Language of document : ECLI:EU:T:2009:356

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 23ης Σεπτεμβρίου 2009 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Κοινοτικό λεκτικό σήμα DANELECTRO και κοινοτικό εικονιστικό σήμα QWIK TUNE – Μη τήρηση της προθεσμίας υποβολής αιτήσεως ανανεώσεως των σημάτων – Αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (restitutio in integrum) – Reformatio in pejus – Δικαιώματα άμυνας – Δικαίωμα ακροάσεως – Άρθρο 61, παράγραφος 2, άρθρο 73, δεύτερη περίοδος, και άρθρο 78 του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 63, παράγραφος 2, άρθρο 75, δεύτερη περίοδος, και άρθρο 81 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009]»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-20/08 και T-21/08,

Evets Corp., με έδρα το Irvine, California (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τον S. Ryan, solicitor,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον A. Folliard-Monguiral,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα κατά δύο αποφάσεων του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 5ης Νοεμβρίου 2007 (υποθέσεις R 603/2007-4 και R 604/2007-4), που αφορούν την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (restitutio in integrum) την οποία υπέβαλε η προσφεύγουσα,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tiili (εισηγήτρια), πρόεδρο, F. Dehousse και I. Wiszniewska-Białecka, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη τα δικόγραφα των προσφυγών που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 8 Ιανουαρίου 2008,

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα αντικρούσεως που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Μαΐου 2008,

έχοντας υπόψη τη διάταξη της 5ης Μαΐου 2009 περί συνεκδικάσεως των υποθέσεων T-20/08 και T-21/08 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 3ης Ιουνίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Την 1η Απριλίου 1996, η προσφεύγουσα, Evets Corp., υπέβαλε δύο αιτήσεις καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Τα σήματα των οποίων ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σήμα DANELECTRO και το εικονιστικό σήμα QWIK TUNE, των οποίων τα προϊόντα εμπίπτουν στις κλάσεις 9 και 15, υπό την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας περί της διεθνούς κατατάξεως των προϊόντων και των υπηρεσιών όσον αφορά την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.

3        Το σήμα QWIK TUNE καταχωρίσθηκε στις 30 Απριλίου 1998 και το σήμα DANELECTRO στις 25 Μαΐου 1998.

4        Στις 7 και 14 Σεπτεμβρίου 2005, το ΓΕΕΑ ενημέρωσε, σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 47, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009) και με τον κανόνα 29 του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), τον εκπρόσωπο της προσφεύγουσας για την πάροδο της προθεσμίας καταχωρίσεως, αντιστοίχως, των σημάτων QWIK TUNE και DANELECTRO. Σύμφωνα με τις κοινοποιήσεις αυτές, οι αιτήσεις ανανεώσεως έπρεπε να υποβληθούν και τα τέλη να καταβληθούν πριν από τις 30 Απριλίου 2006. Οι αιτήσεις μπορούσαν ακόμη να υποβληθούν και τα τέλη να καταβληθούν εντός επιπλέον εξάμηνης προθεσμίας, η οποία έληξε την 1η Νοεμβρίου 2006.

5        Στις 21 και στις 23 Νοεμβρίου 2006, το ΓΕΕΑ κοινοποίησε, σύμφωνα με το άρθρο 47 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 47 του κανονισμού 207/2009), με τον κανόνα 30, παράγραφος 5, με τον κανόνα 84, παράγραφος 3, στοιχείο ια΄, και με τον κανόνα 84, παράγραφος 5, του κανονισμού 2868/95, στον εκπρόσωπο της προσφεύγουσας τη διαγραφή της καταχωρίσεως των σημάτων QWIK TUNE και DANELECTRO από το μητρώο κοινοτικών σημάτων την 1η Οκτωβρίου 2006, ισχύουσα από 1ης Απριλίου 2006. Σε κάθε κοινοποιηθέν έγγραφο αναγραφόταν ότι, σε περίπτωση διαφωνίας, ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας μπορούσε να ζητήσει έγγραφη απόφαση, εντός διμήνου από της ημερομηνίας παραλαβής της κοινοποιήσεως.

