Language of document : ECLI:EU:C:2008:483

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

VERICA TRSTENJAK

της 11ης Σεπτεμβρίου 2008 (1)

Υπόθεση C‑180/06

Renate Ilsinger

κατά

Martin Dreschers (υπό την ιδιότητά του ως συνδίκου πτωχεύσεως της Schlank & Schick GmbH)

[αίτηση του Oberlandesgericht Wien (Αυστρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 – Άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄ – Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών – Υπόσχεση κέρδους προς τον καταναλωτή – Σύναψη συμβάσεως – Προστασία των καταναλωτών – Συνέχεια μεταξύ της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του κανονισμού 44/2001»





I –    Εισαγωγή

1.        Τα δύο ερωτήματα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση αφορούν την ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (2), σχετικά με τη δικαιοδοσία στον τομέα των συναπτομένων από τους καταναλωτές συμβάσεων ή, ακριβέστερα, το ζήτημα αν η δικαιοδοσία ως προς την αξίωση καταναλωτή για την καταβολή του κέρδους που του υποσχέθηκε εταιρία καθορίζεται βάσει των διατάξεων αυτών. Στο πλαίσιο της ερμηνείας της Συμβάσεως των Βρυξελλών, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (3) (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών) (4), το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί της διεθνούς δικαιοδοσίας όταν καταναλωτής είχε ασκήσει κατά πωλητή εγκατεστημένου εντός άλλου κράτους μέλους αγωγή με αντικείμενο να υποχρεωθεί ο πωλητής στην καταβολή του δώρου που είχε υποσχεθεί. Δεν έχει πάντως αποφανθεί ακόμη επί του ζητήματος αυτού στο πλαίσιο του κανονισμού 44/2001 (5).

2.        Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως ανακύπτει το ζήτημα της συνέχειας, όσον αφορά την ερμηνεία, μεταξύ της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του κανονισμού 44/2001. Ο κανονισμός αυτός εκδόθηκε προς εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και αντικατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών, την 1η Μαρτίου 2002, στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, με την εξαίρεση του Βασιλείου της Δανίας (6). Επομένως, κατά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 44/2001, απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και το ζήτημα αν ο κανονισμός αυτός και η Σύμβαση των Βρυξελλών ερμηνεύονταν από πάσης απόψεως κατά τον ίδιο τρόπο ή αν, κατά την ερμηνεία, ενδέχεται να καταστεί αναγκαία η πραγματοποίηση διακρίσεων.

3.        Τα δύο προδικαστικά ερωτήματα ανακύπτουν στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Renate Ilsinger, Αυστριακής υπηκόου που κατοικεί στην Αυστρία, και της εταιρίας Schlank & Schick GmbH (στο εξής: εταιρία Schlank & Schick) με έδρα το Aachen (Γερμανία), η οποία ασκεί εμπόριο δι’ αλληλογραφίας, κατόπιν ασκήσεως αγωγής με την οποία ζητείται η πληρωμή του κέρδους που η Schlank & Schick είχε υποσχεθεί στην R. Ilsinger.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α –     Το κοινοτικό δίκαιο

4.        H δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001 ορίζει:

«Στις συμβάσεις ασφάλισης, καταναλωτών και εργασίας και συμβάσεις καταναλωτών είναι σκόπιμο να προστατεύεται ο αδύναμος διάδικος με ευνοϊκότερους για τα συμφέροντά του κανόνες δικαιοδοσίας.»

5.        Η δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001 ορίζει:

«Πρέπει να διασφαλισθεί η συνέχεια μεταξύ της σύμβασης των Βρυξελλών και του [...] κανονισμού και γι’ αυτό το σκοπό πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις. Η ίδια ανάγκη συνέχειας ισχύει και όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων της σύμβασης των Βρυξελλών από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και το πρωτόκολλο του 1971 πρέπει επίσης να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται στις διαδικασίες που εκκρεμούν ακόμη κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού […].»

6.        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, το οποίο εντάσσεται στο τμήμα «Γενικές διατάξεις», ορίζει:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

7.        Το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 44/2001, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα «Ειδικές δικαιοδοσίες», ορίζει:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

1) α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή·

[…]».

8.        Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα «Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών», ορίζει:

«Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη των άρθρων 4 και 5, σημείο 5:

α)      όταν πρόκειται για πώληση ενσωμάτων κινητών με τμηματική καταβολή του τιμήματος ή·

β)      όταν πρόκειται για δάνειο με σταδιακή εξόφληση ή για άλλη πιστωτική συναλλαγή συνδεόμενη με τη χρηματοδότηση αγοράς ενσωμάτων κινητών ή·

γ)      σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε με πρόσωπο, το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ’ αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων.»

9.        Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 ορίζει:

«Η αγωγή καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλόμενου μπορεί να ασκηθεί είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο αντισυμβαλλόμενος είτε ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του καταναλωτή.»

Β –     Β –     Η Σύμβαση των Βρυξελλών

10.      Το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών ορίζει τα εξής:

«Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα αυτού που τις καταρτίζει και που αποκαλείται στη συνέχεια “καταναλωτής”, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη του άρθρου 4 και του άρθρου 5, σημείο 5:

1)      όταν πρόκειται για πώληση ενσωμάτων κινητών με τμηματική καταβολή του τμήματος, ή

2)      όταν πρόκειται για δάνειο με σταδιακή εξόφληση ή για άλλη πιστωτική συναλλαγή συνδεομένη με τη χρηματοδότηση αγοράς ενσωμάτων κινητών, ή

3)      για κάθε άλλη σύμβαση που έχει ως αντικείμενο παροχή υπηρεσιών ή προμήθεια ενσωμάτων κινητών αν:

α)      πριν από την κατάρτιση της συμβάσεως, έγινε στο κράτος της κατοικίας του καταναλωτή ειδική προσφορά ή διαφήμιση,

και

β)      ο καταναλωτής ολοκλήρωσε εντός του κράτους αυτού τις απαραίτητες για την κατάρτιση της συμβάσεως πράξεις.»

 Γ –     Το αυστριακό δίκαιο

11.      Το άρθρο 5j του αυστριακού νόμου για την προστασία των καταναλωτών (Konsumentenschutzgesetz) (7) ορίζει:

«Οι επιχειρήσεις που απευθύνουν σε συγκεκριμένο καταναλωτή υποσχέσεις περί προσφοράς δώρων ή άλλα παρόμοια μηνύματα που είναι διατυπωμένα κατά τρόπο που τον κάνουν να πιστεύσει ότι έχει κερδίσει συγκεκριμένο δώρο οφείλουν να του χορηγήσουν το δώρο αυτό· το εν λόγω δώρο μπορεί επίσης να απαιτηθεί δικαστικώς.»

III – Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12.      Η R. Ilsinger, Αυστριακή υπήκοος που κατοικεί στην Αυστρία, έλαβε, τον Αύγουστο του 2002, φάκελο της εταιρίας πωλήσεων δι’ αλληλογραφίας Schlank & Schick GmbH, με έδρα το Aachen (Γερμανία). Ο φάκελος, ο οποίος έφερε τη μνεία “Σημαντικά έγγραφα! Παρακαλώ ανοίξτε αμέσως!” και “Προσωπικό”, περιελάμβανε μήνυμα απευθυνόμενο ονομαστικώς στην R. Ilsinger, περί κέρδους 20 000 ευρώ. Από το εν λόγω μήνυμα προέκυπτε ότι η R. Ilsinger θα ελάμβανε το ποσό που είχε κερδίσει «εάν είχε τον αριθμό αναγνωρίσεως που την νομιμοποιούσε να εισπράξει το κέρδος», εάν κολλούσε στο πιστοποιούν την αξίωσή της επί του δώρου έγγραφο ένα κουπόνι με τον αριθμό αναγνωρίσεως και το επέστρεφε, εντός επτά ημερών στην εταιρία Schlank & Schick. Από την ειδοποίηση περί κέρδους προέκυπτε επίσης ότι για το δικαίωμα επί του δώρου δεν αποτελούσε προϋπόθεση η παραγγελία εμπορεύματος. Η R. Ilsinger κόλλησε το κουπόνι με τον αριθμό αναγνωρίσεως επί του πιστοποιούντος την αξίωσή της επί του δώρου εγγράφου και το επέστρεψε στην εταιρία Schlank & Schick.

13.      Επειδή δεν έλαβε το δώρο από την εν λόγω εταιρία, η R. Ilsinger άσκησε, τον Σεπτέμβριο του 2002, ενώπιον του Landesgericht St. Pölten, δικαστηρίου του τόπου κατοικίας της, αγωγή κατά της εταιρίας επικαλούμενη το άρθρο 5j του αυστριακού νόμου για την προστασία των καταναλωτών, σε συνδυασμό με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, προκειμένου να της παραδοθεί το δώρο. Στο πλαίσιο της εν λόγω ένδικης διαδικασίας, η εταιρία Schlank & Schick αντέταξε την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του αυστριακού δικαστηρίου. Με διάταξη της 15ης Ιουνίου 2004, το Landesgericht St. Pölten απέρριψε, ταυτοχρόνως, την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας και το αίτημα της ενάγουσας της κύριας δίκης.

14.      Αμφότεροι οι διάδικοι της κύριας δίκης άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως του Landesgericht St. Pölten ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Oberlandesgericht Wien. Το δικαστήριο αυτό επιβεβαιώνει με τη διάταξη περί παραπομπής ότι, με τη σχετική προς το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών νομολογία του, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου αυτού είναι η σύναψη συμβάσεως για την αγοραπωλησία ενσώματου κινητού ή συμβάσεως παροχής υπηρεσιών. Πάντως, κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 έχει ευρύτερο περιεχόμενο σε σχέση με το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Κατά συνέπεια, το δικαστήριο αυτό διερωτάται αν η ερμηνεία που διαμόρφωσε το Δικαστήριο για το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών ισχύει και για το άρθρο 15 του κανονισμού. Το αιτούν δικαστήριο τονίζει επίσης ότι τα αυστριακά δικαστήρια δεν μπορούν να έχουν δικαιοδοσία κατά το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 44/2001, μολονότι η διάταξη αυτή δεν απαιτεί τη σύναψη συμβάσεως, διότι, τόσο κατά το αυστριακό όσο και κατά το γερμανικό δίκαιο, η μόνιμη διαμονή του οφειλέτη, δηλαδή η Γερμανία, συνιστά τον τόπο εκπληρώσεως των χρηματικών οφειλών.

15.      Από τα πραγματικά στοιχεία που παρέχει το αιτούν δικαστήριο δεν προκύπτει σαφώς αν η R. Ilsinger, με την επιστροφή του πιστοποιούντος την αξίωσή της επί του δώρου εγγράφου, προέβη και σε παραγγελία υπό δοκιμή. Η R. Ilsinger ισχυρίζεται ότι το έπραξε, αλλά η εταιρία Schlank & Schick αμφισβητεί την ορθότητα του ισχυρισμού αυτού και υποστηρίζει ότι δεν έλαβε καμία παραγγελία εκ μέρους της R. Ilsinger. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, στο σκεπτικό της διατάξεως με την οποία απέρριψε την ένσταση περί ελλείψεως δικαιοδοσίας και το αίτημα της R. Ilsinger, το Landesgericht St. Pölten ανέφερε ότι προϋπόθεση για τη χορήγηση του δώρου δεν ήταν η παραγγελία προϊόντων και ότι, συναφώς, δεν ασκούσε επιρροή το αν η R. Ilsinger είχε πραγματοποιήσει παραγγελία υπό δοκιμή απαιτώντας ταυτόχρονα να της χορηγηθεί το δώρο.

16.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο, με διάταξη της 29ης Μαρτίου 2006, ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 68 ΕΚ και 234 ΕΚ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αποτελεί, από απόψεως του κανονισμού […] 44/2001 […], το δικαίωμα ασκήσεως αγωγής που παρέχεται στους καταναλωτές βάσει του άρθρου 5 j […] του KSchG […], κατά το οποίο οι καταναλωτές μπορούν να διεκδικούν δικαστικώς από τις επιχειρήσεις το δώρο που κατά τα φαινόμενα έχουν κερδίσει, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές υπόσχονται (ή υποσχέθηκαν) χρηματικό δώρο σε συγκεκριμένο καταναλωτή ή απευθύνουν (ή απηύθυναν) σ’ αυτόν άλλα παρεμφερή μηνύματα κατά τρόπο δυνάμενο να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο καταναλωτής κέρδισε δώρο, χωρίς η χορήγηση του δώρου αυτού να εξαρτάται από παραγγελία εμπορευμάτων ή παραγγελία προς δοκιμή και εφόσον δεν υπήρξε παραγγελία, αλλά ο αποδέκτης της υποσχέσεως απαιτεί τη χορήγηση του δώρου, […] αξίωση στηριζόμενη σε σύμβαση ή εξομοιούμενη προς αξίωση αυτού του είδους, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του [εν λόγω] κανονισμού […];

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

2)      Υφίσταται αξίωση εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού […] 44/2001, οσάκις η αξίωση καταβολής του χρηματικού δώρου δεν προϋποθέτει βεβαίως την παραγγελία εμπορευμάτων, πλην όμως ο αποδέκτης της υποσχέσεως παρήγγειλε εμπορεύματα;»

IV – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

17.      Η διάταξη περί παραπομπής περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Απριλίου 2006. Κατά την έγγραφη διαδικασία, παρατηρήσεις υπέβαλαν η Αυστριακή, η Τσεχική, η Ισπανική, η Ιταλική και η Σλοβενική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Ιουλίου 2008, ο εκπρόσωπος του συνδίκου πτωχεύσεως της εταιρίας Schlank & Schick και η Αυστριακή, η Τσεχική και η Ισπανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή υπέβαλαν προφορικές παρατηρήσεις και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου.

