Language of document : ECLI:EU:T:2021:941

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 17ης Δεκεμβρίου 2021 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Οικονομική και νομισματική πολιτική – Πρόγραμμα στήριξης της σταθερότητας της Κύπρου – Δηλώσεις της Ευρωομάδας της 16ης και της 25ης Μαρτίου 2013 σχετικά με την Κύπρο – Δήλωση του προέδρου της Ευρωομάδας της 21ης Μαρτίου 2013 σχετικά με την Κύπρο – Εσφαλμένος προσδιορισμός του εναγομένου – Προδήλως απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑495/14,

Γεώργιος Θεοδωράκης, κάτοικος Χανίων (Ελλάδα),

Μαρία Θεοδωράκη, κάτοικος Χανίων,

εκπροσωπούμενοι από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

ενάγοντες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον A. de Gregorio Merino και τις Ε. Χατζηιωακειμίδου και E. Dumitriu-Segnana,

εναγομένου,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B. Smulders, J.‑P. Keppenne, M. Κωνσταντινίδη και την S. Delaude,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αγωγή δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι υπέστησαν λόγω των δηλώσεων της Ευρωομάδας της 16ης και της 25ης Μαρτίου 2013 και της δήλωσης του προέδρου της Ευρωομάδας της 21ης Μαρτίου 2013,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen (εισηγητή), πρόεδρο, M. Jaeger, N. Półtorak, O. Porchia και M. Stancu, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις αρχές του 2012 η Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (στο εξής: Λαϊκή) και η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στο εξής: BoC) αντιμετώπισαν σημαντικές δυσχέρειες. Λόγω της συνεχιζόμενης επιδείνωσης της χρηματοπιστωτικής κατάστασης των δύο αυτών κυπριακών τραπεζών, η Κυπριακή Κυβέρνηση έκρινε αναγκαίο να παρέμβει.

2        Κατόπιν της ύψους 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ ανακεφαλαιοποίησης της Λαϊκής τον Ιούνιο του 2012, η Κυπριακή Δημοκρατία αντιμετώπισε και η ίδια σοβαρές χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες.

3        Στις 25 Ιουνίου 2012 η Κυπριακή Δημοκρατία υπέβαλε στον πρόεδρο της Ευρωομάδας αίτημα για χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) ή από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ).

4        Με δήλωση της 27ης Ιουνίου 2012, η Ευρωομάδα ανέφερε ότι η ζητηθείσα χρηματοπιστωτική συνδρομή θα χορηγούνταν είτε από το ΕΤΧΣ είτε από τον ΕΜΣ, στο πλαίσιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής που θα συγκεκριμενοποιείτο από μνημόνιο συναντίληψης, για το οποίο θα διεξάγονταν διαπραγματεύσεις μεταξύ, αφενός, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), και, αφετέρου, των κυπριακών αρχών.

5        Τον Μάρτιο του 2013 η Κυπριακή Δημοκρατία και τα λοιπά κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ (στο εξής: ΚΜΖΕ) κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία επί σχεδίου μνημονίου συναντίληψης.

6        Με δήλωση της 16ης Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα χαιρέτισε την ανωτέρω συμφωνία, καθώς και τη δέσμευση των κυπριακών αρχών να λάβουν πρόσθετα μέτρα κινητοποίησης εσωτερικών πόρων, προκειμένου να μειωθεί το ύψος της χρηματοπιστωτικής συνδρομής που θα παρείχετο στο πλαίσιο του προαναφερθέντος στη σκέψη 4 προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής. Μεταξύ των μέτρων αυτών περιλαμβάνονταν, ειδικότερα, η θέσπιση εισφοράς επί των τραπεζικών καταθέσεων στην Κύπρο, η αναδιάρθρωση και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καθώς και η διάσωση με ίδια μέσα των κατόχων ομολόγων χαμηλής εξοφλητικής προτεραιότητας. Η Ευρωομάδα υπογράμμισε, επίσης, ότι το μέγεθος του κυπριακού χρηματοπιστωτικού τομέα επρόκειτο να περιοριστεί στον κατάλληλο βαθμό, ώστε να παύσει αυτός να είναι τόσο ευάλωτος και δυσανάλογος σε σχέση με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ) της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωομάδα ανέφερε ότι, κατά την άποψή της, ήταν κατ’ αρχήν δικαιολογημένη η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής ικανής να διασφαλίσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ζώνης του ευρώ, κάλεσε δε τα ενδιαφερόμενα μέρη να επιταχύνουν τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις.

7        Στις 19 Μαρτίου 2013 η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων καταψήφισε σχέδιο νόμου της Κυπριακής Κυβέρνησης για τη θέσπιση εισφοράς επί όλων των τραπεζικών καταθέσεων στην Κύπρο. Κατόπιν τούτου, η Κυπριακή Κυβέρνηση κατήρτισε νέο σχέδιο νόμου το οποίο προέβλεπε αποκλειστικά την αναδιάρθρωση της BoC και της Λαϊκής.

8        Στις 21 Μαρτίου 2013 ο πρόεδρος της Ευρωομάδας δήλωσε ότι η Ευρωομάδα ήταν έτοιμη να συζητήσει με τις κυπριακές αρχές μια νέα πρόταση, η οποία αναμενόταν να υποβληθεί το συντομότερο δυνατόν. Διευκρίνισε ότι η Ευρωομάδα θα ήταν, βάσει ανάλυσης της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, έτοιμη να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις επί ενός προγράμματος προσαρμογής τηρώντας παράλληλα τις παραμέτρους που είχε προηγουμένως καθορίσει.