6        Στις 26 Ιανουαρίου 2007, ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας υπέβαλε, για τα επίμαχα σήματα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 78 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 81 του κανονισμού 207/2009), αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, με την οποία ζήτησε να αποκατασταθεί στα δικαιώματά του προκειμένου να προβεί στην ανανέωση των επιμάχων καταχωρίσεων, ισχυριζόμενος ότι οι καταχωρίσεις αυτές δεν ανανεώθηκαν εκ παραδρομής, οφειλομένης σε γεγονότα εκτός του δικού του ελέγχου καθώς και του ελέγχου της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, η ευθύνη για την ανανέωση ανατέθηκε σε τρίτο, ο οποίος δεν είχε την ορθή διεύθυνση της προσφεύγουσας στη βάση δεδομένων του. Ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας ζήτησε από το ΓΕΕΑ να εισπράξει τα τέλη επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και ανανεώσεως από τον λογαριασμό όψεως του ΓΕΕΑ τον οποίο είχε ανοίξει. Επισήμανε ότι η προσφεύγουσα έλαβε γνώση της απώλειας των δικαιωμάτων της μόλις στις 26 Νοεμβρίου 2006, ημερομηνία κατά την οποία της διαβίβασε τις κοινοποιήσεις του ΓΕΕΑ ο εκπρόσωπός της.

7        Στις 22 Φεβρουαρίου 2007, το τμήμα «Σήματα και μητρώο» του ΓΕΕΑ απέρριψε την αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Έκρινε ότι η αίτηση είχε υποβληθεί εμπροθέσμως και ήταν παραδεκτή, αλλά ότι η προσφεύγουσα δεν επέδειξε όλη την επιμέλεια που επέβαλλαν οι περιστάσεις. Συγκεκριμένα, κατ’ αυτό, ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας γνώριζε ότι τα επίμαχα σήματα έπρεπε να ανανεωθούν, αλλά δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να βεβαιωθεί, απευθυνόμενος στην προσφεύγουσα, στον τρίτο στον οποίο είχε ανατεθεί η ευθύνη της ανανεώσεως και στο ΓΕΕΑ, ότι η ανανέωση είχε πραγματοποιηθεί ή, ενδεχομένως, ότι επρόκειτο να πραγματοποιηθεί. Ως εκ τούτου, οι καταχωρίσεις των σημάτων DANELECTRO και QWIK TUNE θεωρήθηκαν διαγραφείσες, κατ’ εφαρμογήν του κανόνα 30, παράγραφος 6, του κανονισμού 2868/95.

8        Στις 21 Ιουνίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, δυνάμει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009), κατά των αποφάσεων του τμήματος «Σήματα και μητρώο» της 22ας Φεβρουαρίου 2007.

9        Με αποφάσεις της 5ης Νοεμβρίου 2007 (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή και έκρινε ότι η αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση θεωρούνταν ως μη υποβληθείσα, σύμφωνα με το άρθρο 78, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 81, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009), με την αιτιολογία ότι είχε κατατεθεί μετά τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 78, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 81, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009) και ότι το τέλος επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είχε καταβληθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής. Το τμήμα προσφυγών θεώρησε ότι, δεδομένου ότι οι ημερομηνίες παύσεως του κωλύματος ήταν η 21η Νοεμβρίου 2006 για το σήμα QWIK TUNE και η 23η Νοεμβρίου 2006 για το τμήμα DANELECTRO, ημερομηνίες κατά τις οποίες το ΓΕΕΑ ενημέρωσε τον εκπρόσωπο της προσφεύγουσας ότι τα σήματα είχαν διαγραφεί, η ασκηθείσα στις 26 Ιανουαρίου 2007 προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη.