V –    Τα επιχειρήματα των διαδίκων

 Α –     Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα

18.      Όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, τα επιχειρήματα μπορούν σε γενικές γραμμές να καταταγούν σε δύο κατηγορίες. Ορισμένοι από τους μετέχοντες στη διαδικασία υποστηρίζουν ότι η αξίωση που οι καταναλωτές αντλούν από το άρθρο 5j του αυστριακού νόμου για την προστασία των καταναλωτών δεν είναι αξίωση που συνδέεται με σύμβαση υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001· αντιθέτως, άλλοι φρονούν ότι η αξίωση που οι καταναλωτές αντλούν από τον αυστριακό νόμο είναι αξίωση που συνδέεται με σύμβαση βάσει του κανονισμού 44/2001. Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή υποστήριξε την πρώτη άποψη, αλλά, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ισχυρίστηκε ότι και η δεύτερη άποψη μπορεί να γίνει δεκτή.

19.      Κατά τη γνώμη της Επιτροπής που διατυπώθηκε στις γραπτές παρατηρήσεις της, της Σλοβενικής Κυβερνήσεως και του εκπροσώπου του συνδίκου πτωχεύσεως της εταιρίας Schlank & Schick, το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί όπως το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, μολονότι οι δύο διατάξεις δεν έχουν απολύτως ταυτόσημη διατύπωση.

20.      Με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, η Επιτροπή και η Σλοβενική Κυβέρνηση επισημαίνουν αμφότερες ότι τούτο προκύπτει, αν μη τι άλλο, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 15 του κανονισμού 44/2001, διότι τόσον η εισαγωγική πρόταση της παραγράφου 1 όσο και το στοιχείο γ΄ της παραγράφου αυτής αναφέρονται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καταναλωτής συνάπτει σύμβαση με άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών αναφέρεται, πράγματι, μόνο στις συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών ή την προμήθεια ενσώματων κινητών, ενώ το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 εφαρμόζεται και «σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε με πρόσωπο το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες». Πάντως, ακόμη και στις άλλες περιπτώσεις του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του εν λόγω κανονισμού, η σύμβαση πρέπει να έχει συναφθεί μεταξύ καταναλωτή και άλλου αντισυμβαλλομένου. Με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, τόσον η Επιτροπή όσο και η Σλοβενική Κυβέρνηση αναφέρονται στην άποψη που υποστήριξε ο γενικός εισαγγελέας Α. Tizzano, ως προς το ζήτημα αυτό, με τις προτάσεις του στην υπόθεση Kapferer (8), στο σημείο 54 των οποίων επισήμανε ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε το άρθρο 15 του κανονισμού 44/2001 αφορούσαν αποκλειστικά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής των διατάξεων που διέπουν τις συμβάσεις καταναλωτών και ότι ουδαμώς τροποποίησαν την προϋπόθεση ότι πρέπει να έχει συναφθεί σύμβαση.

21.      Ο εκπρόσωπος του συνδίκου πτωχεύσεως τηςεταιρίας Schlank & Schick ισχυρίστηκε επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι συμμερίζεται τη γνώμη που ο γενικός εισαγγελέας A. Tizzano ανέπτυξε με τις προτάσεις του στην υπόθεση Kapferer. Παρατήρησε ότι, σε σχέση με το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, η διατύπωση του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 είχε τροποποιηθεί ώστε να περιληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της και οι συμβάσεις που συνάπτονται μέσω διαδικτύου. Κατά τον εκπρόσωπο, το εν λόγω άρθρο του κανονισμού αφορά αποκλειστικά τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, στο πλαίσιο των οποίων αμφότερα τα μέρη αναλαμβάνουν υποχρεώσεις. Επισήμανε ότι, όταν ο καταναλωτής δεν ανελάμβανε καμία δέσμευση, δεν ήταν αναγκαίο να διαθέτει τη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής εντός του κράτους μέλους στο οποίο είχε την κατοικία του.

22.      Αντιθέτως, η Αυστριακή, η Ισπανική, η Ιταλική και η Τσεχική Κυβέρνηση φρονούν ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο διαφορετικό από το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών· και η Επιτροπή υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι μπορούσε να γίνει δεκτή και διαφορετική ερμηνεία του εν λόγω άρθρου του κανονισμού.

23.      Η Αυστριακή Κυβέρνηση επισημαίνει ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 έχει σαφώς ευρύτερη διατύπωση από αυτή του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Φρονεί ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 δεν περιορίζεται απλώς σε συγκεκριμένες κατηγορίες συμβάσεων, αλλά εφαρμόζεται αντιθέτως σε όλες τις κατηγορίες συμβάσεων που συνάπτουν οι καταναλωτές «σε όλες τις άλλες περιπτώσεις». Η μονομερής υπόσχεση κέρδους την οποία αποδέχεται ο καταναλωτής συνιστά άλλη περίπτωση, πράγμα το οποίο καταλήγει σε συμβατική σχέση, στο πλαίσιο της οποίας ο καταναλωτής δεν υπέχει υποχρεώσεις. Προς στήριξη της γνώμης αυτής, η Αυστριακή Κυβέρνηση προβάλλει το επιχείρημα ότι η εισαγωγική πρόταση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 είναι διατυπωμένη κατά το πρότυπο του άρθρου 5, σημείο 1, του ιδίου κανονισμού, πράγμα το οποίο καταδεικνύει ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 είναι ευρύτερο.

24.      Η Τσεχική Κυβέρνηση φρονεί ομοίως ότι η μονομερής υπόσχεση κέρδους πρέπει να ερμηνευθεί ως προσφορά και η απαίτηση χορηγήσεως του κέρδους αυτού ως η αποδοχή της προσφοράς. Με τον τρόπο αυτόν, γεννάται σχέση συμβατικής φύσεως, η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως σύναψη συμβάσεως.

25.      Ομοίως, η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η υπόσχεση κέρδους την οποία αποδέχθηκε η R. Ilsinger, επιστρέφοντας στην εταιρία Schlank & Schick το πιστοποιούν την αξίωση επί του δώρου έγγραφο με το κουπόνι που έχει κολληθεί επ’ αυτού, συνιστά σύμβαση καταναλωτή υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001. Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, μπορεί να πρόκειται για σύναψη συμβάσεως υπό την έννοια του άρθρου αυτού καθόσον ένα μέρος μόνον αναλαμβάνει υποχρεώσεις με τη σύμβαση.

26.      Προς στήριξη των παρατηρήσεών της, η Ισπανική Κυβέρνηση επικαλείται τέσσερα επιχειρήματα. Πρώτον, παρατηρεί ότι το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 διαφέρει από το γράμμα του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Δεύτερον, επισημαίνει ότι μόνον η διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 μπορεί να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας στον καταναλωτή, ο οποίος είναι το πλέον αδύνατο συμβαλλόμενο μέρος. Τρίτον, πρέπει, κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, να ληφθεί υπόψη η σχέση μεταξύ της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων και του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόζουν τα δικαστήρια αυτά. Η προστασία του καταναλωτή απαιτεί να εξασφαλισθεί ότι έχουν εφαρμογή στην περίπτωσή του οι διατάξεις του κράτους μέλους της κατοικίας του. Τέλος, η Ισπανική Κυβέρνηση φρονεί ότι η εφαρμογή του άρθρου 15 του κανονισμού 44/2001 δεν έχει πάντοτε ως συνέπεια την αναγνώριση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του καταναλωτή.

27.      Πάντως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή εξέθεσε ότι, λαμβανομένης υπόψη της απαιτήσεως υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, θεωρούσε ότι είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι, σε περίπτωση υποσχέσεως κέρδους προς καταναλωτή την οποία αυτός αποδέχεται, συνάπτεται σύμβαση καταναλωτή και, κατά συνέπεια, ότι η δικαιοδοσία καθορίζεται βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001. Παρατήρησε ότι τα τελευταία αυτά έτη, η πρακτική που συνίστατο στην αποστολή υποσχέσεων κέρδους στον καταναλωτή είχε διευρυνθεί αισθητώς και ότι πολλές εταιρίες είχαν μεταφέρει την έδρα τους σε άλλα κράτη μέλη για να αποφύγουν με τον τρόπο αυτόν τις ενδεχόμενες αγωγές των καταναλωτών, οι οποίοι δεν θα επιθυμούσαν να ασκήσουν αγωγές εντός άλλου κράτους μέλους. Επισήμανε επίσης ότι η γνώμη αυτή δεν ήταν αντίθετη προς αυτή του γενικού εισαγγελέα A. Tizzano στην υπόθεση Kapferer. Πράγματι, στην υπόθεση εκείνη, η σύμβαση καταναλωτή δεν είχε συναφθεί επειδή ο καταναλωτής δεν είχε δεχθεί τους όρους που είχαν τεθεί με την περιλαμβάνουσα την υπόσχεση κέρδους ανακοίνωση, εφόσον δεν είχε πραγματοποιήσει παραγγελία υπό δοκιμή χωρίς δέσμευση, η οποία αποτελούσε προϋπόθεση για τη χορήγηση του δώρου.

 Β –     Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

28.      Όσον αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, οι μετέχοντες στη διαδικασία –με την εξαίρεση του συνδίκου πτωχεύσεως της εταιρίας Schlank & Schick– συμφωνούν ως προς το ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να δώσει θετική απάντηση. Η Επιτροπή, καθώς και η Σλοβενική και η Τσεχική Κυβέρνηση επισημαίνουν ότι, ήδη με την υπόθεση Gabriel (9), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η δικαιοδοσία ως προς τις διαφορές σχετικά με υπόσχεση χρηματικού κέρδους θα πρέπει να κριθεί κατά τους ίδιους κανόνες βάσει των οποίων κρίνεται η δικαιοδοσία ως προς τις διαφορές που αφορούν συμβάσεις πωλήσεως ενσώματων κινητών τα οποία ο καταναλωτής είχε παραγγείλει στον πωλητή που υποσχέθηκε το κέρδος. Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, υφίσταται αδιάρρηκτος δεσμός μεταξύ της υποσχέσεως κέρδους και της παραγγελίας προϊόντος, διότι ο καταναλωτής παρήγγειλε το προϊόν λόγω της υποσχέσεως κέρδους του οποίου η αξία υπερβαίνει αισθητώς την αξία του παραγγελθέντος προϊόντος. Επιπλέον, η Ισπανική και η Ιταλική Κυβέρνηση επισημαίνουν ότι, με την απόφαση Besix (10), το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι αναγκαίο να αποφεύγεται η αύξηση των αρμοδίων δικαστηρίων όσον αφορά διαφορές σχετικές με την ίδια έννομη σχέση ή σχετικές με πλείονες έννομες σχέσεις που συνδέονται στενά μεταξύ τους. Λαμβανομένης υπόψη της επικουρικής φύσεως του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, η Αυστριακή Κυβέρνηση δεν δίνει ιδιαίτερη απάντηση στο ερώτημα αυτό.

29.      Ο εκπρόσωπος του συνδίκου πτωχεύσεως της εταιρίας Schlank & Schick εξέφρασε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την άποψη ότι, ακόμη και αν ο καταναλωτής είχε παραγγείλει προϊόν, μολονότι η παραγγελία του προϊόντος αυτού δεν αποτελούσε προϋπόθεση της χορηγήσεως του κέρδους, η δικαιοδοσία του δικαστηρίου δεν θα έπρεπε να καθοριστεί βάσει του τόπου κατοικίας του καταναλωτή, διότι η προστασία του καταναλωτή δεν σκοπούσε να παράσχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα πλουτισμού δια της δικαστικής επιδιώξεως της χορηγήσεως του κέρδους.

VI – Η εκτίμηση της γενικής εισαγγελέα

 Α –     Εισαγωγή

30.      Με τα προδικαστικά ερωτήματα το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία των διατάξεων του κανονισμού 44/2001 που αφορούν τη διεθνή δικαιοδοσία στις υποθέσεις σχετικά με τις συμβάσεις καταναλωτών. Οι διατάξεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας στον τομέα των συμβάσεων καταναλωτών συνιστούν παρέκκλιση από τη γενική αρχή καθορισμού της δικαιοδοσίας actor sequitur forum rei, την οποία θέτει το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 και κατά την οποία τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους. Όπως προκύπτει από τη δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, δεδομένου ότι ο καταναλωτής είναι το πλέον αδύναμο μέρος στις συμβάσεις καταναλωτών, πρέπει να προστατεύεται με ευνοϊκότερους για τα συμφέροντά του κανόνες δικαιοδοσίας απ’ ό,τι είναι οι γενικοί κανόνες. Κατά την ερμηνεία όμως των κανόνων ειδικής δικαιοδοσίας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι οι εν λόγω κανόνες χρήζουν στενής ερμηνείας, η οποία δεν μπορεί να βαίνει πέραν των περιπτώσεων που ρυθμίζει ρητώς ο κανονισμός 44/2001 (11).

31.      Με το πρώτο προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αξίωση βάσει της οποίας ο καταναλωτής μπορεί να απαιτήσει δικαστικώς από μια εταιρία πωλήσεων δι’ αλληλογραφίας εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος να του χορηγήσει δώρο το οποίο υποτίθεται ότι κέρδισε είναι αξίωση που συνδέεται με σύμβαση υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001, χωρίς η χορήγηση του δώρου να εξαρτάται από την εκ μέρους του καταναλωτή παραγγελία προϊόντων και χωρίς ο καταναλωτής να έχει προβεί στην παραγγελία προϊόντων. Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η αξίωση του καταναλωτή για τη χορήγηση του δώρου είναι αξίωση που συνδέεται με σύμβαση υπό την έννοια του εν λόγω άρθρου όταν η αξίωση επί του δώρου δεν εξαρτάται βεβαίως από την παραγγελία προϊόντων, πλην όμως ο καταναλωτής προέβη σε παραγγελία προϊόντων.