9        Στις 22 Μαρτίου 2013 η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε τον Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο (αριθ. 17(I)/2013) [ΕΕ, παράρτημα I (I), αριθ. 4379, 22.3.2013, σ. 117] (στο εξής: νόμος της 22ας Μαρτίου 2013). Δυνάμει των άρθρων 3, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (στο εξής: ΚΤΚ) δύναται να αποφασίζει, από κοινού με τον Κύπριο Υπουργό Οικονομικών, τη λήψη μέτρων για την εξυγίανση των ιδρυμάτων που εμπίπτουν στον εν λόγω νόμο. Προς τον σκοπό αυτό, κατ’ αρχάς, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 προβλέπει ότι η ΚΤΚ μπορεί, μέσω της έκδοσης διατάγματος, να απαιτεί την αναδιάρθρωση των χρεών και υποχρεώσεων, υφιστάμενων ή μελλοντικών, οποιουδήποτε τύπου, του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης, τροποποίησης, διευθέτησης ή αντικατάστασης του αρχικού κεφαλαίου ή του υπολειπόμενου ποσού, ή την ολική ή μερική μετατροπή χρεωστικών τίτλων ή υποχρεώσεων σε μετοχικό κεφάλαιο. Περαιτέρω, το άρθρο αυτό προβλέπει ότι εξαιρούνται από τα μέτρα αυτά οι εγγυημένες καταθέσεις, κατά την έννοια του άρθρου 2, πέμπτο εδάφιο, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013, τουτέστιν οι καταθέσεις μέχρι του ποσού των 100 000 ευρώ. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του ίδιου νόμου προβλέπει ότι οι μέτοχοι ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση επωμίζονται πρώτοι τυχόν ζημιές που προκύπτουν από την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, ενώ οι πιστωτές του επωμίζονται τις ζημιές μετά τους μετόχους. Τέλος, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του εν λόγω νόμου, τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των διατάξεών του δεν επιτρέπεται να περιαγάγουν τους πιστωτές των οικείων τραπεζών σε δυσμενέστερη οικονομική θέση από εκείνη στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση εκκαθάρισης των τραπεζών αυτών. Στο άρθρο 12, παράγραφος 14, του ανωτέρω νόμου διευκρινίζεται ότι, σε περίπτωση εφαρμογής του μέτρου που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου, τα θιγόμενα μέρη λαμβάνουν, κατά την εξόφληση των απαιτήσεών τους, τουλάχιστον τα ποσά που θα είχαν λάβει, δυνάμει του κυπριακού δικαίου, αν οι εν λόγω τράπεζες είχαν εκκαθαριστεί.

10      Με δήλωση της 25ης Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα ανακοίνωσε την επίτευξη συμφωνίας με τις κυπριακές αρχές επί των ουσιωδών στοιχείων ενός μελλοντικού προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής, το οποίο είχε την υποστήριξη όλων των ΚΜΖΕ, καθώς και της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ.

11      Στη δήλωση αυτή αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Η Ευρωομάδα χαιρετίζει τα σχέδια για την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, όπως προσδιορίζονται στο παράρτημα. Τα μέτρα αυτά θα αποτελέσουν τη βάση για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Ειδικότερα, εξασφαλίζουν όλες τις καταθέσεις κάτω των 100 000 ευρώ, σύμφωνα με τις αρχές της Ένωσης.

Το πρόγραμμα θα περιλαμβάνει μια αποφασιστική προσέγγιση με στόχο την εξάλειψη των ανισορροπιών στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού τομέα θα περιοριστεί στον κατάλληλο βαθμό [...]

Η Ευρωομάδα ζητεί πάραυτα την άμεση εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ της [Κυπριακής Δημοκρατίας] και της [Ελληνικής Δημοκρατίας] σχετικά με τα ελληνικά υποκαταστήματα των κυπριακών τραπεζών, η οποία προστατεύει τη σταθερότητα αμφότερων των τραπεζικών συστημάτων, τόσο του ελληνικού όσο και του κυπριακού.»

12      Το παράρτημα της εν λόγω δήλωσης αναφέρει τα ακόλουθα:

«Μετά από την παρουσίαση των πολιτικών σχεδίων των αρχών [της Κυπριακής Δημοκρατίας], για τα οποία η Ευρωομάδα εξέφρασε σε γενικές γραμμές την ικανοποίησή της, συμφωνήθηκαν τα εξής:

1.      Θα υπάρξει άμεση εκκαθάριση της Λαϊκής –με πλήρη συμμετοχή των μετόχων, των ομολογιούχων και των μη εξασφαλισμένων καταθετών– με απόφαση της [ΚΤΚ], η οποία θα εκδοθεί βάσει του προσφάτως θεσπισθέντος πλαισίου για την εξυγίανση των τραπεζών.

2.      Η Λαϊκή θα χωριστεί σε τράπεζα επισφαλειών και σε υγιή τράπεζα. Η τράπεζα επισφαλειών θα εκκαθαριστεί.

3.      Η υγιής τράπεζα θα ενσωματωθεί στην [BoC] με χρήση του πλαισίου για την εξυγίανση των τραπεζών και κατόπιν διαβουλεύσεως με τα διοικητικά συμβούλια της BoC και της Λαϊκής. Θα λάβει [μέσω του έκτακτου μηχανισμού ρευστότητας] στήριξη ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ. Μόνον οι μη εξασφαλισμένες καταθέσεις της BoC θα παραμείνουν δεσμευμένες έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία ανακεφαλαιοποιήσεως, ενώ ενδέχεται στη συνέχεια να υποβληθούν σε κατάλληλους όρους.

4.      Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα παράσχει ρευστότητα στην BoC σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες.

5.      Η ανακεφαλαιοποίηση της BoC θα γίνει με μετατροπή των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων σε ίδια κεφάλαια με πλήρη συμμετοχή των μετόχων και των ομολογιούχων.

6.      Η μετατροπή θα γίνει με τρόπο ώστε να διασφαλισθεί δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας 9 % μέχρι το τέλος του προγράμματος.

7.      Όλοι οι εξασφαλισμένοι καταθέτες όλων των τραπεζών προστατεύονται σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της [Ένωσης].

8.      Τα χρήματα του προγράμματος (έως 10 δισεκατομμύρια ευρώ) δεν θα χρησιμοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής ή της [BoC].»

13      Στις 29 Μαρτίου 2013 εκδόθηκε, βάσει του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013, το Περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013, Κανονιστική Διοικητική Πράξη αριθ. 104 [ΕΕ, παράρτημα III (I), αριθ. 4645, 29.3.2013, σ. 781 έως 788] (στο εξής: διάταγμα υπ’ αριθ. 104).

