Language of document : ECLI:EU:T:2018:138

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 14ης Μαρτίου 2018 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά της Βόρειας Κορέας με σκοπό την παρεμπόδιση της διάδοσης των πυρηνικών όπλων – Κατάλογος των προσώπων και των οντοτήτων σε βάρος των οποίων επιβάλλεται δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων – Καταχώριση των ονομάτων των προσφευγόντων στον κατάλογο – Απόδειξη του βασίμου της καταχώρισης στον κατάλογο – Υποχρέωση αιτιολόγησης»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑533/15 και T‑264/16,

Il-Su Kim, κάτοικος Pyongyang (Βόρεια Κορέα), και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα (1), εκπροσωπούμενοι από την M. Lester και τους S. Midwinter, QC, T. Brentnall και A. Stevenson, solicitors,

προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15,

Korea National Insurance Corporation, με έδρα την Pyongyang, εκπροσωπούμενη από την M. Lester και τους S. Midwinter, T. Brentnall και A. Stevenson,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑264/16,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου αρχικώς από τους A. de Elera-San Miguel Hurtado και A. Vitro, στη συνέχεια από τους Α. Vitro και F. Naert,

και

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης, στην υπόθεση T‑533/15, από τον L. Havas και τις S. Bartelt και D. Gauci, και, στην υπόθεση T‑264/16, από τον L. Havas και την S. Bartelt, και στη συνέχεια, στην υπόθεση T‑533/15, από τον L. Havas και την D. Gauci και, στην υπόθεση T‑264/16, από τον L. Havas,

καθών,

υποστηριζόμενων από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τη V. Kaye, στη συνέχεια από τον S. Brandon, έπειτα από τον S Brandon και την C. Crane και, τέλος, από τον S. Brandon,

παρεμβαίνον στην υπόθεση T‑533/15,

με αντικείμενο, στην υπόθεση T‑533/15, αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2015/1066 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 2015, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/183/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας (ΕΕ 2015, L 174, σ. 25), του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/1062 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 2015, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 329/2007 του Συμβουλίου για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας (ΕΕ 2015, L 174, σ. 16), της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2016/475 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2016, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/183/ΚΕΠΠΑ για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας (ΕΕ 2016, L 85, σ. 34), του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/659 της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2016, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 329/2007 του Συμβουλίου για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας (ΕΕ 2016, L 114, σ. 9), της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2016/849 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2016, για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας και για την κατάργηση της απόφασης 2013/183/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2016, L 141, σ. 79), καθώς και όλων των σχετικών εκτελεστικών κανονισμών του Συμβουλίου, στο μέτρο που οι πράξεις αυτές αφορούν τους προσφεύγοντες, και, στην υπόθεση T‑264/16, αίτημα βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της απόφασης 2016/475, του εκτελεστικού κανονισμού 2016/659, της απόφασης 2016/849 και όλων των σχετικών εκτελεστικών κανονισμών του Συμβουλίου, στο μέτρο που οι πράξεις αυτές αφορούν την προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen, πρόεδρο, V. Kreuschitz και N. Półtorak (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Μαΐου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑264/16, Korea National Insurance Corporation (στο εξής: KNIC), είναι βορειοκορεατική επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον τομέα των ασφαλίσεων.

2        Οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15, ήτοι ο Kim Il-Su και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα, συνδέονταν με την KNIC ή με κάποιο από τα υποκαταστήματά της.

 Περιοριστικά μέτρα κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας

3        Οι υπό κρίση υποθέσεις εντάσσονται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων τα οποία θεσπίστηκαν για να ασκηθεί πίεση στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας προκειμένου αυτή να παύσει τις σχετικές με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων δραστηριότητές της.

4        Οι δραστηριότητες αυτές έχουν χαρακτηρισθεί ως απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (στο εξής: ΣΑΗΕ) με σειρά ψηφισμάτων, όπως είναι, ιδίως, τα ψηφίσματα 1695 (2006), 1718 (2006), 1874 (2009), 2087 (2013) και 2094 (2013).

5        Στις 20 Νοεμβρίου 2006, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε, βάσει του άρθρου 15 ΣΕΕ, την κοινή θέση 2006/795/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας (ΕΕ 2006, L 322, σ. 32), με σκοπό ιδίως την εφαρμογή των ψηφισμάτων 1695 (2006) και 1718 (2006) του ΣΑΗΕ. Με τα άρθρα 1 και 2 της κοινής θέσης απαγορεύονται, κατ’ ουσίαν, η άμεση ή έμμεση προμήθεια, πώληση ή μεταβίβαση, προς τη Βόρεια Κορέα, από πολίτες των κρατών μελών ή μέσω του εδάφους ή από το έδαφός των κρατών μελών, ορισμένων τεχνολογιών και αγαθών πολυτελείας. Σύμφωνα με το άρθρο 3, τα κράτη μέλη έπρεπε να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να εμποδίζουν την είσοδο στην επικράτειά τους ή τη διέλευση από την επικράτειά τους των προσώπων, καθώς και των μελών της οικογενείας τους, κατάλογος των οποίων περιλαμβάνεται στο παράρτημα της κοινής θέσης 2006/795 και τα οποία ορίζονται από την επιτροπή κυρώσεων ή το ΣΑΗΕ ως υπεύθυνα των πολιτικών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας με αντικείμενο προγράμματα που αφορούν πυρηνικά όπλα, βαλλιστικούς πυραύλους και άλλα όπλα μαζικής καταστροφής, λόγω του ότι, μεταξύ άλλων υποστήριξαν ή προώθησαν τις εν λόγω πολιτικές. Τέλος, το άρθρο 4 προέβλεπε τη δέσμευση όλων των κεφαλαίων και οικονομικών πόρων που ανήκουν στα πρόσωπα ή στις οντότητες που, σύμφωνα με την επιτροπή κυρώσεων ή το ΣΑΗΕ, εμπλέκονται ή παρέχουν υποστήριξη, μεταξύ άλλων και με παράνομα μέσα, στα προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας που αφορούν πυρηνικά όπλα, βαλλιστικούς πυραύλους και άλλα όπλα μαζικής καταστροφής, ή που ανήκουν σε πρόσωπα ή οντότητες που ενεργούν εξ ονόματός τους ή υπό την καθοδήγησή τους, καθώς και του συνόλου των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων που τα εν λόγω πρόσωπα έχουν, άμεσα ή έμμεσα, στην ιδιοκτησία, την κατοχή ή υπό τον έλεγχό τους.

6        Καθόσον, για την εφαρμογή ορισμένων μέτρων που προβλέπονται στην κοινή θέση 2006/795, απαιτούνταν δράση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Συμβούλιο εξέδωσε στις 27 Μαρτίου 2007, βάσει των άρθρων 60 και 301 ΕΚ, τον κανονισμό (ΕΚ) 329/2007, για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας (ΕΕ 2007, L 88, σ. 1), το περιεχόμενο του οποίου ήταν κατ’ ουσίαν όμοιο με αυτό της κοινής θέσης.

7        Στις 27 Ιουλίου 2009, το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του άρθρου 15 ΣΕΕ, την κοινή θέση 2009/573/PESC, για την τροποποίηση της κοινής θέσης 2006/795 (ΕΕ 2009, L 197, σ. 111).Η κοινή θέση αποσκοπούσε, αφενός, στην εφαρμογή του ψηφίσματος 1874 (2009) του ΣΑΗΕ. Αφετέρου, προέβλεπε τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των μέτρων που παρατίθενται στη σκέψη 5 ανωτέρω. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 13 και 14 του εν λόγω κειμένου, έπρεπε να επιβληθούν περιορισμοί εισδοχής σε βάρος των οριζόμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση προσώπων και δέσμευση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων σε βάρος των οριζόμενων από την Ένωση προσώπων και οντοτήτων. Κατά συνέπεια, τα άρθρα 3 και 4 της κοινής θέσης 2006/795 τροποποιήθηκαν. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών και του άρθρου 1, σημείο 8, της κοινής θέσης 2009/573, ο κατάλογος των προσώπων που αναφέρονται στο παράρτημα Ι του εν λόγω κειμένου καταρτίστηκε από την επιτροπή κυρώσεων ή από το ΣΑΗΕ, ενώ ο κατάλογος των προσώπων που αναφέρονται στα παραρτήματα II και III καταρτίστηκε από το Συμβούλιο. Στις 22 Δεκεμβρίου 2009, το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, την απόφαση 2009/1002/ΚΕΠΠΑ για την τροποποίηση της κοινής θέσης 2006/795 (ΕΕ 2009, L 346, σ. 47). Με την εν λόγω απόφαση τροποποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, τα παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ της κοινής θέσης 2006/795.

8        Συνακόλουθα, στις 22 Δεκεμβρίου 2009, το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του άρθρου 215 παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, τον κανονισμό (ΕΕ) 1283/2009, για την τροποποίηση του κανονισμού 329/2007 (ΕΕ 2009, L 346, σ. 1).

9        Στις 22 Δεκεμβρίου 2010, το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, την απόφαση 2010/800/ΚΕΠΠΑ για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2006/795/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2010, L 341, σ. 32). Με τις διατάξεις του κειμένου αυτού, οι οποίες ήταν κατ’ ουσίαν πανομοιότυπες με εκείνες της κοινής θέσης 2006/795, συμπεριελήφθησαν στους καταλόγους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα τα ονόματα και άλλων ορισθέντων από το Συμβούλιο προσώπων και οντοτήτων, σε βάρος των οποίων έπρεπε να επιβληθούν περιοριστικά μέτρα, και τροποποιήθηκε η διαδικασία τροποποίησης των παραρτημάτων Ι και ΙΙ αυτού, προκειμένου τα οριζόμενα πρόσωπα και οντότητες να ενημερώνονται για τους λόγους της καταχώρισής τους στον κατάλογο, να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις και, εφόσον υποβληθούν παρατηρήσεις ή νέα ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία, να έχει το Συμβούλιο δυνατότητα να αναθεωρεί την απόφασή του βάσει των παρατηρήσεων αυτών και να ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα.

10      Συνακόλουθα, την ίδια ημέρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 1251/2010, για την τροποποίηση του κανονισμού 329/2007 (ΕΕ 2010, L 341, σ. 15).

 Περιοριστικά μέτρα κατά των προσφευγόντων

11      Στις 22 Απριλίου 2013, το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, την απόφαση 2013/183/ΚΕΠΠΑ για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας και για την κατάργηση της απόφασης 2010/800/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2013, L 111, σ. 52). Το κείμενο αυτό αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στο να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις του ψηφίσματος 2094 (2013) του ΣΑΗΕ.

12      Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, της απόφασης 2013/183/ΚΕΠΠΑ, δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που ανήκουν, κατέχονται, διατηρούνται ή ελέγχονται, άμεσα ή έμμεσα από πρόσωπα ή οντότητες τα οποία «παρέχουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ή συμβάλλουν στη μεταβίβαση προς, μέσω ή από το έδαφος των κρατών μελών [για λογαριασμό ή από υπηκόους] κρατών μελών ή οντότητες οργανωμένες βάσει της νομοθεσίας τους ή πρόσωπα ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που ευρίσκονται στο έδαφός τους, οιωνδήποτε χρηματοοικονομικών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων ή πόρων που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στα πυρηνικά προγράμματα ή τα προγράμματα βαλλιστικών πυραύλων ή άλλων όπλων μαζικής καταστροφής της ΛΔΚ ή τα πρόσωπα ή τις οντότητες που ενεργούν εξ ονόματός τους ή υπό την καθοδήγησή τους ή τις οντότητες που τελούν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχό τους» (στο εξής: κριτήρια καταχώρισης).

13      Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 15 και 19 έως 21 της απόφασης 2013/183 προκύπτει ότι ο κατάλογος των προσώπων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι του κειμένου αυτού καταρτίστηκε από την επιτροπή κυρώσεων ή από το ΣΑΗΕ, ενώ ο κατάλογος των προσώπων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα II καταρτίστηκε από το Συμβούλιο.

14      Συνακόλουθα, στις 22 Ιουλίου 2013, το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, τον κανονισμό (ΕΕ) 696/2013, για την τροποποίηση του κανονισμού 329/2007 (ΕΕ 2013, L 198, σ. 22). Το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 329/2007, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 696/2013, προέβλεπε τη δέσμευση όλων των κεφαλαίων και οικονομικών πόρων που βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο προσώπων, οντοτήτων και φορέων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα V. Στο εν λόγω άρθρο διευκρινίζεται ότι το παράρτημα V περιλαμβάνει τα πρόσωπα, τις οντότητες και τους φορείς που δεν απαριθμούνται στο παράρτημα IV και που, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/183, έχουν χαρακτηρισθεί από το Συμβούλιο ως «προμηθευτές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ή εξασφαλίζοντες τη μεταφορά προς, μέσω ή από το έδαφος της Ένωσης, ή [με τη συνδρομή πολιτών κρατών μελών ή οντοτήτων οργανωμένων] βάσει του δικαίου τους, ή [προσώπων ή χρηματοπιστωτικών οργανισμών] που βρίσκονται στο έδαφος της Ένωσης, οιωνδήποτε χρηματοοικονομικών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων ή πόρων που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στα προγράμματα της Βόρειας Κορέας που έχουν σχέση με πυρηνικά όπλα, με άλλα όπλα μαζικής καταστροφής ή με βαλλιστικούς πυραύλους, ή πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που ενεργούν εξ ονόματός τους ή υπό την καθοδήγησή τους, ή πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που τελούν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχό τους».

15      Στις 2 Ιουλίου 2015, το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/1066, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/183 (ΕΕ 2015, L 174, σ. 25), και, συνακόλουθα, η Επιτροπή εξέδωσε, την ίδια ημέρα, τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/1062, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού 329/2007 (ΕΕ 2015, L 174, σ. 16) (στο εξής, από κοινού: πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις).

16      Με την απόφαση 2015/1066, τα ονόματα των προσφευγόντων στην υπόθεση T‑533/15 καταχωρίστηκαν στον καταρτιζόμενο από το Συμβούλιο κατάλογο των προσώπων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ, σημείο ΙΙ Α, της απόφασης 2013/183. Η καταχώριση αυτή στηρίχθηκε στους εξής λόγους (στο εξής: πρώτη δέσμη σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων):

«Kim Il-Su – Rahlstedter Straße 83 a, 22149 Hamburg – Ημερ. γέννησης: 2.9.1965 – Τόπος γέννησης: Pyongyang, ΛΔΚ – Εξουσιοδοτημένος πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της KNIC GmbH, οντότητας καταχωρισμένης από την ΕΕ, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

Kang Song-Nam – Rahlstedter Straße 83 a, 22149 Hamburg – Ημερ. Γέννησης: 5.7.1972 – Τόπος γέννησης: Pyongyang, ΛΔΚ – Εξουσιοδοτημένος πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της KNIC GmbH, οντότητας καταχωρισμένης από την ΕΕ, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

Choe Chun-Sik – Rahlstedter Straße 83 a, 22149 Hamburg – Ημερ. Γέννησης: 23.12.1963 – Τόπος γέννησης: Pyongyang, ΛΔΚ – Αριθ. Διαβατηρίου 745132109, ισχύει ως τις 12.2.2020 – Εξουσιοδοτημένος πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της KNIC GmbH, οντότητας καταχωρισμένης από την ΕΕ, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

Sin Kyu-Nam – Ημερ. γέννησης: 12.9.1972 – Τόπος γέννησης: Pyongyang, ΛΔΚ – Αριθ. διαβατηρίου PO472132950 Επικεφαλής τμήματος των κεντρικών γραφείων της KNIC στην Pyongyang και πρώην εξουσιοδοτημένος πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της KNIC GmbH Hamburg. Ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

Pak Chun-San – Ημερ. Γέννησης: 18.12.1953 Τόπος γέννησης: Pyongyang, ΛΔΚ – Αριθ. διαβατηρίου PS 472220097 – Επικεφαλής τμήματος των κεντρικών γραφείων της KNIC στην Pyongyang και πρώην εξουσιοδοτημένος πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της KNIC GmbH Hamburg. Ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

So Tong Myong – Ημερ. γέννησης: 10.9.1956 – Διευθύνων σύμβουλος της KNIC GmbH Hamburg, που ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.»

17      Σε συνέχεια των τροποποιήσεων της απόφασης 2013/183, τα ονόματα των προσφευγόντων στην υπόθεση T‑533/15 καταχωρίστηκαν επίσης στο παράρτημα V, σημείο Γ, του κανονισμού 329/2007, όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/1062, για λόγους ουσιαστικά πανομοιότυπους με εκείνους που εκτίθενται στη σκέψη 16 ανωτέρω.

18      Στις 31 Μαρτίου 2016, το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/475, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/183 (ΕΕ 2016, L 85, σ. 34), και, συνακόλουθα, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 27 Απριλίου 2016, τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/659, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού 329/2007 (ΕΕ 2016, L 114, σ. 9) (στο εξής, από κοινού: δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις).

19      Με την απόφαση 2016/475, η επωνυμία της KNIC καταχωρίστηκε στον καταρτιζόμενο από το Συμβούλιο κατάλογο των οντοτήτων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο ΙΙ Β, της απόφασης 2013/183. Η καταχώριση αυτή στηριζόταν στους εξής λόγους (στο εξής: λόγοι σχετικοί με την KNIC):

«Korea National Insurance Corporation (KNIC) και τα υποκαταστήματά της (άλλως Korea Foreign Insurance Company) – Haebangsan-dong, Central District, Pyongyang, RPDC – Rahlstedter Straße 83 a, 22149 Hambourg – Korea National Insurance Corporation of Alloway, Kidbrooke Park Road, Blackheath, London SE30LW – Η Korea National Insurance Corporation (KNIC), που βρίσκεται υπό την κυριότητα και τον έλεγχο του κράτους, δημιουργεί σημαντικά έσοδα σε ξένο συνάλλαγμα που θα μπορούσαν να συμβάλουν στο πυρηνικό πρόγραμμα, στο πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων ή σε άλλα προγράμματα όπλων μαζικής καταστροφής της ΛΔΚ. Επιπλέον, τα κεντρικά γραφεία της KNIC στην Pyongyang συνδέονται με το Γραφείο 39 (Office 39) του Εργατικού Κόμματος της Κορέας, μιας οντότητας που έχει καταχωρισθεί στον σχετικό κατάλογο.»

20      Με τον κανονισμό 2016/659, η επωνυμία της KNIC προστέθηκε στο παράρτημα V, σημείο Δ, του κανονισμού 329/2007. Η καταχώρισης της επωνυμίας της KNIC στηρίχθηκε, κατ’ ουσίαν, στους ίδιους λόγους με εκείνους που παρατίθενται στη σκέψη 19 ανωτέρω.

21      Με την απόφαση 2016/475, οι καταχωρίσεις για τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 που παρατίθενται στο παράρτημα II, σημείο II A, της απόφασης 2013/183 τροποποιήθηκαν ως εξής (στο εξής: δεύτερη δέσμη σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων):

«Kim Il-Su – Ημερομηνία γέννησης: 2.9.1965 – Τόπος γέννησης: Pyongyang, ΛΔΚ – Διευθυντικό στέλεχος στο τμήμα αντασφάλισης της Korea National Insurance Corporation (KNIC) στα κεντρικά γραφεία στην Pyongyang και πρώην εξουσιοδοτημένος επικεφαλής αντιπρόσωπος της KNIC στο Αμβούργο, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

Kang Song-Sam – Ημερομηνία γέννησης: 5.7.1972 – Τόπος γέννησης: Pyongyang, ΛΔΚ – Πρώην εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της Korea National Insurance Corporation (KNIC) στο Αμβούργο, ο οποίος συνεχίζει να ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

Choe Chun-Sik – Ημερομηνία γέννησης: 23.12.1963 – Τόπος γέννησης: Pyongyang, ΛΔΚ – Αριθ. Διαβατηρίου 745132109, ισχύει ως τις 12.2.2020 – Διευθυντής στο τμήμα αντασφάλισης της Korea National Insurance Corporation (KNIC) στα κεντρικά γραφεία στην Pyongyang, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

Sin Kyu-Nam – Ημερ. γέννησης: 12.9.1972 – Τόπος γέννησης: Pyongyang, ΛΔΚ – Αριθ. διαβατηρίου PO472132950 Διευθυντής στο τμήμα αντασφάλισης της Korea National Insurance Corporation (KNIC) στα κεντρικά γραφεία στην Pyongyang και πρώην εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της KNIC στο Αμβούργο, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

Pak Chun-San – Ημερ. Γέννησης: 18.12.1953 Τόπος γέννησης: Pyongyang, ΛΔΚ – Αριθ. διαβατηρίου PS472220097 – Διευθυντής στο τμήμα αντασφάλισης της Korea National Insurance Corporation (KNIC) στα κεντρικά γραφεία στην Pyongyang τουλάχιστον μέχρι τον Δεκέμβριο του 2015 και πρώην εξουσιοδοτημένος επικεφαλής αντιπρόσωπος της KNIC στο Αμβούργο, ο οποίος συνεχίζει να ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

So Tong Myong – Ημερ. γέννησης: 10.9.1956 Πρόεδρος της Korea National Insurance Corporation (KNIC), ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.»

22      Σε συνέχεια των τροποποιήσεων της απόφασης 2013/183, οι σχετικές με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 καταχωρίσεις στο παράρτημα V, σημείο Γ, του κανονισμού 329/2007 τροποποιήθηκαν με τον κανονισμό 2016/659. Οι καταχωρίσεις αυτές ήταν, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπες με εκείνες που παρατίθενται στη σκέψη 21 ανωτέρω.

23      Στις 27 Μαΐου 2016, το Συμβούλιο εξέδωσε, βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2016/849, για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας και για την κατάργηση της απόφασης 2013/183/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2016, L 141, σ. 79). Συνακόλουθα, στις 27 Μαΐου 2016, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/841, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού 329/2007 (ΕΕ 2016, L 141, σ. 36).

24      Με την απόφαση 2016/849, το Συμβούλιο, ευθυγραμμιζόμενο με το ψήφισμα 2270 (2016) του ΣΑΗΕ, που εκδόθηκε σε απάντηση στην πυρηνική δοκιμή που πραγματοποίησε η Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας στις 6 Ιανουαρίου 2016, αποφάσισε να επιβάλει νέα περιοριστικά μέτρα.

25      Κατά το άρθρο 27 παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2016/849 (στο εξής: τροποποιημένα κριτήρια καταχώρισης):

«Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που ανήκουν ή κατέχονται, διατηρούνται ή ελέγχονται, άμεσα ή έμμεσα, από τα ακόλουθα πρόσωπα ή οντότητες:

[…]

β)      τα πρόσωπα και τις οντότητες που δεν καλύπτονται από το παράρτημα I, όπως απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, τα οποία: […]

ii)      παρέχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες ή συμβάλλουν στη μεταβίβαση προς, μέσω ή από το έδαφος των κρατών μελών ή με την εμπλοκή υπηκόων κρατών μελών ή οντοτήτων οργανωμένων βάσει του δικαίου τους ή προσώπων ή χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που ευρίσκονται στο έδαφός τους οποιωνδήποτε χρηματοοικονομικών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων ή πόρων που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στα πυρηνικά προγράμματα ή τα προγράμματα βαλλιστικών πυραύλων ή άλλων όπλων μαζικής καταστροφής της ΛΔΚ ή τα πρόσωπα ή τις οντότητες που ενεργούν εξ ονόματός τους ή υπό την καθοδήγησή τους ή τις οντότητες που τελούν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχό τους».