32.      Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, πρέπει να διευκρινιστεί ότι από τη διάταξη περί παραπομπής δεν προκύπτει σαφώς αν η R. Ilsinger όντως προέβη σε παραγγελία προϊόντων στην εταιρία Schlank & Schick. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στήριξε την απόφασή του στο γεγονός ότι η επί του κέρδους αξίωση δεν είχε ως προϋπόθεση την παραγγελία προϊόντων και ότι, κατά συνέπεια, δεν θεώρησε σημαντικό το ζήτημα αν η R. Ilsinger είχε προβεί σε παραγγελία προϊόντων στην εταιρία αυτή. Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει το προδικαστικό του ερώτημα τόσο για την περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής προέβη σε παραγγελία προϊόντων όσο και για την περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής δεν προέβη σε παραγγελία.

 Β –     Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα

33.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η αξίωση που στηρίζεται στο άρθρο 5j του αυστριακού νόμου για την προστασία των καταναλωτών είναι αξίωση συνδεόμενη με σύμβαση υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001. Γνωρίζοντας ότι, στο πλαίσιο προδικαστικών ερωτημάτων, το Δικαστήριο περιορίζεται στην ερμηνεία των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου για να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τις κατευθύνσεις που πρέπει να ακολουθήσει στην υπόθεση της κύριας δίκης (12), το πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής:

Πρέπει το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αξίωση βάσει της οποίας οι καταναλωτές μπορούν, κατ’ εφαρμογήν του δικαίου του κράτους μέλους της κατοικίας τους, να επιδιώξουν δικαστικά, κατά των εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος επιχειρήσεων, το δώρο που φαινομενικά κέρδισαν, όταν οι εταιρίες αυτές απευθύνουν υπόσχεση περί κέρδους ή άλλες παρόμοιες ανακοινώσεις σε συγκεκριμένους καταναλωτές και δημιουργούν την εντύπωση, λόγω της μορφής αυτών, ότι ο καταναλωτής κέρδισε συγκεκριμένο δώρο, χωρίς να εξαρτάται η χορήγηση του δώρου από παραγγελία προϊόντων ή έστω από παραγγελία υπό δοκιμή και χωρίς να πραγματοποιήθηκε παραγγελία προϊόντων, όμως ο αποδέκτης της ανακοινώσεως ζητεί τη χορήγηση του δώρου, είναι αξίωση που συνδέεται με σύμβαση υπό την έννοια του άρθρου αυτού του εν λόγω κανονισμού;

34.      Τρεις προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται προκειμένου η δικαιοδοσία να καθορίζεται βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 (13). Πρώτον, ο καταναλωτής πρέπει να είναι ιδιώτης, ο οποίος δεν ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα· δεύτερον, η αξίωση πρέπει να συνδέεται με σύμβαση καταναλωτή συναφθείσα μεταξύ του καταναλωτή και προσώπου που ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες· και, τρίτον, το πρόσωπο που ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες πρέπει να τις ασκεί εντός του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί ο καταναλωτής, ή να τις κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσο σ’ αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους, και η σύμβαση αυτή πρέπει να εμπίπτει στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων αυτών.

35.      Η πρώτη και η τρίτη προϋπόθεση συντρέχουν στην υπό κρίση υπόθεση. Η R. Ilsinger έχει αναμφιβόλως την ιδιότητα του καταναλωτή υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001· στην παρούσα έννομη σχέση είναι ιδιώτης που δεν ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα. Ομοίως, η εταιρία Schlank & Schick ασκεί εμπορική δραστηριότητα την οποία κατευθύνει, μέσω πωλήσεων δι’ αλληλογραφίας, προς το κράτος μέλος όπου η R. Ilsinger έχει την κατοικία της. Επιπλέον, μπορεί να θεωρηθεί ότι η υπόσχεση κέρδους που δόθηκε στον καταναλωτή εμπίπτει στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής, διότι, με την υπόσχεση αυτή, η εταιρία Schlank & Schick επιχειρεί να παρακινήσει τον καταναλωτή να αγοράσει ένα προϊόν. Πάντως, στην παρούσα υπόθεση αμφισβητείται το κατά πόσον πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή το κατά πόσον η αξίωση συνδέεται με σύμβαση καταναλωτή συναφθείσα μεταξύ της R. Ilsinger και της εταιρίας Schlank & Schick. Ο καθορισμός του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για να αποφανθεί επί της αξιώσεως του καταναλωτή να του χορηγηθεί το δώρο που φαινομενικά υποσχέθηκε ο πωλητής εξαρτάται από τη διαπίστωση ως προς το αν, στην παρούσα υπόθεση, η υπόσχεση κέρδους προς τον καταναλωτή είχε ως συνέπεια τη σύναψη συμβάσεως καταναλωτή.

36.      Όσον αφορά το ζήτημα της δικαιοδοσίας στην περίπτωση της αξιώσεως χορηγήσεως του κέρδους που ο πωλητής φαινομενικά υποσχέθηκε στον καταναλωτή, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί μόνο στο πλαίσιο της Συμβάσεως των Βρυξελλών, αλλά δεν έχει ακόμη αντιμετωπίσει το ζήτημα αυτό στο πλαίσιο του κανονισμού 44/2001 (14). Ερμηνεύοντας το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το Δικαστήριο έχει απαντήσει με τη νομολογία του, τούτο δε στην υπόθεση Engler (15), σε προδικαστικό ερώτημα παρεμφερές προς το πρώτο ερώτημα που υποβλήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως. Στην υπόθεση Engler, το Δικαστήριο έκρινε ότι το προαναφερθέν άρθρο της Συμβάσεως των Βρυξελλών δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία είχε αποσταλεί στον καταναλωτή επιστολή με την οποία δόθηκε υπόσχεση κέρδους και ο καταναλωτής είχε απαιτήσει τη χορήγηση του κέρδους αυτού χωρίς να έχει συνάψει με τον πωλητή σύμβαση προμήθειας αγαθών ή παροχής υπηρεσιών. Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο τόνισε ότι, στην περίπτωση αυτή, «το διάβημα [του πωλητή] δεν ακολούθησε η σύναψη συμβάσεως μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία πωλητή σχετικά με ένα από τα ειδικά αντικείμενα που αφορά η εν λόγω διάταξη και στο πλαίσιο της οποίας τα μέρη ανέλαβαν εκατέρωθεν δεσμεύσεις» (16). Κατά το Δικαστήριο, η διαπίστωση αυτή δεν μπορούσε να αποδυναμωθεί ούτε από το αντικείμενο της διατάξεως αυτής, δηλαδή την προστασία του καταναλωτή που θεωρείται ως το αδύναμο μέρος της συμβάσεως, ούτε από το γεγονός ότι ο πωλητής είχε απευθύνει στον καταναλωτή ανακοίνωση για παραγγελία υπό δοκιμή, με την οποία επιθυμούσε να τον παρακινήσει να παραγγείλει προϊόντα (17).

37.      Κατά συνέπεια, στην υπόθεση Ilsinger, πρέπει να εξετασθεί αν επιβάλλεται να διασφαλιστεί η συνέχεια μεταξύ των δύο αυτών νομικών πράξεων, επομένως, αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί κατά τον ίδιο τρόπο με το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών ή αν –λαμβανομένης υπόψη της εν μέρει διαφορετικής διατυπώσεώς του– το άρθρο αυτό πρέπει να ερμηνευθεί διαφορετικά. Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι, κατά την ερμηνεία του κανονισμού 44/2001, ο οποίος αντικατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών από την 1η Μαρτίου 2002 (18), πρέπει γενικώς να λαμβάνεται ως αφετηρία η αρχή της συνέχειας. Πράγματι, από τη δέκατη ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001 συνάγεται ότι είναι αναγκαίο να διασφαλισθεί η συνέχεια μεταξύ της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του εν λόγω κανονισμού, η συνέχεια δε αυτή ισχύει και προκειμένου για την ερμηνεία του Δικαστηρίου όσον αφορά τη Σύμβαση των Βρυξελλών. Στη νομολογία του, το Δικαστήριο έχει ακολουθήσει την εν λόγω αρχή της συνέχειας στο πλαίσιο της ερμηνείας του κανονισμού 44/2001 (19). Όταν όμως συνέτρεχαν βάσιμοι λόγοι και το κείμενο του κανονισμού 44/2001 διέφερε ουσιαστικά από τη Σύμβαση των Βρυξελλών, το Δικαστήριο παρέκκλινε από την αρχή αυτή και ερμήνευσε τον κανονισμό κατά διαφορετικό τρόπο (20). Επομένως, στην υπόθεση Ilsinger, πρέπει να εξετασθεί αν η διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 σε σχέση με το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, σε συνδυασμό με την απαίτηση διασφαλίσεως υψηλότερου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, δικαιολογεί τη διαφορετική ερμηνεία του εν λόγω άρθρου του κανονισμού.

1.      Η σύναψη συμβάσεως καταναλωτή ως προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001

38.      Για την ανάλυση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, πρέπει, κατ’ αρχάς, να ληφθεί υπόψη ότι το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 διαφέρει από το γράμμα του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Στις εισαγωγικές προτάσεις του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, αντιστοίχως, αναφέρεται ότι η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από το τμήμα σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία «[σ]ε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή […]» (κατά το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, «[σ]ε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα αυτού που τις καταρτίζει και που αποκαλείται στη συνέχεια “καταναλωτής”»). Όμως, το γράμμα του στοιχείου γ΄ του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 είναι ευρύτερο από αυτό του σημείου 3 του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Κατά τη διάταξη αυτή, η δικαιοδοσία καθορίζεται από το σχετικό με τις συμβάσεις καταναλωτή τμήμα όταν πρόκειται, ιδίως, «για κάθε άλλη σύμβαση που έχει ως αντικείμενο παροχή υπηρεσιών ή προμήθεια ενσωμάτων κινητών». Το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 ορίζει, αντιθέτως, ότι η δικαιοδοσία καθορίζεται από το τμήμα αυτό «σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε» με πρόσωπο το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ’ αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων. Ενώ το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών περιορίζεται μόνο στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ή προμήθειας ενσώματων κινητών, το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 αφορά όλες τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί ανάμεσα στον καταναλωτή και στον άλλο αντισυμβαλλόμενο, υπό τις συνθήκες που θέτει το άρθρο αυτό.

39.      Όπως προκύπτει από την έκθεση των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού 44/2001, το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού αυτού τροποποιήθηκε σε σχέση με το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών πρωτίστως για να περιληφθούν στο πεδίο εφαρμογής του οι συμβάσεις που συνάπτονται μέσω του διαδικτύου (21). Για τον λόγο αυτόν, το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 τροποποιήθηκε έτσι ώστε να περιλάβει και τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η σύμβαση συνάπτεται με πρόσωπο το οποίο κατευθύνει την εμπορική ή επαγγελματική του δραστηριότητα προς το κράτος μέλος στο οποίο έχει την κατοικία του ο καταναλωτής (22). Πάντως, το άρθρο αυτό έχει εφαρμογή και όταν το πρόσωπο ασκεί εμπορική ή επαγγελματική δραστηριότητα στο κράτος μέλος στο οποίο κατοικεί ο καταναλωτής. Υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, το άρθρο αυτό έχει εφαρμογή, για παράδειγμα, και στις καλούμενες «συμβάσεις στο συνολικό τίμημα των οποίων περιλαμβάνεται ο συνδυασμός δαπανών ταξιδίου και καταλύματος [συμβάσεις οργανωμένων ταξιδιών]» (23), στις συμφωνίες κηδεμονίας (24) και σε άλλες συμβάσεις (25).

40.      Διευρύνοντας το γράμμα της διατάξεως, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν είχε, κατά τη γνώμη μου, την πρόθεση να περιορίσει το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 μόνο στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις (contractus bilaterales aequales)· αντιθέτως, η πρόθεσή του ήταν να επεκτείνει την εφαρμογή του άρθρου αυτού σε όλες τις συμβάσεις καταναλωτών. Προς στήριξη της απόψεως αυτής, είναι δυνατό να προβληθούν τρία επιχειρήματα. Πρώτον, από το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 συνάγεται ότι μια σύμβαση καταναλωτή είναι αυτή που «καταρτίζεται από ένα πρόσωπο, τον καταναλωτή, για σκοπό που μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που την καταρτίζει». Επομένως, οι συμβάσεις καταναλωτή ορίζονται σε σχέση με τους συμβαλλομένους και όχι βάσει του περιεχομένου τους ή των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών. Δεύτερον, το στοιχείο γ΄ του άρθρου αυτού ορίζει ρητώς ότι το άρθρο αυτό εφαρμόζεται «σε όλες τις άλλες περιπτώσεις» όταν η σύμβαση συνήφθη κατά τους όρους που απαριθμούνται στο σημείο αυτό. Εάν ο κοινοτικός νομοθέτης είχε την πρόθεση να περιορίσει την εφαρμογή αυτού του σημείου της διατάξεως μόνο στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, θα είχε καταστήσει σαφές, χρησιμοποιώντας πρόσφορη ορολογία, ότι το σημείο αυτό έχει εφαρμογή μόνο στις προβλεπόμενες περιπτώσεις. Πάντως, εφόσον ο κοινοτικός νομοθέτης χρησιμοποίησε τη γενική έννοια της «συμβάσεως», πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στην έννοια αυτή όλες οι κατηγορίες συμβάσεων (26). Τρίτον, αν η εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, περιοριζόταν μόνο στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, θα αποκλειόταν με τον τρόπο αυτόν η εφαρμογή του άρθρου αυτού σε ορισμένες συμβάσεις οι οποίες δεσμεύουν μόνον ένα συμβαλλόμενο μέρος, για παράδειγμα η σύμβαση της εγγυήσεως την οποία συνάπτει ο καταναλωτής και δυνάμει της οποίας εγγυάται την εκπλήρωση των οφειλών άλλου καταναλωτή (27) ή η σύμβαση εγγυήσεως που συνάπτεται με άλλον καταναλωτή.