14      Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 2 και 5 του διατάγματος υπ’ αριθ. 104 προέβλεπαν τη μεταβίβαση στην BoC, στις 29 Μαρτίου 2013 και ώρα 06:10, ορισμένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της Λαϊκής, στην οποία οι ενάγοντες, Γεώργιος Θεοδωράκης και Μαρία Θεοδωράκη, διατηρούσαν τότε καταθέσεις άνω των 100 000 ευρώ. Μεταξύ των μεταβιβαζόμενων στοιχείων περιλαμβάνονταν οι καταθέσεις κάτω των 100 000 ευρώ. Οι καταθέσεις άνω των 100 000 ευρώ διατηρήθηκαν στη Λαϊκή, εν αναμονή της εκκαθάρισής της.

15      Στις 25 Απριλίου 2013 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενεργώντας δυνάμει του άρθρου 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εξέδωσε την απόφαση 2013/236/ΕΕ, που απευθύνεται στην Κυπριακή Δημοκρατία, σχετικά με ειδικά μέτρα για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης (ΕΕ 2013, L 141, σ. 32). Η απόφαση αυτή αναφέρει ότι η «ανακεφαλαιοποίηση [της Λαϊκής και της BoC] θα προερχόταν αποκλειστικά από το εσωτερικό των τραπεζών αυτών (δηλαδή από τους μετόχους, τους ομολογιούχους και τους καταθέτες)» και προβλέπει σειρά από «μέτρα και αποτελέσματα» προκειμένου να διορθωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και να αποκατασταθεί η ευρωστία του χρηματοπιστωτικού συστήματός της.

16      Στις 26 Απριλίου 2013 υπεγράφη νέο μνημόνιο από τον αντιπρόεδρο της Επιτροπής, εξ ονόματος του ΕΜΣ, από τον Υπουργό Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας και από τον διοικητή της ΚΤΚ.

17      Στις 8 Μαΐου 2013 ο ΕΜΣ, η Κυπριακή Δημοκρατία και η ΚΤΚ συνήψαν συμφωνία για τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής. Την ίδια ημέρα το συμβούλιο διευθυντών του ΕΜΣ ενέκρινε την εν λόγω συμφωνία.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Ιουνίου 2014, οι ενάγοντες άσκησαν την υπό κρίση αγωγή.

19      Με το δικόγραφο της αγωγής, οι ενάγοντες ζητούν κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει το Συμβούλιο, προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστησαν, να τους καταβάλει το ποσό των 1 431 193,58 ευρώ, εντόκως από τις 29 Μαρτίου 2013 έως την έκδοση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου·

–        επικουρικώς, να υποχρεώσει το Συμβούλιο, προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστησαν, να τους καταβάλει τα τέσσερα πέμπτα του ανωτέρω ποσού, ήτοι 1 144 954,86 ευρώ, εντόκως από τις 29 Μαρτίου 2013 έως την έκδοση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου·

–        όλως επικουρικώς, να καθορίσει το ποσό που θα υποχρεωθεί να τους καταβάλει το Συμβούλιο προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστησαν·

–        να υποχρεώσει το Συμβούλιο να τους καταβάλει το ποσό των 50 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν συνεπεία της παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως·

–        να υποχρεώσει το Συμβούλιο να τους καταβάλει το ποσό των 50 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν συνεπεία της προσβολής του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στη δικαστική δαπάνη τους.

20      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Σεπτεμβρίου 2014, το Συμβούλιο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991.

21      Με την ένσταση απαραδέκτου, το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα.

22      Με έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2014, το Συμβούλιο υπέβαλε αίτηση αναστολής της παρούσας διαδικασίας, την οποία ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε με απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2015.

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Νοεμβρίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ του Συμβουλίου.

24      Με δικόγραφο της 5ης Ιανουαρίου 2015, οι ενάγοντες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να τύχουν εφαρμογής το άρθρο 115, παράγραφος 1, και το άρθρο 116, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, καθότι η αίτηση παρεμβάσεως της Επιτροπής ήταν εκπρόθεσμη.

25      Οι ενάγοντες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου του Συμβουλίου στις 7 Ιανουαρίου 2015. Με τις παρατηρήσεις τους ζητούν κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου και να προχωρήσει στην εξέταση του βασίμου της αγωγής·

–        επικουρικώς, να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υπόθεσης·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι ενάγοντες όσον αφορά και την ένσταση απαραδέκτου.

26      Με διάταξη της 3ης Ιουνίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να συνεξετάσει την ένσταση απαραδέκτου με την ουσία της υπόθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 114, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

27      Με διάταξη της 29ης Ιουνίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο επέτρεψε στην Επιτροπή να παρέμβει. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε κατ’ ουσίαν ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία έξι και πλέον εβδομάδες μετά την ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προβλέπεται από το άρθρο 24, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, η παρέμβασή της έπρεπε να περιοριστεί στην υποβολή παρατηρήσεων κατά την προφορική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 6, του εν λόγω Κανονισμού.

28      Στις 28 Ιουλίου 2015 το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου. Με το υπόμνημα αυτό, το Συμβούλιο ζητεί κατ’ ουσίαν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κηρύξει την αγωγή απαράδεκτη στο σύνολό της·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την αγωγή στο σύνολό της ως προδήλως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα.

29      Στις 14 Ιανουαρίου 2016 οι ενάγοντες κατέθεσαν υπόμνημα απαντήσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

30      Στις 22 Φεβρουαρίου 2016 το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

31      Με έγγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Μαρτίου 2016, οι ενάγοντες ζήτησαν τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

32      Στις 18 Απριλίου 2016 ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 69, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, αφού άκουσε τους κύριους διαδίκους, να αναστείλει τη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση έως την έκδοση αποφάσεων που περατώνουν τη δίκη επί των υποθέσεων C‑8/15 P, Ledra Advertising κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑9/15 P, Ελευθερίου κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑10/15 P, Θεοφίλου και Θεοφίλου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑105/15 P, Μαλλής και Μαλλή κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑106/15 P, Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Τραπέζης Κύπρου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑107/15 P, Χατζηθωμά κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑108/15 P, Χατζηιωάννου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, και C‑109/15 P, Νικολάου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ.