 Αιτήματα των διαδίκων

10      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις·

–        να κρίνει ότι η αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση υποβλήθηκε εντός της προθεσμίας του άρθρου 78, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94·

–        να αναπέμψει τις υποθέσεις ενώπιον του τμήματος προσφυγών, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας του ζητήματος αν επιδείχθηκε όλη η επιβαλλόμενη επιμέλεια για την ανανέωση των επιμάχων σημάτων·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

11      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

12      Προς στήριξη των προσφυγών της, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, τρεις λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, πρώτον, από παραβίαση της αρχής περί απαγορεύσεως της reformatio in pejus, δεύτερον, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως και, τρίτον, από παράβαση του άρθρου 78 του κανονισμού 40/94.

13      Θα εξετασθεί κατ’ αρχάς ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 78 του κανονισμού 40/94.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 78 του κανονισμού 40/94

14      Κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών υπολόγισε εσφαλμένα τη δίμηνη προθεσμία από την ημερομηνία παύσεως του κωλύματος, η οποία τοποθετείται μεταξύ της 21ης και της 23ης Νοεμβρίου 2006, οπότε το ΓΕΕΑ ενημέρωσε τον εκπρόσωπο της προσφεύγουσας για την έκπτωσή της από τα επίμαχα δικαιώματα, διότι η ημερομηνία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι αυτή κατά την οποία η προσφεύγουσα έλαβε αυτοπροσώπως γνώση της απωλείας των δικαιωμάτων της.

15      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας.

16      Κατά το άρθρο 78, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94, η αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση πρέπει να υποβληθεί εγγράφως εντός προθεσμίας δύο μηνών από την παύση του κωλύματος λόγω του οποίου δεν τηρήθηκε προθεσμία που είχε ως άμεση συνέπεια την απώλεια δικαιώματος ή ένδικου μέσου. Η αίτηση είναι παραδεκτή μόνον εντός προθεσμίας ενός έτους από τη λήξη της μη τηρηθείσας προθεσμίας. Η αίτηση πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά και τους λόγους που προβάλλονται προς στήριξή της. Θεωρείται ότι έχει υποβληθεί μόνον αφού καταβληθεί το τέλος επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

17      Εν προκειμένω, οι διάδικοι συμφωνούν, κατ’ αρχήν, ότι η ημερομηνία «παύσεως του κωλύματος» ήταν αυτή κατά την οποία η προσφεύγουσα πληροφορήθηκε την απώλεια των επιμάχων δικαιωμάτων.

18      Δεν αμφισβητείται ότι ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας παρέλαβε, στις 21 και στις 23 Νοεμβρίου 2006, τα κοινοποιηθέντα έγγραφα του ΓΕΕΑ που γνωστοποιούσαν ότι οι καταχωρίσεις των σημάτων QWIK TUNE και DANELECTRO είχαν διαγραφεί από το μητρώο κοινοτικών σημάτων την 1η Οκτωβρίου 2006, με ισχύ από 1ης Απριλίου 2006.

19      Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση θεωρούνταν ως μη υποβληθείσα, σύμφωνα με το άρθρο 78, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94, διότι είχε κατατεθεί μετά τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 78, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, η οποία έληξε τη Δευτέρα 22, για το σήμα QWIK TUNE, και την Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2007, για το σήμα DANELECTRO.

20      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ως αφετηρία της δίμηνης προθεσμίας μπορούσε να θεωρηθεί η ημερομηνία κατά την οποία η ίδια και όχι ο εκπρόσωπός της έλαβε γνώση της απωλείας των επιμάχων δικαιωμάτων, διότι είχε αναλάβει την ευθύνη να ενεργεί αυτοπροσώπως για την ανανέωση των επιμάχων καταχωρίσεων, μέσω του τρίτου προσώπου, το δε σφάλμα που κατέληξε στη μη τήρηση της προθεσμίας σημειώθηκε στα γραφεία της. Η ημερομηνία αυτή ήταν η 26η Νοεμβρίου 2006 και, επομένως, η αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση υποβλήθηκε εμπροθέσμως.