41.      Όσον αφορά το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το Δικαστήριο έκρινε βεβαίως ότι η διάταξη αυτή είχε εφαρμογή «εφόσον, […] η αξίωση συνδ[εόταν] με σύμβαση συναφθείσα μεταξύ του καταναλωτή αυτού και του επαγγελματία πωλητή, με αντικείμενο την παροχή ενσώματων κινητών ή υπηρεσιών και ε[ίχε] γεννήσει αμοιβαίες και αλληλεξαρτώμενες υποχρεώσεις μεταξύ των δύο αντισυμβαλλομένων» (28). Όμως, πρέπει να ληφθεί υπόψη συναφώς το γεγονός ότι τόσον η σύμβαση προμήθειας ενσώματων κινητών όσο και η σύμβαση παροχής υπηρεσιών, στις οποίες περιοριζόταν το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, είναι αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. Φρονώ, κατά συνέπεια, ότι το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας το εν λόγω άρθρο, διευκρίνισε απλώς, κάνοντας μνεία του αμφοτεροβαρούς χαρακτήρα, in abstracto τις ιδιομορφίες των συμβάσεων προμήθειας ενσώματων κινητών και παροχής υπηρεσιών. Επομένως, νομίζω ότι το επιχείρημα σχετικά με τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις δεν μπορεί να προβληθεί και για την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001.

42.      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Α. Tizzano με τις προτάσεις του στην υπόθεση Kapferer, όσον αφορά τον καθορισμό της δικαιοδοσίας για τις συμβάσεις καταναλωτή, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών και το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 εφαρμόζονται μόνον όταν έχει καταρτισθεί σύμβαση μεταξύ ενός καταναλωτή και ενός επαγγελματία (29). Θα πρέπει να συμφωνήσω με τον γενικό εισαγγελέα ως προς το γεγονός ότι οι τροποποιήσεις του άρθρου 15 του κανονισμού 44/2001 ουδόλως επηρεάζουν την απαίτηση να έχει συναφθεί σύμβαση (30) ως προϋπόθεση εφαρμογής του εν λόγω άρθρου. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας, οι τροποποιήσεις του άρθρου 15 του κανονισμού 44/2001 αφορούν αποκλειστικά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με τις συμβάσεις καταναλωτή (31), πράγμα το οποίο σημαίνει ότι αφορούν μεγαλύτερο αριθμό συμβάσεων καταναλωτή. Στην υπόθεση εκείνη, ο γενικός εισαγγελέας υποστήριξε βεβαίως ότι η ερμηνεία του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών στην οποία προέβη το Δικαστήριο στην υπόθεση Engler έπρεπε να μεταφερθεί στην ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 και επισήμανε ότι, στην υπόθεση Kapferer, δεν είχε συναφθεί καμία σύμβαση καταναλωτή. Όμως, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η επί του κέρδους αξίωση στην υπόθεση Kapferer εξηρτάτο από την παραγγελία προϊόντων (32) και, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν είχε καταστεί στην υπόθεση εκείνη δυνατό να καθοριστεί με βεβαιότητα αν είχε γίνει παραγγελία προϊόντων, ο γενικός εισαγγελέας υποστήριξε ότι δεν συνήφθη σύμβαση προμήθειας ενσώματων κινητών.

43.      Επειδή στο πλαίσιο του άρθρου 15 του κανονισμού 44/2001 απαιτείται να έχει συναφθεί σύμβαση, δεν μπορεί στην παρούσα υπόθεση να προβληθεί το επιχείρημα στο οποίο στηρίζεται η Αυστριακή Κυβέρνηση, ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνευθεί κατά τον ίδιο τρόπο με το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού (33), εφόσον η εισαγωγική πρόταση του άρθρου 15, παράγραφος 1, έχει διατυπωθεί κατά το πρότυπο του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο α΄. Σε αντιδιαστολή προς το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 44/2001, το άρθρο 15, παράγραφος 1, απαιτεί τη σύναψη συμβάσεως σε κάθε περίπτωση, πράγμα που συνιστά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο άρθρων. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν είναι δυνατό να εφαρμοστεί το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού και όταν δεν έχει συναφθεί καμία σύμβαση (34). Επιπλέον, πρέπει να τονισθεί ότι από την ανάλυση των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων των δύο άρθρων του εν λόγω κανονισμού συνάγεται ότι –ανεξαρτήτως της απαιτήσεως συνάψεως συμβάσεως κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1– τα δύο αυτά άρθρα έχουν διατυπωθεί κατά πανομοιότυπο τρόπο σε λίγες μόνο γλώσσες, ενώ, στην πλειονότητα των γλωσσικών αποδόσεων, η διατύπωση του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, είναι γενικότερη από αυτήν του άρθρου 15, παράγραφος 1. Τα δύο προπαρατεθέντα άρθρα έχουν συνταχθεί κατά άκρως πανομοιότυπο τρόπο στη γερμανική και στην αγγλική γλώσσα (35), ενώ, στην πλειονότητα των άλλων γλωσσών, χρησιμοποιείται στο μεν άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, μια ευρύτερη έννοια –οι «διαφορές εκ συμβάσεως»– ενώ στο άρθρο 15, παράγραφος 1, μια έννοια που αναφέρεται σε «συμβάσεις καταναλωτών» (36).

2.      Οι προϋποθέσεις συνάψεως συμβάσεων καταναλωτών

44.      Από την εισαγωγική πρόταση του άρθρου 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 προκύπτει ότι η σύμβαση καταναλωτών υπό την έννοια του κανονισμού αυτού είναι μια σύμβαση που συνάπτεται από ένα πρόσωπο, τον καταναλωτή, για σκοπό που μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική του δραστηριότητα. Όμως ο κανονισμός 44/2001 δεν ορίζει πότε έχει συναφθεί μια σύμβαση. Ούτε σε κοινοτικό επίπεδο υφίστανται δεσμευτικοί κανόνες αστικού δικαίου που καθορίζουν πότε και υπό ποίες προϋποθέσεις έχει συναφθεί μία σύμβαση.

45.      Παρά το γεγονός ότι ο κανονισμός 44/2001 δεν ορίζει τις προϋποθέσεις συνάψεως συμβάσεως, οι προϋποθέσεις αυτές μπορούν να συναχθούν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, mutatis mutandis, από ορισμένες πράξεις του παραγώγου κοινοτικού δικαίου καθώς και από έγγραφα ομάδων εμπειρογνωμόνων για το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων, λαμβανομένων υπόψη και των σχετικών θεωρητικών απόψεων στον τομέα αυτόν. Επομένως, θα εξετάσω τις γενικές προϋποθέσεις συνάψεως συμβάσεως στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου. Οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν a maiori ad minus και για τη σύναψη συμβάσεων καταναλωτών υπό την έννοια του κανονισμού 44/2001.

46.      Η μία από τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις της συνάψεως συμβάσεως στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου είναι ότι, βάσει προσφοράς και αποδοχής της προσφοράς αυτής, τα δύο μέρη καταλήγουν σε συμφωνία βουλήσεων για τη σύναψη συμβάσεως.

47.      Η απαίτηση της υπάρξεως προσφοράς και αποδοχής της προσφοράς αυτής, βάσει των οποίων τα μέρη καταλήγουν σε συμφωνία βουλήσεων ως αναγκαίο στοιχείο της συνάψεως συμβάσεως, προκύπτει, πρώτον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Πράγματι, με την απόφασή του Gabriel, το Δικαστήριο τόνισε ότι μεταξύ του καταναλωτή και του πωλητή είχε δημιουργηθεί μια σχέση συμβατικής φύσεως, εφόσον ο καταναλωτής είχε παραγγείλει προϊόντα στον πωλητή, δηλώνοντας έτσι την «αποδοχή της προτάσεως» (37) και ότι αυτή η «σύμπτωση βουλήσεων» μεταξύ των δύο μερών είχε γεννήσει υποχρεώσεις στο πλαίσιο συμβάσεως (38).

48.      Η απαίτηση υπάρξεως προσφοράς και αποδοχής της προσφοράς αυτής ως προϋπόθεση συνάψεως συμβάσεως απορρέει επίσης, εμμέσως, από ορισμένες οδηγίες σχετικές με το κοινοτικό δίκαιο προστασίας των καταναλωτών. Πράγματι, η οδηγία 97/7/EΚ, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (39), αναφέρεται σε «προσφορά» (40) και σε «αποδοχή της προσφοράς» (41). Στην οδηγία 2002/65/EΚ, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (42), ανευρίσκονται επίσης οι έννοιες της «προσφοράς» (43) και της «αποδοχής της προσφοράς» (44).

49.      Επιπλέον, από ένα έγγραφο εμπειρογνωμόνων που φέρει τον τίτλο «Draft Common Frame of Reference» (45) (σχέδιο κοινού πλαισίου αναφοράς, στο εξής: DCFR), το οποίο θα είναι ίσως στο μέλλον η αφετηρία ενιαίου συστήματος ευρωπαϊκού ιδιωτικού δικαίου, προκύπτει ότι η σύμβαση συνάπτεται εάν τα μέρη προτίθενται να συνδεθούν με δεσμευτική έννομη σχέση ή να επιτύχουν άλλο έννομο αποτέλεσμα και καταλήγουν σε επαρκή συμφωνία (άρθρο II.‑4:101) (46). Στο κεφάλαιο για τις συμβάσεις, το DCFR ρυθμίζει και την προσφορά (άρθρο II.-4:201) και την έννοια της προσφοράς (άρθρο II.‑4:204). Κατά το άρθρο II.-4:201, παράγραφος 1, υπάρχει προσφορά, πρώτον, εάν αυτή αποσκοπεί στη σύναψη συμβάσεως και το έτερο μέρος αποδέχεται την προσφορά και, δεύτερον, εάν περιέχει αρκούντως ακριβείς όρους για τη σύναψη της συμβάσεως (47). Κατά το άρθρο II.-4:204, παράγραφος 1, αποδοχή είναι κάθε δήλωση ή κάθε συμπεριφορά του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται η προσφορά με την οποία εκφράζει τη συμφωνία του όσον αφορά την προσφορά (48). Οι «Principles of European Contract Law» (49) (αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων, στο εξής: PECL) περιέχουν αντίστοιχες διατάξεις.

50.      Και οι θεωρητικοί που ασχολούνται με το ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων εκτιμούν ότι η σύμπτωση βουλήσεων είναι η πλέον σημαντική προϋπόθεση για να συναφθεί μια σύμβαση στο ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων, σύμπτωση η οποία επιτυγχάνεται με την προσφορά και την αποδοχή της προσφοράς αυτής (50). Υπό το πρίσμα του συγκριτικού δικαίου, η σύμπτωση των βουλήσεων για τη σύναψη συμβάσεως έχει επίσης μεγάλη σημασία στο δίκαιο πολλών κρατών μελών (51).

51.      Όσον αφορά τις προϋποθέσεις συνάψεως συμβάσεως, επισημαίνω επίσης ότι το ζήτημα κατά πόσον πραγματοποιήθηκε προσφορά εκτιμάται από την πλευρά εκείνου στον οποίον απευθύνθηκε η προσφορά. Πράγματι, από το DCFR προκύπτει, για παράδειγμα, ότι η πρόθεση του συμβαλλομένου να δεσμευθεί από μια υποχρεωτική έννομη σχέση ή να επιτύχει άλλο έννομο αποτέλεσμα καθορίζεται βάσει των δηλώσεων ή της συμπεριφοράς του μέρους αυτού, όπως ευλόγως τις αντιλήφθηκε ο αντισυμβαλλόμενος (άρθρο II.‑4:102) (52). Η άποψη αυτή υποστηρίζεται και από τη θεωρία (53). Επιπλέον, η μελέτη του συγκριτικού δικαίου καταδεικνύει ότι πανομοιότυπη ρύθμιση ισχύει στις έννομες τάξεις πολλών κρατών μελών (54).

52.      Περαιτέρω, θα πρέπει να επισημάνω ότι, για να συναφθεί μία σύμβαση στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, δεν απαιτείται εν γένει ειδικός τύπος, εκτός εάν προβλέπεται ρητώς για ειδικές κατηγορίες συμβάσεων, όπως οι συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως (55) ή οι συμβάσεις που αφορούν την απόκτηση δικαιώματος χρήσεως ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής μισθώσεως (56). Αντιθέτως, εάν οι διατάξεις οι οποίες ρυθμίζουν ιδιαίτερες κατηγορίες συμβάσεων δεν προβλέπουν ειδικό τύπο, αυτός δεν είναι αναγκαίος για την έγκυρη κατάρτιση της συμβάσεως. Το γεγονός ότι ο ειδικός τύπος δεν είναι, κατά κανόνα, αναγκαίος για τη σύναψη των συμβάσεων προκύπτει και από το DCFR (57) και από τη θεωρία (58)· από τη μελέτη του συγκριτικού δικαίου επίσης συνάγεται ότι στις έννομες τάξεις πολλών κρατών μελών δεν απαιτείται, κατά κανόνα, ειδικός τύπος για τη σύναψη συμβάσεως, εκτός εάν αυτός προβλέπεται ρητώς (59).

53.      Ομοίως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν καταρτίσθηκε σύμβαση σε συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί ρητώς για ποια κατηγορία συμβάσεως πρόκειται. Πράγματι, οι συμβάσεις μπορεί να είναι συμβάσεις προβλεπόμενες στον νόμο –επομένως να χαρακτηρίζονται ρητώς σε σχέση με την κατηγορία στην οποία ανήκουν (60) – ή άτυπες –οπότε πρόκειται για συμβάσεις οι οποίες δεν έχουν ρητή ονομασία (61). Τούτο συνάδει και προς την αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως (62).