33      Η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση συνεχίστηκε μετά την έκδοση των αποφάσεων της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701) και Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑105/15 P έως C‑109/15 P, EU:C:2016:702), με τις οποίες το Δικαστήριο περάτωσε τη δίκη επί των υποθέσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 32 ανωτέρω.

34      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

35      Στις 24 Οκτωβρίου 2016, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους κύριους διαδίκους να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με τις συνέπειες που είχαν κατά την άποψή τους για την υπό κρίση διαφορά οι δύο αποφάσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 33 ανωτέρω. Οι κύριοι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο εν λόγω αίτημα εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

36      Στις 17 Μαΐου 2017, κατόπιν πρότασης του τετάρτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπό κρίση υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

37      Με απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, εκδοθείσα βάσει του άρθρου 69, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο πρόεδρος του τετάρτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού άκουσε τους κύριους διαδίκους, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία έως την έκδοση οριστικών αποφάσεων επί των υποθέσεων T‑680/13, K. Chrysostomides & Co. κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ., και T‑786/14, Μπουρδούβαλη κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ.

38      Μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων της 13ης Ιουλίου 2018, K. Chrysostomides & Co. κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ. (T‑680/13, EU:T:2018:486) και Μπουρδούβαλη κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ. (T‑786/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:487), με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο περάτωσε τις δίκες επί των υποθέσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 37 ανωτέρω, η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση συνεχίστηκε.

39      Στις 4 Σεπτεμβρίου 2018, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με τις συνέπειες που είχαν κατά την άποψή τους για την υπό κρίση διαφορά οι αποφάσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 38 ανωτέρω.

40      Την 1η Οκτωβρίου 2018 το Συμβούλιο ζήτησε την αναστολή της διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί, στις υποθέσεις C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, επί των αιτήσεων αναιρέσεως που ασκήθηκαν κατά των αποφάσεων της 13ης Ιουλίου 2018, K. Chrysostomides & Co. κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ. (T‑680/13, EU:T:2018:486) και Μπουρδούβαλη κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ. (T‑786/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:487).

41      Με απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2018, εκδοθείσα βάσει του άρθρου 69, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο πρόεδρος του τετάρτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού άκουσε τους διαδίκους, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία έως την έκδοση αποφάσεων που περατώνουν τη δίκη επί των υποθέσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 40 ανωτέρω.

42      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα και, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε στο πρώτο πενταμελές τμήμα.

43      Μετά την έκδοση της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά K. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), με την οποία το Δικαστήριο περάτωσε τη δίκη επί των υποθέσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 40 ανωτέρω, η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση συνεχίστηκε.

44      Στις 19 Ιανουαρίου 2021, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με τις συνέπειες που είχαν, κατά την άποψή τους, για την υπό κρίση διαφορά η απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά K. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), και, εφόσον αυτό ήταν αναγκαίο και κατά το μέρος που δεν είχαν αναιρεθεί από το Δικαστήριο, οι αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2018, K. Chrysostomides & Co. κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ. (T‑680/13, EU:T:2018:486) και Μπουρδούβαλη κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ. (T‑786/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:487). Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

 Σκεπτικό

45      Δυνάμει του άρθρου 126 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν το Γενικό Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής ή η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

46      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει επαρκώς διαφωτισθεί από τα στοιχεία της δικογραφίας και αποφασίζει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 126 του Κανονισμού Διαδικασίας, να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

 Επί του προσδιορισμού του εναγομένου

47      Όπως προκύπτει από το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, οι αγωγές λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να στρέφονται τυπικώς κατά του θεσμικού οργάνου στο οποίο καταλογίζονται οι ενέργειες οι οποίες, κατά τον ενάγοντα, προξένησαν τη ζημία της οποίας την αποκατάσταση ζητεί (πρβλ. απόφαση της 23ης Μαρτίου 2004, Διαμεσολαβητής κατά Lamberts, C‑234/02 P, EU:C:2004:174, σκέψη 67· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Elitaliana κατά Eulex Κοσσυφοπέδιο, C‑439/13 P, EU:C:2015:753, σκέψη 72).

48      Ωστόσο, ο προσδιορισμός στο δικόγραφο της αγωγής εναγομένου διαφορετικού από εκείνον στον οποίο καταλογίζονται οι ως άνω ενέργειες δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο της αγωγής εάν το δικόγραφο περιέχει στοιχεία που καθιστούν δυνατό τον άνευ αμφισημίας προσδιορισμό του διαδίκου κατά του οποίου στρέφεται η αγωγή. Σε τέτοια περίπτωση, ως εναγόμενος πρέπει να θεωρηθεί το πρόσωπο στο οποίο καταλογίζονται οι οικείες ενέργειες, έστω και αν αυτό δεν μνημονεύεται στο εισαγωγικό τμήμα του δικογράφου της αγωγής (βλ., κατ’ αναλογία, διάταξη της 16ης Οκτωβρίου 2006, Aisne et Nature κατά Επιτροπής, T‑173/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2006:320, σκέψη 17· πρβλ. επίσης, κατ’ αναλογία, απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Elitaliana κατά Eulex Κοσσυφοπέδιο, C‑439/13 P, EU:C:2015:753, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Εντούτοις, όταν το δικόγραφο στρέφεται σαφώς κατά προσώπου διαφορετικού από εκείνο στο οποίο πρέπει να καταλογισθούν οι οικείες ενέργειες, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί ούτε να παραβλέψει ούτε να υποκαταστήσει την πρόδηλη βούληση του ενάγοντος και δεν έχει άλλη επιλογή από το να κηρύξει την αγωγή απαράδεκτη (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Elitaliana κατά Eulex Κοσσυφοπέδιο, C‑439/13 P, EU:C:2015:753, σκέψη 73). Πράγματι, σε τέτοια περίπτωση, ο προσδιορισμός του εναγομένου στο δικόγραφο δεν οφείλεται σε πλάνη και δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να προσδιορίσει τον διάδικο κατά του οποίου θα έπρεπε να στρέφεται η αγωγή ούτως ώστε να πληρούνται οι επιταγές του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 [πρβλ. διάταξη της 4ης Ιουνίου 2013, Elitaliana κατά Eulex Κοσσυφοπέδιο, T‑213/12, EU:T:2013:292, σκέψη 39, και απόφαση της 3ης Ιουνίου 2015, Luxembourg Pamol (Cyprus) και Luxembourg Industries κατά Επιτροπής, T‑578/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:354, σκέψη 51].