26      Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 27 και 33 έως 35 της απόφασης 2016/849 προκύπτει ότι ο κατάλογος των προσώπων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι καταρτίστηκε από την επιτροπή κυρώσεων ή από το ΣΑΗΕ, ενώ ο κατάλογος των προσώπων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα II καταρτίστηκε από το Συμβούλιο.

27      Η KNIC καταχωρίστηκε στον κατάλογο των οντοτήτων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ σημείο ΙΙ Β, της απόφασης 2016/849. Η καταχώριση της KNIC στηρίχθηκε, κατ’ ουσίαν, σε λόγους πανομοιότυπους με τους λόγους που αφορούσαν την KNIC, οι οποίοι παρατίθενται στη σκέψη 19 ανωτέρω και περιλαμβάνονται στην απόφαση 2016/475.

28      Τα ονόματα των προσφευγόντων στην υπόθεση T‑533/15 περιελήφθησαν στον κατάλογο των προσώπων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, ο οποίος περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ, σημείο ΙΙ Α της απόφασης 2016/849. Η καταχώριση των ονομάτων των προσφευγόντων στην υπόθεση T‑533/15 στηρίχθηκε, κατ’ ουσίαν, σε λόγους πανομοιότυπους με αυτούς της δεύτερης δέσμης των σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων, οι οποίοι παρατίθενται στη σκέψη 21 ανωτέρω και περιλαμβάνονται στην απόφαση 2016/475 (στο εξής: τρίτη δέσμη των σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

29      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Σεπτεμβρίου 2015, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως των πρώτων προσβαλλόμενων πράξεων.

30      Με υπόμνημα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Νοεμβρίου 2015, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 υπέβαλαν αίτημα να τους επιδικάσει το Γενικό Δικαστήριο τα αιτήματά τους και να εκδώσει ερήμην απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 123 του Κανονισμού Διαδικασίας, καθόσον τα υπομνήματα αντίκρουσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής είχαν κατατεθεί μετά την εκπνοή της προθεσμίας κατάθεσής τους.

31      Ερωτηθέντες συναφώς, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 απέσυραν, έναντι της Επιτροπής, με έγγραφο της 24ης Μαρτίου 2016, το αίτημά τους για επιδίκαση των αιτημάτων τους λόγω εκπρόθεσμης κατάθεσης του υπομνήματος αντίκρουσης.

32      Στις 15 Μαρτίου 2016, με απόφαση του προέδρου του όγδοου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, επιτράπηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Με έγγραφο της 27ης Απριλίου 2016, το εν λόγω κράτος μέλος παραιτήθηκε από την κατάθεση υπομνήματος παρεμβάσεως.

33      Λόγω μεταβολής της σύνθεσης του Γενικού Δικαστηρίου, η υπόθεση T‑533/15 ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή.

34      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Μαΐου 2016, η KNIC άσκησε, στην υπόθεση T-264/16, προσφυγή ακυρώσεως των δεύτερων προσβαλλόμενων πράξεων.

35      Με υπόμνημα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Μαΐου 2016, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 προσάρμοσαν, βάσει του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας, την προσφυγή, ζητώντας επιπλέον την ακύρωση των δεύτερων προσβαλλόμενων πράξεων, στο μέτρο που τους αφορούν.

36      Με έγγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Ιουνίου 2016, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 προσάρμοσαν, βάσει του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας, για δεύτερη φορά την προσφυγή, ζητώντας επιπλέον την ακύρωση της απόφασης 2016/849, στο μέτρο που τους αφορά, καθώς και «κάθε σχετικού με την απόφαση αυτή εκτελεστικού κανονισμού του Συμβουλίου».

37      Με έγγραφο της 3ης Ιουνίου 2016, η KNIC προσάρμοσε, βάσει του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας, την προσφυγή στην υπόθεση T‑264/16, ζητώντας επιπλέον την ακύρωση της απόφασης 2016/849, στο μέτρο που την αφορά, καθώς και «κάθε σχετικού με την απόφαση αυτή εκτελεστικού κανονισμού του Συμβουλίου».

38      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Ιουνίου 2016, το Συμβούλιο και η Επιτροπή διατύπωσαν παρατηρήσεις, στην υπόθεση T‑533/15, επί των προσαρμογών της προσφυγής.

39      Με τις παρατηρήσεις αυτές, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζήτησαν την αναστολή της διαδικασίας στην υπόθεση T‑533/15 και τη συνεκδίκασή της με την υπόθεση T‑264/16.

40      Με έγγραφο της 18ης Ιουλίου 2016, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 παραδέχθηκαν ότι υπάρχει σχέση μεταξύ των υποθέσεων T‑533/15 και T‑264/16 ικανή να δικαιολογήσει τη συνεκδίκασή τους. Αντιθέτως, δεν τοποθετήθηκαν επί του αν πρέπει να ανασταλεί η διαδικασία στην υπόθεση T‑533/15.

41      Με έγγραφο της 18ης Ιουλίου 2016, η KNIC υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της συνεκδίκασης και επί της ενδεχόμενης αναστολής της διαδικασίας στην υπόθεση T‑533/15.

42      Με έγγραφο της 21ης Ιουλίου 2016, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 υπέβαλαν συμπληρωματικές παρατηρήσεις, μαζί με έγγραφα που είχαν απευθύνει στο Συμβούλιο, με τα οποία είχαν αμφισβητήσει την αλήθεια των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία στηρίζονταν οι πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις.

43      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Αυγούστου 2016, το Συμβούλιο υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με την προσαρμογή της προσφυγής στην υπόθεση T‑264/16.

44      Με απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος αποφάσισε να μην αναστείλει τη διαδικασία στην υπόθεση T‑533/15.

45      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, η εισηγήτρια τοποθετήθηκε στο τρίτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκαν, κατά συνέπεια, οι υπό κρίση υποθέσεις.

46      Με απόφαση του προέδρου του τρίτου τμήματος της 9ης Μαρτίου 2017, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας.

47      Στις 13 Μαρτίου 2017, οι διάδικοι των υποθέσεων T‑533/15 και T‑264/16 κλήθηκαν, στο πλαίσιο μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας βάσει του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, να τοποθετηθούν επί της συνεκδίκασης των υποθέσεων προς έκδοση κοινής περατώνουσας τη δίκη απόφασης.

48      Με έγγραφο της 20ής Μαρτίου 2017, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 και η KNIC (στο εξής, από κοινού: προσφεύγοντες) δήλωσαν ότι δεν επιθυμούν τη συνεκδίκαση των υποθέσεων. Με έγγραφα της 27ης Μαρτίου 2017, το μεν Συμβούλιο τάχθηκε υπέρ της συνεκδίκασης των υποθέσεων προς έκδοση κοινής περατώνουσας τη δίκη απόφασης, η δε Επιτροπή δήλωσε ότι δεν εκφέρει γνώμη επί του ζητήματος αυτού.

49      Με επιστολή της 20ής Μαρτίου 2017, το Ηνωμένο Βασίλειο δήλωσε ότι δεν θα παραστεί στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

50      Με απόφαση του προέδρου του τρίτου τμήματος της 4ης Απριλίου 2017, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑533/15 και T‑264/16 προς έκδοση κοινής περατώνουσας τη δίκη απόφασης.

51      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Μαΐου 2017.

52      Οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση 2015/1066, τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/1062, την απόφαση 2016/475, τον εκτελεστικό κανονισμό 2016/659, την απόφαση 2016/849 και κάθε σχετικό με την τελευταία αυτή απόφαση εκτελεστικό κανονισμό του Συμβουλίου, στο μέτρο που τους αφορούν·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

53      Στην υπόθεση T‑264/16, η KNIC ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση 2016/475, τον εκτελεστικό κανονισμό 2016/659, την απόφαση 2016/849 και κάθε σχετικό εκτελεστικό κανονισμό του Συμβουλίου, στο μέτρο που την αφορούν·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

54      Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Τ‑533/15 και T‑264/16,/15, το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές,

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

55      Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Τ‑533/15 και T‑264/16, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές,

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

56      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 διευκρίνισαν ότι η φράση «κάθε σχετικός με την απόφαση αυτή εκτελεστικός κανονισμός του Συμβουλίου», η οποία περιλαμβάνεται στη δεύτερη προσαρμογή της προσφυγής της 3ης Ιουνίου 2016 έχει την έννοια ότι προσβάλλουν μόνον τις ρητώς αναφερόμενες πράξεις και όχι τα σχετιζόμενα με αυτές μέτρα, η διευκρίνιση δε αυτή καταχωρίστηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης.

57      Απαντώντας επίσης σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 δήλωσαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι αποσύρουν, έναντι του Συμβουλίου, το αίτημα επιδίκασης των αιτημάτων τους λόγω εκπρόθεσμης κατάθεσης του υπομνήματος αντίκρουσης, η δήλωση δε αυτή καταχωρίστηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης.

58      Στην υπόθεση T‑264/16, η KNIC διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η έκφραση «κάθε σχετικός εκτελεστικός κανονισμός του Συμβουλίου», η οποία περιλαμβάνεται στην προσαρμογή της προσφυγής της 3ης Ιουνίου 2016, έχει την έννοια ότι προσβάλλονται μόνον οι ρητώς αναφερόμενες πράξεις και όχι τα σχετιζόμενα με αυτές μέτρα, η διευκρίνιση δε αυτή καταχωρίστηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζήτησης.

 Σκεπτικό

 Επί των δικονομικών συνεπειών της κατάργησης και της αντικατάστασης της απόφασης 2013/183

59      Όπως προκύπτει από τις προσφυγές τους, οι προσφεύγοντες ζητούν, αντιστοίχως, στην υπόθεση T‑533/15, την ακύρωση των αποφάσεων 2015/1066 και 2016/475 και, στην υπόθεση T‑264/16, την ακύρωση της απόφασης 2016/475.

60      Όπως προκύπτει από το ιστορικό της διαφοράς, η απόφαση 2013/183 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με την απόφαση 2016/849.

61      Στις 3 Ιουνίου 2016, οι προσφεύγοντες σε αμφότερες τις υποθέσεις, προσάρμοσαν τις προσφυγές τους, ζητώντας επιπλέον την ακύρωση της απόφασης 2016/849, στο μέτρο που τους αφορά.

62      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία σχετική με τις προσφυγές κατά διαδοχικών μέτρων δέσμευσης κεφαλαίων, ο προσφεύγων εξακολουθεί να έχει συμφέρον για την ακύρωση απόφασης με την οποία επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα και η οποία έχει καταργηθεί και αντικατασταθεί από μεταγενέστερη αντίστοιχη απόφαση, διότι η κατάργηση πράξης θεσμικού οργάνου δεν ισοδυναμεί με διαπίστωση της έλλειψης νομιμότητάς της και παράγει αποτέλεσμα εφεξής, σε αντίθεση με την ακυρωτική δικαστική απόφαση, βάσει της οποίας η ακυρωθείσα πράξη εξαλείφεται αναδρομικώς από την έννομη τάξη και θεωρείται μηδέποτε υπάρξασα (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, T‑228/02, EU:T:2006:384, σκέψη 35, και της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψεις 45 έως 48).

63      Επομένως, οι προσφεύγοντες διατηρούν έννομο συμφέρον να ασκήσουν προσφυγή και να ζητήσουν την ακύρωση των αποφάσεων 2015/1066 και 2016/475, με αποτέλεσμα να μην μεταβάλλεται το αντικείμενο των προσφυγών στις υποθέσεις T‑533/15 και T‑264/16 όσον αφορά τις αποφάσεις αυτές.

 Επί της σειράς εξέτασης των υποθέσεων T533/15 και T264/16

64      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει πρώτα την προσφυγή στην υπόθεση T‑264/16 και, κατόπιν, την προσφυγή στην υπόθεση T‑533/15.

 Επί της προσφυγής στην υπόθεση T264/16

65      Η KNIC προβάλλει τέσσερις λόγους ακύρωσης προς στήριξη της προσφυγής της, οι οποίοι αφορούν, αντιστοίχως, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, προδήλως εσφαλμένη εκτίμηση, παραβίαση των αρχών της προστασίας των δεδομένων και δυσανάλογο περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

66      Εν προκειμένω, στο μέτρο που, αφενός, οι προαναφερθέντες λόγοι αφορούν αδιακρίτως όλες τις προσβαλλόμενες πράξεις στην υπό κρίση υπόθεση και, αφετέρου, τα κριτήρια στα οποία στηρίχθηκε η καταχώριση της επωνυμίας της KNIC στους επίμαχους καταλόγους που περιλαμβάνονται στο άρθρο 15 της απόφασης 2013/183, στο άρθρο 6 του κανονισμού 329/2007 και στο άρθρο 27 της απόφασης 2016/849, είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημα, όπως και οι λόγοι καταχώρισης της επωνυμίας της στους εν λόγω καταλόγους, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να συνεξετάσει τους λόγους ακύρωσης που προβάλλονται κατά των δεύτερων προσβαλλόμενων πράξεων και κατά της απόφασης 2016/849, της οποίας η ακύρωση ζητήθηκε κατόπιν της προσαρμογής της προσφυγής στις 3 Ιουνίου 2016.

 Επί του πρώτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

67      Η KNIC υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή παρέβησαν την υποχρέωσή τους να παραθέσουν σαφείς, αδιαμφισβήτητους και συγκεκριμένους λόγους που να δικαιολογούν την καταχώριση της επωνυμίας της στους επίμαχους καταλόγους. Αμφισβητεί συνολικώς την αιτιολογία στην οποία στηρίζεται η καταχώρισή της.Ειδικότερα, η KNIC υποστηρίζει ότι η καταχώρισή της στηρίζεται σε δύο στοιχεία τα οποία δεν συγκαταλέγονται στα κριτήρια καταχώρισης, ήτοι στον έλεγχο που φέρεται να ασκεί το κράτος της Βόρειας Κορέας και στη σύνδεση με το Γραφείο 39 του Εργατικού Κόμματος της Κορέας (στο εξής: Γραφείο 39).

68      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή αμφισβητούν τα επιχειρήματα της KNIC.

69      Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολόγησης των βλαπτικών πράξεων, η οποία αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον θιγόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι νόμιμη ή αν ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβήτησης του κύρους της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στον δικαστή τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξης αυτής (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· αποφάσεις της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Συμβούλιο κατά Bank Mellat, C‑176/13 P, EU:C:2016:96, σκέψη 74, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Iranian Offshore Engineering & Construction κατά Συμβουλίου, C‑459/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:646, σκέψη 23).

70      Προκειμένου περί περιοριστικών μέτρων, δεν απαιτείται μεν να δίδεται αναλυτική απάντηση στις παρατηρήσεις του ενδιαφερόμενου, πλην όμως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολόγησης επιτάσσει να προσδιορίζεται με την αιτιολογία σε κάθε περίπτωση όχι μόνον η νομική βάση του μέτρου, αλλά και οι λόγοι που δικαιολογούν εξατομικευμένα, ειδικά και συγκεκριμένα την εκτίμηση των αρμοδίων αρχών ότι πρέπει να επιβληθούν στον ενδιαφερόμενο περιοριστικά μέτρα. Συνεπώς, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, μεταξύ άλλων, να εξετάσει εάν η παρατιθέμενη αιτιολογία είναι αρκούντως σαφής και συγκεκριμένη (βλ. απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Συμβούλιο κατά Bank Mellat, C‑176/13 P, EU:C:2016:96, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 5ης Μαΐου 2015, Petropars Iran κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑433/13, EU:T:2015:255, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

71      Η απαιτούμενη κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξης και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. H υποχρέωση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, και ιδίως του περιεχομένου της πράξης, της φύσης της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος που ενδεχομένως έχουν προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να διασαφηνίζει η αιτιολογία όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον ο επαρκής χαρακτήρας μιας αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C‑417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

72      Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι μια βλαπτική πράξη κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη, εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το περιεχόμενο του εις βάρος του ληφθέντος μέτρου (βλ. απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Συμβούλιο κατά Bank Mellat, C‑176/13 P, EU:C:2016:96, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

73      Η υποχρέωση αιτιολόγησης μιας πράξης αποτελεί ουσιώδη τύπο και πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, το οποίο αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξης. Συγκεκριμένα, η αιτιολογία μιας πράξης συνίσταται στην επίσημη έκφραση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η πράξη αυτή. Εάν η αιτιολογία ενέχει σφάλματα, αυτά επηρεάζουν την ουσιαστική νομιμότητα της πράξης, όχι όμως την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής μολονότι περιλαμβάνει εσφαλμένους λόγους (βλ. απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2014, Syrian Lebanese Commercial Bank κατά Συμβουλίου, T‑174/12 και T‑80/13, EU:T:2014:52, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

74      Εν προκειμένω, η KNIC προβάλλει ότι οι δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις και η απόφαση 2016/849 δεν έχουν αιτιολογηθεί επαρκώς κατά νόμον όσον αφορά την καταχώρισή της, διότι η επίδικη αιτιολογία είναι αόριστη και αβάσιμη.

75      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 12 της απόφασης 2013/183 παρατίθενται τα κρίσιμα στοιχεία της πολιτικής συγκυρίας στο πλαίσιο της οποίας θεσπίστηκαν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Επιπλέον, από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 329/2007 προκύπτει ότι, λόγω της πυρηνικής δοκιμής της 9ης Οκτωβρίου 2006, το ΣΑΗΕ έκρινε ότι υφίσταται σαφής απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Οι πράξεις αυτές, στην τροποποίηση των οποίων αποσκοπούν οι δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις και οι οποίες εντάσσονται, ως εκ τούτου, σε πλαίσιο γνωστό στην KNIC, εμφαίνουν, συνεπώς, την όλη κατάσταση που οδήγησε στην έκδοσή τους, καθώς και τους γενικούς σκοπούς στους οποίους κατατείνουν. Ομοίως, όσον αφορά την όλη κατάσταση που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης 2016/849, στην αιτιολογική σκέψη 6 της απόφασης αυτής υπενθυμίζεται μεταξύ άλλων ότι οι ενέργειες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας στις αρχές του 2016 θεωρούνται σοβαρή απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια στην περιοχή και πέραν αυτής.

76      Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι η αιτιολογία της καταχώρισης της επωνυμίας της KNIC στους επίμαχους καταλόγους πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό και υπό το πρίσμα των κριτηρίων καταχώρισης που περιλαμβάνονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, της απόφασης 2013/183, στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 329/2007, καθώς και στο άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2016/849. Συγκεκριμένα, από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που ανήκουν στα πρόσωπα και τις οντότητες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της απόφασης 2013/183, στο παράρτημα V, σημείο Δ, του κανονισμού 329/2007 και στο παράρτημα II της απόφασης 2016/849. Εν προκειμένω, η KNIC έχει καταχωριστεί στο παράρτημα ΙΙ, σημείο ΙΙ Β, της απόφασης 2013/183, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2016/475, και στο παράρτημα V, σημείο Δ, του κανονισμού 329/2007, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2016/659, καθώς και στο παράρτημα ΙΙ, σημείο ΙΙ, Β, της απόφασης 2016/849.

77      Διαπιστώνεται, ακόμη, ότι οι τίτλοι των επίμαχων παραρτημάτων παραπέμπουν ρητώς σε αυτές τις διατάξεις, στις οποίες περιλαμβάνονται με σαφήνεια τα κριτήρια που συνιστούν τη νομική βάση της καταχώρισης της επωνυμίας της KNIC στους επίμαχους καταλόγους.

78      Η αιτιολογία στην οποία στηρίχθηκε η καταχώριση της επωνυμίας της KNIC στους επίμαχους καταλόγους εκτίθεται στη σκέψη 19 ανωτέρω. Από αυτήν προκύπτει ότι η KNIC καταχωρίστηκε ως επιχείρηση ανήκουσα στην κυριότητα και ευρισκόμενη υπό τον έλεγχο του κράτους και πραγματοποιεί σημαντικά έσοδα σε ξένο συνάλλαγμα, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στα προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας που αφορούν τα πυρηνικά όπλα, τους βαλλιστικούς πυραύλους ή άλλα όπλα μαζικής καταστροφής (στο εξής: διάδοση των πυρηνικών όπλων). Προκύπτει επίσης ότι η έδρα της KNIC στην Pyongyang συνδέεται με το Γραφείο 39, το οποίο αποτελεί επίσης καταχωρισμένη οντότητα.

79      Επομένως, παρά τον συνοπτικό χαρακτήρα της αιτιολογίας αυτής, η KNIC ήταν προδήλως σε θέση να κατανοήσει το ουσιώδες περιεχόμενο των πραγματικών περιστατικών που έλαβαν υπόψη σε βάρος της το Συμβούλιο και η Επιτροπή και να αμυνθεί προσηκόντως, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την επιχειρηματολογία που αναπτύσσει στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακύρωσης. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή έχουν, πράγματι, διευκρινίσει τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους έκριναν ότι τα κριτήρια καταχώρισης είναι εφαρμοστέα ως προς KNIC.

80      Συγκεκριμένα, η αιτιολογία αυτή, αφενός, στηρίζεται σε σαφώς προσδιορισμένη νομική βάση, η οποία παραπέμπει στα κριτήρια καταχώρισης, και, αφετέρου, περιλαμβάνει τους λόγους που σχετίζονται άμεσα με την KNIC, η οποία μπορεί, ως εκ τούτου, να κατανοήσει τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε η καταχώριση της επωνυμίας της στους επίμαχους καταλόγους.

81      Ομοίως, η αιτιολογία την οποία ανέπτυξαν και παρέθεσαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει έλεγχο της νομιμότητας των προσβαλλόμενων από την KNIC πράξεων.

82      Όσον αφορά το επιχείρημα με το οποίο η KNIC προβάλλει ανεπαρκή αιτιολόγηση της εικαζόμενης συνδέσεως της έδρας της με το Γραφείο 39, πρώτον, από το περιεχόμενο της σχετικής με την KNIC αιτιολογίας προκύπτει ότι τα στοιχεία ως προς τη σύνδεση μεταξύ της KNIC και του Γραφείου 39 παρατίθενται συμπληρωματικά. Δεύτερον, η αναφορά στη σύνδεση της έδρας της KNIC με το Γραφείο 39 σχετίζεται με τα κριτήρια καταχώρισης που αναφέρονται στο άρθρο 15 της απόφασης 2013/183 και στο άρθρο 6 του κανονισμού 329/2007, καθώς και στο άρθρο 27 παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2016/849. Τρίτον, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν χρειαζόταν να αναλύσουν λεπτομερώς τη φύση της σύνδεσης αυτής, δεδομένου ότι η KNIC μπορούσε, από την ανάγνωση των αιτιολογικών σκέψεων και λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου της καταχώρισης της επωνυμίας της στους επίμαχους καταλόγους, να κατανοήσει την επίμαχη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά την προπαρατεθείσα νομολογία, η αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζει επακριβώς όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα. Το ζήτημα εάν η σύνδεση αυτή αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον θα αποτελέσει αντικείμενο της ανάλυσης του δεύτερου λόγου ακύρωσης που προβάλλεται στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

83      Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο πρώτος λόγος ακύρωσης της προσφυγής στην υπόθεση T‑264/16 κρίνεται απορριπτέος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης

84      Με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, η KNIC χαρακτηρίζει εσφαλμένη την εκτίμηση του Συμβουλίου και της Επιτροπής ότι πληρούνταν τα κριτήρια καταχώρισης ως προς αυτήν. Κατά την KNIC, η καταχώρισή της στον κατάλογο των οντοτήτων που υπόκεινται σε κυρώσεις δεν στηρίζεται σε καμία πραγματική βάση. Η KNIC χαρακτηρίζει ανεπαρκείς τις αποδείξεις τις οποίες έχουν προσκομίσει το Συμβούλιο και η Επιτροπή.