54.      Επισημαίνεται συναφώς ότι οι έννοιες που διατυπώνονται στον κανονισμό 44/2001 πρέπει να ερμηνευθούν κατά τρόπο αυτόνομο και να ληφθούν προς τούτο υπόψη το σύστημα και οι σκοποί του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να διασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή του εντός του συνόλου (63) των κρατών μελών (64). Κατά συνέπεια, δεν ασκεί επιρροή κατά την ερμηνεία του κανονισμού 44/2001 ο κατά το εθνικό δίκαιο νομικός χαρακτηρισμός ως αξιώσεως καταβολής υπεσχημένου κέρδους. Πάντως, θα πρέπει να αναφερθεί –μόνο για το πεδίο του συγκριτικού δικαίου– ότι, στη γερμανική, στην αυστριακή και στη γαλλική θεωρία και νομολογία, για παράδειγμα, δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τον χαρακτηρισμό αυτόν.

55.      Στην αυστριακή θεωρία, υποστηρίζεται η άποψη ότι η υπόσχεση κέρδους μπορεί να έχει ως συνέπεια τη σύναψη συμβάσεως ή ότι η εντύπωση που δημιούργησαν στον καταναλωτή οι υποσχέσεις κέρδους πρέπει να ερμηνευθούν ως αντικειμενική δήλωση βάσει της οποίας μπορεί να συναφθεί σύμβαση (65)· στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η άποψη ότι μια υπόσχεση κέρδους και η αποδοχή της –ανεξαρτήτως της παραγγελίας προϊόντων– συνιστούν, αφεαυτών, σύμβαση (66). Άλλοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η αξίωση καταβολής υπεσχημένου κέρδους συνιστά αξίωση αποζημιώσεως, που στηρίζεται στην ευθύνη κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμβάσεως (culpa in contrahendo) (67). Ορισμένοι Αυστριακοί συγγραφείς τη χαρακτήρισαν ως sui generis αξίωση (68). Στη θεωρία, υποστηρίζεται επίσης ότι συνιστά αξίωση σε σχέση με θεσμό παρεμφερή προς δημόσια υπόσχεση κέρδους (69).

56.      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 661a του γερμανικού αστικού κώδικα (ΒGB) περιέχει διάταξη πανομοιότυπη προς το άρθρο 5j του αυστριακού νόμου για την προστασία των καταναλωτών (70). Και στο πλαίσιο της γερμανικής θεωρίας, ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν διαφορετικές απόψεις ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό της υποχρεώσεως καταβολής του υπεσχημένου κέρδους. Έτσι, απαντά η άποψη ότι πρόκειται, συναφώς, για αξίωση που αντλείται από μονομερή νομική πράξη (71) και η άποψη ότι πρόκειται για σχέση ενοχικής υποχρεώσεως που προβλέπει ο νόμος («gesetztliches Schuldverhältnis» [«εκ του νόμου προβλεπόμενη ενοχική σχέση»]) (72). Ως πιθανός χαρακτηρισμός αναφέρεται επίσης και η αξίωση από ευθύνη κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμβάσεως (culpa in contrahendo) (73) ή αξίωση απορρέουσα από θεσμό παρεμφερή προς δημόσια υπόσχεση κέρδους (74).

57.      Αντιθέτως, η γαλλική νομολογία έχει κατατάξει τις εν λόγω υποσχέσεις κέρδους στην κατηγορία των «οιονεί συμβάσεων» («quasi-contrats») (75).

58.      Επομένως, η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα εξαρτάται πρωτίστως από τη διαπίστωση του κατά πόσον, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, καταρτίσθηκε σύμβαση μεταξύ της R. Ilsinger και της εταιρίας Schlank & Schick.

3.      Ύπαρξη συμβάσεως καταναλωτών στην υπόθεση της κύριας δίκης

59.      Για να εκτιμηθεί αν καταρτίσθηκε σύμβαση στην υπόθεση της κύριας δίκης, ανακύπτει, κατ’ αρχάς, το ερώτημα αν, βάσει προσφοράς και αποδοχής της προσφοράς αυτής, τα δύο μέρη κατέληξαν σε σύμπτωση βουλήσεων για τη σύναψη συμβάσεως. Συναφώς, πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξετασθεί αν η υπόσχεση κέρδους μπορεί να ερμηνευθεί ως προσφορά προς τον καταναλωτή. Όπως προανέφερα, το ζήτημα αν πραγματοποιήθηκε προσφορά κρίνεται υπό το πρίσμα του παραλήπτη της προσφοράς.

60.      Στο ερώτημα αν μια υπόσχεση κέρδους που απευθύνεται σε καταναλωτή συνιστά προσφορά δεν μπορεί, κατ’ εμέ, να δοθεί γενική απάντηση. Θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να εκτιμάται σε κάθε ειδική περίπτωση πώς ο μέσος καταναλωτής έχει αντιληφθεί την υπόσχεση κέρδους εκ μέρους του πωλητή και αν, από την πλευρά του καταναλωτή, μπορεί να θεωρηθεί ότι, με την υπόσχεση κέρδους, ο πωλητής προέβη σε προσφορά. Το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Στο πλαίσιο διαδικασίας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία στηρίζεται στη σαφή κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως ανήκει πράγματι στο εθνικό δικαστήριο (76).

61.      Κατά συνέπεια, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, στο πλαίσιο του ελέγχου του, να διευκρινίσει αν τέθηκε ως προϋπόθεση της προσφοράς, για παράδειγμα, να συνάψει ο παραλήπτης της προσφοράς άλλη σύμβαση ή να είναι κάτοχος του αριθμού αναγνωρίσεως που πιστοποιεί την αξίωσή του επί του κέρδους και αν η προϋπόθεση αυτή εκπληρώθηκε.

62.      Εάν το εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έγινε προσφορά προς τον καταναλωτή, θα πρέπει να εκτιμήσει και αν ο καταναλωτής αποδέχθηκε την προσφορά αυτή. Θα πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο καταναλωτής πρέπει να αποδεχθεί την προσφορά κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο, για παράδειγμα, επιστρέφοντας στον πωλητή, ο οποίος του απηύθυνε την υπόσχεση κέρδους, το πιστοποιούν την αξίωσή του επί του κέρδους έγγραφο επί του οποίου κολλήθηκε το κουπόνι που φέρει τον αριθμό αναγνωρίσεως.

63.      Κατά συνέπεια, το εθνικό δικαστήριο πρέπει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, να διαπιστώνει αν υπήρξε προσφορά και αν ο καταναλωτής αποδέχθηκε την προσφορά αυτή, πράγμα το οποίο καταλήγει σε σύμπτωση βουλήσεων και, κατά τον τρόπο αυτόν, στη σύναψη της συμβάσεως. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι δεν απαιτείται ειδικός τύπος για τη σύναψη της συμβάσεως αυτής και ότι η συναφθείσα σύμβαση μπορεί να ανήκει στην κατηγορία των ατύπων συμβάσεων.

4.      Η απαίτηση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών

64.      Αφού διαπιστώθηκε ότι η υπόσχεση κέρδους προς τον καταναλωτή μπορεί να έχει ως συνέπεια τη σύναψη συμβάσεως και, επομένως, και την αναγνώριση της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους εντός του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής, θα ήθελα να τονίσω ότι η άποψη αυτή στηρίζεται και στην απαίτηση υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή ως του μέρους που θεωρείται το πλέον αδύναμο στις συμβάσεις καταναλωτών.

65.      Όπως έχει δεχθεί η νομολογία, σκοπός των ειδικών διατάξεων περί δικαιοδοσίας στον τομέα των συμβάσεων καταναλωτών είναι «η προστασία του καταναλωτή λόγω της ιδιότητάς του ως συμβαλλομένου ο οποίος λογίζεται ως οικονομικώς ασθενέστερος και νομικώς ως διαθέτων λιγότερη πείρα από τον αντισυμβαλλόμενό του, οπότε δεν πρέπει να αποθαρρύνεται να ασκήσει αγωγή υποχρεούμενος να το πράξει ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο αντισυμβαλλόμενός του» (77). Οι ειδικές διατάξεις σχετικά με τις συμβάσεις καταναλωτών αποσκοπούν στην άρση των δυσχερειών που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ο καταναλωτής στο πλαίσιο διαφοράς από σύμβαση καταναλωτή εάν ήταν υποχρεωμένος να ασκήσει αγωγή εντός άλλου κράτους (78).

66.      Οι διατάξεις περί δικαιοδοσίας στις συμβάσεις καταναλωτών που περιέχει ο κανονισμός 44/2001 είναι, από απόψεως περιεχομένου, ευρύτερες από τις διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών, οπότε το περιεχόμενο της προστασίας των καταναλωτών έχει διευρυνθεί αντιστοίχως. Η ουσιαστική διεύρυνση των διατάξεων σχετικά με τις συμβάσεις καταναλωτών εκφράζει τον γενικό προσανατολισμό της Κοινότητας προς τη βελτίωση της προστασίας των καταναλωτών. Πράγματι, η απαίτηση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών απορρέει, για παράδειγμα, και από το Πράσινο Βιβλίο σχετικά με την επανεξέταση του κοινοτικού κεκτημένου για την προστασία των καταναλωτών (79). Στο εν λόγω Πράσινο Βιβλίο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι «πρέπει να τονωθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στην εσωτερική αγορά μέσω της εξασφάλισης ενός υψηλού επιπέδου προστασίας σε όλη την ΕΕ» (80). Οι διατάξεις του ουσιαστικού κοινοτικού δικαίου προσανατολίζονται και αυτές σε υψηλότερο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, όπως καταδεικνύει, για παράδειγμα, η έκδοση της οδηγίας 2005/29/ΕΚ (81). Η απαίτηση υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή απορρέει και από τον κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 (82), που εκδόθηκε προσφάτως.

67.      Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα που προέβαλε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ο αντιπρόσωπος του συνδίκου πτωχεύσεως της εταιρίας Schlank & Schick, ότι η προστασία του καταναλωτή δεν δικαιολογείται στην περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής δεν αναλαμβάνει καμία δέσμευση στο πλαίσιο σχέσεως μεταξύ πωλητή και καταναλωτή. Οι διατάξεις για την προστασία του καταναλωτή δεν αποσκοπούν στην εξασφάλιση προστασίας του καταναλωτή μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αναλαμβάνει δεσμεύσεις δια της συμβατικής οδού, αλλά, αντιθέτως, να εμποδίσουν οποιαδήποτε παραπλάνηση του καταναλωτή στην περίπτωση κατά την οποία καταρτίσθηκε ετεροβαρής σύμβαση. Ο καταναλωτής παραπλανάται από ψευδείς υποσχέσεις κέρδους και η οικονομική συμπεριφορά του επηρεάζεται από αυτές. Είναι επίσης δυνατόν ο καταναλωτής να έχει υποστεί ζημία εξαιτίας της υποσχέσεως κέρδους εάν καλοπίστως θεώρησε ότι θα εισπράξει το κέρδος, δαπάνησε το χρηματικό ποσό που φαινομενικά κέρδισε ή, λόγω του φαινομενικά υπεσχημένου κέρδους, έλαβε οικονομικές αποφάσεις που είναι δυσμενείς γι’ αυτόν.

68.      Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η παροχή στον καταναλωτή της δυνατότητας να προσφύγει στο δικαστήριο του τόπου της κατοικίας του δεν του εξασφαλίζει περαιτέρω ότι το δικαστήριο αυτό θα εκδώσει θετική γι’ αυτόν απόφαση επί της ουσίας και ότι θα του αναγνωρίσει το κέρδος που απαιτεί δικαστικώς· θα του παράσχει απλώς προστασία σε δικονομικό επίπεδο. Την ίδια δικονομική προστασία θα απολάμβανε ο καταναλωτής εάν είχε, για παράδειγμα, αναλάβει οικονομική υποχρέωση για ελάχιστο ποσό με τη σύναψη συμβάσεως πωλήσεως εμπορευμάτων. Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, έναντι των ψευδών υποσχέσεων κέρδους που εντάσσονται στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ο καταναλωτής προστατεύεται και υπό το πρίσμα του ουσιαστικού δικαίου δυνάμει της οδηγίας 2005/29 για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (83), είναι εύλογο να προστατεύεται συναφώς σε δικονομικό επίπεδο, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι συνήφθη σύμβαση στη συγκεκριμένη περίπτωση.

5.      Η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα

69.      Από την προεκτεθείσα ανάλυση συνάγεται ότι η αξίωση του καταναλωτή για την καταβολή φαινομενικά υπεσχημένου κέρδους είναι αξίωση που συνδέεται με σύμβαση υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 εάν ο εθνικός δικαστής διαπιστώσει, βάσει του συνόλου των συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ότι συνήφθη σύμβαση στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης.

70.      Κατά συνέπεια, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αξίωση βάσει της οποίας ο καταναλωτής μπορεί, κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους της κατοικίας του, να απαιτήσει δικαστικώς από επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος τη χορήγηση του δώρου το οποίο υποτίθεται ότι κέρδισε όταν η επιχείρηση αυτή απευθύνει υπόσχεση περί κέρδους ή άλλες παρόμοιες ανακοινώσεις σε συγκεκριμένο καταναλωτή και δημιουργεί την εντύπωση, λόγω της μορφής αυτών, ότι ο καταναλωτής κέρδισε συγκεκριμένο δώρο, χωρίς να εξαρτάται η χορήγηση του δώρου από παραγγελία προϊόντων ή έστω από παραγγελία υπό δοκιμή και χωρίς να έχει γίνει παραγγελία προϊόντων, όμως ο αποδέκτης της ανακοινώσεως ζητεί τη χορήγηση του δώρου, μπορεί να συνιστά αξίωση που συνδέεται με σύμβαση υπό την έννοια του ως άνω άρθρου του εν λόγω κανονισμού εφόσον συνήφθη σύμβαση καταναλωτών υπό την έννοια του εν λόγω άρθρου στην υπόθεση της κύριας δίκης. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει αν συνήφθη σύμβαση καταναλωτών υπό την έννοια του εν λόγω άρθρου στην υπόθεση της κύριας δίκης.