50      Εν προκειμένω, από το εισαγωγικό τμήμα του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι η υπό κρίση αγωγή στρέφεται κατά του «Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υπό τη σύνθεση της Ευρωομάδας)». Κατά τους ενάγοντες, στο Συμβούλιο καταλογίζονται οι ακόλουθες ενέργειες (στο εξής: επίμαχες ενέργειες):

–        η δήλωση της Ευρωομάδας της 16ης Μαρτίου 2013·

–        η δήλωση του προέδρου της Ευρωομάδας της 21ης Μαρτίου 2013·

–        η δήλωση της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013, συνοδευόμενη από το παράρτημα που περιλαμβάνει τη «συμφωνία» την οποία οι κυπριακές αρχές εξαναγκάσθηκαν να συνάψουν με τους Υπουργούς Οικονομικών των ΚΜΖΕ, ως μέλη της Ευρωομάδας.

51      Στο κύριο μέρος του δικογράφου της αγωγής, οι ενάγοντες διευκρινίζουν ότι η Ευρωομάδα είναι «[μ]ια εκ των συνθέσεων υπό τις οποίες ενεργεί το Συμβούλιο». Υποστηρίζουν ότι μέσω των επίμαχων ενεργειών, καθ’ υπέρβαση των ορίων των αρμοδιοτήτων του και κατά παραβίαση του παράγωγου δικαίου και των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης το «Συμβούλιο, υπό τη σύνθεση της Ευρωομάδας», επέβαλε στην Κυπριακή Δημοκρατία τα προβλεπόμενα από το διάταγμα υπ’ αριθ. 104 μέτρα και, συνεπώς, προκάλεσε την απομείωση των τραπεζικών καταθέσεών τους ή, πάντως, συνέβαλε σε αυτήν.

52      Διαπιστώνεται, όμως, ότι η Ευρωομάδα ήταν εκείνη που προέβη στις επίμαχες ενέργειες και ότι καμία εξ αυτών δεν περιέχει την παραμικρή αναφορά στο Συμβούλιο.

53      Ωστόσο, στο σημείο 30 της απάντησής τους στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 19ης Ιανουαρίου 2021, οι ενάγοντες επέμειναν ότι «δεν [έστρεφαν] την αγωγή τους κατά της Ευρωομάδας ως διακριτής οντότητας της Ένωσης αλλά κατά του Συμβουλίου, το οποίο συνιστά θεσμικό όργανο της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, ΣΕΕ» και του οποίου η Ευρωομάδα συνιστά «ειδική πλειοψηφία». Στο σημείο 35 της ίδιας απάντησης, οι ενάγοντες επανέλαβαν ότι οι επίμαχες ενέργειες ήταν καταλογιστέες στο Συμβούλιο, υπό τη σύνθεση της Ευρωομάδας.

54      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο προσδιορισμός του Συμβουλίου ως εναγομένου στο δικόγραφο της αγωγής δεν οφείλεται σε πλάνη εκ μέρους των εναγόντων. Αντιθέτως, είναι απόρροια της άποψης που επανέλαβαν καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, κατά την οποία η Ευρωομάδα είναι σύνθεση του Συμβουλίου, στο οποίο είναι, ως εκ τούτου, δυνατόν να καταλογιστούν οι ενέργειές της.

55      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν αυτό ευσταθεί.

56      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 61 της απόφασης της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑105/15 P έως C‑109/15 P, EU:C:2016:702), το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ευρωομάδα δεν ήταν δυνατόν να εξομοιωθεί με σύνθεση του Συμβουλίου.

57      Είναι αληθές ότι, όπως επισημαίνουν οι ενάγοντες με τις απαντήσεις τους στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 24ης Οκτωβρίου 2016 και της 19ης Ιανουαρίου 2021, η απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑105/15 P έως C‑109/15 P, EU:C:2016:702), εκδόθηκε επί προσφυγών ακυρώσεως στηριζόμενων στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, ενώ η υπό κρίση υπόθεση έχει ως αντικείμενο αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης στηριζόμενη στο άρθρο 268 ΣΛΕΕ. Πρέπει, ωστόσο, να παρατηρηθεί ότι το συμπέρασμα που συνήχθη στη σκέψη 61 της εν λόγω απόφασης, κατά το οποίο η Ευρωομάδα δεν συνιστά σύνθεση του Συμβουλίου, στηρίζεται σε εκτιμήσεις απτόμενες της νομικής της φύσης. Συνακόλουθα, στην προμνησθείσα σκέψη, το Δικαστήριο επισήμανε τόσο ότι ο χαρακτηρισμός «άτυπη» απαντά στο γράμμα του πρωτοκόλλου αριθ. 14, της 26ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με την Ευρωομάδα (ΕΕ 2012, C 326, σ. 283), το οποίο έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη ΛΕΕ, όσο και ότι η Ευρωομάδα δεν μνημονεύεται μεταξύ των διαφόρων συνθέσεων του Συμβουλίου που παρατίθενται στο παράρτημα I του εσωτερικού κανονισμού αυτού που εγκρίθηκε με την απόφαση του Συμβουλίου 2009/937/ΕΕ, της 1ης Δεκεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 325, σ. 35), στον κατάλογο των οποίων παραπέμπει το άρθρο 16, παράγραφος 6, ΣΕΕ. Οι ως άνω εκτιμήσεις ισχύουν δε ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί προσφυγής ακυρώσεως, όπως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑105/15 P έως C‑109/15 P, EU:C:2016:702), ή περί αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, όπως εν προκειμένω, και μολονότι το Συμβούλιο εκπροσώπησε την Ευρωομάδα ενώπιον του δικαστή της Ένωσης στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών.