21      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς υποστηρίζει το ΓΕΕΑ, η ημερομηνία κατά την οποία ο εκπρόσωπος λαμβάνει γνώση της απωλείας ενός δικαιώματος πρέπει να θεωρείται ως η ημερομηνία κατά την οποία ο εκπροσωπούμενος, δηλαδή η προσφεύγουσα, έλαβε γνώση της απωλείας αυτής.

22      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τον κανόνα 77 του κανονισμού 2868/95, κάθε κοινοποίηση ή άλλη ανακοίνωση την οποία το ΓΕΕΑ επιδίδει στον νομίμως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο έχει τις αυτές έννομες συνέπειες όπως όταν επιδίδεται στον αντιπροσωπευόμενο. Το ίδιο ισχύει για κάθε επίδοση προς το ΓΕΕΑ από τον νομίμως εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, η οποία έχει τις αυτές έννομες συνέπειες ως εάν προερχόταν από τον αντιπροσωπευόμενο.

23      Επομένως, για το ΓΕΕΑ, το σημαντικό είναι η επικοινωνία του με τον εκπρόσωπο της προσφεύγουσας και όχι η επικοινωνία μεταξύ της προσφεύγουσας και του εκπροσώπου της.

24      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά το άρθρο 78, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 81, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009), το άρθρο 78 δεν εφαρμόζεται στις προθεσμίες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού. Συνεπώς, αν δεν έχει τηρηθεί η δίμηνη προθεσμία, η οποία αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα υποβολής νέας αιτήσεως περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ακόμη και αν δικαιολογείται η εν λόγω μη τήρηση.

25      Κατά συνέπεια, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση η οποία υποβλήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2007 έπρεπε να θεωρηθεί ως μη υποβληθείσα.

26      Εξάλλου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής δωδεκάμηνης προθεσμίας που έχει προβλεφθεί προκειμένου να κινηθεί διαδικασία επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να μην υπολογίζεται η δίμηνη προθεσμία από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της λήξεως στον εκπρόσωπο του δικαιούχου του σήματος. Σε τέτοια περίπτωση, η δωδεκάμηνη προθεσμία θα ήταν περιττή και θα αρκούσε η δίμηνη προθεσμία για την κίνηση της διαδικασίας επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Η λύση αυτή υιοθετήθηκε από τα συμβούλια προσφυγών του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (ΕΓΔΕ) και, κατά το μέτρο που το άρθρο 78, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 είναι πανομοιότυπο κατ’ ουσίαν προς το άρθρο 122, παράγραφος 2, της Συμβάσεως για τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, της 5ης Οκτωβρίου 1973, όπως έχει τροποποιηθεί, η ίδια λύση πρέπει να εφαρμοσθεί εν προκειμένω.

27      Κατ’ αρχάς υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 122, παράγραφος 2, της Συμβάσεως για τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δεν περιέχει πλέον διάταξη περί προθεσμίας, αλλά παραπέμπει στον κανόνα 136 εκτελεστικού κανονισμού της Συμβάσεως για τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, όπως υιοθετήθηκε με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας της 7ης Δεκεμβρίου 2006. Συνεπώς, η κρίσιμη διάταξη είναι ο κανόνας 136, παράγραφος 1, αυτού του εκτελεστικού κανονισμού.