 Γ –     Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

71.      Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα επικουρικώς και μόνον εάν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι αρνητική. Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν η αξίωση του καταναλωτή για τη χορήγηση φαινομενικά υπεσχημένου δώρου είναι αξίωση που συνδέεται με σύμβαση υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 όταν η αξίωση χορηγήσεως του δώρου δεν εξαρτήθηκε βεβαίως από την παραγγελία προϊόντων, αλλά ο αποδέκτης της ανακοινώσεως προέβη ωστόσο σε παραγγελία προϊόντων. Επομένως, πρόκειται για το κατά πόσον αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της αξιώσεως χορηγήσεως του δώρου έχει το ίδιο δικαστήριο το οποίο θα ήταν αρμόδιο να επιληφθεί συμβάσεως σχετικής με την παραγγελία εμπορεύματος.

72.      Επειδή η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα θα εξαρτηθεί από την τελική εκτίμηση που απόκειται στο εθνικό δικαστήριο, θα εκθέσω κατωτέρω την ανάλυση που το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη εάν προτίθεται να δώσει αρνητική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

73.      Όσον αφορά το ερώτημα αυτό, πρέπει να τονισθεί ότι το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της Συμβάσεως των Βρυξελλών, έκρινε, με την απόφαση Gabriel (84) ότι άπαξ ο καταναλωτής παρήγγειλε εμπόρευμα στον πωλητή, ο πωλητής και ο καταναλωτής συνδέονται αναμφισβήτητα με συμβατική σχέση, διότι, με την παραγγελία του εμπορεύματος, ο καταναλωτής αποδέχθηκε την προσφορά που του είχε αποστείλει ο πωλητής και όλους τους συναφείς προς αυτήν όρους (85). Αυτή η σύμπτωση βουλήσεων γέννησε μεταξύ των δύο μερών αμοιβαίες και αλληλένδετες υποχρεώσεις στο πλαίσιο συμβάσεως που έχει ως αντικείμενο την προμήθεια ενσώματων κινητών (86).

74.      Και στην παρούσα υπόθεση υπάρχει σύμβαση πωλήσεως εμπορευμάτων –εάν ο καταναλωτής παρήγγειλε τα εν λόγω εμπορεύματα– η οποία εμπίπτει αναμφισβήτητα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις συνάψεως συμβάσεως. Κατά συνέπεια, η δικαιοδοσία των δικαστηρίων ως προς τις διαφορές εκ συμβάσεως πωλήσεως εμπορευμάτων καθορίζεται βάσει των διατάξεων του κανονισμού 44/2001 σχετικά με τις συμβάσεις καταναλωτών. Πάντως, το δεύτερο ερώτημα στην υπό κρίση υπόθεση αφορά το κατά πόσον η δικαιοδοσία στην περίπτωση αγωγής με αντικείμενο την καταβολή κέρδους καθορίζεται βάσει των ίδιων κανόνων εάν ο καταναλωτής παρήγγειλε εμπορεύματα στον πωλητή, επιστρέφοντας ταυτοχρόνως το πιστοποιούν την αξίωση επί του κέρδους έγγραφο στο οποίο κόλλησε το κουπόνι με τον αριθμό αναγνωρίσεως.

75.      Με την απόφαση Gabriel σχετικά με τη Σύμβαση των Βρυξελλών, το Δικαστήριο τόνισε ότι, όταν ο καταναλωτής είχε παραγγείλει εμπορεύματα στον πωλητή, έπρεπε επίσης να καθοριστεί, βάσει των διατάξεων σχετικά με τις συναπτόμενες από τους καταναλωτές συμβάσεις, το αρμόδιο δικαστήριο για να επιληφθεί αγωγής με την οποία ο καταναλωτής ζητούσε την καταβολή του βραβείου που εφέρετο ότι κέρδισε (87). Στην αιτιολογία της αποφάσεώς του ανέφερε ότι η έννομη αξίωση του καταναλωτή για την καταβολή του κέρδους ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συναφθείσα μεταξύ των μερών σύμβαση, διότι η ίδια η υπόσχεση κέρδους ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την παραγγελία εμπορευμάτων η οποία ήταν ταυτοχρόνως προαπαιτούμενο για την παροχή του υπεσχημένου κέρδους (88). Το Δικαστήριο τόνισε ότι ο καταναλωτής είχε παραγγείλει τα εμπορεύματα κυρίως, αν όχι αποκλειστικώς, λόγω των οικονομικών κερδών που του υποσχέθηκε ο πωλητής, των οποίων η αξία υπερέβαινε κατά πολύ το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό της παραγγελίας (89).

76.      Πάντως, τα πραγματικά περιστατικά στην υπόθεση Gabriel ήσαν διαφορετικά από τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως. Στην υπόθεση Gabriel, η εταιρία που είχε υποσχεθεί το κέρδος είχε εξαρτήσει το κέρδος εκείνο από την προηγούμενη παραγγελία εμπορευμάτων εκ μέρους του καταναλωτή. Στην υπό κρίση υπόθεση, η χορήγηση του κέρδους δεν είχε ως προϋπόθεση την παραγγελία εμπορευμάτων. Πάντως, νομίζω ότι η περίπτωση αυτή πρέπει να αντιμετωπισθεί όπως και η περίπτωση κατά την οποία η χορήγηση του κέρδους εξαρτάται από την παραγγελία εμπορευμάτων και να καθοριστεί η δικαιοδοσία όσον αφορά την εκδίκαση της αγωγής που αποσκοπεί στην καταβολή του κέρδους κατά τους ίδιους κανόνες που διέπουν τις διαφορές σχετικά με σύμβαση παραγγελίας εμπορευμάτων.

77.      Μολονότι η παραγγελία εμπορευμάτων δεν αποτελεί προϋπόθεση για την αξίωση της χορηγήσεως του κέρδους, η παραγγελία αυτή συνδέεται άρρηκτα με την υπόσχεση κέρδους και, συναφώς, η αγωγή με την οποία ο καταναλωτής διεκδικεί τη χορήγηση του κέρδους συνδέεται και αυτή άρρηκτα με τη σύμβαση πωλήσεως εμπορευμάτων. Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο με τη διάταξή του, με την υπόσχεση κέρδους, η εταιρία Schlank & Schick σκοπεί να παρακινήσει τους καταναλωτές στη σύναψη συμβάσεων πωλήσεως εμπορευμάτων. Η υπόσχεση κέρδους σκοπεί να ελκύσει την προσοχή του καταναλωτή και να επηρεάσει την απόφασή του περί παραγγελίας εμπορευμάτων καθώς και –όπως ορθώς επισημαίνει η Σλοβενική Κυβέρνηση– να ενισχύσει το πλεονέκτημα της εταιρίας αυτής σε σχέση με άλλους προμηθευτές εμπορευμάτων του ιδίου τύπου.

78.      Με την υπόσχεση χρηματικού κέρδους, ο πωλητής μπορεί αναμφισβήτητα να επηρεάσει σημαντικά την απόφαση του καταναλωτή να παραγγείλει εμπορεύματα, μολονότι η προσδοκώμενη καταβολή του κέρδους δεν εξαρτάται από την παραγγελία αυτή. Ενδέχεται να μην αναφέρεται με επαρκή σαφήνεια στην υπόσχεση κέρδους ότι η καταβολή του δεν εξαρτάται κατά πάσα πιθανότητα από την εκ μέρους του καταναλωτή παραγγελία, αυτό δε θα επηρεάσει την απόφαση του καταναλωτή να προβεί σε παραγγελία. Ενδέχεται ο καταναλωτής να θεωρήσει εσφαλμένως ότι η παραγγελία του εξασφαλίζει την καταβολή του κέρδους, αλλά είναι εξίσου πιθανό ότι, ενόψει κέρδους τόσον υψηλής αξίας, αισθάνεται ηθικώς υποχρεωμένος να προβεί σε παραγγελία. Εάν το προσδοκώμενο κέρδος δεν εξαρτάται από την παραγγελία εμπορευμάτων, ο καταναλωτής δεν υποχρεούται ούτε να παραγγείλει εμπορεύματα ελάχιστης αξίας· μπορεί, αντίθετα, να παραγγείλει εμπορεύματα που έχουν την αξία της επιλογής του, πράγμα το οποίο μπορεί να τον παρακινήσει περαιτέρω στην πραγματοποίηση και άλλης παραγγελίας. Επομένως, εφόσον η σύναψη συμβάσεως πωλήσεως εμπορευμάτων συνδέεται άρρηκτα με την υπόσχεση κέρδους, οι διαφορές σχετικά με τις δύο έννομες σχέσεις πρέπει να επιλύονται ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου.

79.      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη υπενθυμίσει ότι πρέπει να αποφεύγεται, στο μέτρο του δυνατού, η αύξηση των αρμοδίων για την ίδια σύμβαση δικαστηρίων, προκειμένου να αποτρέπεται ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και να διευκολύνεται η αμοιβαία αναγνώριση και η ταχεία εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων εκτός του κράτους μέλους στο οποίο αυτές εκδόθηκαν (90).

80.      Κατά συνέπεια, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αξίωση δυνάμει της οποίας ο καταναλωτής μπορεί να διεκδικήσει δικαστικώς κατά της επιχειρήσεως τη χορήγηση του δώρου που φαινομενικά κέρδισε είναι αξίωση που συνδέεται με σύμβαση υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001, εάν το δικαίωμα χορηγήσεως του δώρου δεν εξαρτήθηκε από παραγγελία προϊόντων, πλην όμως ο αποδέκτης της ανακοινώσεως προέβη σε παραγγελία προϊόντων.

VII – Πρόταση

81.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Oberlandesgericht Wien, τις ακόλουθες απαντήσεις:

«1)      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αξίωση βάσει της οποίας ο καταναλωτής μπορεί, κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους της κατοικίας του, να απαιτήσει δικαστικώς από επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος τη χορήγηση του δώρου το οποίο υποτίθεται ότι κέρδισε όταν η επιχείρηση αυτή απευθύνει υπόσχεση περί κέρδους ή άλλες παρόμοιες ανακοινώσεις σε συγκεκριμένο καταναλωτή και δημιουργεί την εντύπωση, λόγω της μορφής αυτών, ότι ο καταναλωτής κέρδισε συγκεκριμένο δώρο, χωρίς να εξαρτάται η χορήγηση του δώρου από παραγγελία προϊόντων ή έστω από παραγγελία υπό δοκιμή και χωρίς να πραγματοποιήθηκε παραγγελία προϊόντων, όμως ο αποδέκτης της ανακοινώσεως ζητεί τη χορήγηση του δώρου, μπορεί να συνιστά αξίωση που συνδέεται με σύμβαση υπό την έννοια του ως άνω άρθρου του εν λόγω κανονισμού εφόσον συνήφθη σύμβαση καταναλωτών υπό την έννοια του εν λόγω άρθρου στην υπόθεση της κύριας δίκης. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει αν έχει συναφθεί σύμβαση καταναλωτών υπό την έννοια του εν λόγω άρθρου στην υπόθεση της κύριας δίκης.

2)      Η αξίωση δυνάμει της οποίας ο καταναλωτής μπορεί να διεκδικήσει δικαστικώς από την επιχείρηση τη χορήγηση του δώρου που φαινομενικά κέρδισε είναι αξίωση που συνδέεται με σύμβαση υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001, εάν το δικαίωμα χορηγήσεως του δώρου δεν εξαρτήθηκε από παραγγελία προϊόντων, πλην όμως ο αποδέκτης της ανακοινώσεως προέβη στην παραγγελία.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η σλοβενική.


2 – ΕΕ L 12, σ. 1.


3 – ΕΕ 1982, L 388, σ. 7, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24), με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1), με τη Σύμβαση της 26ης Μαΐου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ 1989, L 285, σ. 1) και με τη Σύμβαση της 29ης Νοεμβρίου 1996 για την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας (ΕΕ 1997, C 15, σ. 1).


4 – Αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, C‑96/00, Gabriel (Συλλογή 2002, σ. I‑6367), και της 20ής Ιανουαρίου 2005, C‑27/02, Engler (Συλλογή 2005, σ. I‑481).


5 – Στην υπόθεση Kapferer (απόφαση της 16ης Μαρτίου 2006, C‑234/04, Συλλογή 2006, σ. I‑2585), ένα από τα προδικαστικά ερωτήματα, που υποβλήθηκε επικουρικώς, ήταν ως προς όλα τα σημεία πανομοιότυπο προς το ερώτημα που υποβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση. Στην υπόθεση εκείνη, αφού το Δικαστήριο έδωσε αρνητική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, σχετικά με την υποχρέωση επανεξετάσεως δικαστικής αποφάσεως που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου αλλά είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο, δεν απάντησε στο ερώτημα που υποβλήθηκε επικουρικώς, σχετικά με τη δικαιοδοσία όσον αφορά την αξίωση καταβολής υπεσχημένου δώρου (σκέψη 25 της αποφάσεως).