58      Εξάλλου, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε το ως άνω συμπέρασμα στη σκέψη 87 της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), η οποία αφορούσε δύο αγωγές λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης στο πλαίσιο των οποίων το Συμβούλιο εκπροσωπούσε την Ευρωομάδα. Συγκεκριμένα, στην απόφαση αυτή, σε συνέχεια της διαπίστωσης ότι το άρθρο 137 ΣΛΕΕ και το πρωτόκολλο αριθ. 14 είχαν επισημοποιήσει την ύπαρξη της Ευρωομάδας χωρίς να μεταβάλουν τον διακυβερνητικό της χαρακτήρα, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη σκέψη 61 της απόφασης της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑105/15 P έως C‑109/15 P, EU:C:2016:702), για να αποφανθεί ότι η Ευρωομάδα δεν μπορούσε να εξομοιωθεί με σύνθεση του Συμβουλίου.

59      Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο εξάλειψε επίσης, αν υποτεθεί ότι χρειαζόταν, οιαδήποτε αμφιβολία ως προς τη θέση της σκέψης 61 της απόφασης της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑105/15 P έως C‑109/15 P, EU:C:2016:702), στη νομολογία του.

60      Επομένως, οι επίμαχες ενέργειες δεν είναι δυνατόν να καταλογιστούν στο Συμβούλιο, κατά του οποίου στρέφεται ωστόσο η υπό κρίση αγωγή.

61      Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 47 έως 49 ανωτέρω, το δικόγραφο της αγωγής δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη.

62      Επομένως, μόνον εκ περισσού θα εξετάσει το Γενικό Δικαστήριο την αρμοδιότητά του να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή για την περίπτωση που αυτή, παρά τα όσα εκτίθενται στις σκέψεις 51 έως 54 ανωτέρω, ήθελε εκληφθεί ως στρεφόμενη στην πραγματικότητα κατά της Ευρωομάδας.

 Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή στην περίπτωση που αυτή θα στρεφόταν κατά της Ευρωομάδας

63      Κατά το άρθρο 268 και το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο, στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, είναι αρμόδιο να αποφαίνεται μόνον επί διαφορών που αφορούν την αποκατάσταση της ζημίας που προξενούν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή οι υπάλληλοί τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

64      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 52 έως 60 ανωτέρω, οι τρεις επίμαχες ενέργειες είναι όλες καταλογιστέες στην Ευρωομάδα ή στον πρόεδρό της. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η υπό κρίση αγωγή μπορεί να ερμηνευθεί ως στρεφόμενη κατά της Ευρωομάδας, η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου να την εκδικάσει εξαρτάται από την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα αν η Ευρωομάδα είναι «θεσμικό όργανο», κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

65      Οι διάδικοι διαφωνούν, ειδικότερα, ως προς το αν το Δικαστήριο απεφάνθη επί του ζητήματος αυτού με την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028).

66      Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι ενάγοντες είχαν ζητήσει, βάσει του άρθρου 40, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να τους επιτραπεί να παρέμβουν ενώπιον του Δικαστηρίου στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028). Προς στήριξη του αιτήματός τους, προέβαλαν ότι στις εν λόγω υποθέσεις το Δικαστήριο επρόκειτο να αποφανθεί επί του νομικού ζητήματος από το οποίο εξηρτάτο η επίλυση της υπό κρίση διαφοράς, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται από την ερμηνεία του Δικαστηρίου (διάταξη της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, Συμβούλιο κατά K. Chrysostomides & Co. κ.λπ., C‑597/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:743, σκέψη 8).

67      Προς απόρριψη της αίτησης παρεμβάσεως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι το έννομο συμφέρον που προέβαλαν οι ενάγοντες αφορούσε αποκλειστικά τη συλλογιστική του Δικαστηρίου επί των νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν στο πλαίσιο των ενώπιόν του αχθεισών διαφορών και όχι την επίλυση των εν λόγω διαφορών αυτή καθαυτήν. Πλην όμως, το εν λόγω έννομο συμφέρον δεν ήταν αρκετό για τη θεμελίωση δικαιώματος παρεμβάσεως (διάταξη της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, Συμβούλιο κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ., C‑597/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:743, σκέψη 16). Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου προσέθεσε ότι το δικαίωμα των αιτούντων την παρέμβαση να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και να εκθέσουν τα επιχειρήματά τους, όπως αυτό απορρέει από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διασφαλιζόταν από την ιδιότητά τους ως διαδίκων των εκκρεμών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασιών (διάταξη της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, Συμβούλιο κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ., C‑597/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:743, σκέψη 18), στις οποίες συγκαταλέγεται η παρούσα διαδικασία ως προς τους ενάγοντες.

68      Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, το Συμβούλιο υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), όπως και η απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑105/15 P έως C‑109/15 P, EU:C:2016:702), επιβεβαιώνουν ότι η Ευρωομάδα δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών που είναι εξουσιοδοτημένα να λαμβάνουν αποφάσεις οι οποίες παράγουν έννομα αποτελέσματα καταλογιστέα στην Ένωση. Κατά το Συμβούλιο, η Ευρωομάδα είναι μια άτυπη συνεδρίαση υπουργών της οποίας οι πράξεις εκφράζουν την κοινή πολιτική βούληση των ΚΜΖΕ και όχι εκείνη της Ένωσης. Οι συμφωνίες που συνάπτονται στο επίπεδο της Ευρωομάδας έχουν πολιτική απλώς αξία και διακυβερνητική διάσταση.

69      Η δε Επιτροπή, απαντώντας στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 19ης Ιανουαρίου 2021, υποστήριξε ότι, λαμβανομένης υπόψη της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να κρίνει εαυτό αναρμόδιο να εκδικάσει την υπό κρίση αγωγή.

70      Οι ενάγοντες αμφισβητούν την ορθότητα των επιχειρημάτων του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Απαντώντας στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 19ης Ιανουαρίου 2021, υποστήριξαν κατ’ ουσίαν ότι τα συμπεράσματα που συνήχθησαν στην απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), δεν θα έπρεπε να τύχουν εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση. Όσον αφορά τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑105/15 P έως C‑109/15 P, EU:C:2016:702), απαντώντας στα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας της 24ης Οκτωβρίου 2016, οι ενάγοντες υποστήριξαν ότι αυτές θα έπρεπε να τύχουν διαφοροποίησης από την υπό κρίση υπόθεση.

