Language of document : ECLI:EU:T:2007:159

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 6ης Ιουνίου 2007

Υπόθεση T-432/04

Walter Parlante

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Περίοδος προαγωγών 2003 – Μη προαγωγή – Απονομή μορίων προαγωγής – Συγκριτική εξέταση των προσόντων – Ίση μεταχείριση – Γενικές διατάξεις εκτελέσεως του άρθρου 45 του ΚΥΚ – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη»

Αντικείμενο: Προσφυγή με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως, αφενός, της από 5 Ιουλίου 2004 αποφάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος κατά της αποφάσεως της ίδιας αρχής περί μη προαγωγής του προσφεύγοντος στον βαθμό C 1 κατά την περίοδο προαγωγών 2003, και, αφετέρου, κατά το μέτρο του αναγκαίου, της αποφάσεως που αποτέλεσε αντικείμενο της εν λόγω διοικητικής ενστάσεως.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Έκαστος διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 43 και 45 § 1)

2.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45 § 1)

3.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Υπόσχεση προαγωγής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45 § 1)

1.      Ακόμη και στο πλαίσιο συστήματος προαγωγών ανάλογου εκείνου που καθιερώνουν οι θεσπισθείσες από την Επιτροπή γενικές διατάξεις εκτελέσεως των άρθρων 43 και 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), κατά το οποίο ο αριθμός των μορίων που συγκεντρώνουν οι υπάλληλοι είναι καθοριστικός για την προαγωγή τους, το γεγονός ότι η απονομή μορίων προαγωγής εμπίπτει στην αρμοδιότητα των γενικών διευθυντών ή διευθυντών δεν είναι, αφ’ εαυτού, ασυμβίβαστο προς την απαίτηση εκτενούς εξετάσεως των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων εντός του οργάνου, σύμφωνα με τις αρχές περί ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων και ομαλής εξελίξεως της σταδιοδρομίας. Πράγματι, αφενός, η παρέμβασή τους στη διαδικασία προαγωγής καθιστά δυνατή για τη γενική τους διεύθυνση ή διεύθυνση τη συνεκτίμηση των ειδικών στοιχείων που έχουν περιέλθει στη γνώση τους στο πλαίσιο των συμβουλίων των διαφόρων ιεραρχικώς προϊσταμένων και θέτει σε ενιαία προοπτική τις εκθέσεις εξελίξεως της σταδιοδρομίας των διαφόρων προαγώγιμων υπαλλήλων τις οποίες έχουν καταρτίσει διαφορετικοί βαθμολογητές. Αφετέρου, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, του σημαντικού αριθμού των προαγώγιμων υπαλλήλων ανά βαθμό, το σύστημα αυτό, στο οποίο η αξιολόγηση των προσόντων των υπαλλήλων στα διάφορα επίπεδα της ιεραρχίας εκφράζεται με την απονομή μορίων προαγωγής, έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πηγές πληροφορήσεως και παρεμφερή στοιχεία σχετικά με τα προσόντα των προαγώγιμων υπαλλήλων. Ως εκ τούτου, ανταποκρίνεται στην ανάγκη επιμελούς και αμερόληπτης συγκριτικής εξετάσεως των υποψηφιοτήτων προς το συμφέρον της υπηρεσίας και σύμφωνα με την αρχή ίσης μεταχείρισης.

Όσον αφορά, ειδικότερα, την απονομή μορίων προτεραιότητας εκ μέρους των γενικών διευθύνσεων προς επιβράβευση, μέσω προαγωγής, των υπαλλήλων που διακρίνονται για τα προσόντα τους εντός κάθε γενικής διευθύνσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ασυμβίβαστη προς την ανάγκη εκτενούς εξετάσεως των προσόντων, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΚΥΚ, και προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Πράγματι, οι εν λόγω πτυχές των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων πρέπει οπωσδήποτε να εκτιμώνται σε σχέση με τους υπαλλήλους που ανήκουν στην ίδια γενική διεύθυνση, καθόσον η απαίτηση εκτενούς εξετάσεως πληρούται κατά το στάδιο της συγκρίσεως, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, του συνολικού αριθμού μορίων προαγωγής που συγκεντρώνουν οι προαγώγιμοι υπάλληλοι, ανεξαρτήτως της γενικής διευθύνσεως στην οποία έχουν τοποθετηθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ότι ο αριθμός των μορίων προτεραιότητας που διαθέτουν οι γενικές διευθύνσεις περιορίζεται ανάλογα με τον αριθμό των προαγώγιμων υπαλλήλων εντός των γενικών διευθύνσεων αποτρέπει την άμετρη αύξηση του αριθμού των μορίων προτεραιότητας που απονέμει κάθε γενική διεύθυνση, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτόν τη συγκριτική αξιολόγηση των μορίων προαγωγής και την ίση μεταχείριση των υπαλλήλων που ανήκουν σε διαφορετικές γενικές διευθύνσεις.