85      Συγκεκριμένα, η KNIC υποστηρίζει ότι δεν παρέχει χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στα εξοπλιστικά προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας, σύμφωνα με τα συγκεκριμένα κριτήρια καταχώρισης. Είναι ασφαλιστική εταιρία που παρέχει ασφαλιστικές υπηρεσίες σε πελάτες λιανικής στη Βόρεια Κορέα. Η KNIC δεν υπόκειται στον έλεγχο του κράτους αυτού, αλλά αποτελεί ανεξάρτητη δημόσια επιχείρηση. Η KNIC δεν πραγματοποιεί σημαντικά έσοδα σε ξένο συνάλλαγμα.

86      Ομοίως, κατά την KNIC, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν έχουν προσκομίσει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι τα έσοδά της χρησιμοποιήθηκαν ή θα χρησιμοποιηθούν για τα προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας που σχετίζονται με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, ούτε παρέθεσαν επιχειρήματα προκειμένου να εξηγήσουν πώς τα έσοδα που «δημιούργησε» μπορούν να συμβάλουν ουσιωδώς στα προγράμματα αυτά. Τονίζει ότι καταβάλλει στην κυβέρνηση μόνο τα ποσά που αντιστοιχούν σε «συνήθεις καταβολές φόρων», πράγμα που, εν πάση περιπτώσει, δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει την καταχώρισή της.

87      Στο πλαίσιο αυτό, η KNIC υποστηρίζει ότι η αναφορά σε «συμβολή» στα εξοπλιστικά προγράμματα, σύμφωνα με τα κριτήρια καταχώρισης, έχει την έννοια ότι απαιτείται είτε άμεση καταβολή χρηματικών ποσών είτε καταβολή υψηλών χρηματικών ποσών, ελλείψει των οποίων το πρόγραμμα θα επηρεαζόταν σε σημαντικό βαθμό. Συναφώς, η KNIC επικαλείται τις αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2016, Bank of Industry and Mine κατά Συμβουλίου (C-358/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:338), και της 16ης Ιουλίου 2014, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου (T-578/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:678).

88      Επιπλέον, η KNIC προσάπτει στο Συμβούλιο ότι εσφαλμένως θεωρεί ότι η υπό κρίση υπόθεση ομοιάζει με περίπτωση κατά την οποία, για τη δικαιολόγηση της καταχώρισης, θα αρκούσε να αποδειχθεί ότι η επίμαχη οντότητα υποστηρίζει την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας. Επικαλείται την απόφαση της 3ης Μαΐου 2016, Iran Insurance κατά Συμβουλίου (T-63/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:264). Η KNIC αμφισβητεί, εξάλλου, ότι συνδέεται με το Γραφείο 39.

89      Τέλος, αμφισβητεί τόσο την αποδεικτική αξία όσο και την ορθότητα των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων που σχετίζονται με εικαζόμενες παράνομες δραστηριότητες, χαρακτηρίζοντάς τα ως «ψευδείς ισχυρισμούς και κακόβουλες φήμες που κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο».

90      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντικρούουν τα επιχειρήματα της KNIC.

91      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι τα μέτρα δέσμευσης κεφαλαίων που λαμβάνονται σε βάρος προσώπου ή οντότητας, βάσει διατάξεων σχετικών με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, αποτελούν στοχευμένα προληπτικά μέτρα που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των απειλών για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Η θέσπισή τους εντάσσεται στο αυστηρό πλαίσιο των νομίμων προϋποθέσεων που καθορίζονται από απόφαση εκδοθείσα βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ και από κανονισμό στηριζόμενο στο άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, για την εκτέλεση της εν λόγω απόφασης στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης ΛΕΕ. Δεδομένης της φύσης τους ως συντηρητικών μέτρων που λαμβάνονται προληπτικά, τα μέτρα αυτά διακρίνονται από τις ποινικές κυρώσεις (βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, T‑578/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:678, σκέψη 105 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92      Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της απόφασης 2013/183 και της απόφασης 2016/849, το Συμβούλιο επέβαλε περιοριστικά μέτρα κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας ως αντίδραση σε πυρηνικές δοκιμές διενεργηθείσες από το κράτος αυτό, για τις οποίες έχουν εκδοθεί καταδικαστικά ψηφίσματα του ΣΑΗΕ και οι οποίες συνιστούν σοβαρή απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια στην περιοχή και πέραν αυτής. Πρέπει, ακόμη, να ληφθεί υπόψη η σπουδαιότητα που έχει για την Ένωση ο σκοπός της διατήρησης της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.

93      Όσον αφορά την ένταση του δικαστικού ελέγχου, η πράξη επιβολής περιοριστικών μέτρων όπως τα επίμαχα στην υπό κρίση υπόθεση περιέχει δύο διακριτά μεταξύ τους στοιχεία. Μια τέτοια πράξη απαρτίζεται, αφενός, από γενικούς κανόνες με τους οποίους καθορίζονται διεξοδικά τα προβλεπόμενα από αυτήν περιοριστικά μέτρα και, αφετέρου, από ένα σύνολο πράξεων εφαρμογής των προαναφερθέντων γενικών κανόνων σε συγκεκριμένες οντότητες (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, Melli Bank κατά Συμβουλίου, T‑246/08 και T‑332/08, EU:T:2009:266, σκέψη 44).

94      Όσον αφορά τους γενικούς κανόνες με τους οποίους καθορίζονται διεξοδικά τα περιοριστικά μέτρα, το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτίμησης ως προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τη θέσπιση μέτρων επιβολής οικονομικών και χρηματοοικονομικών κυρώσεων βάσει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με απόφαση που εκδίδεται δυνάμει του κεφαλαίου 2 του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ, και ειδικότερα του άρθρου 29 ΣΕΕ. Δεδομένου ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν δύνανται να υποκαταστήσουν το Συμβούλιο κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, γεγονότων και περιστάσεων που δικαιολογούν τη λήψη τέτοιων μέτρων, ο ασκούμενος δικαστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τήρησης των διαδικαστικών κανόνων και των κανόνων περί αιτιολογίας, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας τόσο πρόδηλου σφάλματος κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσο και κατάχρησης εξουσίας. Ο περιορισμένος αυτός έλεγχος ισχύει, ειδικότερα, όσον αφορά την εκτίμηση των λόγων σκοπιμότητας στους οποίους στηρίζονται τέτοια μέτρα (βλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2016, Rotenberg κατά Συμβουλίου, T‑720/14, EU:T:2016:689, σκέψη 70 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

95      Ωστόσο, μολονότι το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτίμησης ως προς τα γενικά κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη περιοριστικών μέτρων, η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου που κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεώνει τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας των λόγων στους οποίους στηρίζεται η απόφαση καταχώρισης ή διατήρησης του ονόματος συγκεκριμένου προσώπου στον κατάλογο των προσώπων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, να βεβαιώνονται ότι η εν λόγω απόφαση, η οποία έχει ατομικό χαρακτήρα για το συγκεκριμένο πρόσωπο, στηρίζεται σε αρκούντως στέρεα πραγματική βάση. Τούτο προϋποθέτει έλεγχο των πραγματικών περιστατικών που παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις στις οποίες στηρίζεται η εν λόγω απόφαση, έτσι ώστε, κατά τον δικαστικό έλεγχο, να μην εκτιμάται απλώς η αφηρημένη πιθανολόγηση της βασιμότητας των παρατιθέμενων λόγων, αλλά να εξετάζεται εάν οι λόγοι αυτοί, ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται αφ’ εαυτού επαρκής για να στηρίξει την εν λόγω απόφαση, είναι τεκμηριωμένοι κατά τρόπο αρκούντως ακριβή και συγκεκριμένο (αποφάσεις της 21ης Απριλίου 2015, Anbouba κατά Συμβουλίου, C‑605/13 P, EU:C:2015:248, σκέψεις 41 και 45, της 26ης Οκτωβρίου 2015, Portnov κατά Συμβουλίου, T‑290/14, EU:T:2015:806, σκέψη 38, και της 30ής Νοεμβρίου 2016, Rotenberg κατά Συμβουλίου, T‑720/14, EU:T:2016:689, σκέψη 71).

96      Προς τούτο, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να προβαίνουν στην εξέταση αυτή, ζητώντας, ενδεχομένως, από την αρμόδια αρχή της Ένωσης να προσκομίσει τις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία, εμπιστευτικά ή μη, που είναι κρίσιμα για την εν λόγω εξέταση (βλ. απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, C‑280/12 P, EU:C:2013:775, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

97      Συγκεκριμένα, σε περίπτωση αμφισβήτησης, εναπόκειται στην αρμόδια αρχή της Ένωσης να αποδείξει το βάσιμο των λόγων που ελήφθησαν υπόψη σε βάρος του οικείου προσώπου ή οντότητας, και όχι στο εν λόγω πρόσωπο ή οντότητα να αποδείξει το αβάσιμο των λόγων αυτών (βλ. απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, C‑280/12 P, EU:C:2013:775, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

98      Επιπλέον, κατά τη νομολογία, για να εκτιμηθεί η φύση, ο τρόπος και η ένταση της απόδειξης που μπορεί να ζητηθεί από το Συμβούλιο, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση και το περιεχόμενο των περιοριστικών μέτρων καθώς και ο σκοπός τους (απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, CW κατά Συμβουλίου, T‑224/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:375, σκέψη 138· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, C‑348/12 P, EU:C:2013:776, σκέψεις 74 έως 85, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στις υποθέσεις Anbouba κατά Συμβουλίου, C‑605/13 P και C‑630/13 P, EU:C:2015:1, σημείο 111).

99      Τέλος, υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι, σε περίπτωση που το Συμβούλιο καθορίζει κατά τρόπο αφηρημένο τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να δικαιολογηθεί η καταχώριση του ονόματος ενός προσώπου ή της επωνυμίας μιας οντότητας στον κατάλογο των προσώπων ή των οντοτήτων έναντι των οποίων εφαρμόζονται περιοριστικά μέτρα που θεσπίζονται βάσει των άρθρων 75 και 215 της ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει, βάσει των προβληθέντων λόγων ή, ενδεχομένως, αυτεπαγγέλτως, εάν η περίπτωση αυτή καλύπτεται από τα αφηρημένα κριτήρια που έχουν οριστεί από το Συμβούλιο (απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, Georgias κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής Τ‑168/12, EU:T:2014:781, σκέψη 74).

100    Υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής πρέπει να εξεταστεί, αφενός, ο χαρακτηρισμός στον οποίον κατέληξε το Συμβούλιο στο πλαίσιο της σχετικής με την KNIC αιτιολογίας των δεύτερων προσβαλλόμενων πράξεων και της απόφασης 2016/849, καθώς και η καταλληλότητα της αιτιολογίας αυτής υπό το πρίσμα των κριτηρίων καταχώρισης και των τροποποιημένων κριτηρίων καταχώρισης και, αφετέρου, η επάρκεια των αποδείξεων που προσκόμισε το Συμβούλιο προς στήριξη της εν λόγω αιτιολογίας.

101    Στο μέτρο που, με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, η KNIC αποπειράται να αμφισβητήσει τον χαρακτηρισμό στον οποίον κατέληξε το Συμβούλιο στο πλαίσιο της σχετικής με αυτήν αιτιολογίας υπό το πρίσμα των κριτηρίων καταχώρισης και των τροποποιημένων κριτηρίων καταχώρισης, επισημαίνονται τα ακόλουθα.

102    Όσον αφορά το επιχείρημα δια του οποίου η KNIC αμφισβητεί την καταλληλότητα λόγου βασιζόμενου στον κρατικό έλεγχο υπό το πρίσμα των κριτηρίων της επίμαχης καταχώρισης, αρκεί η επισήμανση ότι ο κρατικός έλεγχος δεν θεμελιώνει χωριστό λόγο καταχώρισης, αλλά αποτελεί έναν από τους σχετικούς με την KNIC λόγους που συνδέεται με τα κριτήρια της εν λόγω καταχώρισης. Συγκεκριμένα, είναι πρόδηλον ότι τα κριτήρια καταχώρισης, καθώς και τα τροποποιημένα κριτήρια καταχώρισης καλύπτουν όλες τις οντότητες δια των οποίων εξασφαλίζεται η μεταφορά κεφαλαίων ή περιουσιακών στοιχείων που ενδέχεται να συμβάλουν σε δραστηριότητες διάδοσης πυρηνικών όπλων, ανεξαρτήτως του εάν πρόκειται για κρατική επιχείρηση ή επιχείρηση με κεφαλαιακή δομή. Επομένως, οι σχετικοί με την KNIC λόγοι κρίνονται πρόσφοροι βάσει των κριτηρίων καταχώρισης, κατά το μέρος που βασίζονται στην έννοια του κρατικού ελέγχου.

103    Όσον αφορά το επιχείρημα δια του οποίου η KNIC διατείνεται ότι δεν παρέχει χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στα εξοπλιστικά προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας, κατά τα οριζόμενα στα κριτήρια καταχώρισης, αρκεί η επισήμανση ότι τα κριτήρια καταχώρισης και τα τροποποιημένα κριτήρια καταχώρισης, τα οποία έχουν ιδιαίτερα ευρεία διατύπωση, καλύπτουν όχι μόνον τις οντότητες που παρέχουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, αλλά και εκείνες που εξασφαλίζουν τη μεταφορά προς, μέσω ή από το έδαφος των κρατών μελών όλων των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ή άλλων οικονομικών περιουσιακών στοιχείων που ενδέχεται να συμβάλουν στα σχετικά με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας.

104    Εν προκειμένω, στους σχετικούς με την KNIC λόγους δεν χρησιμοποιείται ο όρος «χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες», αλλά επισημαίνεται ότι η KNIC πραγματοποιεί σημαντικά έσοδα σε ξένο συνάλλαγμα. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό της KNIC δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

105    Υπό τις περιστάσεις αυτές, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία σύμφωνα με την οποία οι σχετικοί με την KNIC λόγοι δεν ήταν πρόσφοροι υπό το πρίσμα των κριτηρίων καταχώρισης δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Η εκ μέρους της KNIC αμφισβήτηση της ερμηνείας των κριτηρίων καταχώρισης στο πλαίσιο των αιτιάσεών της περί ανεπάρκειας των αποδεικτικών στοιχείων θα εξεταστεί στο πλαίσιο της ανάλυσης που ακολουθεί σε απάντηση των αιτιάσεων αυτών.

106    Στο μέτρο που, με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, η KNIC προσάπτει στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή ανεπάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων, διαπιστώνεται ότι οι λόγοι τους οποίους οφείλουν εν προκειμένω να στοιχειοθετήσουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, υπό το πρίσμα των κριτηρίων καταχώρισης, αφορούν, πρώτον, τον κρατικό χαρακτήρα της KNIC, δεύτερον, το γεγονός ότι η KNIC πραγματοποιεί σημαντικά έσοδα σε ξένο συνάλλαγμα και, τρίτον, το γεγονός ότι τα έσοδα αυτά θα μπορούσαν να συμβάλουν στα σχετικά με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας.

107    Συναφώς, χρήσιμο είναι να υπομνησθεί ότι, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, ελλείψει εξουσίας διενέργειας έρευνας σε τρίτες χώρες, η εκτίμηση των αρχών της Ένωσης πρέπει, εκ των πραγμάτων, να βασιστεί σε διαθέσιμες στο κοινό πηγές πληροφόρησης, εκθέσεις, άρθρα στον Τύπο, εκθέσεις των μυστικών υπηρεσιών ή άλλες παρόμοιες πηγές πληροφόρησης.

108    Κατά τη νομολογία, πάντως, τα άρθρα του τύπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς επιβεβαίωση ορισμένων πραγματικών περιστατικών, εφόσον περιέχουν αρκούντως συγκεκριμένα, ακριβή και συγκλίνοντα στοιχεία ως προς τα γεγονότα που περιγράφονται σε αυτά (βλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Air Defence and Space Almaz-Antey κατά Συμβουλίου, T‑255/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:25, σκέψη 147 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

109    Αυτό συμβαίνει εν προκειμένω, δεδομένου ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή έχουν προσκομίσει πλείονα δημόσια έγγραφα και άρθρα του διεθνούς Τύπου, στα οποία περιγράφονται εμπεριστατωμένα οι δραστηριότητες της KNIC.

110    Πρώτον, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που προσκόμισε το Συμβούλιο και η Επιτροπή, η KNIC είναι επιχείρηση ανήκουσα στην κυριότητα και ευρισκόμενη υπό τον έλεγχο του κράτους.

111    Όπως τόνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά το άρθρο 21 του Συντάγματος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας, τα ταχυδρομεία και οι τηλεπικοινωνίες, καθώς και τα εργοστάσια, οι επιχειρήσεις, οι τράπεζες και οι σημαντικοί λιμένες ανήκουν στην αποκλειστική κυριότητα του κράτους. Κατά την ίδια διάταξη, το κράτος δίδει προτεραιότητα στην προστασία και την επέκταση της ιδιοκτησίας του, η οποία διαδραματίζει βασικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

112    Εν προκειμένω, από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν στο Γενικό Δικαστήριο προκύπτει ότι η KNIC κατέχει μονοπωλιακή θέση στον ασφαλιστικό κλάδο και ότι, ως εκ τούτου, πρόκειται για μεγάλη επιχείρηση.

113    Βάσει των πληροφοριών που προσκομίστηκαν από την Επιτροπή και δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα της KNIC, πρόκειται για τη «μοναδική ασφαλιστική επιχείρηση [της Βόρειας Κορέας]», η οποία «διαθέτει περισσότερα από 10 υποκαταστήματα και 200 γραφεία σε επίπεδο δήμων (περιοχών) και καντονίων, υπό τη διεύθυνση των κεντρικών γραφείων της, καθώς και αντιπροσωπεία στο εξωτερικό».

114    Επιπλέον, οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν από την KNIC, η οποία μπορεί ευχερέστερα να προσκομίσει στοιχεία που να κλονίζουν τις αποδείξεις που προσκόμισε το Συμβούλιο και η Επιτροπή, δεν αναιρούν, αλλά αντιθέτως, επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση ότι πρόκειται για επιχείρηση ανήκουσα στην κυριότητα και ευρισκόμενη υπό τον έλεγχο του κράτους.

115    Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, αν και η νομιμότητα των πράξεων δια των οποίων τα όργανα της Ένωσης θεσπίζουν περιοριστικά μέτρα πρέπει, καταρχήν, να εκτιμάται μόνο βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη για τη θέσπισή τους, εντούτοις ένα στοιχείο που προσκομίστηκε προκειμένου να ελαφρυνθεί η θέση του προσώπου σε βάρος του οποίου έχουν θεσπιστεί τα περιοριστικά μέτρα μπορεί να ληφθεί υπόψη από τα δικαστήρια της Ένωσης προς επιβεβαίωση της εκτίμησης της νομιμότητας των αμφισβητούμενων πράξεων, η οποία έχει στηριχθεί στα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για την έκδοσή της (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 3ης Μαΐου 2016, Iran Insurance κατά Συμβουλίου, T‑63/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:264, σκέψη 109, και της 3ης Μαΐου 2016, Post Bank Iran κατά Συμβουλίου, T‑68/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:263).

116    Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, από το προσκομισθέν στο Γενικό Δικαστήριο έγγραφο με τίτλο «Καταστατικό και κανονισμός λειτουργίας της εταιρίας», προκύπτει ότι η KNIC κατέχει μονοπωλιακή θέση στην ασφαλιστική αγορά της Βόρειας Κορέας. Σύμφωνα με το «Επεξηγηματικό σημείωμα σχετικά με την εσωτερική διαχείριση», το οποίο επίσης προσκομίσθηκε από την KNIC, «[τα] κέρδη της εταιρίας επενδύονται σε άλλες κρατικές εταιρίες και το υπερβάλλον κατατίθεται σε αποθεματικό». Τα κέρδη αυτά «μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των ταμειακών αναγκών της κυβέρνησης, ως εξασφαλίσεις χρεογράφων, για την κοινωνική ανάπτυξη και την ευημερία του λαού της [Βόρειας Κορέας]».

117    Ομοίως, σύμφωνα με το εν λόγω «Επεξηγηματικό σημείωμα σχετικά με την εσωτερική διαχείριση», η KNIC ανήκει στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας. Στο σημείο Α του ιδίου εγγράφου αναφέρεται ότι η «Korea Insurance υποβάλλει στην κυβέρνηση ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων», ότι «δεν υπάρχει γενική συνέλευση των μετόχων, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν μέτοχοι» και ότι «[η] εταιρία ανήκει σε ολόκληρο τον λαό της [της Βόρειας Κορέας]». Ομοίως, στο σημείο Ε του εν λόγω εγγράφου διευκρινίζεται ότι τα λογιστικά βιβλία της εταιρίας ελέγχονται ετησίως από την κυβέρνηση. Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι εκπρόσωποι της KNIC δεν ήταν σε θέση να απαντήσουν σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με το ποιος διορίζει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της KNIC.

118    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν ήταν εσφαλμένη η διαπίστωση του Συμβουλίου ότι η KNIC τελούσε «υπό την κυριότητα και τον έλεγχο του κράτους».

119    Δεύτερον, η KNIC χαρακτηρίζει επίσης εσφαλμένη την εκτίμηση του Συμβουλίου και της Επιτροπής ότι «δημιουργεί σημαντικά έσοδα σε ξένο νόμισμα». Η KNIC δεν πραγματοποιεί έσοδα σε ξένο νόμισμα. Οι μόνες συναλλαγματικές πράξεις στις οποίες συμμετείχε συνίσταντο, αφενός, στην είσπραξη χαμηλών ποσών ασφαλίστρων σε ευρώ από τις πρεσβείες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας για την ασφάλιση αυτοκινήτων και, αφετέρου, στο πρόγραμμα αντασφάλισης, για το οποίο καταβάλλει ασφάλιστρα σε ευρώ υψηλότερα από εκείνα που εισπράττει.

120    Όπως προκύπτει από το έγγραφο Coreu CFSP/0229/15, της 11ης Νοεμβρίου 2015, σύμφωνα με μυστικές πληροφορίες, οι οποίες θεωρήθηκαν αξιόπιστες από το Συμβούλιο, η KNIC είναι υπεύθυνη για τη συγκέντρωση συναλλάγματος, με σκοπό τη στήριξη και τη σταθεροποίηση του καθεστώτος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας. Προκύπτει επίσης ότι πρόκειται για σημαντικά ποσά.

121    Τονίζεται, συναφώς, ότι η KNIC δεν αμφισβητεί τις εκτιμήσεις όσον αφορά τη συνολική κερδοφορία της. Αντιθέτως, αμφισβητεί την εκτίμηση ότι πραγματοποιεί μέρος των κερδών αυτών σε συνάλλαγμα από τις δραστηριότητες αντασφάλισης.

122    Ωστόσο, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι κανονισμός με τον οποίον επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα πρέπει να ερμηνεύεται όχι μόνον υπό το πρίσμα της λαμβανόμενης στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αλλά και εντός του ιστορικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η νομοθεσία που θεσπίζει η Ένωση, μέρος της οποίας αποτελεί ο κανονισμός αυτός (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, C‑348/12 P, EU:C:2013:776, σκέψη 75, και διάταξη της 1ης Δεκεμβρίου 2015, Georgias κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑545/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:791, σκέψη 33). Το ίδιο ισχύει και για απόφαση η οποία εκδίδεται στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται (αποφάσεις της 1ης Μαρτίου 2016, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, C‑440/14 P, EU:C:2016:128, σκέψη 78, και της 12 Μαΐου 2016, Bank of Industry and Mine κατά Συμβουλίου, C‑358/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:338, σκέψη 50).