71      Πρώτον, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο κακώς έκρινε στην απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), ότι η Ευρωομάδα είχε επισήμως ιδρυθεί εκτός του θεσμικού πλαισίου της Ένωσης ήδη από το 1997, με το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1997, για το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών κατά το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ και για τα άρθρα 109 και 109 Β της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1998, C 35, σ. 1, στο εξής: ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1997), και ότι ο διακυβερνητικός χαρακτήρας της δεν μεταβλήθηκε όταν η ύπαρξή της επισημοποιήθηκε με το άρθρο 137 ΣΛΕΕ και το πρωτόκολλο αριθ. 14. Κατά τους ενάγοντες, το εν λόγω ψήφισμα έχει ιστορική μόνο σημασία. Από θεσμικής απόψεως, σημασία έχει μόνον η ίδρυση της Ευρωομάδας με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Εάν η Ευρωομάδα είχε ιδρυθεί επισήμως ήδη με το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1997, δεν θα δικαιολογείτο η επανάληψη της πρόβλεψης περί ύπαρξής της στις Συνθήκες.

72      Δεύτερον, οι ενάγοντες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι, στη σκέψη 88 της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), το Δικαστήριο παρέπεμψε απλώς και μόνον, χωρίς εμπεριστατωμένη αιτιολογία, στα συμπεράσματα που συνήχθησαν στη σκέψη 61 της απόφασης της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑105/15 P έως C‑109/15 P, EU:C:2016:702), όσον αφορά τον άτυπο χαρακτήρα της Ευρωομάδας.

73      Τρίτον, οι ενάγοντες επικρίνουν το Δικαστήριο καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 92 και 93 της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), ότι η έλλειψη δυνατότητας άσκησης αγωγής αποζημίωσης λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης κατά της Ευρωομάδας δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση με επίκληση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Κατ’ αρχάς, η εκτίμηση αυτή εδράζεται στη διαπίστωση ότι η Ευρωομάδα δεν έχει την εξουσία να επιβάλλει κυρώσεις για την αθέτηση των πολιτικών συμφωνιών που συνάπτονται στο πλαίσιό της. Εν προκειμένω, όμως, δεν κρίνονται αποφάσεις της Ευρωομάδας, αλλά ενέργειές της οι οποίες προξένησαν ζημία. Η επιβολή δε κυρώσεων είναι αποτέλεσμα αποφάσεων. Κατά συνέπεια, η αιτιολογία του Δικαστηρίου παραγνωρίζει την ίδια τη λειτουργία της αγωγής αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, το παραδεκτό της οποίας δεν εξαρτάται από τη δυνατότητα του εναγομένου να εκδίδει αποφάσεις.

74      Εξάλλου, οποιαδήποτε αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης που θα μπορούσε να ασκηθεί κατά του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή της ΕΚΤ για τις πράξεις ή τις συμπεριφορές τις οποίες υιοθέτησαν με σκοπό την υλοποίηση των πολιτικών συμφωνιών που συνήφθησαν στο πλαίσιο της Ευρωομάδας δεν θα παρείχε στους ενάγοντες αποτελεσματική δικαστική προστασία. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω πράξεις και συμπεριφορές ήταν κατά έναν και πλέον μήνα μεταγενέστερες των επίμαχων ενεργειών, οι οποίες προξένησαν τη ζημία της οποίας την αποκατάσταση ζητούν οι ενάγοντες.

75      Περαιτέρω, η αιτιολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 92 και 93 της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), παραβλέπει τη μη υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο εξουσία της Ευρωομάδας κατά τις διαπραγματεύσεις που διεξήγαγε με την Κυπριακή Δημοκρατία και τα υπόλοιπα κράτη μέλη που αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσχέρειες στο πλαίσιο της κρίσης της ζώνης του ευρώ.

76      Τέλος, κατά τους ενάγοντες, το Δικαστήριο παρέλειψε να αναφερθεί στους κινδύνους που εγκυμονούν τα συμπεράσματα, στα οποία το ίδιο κατέληξε, για τη θεμελίωση της αρχής της Ένωσης δικαίου.

77      Ως προς τα ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, στη σκέψη 80 της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), το Δικαστήριο υπενθύμισε κατ’ ουσίαν ότι η έννοια του «θεσμικού οργάνου», κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν περιλαμβάνει μόνο τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που απαριθμούνται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, ΣΕΕ, αλλά περιλαμβάνει επίσης όλα τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης που πληρούν δύο σωρευτικά κριτήρια, ήτοι έχουν ιδρυθεί από τις Συνθήκες ή δυνάμει αυτών και προορίζονται να συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών της Ένωσης.

78      Στη σκέψη 84 της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), το Δικαστήριο επισήμανε ότι η Ευρωομάδα ιδρύθηκε επισήμως με το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1997, κατά το οποίο «οι υπουργοί των [ΚΜΖΕ] μπορούν να συναντιούνται ατύπως για να συζητούν θέματα που συνδέονται με τις κοινές συγκεκριμένες αρμοδιότητές τους, όσον αφορά το ενιαίο νόμισμα», ενώ «η Επιτροπή και, όταν ενδείκνυται, η [ΕΚΤ] θα καλούνται να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις». Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η Ευρωομάδα σχεδιάστηκε ως διακυβερνητικό όργανο, εκτός του θεσμικού πλαισίου της Ένωσης, με σκοπό να παράσχει στους υπουργούς των ΚΜΖΕ τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν και να συντονίζουν τις απόψεις τους επί ζητημάτων σχετικών με τις κοινές αρμοδιότητές τους όσον αφορά το ενιαίο νόμισμα. Λειτουργεί επομένως ως σύνδεσμος μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού επιπέδου για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των ΚΜΖΕ.

79      Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στη σκέψη 87 της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), το άρθρο 137 ΣΛΕΕ και το πρωτόκολλο αριθ. 14 όντως επισημοποίησαν την ύπαρξη της Ευρωομάδας και τη συμμετοχή της Επιτροπής και της ΕΚΤ στις συνεδριάσεις της. Εντούτοις, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι ενάγοντες, ουδόλως μετέβαλαν τον διακυβερνητικό της χαρακτήρα.