28      Όσον αφορά την προθεσμία του ενός έτους, αρκεί η διαπίστωση ότι το άρθρο 78, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 δεν αφορά αποκλειστικώς και μόνον την αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, σε περίπτωση μη υποβολής αιτήσεως ανανεώσεως, αλλά καλύπτει και τη μη τήρηση της προθεσμίας στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το κώλυμα είχε ως άμεση συνέπεια, βάσει των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού, την απώλεια δικαιώματος ή ενδίκου μέσου. Το κώλυμα και, προπάντων, η παύση αυτού μπορούν να έχουν πολλές μορφές και, ως εκ τούτου, η προθεσμία του ενός έτους έχει προβλεφθεί ως απόλυτη προθεσμία. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η προθεσμία αυτή δεν θα είχε καμία πρακτική χρησιμότητα, αν η δίμηνη προθεσμία υπολογιζόταν από την επίμαχη «ημερολογιακή αφετηρία» (εν προκειμένω από τις 21 και 23 Νοεμβρίου 2006). Σε περίπτωση που το κώλυμα παύσει μόνον αφότου έχει παρέλθει ένα έτος από τη λήξη της μη τηρηθείσας προθεσμίας, η αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση δεν είναι πλέον παραδεκτή. Συνεπώς, η δίμηνη προθεσμία περιλαμβάνεται στην προθεσμία του ενός έτους.

29      Όσον αφορά την πρακτική των συμβουλίων προσφυγών του ΕΓΔΕ, την οποία επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, αρκεί η διαπίστωση ότι το κοινοτικό καθεστώς σημάτων συνιστά σύστημα αυτόνομο, αποτελούμενο από σύνολο σκοπών και κανόνων που προσιδιάζουν σ’ αυτό, δεδομένου ότι η εφαρμογή του είναι ανεξάρτητη από κάθε εθνικό σύστημα [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2000, T-32/00, Messe München κατά ΓΕΕΑ (electronica), Συλλογή 2000, σ. II-3829, σκέψη 47].

30      Συγκεκριμένα, μολονότι οι έχουσες πανομοιότυπη ή παρόμοια διατύπωση διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, ομοιόμορφα, η Σύμβαση για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δεν αποτελεί κοινοτικό κείμενο και το ΕΓΔΕ δεν είναι κοινοτικό όργανο. Οι αποφάσεις των συμβουλίων προσφυγών του Γραφείου αυτού δεν αποτελούν νομολογία του κοινοτικού δικαίου (προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2007, C-29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Kaul, Συλλογή 2007, σ. I-2213, I-2215, σκέψη 40).

31      Εξάλλου, έστω και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 78 του κανονισμού 40/94 καταρτίστηκε βάσει προτύπου το οποίο ανήκει στο δίκαιο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, ουδόλως προκύπτει ότι η ερμηνεία των δύο διατάξεων πρέπει να είναι η ίδια, εφόσον τα επίμαχα συμφέροντα στους δύο τομείς ενδέχεται να διαφέρουν. Ειδικότερα, το νομικό πλαίσιο του δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας είναι διαφορετικό και οι διατάξεις που διέπουν το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αποβλέπουν στη ρύθμιση διαδικασιών διαφορετικών από εκείνες που εφαρμόζονται στον τομέα των σημάτων [απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Μαΐου 2009, T-136/08, Aurelia Finance κατά ΓΕΕΑ (AURELIA), που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 21].

32      Εν πάση περιπτώσει, από την απόφαση του τεχνικού συμβουλίου προσφυγών του ΕΓΔΕ της 16ης Απριλίου 1985 (T 191/82, ΕΕ ΕΓΔΕ 7/1985, σ. 189), στην οποία παραπέμπει η προσφεύγουσα, ουδόλως προκύπτει ως προς τι το ΕΓΔΕ ερμηνεύει διαφορετικά την κρίσιμη διάταξη. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση εκείνη, κρίθηκε ότι, σε περίπτωση που ο υπάλληλος ενός εντολοδόχου ανακαλύψει ότι η μη τήρηση προθεσμίας προκάλεσε την απώλεια δικαιώματος, το κώλυμα που προκάλεσε την εν λόγω μη τήρηση, δηλαδή η έλλειψη επιγνώσεως της μη τηρήσεως της προθεσμίας, θεωρείται ότι δεν έχει παύσει για όσο διάστημα ο οικείος εντολοδόχος δεν έχει πληροφορηθεί προσωπικώς την κατάσταση, δεδομένου ότι σ’ αυτόν εναπόκειται να αποφασίσει αν πρέπει να υποβάλει αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και, αν αποφασίσει να υποβάλει την αίτηση αυτή, να βρει τους λόγους και τα περιστατικά που πρέπει να προβάλει ενώπιον του ΕΓΔΕ.