123    Εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 11 της απόφασης 2013/183, προκύπτει ότι, κατά το ψήφισμα 2094 (2013) του ΣΑΗΕ, τα κράτη οφείλουν να αποτρέπουν την παροχή οικονομικών υπηρεσιών ή τη μεταφορά προς, μέσω ή από το έδαφος τους κάθε οικονομικού ή άλλου περιουσιακού στοιχείου ή πόρου, συμπεριλαμβανομένης της μαζικής μεταφοράς μετρητών, που σχετίζεται με δραστηριότητες που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στα πυρηνικά προγράμματα ή τα προγράμματα βαλλιστικών πυραύλων ή με άλλες δραστηριότητες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βόρειας Κορέας που απαγορεύονται δυνάμει των ψηφισμάτων 1718 (2006), 1874 (2009), 2087 (2013) ή 2094 (2013) του ΣΑΗΕ ή με την αποφυγή των μέτρων που επιβάλλονται με αυτά τα ψηφίσματα.

124    Ομοίως, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 14 και 15 της απόφασης 2016/849, με το ψήφισμα 2270 (2016) του ΣΑΗΕ επεκτείνεται το πεδίο εφαρμογής των μέτρων που εφαρμόζονται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Στο πλαίσιο των μέτρων που εφαρμόζονται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, το Συμβούλιο θεωρεί σκόπιμη την απαγόρευση της μεταφοράς κεφαλαίων προς και από τη Βόρεια Κορέα χωρίς προηγούμενη ρητή άδεια, καθώς και των επενδύσεων από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας στα εδάφη που υπάγονται στη δικαιοδοσία των κρατών μελών και των επενδύσεων από υπηκόους ή οντότητες των κρατών μελών στη Βόρεια Κορέα.

125    Βάσει των προεκτεθέντων, οι σχετικοί με την KNIC λόγοι πρέπει επίσης να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα των κριτηρίων καταχώρισης, τα οποία έχουν ιδιαίτερα ευρεία διατύπωση και καλύπτουν «όλα τα κεφάλαια, λοιπά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή οικονομικούς πόρους». Εξάλλου, τα εν λόγω κριτήρια καταχώρισης αφορούν επίσης τη μεταφορά κεφαλαίων προς, μέσω ή από το έδαφος των κρατών μελών, πράγμα που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την ερμηνεία της φράσης «δημιουργεί έσοδα σε συνάλλαγμα» που περιλαμβάνεται στους λόγους καταχώρισης της KNIC.

126    Κατά συνέπεια, η φράση «δημιουργεί έσοδα σε συνάλλαγμα», η οποία περιλαμβάνεται στους σχετικούς με την KNIC λόγους, πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το γράμμα και τον σκοπό της υπό την έννοια ότι καλύπτει όχι μόνο τα κέρδη που αποκομίζει η KNIC σε ξένο νόμισμα, αλλά το σύνολο των χρηματοοικονομικών πόρων που παράγει η συγκεκριμένη οντότητα από τις δραστηριότητές της.

127    Δεύτερον, όσον αφορά τα διαλαμβανόμενα στους σχετικούς με την KNIC λόγους, σύμφωνα με τα οποία η οντότητα αυτή πραγματοποιεί σημαντικά έσοδα σε συνάλλαγμα, το Συμβούλιο και η Επιτροπή στηρίχθηκαν, συναφώς, σε δημόσια διαθέσιμες πηγές σχετικά με τις δραστηριότητες της KNIC, όπως είναι η ιστοσελίδα της, το απόσπασμα του εμπορικού μητρώου που αφορά την Korea National Insurance Corporation Zweigniederlassung Deutschland (στο εξής: KNIC ZD), που είναι το υποκατάστημα της KNIC στη Γερμανία, καθώς και δημοσιεύματα του Τύπου. Όπως προκύπτει από το σύνολο των πληροφοριών αυτών, η KNIC δραστηριοποιείται στο έδαφος της Ένωσης, μεταξύ άλλων μέσω της σύναψης συμβάσεων με σημαντικούς οικονομικούς φορείς στον κλάδο της ασφάλισης και στο πλαίσιο αυτής της δραστηριότητας πραγματοποιεί έσοδα σε συνάλλαγμα.

128    Σύμφωνα με τις προερχόμενες από την εν λόγω ιστοσελίδα πληροφορίες, τις οποίες προσκόμισε η Επιτροπή, η KNIC δραστηριοποιείται στον κλάδο της ασφάλισης ζωής και ζημιών, καθώς και στον τομέα της αντασφάλισης, ασκώντας παράλληλα και άλλες δραστηριότητες, όπως εμπορικές συναλλαγές. Από την εν λόγω ιστοσελίδα προκύπτει ότι η KNIC πραγματοποιεί υψηλά ετήσια κέρδη [11,5 τρισεκατομμύρια won Βόρειας Κορέας (περίπου 80,5 εκατ. ευρώ) μόνο για το 2014].

129    Όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, δεδομένου ότι το χρήμα είναι αντικαταστατό, ακόμη και αν, όπως διατείνεται η KNIC, ο κλάδος της «αντασφάλισης» είναι ελλειμματικός, εξακολουθεί να αποτελεί γι’ αυτήν πηγή συναλλάγματος, οι δε ζημίες μπορούν ευχερώς να αντισταθμιστούν από τα κέρδη που πραγματοποιούνται σε άλλους κλάδους της δραστηριότητας της KNIC.

130    Τρίτον, οι προσκομισθείσες από την KNIC πληροφορίες δεν αναιρούν τη διαπίστωση ότι αυτή πραγματοποιεί έσοδα σε συνάλλαγμα.

131    Η KNIC υποστηρίζει ότι τα ασφάλιστρα που καταβάλλει στο πλαίσιο του προγράμματος αντασφάλισης υπερβαίνουν τις ασφαλιστικές αποζημιώσεις που εισπράττει, παραθέτει δε, προς στήριξη των όσων υποστηρίζει, ποσοτικοποιημένη ανάλυση, από την οποία προκύπτει ότι, κατά τα πέντε τελευταία έτη, κατέβαλε στους αντασφαλιστές συνολικό ποσό 441 060 102 ευρώ σε ασφάλιστρα, ενώ εισέπραξε συνολικά 324 412 306 ευρώ για αντασφαλιστικές αποζημιώσεις.

132    Η KNIC παραδέχεται έτσι ότι εισέπραξε ποσά σε συνάλλαγμα άνω των 300 000 000 ευρώ. Το ποσό αυτό πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό.

133    Επιπλέον, η KNIC δεν αμφισβητεί τις πληροφορίες που προσκόμισε η Επιτροπή, η οποία υποστηρίζει ότι η KNIC ασκεί αντασφαλιστικές δραστηριότητες με διεθνείς ασφαλιστικές εταιρίες, ορισμένες εκ των οποίων εδρεύουν στο έδαφος της Ένωσης. Εξάλλου, με το υπόμνημα απαντήσεως, η KNIC επιβεβαιώνει ότι πραγματοποιεί συναλλαγές σε συνάλλαγμα. Από το έγγραφο της KNIC, της 16ης Ιουνίου 2016, προκύπτει επίσης ότι η εν λόγω οντότητα «μετατρέπει σε ευρώ ορισμένα από τα έσοδά της σε κορεατικά won […] προκειμένου να καταβάλει ασφάλιστρα στους αντασφαλιστές της».

134    Η KNIC τονίζει επίσης ότι έχει αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής διαδικασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο η οποία αφορούσε ψευδείς αιτήσεις αντασφαλιστικών αποζημιώσεων. Πάντως, σύμφωνα με το προσκομισθέν από το Συμβούλιο άρθρο της Washington Post, ύστερα από την ολοκλήρωση των εν λόγω διαδικασιών ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου, η KNIC εισέπραξε 58 εκατομμύρια δολάρια.

135    Η KNIC αμφισβητεί έντονα τις πληροφορίες σχετικά με πιθανές περιπτώσεις απάτης στο πλαίσιο της αντασφάλισης.

136    Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι το ζήτημα της απάτης δεν έχει σχέση ούτε με τα κριτήρια καταχώρισης ούτε με τα τροποποιημένα κριτήρια καταχώρισης. Το ζήτημα της απάτης δεν συγκαταλέγεται στους σχετικούς με την KNIC λόγους. Συνεπώς, δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των υποστηριζόμενων από την KNIC σχετικά με αυτό το ζήτημα.

137    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση του Συμβουλίου ότι η KNIC πραγματοποιούσε σημαντικά έσοδα σε συνάλλαγμα.

138    Τρίτον, όσον αφορά τις επικρίσεις δια των οποίων η KNIC διατείνεται ότι τα έσοδα που πραγματοποιεί δεν θα μπορούσαν να συμβάλουν στα προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας που σχετίζονται με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, στην επιχειρηματολογία της KNIC διακρίνονται δύο στοιχεία.

139    Αφενός, η KNIC υποστηρίζει ότι η έκφραση «συμβάλλουν στα προγράμματα», η οποία περιλαμβάνεται στα κριτήρια καταχώρισης, έχει την έννοια ότι απαιτείται είτε άμεση καταβολή χρηματικών ποσών είτε καταβολή υψηλών χρηματικών ποσών, ελλείψει των οποίων το εξοπλιστικό πρόγραμμα θα επηρεαζόταν σε σημαντικό βαθμό.

140    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η KNIC δεν προέβαλε ένσταση έλλειψης νομιμότητας, κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, στηριζόμενη στον φερόμενο δυσανάλογο χαρακτήρα των επίμαχων κριτηρίων καταχώρισης. Αντιθέτως, με τα επιχειρήματά της, η KNIC επικρίνει την ερμηνεία των επίμαχων κριτηρίων καταχώρισης από το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

141    Ωστόσο, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτίμησης όσον αφορά τον γενικό και αόριστο ορισμό των νομικών κριτηρίων και του τρόπου λήψης των περιοριστικών μέτρων (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, C‑348/12 P, EU:C:2013:776, σκέψη 120, και της 29ης Απριλίου 2015, Bank of Industry and Mine κατά Συμβουλίου, T‑10/13, EU:T:2015:235, σκέψεις 75 έως 80, 83, 84 και 88).

142    Εν προκειμένω, σύμφωνα τόσο με τα κριτήρια καταχώρισης όσο και με τα τροποποιημένα κριτήρια καταχώρισης, δεν απαιτείται να έχει υπάρξει άμεση καταβολή χρηματικών ποσών στα προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας που σχετίζονται με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

143    Συγκεκριμένα, στο εφαρμοστέο εν προκειμένω νομικό πλαίσιο γίνεται σαφώς λόγος για χρηματοοικονομικούς πόρους και περιουσιακά στοιχεία «που θα μπορούσαν να συμβάλλουν» στα προγράμματα αυτά.

144    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η KNIC, τα εν λόγω κριτήρια καταχώρισης δεν αφορούν το σύνολο των οντοτήτων που διατηρούν σχέσεις με την Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας, ούτε βέβαια το σύνολο των φορολογουμένων της Βόρειας Κορέας, αλλά, κατ’ ουσίαν, τα πρόσωπα και τις οντότητες που παρέχουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ή διασφαλίζουν τη μεταφορά προς ή από το έδαφος των κρατών μελών, οποιονδήποτε χρηματοοικονομικών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που μπορεί να συμβάλουν στα σχετιζόμενα με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας.

145    Συγκεκριμένα, υπό το πρίσμα του σκοπού, της φύσης και του αντικειμένου των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, το κριτήριο «μπορεί να συμβάλλουν», σύμφωνα με τη διατύπωση των κριτηρίων καταχώρισης και των τροποποιημένων κριτηρίων καταχώρισης, καλύπτει τα πρόσωπα και τις οντότητες των οποίων οι δραστηριότητες, ακόμη και αν δεν σχετίζονται αυτές καθαυτές άμεσα ή έμμεσα με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, μπορούν εν τούτοις να συμβάλουν σε αυτήν, λόγω της θέσης των εν λόγω προσώπων ή οντοτήτων στο επίμαχο καθεστώς.

146    Όπως, όμως, προκύπτει από τις σκέψεις 130 έως 137 ανωτέρω, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της, η KNIC πραγματοποιεί σημαντικά έσοδα σε ξένο συνάλλαγμα, η δε συνολική κερδοφορία της υπερβαίνει τα 80 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Επομένως, η KNIC δεν εμπίπτει, εν πάση περιπτώσει, στην κατηγορία των απλών φορολογούμενων πολιτών, όπως διατείνεται.

147    Εξάλλου, οι διαπιστώσεις αυτές δεν αποδυναμώνονται από τα επιχειρήματα που αντλεί η KNIC από τις αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2016, Bank of Industry and Mine κατά Συμβουλίου (C-358/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:338), και της 16 Ιουλίου 2014, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου (T-578/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:678), σύμφωνα με τα οποία η αναφορά σε «συμβολή» στα προγράμματα εξοπλισμού, σύμφωνα με τα κριτήρια καταχώρισης, έχει την έννοια ότι απαιτείται είτε άμεση καταβολή χρηματικών ποσών είτε καταβολή υψηλών χρηματικών ποσών, ελλείψει των οποίων το εξοπλιστικό πρόγραμμα θα επηρεαζόταν σε σημαντικό βαθμό.

148    Συγκεκριμένα, η προτεινόμενη εν προκειμένω ερμηνεία των επίμαχων κριτηρίων καταχώρισης συνάδει προς τις ερμηνευτικές επισημάνσεις που υπενθύμισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 1ης Μαρτίου 2016, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου (C-440/14 P, EU:C:2016:128). Συγκεκριμένα, έχει κριθεί ότι ο κανονισμός με τον οποίον επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα πρέπει να ερμηνεύεται όχι μόνον υπό το πρίσμα της λαμβανόμενης στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας απόφασης που αναφέρεται στο άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αλλά επίσης εντός του ιστορικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η νομοθεσία που θεσπίζει η Ένωση και στην οποία προστίθεται ο κανονισμός αυτός. Το ίδιο ισχύει και για απόφαση η οποία εκδίδεται στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται (απόφαση της 1ης Μαρτίου 2016, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, C‑440/14 P, EU:C:2016:128, σκέψη 78).

149    Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 92 ανωτέρω, τα περιοριστικά μέτρα κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας, επιβλήθηκαν ως αντίδραση σε πυρηνικές δοκιμές διενεργηθείσες από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας, για τις οποίες έχουν εκδοθεί καταδικαστικά ψηφίσματα του ΣΑΗΕ και οι οποίες συνιστούν σοβαρή απειλή για την επίτευξη ενός σημαντικού για την Ένωση σκοπού, ήτοι της διατήρησης της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.

150    Σε αυτό το πλαίσιο, εάν, όπως υποστηρίζει η KNIC, τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα αφορούσαν μόνον τις οντότητες ή τα πρόσωπα που συνδέονται άμεσα με τις δραστηριότητες διάδοσης πυρηνικών όπλων και συμβάλλουν άμεσα σε αυτές, και όχι και τις οντότητες και τα πρόσωπα που «μπορεί να συμβάλλουν» στις εν λόγω δραστηριότητες, θα δυσχεραινόταν η επίτευξη των σκοπών τους οποίους επιδιώκει το Συμβούλιο, καθώς θα μπορούσε ευχερώς να παρασχεθεί χρηματοοικονομική ιδίως στήριξη στις σχετικές με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων δραστηριότητες μέσω άλλων οντοτήτων ή προσώπων που συνδέονται έμμεσα με τις δραστηριότητες αυτές.

151    Ήταν, συνεπώς, εύλογη η εκτίμηση του Συμβουλίου ότι η διατύπωση των επίμαχων κριτηρίων καταχώρισης και η θέσπιση περιοριστικών μέτρων κατά της KNIC θα συνέβαλλε στην άσκηση πίεσης στο καθεστώς της Βόρειας Κορέας, προκειμένου αυτό να παύσει τις σχετικές με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων δραστηριότητες ή να τις περιορίσει (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψεις 147 και 148).

152    Αφετέρου, κατά το μέρος που η KNIC κάνει λόγο για ανεπάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων και αμφισβητεί ότι τα έσοδα που πραγματοποιεί θα μπορούσαν να συμβάλουν στις δραστηριότητες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας που σχετίζονται με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, αρκεί η διαπίστωση ότι, βάσει των επίμαχων κριτηρίων καταχώρισης, το Συμβούλιο δεν υποχρεούται να προσκομίσει τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι πόροι μιας καταχωρισμένης οντότητας θα χρησιμοποιούνταν ευθέως σε προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας που σχετίζονται με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, αλλά οφείλει να τεκμηριώσει την απόφαση κατά τον πλέον εύλογο τρόπο, με ένα σύνολο αποδεικτικών στοιχείων που να εμφαίνουν ότι οι πόροι αυτοί θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επίτευξη των σκοπών αυτών (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Απριλίου 2015, Anbouba κατά Συμβουλίου, C‑630/13 P, EU:C:2015:247, σκέψη 53).

153    Τυχόν διαφορετική ερμηνεία θα ήταν αντίθετη όχι μόνο στη διατύπωση των κριτηρίων καταχώρισης, αλλά κυρίως στο αντικείμενο και τον σκοπό του εξεταζομένου καθεστώτος περιοριστικών μέτρων κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας. Επιπλέον, ελλείψει εξουσίας διενέργειας έρευνας σε τρίτες χώρες, η συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων που να αποδεικνύουν κατά τρόπο συγκεκριμένο τη συμβολή στις πυρηνικές δραστηριότητες στο εν λόγω κράτος θα ήταν, αν μη τι άλλο, υπέρμετρα δυσχερής.

154    Εν προκειμένω, τονίζεται, καταρχάς, ότι η KNIC παραδέχθηκε ότι καταβάλλει φόρους στο κράτος της Βόρειας Κορέας, χωρίς όμως να διευκρινίζει το ύψος τους.

155    Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ανάλυσης που παρατίθεται στις σκέψεις 112 έως 114, 120 και 121 και 130 έως 137 ανωτέρω, η KNIC είναι κερδοφόρα επιχείρηση, η οποία κατέχει μονοπωλιακή θέση στην ασφαλιστική αγορά και πραγματοποιεί σημαντικά έσοδα σε ξένο συνάλλαγμα.

156    Τέλος, όπως προκύπτει από την ανάλυση που παρατίθεται στις σκέψεις 110 έως 118 ανωτέρω, η KNIC είναι κρατική οντότητα, ανήκουσα στην ιδιοκτησία του κράτους της Βόρειας Κορέας.

157    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το γεγονός ότι η KNIC αποτελεί κρατική οντότητα υποδηλώνει ότι τα έσοδα σε συνάλλαγμα που αυτή πραγματοποιεί μπορούν να συμβάλουν στο κρατικό πρόγραμμα διάδοσης των πυρηνικών όπλων, στο μέτρο που το κράτος της Βόρειας Κορέας μπορεί να αποφασίζει τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται τα έσοδα που πραγματοποιεί η KNIC. Επομένως, δεν ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση του Συμβουλίου και της Επιτροπής ότι τα έσοδα που πραγματοποιεί η KNIC μπορεί να συμβάλουν στα προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας που σχετίζονται με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

158    Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το σύνολο των προαναφερθέντων στοιχείων αποτελεί μια δέσμη αρκούντως συγκεκριμένων, σαφών και συγκλινουσών ενδείξεων που αποδεικνύουν ότι κατά πάσα πιθανότητα η KNIC είναι επιχείρηση ανήκουσα στην κυριότητα και ευρισκόμενη υπό τον έλεγχο του κράτους και ότι πραγματοποιεί σημαντικά έσοδα σε ξένο συνάλλαγμα, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στα προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας που σχετίζονται με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

159    Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή, αναφέροντας στους σχετικούς με την KNIC λόγους ότι η εν λόγω εταιρία αποτελεί επιχείρηση ανήκουσα στην κυριότητα και ευρισκόμενη υπό τον έλεγχο του κράτους και ότι πραγματοποιεί σημαντικά έσοδα σε ξένο συνάλλαγμα που θα μπορούσαν να συμβάλουν στα προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας που σχετίζονται με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, σε ουδεμία πλάνη εκτίμησης υπέπεσαν.

160    Τέταρτον, όσον αφορά τη σύνδεση μεταξύ της KNIC και του Γραφείου 39, την οποία η KNIC αμφισβητεί, διαπιστώνεται, βάσει της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Γενικό Δικαστήριο, ότι, ελλείψει άλλων πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά τη φύση και την ύπαρξη της σύνδεσης αυτής, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν έχουν τεκμηριώσει επαρκώς κατά νόμον το στοιχείο αυτό της αιτιολογίας.

161    Ωστόσο, το γεγονός ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν τεκμηρίωσαν επαρκώς κατά νόμον το στοιχείο αυτό της επίμαχης αιτιολογίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν αρκεί για να κλονίσει τη νομιμότητα της αιτιολογίας αυτής. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι, εφόσον ένας τουλάχιστον από τους λόγους που παρατίθενται στην αιτιολογία μιας πράξης είναι αρκούντως ακριβής και συγκεκριμένος, έχει τεκμηριωθεί και αποτελεί επαρκές έρεισμα για τη θεμελίωση της πράξης αυτής, το γεγονός ότι οι λοιποί λόγοι δεν συνιστούν τέτοιο έρεισμα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση της εν λόγω πράξης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2015, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T- 127/09 RENV, EU:T:2015:4, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

162    Εν προκειμένω, όμως, η διαπίστωση ότι η KNIC είναι επιχείρηση ανήκουσα στην κυριότητα και ευρισκόμενη υπό τον έλεγχο του κράτους, η οποία πραγματοποιεί σημαντικά έσοδα σε ξένο συνάλλαγμα που θα μπορούσαν να συμβάλουν στα σχετικά με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας, αποτελεί αφεαυτής επαρκή βάση για την καταχώριση της επωνυμίας της KNIC στους επίμαχους καταλόγους.

163    Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακύρωσης κρίνεται απορριπτέος.

 Επί του τρίτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά παραβίαση των αρχών που διέπουν την προστασία των δεδομένων

164    Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης, η KNIC προβάλλει ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποχρεούνται, δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1), να διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία, ότι είναι ακριβή και επικαιροποιημένα, και ότι, σε αντίθετη περίπτωση, διαγράφονται ή διορθώνονται. Κατά τα άρθρα 14 και 16 του εν λόγω κανονισμού, το υποκείμενο των δεδομένων πρέπει να έχει δικαίωμα αμελλητί διόρθωσης των ανακριβών δεδομένων και δικαίωμα διαγραφής των δεδομένων εφόσον η επεξεργασία τους είναι παράνομη.

165    Η KNIC υποστηρίζει, όμως, ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δημοσίευσαν, κατά παράβαση των εν λόγω άρθρων, εσφαλμένα δεδομένα, από τα οποία αφήνεται να εννοηθεί συμμετοχή της σε παράνομη δραστηριότητα σχετιζόμενη με την ανάπτυξη παράνομων όπλων μαζικής καταστροφής. Η δημοσίευση αυτή θα έχει σοβαρή επίπτωση για την KNIC. Οι αρνητικές συνέπειες για την υπόληψή της είναι ή θα έπρεπε να είναι προφανείς. Η δημοσιοποίηση αβάσιμων ισχυρισμών περί σοβαρών επιλήψιμων πράξεων τέτοιου είδους θα μπορούσε επίσης να έχει πρακτικές συνέπειες.