6 – Σύμφωνα με το άρθρα 1 και 2 του Πρωτοκόλλου για τη θέση της Δανίας, που προσαρτήθηκε στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2006, C 321 E, σ. 201), η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση, από το Συμβούλιο, μέτρων που προτείνονται βάσει του τίτλου ΙV της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Διατάξεις του τίτλου ΙV της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μέτρα θεσπιζόμενα δυνάμει του τίτλου αυτού, διατάξεις οιασδήποτε διεθνούς συμφωνίας συναπτομένης από την Κοινότητα δυνάμει του τίτλου αυτού και αποφάσεις του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία τέτοιων διατάξεων ή μέτρων δεν έχουν δεσμευτική ισχύ ούτε εφαρμόζονται στη Δανία. Κατά συνέπεια, όπως προκύπτει από την εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001, η Δανία δεν συμμετείχε στην έκδοση του κανονισμού αυτού και, κατά συνέπεια, δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του. Από την εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη του ιδίου κανονισμού συνάγεται ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών ισχύει στις σχέσεις μεταξύ της Δανίας και των κρατών μελών που δεσμεύονται από τον κανονισμό 44/2001.


7 – Ομοσπονδιακός νόμος της 8ης Μαρτίου 1979, με τον οποίο θεσπίσθηκαν διατάξεις για την προστασία των καταναλωτών, όπως τροποποιήθηκε [Bundesgesetz vom 8. März 1979, mit dem Bestimmungen zum Schutz der Verbraucher getroffen werden (Konsumentenschutzgesetz – KSchG), BGBl. 140/1979].


8 – Προτάσεις της 10ης Νοεμβρίου 2005 (προπαρατεθείσα απόφαση στην υποσημείωση 5).


9 – Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, C‑96/00 (Συλλογή 2002, σ. I‑6367).


10 – Απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, C-256/00 (Συλλογή 2002, σ. I‑1699).


11 – Βλ. αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2006, C‑103/05, Reisch Montage (Συλλογή 2006, σ. I‑6827, σκέψη 23)· της 11ης Οκτωβρίου 2007, C‑98/06, Freeport (Συλλογή 2007, σ. I‑8319, σκέψη 35), και της 22ας Μαΐου 2008, C-462/06, Glaxosmithkline και Laboratoires Glaxosmithkline (Συλλογή 2008, σ. Ι-3965, σκέψη 28). Στο πλαίσιο της Συμβάσεως των Βρυξελλών, βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1997, C-269/95, Benincasa (Συλλογή 1997, σ. I‑3767, σκέψη 13)· της 27ης Απριλίου 1999, C‑99/96, Mietz (Συλλογή 1999, σ. I-2277, σκέψη 27)· Engler, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4 (σκέψη 43), και της 20ής Ιανουαρίου 2005, C‑464/01, Gruber (Συλλογή 2005, σ. I-439, σκέψη 32).


12 – Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2000, C-58/98, Corsten (Συλλογή 2000, σ. I‑7919, σκέψη 24), και της 22ας Ιανουαρίου 2002, C-390/99, Canal Satélite Digital (Συλλογή 2002, σ. I‑607, σκέψη 24).


13 – Όσον αφορά τις τρεις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 4 αποφάσεις Gabriel (σκέψεις 38 έως 40, και 47 έως 51) και Engler (σκέψη 34).


14 – Ούτε η θεωρία δίδει σαφή απάντηση στο ερώτημα αυτό. Ο Staudinger, A., Rauscher, T. (επιμέλεια), EuropäischesZivilprozeβrecht – Kommentar, 2η έκδοση, Sellier, European Law Publishers, Mόναχο, 2006, σ. 284, σημείο 9, έχει ενδοιασμούς ως προς το αν η νομολογία σχετικά με τη Σύμβαση των Βρυξελλών καλύπτει και το άρθρο 15 του κανονισμού 44/2001, επειδή το γράμμα του άρθρου αυτού είναι πανομοιότυπο προς το γράμμα του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού. Ο Geimer, R., Geimer, R., και Schütze, R. A., EuropäischesZivilverfahrensrechtKommentarzurEuGVVO, EuEheVO, EuZustellungsVO, zumLugano-ÜbereinkommenundzumnationalenKompetenz- undAnerkennungsrecht, Beck, Mόναχο, 2004, σ. 275, σημείο 17, εκθέτει ότι οι υποσχέσεις κέρδους εμπίπτουν βεβαίως στο άρθρο 15 του κανονισμού 44/2001, αλλά παραθέτει συναφώς την απόφαση Gabriel, οπότε το επιχείρημα αυτό αφορά προφανώς τη δικαιοδοσία ως προς την υπόσχεση κέρδους στην περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής παρήγγειλε κάποιο προϊόν.


15 – Απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4.


16 – Σκέψη 36 της αποφάσεως Engler (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4). Στη σκέψη 40, το Δικαστήριο ανέφερε ρητώς ότι το άρθρο 13 της Συμβάσεως των Βρυξελλών «αφορ[ούσε], χωρίς αμφισημία, τη “σύμβαση” που έχει συναφθεί από καταναλωτή και έχει ως αντικείμενο “[...] προμήθεια ενσώματων κινητών”».


17 – Απόφαση Engler, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4 (σκέψη 39).


18 – Η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο πρόταση κανονισμού το 1999, αλλά το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό τον Δεκέμβριο του 2000. Γενικώς για την προέλευση του κανονισμού 44/2001 και για τη σύγκριση με τη Σύμβαση των Βρυξελλών προς τον κανονισμό αυτόν, βλ. στη θεωρία, αντί πολλών, Micklitz, H.-W., και Rott, P., «Vergemeinschaftung des EuGVÜ in der Verordnung (EG) Nr. 44/2001», EuropäischeZeitschriftfürWirtschaftsrecht, αριθ. 11/2001, σ. 325 επ.· Schoibl, N. A., «Vom Brüsseler Übereinkommen zur Brüssel-I-VO: Neuerungen im Europäischen Zivilprozessrecht», JuristischeBlätter, αριθ. 3/2003, σ. 150, και Storskrubb, E., Civil Procedure and EU Law – A Policy Area Uncovered, Oxford University Press, New York, 2008, σ. 132 επ.


19 – Πράγματι, με την απόφαση Reisch Montage, προπαρατεθείσα (σκέψεις 22 έως 25), το Δικαστήριο αναφέρθηκε, για να ερμηνεύσει τον κανονισμό 44/2001, στη σχετική με τη Σύμβαση των Βρυξελλών νομολογία του. Ομοίως, με την απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002, C‑167/00, Henkel (Συλλογή 2002, σ. I-8111, σκέψη 49), παρατήρησε ότι, ελλείψει οποιουδήποτε λόγου επιβάλλοντος διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του άρθρου 5, σημείο 3, του κανονισμού 44/2001, η σχετική με την ύπαρξη συνοχής επιταγή επιβάλλει να ερμηνευθούν οι δύο διατάξεις κατά ταυτόσημο τρόπο. Το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι η τήρηση της αρχής αυτής είχε ακόμη μεγαλύτερη σημασία, διότι ο κανονισμός είχε αντικαταστήσει τη Σύμβαση των Βρυξελλών –αποκλειομένου του Βασιλείου της Δανίας.


20 – Με την απόφασή του Glaxosmithkline και Laboratoires Glaxosmithkline, προπαρατεθείσα, το Δικαστήριο τόνισε, στη σκέψη 15, ότι οι κανόνες δικαιοδοσίας τους οποίους θέτει ο κανονισμός 44/2001 σε σχέση με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας διαφέρουν αισθητά από εκείνους που ίσχυαν στον τομέα αυτόν στο πλαίσιο της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Διαπίστωσε, στη σκέψη 24 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η διαφορετική αυτή ερμηνεία ενισχύεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίας για τον κανονισμό 44/2001. Κατά συνέπεια, δεν τήρησε την αρχή της συνέχειας κατά την ερμηνεία του κανονισμού 44/2001 και ερμήνευσε το κείμενο αυτό διαφορετικά από τη Σύμβαση των Βρυξελλών.


21 – Βλ. αιτιολογικές σκέψεις της προτάσεως κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (COM/1999/0348 τελικό, σ. 12 του γαλλικού κειμένου των αιτιολογικών σκέψεων). Στη θεωρία, βλ., για παράδειγμα, Schlosser, P., EU‑Zivilprozessrecht, KommentarzurEuGVVO, EuEheVO, AVAG, HZÜ, EuZVO, HBÜ, EuBVO, 2η έκδοση, Beck, Mόναχο, 2003, σ. 117, σημείο 8a, ο οποίος επισημαίνει ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 44/2001 εφαρμόζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο καταναλωτής πραγματοποιεί παραγγελία μέσω αμφίδρομης ιστοσελίδας του διαδικτύου, όχι όμως όταν έχει απλώς πρόσβαση σε ενημερωτική ιστοσελίδα του διαδικτύου. Ο Tiefenthaler, S., Czernich, D., Kodek, G. E., και Tiefenthaler, S., EuropäischesGerichtsstands- undVollstreckungsrechtEuGVOundLugano-Übereinkommen – Kurzkommentar, 2η έκδοση, LexisNexis ARD ORAC, Βιέννη, 2003, σ. 141, σημείο 25, διευκρινίζει ότι μια αμφίδρομη ιστοσελίδα του διαδικτύου παρέχει τη δυνατότητα συνάψεως συμβάσεως «με κλικ του ποντικιού». Γενικώς, βλ. και Reich, N., και Gambogi, A. P., «Gerichtsstand bei internationalen Verbrauchervertragsstreitigkeiten im e‑commerce», Verbraucher und Recht, αριθ. 8/2001, σ. 269 επ.· Stadler, A., «From the Brussels Convention to Regulation 44/2001: Cornerstones of a European law of civil procedure», CommonMarketLawReview, αριθ. 6/2005, σ. 1640 επ., και Storskrubb, E., CivilProcedureandEULaw – APolicyAreaUncovered, Oxford University Press, New York, 2008, σ. 139.


22 – Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την προϋπόθεση αυτή, βλ., για παράδειγμα, Geimer, R., Geimer, R., και Schütze, R. A., Europäisches Zivilverfahrensrecht – Kommentar zur EuGVVO, EuEheVO, EuZustellungsVO, zum Lugano-Übereinkommen und zum nationalen Kompetenz- und Anerkennungsrecht, όπ.π., σ. 278, σημείο 35.


23 – Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001, το τμήμα σχετικά με τη δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών «δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις μεταφοράς πλην των συμβάσεων, στο συνολικό τίμημα των οποίων περιλαμβάνεται ο συνδυασμός δαπανών ταξιδίου και καταλύματος». Κατά συνέπεια, οι συμβάσεις μεταφοράς αποκλείονται, κατ’ αρχήν, από τον καθορισμό της δικαιοδοσίας βάσει του τμήματος που ισχύει για τις συμβάσεις καταναλωτών, εκτός από τις συμβάσεις που καλούνται «οργανωμένα ταξίδια». Αυτό προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της προτάσεως κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (COM/1999/0348 τελικό, σ. 13 του γαλλικού κειμένου των αιτιολογικών σκέψεων). Ομοίως, Rauscher, T. (επιμέλεια), EuropäischesZivilprozeβrecht – Kommentar, όπ.π., σ. 283, σημείο 8.


24 – Ομοίως, Rauscher, T. (επιμέλεια), EuropäischesZivilprozeβrecht – Kommentar, όπ.π., σ. 283, σημείο 8.


25 – Για παράδειγμα, στις συμβάσεις χρονομεριστικής μισθώσεως («time-share»), όταν συνάπτονται από καταναλωτές. Βλ. αιτιολογικές σκέψεις της προτάσεως κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (COM/1999/0348 τελικό, σ. 12 του γαλλικού κειμένου των αιτιολογικών σκέψεων). Κατά το άρθρο 22, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, αποκλειστική δικαιοδοσία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία έχουν σε υποθέσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της τοποθεσίας του ακινήτου. Πάντως, στην πρόταση του κανονισμού 44/2001, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι το άρθρο 15 του κανονισμού εφαρμόζεται στις συμβάσεις χρονομεριστικής μισθώσεως («time-share») που συνάπτονται από καταναλωτές.


26 – Ομοίως, ο γενικός εισαγγελέας Α. Tizzano υποστήριξε, στο σημείο 35 των προτάσεών του της 20ής Σεπτεμβρίου 2001 επί της υποθέσεως Leitner (απόφαση της 12ης Μαρτίου 2002, C‑168/00, Συλλογή 2002, σ. I‑2631) ότι όπου ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να διακρίνει τις ζημίες για τις οποίες ο παραγωγός πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνος βάσει της οδηγίας από εκείνες των οποίων η ρύθμιση εξακολουθεί να υπάγεται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, το έπραξε ρητώς. Αντιθέτως, αν ο νομοθέτης είχε, στην ίδια κοινοτική οδηγία, χρησιμοποιήσει τη γενική έννοια των ζημιών, έπρεπε να θεωρηθεί ότι όλα τα είδη ζημιών περιλαμβάνονται στην έννοια αυτή.


27 – Πράγματι, όσον αφορά, για παράδειγμα, την οδηγία 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών για τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος (ΕΕ L 372, σ. 31), το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η σύμβαση εγγυήσεως μπορεί, κατ’ αρχήν, να ανήκει στις συμβάσεις καταναλωτών υπό την έννοια της εν λόγω οδηγίας. Βλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 1998, C‑45/96, Dietzinger (Συλλογή 1998, σ. I‑1199, σκέψη 20). Στη θεωρία, βλ. Staudinger, A., Rauscher, T. (επιμέλεια), Europäischeszivilprozessrecht – Kommentar, όπ.π., σ. 283, σημείο 8.


28 – Απόφαση Engler, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4 (σκέψη 34).


29 – Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Tizzano στην υπόθεση Kapferer, προπαρατεθείσες (σημείο 52).


30 – Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Tizzano στην υπόθεση Kapferer, προπαρατεθείσες (σημείο 54).


31 – Όπ.π.