33      Εν προκειμένω, ο εντολοδόχος, δηλαδή ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας, δεν ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πληροφορηθεί προσωπικώς την κατάσταση κατά τις ημερομηνίες των κοινοποιήσεων. Συνεπώς, η απόφαση αυτή ουδόλως στηρίζει τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας. Εξάλλου, η σχέση μεταξύ του εκπροσώπου και του υπαλλήλου του δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τη σχέση μεταξύ του εκπροσωπουμένου και του εκπροσώπου του.

34      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 78 του κανονισμού 40/94 πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την παραβίαση της αρχής περί απαγορεύσεως της reformatio in pejus

35      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι, κατά παραβίαση της αρχής περί απαγορεύσεως της reformatio in pejus, το τμήμα προσφυγών την περιήγαγε, κατόπιν της ασκήσεως της προσφυγής της, σε δυσμενέστερη θέση από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν αν δεν είχε ασκήσει προσφυγή, κρίνοντας, για πρώτη φορά, ότι η αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είχε υποβληθεί ενώπιον του τμήματος «Σήματα και μητρώο» μετά τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας.

36      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας.

37      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής την οποία προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο διαδικασίας κατά την οποία το τμήμα προσφυγών είτε ασκεί τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την απόφαση η οποία αποτελεί αντικείμενο της ενώπιόν του προσφυγής είτε αναπέμπει την απόφαση στο εν λόγω τμήμα για τα περαιτέρω, αρκεί να τονιστεί ότι το τμήμα προσφυγών, απορρίπτοντας την προσφυγή της προσφεύγουσας, έκρινε ότι εξακολουθεί να ισχύει η απόφαση του τμήματος «Σήματα και μητρώο». Επομένως, όσον αφορά την απόφαση του τμήματος «Σήματα και μητρώο», κατά το μέτρο που η απόφαση αυτή απέρριψε τα αιτήματα της προσφεύγουσας, η προσφεύγουσα δεν περιήλθε, κατόπιν της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε δυσμενέστερη νομική θέση από εκείνη στην οποία βρισκόταν πριν από την άσκηση της προσφυγής.

38      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 62, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 64, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009) προκύπτει ότι, κατόπιν της εξετάσεως της προσφυγής επί της ουσίας, το τμήμα προσφυγών αποφαίνεται επί της προσφυγής και μπορεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να «ασκήσει τις αρμοδιότητες του τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση», ήτοι, στην υπό κρίση υπόθεση, να αποφανθεί επί της αιτήσεως περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, απορρίπτοντάς την ή κηρύσσοντάς τη βάσιμη και επιβεβαιώνοντας ή ακυρώνοντας, κατ’ επέκταση, την εκδοθείσα σε πρώτο βαθμό απόφαση. Επομένως, λόγω του αποτελέσματος που παράγει η προσφυγή της οποίας επιλαμβάνεται, το τμήμα προσφυγών καλείται να προβεί σε νέα πλήρη εξέταση της ουσίας της αιτήσεως περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, τόσο από νομικής απόψεως όσο και ως προς τα πραγματικά περιστατικά (προπαρατεθείσα απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul, σκέψεις 56 και 57).

39      Όπως υποστηρίζει το ΓΕΕΑ, τα ζητήματα που αφορούν το παραδεκτό δεν μπορούν να αποκλεισθούν από αυτή τη «νέα πλήρη εξέταση» της αιτήσεως περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, οι κανόνες περί των προθεσμιών θεσπίστηκαν προκειμένου να διασφαλίζεται η ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται κάθε αυθαίρετη διάκριση ή μεταχείριση (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 21ης Νοεμβρίου 2005, T-426/04, Tramarin κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-4765, σκέψη 60, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αυτή η γενική διαπίστωση εφαρμόζεται επίσης στις προθεσμίες που προβλέπουν οι κανονισμοί για το κοινοτικό σήμα [απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 2008, T-218/06, Neurim Pharmaceuticals (1991) κατά ΓΕΕΑ – Eurim-Pharm Arzneimittel (Neurim PHARMACEUTICALS), που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 44].