166    Το Συμβούλιο και η Επιτροπή αμφισβητούν τα επιχειρήματα της KNIC, τονίζοντας ότι αυτά δεν είναι ικανά να επηρεάσουν τη νομιμότητα των δεύτερων προσβαλλόμενων πράξεων και της απόφασης 2016/849.

167    Με τον συγκεκριμένο λόγο, η KNIC προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Συμβούλιο και την Επιτροπή παράβαση των άρθρων 4, 10, 14 και 16 του κανονισμού 45/2001.

168    Σημειωτέον ότι η KNIC περιορίζεται στην απαρίθμηση των διατάξεων του κανονισμού 45/2001, καθώς και ορισμένων αποσπασμάτων από γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας των Δεδομένων, και, παράλληλα, διατυπώνει τη γενική αιτίαση ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή δημοσίευσαν εσφαλμένα δεδομένα, από τα οποία αφήνεται να εννοηθεί ότι η KNIC συμμετείχε σε παράνομες δραστηριότητες.

169    Κατά την KNIC, εφόσον το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν αποδεικνύουν ότι η καταχώριση της επωνυμίας της στους επίμαχους καταλόγους είναι βάσιμη, η καταχώριση αυτή συνεπάγεται παραβίαση των αρχών που διέπουν την προστασία των δεδομένων.

170    Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προέκυψε από την εξέταση του δεύτερου λόγου ακύρωσης που προβάλλεται με την υπό κρίση προσφυγή, οι σχετικοί με την KNIC λόγοι δεν ενέχουν σφάλμα εκτίμησης και ότι, ως εκ τούτου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν έχουν δημοσιεύσει ανακριβή δεδομένα, από τα οποία αφήνεται να εννοηθεί ότι η KNIC μετείχε σε παράνομες δραστηριότητες.

171    Κατά συνέπεια, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

172    Εν πάση περιπτώσει, ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής.

173    Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή έχουν προβεί σε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικών με την KNIC κατά τρόπο μη σύμφωνο προς τον κανονισμό 45/2001, η περίσταση αυτή δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση των δεύτερων προσβαλλόμενων πράξεων και της απόφασης 2016/849. Αντιθέτως, εάν η KNIC μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη τέτοιας επεξεργασίας, μπορεί να προβάλει παράβαση του εν λόγω κανονισμού στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 2016, Rotenberg κατά Συμβουλίου, T‑720/14, EU:T:2016:689, σκέψη 140, και της 22ας Νοεμβρίου 2017, HD κατά Κοινοβουλίου, T‑652/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:828, σκέψεις 33 και 34).

174    Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά δυσανάλογο περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων

175    Με τον τέταρτο λόγο ακύρωσης, η KNIC προβάλλει δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της επιχειρηματικής ελευθερίας κατά την έννοια του άρθρου 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Υπενθυμίζει ότι το δικαίωμα της στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της φήμης προστατεύεται από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Η KNIC επικαλείται, συναφώς, την αρχή της αναλογικότητας, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης.

176    Κατά την KNIC, οι δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις και η απόφαση 2016/849 περιορίζουν σοβαρά τη δυνατότητά της διαχειρίζεται την περιουσία της. Όπως προκύπτει από τη μαρτυρική κατάθεση του Paek Ju Hyok, πρακτική συνέπεια των πράξεων αυτών ήταν η απροθυμία των τρίτων να συναλλαγούν με την KNIC. Τούτο έχει ως συνέπεια ότι η KNIC δεν μπορεί πλέον να συνάπτει συμβάσεις αντασφάλισης, να αναζητεί οφειλόμενα από τους αλλοδαπούς εταίρους της ποσά, να έχει πρόσβαση σε διεθνή περιουσιακά στοιχεία ή να συνεχίσει τις δραστηριότητές της με τους διεθνείς εταίρους της.

177    Η ζημία που προκλήθηκε από τις δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις και την απόφαση 2016/849 είναι, από κάθε άποψη, εντελώς δυσανάλογη σε σχέση με τους στόχους των εν λόγω πράξεων, καθόσον η KNIC δεν πραγματοποιούσε έσοδα για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας. Επομένως, η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων της KNIC δεν είναι ούτε πρόσφορη ούτε αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της παρεμπόδισης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας να αναπτύξει προγράμματα διάδοσης πυρηνικών όπλων.

178    Το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

179    Με τον τέταρτο λόγο ακύρωσης, η KNIC προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της επιχειρηματικής ελευθερίας. Δεδομένου ότι η αναφορά σε παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ δεν στηρίζεται σε κανένα επιχείρημα, η συγκεκριμένη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθώς δεν πληρούνται οι απαιτήσεις σαφήνειας κατά το άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας.

180    Πρώτον, εφόσον, με την ως άνω γενικόλογη επιχειρηματολογία, η KNIC αμφισβητεί τη συμφωνία των κριτηρίων καταχώρισης προς την αρχή της αναλογικότητας, προβάλλοντας ότι η καταχώριση της επωνυμίας της στους επίμαχους καταλόγους και η ζημία που προκαλείται από τις δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις και από την απόφαση 2016/849 ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τους σκοπούς των πράξεων αυτών, αρκεί η διαπίστωση ότι η KNIC δεν προέβαλε ένσταση έλλειψης νομιμότητας κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ όσον αφορά τα κριτήρια καταχώρισης και τα τροποποιημένα κριτήρια καταχώρισης.

181    Δεν μπορεί, όμως, η KNIC να αμφισβητήσει τη συμφωνία των κριτηρίων καταχώρισης προς την αρχή της αναλογικότητας, χωρίς να αμφισβητήσει τη νομιμότητά τους προβάλλοντας ένσταση έλλειψης νομιμότητας κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 2013, Melli Bank κατά Συμβουλίου, T‑492/10, EU:T:2013:80, σκέψεις 58 και 59, και της 20ής Μαρτίου 2013, Bank Saderat κατά Συμβουλίου, T‑495/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:142, σκέψεις 53 έως 59).

182    Επιπλέον, εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα που προβάλλει η KNIC στο πλαίσιο του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης δεν επαρκούν για να κλονίσουν τη νομιμότητα των εν λόγω κριτηρίων καταχώρισης. Συγκεκριμένα, τα επιχειρήματα αυτά στηρίζονται σε περιστάσεις σχετιζόμενες με την KNIC, υπό την έννοια ότι έχουν διατυπωθεί με γνώμονα τη συγκεκριμένη κατάστασή της και στηρίζονται στην προβαλλόμενη ζημία που φέρεται να έχει προκληθεί λόγω της καταχώρισης της επωνυμίας της στους επίμαχους καταλόγους, και όχι στον δυσανάλογο χαρακτήρα των εν λόγω κριτηρίων αυτών καθαυτών.

183    Δεύτερον, η KNIC στηρίζει το επιχείρημά της περί δυσανάλογου χαρακτήρα των σε βάρος της περιοριστικών μέτρων στην παραδοχή ότι δεν πραγματοποιεί έσοδα για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας. Εξ αυτού συνάγει ότι η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων της δεν μπορεί να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της παρεμπόδισης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας να αναπτύξει τα προγράμματά της διάδοσης πυρηνικών όπλων.

184    Όπως, όμως, προκύπτει από την εξέταση του δευτέρου λόγου ακύρωσης στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, οι σχετικοί με την KNIC λόγοι δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση.

185    Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί.

186    Υπό το πρίσμα όλων των προεκτεθέντων, η προσφυγή της KNIC στην υπόθεση T‑264/16 κρίνεται απορριπτέα στο σύνολό της.

 Επί της προσφυγής στην υπόθεση T533/15

 Επί της προσφυγής των προσφευγόντων στην υπόθεση T533/15, κατά το μέρος που αφορά τις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις

–       Επί του πρώτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

187    Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν τήρησαν την υποχρέωσή τους να παραθέσουν σαφείς, αδιαμφισβήτητους και συγκεκριμένους λόγους που να δικαιολογούν την καταχώρισή τους στους σχετικούς καταλόγους.

188    Κατά τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15, στις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις δεν αναφέρεται συγκεκριμένα ποιο στοιχείο των κριτηρίων καταχώρισης που περιλαμβάνονται στις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις προβάλλεται έναντι εκάστου εξ αυτών. Εξάλλου, ο Kang Song-Sam υποστηρίζει ότι στις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις κατονομάζεται πρόσωπο που δεν υφίσταται, ήτοι ο Kang Song-Nam, οπότε η υποχρέωση αιτιολόγησης έχει παραβιαστεί ως προς τις πράξεις αυτές.

189    Οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 αμφισβητούν τη διαπίστωση ότι ενεργούσαν «εξ ονόματος της KNIC». Συγκεκριμένα, τίθεται το ζήτημα εάν η έκφραση αυτή αφορά υφιστάμενη οντότητα όπως η KNIC ZD ή η KNIC. Στην περίπτωση αυτή, όμως, πρόκειται για μη καταχωρισθείσα οντότητα, πράγμα που σημαίνει ότι η διαπίστωση αυτή είναι αλυσιτελής υπό το πρίσμα των πρώτων κριτηρίων καταχώρισης. Αντιθέτως, εάν η έκφραση αυτή αφορά ανύπαρκτη οντότητα, δηλαδή την «KNIC GmbH», γίνεται λόγος για ενέργειες εξ ονόματος οντότητας η οποία δεν υφίσταται. Επιπλέον, οι Sin Kyu-Nam και Pak Chun-San κακώς περιλαμβάνονται στους σχετικούς καταλόγους ως «πρώην» εξουσιοδοτημένοι πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι της KNIC GmbH.

190    Το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντικρούουν τα επιχειρήματα των προσφευγόντων στην υπόθεση T‑533/15.

191    Το Συμβούλιο επαναλαμβάνει ότι στη σχετική με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 αιτιολογία επισημαίνεται ότι αυτοί ασκούν καθήκοντα στο πλαίσιο της KNIC ZD και ενεργούν για λογαριασμό ή σύμφωνα με της εντολές της KNIC. Η Επιτροπή επισημαίνει, ακόμη, ότι αρκεί το Συμβούλιο και η Επιτροπή να διευκρινίσουν τα καθήκοντα στο πλαίσιο των οποίων τα πρόσωπα αυτά, με την ιδιότητα των αντιπροσώπων της KNIC ZD, ενεργούσαν εξ ονόματος ή σύμφωνα με τις εντολές της KNIC.

192    Όπως προαναφέρθηκε, από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπον ώστε να καθίσταται δυνατό ο μεν θιγόμενος να γνωρίζει τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη των μέτρων, το δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του, πλην όμως η αιτιολογία αυτή πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξης και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Συναφώς, δεν απαιτείται να προσδιορίζει η αιτιολογία όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξης αυτής, αλλά και το πλαίσιό της και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα και ιδίως το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της πράξης. Κατά συνέπεια, μια βλαπτική πράξη κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη, εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (βλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 122 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

193    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι στις αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 12 της απόφασης 2013/183 γίνεται υπόμνηση των κρίσιμων στοιχείων της πολιτικής συγκυρίας στο πλαίσιο της οποίας θεσπίστηκαν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Επιπλέον, από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 329/2007 προκύπτει ότι, λόγω της πυρηνικής δοκιμής της 9ης Οκτωβρίου 2006, το ΣΑΗΕ έκρινε ότι υφίσταται σαφής απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Οι πράξεις αυτές, στων οποίων την τροποποίηση αποσκοπούν οι πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις και οι οποίες εντάσσονται, ως εκ τούτου, σε πλαίσιο γνωστό στους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15, εμφαίνουν, συνεπώς, την όλη κατάσταση που οδήγησε στην έκδοσή τους και τους γενικούς σκοπούς που αυτές επιδιώκουν.

194    Η πρώτη δέσμη των σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων παρατίθενται στη σκέψη 16 ανωτέρω.

195    Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 προσάπτουν στην Επιτροπή ότι μεταβάλλει σιωπηρώς τους λόγους επί των οποίων στηρίζονται οι πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις, προκειμένου να εξεταστούν οι λόγοι που προβάλλονται ως προς την KNIC GmbH ως εάν αφορούσαν τα κεντρικά γραφεία της KNIC. Τονίζουν ότι αναγκάζονται να εικάσουν τη σημασία των λόγων τους οποίους επικαλέστηκαν η Επιτροπή και το Συμβούλιο προς στήριξη της καταχώρισης των προσφευγόντων στους επίμαχους καταλόγους, καθώς και την προβαλλόμενη αντιστοιχία των λόγων αυτών με τα κριτήρια καταχώρισης.

196    Διαπιστώνεται, βέβαια, ότι η πρώτη δέσμη λόγων ενέχει κάποια ανακρίβεια, καθόσον αναφέρεται ότι η οντότητα στην οποία οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 φέρονται να ασκούσαν τα καθήκοντά τους ήταν η «KNIC GmbH». Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η αναφορά στην οντότητα «KNIC GmbH» συνιστά σφάλμα ως προς την επωνυμία της οντότητας στην οποία ήθελε να αναφερθεί το Συμβούλιο, ήτοι της KNIC ZD, που ήταν το υποκατάστημα της KNIC στο Αμβούργο (Γερμανία). Συνεπώς, η αναφορά στην «KNIC GmbH» νοείται ότι αφορά την KNIC ZD

197    Ωστόσο, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 ήταν σε θέση να αντιληφθούν, βάσει της πρώτης δέσμης των σχετικών με αυτούς λόγων, ότι το Συμβούλιο δικαιολόγησε την καταχώριση των ονομάτων τους στους επίμαχους καταλόγους επικαλούμενο τα καθήκοντα που αυτοί ασκούσαν στην KNIC ZD. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται, πρώτον, ότι οι διάδικοι συμφωνούν ότι δεν υφίσταται οντότητα με την επωνυμία KNIC GmbH. Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η αναφορά στη «KNIC GmbH» συνοδεύεται από την αναφορά στο Αμβούργο ή στη διεύθυνση της οντότητας «KNIC GmbH» στο Αμβούργο, η οποία αντιστοιχεί στη διεύθυνση της KNIC ZD. Τρίτον, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15, δεδομένων των καθηκόντων που ασκούσαν στη KNIC ή στο υποκατάστημα της KNIC στη Γερμανία, δεν ήταν δυνατόν να αγνοούν ότι η KNIC ασκεί την οικονομική δραστηριότητά της στη Γερμανία μέσω του υποκαταστήματός της, ήτοι της KNIC ZD. Συνεπώς, παρά το σφάλμα στην επωνυμία, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 ήταν σε θέση να αντιληφθούν ότι η αναφορά στην «KNIC GmbH» αντιστοιχεί στη KNIC ZD.

198    Όσον αφορά τους Kim Il-Su Chun-Sik, Choe, Sin Kyu-Nam, Pak Chun-San και So Tong Myong, όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες τους και τα επιχειρήματα που παρατίθενται στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης, οι ανακρίβειες των πρώτων προσβαλλόμενων πράξεων δεν τους εμπόδισαν να αντιληφθούν ότι καταχωρίστηκαν λόγω των καθηκόντων που ασκούσαν στην KNIC στη Γερμανία και λόγω των ενεργειών τους για λογαριασμό ή κατ’ εντολή της KNIC.

199    Όσον αφορά το πρόσωπο που στις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις κατονομάζεται ως «Kang Song-Nam», αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, κατά τη μεταγραφή από την κορεατική στην αγγλική γλώσσα προκύπτουν συχνά πλείονες δυνατές και αποδεκτές μεταφράσεις. Επομένως, το σφάλμα αυτό δεν εμποδίζει τον Kang Song-Sam να αντιληφθεί το περιεχόμενο των πρώτων προσβαλλόμενων πράξεων με τις οποίες το Συμβούλιο τον καταχώρισε στους επίμαχους καταλόγους, λόγω των καθηκόντων του ως πρώην εξουσιοδοτημένου πληρεξούσιου αντιπροσώπου της KNIC ZD, όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται, κατά τα λοιπά, τόσο από την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής από τον Kang Song-Sam όσο και από το γεγονός ότι, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακύρωσης, ο εν λόγω προσφεύγων προβάλλει πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης.

200    Με την πρώτη δέσμη των σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων διευκρινίζεται για καθέναν εκ των προσφευγόντων η φύση της σχέσης του με τις καταχωρισμένες οντότητες, και επομένως οι προσφεύγοντες είναι σε θέση να κατανοήσουν, βάσει των λόγων αυτών, αυτά που τους προσάπτονται, να ελέγξουν εάν είναι βάσιμα και να τα αμφισβητήσουν με ακρίβεια. Επομένως, η αιτιολογία κρίνεται επαρκής.

201    Βάσει των προεκτεθέντων, ο λόγος ακύρωσης που αφορά παραβίαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης κρίνεται απορριπτέος, το δε βάσιμο της σχετικής με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 αιτιολογίας που παρέθεσε το Συμβούλιο στις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακύρωσης.

–       Επί του δευτέρου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης

202    Με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 υποστηρίζουν ότι είναι προδήλως εσφαλμένη η εκτίμηση του Συμβουλίου και της Επιτροπής ότι πληρούνται τα κριτήρια καταχώρισης ως προς αυτούς.

203    Επαναλαμβάνουν το επιχείρημά τους ότι η KNIC GmbH δεν υπάρχει. Η KNIC δραστηριοποιείται στη Γερμανία μέσω της KNIC ZD, η οποία αποτελεί υποκατάστημα και όχι θυγατρική της KNIC. Λόγω της ανυπαρξίας της KNIC GmbH, οι λόγοι που παρατίθενται στις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις δεν ισχύουν ως προς αυτούς ή είναι αβάσιμοι.

204    Κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 υποστηρίζουν ότι δεν είναι πλέον ούτε υπήρξαν ποτέ αντιπρόσωποι της KNIC ZD.

205    Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 ασκούν καθήκοντα στο πλαίσιο της KNIC ZD και ενεργούν για λογαριασμό ή σύμφωνα με τις εντολές της KNIC. Κατά την Επιτροπή, αποδεικνύεται ότι οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 ενεργούν εξ ονόματος ή σύμφωνα με τις εντολές της KNIC ή υπό τον έλεγχό της.

206    Κατά πρώτον, υπογραμμίζεται ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου του βασίμου της καταχώρισης των ονομάτων των προσφευγόντων στην υπόθεση T‑533/15 στους καταλόγους που προσαρτώνται στις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις, πρέπει να εκτιμηθεί εάν η κατάσταση του καθενός εξ αυτών συνιστά επαρκή λόγο ώστε να γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω προσφεύγοντες πληρούν τα γενικά κριτήρια που καθόρισε το Συμβούλιο με το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, της απόφασης 2013/183, προκειμένου να οριοθετήσει τον κύκλο των προσώπων σε βάρος των οποίων δύνανται να ληφθούν τέτοια μέτρα. Στο πλαίσιο της εκτίμησης αυτής, τα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να εξεταστούν όχι κατά τρόπο μεμονωμένο, αλλά αναγόμενα στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 21ης Απριλίου 2015, Anbouba κατά Συμβουλίου, C‑605/13 P, EU:C:2015:248, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

207    Επισημαίνεται, εν γένει, ότι, στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων που λαμβάνονται για να ασκηθεί πίεση στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας, τα κριτήρια καταχώρισης που περιλαμβάνονται στη νομοθεσία που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης των πρώτων προσβαλλόμενων πράξεων κάλυπταν την άμεση συμμετοχή στα προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας, στηριζόμενα στην εμπλοκή ή την υποστήριξη των προγραμμάτων που σχετίζονται με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων (άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της απόφασης 2013/183)· την ευθύνη για τα προγράμματα αυτά (άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, της απόφασης 2013/183)· την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που θα μπορούσαν να συμβάλουν στα προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας (άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο β ʹ, σημείο ii, της απόφασης 2013/183) και την προμήθεια όπλων (άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο β ʹ, σημείο iii, της απόφασης 2013/183). Η εφαρμοστέα ρύθμιση προέβλεπε επίσης, στο άρθρο 15 παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, της απόφασης 2013/183, τα κριτήρια που μπορούσαν να αποτελέσουν τη νομική βάση για την καταχώριση οντοτήτων ή φυσικών προσώπων, κριτήρια τα οποία βασίζονταν στη σχέση με πρόσωπο ή οντότητα που παρέχει χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ή εξασφαλίζει τη μεταβίβαση οιωνδήποτε χρηματοοικονομικών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων ή πόρων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στα προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας.

208    Οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 εμπίπτουν στην κατηγορία των ατόμων που ενεργούν εξ ονόματος ή υπό την καθοδήγηση προσώπων ή οντοτήτων κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, της απόφασης 2013/183 και του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 329/2007, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 696/2013.

209    Συνεπώς, εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί το κύρος της καταχώρισης των προσφευγόντων στην υπόθεση T‑533/15, με βάση τη σχέση τους με τις οντότητες εξ ονόματος των οποίων φέρονται να ενεργούν.

210    Κατά δεύτερον, τονίζεται ότι, με την πρώτη δέσμη των σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων, το Συμβούλιο έδωσε έμφαση στη σχέση μεταξύ των εν λόγω προσφευγόντων και της KNIC GmbH, καθώς και στη σχέση μεταξύ των εν λόγω προσφευγόντων και της KNIC.

211    Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά την άσκηση από τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 διαφόρων καθηκόντων στο πλαίσιο της KNIC GmbH, από τις σκέψεις 196 και 197 ανωτέρω προκύπτει ότι το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το Συμβούλιο ως προς την επωνυμία της οντότητας δεν τους εμπόδισε να κατανοήσουν τη σημασία και το περιεχόμενο των πρώτων λόγων. Συγκεκριμένα, από τα επιχειρήματα των προσφευγόντων στην υπόθεση T‑533/15, τα οποία προβλήθηκαν στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, προκύπτει ότι η αναφορά στην «KNIC GmbH» πρέπει να νοείται και πράγματι νοήθηκε ως αναφορά στην KNIC ZD, η οποία αποτελεί την καταχωρισθείσα οντότητα.

212    Εν πάση περιπτώσει, η καταχώριση της οντότητας με την επωνυμία «KNIC GmbH», που πρέπει να νοείται ως αφορώσα τις δραστηριότητες του υποκαταστήματός της KNIC στη Γερμανία, δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

213    Δεύτερον, όσον αφορά τις ενέργειες για λογαριασμό ή κατ’ εντολή της KNIC, δεν αμφισβητείται ότι η οντότητα αυτή δεν καταχωρίστηκε με τις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις.

214    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι, όσον αφορά τη KNIC, η πρώτη δέσμη σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων δεν στηρίζεται στην άσκηση συγκεκριμένων καθηκόντων, αλλά στο γεγονός ότι οι προσφεύγοντες «ενεργούσαν εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της». Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η πρώτη δέσμη λόγων στηρίζεται στο γεγονός ότι οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 ασκούσαν καθήκοντα στο πλαίσιο της KNIC ZD και ενεργούσαν για λογαριασμό ή σύμφωνα με τις εντολές της KNIC. Η Επιτροπή επισημαίνει, ακόμη, ότι αρκεί το Συμβούλιο και η Επιτροπή να διευκρινίσουν τα καθήκοντα στο πλαίσιο των οποίων τα πρόσωπα αυτά, με την ιδιότητα των αντιπροσώπων της KNIC ZD, ενεργούσαν εξ ονόματος ή σύμφωνα με τις εντολές της KNIC.