Όσον αφορά την περίπτωση κατά την οποία, λόγω ιδίως των ιδιαιτεροτήτων μιας γενικής διευθύνσεως, ο απλός περιορισμός των εν λόγω μορίων προτεραιότητας δεν καθιστά δυνατή την προσήκουσα επιβράβευση των προαγώγιμων υπαλλήλων βάσει των προσόντων τους, απόκειται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, κατά την άσκηση της εξουσίας της λήψεως αποφάσεων στον τομέα των προαγωγών, να εξασφαλίσει την τήρηση του άρθρου 45 του ΚΥΚ και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η δε απονομή μη καθορισμένου και άνευ περιορισμών αριθμού μορίων προτεραιότητας, κατόπιν της άσκησης προσφυγών από τους ενδιαφερόμενους υπαλλήλους, μπορεί να αποτελέσει προσήκον προς τούτο μέτρο.

Όσον αφορά το σύστημα του επιδιωκόμενου μέσου όρου που υποδεικνύεται στους αξιολογητές για την απονομή των μορίων αξιολογήσεως, όπως προκύπτουν από τους βαθμούς και τις εκτιμήσεις της εκθέσεως αξιολογήσεως, ναι μεν έχει ως συνέπεια να συγκρίνονται οι εκθέσεις αυτές καταρχάς στο επίπεδο μιας γενικής διευθύνσεως και μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο να συγκρίνεται ο συνολικός αριθμός των συγκεντρωθέντων μορίων στο γενικό επίπεδο της Επιτροπής, πλην όμως το σύστημα αυτό δεν είναι επικριτέο, καθόσον επιδιώκει θεμιτό σκοπό, ήτοι τον σκοπό της εξαλείψεως του υποκειμενικού χαρακτήρα των εκτιμήσεων των διαφόρων αξιολογητών, εξασφαλίζοντας, κατά συνέπεια, αποτελεσματικότερη συγκριτική αξιολόγηση των εκθέσεων των υπαλλήλων που ανήκουν σε διαφορετικές γενικές διευθύνσεις. Υπό την έννοια αυτή, το εν λόγω σύστημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ασυμβίβαστο με την απαίτηση εκτενούς εξετάσεως των προσόντων.

Συναφώς, μολονότι η αυστηρή εφαρμογή του συστήματος του επιδιωκόμενου μέσου όρου στις περιπτώσεις γενικών διευθύνσεων που έχουν ελάχιστο αριθμό προαγώγιμων υπαλλήλων σε συγκεκριμένο βαθμό και, συνεπώς, δεν αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα της συνήθους κατάστασης, είναι ικανή να στρεβλώσει τη συγκριτική εξέταση των εκθέσεων εξελίξεως της σταδιοδρομίας στο επίπεδο της Επιτροπής, αντιθέτως προς το άρθρο 45 του ΚΥΚ και προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, εντούτοις οι θεσπιζόμενες από το εν λόγω όργανο γενικές διατάξεις εκτελέσεως του άρθρου αυτού παρέχουν στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αποφαινόμενη επί ενστάσεων εκ μέρους υπαλλήλων, και στις επιτροπές προαγωγών, που μπορούν να ακυρώσουν κατ’ εξαίρεση τη μείωση του ελάχιστου ορίου μορίων προαγωγής μιας γενικής διευθύνσεως που υπερέβη τον επιδιωκόμενο μέσο όρο, τη δυνατότητα να ληφθούν υπόψη, εφόσον παραστεί ανάγκη, συγκεκριμένες καταστάσεις και να εξασφαλισθεί ότι η αντιπροσωπευτική βαθμολόγηση των προσόντων των υπαλλήλων συγκεκριμένου βαθμού εντός μιας γενικής διευθύνσεως, υπό τη μορφή μορίων αξιολογήσεως, δεν θα έχει αδικαιολόγητες επιπτώσεις στην ατομική κατάσταση καθενός από τους προαγώγιμους υπαλλήλους όσον αφορά τον αριθμό μορίων προτεραιότητας που κατανέμεται σε κάθε γενική διεύθυνση.