40      Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί την απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Φεβρουαρίου 2000, T-122/99, Procter & Gamble κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα σαπουνιού) (Συλλογή 2000, σ. II-265), κατά το μέτρο που το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το τμήμα προσφυγών δεν ήταν αρμόδιο να προβεί σε νέα εξέταση των προϋποθέσεων καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως και να κρίνει απαράδεκτη την αίτηση καταχωρίσεως (σκέψεις 29 έως 34). Συγκεκριμένα, διαπιστώνοντας αυτεπαγγέλτως, εκ των υστέρων, ένα τυπικό ελάττωμα το οποίο δεν εξετάστηκε από τον εξεταστή, το τμήμα προσφυγών στέρησε, επομένως, από την προσφεύγουσα την επιλογή να υποβάλει ενώπιον του ΓΕΕΑ νέα αίτηση καταχωρίσεως, η οποία θα της είχε καταστήσει δυνατό να τύχει προγενέστερης ημερομηνίας καταθέσεως από αυτήν που θα μπορούσε να επιτύχει μετά την έκδοση της εν λόγω προσβαλλομένης αποφάσεως (προπαρατεθείσα απόφαση Σχήμα σαπουνιού, σκέψεις 29 και 30).

41      Εν προκειμένω, η υπέρβαση της εν λόγω προθεσμίας δεν μπορούσε να θεραπευθεί με κανένα τρόπο, οπότε το τμήμα προσφυγών ουδόλως στέρησε την προσφεύγουσα από οποιαδήποτε επιλογή.

42      Όσον αφορά την πρακτική των συμβουλίων προσφυγών του ΕΓΔΕ, την οποία επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, αρκεί η υπόμνηση ότι οι αποφάσεις του Γραφείου αυτού δεν αποτελούν νομολογία του κοινοτικού δικαίου.

43      Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση του ανωτάτου συμβουλίου προσφυγών του ΕΓΔΕ της 14ης Ιουλίου 1994 (G 9/92, ΕΕ ΕΓΔΕ 2/1994, σ. 875), την οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογία στην υπό κρίση υπόθεση διότι δεν αφορά τη μη τήρηση προθεσμίας, αλλά το ζήτημα αν μπορούσε να αμφισβητηθεί το περιεχόμενο ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας, όπως εγκρίθηκε με την ενδιάμεση απόφαση.

44      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση της αρχής περί απαγορεύσεως της reformatio in pejus.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως

45      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών παρέλειψε, κατά παράβαση του άρθρου 61, παράγραφος 2, και του άρθρου 73, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 63, παράγραφος 2, και άρθρο 75, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 207/2009), να της παράσχει τη δυνατότητα, πριν από την έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων, να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί των λόγων για τους οποίους το τμήμα προσφυγών απέρριψε την προσφυγή της, προβάλλοντας, για πρώτη φορά, ότι η αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είχε κατατεθεί εκπροθέσμως ενώπιον του τμήματος «Σήματα και μητρώο».

46      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας.