215    Από το απόσπασμα του γερμανικού μητρώου εταιριών, το οποίο προσκομίστηκε από το Συμβούλιο και περιλαμβάνεται στο παράρτημα Β.4 του υπομνήματος αντίκρουσης, προκύπτει ότι η KNIC ZD είναι υποκατάστημα της KNIC, η οποία έχει συσταθεί κατά το δίκαιο της Βόρειας Κορέας. Όπως προκύπτει από τη μαρτυρική κατάθεση του Paek Ju Hyok, αντιπροέδρου της KNIC, η οποία παρατίθεται στο παράρτημα A.10 του δικογράφου της προσφυγής, η KNIC ZD αποτελεί γραφείο αντιπροσωπείας της KNIC στη Γερμανία, το οποίο λειτουργεί ως σημείο επαφής για αντασφαλιστικές εταιρίες.

216    Συναφώς, εν προκειμένω, η αναφορά στην KNIC, στην πρώτη δέσμη των σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγους, έχει την έννοια ότι ενισχύει τους λόγους με τους οποίους αποδεικνύεται η σχέση μεταξύ των δραστηριοτήτων των εν λόγω προσφευγόντων και της KNIC ως οντότητας που είχε υπό τον έλεγχό της τις δραστηριότητες της KNIC ZD στη Γερμανία. Με άλλα λόγια, όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις που παρέθεσε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η KNIC ZD καταχωρίστηκε λόγω των δραστηριοτήτων που ασκούσε η KNIC στη Γερμανία μέσω του υποκαταστήματός της. Τούτο επιβεβαιώνεται, κατά τα λοιπά, από το κείμενο των δεύτερων προσβαλλόμενων πράξεων, με τις οποίες καταχωρίστηκαν ονομαστικώς η KNIC και τα υποκαταστήματά της.

217    Εν πάση περιπτώσει, όπως συμφώνησαν όλοι οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεδομένου του σκοπού, της φύσης και του αντικειμένου των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, η καταχώριση οντότητας ή φυσικού προσώπου «που ενεργεί εξ ονόματος ή σύμφωνα με τις εντολές» οντοτήτων που εμπίπτουν στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/183 και στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 329/2007, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 696/2013, είναι δυνατή, ακόμη και αν δεν έχουν καταχωριστεί οι οντότητες αυτές.

218    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, για να αποδειχθεί η ορθότητα της καταχώρισης ενός προσώπου ως ενεργούντος «εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της KNIC», το Συμβούλιο όφειλε να αποδείξει τους δεσμούς μεταξύ των προσφευγόντων στην υπόθεση T‑533/15 και της KNIC ή της KNIC ZD, σύμφωνα με την πρώτη δέσμη των σχετικών με τους εν λόγω προσφεύγοντες λόγων.

219    Κατά τρίτον, όσον αφορά τις αποδείξεις σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ των προσφευγόντων στην υπόθεση T‑533/15 και της KNIC ή της KNIC ZD, διαπιστώνονται τα εξής.

220    Στο πλαίσιο αυτό, τονίζεται εκ προοιμίου ότι οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 επιβεβαιώνουν τη σχέση τους με την KNIC ZD και την KNIC, επισημαίνοντας, εντούτοις, ότι διέκοψαν τις σχέσεις αυτές πριν την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων ή λόγω της έκδοσής τους.

221    Όσον αφορά τον Kim Il-Su, αυτός καταχωρίστηκε με τις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις λόγω της ιδιότητάς του ως εξουσιοδοτημένου πληρεξούσιου αντιπροσώπου της καταχωρισμένης από την Ένωση KNIC GmbH, ο οποίος ενεργούσε εξ ονόματος ή σύμφωνα με τις εντολές της KNIC.

222    Ο Kim Il-Su επισημαίνει ότι εργάστηκε για τη KNIC ZD από τον Φεβρουάριο του 2009 έως τον Ιούνιο του 2015. Συνεχίζει να εργάζεται για την KNIC, αλλά δεν είναι αντιπρόσωπος της KNIC ZD, ως πληρεξούσιος ή με άλλη ιδιότητα, όπως προκύπτει από τη μαρτυρική κατάθεση του.

223    Από το σχετικό με τη KNIC ZD απόσπασμα του εμπορικού μητρώου με ημερομηνία 30 Ιουνίου 2015, το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα B.4 του υπομνήματος αντίκρουσης του Συμβουλίου, προκύπτει ότι ο Kim Il–Su ήταν ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της KNIC ZD. Είχε οριστεί, μετά τον Pak Chun–San, αντιπρόσωπος της KNIC ZD, με βεβαίωση που απηύθυνε η KNIC στο Amtsgericht Hamburg (ειρηνοδικείο Αμβούργου, Γερμανία) με ημερομηνία 28 Ιουλίου 2009, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα B.7 του υπομνήματος αντίκρουσης της Επιτροπής. Επιπλέον, με τη μαρτυρική κατάθεση του, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα A.4 του δικογράφου της προσφυγής, δεν αμφισβητεί, αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνει ότι το 2009 ανέλαβε τα καθήκοντα αντιπροσώπου της KNIC ZD τα οποία ασκούσε προηγουμένως ο Pak Chun-San.

224    Όσον αφορά τη μαρτυρική κατάθεση του Kim Il–Su, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο δικάζουν με βάση την αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων και ότι το μόνο κριτήριο εκτίμησης των προσκομιζομένων αποδείξεων είναι η αξιοπιστία τους. Επιπλέον, για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας ενός εγγράφου, πρέπει να ελέγχεται η ακρίβεια της περιεχόμενης σ’ αυτό πληροφορίας και να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε και ο αποδέκτης του, να εξετάζεται δε αν το έγγραφο είναι, ως εκ του περιεχομένου του, λογικό και αξιόπιστο (βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Shell Petroleum κ.λπ., T‑343/06, EU:T:2012:478, σκέψη 161 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

225    Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η μαρτυρική κατάθεση του Kim Il-Su καταρτίστηκε ειδικά για την υπό κρίση προσφυγή και ότι, ως προερχόμενη από πρόσωπο υποκείμενο στα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, έχει περιορισμένη αποδεικτική αξία. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή μπορούσαν, επομένως, νομίμως να στηριχθούν στο σχετικό με την KNIC ZD απόσπασμα του εμπορικού μητρώου με ημερομηνία 30 Ιουνίου 2015 και στη βεβαίωση που απηύθυνε η KNIC στο Amtsgericht Hamburg (ειρηνοδικείο Αμβούργου), τα οποία ήταν δημόσια έγγραφα διαθέσιμα κατά τον χρόνο έκδοσης των πρώτων προσβαλλόμενων πράξεων, και να τα χρησιμοποιήσουν ως στοιχεία αποδεικτικά των καθηκόντων του Kim Il-Su.

226    Τέλος, η θέση του Kim Il-Su ότι έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο του 2015 αντικρούεται από το απόσπασμα του εμπορικού μητρώου με ημερομηνία 16 Μαρτίου 2016, το οποίο υποβλήθηκε από την Επιτροπή με το παράρτημα F.1 των παρατηρήσεών της επί της προσαρμογής της προσφυγής και από το οποίο προκύπτει ότι στο εν λόγω απόσπασμα ο Kim Il-Su αναφέρεται ως ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της KNIC ZD.

227    Συνεπώς, οι λόγοι της καταχώρισής του δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση.

228    Όσον αφορά την περίπτωση του Kang Song-Sam, αυτός καταχωρίστηκε με τις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις λόγω της ιδιότητάς του ως εξουσιοδοτημένου πληρεξούσιου αντιπροσώπου της KNIC GmbH, οντότητας καταχωρισμένης από την Ένωση, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

229    Ο Kang Song-Sam υποστηρίζει ότι εξακολουθεί να ενεργεί ως αντιπρόσωπος της KNIC ZD, και όχι της KNIC GmbH, η οποία δεν υφίσταται. Η ιδιότητά του ως αντιπρόσωπου της εταιρίας δεν αρκεί για τη δικαιολόγηση της καταχώρισής του στον επίδικο κατάλογο.

230    Διαπιστώνεται, όμως, ότι, με τα επιχειρήματα αυτά, καθώς και με τη μαρτυρική κατάθεση του, η οποία επισυνάπτεται στο παράρτημα A.5 του δικογράφου της προσφυγής, ο Kang Song-Sam δεν αντικρούει και δεν αμφισβητεί την εκτίμηση του Συμβουλίου και της Επιτροπής ότι κατά τον χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων ήταν αντιπρόσωπος της KNIC στο υποκατάστημα του Αμβούργου. Συγκεκριμένα, από την εν λόγω μαρτυρική κατάθεση προκύπτει ότι κατείχε τη θέση αυτή από τον Δεκέμβριο του 2013 και ότι διαδέχθηκε τον Sin Kyu-Nam. Προκύπτει επίσης από τη μαρτυρική κατάθεση του που περιλαμβάνεται στο παράρτημα E.7 του υπομνήματος προσαρμογής των αιτημάτων ότι κατείχε την εν λόγω θέση στην KNIC ZD στο Αμβούργο έως τον Σεπτέμβριο του 2015. Συνεπώς, οι λόγοι της καταχώρισής του δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση.

231    Όσον αφορά τον Choe Chun-Sik, αυτός καταχωρίστηκε με τις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις λόγω της ιδιότητάς του ως εξουσιοδοτημένου πληρεξούσιου αντιπροσώπου της KNIC GmbH, οντότητας καταχωρισμένης από την Ένωση, ο οποίος ενεργούσε εξ ονόματος ή σύμφωνα με τις εντολές της KNIC.

232    Ο Choe Chun-Sik αναφέρει ότι τον Ιανουάριο του 2015 η KNIC του ζήτησε να γίνει ο κύριος αντιπρόσωπός της στο υποκατάστημα του Αμβούργου, σε αντικατάσταση του προηγούμενου αντιπροσώπου Kim Il-Su. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι, όπως διευκρινίζει με τη μαρτυρική κατάθεση του που περιλαμβάνεται στο παράρτημα A.6 του δικογράφου της προσφυγής, ουδέποτε ενήργησε υπό την ιδιότητα αυτή λόγω της άρνησης των γερμανικών αρχών να του χορηγήσουν θεώρηση εισόδου.

233    Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι ο Choe Chun-Sik δεν αμφισβητεί ότι επελέγη από την KNIC ως αντιπρόσωπός της στη KNIC ZD στη Γερμανία. Το γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατό να αναλάβει τα καθήκοντά του στο Αμβούργο λόγω μη χορήγησης θεώρησης δεν σημαίνει ότι δεν συνδέεται με τις δραστηριότητες της KNIC ZD ή της KNIC και, ως εκ τούτου, δεν επηρεάζεται ο χαρακτηρισμός του ως προσώπου που ενεργεί εξ ονόματος και σύμφωνα με τις εντολές της KNIC, στο πλαίσιο της πραγματοποίησης εσόδων σε συνάλλαγμα από την KNIC.

234    Συγκεκριμένα, αφενός, ο Choe Chun-Sik κατέχει, όπως ο ίδιος αναφέρει, τη θέση του διευθυντή στο τμήμα αντασφάλισης της KNIC στην Pyongyang, η δε αντασφάλιση αποτελεί δραστηριότητα την οποία ασκεί η KNIC στην Ευρώπη αποκομίζοντας έσοδα σε συνάλλαγμα.

235    Αφετέρου, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 215 ανωτέρω, από τη μαρτυρική κατάθεση του Paek Ju Hyok, αντιπροέδρου της KNIC, η οποία παρατίθεται στο παράρτημα A.10 του δικογράφου της προσφυγής, προκύπτει ότι η KNIC ZD αποτελεί το γραφείο αντιπροσωπείας της KNIC στη Γερμανία και λειτουργεί ως σημείο επαφής για αντασφαλιστικές εταιρίες.

236    Επιπλέον, αφενός, από τη σκέψη 216 ανωτέρω προκύπτει ότι η KNIC είναι η οντότητα που διευθύνει και ελέγχει τις δραστηριότητες της KNIC ZD στη Γερμανία και, αφετέρου, από τη δικογραφία που τέθηκε υπόψη του Γενικού Δικαστηρίου και, ειδικότερα, από τη μαρτυρική κατάθεση του Kim Il-Su, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα Α 4 της προσφυγής, προκύπτει ότι το υποκατάστημα της KNIC στη Γερμανία αποτελούσε σημείο επαφής μεταξύ της KNIC και των ευρωπαϊκών αντασφαλιστικών εταιριών και πρακτόρων, ότι δεν είχε τη δυνατότητα να υπογράφει συμβάσεις και να προβαίνει σε καταβολές ή εισπράξεις και ότι δεν διέθετε τραπεζικό λογαριασμό. Κατά συνέπεια, τα πρόσωπα που κατέχουν διευθυντικές θέσεις εντός του τμήματος αντασφάλισης της KNIC μπορούν να θεωρηθούν ως εμπλεκόμενα στην πραγματοποίηση εσόδων από συνάλλαγμα για την οποία γίνεται λόγος στη σχετική με την KNIC ZD και την KNIC επίμαχη αιτιολογία.

237    Συνεπώς, οι λόγοι καταχώρισης του Choe Chun-Sik ως ενεργούντος «εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της KNIC» δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση.

238    Όσον αφορά τον Sin Kyu-Nam, αυτός καταχωρίστηκε με τις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις λόγω της ιδιότητάς του ως επικεφαλής τμήματος των κεντρικών γραφείων της KNIC στην Pyongyang και ως πρώην εξουσιοδοτημένου πληρεξούσιου αντιπρόσωπου της KNIC GmbH στο Αμβούργο. Ενεργούσε για λογαριασμό της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

239    Ο Sin Kyu-Nam αναφέρει ότι, όπως διευκρινίζει με τη μαρτυρική κατάθεσή του που περιλαμβάνεται στο παράρτημα A.7 του δικογράφου της προσφυγής, ασκούσε καθήκοντα αντιπροσώπου στο υποκατάστημα της KNIC στο Αμβούργο από τον Ιούνιο του 2008 έως τον Νοέμβριο του 2013. Συνεχίζει να εργάζεται για την KNIC, αλλά δεν είναι αντιπρόσωπος της KNIC ZD. Επίσης, δεν είναι «επικεφαλής τμήματος των κεντρικών γραφείων της στην Pyongyang», διότι ο επικεφαλής του τμήματος είναι γενικός διευθυντής, ενώ ο προσφεύγων είναι απλώς διευθυντής στο τμήμα αυτό.

240    Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι ο Sin Kyu-Nam δεν αμφισβητεί ότι ασκούσε καθήκοντα αντιπροσώπου στο υποκατάστημα της KNIC στο Αμβούργο από τον Ιούνιο του 2008 έως τον Νοέμβριο του 2013.

241    Επιπλέον, το γεγονός ότι έπαυσε να ασκεί καθήκοντα αντιπροσώπου της KNIC στο Αμβούργο δεν σημαίνει ότι έπαυσε να σχετίζεται με τις δραστηριότητες της KNIC ZD ή της KNIC.

242    Πρώτον, όπως προκύπτει από το παράρτημα 5 του προσκομισθέντος στο Γενικό Δικαστήριο εγγράφου της 21ης Ιουλίου 2016, ο Sin Kyu-Nam παραδέχεται και επιβεβαιώνει όχι μόνον ότι έχει ασκήσει καθήκοντα στο πλαίσιο της KNIC ZD, αλλά και ότι στη συνέχεια ασκούσε καθήκοντα διευθυντή στο τμήμα αντασφάλισης της KNIC. Το βάσιμο των λόγων επί των οποίων στηρίζεται η καταχώριση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

243    Δεύτερον, ο Sin Kyu-Nam αναφέρει ότι ασκεί καθήκοντα διευθυντή στο τμήμα αντασφάλισης της KNIC, η δε αντασφάλιση αποτελεί δραστηριότητα την οποία ασκεί η KNIC στην Ευρώπη.

244    Τρίτον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 235 και 236 ανωτέρω, τα πρόσωπα που κατέχουν θέσεις στην KNIC μπορούν να θεωρηθούν ως εμπλεκόμενα στην πραγματοποίηση εσόδων σε συνάλλαγμα, για την οποία γίνεται λόγος στη σχετική με την KNIC ZD και την KNIC αιτιολογία.

245    Βάσει των προεκτεθέντων, κρίνεται ότι οι σχετικοί με την καταχώριση του Sin Kyu-Nam λόγοι δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση.

246    Όσον αφορά τον Pak Chun-San, αυτός καταχωρίστηκε με τις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις λόγω της ιδιότητάς του ως επικεφαλής τμήματος των κεντρικών γραφείων της KNIC στην Pyongyang και ως πρώην εξουσιοδοτημένου πληρεξούσιου αντιπρόσωπου της KNIC GmbH Hamburg, που ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

247    Ο Pak Chun-San διατείνεται ότι εργάστηκε στην KNIC ZD από τον Σεπτέμβριο του 2005 έως τον Ιανουάριο του 2009. Συνεχίζει να εργάζεται για τη KNIC, αλλά δεν είναι αντιπρόσωπος της KNIC ZD. Επίσης, δεν είναι «επικεφαλής τμήματος των κεντρικών γραφείων της στην Pyongyang», διότι ο επικεφαλής του τμήματος είναι γενικός διευθυντής, ενώ ο προσφεύγων είναι απλώς διευθυντής στο τμήμα αυτό.

248    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, όπως προκύπτει από την εξουσιοδότηση της 8ης Αυγούστου 2006, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα Β.6 του υπομνήματος αντίκρουσης της Επιτροπής, ο Pak Chun-San διορίστηκε επικεφαλής εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της KNIC στο Αμβούργο. Προκύπτει επίσης από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα B.8 του υπομνήματος αντίκρουσης της Επιτροπής ότι στον Pak Chun-San ανατέθηκε εξουσία αντιπροσώπευσης της KNIC ZD και ότι η υπογραφή του έχει επικυρωθεί με συμβολαιογραφική πράξη της 11ης Ιουλίου 2008 στο Αμβούργο. Επιπλέον, σύμφωνα με τη μαρτυρική του κατάθεση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, η οποία έχει επισυναφθεί στην προσφυγή ως παράρτημα Α.8, ο Pak Chun-San δεν αμφισβητεί ότι υπήρξε ο κύριος αντιπρόσωπος της KNIC ZD και της ίδιας της KNIC στη Γερμανία από τον Σεπτέμβριο του 2005 έως τον Ιανουάριο του 2009. Στην κατάθεση αυτή του 2015 υποστηρίζει ακόμη ότι, μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, όπου ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της «KNIC Γερμανίας», κατείχε σημαντική διευθυντική θέση στο πλαίσιο της KNIC στην Pyongyang. Σε μεταγενέστερη κατάθεση υποστηρίζει ότι συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα τον Δεκέμβριο του 2015, αλλά δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό έγγραφο προς τεκμηρίωση των λεγομένων του.

249    Τέλος, το γεγονός ότι έπαψε να ασκεί καθήκοντα αντιπροσώπου της KNIC στο Αμβούργο δεν σημαίνει ότι έπαυσε να σχετίζεται με τις δραστηριότητες της KNIC ZD ή της KNIC.

250    Πρώτον, όπως προκύπτει από το παράρτημα A 8 της προσφυγής, ο Pak Chun-San παραδέχεται και επιβεβαιώνει όχι μόνον ότι ασκούσε καθήκοντα στο πλαίσιο της KNIC ZD, αλλά και ότι στη συνέχεια κατείχε σημαντική διευθυντική θέση στο πλαίσιο της KNIC στην Pyongyang. Το βάσιμο των λόγων επί των οποίων στηρίζεται η καταχώριση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

251    Δεύτερον, ο Pak Chun-San αναφέρει στο παράρτημα 4 του εγγράφου της 21ης Ιουλίου 2016, το οποίο προσκομίσθηκε στο Γενικό Δικαστήριο, ότι ασκούσε καθήκοντα στο τμήμα αντασφάλισης της KNIC, η δε αντασφάλιση αποτελεί δραστηριότητα την οποία ασκεί η KNIC στην Ευρώπη.

252    Τρίτον, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 235 και 236 ανωτέρω, τα πρόσωπα που κατέχουν θέσεις στην KNIC μπορούν να θεωρηθούν ως εμπλεκόμενα στην πραγματοποίηση εσόδων σε συνάλλαγμα, για την οποία γίνεται λόγος στη σχετική με την KNIC ZD και την KNIC αιτιολογία.

253    Συνεπώς, οι λόγοι καταχώρισης του Pak Chun-San δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση.

254    Τέλος, όσον αφορά τον So Tong Myong, αυτός καταχωρίστηκε με τις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις λόγω της ιδιότητάς του ως διευθύνοντος συμβούλου της KNIC GmbH, ο οποίος ενεργούσε εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

255    Ο So Tong Myong διατείνεται ότι αποχώρησε από την KNIC το 2014 και ότι δεν έχει πλέον την παραμικρή σχέση με την εταιρία αυτή. Υποστηρίζει ότι ουδέποτε κατείχε τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της KNIC ZD. Η εκτίμηση σύμφωνα με την οποία ήταν «διευθύνων σύμβουλος της KNIC GmbH Hamburg, που ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της» είναι ανακριβής.

256    Συναφώς, διαπιστώνεται, βάσει των εγγράφων που υποβλήθηκαν στο Γενικό Δικαστήριο, ότι, από την 1η Οκτωβρίου 2007 έως τον Μάιο του 2012, ο So Tong Myong αναφερόταν σε διάφορα έγγραφα ως πρόεδρος-διευθύνων σύμβουλος της KNIC. Το γεγονός αυτό, το οποίο άλλωστε ο ενδιαφερόμενος δεν αμφισβητεί, επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρική κατάθεσή του, η οποία επισυνάπτεται στο παράρτημα A.9 του δικογράφου της προσφυγής, όπου διευκρινίζεται ότι η θητεία του ως προέδρου της KNIC διήρκεσε από το 2007 έως τον Οκτώβριο του 2014.

257    Κατά τα λοιπά, ο ισχυρισμός του So Tong Myong ότι αποχώρησε από την KNIC το 2014 διαψεύδεται από το απόσπασμα του εμπορικού μητρώου του Amtsgericht Hamburg (ειρηνοδικείου Αμβούργου) με ημερομηνία 16 Μαρτίου 2016, το οποίο προσκόμισε η Επιτροπή και από το οποίο προκύπτει ότι ο ενδιαφερόμενος ήταν κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα πρόεδρος της KNIC. Η αμφισβήτηση της αποδεικτικής αξίας του αποσπάσματος του μητρώου δεν μπορεί να στεφθεί από επιτυχία, καθόσον ο So Tong Myong δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο πέραν της δικής του μαρτυρικής κατάθεσης.

258    Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί πάγια νομολογία ότι το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο δικάζουν με βάση την αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων και ότι το μόνο κριτήριο εκτίμησης των προσκομιζομένων αποδείξεων είναι η αξιοπιστία τους. Επιπλέον, για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας ενός εγγράφου, πρέπει να ελέγχεται η ακρίβεια της περιεχόμενης σ’ αυτό πληροφορίας και να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε και ο αποδέκτης του, να εξετάζεται δε αν το έγγραφο είναι, ως εκ του περιεχομένου του, λογικό και αξιόπιστο (βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Shell Petroleum κ.λπ., T‑343/06, EU:T:2012:478, σκέψη 161 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

259    Επισημαίνεται ότι η μαρτυρική κατάθεση του So Tong Myong καταρτίστηκε ειδικά για την υπό κρίση προσφυγή και ότι, ως προερχόμενη από πρόσωπο υποκείμενο στα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, έχει περιορισμένη αποδεικτική αξία.