(βλ. σκέψεις 56, 59 έως 61, 63 έως 68, 71, 72 και 74 έως 77)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 10 Ιουλίου 1992, T‑53/91, Mergen κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2041, σκέψη 36· ΠΕΚ, 13 Ιουλίου 1995, T‑557/93, Rasmussen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑195 και II‑603, σκέψη 22· ΠΕΚ, 16 Σεπτεμβρίου 1998, T‑234/97, Rasmussen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑507 και II‑1533, σκέψη 24· ΠΕΚ, 3 Οκτωβρίου 2000, T‑187/98, Cubero Vermurie κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑195 και II‑885, σκέψη 61· ΠΕΚ, 22 Φεβρουαρίου 2000, T‑22/99, Rose κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑27 και II‑115, σκέψη 57· ΠΕΚ, 9 Ιουλίου 2002, T‑233/01, Callebaut κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑115 και II‑625, σκέψη 46· ΠΕΚ, 19 Μαρτίου 2003, T‑188/01 έως T‑190/01, Τσαρνάβας κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑95 και II‑495, σκέψη 121· ΠΕΚ, 15 Σεπτεμβρίου 2005, T‑132/03, Casini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑253 και II‑1169, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Οι μεταβατικές διατάξεις που εισάγουν οι θεσπισθείσες από την Επιτροπή γενικές διατάξεις εκτελέσεως του άρθρου 45 του ΚΥΚ, που παρέχουν στις γενικές διευθύνσεις τη δυνατότητα απονομής, για την περίοδο προαγωγών 2003, τεσσάρων κατά μέγιστο όριο επιπλέον ειδικών μορίων αξιολογήσεως προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι υπάλληλοι που προτάθηκαν κατά την προηγούμενη περίοδο προαγωγών αλλά δεν προήχθησαν, εντός του ποσοστιαίου ορίου 150 % των πιθανοτήτων προαγωγής για την εν λόγω περίοδο, δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 45 του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, η απονομή των μορίων αυτών, που δεν είναι υποχρεωτική και δεν οδηγεί αυτομάτως σε προαγωγή, έχει ως σκοπό να εξασφαλισθεί η προσωρινή μετάβαση από ένα σύστημα προαγωγών σε άλλο και αποτελεί κατάλληλο μέσο συνεκτιμήσεως του γεγονότος ότι οι εν λόγω υπάλληλοι έχουν ήδη προταθεί για προαγωγή κατά την προγενέστερη περίοδο προαγωγών, ενώ συγχρόνως λαμβάνει υπόψη τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που άπτονται των διαθέσιμων κατά την περίοδο προαγωγών 2003 θέσεων απασχολήσεως.

Οι διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν, ομοίως, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Συγκεκριμένα, εφόσον τα επιπλέον ειδικά μόρια προτεραιότητας έχουν ως σκοπό να επιβραβευθούν οι υπάλληλοι μιας γενικής διευθύνσεως που διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα τα οποία απέδειξαν στο παρελθόν, αλλά ωστόσο δεν προήχθησαν, οι υπάλληλοι αυτοί δεν βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση με τους λοιπούς υπαλλήλους που δεν προτάθηκαν για προαγωγή κατά την προηγούμενη περίοδο προαγωγών, από πλευράς αυτής της πτυχής των προσόντων τους. Δεν βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση ούτε με τους υπαλλήλους που προτάθηκαν για προαγωγή κατά την προηγούμενη περίοδο προαγωγών, αλλά δεν προήχθησαν, οι οποίοι, λόγω του ποσοστιαίου ορίου 150 % των πιθανοτήτων προαγωγής για την εν λόγω περίοδο προαγωγών, δεν μπορούν να λάβουν τα μόρια αυτά, στο μέτρο που τα προσόντα των τελευταίων αυτών υπαλλήλων, όπως αξιολογήθηκαν από τις γενικές διευθύνσεις κατά την προηγούμενη περίοδο προαγωγών, υπολείπονται των προσόντων των πρώτων υπαλλήλων, καθόσον η σειρά καταχωρίσεως των υπαλλήλων στους καταλόγους προτάσεων προαγωγής αποτελεί συνάρτηση της αξιολογήσεως των προσόντων τους από τη γενική διεύθυνση στην οποία έχουν τοποθετηθεί. Συναφώς, το γεγονός ότι ο αριθμός των υπαλλήλων που μπορούν να λάβουν τα μόρια αυτά αποτελεί συνάρτηση του μεγέθους των γενικών διευθύνσεων δεν συνιστά παραβίαση της αρχής απαγορεύσεως των διακρίσεων. Αντιθέτως, η ίση μεταχείριση των υπαλλήλων διαφορετικών γενικών διευθύνσεων εξασφαλίζεται ακριβώς από το γεγονός ότι ο επίμαχος περιορισμός εκφράζεται σε ποσοστό πιθανοτήτων προαγωγής κατά την προηγούμενη περίοδο και παρέχει, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα να ληφθούν υπόψη οι διαφορές μεταξύ των διαφόρων γενικών διευθύνσεων όσον αφορά τον αριθμό των προαγώγιμων υπαλλήλων στο εσωτερικό καθεμίας από αυτές.

(βλ. σκέψεις 91, 92, 94 έως 97 και 106 έως 110)

3.      Υπόσχεση προαγωγής ενός υπαλλήλου λόγω του ότι προτάθηκε στο παρελθόν για προαγωγή αλλά τελικώς δεν προήχθη, ακόμη και αν αποδειχθεί, δεν μπορεί να του δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, δεδομένου ότι η υπόσχεση αυτή δόθηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ισχύουσες διατάξεις του ΚΥΚ, κατά παράβαση της υποχρεώσεως συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων των προαγώγιμων υπαλλήλων κατά το άρθρο 45 του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψη 122)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 26 Οκτωβρίου 2000, T‑138/99, Verheyden κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑219 και II‑1001, σκέψη 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία