδα της προσφεύγουσας που συνδέονται με την παρέμβασή της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 470/2014 της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2014, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Xinyi PV Products (Anhui) Holdings Ltd, πλην των εξόδων που συνδέονται με την παρέμβαση.

3)      Η GMB Glasmanufaktur Brandenburg GmbH φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Xinyi PV Products (Anhui) Holdings που συνδέονται με την παρέμβασή της.

Γρατσίας

Labucka

Ulloa Rubio

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Σεπτεμβρίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.