260    Τούτο ισχύει ιδίως σε περίπτωση που μια μαρτυρία διαψεύδεται από δημόσιο έγγραφο, το οποίο έχει προσκομισθεί από την Επιτροπή, όπως είναι το απόσπασμα του εμπορικού μητρώου του Αμβούργου.

261    Επομένως, οι λόγοι καταχώρισης του So Tong Myong δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση.

262    Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι έχουν αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον οι επίμαχες σχέσεις, η άσκηση των καθηκόντων και οι ενέργειες που περιγράφονται στην πρώτη δέσμη των σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων, χωρίς οι προσφεύγοντες να έχουν αντικρούσει κατά τρόπο εμπεριστατωμένο τις σχετικές διαπιστώσεις.

263    Κατά συνέπεια, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του τρίτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά παραβίαση των κανόνων περί προστασίας δεδομένων

264    Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, παράβαση των άρθρων 4, 10, 14 και 16 του κανονισμού 45/2001.

265    Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 περιορίστηκαν στην παράθεση των διατάξεων του κανονισμού 45/2001, καθώς και αποσπασμάτων από γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή δημοσίευσαν ανακριβή δεδομένα. Όπως διατείνονται, το Συμβούλιο και η Επιτροπή άφησαν με τον τρόπο αυτό να εννοηθεί ότι οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 έλαβαν μέρος σε παράνομες δραστηριότητες σχετιζόμενες με την παράνομη ανάπτυξη όπλων μαζικής καταστροφής.

266    Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προέκυψε από την εξέταση του δεύτερου λόγου ακύρωσης που προβλήθηκε με τη υπό κρίση προσφυγή, οι σχετικοί με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγοι δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση και ότι, ως εκ τούτου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν έχουν δημοσιεύσει ανακριβή δεδομένα, από τα οποία αφήνεται να εννοηθεί ότι οι προσφεύγοντες μετείχαν σε παράνομες δραστηριότητες.

267    Κατά συνέπεια, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

268    Εν πάση περιπτώσει, ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής.

269    Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή έχουν προβεί σε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 κατά τρόπο μη σύμφωνο προς τον κανονισμό 45/2001, η περίσταση αυτή δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση των πρώτων προσβαλλόμενων πράξεων. Αντιθέτως, εάν οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 δύνανται να αποδείξουν την ύπαρξη τέτοιας επεξεργασίας, μπορούν να προβάλουν παραβίαση του εν λόγω κανονισμού στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 2016, Rotenberg κατά Συμβουλίου, T‑720/14, EU:T:2016:689, σκέψη 140, και της 22ας Νοεμβρίου 2017, HD κατά Κοινοβουλίου, T‑652/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:828, σκέψεις 33 και 34).

270    Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

–       Επί του τετάρτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά δυσανάλογο περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων

271    Με τον τέταρτο λόγο ακύρωσης, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 προβάλλουν δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας και της επιχειρηματικής ελευθερίας κατά την έννοια του άρθρου 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και του δικαιώματός τους στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της φήμης κατά την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

272    Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15, η καταχώρισή τους στους επίμαχους καταλόγους δεν εξυπηρετεί καμία σκοπιμότητα, ακόμη και αν θεωρηθεί σκόπιμη η καταχώριση της ίδιας της KNIC ZD. Οι προσφεύγοντες δεν παρακινούν ούτε συνδράμουν την KNIC ZD όσον αφορά την πραγματοποίηση εσόδων. Οι εν λόγω προσφεύγοντες, πλην του Kang Song-Sam, δεν είναι αντιπρόσωποι της KNIC ZD. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρόκειται για προδήλως δυσανάλογο περιορισμό της ελευθερίας τους.

273    Το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

274    Πρώτον, εφόσον, με την ως άνω γενικόλογη επιχειρηματολογία, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 αμφισβητούν τη συμφωνία των κριτηρίων καταχώρισης προς την αρχή της αναλογικότητας, προβάλλοντας ότι η καταχώρισή τους στους επίμαχους καταλόγους και η ζημία που προκαλείται από τις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τους σκοπούς των πράξεων αυτών, αρκεί η διαπίστωση ότι οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 δεν προέβαλαν ένσταση έλλειψης νομιμότητας κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ όσον αφορά τα κριτήρια καταχώρισης.

275    Δεν μπορούν, όμως, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 να αμφισβητήσουν τη συμφωνία των κριτηρίων καταχώρισης προς την αρχή της αναλογικότητας, χωρίς να αμφισβητήσουν τη νομιμότητά τους προβάλλοντας ένσταση έλλειψης νομιμότητας κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 2013, Melli Bank κατά Συμβουλίου, T‑492/10, EU:T:2013:80, σκέψεις 58 και 59, και της 20ής Μαρτίου 2013, Bank Saderat κατά Συμβουλίου, T‑495/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:142, σκέψεις 53 έως 59).

276    Επιπλέον, εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 στο πλαίσιο του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης δεν επαρκούν για να κλονίσουν τη νομιμότητα των εν λόγω κριτηρίων καταχώρισης. Συγκεκριμένα, τα επιχειρήματα αυτά στηρίζονται σε περιστάσεις σχετιζόμενες με τους προσφεύγοντες, υπό την έννοια ότι έχουν διατυπωθεί με γνώμονα τη συγκεκριμένη κατάστασή τους και στηρίζονται στην προβαλλόμενη ζημία που φέρεται να έχει προκληθεί λόγω της καταχώρισής τους στους επίμαχους καταλόγους, και όχι στον δυσανάλογο χαρακτήρα των εν λόγω κριτηρίων αυτών καθαυτών.

277    Δεύτερον, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 στηρίζουν την επιχειρηματολογία τους στο γεγονός ότι η KNIC ZD δεν πραγματοποιεί έσοδα για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας και ότι δεν παρακινούν ούτε συνδράμουν την KNIC ZD όσον αφορά την πραγματοποίηση εσόδων. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την εξέταση του δευτέρου λόγου ακύρωσης στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, η πρώτη δέσμη των σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων στηρίζεται στο ότι αυτοί ενεργούσαν για λογαριασμό ή σύμφωνα με τις εντολές της KNIC και, ως εκ τούτου, δεν στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση.

278    Επομένως, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί της προσφυγής των προσφευγόντων στην υπόθεση T533/15 όσον αφορά τις δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις και την απόφαση 2016/849

279    Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Μαΐου και στις 3 Ιουνίου 2016, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 προσάρμοσαν την προσφυγή τους, ζητώντας επιπλέον την ακύρωση της απόφασης 2016/849, στο μέτρο που τους αφορά.

280    Όταν προέβησαν στην προσαρμογή της προσφυγής, προκειμένου να ζητήσουν επιπλέον την ακύρωση των δεύτερων προσβαλλόμενων πράξεων, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 διατήρησαν τους τέσσερις λόγους που είχαν προβάλει κατά των πρώτων προσβαλλόμενων πράξεων, αναπτύσσοντας ορισμένα πρόσθετα επιχειρήματα που αφορούν, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι, με τις δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις, το Συμβούλιο τροποποίησε εν μέρει τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε η καταχώρισή τους στους επίμαχους καταλόγους. Όταν προέβησαν στην προσαρμογή του δικογράφου, προκειμένου να ζητήσουν επιπλέον την ακύρωση της απόφασης 2016/849, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 διατήρησαν τους τέσσερις λόγους που είχαν προβάλει προηγουμένως, χωρίς όμως να αναπτύξουν πρόσθετα επιχειρήματα.

281    Σημειωτέον ότι οι σχετικές με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 αναφορές και λόγοι που παρατίθενται στις δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις τροποποιήθηκαν ελαφρώς, χωρίς να μεταβληθούν τα εφαρμοστέα κριτήρια καταχώρισης. Όσον αφορά την απόφαση 2016/849 και τα κριτήρια καταχώρισης των φυσικών προσώπων, επισημαίνεται ότι τα κριτήρια αυτά τροποποιήθηκαν ελαφρώς, χωρίς όμως οι μεταβολές στη διατύπωση να επηρεάζουν την ουσία της ανάλυσης. Εξάλλου, οι σχετικοί με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγοι που παρατίθενται στην απόφαση 2016/849 είναι κατ’ ουσίαν ίδιοι με εκείνους που παρατίθενται στις δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις.

282    Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις περιορισμένες διαφορές μεταξύ των επίμαχων λόγων, το σκέλος της προσφυγής που αφορά τις δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να συνεξετασθεί με το σκέλος της προσφυγής που αφορά την απόφαση 2016/849.

–       Επί του πρώτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

283    Λαμβανομένων υπόψη των τροποποιήσεων των σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων, οι εν λόγω προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η διαγραφή της επωνυμίας της KNIC GmbH από τους εν λόγω καταλόγους και η τροποποίηση των λόγων που δικαιολογούν την καταχώρισή τους στις δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις αποτελούν σιωπηρή παραδοχή, εκ μέρους του Συμβουλίου και της Επιτροπής, του ότι η καταχώριση της KNIC GmbH ήταν εσφαλμένη και ότι οι λόγοι που παρατίθενται προς δικαιολόγηση της καταχώρισης των προσώπων τα οποία αφορούν οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι πρόσφοροι. Κατά τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15, οι λόγοι αυτοί παραμένουν ασαφείς, παρά την τροποποίησή τους.

284    Κατά τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15, οι δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις δεν περιέχουν καμία πληροφορία που να τους παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσουν πού στηρίζεται η εκτίμηση ότι είναι πιθανόν να επηρεάσουν τις ενέργειες της KNIC όσον αφορά την πραγματοποίηση σημαντικών εσόδων σε συνάλλαγμα, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στα προγράμματα εξοπλισμού της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας.

285    Το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

286    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η δεύτερη και η τρίτη δέσμη των σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων, οι οποίοι περιλαμβάνονται στις δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις και στην απόφαση 2016/846, ανταποκρίνονται πλήρως στην υποχρέωση αιτιολόγησης, όπως αυτή ερμηνεύεται από την προπαρατεθείσα νομολογία.

287    Με τη δεύτερη και την τρίτη δέσμη των σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων, πληρούνται τα κριτήρια καταχώρισης και τα τροποποιημένα κριτήρια καταχώρισης, και παρατίθενται κατά τρόπο σαφή και κατανοητό τα καθήκοντα που ασκούσαν τα πρόσωπα αυτά στην KNIC ZD ή στην KNIC, καθώς και οι ενέργειες που τους προσάπτονται σε σχέση με την KNIC.

288    Εξάλλου, ούτε στη δεύτερη ούτε στην τρίτη δέσμη των σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων υπάρχει εσφαλμένη αναφορά στην KNIC GmbH. Επομένως, τα επιχειρήματα των προσφευγόντων στην υπόθεση T‑533/15 που αφορούν τόσο την καταχώριση της KNIC GmbH όσο και την προβληματική περί της φύσεως των σχετικών με την KNIC λόγων είναι αλυσιτελή. Τέλος, το όνομα του Kang Song-Sam αναγράφεται σωστά, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει ο ίδιος.

289    Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 είχαν τη δυνατότητα, ανατρέχοντας στην αιτιολογία των δεύτερων προσβαλλόμενων πράξεων και της απόφασης 2016/849, να κατανοήσουν ότι τα ονόματά τους διατηρήθηκαν στους επίμαχους καταλόγους λόγω των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της KNIC, πράγμα που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου, αμφισβητούν ακριβώς το βάσιμο της συλλογιστικής που ακολούθησε συναφώς το Συμβούλιο. Εξάλλου, δεδομένου ότι οι λόγοι που δικαιολογούν την επιλογή του Συμβουλίου παρατίθενται με σαφήνεια στις δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις και στην απόφαση 2016/849, το Γενικό Δικαστήριο είναι σε θέση να εκτιμήσει το βάσιμό τους.

290    Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δευτέρου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης

291    Οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία που παρατίθεται στις δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την καταχώρισή τους στους επίμαχους καταλόγους. Ειδικότερα, ο So Tong Myong διατείνεται ότι αποχώρησε από την KNIC το 2014 και ότι δεν έχει πλέον την παραμικρή σχέση με την εταιρία αυτή. Η εκτίμηση ότι ήταν «πρόεδρος» της KNIC είναι εσφαλμένη. Εάν το Συμβούλιο είχε την πρόθεση να τον καταχωρίσει στους επίμαχους καταλόγους λόγω των προγενέστερων καθηκόντων του, ήταν υποχρεωμένο να εξηγήσει γιατί η καταχώρισή του εξακολουθεί να είναι πρόσφορη και δικαιολογημένη.

292    Εξάλλου, κατά τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15, οι σχετικές με αυτούς αιτιολογίες, πλην της σχετικής με τον So Tong Myong, περιορίζονται στη διαπίστωση ότι τα εν λόγω πρόσωπα εργάζονται για την KNIC. Τούτο, όμως, δεν αποτελεί επαρκές στοιχείο βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ή του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/183. Το Συμβούλιο όφειλε να παραθέσει σαφή και συγκεκριμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι καθένα από τα πρόσωπα αυτά ήταν σε θέση να επηρεάσει την KNIC κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της, πράγμα που θα δικαιολογούσε την καταχώριση των ονομάτων τους στους επίμαχους καταλόγους.

293    Απαντώντας στα επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία οι So Tong Myong και Pak Chun-San έχουν συνταξιοδοτηθεί και δεν ασκούν πλέον καθήκοντα στο πλαίσιο της KNIC, ο πρώτος μάλιστα εξ αυτών πριν από την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων ενώ ο δεύτερος μετά την έκδοσή τους, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι τα επιχειρήματα αυτά αντικρούονται από τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του όσον αφορά τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 και οι οποίες τους γνωστοποιήθηκαν. Επιπλέον, κατά το Συμβούλιο, το γεγονός ότι τα εν λόγω πρόσωπα υποστηρίζουν ότι έχουν συνταξιοδοτηθεί δεν σημαίνει ότι αυτό πράγματι ισχύει. Τέλος, ακόμη και αν έχουν επίσημα συνταξιοδοτηθεί, τούτο δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν πλέον να ενεργούν εξ ονόματος της KNIC, η έδρα της οποίας βρίσκεται στη Βόρεια Κορέα.

294    Όσον αφορά τους Kim Il-Su, Kang Song-Sam, Choe Chun-Sik και Sin Kyu-Nam, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες στις οποίες στηρίχθηκε η καταχώρισή τους και οι οποίες παρατίθενται στα παραρτήματα B.1, B.2, B.3 και B.4 του υπομνήματος αντίκρουσης, η καταχώριση των προσώπων αυτών στον κατάλογο δεν στηρίχθηκε μόνο στο γεγονός ότι εργάζονταν για την KNIC, αλλά και στο γεγονός ότι ενεργούσαν εξ ονόματος της εν λόγω οντότητας ή σύμφωνα με τις εντολές της.

295    Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι ορισμένα πρόσωπα, ως προς τα οποία έχει αποδειχθεί ότι έχουν καταλάβει σημαντικές θέσεις στη μοναδική ασφαλιστική εταιρία της Βόρειας Κορέας, διατείνονται ότι έχουν συνταξιοδοτηθεί, πρόωρα ή όχι, κατόπιν των κυρώσεων που επιβλήθηκαν, χωρίς να προσκομίζουν κανένα αποδεικτικό στοιχείο, δεν αρκεί για να αποκλεισθεί ότι τα εν λόγω πρόσωπα ενεργούν για λογαριασμό ή σύμφωνα με τις εντολές της KNIC. Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι ο So Tong Myong έχει συνταξιοδοτηθεί και ότι ο Pak Chun–San δεν ασκεί πλέον καθήκοντα.

296    Εν τέλει, κατά την Επιτροπή, οι λόγοι καταχώρισης των προσφευγόντων στην υπόθεση T‑533/15 τεκμηριώνονται από τις ίδιες τις μαρτυρικές καταθέσεις τους.

297    Κατά πρώτον, όσον αφορά τις αιτιάσεις τους περί ανεπάρκειας των αποδείξεων ως προς την άσκηση καθηκόντων στο πλαίσιο της KNIC, διαπιστώνεται ότι οι σχετικές πληροφορίες που προσκομίζει το Συμβούλιο αποδεικνύουν την τεκμηρίωση της δεύτερης και της τρίτης δέσμης των σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων. Ειδικότερα, το παράρτημα B.3 περιέχει λεπτομερή περιγραφή των καθηκόντων που ασκούν στο πλαίσιο της KNIC οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15. Η Επιτροπή προσκόμισε επίσης στο Δικαστήριο επίσημα πιστοποιητικά, περιλαμβανομένων των εγγράφων διορισμού. Τα έγγραφα αυτά αφορούν ως επί το πλείστον το χρονικό διάστημα πριν από την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων.

298    Συγκεκριμένα, όσον αφορά τον Kim Il-Su, αυτός αναφέρεται στη δεύτερη και την τρίτη δέσμη των σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων ως διευθυντικό στέλεχος του τμήματος αντασφάλισης της KNIC, στα κεντρικά γραφεία στην Pyongyang, και πρώην επικεφαλής αντιπρόσωπος της KNIC στο Αμβούργο, ο οποίος ενεργεί για λογαριασμό της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

299    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την εξέταση της νομιμότητας των πρώτων προσβαλλόμενων πράξεων, οι λόγοι της καταχώρισης του Kim Il-Su στις πράξεις αυτές, και συγκεκριμένα η ιδιότητά του ως εξουσιοδοτημένου πληρεξούσιου αντιπροσώπου στο Αμβούργο της καταχωρισμένης από την Ένωση οντότητας KNIC, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της, δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση. Επιπλέον, με τη μαρτυρική κατάθεση του, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα A.4 του δικογράφου της προσφυγής, καθώς και στο παράρτημα 9 του εγγράφου της 21ης Ιουλίου 2016, ο Kim Il-Su δεν αμφισβητεί, αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνει ότι το 2009 ανέλαβε και άσκησε από τον Ιανουάριο του 2009 έως τον Ιανουάριο του 2015 τα καθήκοντα αντιπροσώπου τα οποία ασκούσε προηγουμένως ο Pak Chun-San. Τέλος, τούτο επιβεβαιώνεται επίσης από το απόσπασμα του εμπορικού μητρώου με ημερομηνία 16 Μαρτίου 2016, το οποίο προσκόμισε η Επιτροπή με το παράρτημα F.1 των παρατηρήσεών της επί του υπομνήματος προσαρμογής και από το οποίο προκύπτει ότι ο Kim Il–Su αναγράφεται στο εν λόγω απόσπασμα ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της KNIC ZD. Οι σχετικές με το απόσπασμα αυτό αμφισβητήσεις δεν μπορούν να στεφθούν από επιτυχία, διότι απορρέουν από τη μαρτυρική κατάθεση του Kim Il–Su και στηρίζονται μόνο σε αυτή.

300    Εξάλλου, με τη μαρτυρία του που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 8 του εγγράφου της 21ης Ιουλίου 2016, ο Kim Il-Su επιβεβαιώνει ότι άσκησε καθήκοντα διευθυντικού στελέχους στο τμήμα αντασφάλισης της KNIC μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία.

301    Τέλος, το γεγονός ότι ο Kim Il-Su έπαυσε να ασκεί καθήκοντα αντιπροσώπου της KNIC στο Αμβούργο δεν θα σήμαινε ότι δεν σχετίζεται με τις δραστηριότητες της KNIC ZD.

302    Συγκεκριμένα, αφενός, όπως προκύπτει από τις προηγούμενες σκέψεις, ο Kim Il-Su όχι μόνο άσκησε καθήκοντα στο πλαίσιο της KNIC ZD, αλλά στη συνέχεια ανέλαβε επίσης σημαντική διευθυντική θέση στο τμήμα αντασφάλισης της KNIC στην Pyongyang, η δε αντασφάλιση αποτελεί δραστηριότητα την οποία ασκεί η KNIC στην Ευρώπη. Το βάσιμο των λόγων επί των οποίων στηρίζεται η καταχώριση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

303    Αφετέρου, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 235 και 236 ανωτέρω, τα πρόσωπα που κατέχουν θέσεις στην KNIC μπορούν να θεωρηθούν ως εμπλεκόμενα στην πραγματοποίηση εσόδων σε συνάλλαγμα, για την οποία γίνεται λόγος στη σχετική με την KNIC ZD και την KNIC αιτιολογία.

304    Επομένως, οι λόγοι καταχώρισης του Kim Il-Su στους επίμαχους καταλόγους δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση.

305    Όσον αφορά τον Kang Song-Sam, αυτός αναφέρεται στις δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις ως πρώην εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της KNIC στο Αμβούργο, ο οποίος συνεχίζει να ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό ή σύμφωνα με τις εντολές της KNIC.

306    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την εξέταση της νομιμότητας των πρώτων προσβαλλόμενων πράξεων, οι λόγοι της καταχώρισης του Kang Song–Sam στις πράξεις αυτές, και συγκεκριμένα η ιδιότητά του ως εξουσιοδοτημένου πληρεξούσιου αντιπροσώπου της καταχωρισμένης από την Ένωση KNIC στο Αμβούργο, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της, δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση. Επομένως, η καταχώριση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους λόγω της ιδιότητάς του ως πρώην εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου της KNIC στο Αμβούργο δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση.

307    Επιπλέον, τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις μαρτυρικές καταθέσεις τις οποίες προσκόμισε ο Kang Song-Sam στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας δεν αναιρούν το βάσιμο των λόγων αυτών. Συγκεκριμένα, στη μαρτυρική κατάθεσή του που επισυνάπτεται στο παράρτημα A.5 του δικογράφου της προσφυγής αναφέρει ότι «επί του παρόντος εργάζεται ως αντιπρόσωπος της [KNIC] στο υποκατάστημα του Αμβούργου, στη Γερμανία». Κατέχει τη θέση αυτή από τον Δεκέμβριο του 2013, έχοντας διαδεχθεί τον Sin Kyu-Nam. Εξάλλου, στη μαρτυρική κατάθεσή του που παρατίθεται στο παράρτημα 7 του εγγράφου της 21ης Ιουλίου 2016, το οποίο προσκομίστηκε στο Γενικό Δικαστήριο, ο Kang Song-Sam δηλώνει ότι κατέχει τη θέση διευθυντικού στελέχους του τμήματος αντασφάλισης. Συνεπώς, οι λόγοι της καταχώρισής του δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση.

308    Όσον αφορά τον Choe Chun-Sik, αυτός αναφέρεται ως διευθυντής στο τμήμα αντασφάλισης στα κεντρικά γραφεία της KNIC στην Pyongyang, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος ή σύμφωνα με τις εντολές της KNIC.