80      Στη σκέψη 88 της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, όπως ρητώς προκύπτει από το γράμμα του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1997 και του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 14, χαρακτηριστικό της Ευρωομάδας είναι η άτυπη φύση της. Αντιθέτως προς ό,τι διατείνονται οι ενάγοντες, το Δικαστήριο δεν αρκέστηκε να παραπέμψει στη σκέψη 61 της απόφασης της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑105/15 P έως C‑109/15 P, EU:C:2016:702), προκειμένου να στηρίξει το ανωτέρω συμπέρασμα. Στηρίχθηκε επίσης στον σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκε η Ευρωομάδα, ο οποίος έγκειται στο να διαθέτει η οικονομική και νομισματική ένωση ένα διακυβερνητικό εργαλείο συντονισμού, χωρίς παράλληλα να επηρεάζονται η αποστολή του Συμβουλίου, το οποίο βρίσκεται στον πυρήνα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων σε επίπεδο Ένωσης στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, ούτε η ανεξαρτησία της ΕΚΤ.

81      Στη σκέψη 89 της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), το Δικαστήριο προσέθεσε ότι η Ευρωομάδα δεν έχει ιδία αρμοδιότητα εντός της έννομης τάξης της Ένωσης, δεδομένου ότι το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 14 ορίζει απλώς ότι οι συναντήσεις της λαμβάνουν χώρα, ανάλογα με τις ανάγκες, για να συζητούνται τα θέματα που συνδέονται με τις ιδιαίτερες ευθύνες τις οποίες συνυπέχουν οι υπουργοί των ΚΜΖΕ όσον αφορά το ενιαίο νόμισμα, εξυπακουομένου ότι έχουν τις ευθύνες αυτές αποκλειστικώς και μόνον λόγω της αρμοδιότητάς τους σε εθνικό επίπεδο.

82      Εκ των ανωτέρω το Δικαστήριο κατέληξε κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 90 της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), στο συμπέρασμα ότι η Ευρωομάδα δεν πληροί το πρώτο από τα δύο κριτήρια που προσδιορίστηκαν στη σκέψη 77 ανωτέρω, κατά το οποίο η αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης πρέπει να στρέφεται κατά οντότητας της Ένωσης ιδρυθείσας από τις Συνθήκες, και ότι, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί κατά αυτής αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

83      Περαιτέρω, στις σκέψεις 91 έως 96 της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αν η έλλειψη δυνατότητας άσκησης αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά της Ευρωομάδας προσκρούει ενδεχομένως στην αρχή της Ένωσης δικαίου υπό το πρίσμα των επιταγών που συνδέονται με την τήρηση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

84      Συνακόλουθα, στη σκέψη 93 της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η Ευρωομάδα δεν έχει ούτε ιδία αρμοδιότητα εντός της έννομης τάξης της Ένωσης ούτε εξουσία να επιβάλλει κυρώσεις για την αθέτηση των πολιτικών συμφωνιών που συνάπτονται στο πλαίσιό της. Στην ίδια σκέψη, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι πολιτικές συμφωνίες που συνάπτονται στο πλαίσιο της Ευρωομάδας συγκεκριμενοποιούνται και υλοποιούνται ειδικότερα μέσω πράξεων και ενεργειών του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της ΕΚΤ, κατά των οποίων οι πολίτες μπορούν να ασκήσουν, ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης, αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

85      Στη σκέψη 96 της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), το Δικαστήριο προσέθεσε ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ, η Επιτροπή προάγει το κοινό συμφέρον της Ένωσης και επιβλέπει την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Το Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι, στο πλαίσιο της συμμετοχής της στις δραστηριότητες της Ευρωομάδας, η Επιτροπή διατηρεί τον ρόλο της ως θεματοφύλακας των Συνθηκών και ότι ενδεχόμενη αδράνειά της κατά τον έλεγχο της συμφωνίας προς το δίκαιο της Ένωσης των πολιτικών συμφωνιών που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο της Ευρωομάδας μπορεί, συνεπώς, να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

86      Εξάλλου, οι ενάγοντες ουδόλως αμφισβητούν ότι ενδεχόμενη αγωγή με αίτημα να αναγνωριστεί η εξωσυμβατική ευθύνη της Επιτροπής λόγω τέτοιας αδράνειας θα μπορούσε, εν προκειμένω, να τους διασφαλίσει αποτελεσματική δικαστική προστασία.

87      Επομένως, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι η εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση των συμπερασμάτων που συνήχθησαν με την απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), θα στερούσε από τους ενάγοντες το δικαίωμά τους σε αποτελεσματική δικαστική προστασία ή θα υπήρχε κίνδυνος να υπονομεύσει την αρχή της Ένωσης δικαίου.

88      Κατά συνέπεια, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 212 της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Κ. Chrysostomides & Co. κ.λπ. (C‑597/18 P, C‑598/18 P, C‑603/18 P και C‑604/18 P, EU:C:2020:1028), η Ευρωομάδα δεν αποτελεί οντότητα ιδρυθείσα από τις Συνθήκες, της οποίας οι πράξεις ή οι συμπεριφορές, όπως η δήλωση της 16ης Μαρτίου 2013, η δήλωση της 25ης Μαρτίου 2013 και η συμφωνία που φέρεται να περιλαμβάνεται στην τελευταία, θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Το ίδιο ισχύει και για τις πράξεις ή συμπεριφορές του προέδρου της Ευρωομάδας, όπως η δήλωση της 21ης Μαρτίου 2013.

89      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, σε περίπτωση που η υπό κρίση αγωγή θα ερμηνευόταν ως στρεφόμενη κατά της Ευρωομάδας, το Γενικό Δικαστήριο είναι προδήλως αναρμόδιο να την εκδικάσει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

90      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι ενάγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους και να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά του.

91      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Δεδομένου ότι η Επιτροπή παρενέβη στη δίκη, φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή ως προδήλως απαράδεκτη.

2)      Ο Γεώργιος Θεοδωράκης και η Μαρία Θεοδωράκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Λουξεμβούργο, 17 Δεκεμβρίου 2021.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      Η. Kanninen


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.