47      Πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 73, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 40/94, οι αποφάσεις του ΓΕΕΑ δεν μπορούν να στηρίζονται παρά μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση. Η διάταξη αυτή κατοχυρώνει, στο πλαίσιο του δικαίου περί του κοινοτικού σήματος, τη γενική αρχή προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας. Δυνάμει αυτής της γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου, οι αποδέκτες των αποφάσεων των δημοσίων αρχών οι οποίες θίγουν αισθητά τα συμφέροντά τους πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν αποτελεσματικά την άποψή τους. Το δικαίωμα ακροάσεως καλύπτει μεν όλα τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία στα οποία βασίζεται η λήψη της αποφάσεως, αλλά δεν καλύπτει την τελική θέση την οποία προτίθεται να λάβει η διοίκηση [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 2007, T-317/05, Kustom Musical Amplification κατά ΓΕΕΑ (Σχήμα κιθάρας), Συλλογή 2007, σ. II-427, σκέψεις 24, 26 και 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

48      Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη νομολογία, τα δικαιώματα άμυνας προσβάλλονται λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας μόνο στο μέτρο που αυτή είχε συγκεκριμένη επίπτωση στη δυνατότητα των θιγομένων επιχειρήσεων να αμυνθούν. Επομένως, η μη τήρηση των ισχυόντων κανόνων που σκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας μπορεί να καταστήσει παράνομη τη διοικητική διαδικασία μόνον αν αποδεικνύεται ότι η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση τηρήσεως των εν λόγω κανόνων [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Μαΐου 2009, T-410/07, Jurado Hermanos κατά ΓΕΕΑ (JURADO), που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

49      Όπως διαπιστώθηκε από την εξέταση του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 78 του κανονισμού 40/94, ορθώς το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είχε υποβληθεί μετά τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας και, επομένως, έπρεπε να θεωρηθεί ως μη υποβληθείσα.

50      Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το τμήμα προσφυγών προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως της προσφεύγουσας, η προσβολή αυτή δεν θα μπορούσε να θίξει τη νομιμότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων [βλ., υπό την έννοια αυτή απόφαση της 20ής Απριλίου 2005, T-273/02, Krüger κατά ΓΕΕΑ – Calpis (CALPICO), Συλλογή 2005, σ. IΙ-1271, σκέψη 68].

51      Εξάλλου, εν προκειμένω, απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου ως προς το τι θα έλεγε η προσφεύγουσα αν είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της συναφώς, αυτή ισχυρίστηκε απλώς ότι υπήρχε αμφισβήτηση όσον αφορά την ταυτότητα του εκπροσώπου και ότι η πρακτική του ΓΕΕΑ διέφερε από αυτή του ΕΓΔΕ. Έναντι του ΓΕΕΑ, ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας ήταν αυτός ο οποίος παρέλαβε τα κοινοποιηθέντα έγγραφα και ο οποίος, εξάλλου, κατέθεσε την αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Αν υποτεθεί ότι τούτο δεν συνέβη, ο εκπρόσωπος δεν θα ήταν σε θέση να υποβάλει την εν λόγω αίτηση, η οποία θα έπρεπε, κατά μείζονα λόγο, να θεωρηθεί ως ουδέποτε υποβληθείσα. Επιπλέον, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, η πρακτική του ΕΓΔΕ δεν δεσμεύει το ΓΕΕΑ. Ως εκ τούτου, η απάντηση της προσφεύγουσας ενισχύει τη διαπίστωση ότι δεν προσβλήθηκε το δικαίωμά της ακροάσεως.

52      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί την προπαρατεθείσα απόφαση Σχήμα σαπουνιού, κατά την οποία το τμήμα προσφυγών προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας μη παρέχοντάς της την ευκαιρία να διατυπώσει την άποψή της επί των δύο νέων απολύτων λόγων απαραδέκτου που αυτό δέχθηκε αυτεπαγγέλτως (προπαρατεθείσα απόφαση Σχήμα σαπουνιού, σκέψη 47).

53      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως.

54      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσφυγές της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν.

55      Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει η κρίση επί του παραδεκτού του δευτέρου και του τρίτου αιτήματος της προσφεύγουσας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

56      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

2)      Καταδικάζει την Evets Corp. στα δικαστικά έξοδα.

Tiili

Dehousse

Wiszniewska-Białecka

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Σεπτεμβρίου 2009.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.