309    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με τις διαδοχικές προσαρμογές της προσφυγής στις 27 Μαΐου και στις 3 Ιουνίου 2016, ο Choe Chun-Sik διατείνεται ότι δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ αντιπρόσωπος της KNIC ZD, ότι έπρεπε να αρχίσει να εργάζεται για την εταιρία αυτή τον Φεβρουάριο του 2015, αλλά η αίτησή του για χορήγηση θεώρησης εισόδου απορρίφθηκε, και ότι είναι ανακριβής η εκτίμηση σύμφωνα με την οποία ήταν εξουσιοδοτημένος πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της καταχωρισμένης από την Ένωση οντότητας KNIC ZD, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της. Ωστόσο, τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι ικανά να κλονίσουν την αιτιολογία της καταχώρισης του ονόματος του Choe Chun-Sik στους επίμαχους καταλόγους, δηλαδή, το γεγονός ότι είναι διευθυντής στο τμήμα αντασφάλισης στα κεντρικά γραφεία της KNIC στην Pyongyang, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

310    Ο Choe Chun-Sik επιβεβαιώνει, άλλωστε, ότι σχετιζόταν με την KNIC. Συγκεκριμένα, παραδέχεται με τη μαρτυρική κατάθεσή του που επισυνάπτεται στο παράρτημα A.6 του δικογράφου της προσφυγής, ότι τον Ιανουάριο του 2015, η KNIC του ζήτησε να αναλάβει τη θέση του κύριου αντιπροσώπου στο υποκατάστημα του Αμβούργου, σε αντικατάσταση του προηγούμενου αντιπροσώπου Kim Il-Su. Από το σύνολο των μαρτυρικών καταθέσεων του Choe Chun-Sik προκύπτει ότι αυτός είναι διευθυντής στο τμήμα αντασφάλισης της KNIC στην Pyongyang. Συνεπώς, οι λόγοι της καταχώρισής του δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση.

311    Όσον αφορά τον Sin Kyu-Nam, αυτός αναφέρεται ως διευθυντής του τμήματος αντασφάλισης της KNIC στα κεντρικά γραφεία της KNIC στην Pyongyang και ως πρώην εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της KNIC στο Αμβούργο, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

312    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την εξέταση της νομιμότητας των πρώτων προσβαλλόμενων πράξεων, οι λόγοι της καταχώρισης του Sin Kyu-Nam στις πράξεις αυτές, και συγκεκριμένα η ιδιότητά του ως επικεφαλής τμήματος στα κεντρικά γραφεία της KNIC στην Pyongyang και ως πρώην εξουσιοδοτημένου πληρεξούσιου αντιπροσώπου της KNIC GmbH στο Αμβούργο, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της, δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση. Επομένως, η καταχώριση του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους με την αιτιολογία ότι είναι πρώην εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της KNIC στο Αμβούργο, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της, δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση.

313    Όπως προκύπτει από το υπόμνημα προσαρμογής των αιτημάτων της 27ης Μαΐου 2016, ο Sin Kyu-Nam δεν αμφισβητεί ότι εργάστηκε για την KNIC ZD από τον Ιούνιο του 2008 έως τον Νοέμβριο του 2013 και ότι, στη συνέχεια, εργάστηκε στα κεντρικά γραφεία της KNIC στην Pyongyang.

314    Διαπιστώνεται, ακόμη, ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά επιβεβαιώνονται από τον Sin Kyu-Nam. Συγκεκριμένα, με τη μαρτυρική κατάθεσή του που επισυνάπτεται στο παράρτημα A.7 του δικογράφου της προσφυγής δηλώνει ότι ασκούσε καθήκοντα αντιπροσώπου στο υποκατάστημα της KNIC στο Αμβούργο από τον Ιούνιο του 2008 έως τον Νοέμβριο του 2013. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το παράρτημα 5 του εγγράφου της 21ης Ιουλίου 2016 που προσκομίστηκε στο Γενικό Δικαστήριο, ο Sin Kyu-Nam παραδέχεται και επιβεβαιώνει όχι μόνον ότι άσκησε τα εν λόγω καθήκοντα στην KNIC ZD, αλλά και ότι, στη συνέχεια, άσκησε τα καθήκοντα του διευθυντή του τμήματος αντασφάλισης της KNIC. Συνεπώς, οι λόγοι της καταχώρισής του δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση.

315    Όσον αφορά τον Pak Chun-San, αυτός αναφέρεται ως διευθυντής στο τμήμα αντασφάλισης στα κεντρικά γραφεία της KNIC στην Pyongyang τουλάχιστον έως το τέλος Δεκεμβρίου 2015 και πρώην επικεφαλής εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της KNIC στο Αμβούργο, ο οποίος συνεχίζει να ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό ή σύμφωνα με τις εντολές της KNIC.

316    Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, όπως προκύπτει από την εξέταση της νομιμότητας των πρώτων προσβαλλόμενων πράξεων στις σκέψεις 248 έως 252 ανωτέρω, οι λόγοι της καταχώρισης του Pak Chun-San στις πράξεις αυτές, και συγκεκριμένα η ιδιότητά του ως επικεφαλής του τμήματος αντασφάλισης στα κεντρικά γραφεία της KNIC στην Pyongyang και ως εξουσιοδοτημένου πληρεξούσιου αντιπροσώπου της καταχωρισμένης από την Ένωση οντότητας KNIC στο Αμβούργο, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της, δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση.

317    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι ο Pak Chun-San υποστηρίζει απλώς ότι δεν είναι «επικεφαλής τμήματος των κεντρικών γραφείων της KNIC στην Pyongyang», χωρίς να αμφισβητεί ότι εργάσθηκε στα κεντρικά γραφεία στην Pyongyang τουλάχιστον έως τον Δεκέμβριο του 2015.

318    Τρίτον, επισημαίνεται ότι το επιχείρημα ότι ο Pak Chun-San εγκατέλειψε τα καθήκοντά του πριν την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων και της απόφασης 2016/849 δεν στηρίζεται σε κανένα έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο, παρά το γεγονός ότι ο προσφεύγων ήταν ο κατεξοχήν δυνάμενος να προσκομίσει στοιχεία που να θέτουν υπό αμφισβήτηση τους λόγους της καταχώρισής του.

319    Εν προκειμένω, πάντως, δεν μπορεί να θεωρηθεί αποδεδειγμένο ότι ο Pak Chun-San δεν εργάζεται πλέον για την KNIC, αποκλειστικά και μόνο βάσει μαρτυρικών καταθέσεων που έχουν καταρτιστεί ειδικά για την υπό κρίση προσφυγή από πρόσωπο υποκείμενο στα επίμαχα περιοριστικά μέτρα.

320    Επιπλέον, ο Pak Chun-San διατηρούσε επί σειρά ετών σημαντικούς δεσμούς με την KNIC. Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η KNIC ζητούσε συχνά από τον Pak Chun-San να αναλάβει σημαντικές θέσεις και ότι ο εν λόγω προσφεύγων πραγματοποίησε μακρά σταδιοδρομία στην εταιρία αυτή, κατά την οποία άσκησε διάφορα σημαντικά καθήκοντα ως διευθυντής του τμήματος αντασφάλισης της KNIC και ως πρώην επικεφαλής εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της KNIC στο Αμβούργο.

321    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, δεν μπορεί να θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεδομένης της παντελούς έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων, ότι δεν διατηρεί πλέον δεσμούς με την KNIC.

322    Συνεπώς, οι λόγοι της καταχώρισής του δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση.

323    Όσον αφορά τον So Tong Myong, αυτός αναφέρεται ως πρόεδρος της KNIC, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματος της KNIC ή σύμφωνα με τις εντολές της.

324    Συναφώς, από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στο Γενικό Δικαστήριο προκύπτει ότι, από την 1η Οκτωβρίου 2007 έως τον Μάιο του 2012, ο So Tong Myong αναφερόταν ως πρόεδρος και διευθυντής της KNIC. Τούτο επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του, η οποία επισυνάπτεται στο παράρτημα A.9 του δικογράφου της προσφυγής, όπου διευκρινίζεται ότι η θητεία του ως προέδρου της KNIC διήρκεσε από το 2007 έως τον Οκτώβριο του 2014.

325    Όσον αφορά τα επιχειρήματα που παραθέτει ο So Tong Myong, ο οποίος διατείνεται ότι έχει συνταξιοδοτηθεί από τον Οκτώβριο του 2014, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή προσκόμισε απόσπασμα του εμπορικού μητρώου του Amtsgericht Hamburg (ειρηνοδικείου Αμβούργου) με ημερομηνία 16 Μαρτίου 2016, από το οποίο προκύπτει ότι ο So Tong Myong διατηρούσε τη θέση του προέδρου της KNIC κατά τον χρόνο αυτόν.

326    Στο παράρτημα 2 του εγγράφου της 21ης Ιουλίου 2016 που υποβλήθηκε στο Γενικό Δικαστήριο, ο So Tong Myong υποστηρίζει, βέβαια, ότι η πληροφορία αυτή ευσταθεί μόνον όσον αφορά το διάστημα μεταξύ 2010 και 2014, οπότε συνταξιοδοτήθηκε.

327    Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο δικάζουν με βάση την αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων και το μόνο κριτήριο εκτίμησης των προσκομιζομένων αποδείξεων είναι η αξιοπιστία τους. Επιπλέον, για την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας ενός εγγράφου, πρέπει να ελέγχεται η ακρίβεια της περιεχόμενης σ’ αυτό πληροφορίας και να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η προέλευση του εγγράφου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες καταρτίστηκε και ο αποδέκτης του, να εξετάζεται δε αν το έγγραφο είναι, ως εκ του περιεχομένου του, λογικό και αξιόπιστο (βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Shell Petroleum κ.λπ., T‑343/06, EU:T:2012:478, σκέψη 161 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

328    Επισημαίνεται ότι η μαρτυρική κατάθεση του So Tong Myong έχει καταρτιστεί ειδικά για την υπό κρίση προσφυγή και ότι, ως προερχόμενη από πρόσωπο υποκείμενο στα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, έχει περιορισμένη αποδεικτική αξία, σε αντίθεση με δημόσιο έγγραφο, όπως είναι το απόσπασμα του εμπορικού μητρώου.

329    Λαμβανομένης υπόψη τόσο της μη προσκόμισης αποδεικτικών εγγράφων από τον So Tong Myong όσο και της κατοχής από αυτόν του αξιώματος του προέδρου της KNIC, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδείχθηκε ότι δεν έχει σχέση με την KNIC και ότι δεν ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό ή σύμφωνα με τις εντολές της.

330    Συνεπώς, οι λόγοι της καταχώρισής του δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση.

331    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Συμβούλιο και η Επιτροπή μπορούσαν νομίμως να θεωρήσουν, κατά τον χρόνο έκδοσης των δεύτερων προσβαλλόμενων πράξεων και της απόφασης 2016/849, ότι οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 ενεργούσαν πάντοτε για λογαριασμό ή σύμφωνα με τις εντολές της KNIC.

332    Κατά δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγόντων στην υπόθεση T‑533/15 ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι είχαν τη δυνατότητα να επηρεάζουν τις δραστηριότητες της KNIC, αρκεί η επισήμανση ότι τα επιχειρήματα αυτά σχετίζονται με το κριτήριο καταχώρισης που αφορά «τα πρόσωπα ή τις οντότητες που ενεργούν εξ ονόματός τους ή υπό την καθοδήγησή τους», κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, της απόφασης 2013/183, καθώς και «τα πρόσωπα ή τις οντότητες που ενεργούν εξ ονόματός τους ή υπό την καθοδήγησή τους», κατά την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2016/849.

333    Βάσει των κριτηρίων και των τροποποιημένων κριτηρίων καταχώρισης, των οποίων η νομιμότητα δεν αμφισβητήθηκε από τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15, οι προσφεύγοντες εμπίπτουν στην κατηγορία των προσώπων που ενεργούν για λογαριασμό ή υπό την καθοδήγηση της καταχωρισμένης οντότητας που μπορεί να συνδέεται με την πραγματοποίηση εσόδων ικανών να συμβάλουν στις δραστηριότητες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας που αφορούν τη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

334    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το εν λόγω κριτήριο δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 είναι τα πρόσωπα που αποφασίζουν τη μεταφορά χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων δυνάμενων να συμβάλουν στις δραστηριότητες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας που αφορούν τη διάδοση των πυρηνικών όπλων ή ότι είναι σε θέση να ασκήσουν επιρροή σε σχέση με τέτοιες μεταφορές. Αντιθέτως, πρέπει να συνδέονται με τη δραστηριότητα που αναφέρεται στην επίμαχη αιτιολογία υπό το πρίσμα των εν λόγω κριτηρίων, δηλαδή την πραγματοποίηση εσόδων σε ξένο συνάλλαγμα που θα μπορούσαν να συμβάλουν στα πυρηνικά προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας.

335    Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ένα πρόσωπο που ασκεί καθήκοντα τα οποία του παρέχουν διευθυντική εξουσία σε οντότητα εις βάρος της οποίας έχουν ληφθεί περιοριστικά μέτρα ενδέχεται, κατά γενικό κανόνα, να θεωρηθεί και το ίδιο ως εμπλεκόμενο στις δραστηριότητες που δικαιολόγησαν τη λήψη των περιοριστικών μέτρων εις βάρος της εν λόγω οντότητας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Nabipour κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑58/926, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:640, σκέψη 110, και της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, EU:T:2014:926, σκέψη 143).

336    Όσον αφορά το επιχείρημα που οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 αντλούν από την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Nabipour κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T-58/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:640), επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση προς το νομικό πλαίσιο που έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Nabipour κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T-58/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:640), η καταχώριση του ονόματος του προσφεύγοντος στους καταλόγους βασιζόταν σε κριτήρια διαφορετικά από τα επίμαχα εν προκειμένω. Ενώ, σύμφωνα με την απόφαση εκείνη, τα φυσικά πρόσωπα σε βάρος των οποίων είχαν ληφθεί τα περιοριστικά μέτρα έπρεπε να σχετίζονται με τις δραστηριότητες για τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, εν προκειμένω απαιτείται απλώς τα φυσικά πρόσωπα σε βάρος των οποίων ελήφθησαν τα περιοριστικά μέτρα να συνδέονται με την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ή τη μεταφορά κεφαλαίων, περιουσιακών στοιχείων ή οικονομικών πόρων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στα πυρηνικά προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας, χωρίς να είναι απαραίτητο τα πρόσωπα αυτά να σχετίζονται ειδικά με δραστηριότητες διάδοσης των πυρηνικών όπλων.

337    Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, ούτε τα επίμαχα κριτήρια ούτε η επίμαχη αιτιολογία βάσει της οποίας καταχωρίστηκαν στους επίμαχους καταλόγους τα ονόματα των προσφευγόντων στην υπόθεση T‑533/15, απαιτούν να αποδειχθεί ότι υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ του οικείου προσώπου και της οντότητας που δραστηριοποιείται στον τομέα της διάδοσης των πυρηνικών όπλων, αλλά απαιτούν να αποδειχθεί ότι το οικείο πρόσωπο συνδέεται με την οντότητα που παρέχει ή εξασφαλίζει τη μεταφορά χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων δυνάμενων να συμβάλουν στα προγράμματα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας που έχουν σχέση με τις δραστηριότητες διάδοσης πυρηνικών όπλων.

338    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 298 έως 331 ανωτέρω, όλοι ανεξαιρέτως οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 έχουν υπάρξει στελέχη της KNIC. Ο Kim Il-Su είναι διευθυντικό στέλεχος στο τμήμα αντασφάλισης στα κεντρικά γραφεία της KNIC στην Pyongyang και πρώην εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της KNIC GmbH στο Αμβούργο. Ο Kang Song-Sam είναι πρώην εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της KNIC στο Αμβούργο και κατέχει θέση διευθυντικού στελέχους στο τμήμα αντασφάλισης της KNIC. Ο Choe Chun-Sik είναι διευθυντής στο τμήμα αντασφάλισης της KNIC. Ο Sin Kyu–Nam είναι διευθυντής στο τμήμα αντασφάλισης της KNIC και πρώην εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της KNIC στο Αμβούργο. Ο Pak Chun-San ήταν διευθυντής στο τμήμα αντασφάλισης της KNIC και πρώην επικεφαλής αντιπρόσωπος της KNIC στο Αμβούργο. Ο So Tong Myong ήταν πρόεδρος της KNIC. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα καθήκοντα που τα πρόσωπα αυτά ασκούσαν, αντιστοίχως, στον κλάδο αντασφάλισης της KNIC, είτε πρόκειται για στελέχη του τμήματος αντασφάλισης της KNIC, είτε για διευθυντές του τμήματος αυτού είτε για τον πρόεδρο της KNIC, αρκούν για να γίνει δεκτό, αφενός, ότι σχετίζονται με τη δραστηριότητα της KNIC που συνίσταται στην πραγματοποίηση εσόδων σε συνάλλαγμα, ενεργώντας για λογαριασμό της KNIC ή υπό την καθοδήγησή της, και, αφετέρου, ότι δεν είναι απαραίτητο, πέραν της εξέτασης της βασιμότητας της δεύτερης και της τρίτης δέσμης των σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων, να παρατεθούν στοιχεία σχετικά με εξατομικευμένες ενέργειες των προσφευγόντων, προκειμένου να αποδειχθεί ότι η καταχώρισή τους ήταν σύμφωνη προς τα κριτήρια καταχώρισης που έχουν γίνει δεκτά.

339    Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο υπό κρίση λόγος ακύρωσης κρίνεται απορριπτέος στο σύνολό του.

–       Επί του τρίτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά παραβίαση των κανόνων περί προστασίας δεδομένων

340    Με τον τρίτο λόγο ακύρωσης, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, παράβαση των άρθρων 4, 10, 14 και 16 του κανονισμού 45/2001.

341    Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 περιορίστηκαν στην παράθεση των διατάξεων του κανονισμού 45/2001, καθώς και αποσπασμάτων από γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή δημοσίευσαν ανακριβή δεδομένα. Όπως διατείνονται, το Συμβούλιο και η Επιτροπή άφησαν με τον τρόπο αυτό να εννοηθεί ότι οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 έλαβαν μέρος σε παράνομες δραστηριότητες σχετιζόμενες με την παράνομη ανάπτυξη όπλων μαζικής καταστροφής.

342    Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προέκυψε από την εξέταση του δεύτερου λόγου ακύρωσης που προβλήθηκε με την υπό κρίση προσφυγή, η δεύτερη και η τρίτη δέσμη των σχετικών με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 λόγων δεν στηρίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση και ότι, ως εκ τούτου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν έχουν δημοσιεύσει ανακριβή δεδομένα, από τα οποία αφήνεται να εννοηθεί ότι οι προσφεύγοντες μετείχαν σε παράνομες δραστηριότητες.

343    Κατά συνέπεια, ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

344    Εν πάση περιπτώσει, ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής.

345    Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή έχουν προβεί σε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικών με τους προσφεύγοντες κατά τρόπο μη σύμφωνο προς τον κανονισμό 45/2001, η περίσταση αυτή δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση των δεύτερων προσβαλλόμενων πράξεων και της απόφασης 2016/849. Αντιθέτως, εάν οι προσφεύγοντες μπορούσαν να αποδείξουν την ύπαρξη τέτοιας επεξεργασίας, θα μπορούσαν να προβάλουν παράβαση του εν λόγω κανονισμού στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 2016, Rotenberg κατά Συμβουλίου, T‑720/14, EU:T:2016:689, σκέψη 140, και της 22ας Νοεμβρίου 2017, HD κατά Κοινοβουλίου, T‑652/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:828, σκέψεις 33 και 34).

–       Επί του τετάρτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά δυσανάλογο περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων

346    Οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 επαναλαμβάνουν τα επιχειρήματά τους κατά των πρώτων προσβαλλόμενων πράξεων, προσθέτοντας ότι η ζημία που προκλήθηκε από τις δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις είναι απόλυτα δυσανάλογη.

347    Συγκεκριμένα, οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 υποστηρίζουν ότι ούτε παρακινούν ούτε συνδράμουν την KNIC ZD όσον αφορά την πραγματοποίηση εσόδων, διότι η εν λόγω εταιρία δεν πραγματοποιεί έσοδα ούτε πραγματοποιούσε ενόσω αυτοί ήταν εν ενεργεία. Περαιτέρω, δύο εξ αυτών, οι Pak Chun-San και So Tong Myong, έχουν συνταξιοδοτηθεί και δεν εργάζονται για την KNIC, ενώ οι άλλοι τέσσερις προσφεύγοντες δεν συμβάλλουν στην πραγματοποίηση εσόδων στο πλαίσιο των διαφόρων καθηκόντων που ασκούν στο πλαίσιο της KNIC. Η καταχώριση των ονομάτων τους στους επίμαχους καταλόγους δεν εξυπηρετεί καμία σκοπιμότητα, ακόμη και αν είναι σκόπιμη η καταχώριση της ίδιας της KNIC ZD στον κατάλογο. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρόκειται για προδήλως δυσανάλογο περιορισμό της ελευθερίας τους.

348    Το Συμβούλιο και η Επιτροπή αντικρούουν τα επιχειρήματα αυτά.

349    Δεδομένου ότι ο υπό κρίση λόγος ακύρωσης στηρίζεται σε επιχειρήματα σχεδόν ταυτόσημα με εκείνα που προβλήθηκαν από τους προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακύρωσης κατά των πρώτων προσβαλλόμενων πράξεων, πρέπει, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που παρατίθενται στις σκέψεις 274 έως 277 ανωτέρω, να απορριφθεί.

350    Βάσει των προεκτεθέντων, η προσφυγή στην υπόθεση T‑533/15 πρέπει να απορριφθεί, καθόσον ζητείται με αυτή η ακύρωση των δεύτερων προσβαλλόμενων πράξεων και της απόφασης 2016/849.

351    Κατά συνέπεια, η προσφυγή στην υπόθεση T‑533/15 κρίνεται απορριπτέα στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

352    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

353    Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑533/15 ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

354    Δεδομένου ότι η KNIC ηττήθηκε στην υπόθεση T‑264/16, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

355    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Αποφασίζεται, συνεπώς, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο φέρει τα δικαστικά του έξοδα στην υπόθεση T‑533/15.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

2)      Στην υπόθεση T533/15, ο Kim Il-Su και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα, εξαιρουμένων των εξόδων του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.

3)      Στην υπόθεση T264/16, η Korea National Insurance Corporation καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

4)      Στην υπόθεση T533/15, το Ηνωμένο Βασίλειο φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Frimodt Nielsen

Kreuschitz

Półtorak

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Μαρτίου 2018.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Περιοριστικά μέτρα κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας

Περιοριστικά μέτρα κατά των προσφευγόντων

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί των δικονομικών συνεπειών της κατάργησης και της αντικατάστασης της απόφασης 2013/183

Επί της σειράς εξέτασης των υποθέσεων T 533/15 και T264/16

Επί της προσφυγής στην υπόθεση T 264/16

Επί του πρώτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

Επί του δευτέρου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης

Επί του τρίτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά παραβίαση των αρχών που διέπουν την προστασία των δεδομένων

Επί του τετάρτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά δυσανάλογο περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων

Επί της προσφυγής στην υπόθεση T 533/15

Επί της προσφυγής των προσφευγόντων στην υπόθεση T 533/15, κατά το μέρος που αφορά τις πρώτες προσβαλλόμενες πράξεις

– Επί του πρώτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

– Επί του δευτέρου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης

– Επί του τρίτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά παραβίαση των κανόνων περί προστασίας δεδομένων

– Επί του τετάρτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά δυσανάλογο περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων

Επί της προσφυγής των προσφευγόντων στην υπόθεση T 533/15 όσον αφορά τις δεύτερες προσβαλλόμενες πράξεις και την απόφαση 2016/849

– Επί του πρώτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

– Επί του δευτέρου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης

– Επί του τρίτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά παραβίαση των κανόνων περί προστασίας δεδομένων

– Επί του τετάρτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά δυσανάλογο περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων

Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Ο κατάλογος των λοιπών προσφευγόντων επισυνάπτεται μόνο στο κείμενο που κοινοποιείται στους διαδίκους.