32 – Τούτο προκύπτει από τη σκέψη 9 της αποφάσεως Kapferer, προπαρατεθείσα, και το σημείο 11 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Α. Tizzano στην ίδια υπόθεση.


33 – Η Αυστριακή Κυβέρνηση επικαλείται βεβαίως το άρθρο 5, σημείο 1, γενικώς, αλλά παραπέμπει συναφώς στο στοιχείο α΄ του εν λόγω άρθρου.


34 – Πράγματι, όσον αφορά τη Σύμβαση των Βρυξελλών, βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Engler, προπαρατεθείσα (σκέψη 36 και το διατακτικό), στο πλαίσιο της οποίας ο καταναλωτής δεν είχε συνάψει σύμβαση με πωλητή υπό την έννοια του άρθρου 13, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, της εν λόγω Συμβάσεως, και η δικαιοδοσία καθορίστηκε βάσει του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως.


35 – Το γερμανικό κείμενο, στο άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, αναφέρεται σε «ein Vertrag oder Ansprüche aus einem Vertrag», και στο άρθρο 15, παράγραφος 1, σε «ein Vertrag oder Ansprüche aus einem Vertrag, den […] der Verbraucher […] geschlossen hat». Το αγγλικό κείμενο του κανονισμού, στο άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, αναφέρεται σε «matters relating to a contract», και στο άρθρο 15, παράγραφος 1, σε «matters relating to a contract concluded by […] the consumer».


36 – Έτσι, για παράδειγμα, το γαλλικό κείμενο του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, αναφέρεται σε «matière contractuelle», αλλά το κείμενο του άρθρου 15, παράγραφος 1, σε «en matière de contrat conclu par […] le consommateur»· το ιταλικό κείμενο του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, αναφέρεται σε «materia contrattuale», αλλά το κείμενο του άρθρου 15, παράγραφος 1, σε «materia di contratti conclusi da […] il consumatore»· το ισπανικό κείμενο του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, αναφέρεται σε «materia contractual», αλλά το άρθρο 15, παράγραφος 1, σε «materia de contratos celebrados por […] el consumidor»· στο άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, το πορτογαλικό κείμενο χρησιμοποιεί την έννοια «matéria contratual», και στο άρθρο 15, παράγραφος 1, «matéria de contrato celebrado por […] o consumidor»· στο άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, το ρουμανικό κείμενο χρησιμοποιεί τον όρο «materie contractuală», αλλά στο άρθρο 15, παράγραφος 1, «ceea ce priveşte un contract încheiat de […] consumatorul»· στο άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, το σλοβενικό κείμενο αναφέρεται σε «zadevah v zvezi s pogodbenimi razmerji», αλλά στο άρθρο 15, παράγραφος 1, σε «zadevah v zvezi s pogodbami, ki jih sklene […] potrošnik».


37 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4 (σκέψη 48).


38 – Όπ.π. (σκέψη 49).


39 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997 (ΕΕ L 144, σ. 19).


40 – Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο η΄, της οδηγίας 97/7 ορίζει ότι, πριν από τη σύναψη οποιασδήποτε συμβάσεως εξ αποστάσεως, ο καταναλωτής πρέπει να διαθέτει εγκαίρως πληροφορίες για τη διάρκεια «ισχύος της προσφοράς ή της τιμής» (η υπογράμμιση δική μου).


41 – Το άρθρο 9 της οδηγίας 97/7 ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα προκειμένου να απαλλάσσεται ο καταναλωτής από κάθε είδους αντιπαροχή, στην περίπτωση παροχής μη παραγγελθέντων, ενώ η έλλειψη απάντησης δεν ισοδυναμεί με συναίνεση» (η υπογράμμιση δική μου).


42 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (ΕΕ L 271, σ. 16).


43 – Πράγματι, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/65 ορίζει ότι ο καταναλωτής, σε εύθετο χρόνο και «προτού δεσμευθεί από μια εξ αποστάσεως σύμβαση ή προσφορά», λαμβάνει συγκεκριμένες πληροφορίες. Ομοίως, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, [ο] προμηθευτής ανακοινώνει στον καταναλωτή όλους τους όρους της σύμβασης καθώς και άλλες πληροφορίες «πριν [ο καταναλωτής] δεσμευθεί από σύμβαση εξ αποστάσεως ή από προσφορά» (η υπογράμμιση δική μου).


44 – Το άρθρο 9 της οδηγίας αυτής ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα ώστε να απαλλάσσεται ο καταναλωτής από οποιαδήποτε υποχρέωση σε περίπτωση μη αιτηθείσας υπηρεσίας, «χωρίς η έλλειψη απάντησης εκ μέρους του να εκλαμβάνεται ως συγκατάθεση» (η υπογράμμιση δική μου).


45 – Von Bar, C., κ.λπ. (επιμέλεια.), Principles, Definitions and Model Rules of European Private Law. Draft Common Frame of Reference (DCFR) – Interim Outline Edition; prepared by the Study Group on a European Civil Code and the Research Group on EC Private Law (Acquis Group), Sellier, European Law Publishers, Μόναχο, 2008.


46 – Το γράμμα του πρωτοτύπου του άρθρου II.-4:101 του DCFR («Requirements for the conclusion of a contract») ορίζει τα εξής: «A contract is concluded, without any further requirement, if the parties: (a) intend to enter into a binding legal relationship or bring about some other legal effect; and (b) reach a sufficient agreement».


47 – Το γράμμα του πρωτοτύπου του άρθρου II.-4:201, παράγραφος 1, («Offer») του DCFR ορίζει τα εξής: «A proposal amounts to an offer if: (a) it is intended to result in a contract if the other party accepts it; and (b) it contains sufficiently definite terms to form a contract».


48 – Το γράμμα του πρωτοτύπου του άρθρου II.-4:204, παράγραφος 1, («Acceptance») του DCFR ορίζει τα εξής: «Any form of statement or conduct by the offeree is an acceptance if it indicates assent to the offer».


49 – Οι PECL περιελήφθησαν μεταγενέστερα, αφού τροποποιήθηκαν εν μέρει, στο DCFR το οποίο θέτει ευρύτερες και συστηματικότερες βάσεις για τη ρύθμιση του αστικού δικαίου στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Όσον αφορά, ειδικότερα, τη σχέση ανάμεσα στις PECL και στο DCFR, βλ. von Bar, C., κ.λπ. (επιμέλεια), Principles, DefinitionsandModelRulesofEuropeanPrivateLaw ‑ DraftCommonFrameofReference (DCFR). InterimOutlineEdition, όπ.π., σ. 24 επ. Στις PECL, βλ., όσον αφορά τους όρους συνάψεως συμβάσεως, άρθρο 2.101 («Conditions for the Conclusion of a Contract»)· όσον αφορά την προσφορά, βλ. άρθρο 2:201 («Offer»)· όσον αφορά την αποδοχή της προσφοράς, βλ. άρθρο 2:204 («Acceptance»).


50 – Schulze, R., «Precontractual Duties and Conclusion of Contract in European Law», European Review of Private Law, αριθ. 6/2005, σ. 850· Riesenhuber, K., System und Prinzipien des Europäischen Vertragsrechts, De Gruyter Recht, Βερολίνο, 2003, σ. 315 επ.· Gandolfi, G. (επιμέλεια), Code européen des contrats – Avant-projet, Giuffrè Editore, Μιλάνο, 2004, σ. 105. Όσον αφορά την απαίτηση συμφωνίας για τη σύναψη συμβάσεως στο κοινοτικό δίκαιο, βλ. και Pfeiffer, T., «Der Vertragsschluss im Gemeinschaftsrecht», Schulze, R., Ebers, M., και Grigoleit, H. C., Informationspflichten und Vertragsschluss im Acquis communautaire, Mohr Siebeck, Tübingen, 2003, σ. 109. Ο Pfeiffer επισημαίνει επίσης ότι, στην περίπτωση συμβάσεων καταναλωτών, το στάδιο συνάψεως της συμβάσεως ακολουθεί συχνά ένα στάδιο κατά το οποίο ο καταναλωτής μπορεί να υπαναχωρήσει. Βλ. Pfeiffer, T., «New Mechanisms for Concluding Contracts», Schulze, R., New Features in Contract Law, Sellier, European Law Publishers, Μόναχο, 2007, σ. 163. Η σημασία της προσφοράς και της αποδοχής της για τη σύναψη συμβάσεως υπογραμμίζεται και από τον Van Erp, J. H. M., Hartkamp, A., κ.λπ. (επιμέλεια), TowardsaEuropeanCivilcode, Kluwer Law International, Ars Aequi Libri, Nijmegen, 2004, σ. 367. Ο Schmidt-Kessel, M., «At the Frontiers of Contract Law: Donation in European Private Law», Vaquer, A. (επιμέλεια), EuropeanPrivateLawBeyondtheCommonFrameofReference - EssaysinHonourofReinhardZimmermann, Europa Law Publishing, Groningen, 2008, σ. 84, επισημαίνει ότι, στο ευρωπαϊκό δίκαιο των συμβάσεων, και η δωρεά χαρακτηρίζεται ως σύμβαση. Τούτο σημαίνει ότι η σύμπτωση βουλήσεων στην οποία καταλήγουν η προσφορά και η αποδοχή της προσφοράς αυτής, είναι αναγκαία και για τη σύναψη συμβάσεως δωρεάς.


51 – Όσον αφορά το αυστριακό δίκαιο, βλ. άρθρο 861 του γενικού αστικού κώδικα (Allgemeines bürgerliches Gesetzbuch), από το οποίο προκύπτει ότι η σύμβαση καταρτίζεται βάσει συμπτώσεως βουλήσεων. Στη θεωρία, βλ. όσον αφορά το αυστριακό δίκαιο, αντί πολλών, Koziol, H., και Welser, R., GrundrissdesbürgerlichenRechts – BandI: AllgemeinerTeil –Sachenrecht – Familienrecht, 11η έκδοση, Manzsche Verlags- u. Universitätsbuchhandlung, Βιέννη, 2000, σ. 109 επ. Όσον αφορά το γαλλικό δίκαιο, βλ. άρθρο 1101 του αστικού κώδικα (code civil), κατά το οποίο η σύμβαση είναι μια συμφωνία με την οποία ένα ή περισσότερα μέρη αναλαμβάνουν υποχρεώσεις έναντι ενός ή περισσοτέρων άλλων, να δώσουν, να πράξουν ή να παραλείψουν κάτι. Προκειμένου για το ιταλικό δίκαιο, βλ. άρθρο 1321 του αστικού κώδικα (Codice civile), κατά το οποίο η σύμβαση είναι μια συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μερών, με την οποία τα μέρη δημιουργούν, ρυθμίζουν ή θέτουν τέρμα σε αμοιβαία έννομη σχέση. Στην ιταλική θεωρία, βλ., αντί πολλών, Gazzoni, F., Manualedidirittoprivato, 12η έκδοηση, Edizioni Scientifiche Italiane, Νάπολη, 2006, σ. 837 επ. Για το γερμανικό δίκαιο, βλ. άρθρα 145 επ. του αστικού κώδικα (Bürgerliches Gesetzbuch, στο εξής: BGB), από τα οποία συνάγεται ότι μια σύμβαση καταρτίζεται βάσει συμφωνίας των ρητών βουλήσεων, δηλαδή βάσει της προσφοράς και της ζητήσεως. Στη θεωρία, βλ. Larenz, K., και Wolf, M., AllgemeinerTeildesbürgerlichenRechts, 9η έκδοση, Beck, Μόναχο, 2004, σ. 551,σημείο 3. Προκειμένου για το σλοβενικό δίκαιο, βλ. άρθρο 15 του κώδικα περί ενοχών (Obligacijski zakonik), το οποίο ορίζει ότι η σύμβαση συνάπτεται όταν τα δύο συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν επί των βασικών της στοιχείων. Στη θεωρία, βλ. Kranjc. V., Juhart, M., και Plavšak, N. (επιμέλεια), Obligacijskizakonikskomentarjem, τόμος 1, GV založba, Ljubljana, 2003, ερμηνεία του άρθρου 15, σ. 207 επ. Όσον αφορά το ισπανικό δίκαιο, βλ. άρθρο 1258 του αστικού κώδικα (Código Civil), το οποίο προϋποθέτει σύμπτωση βουλήσεων για τη σύναψη συμβάσεως. Στη θεωρία, βλ. γενικώς, όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεως στο ισπανικό δίκαιο, Cossío y Corral, A., Cossío y Martínez, M., και León Alonso, J., Institucionesdederechocivil, Civitas, Μαδρίτη, 1988, σ. 387 επ. Επισημαίνω επίσης ότι η σύμπτωση βουλήσεων είναι αναγκαία και για την κατάρτιση δωρεάς. Ο δωρεοδόχος πρέπει να αποδεχθεί τη δωρεά για να συναφθεί η σύμβαση δωρεάς. Συναφώς, βλ. για παράδειγμα, στην αυστριακή θεωρία, Koziol, H., και Welser, R., GrundrissdesbürgerlichenRechts. Band II – Schuldrecht Allgemeiner Teil, Schuldrecht Besonderer Teil, Erbrecht, όπ.π., σ. 178.


52 – Το γράμμα του πρωτοτύπου του άρθρου II.-4:102 («How intention is determined») του DCFR ορίζει τα εξής: «The intention of a party to enter into a binding legal relationship or bring about some other legal effect is to be determined from the party’s statements or conduct as they were reasonably understood by the other party». Στις PECL, βλ. άρθρο 2.102 («Intention»).


53 – Βλ., για παράδειγμα, Kötz, H., και Flessner, A., European contract law – Vol. 1: Formation, Validity, and Content of Contracts; Contract and Third Parties, Clarendon Press, Oxford, 1997, σ. 19, οι οποίοι επισημαίνουν ότι πρέπει εκτιμηθεί πώς ο μέσος σώφρων άνθρωπος που είναι ο αποδέκτης, αντιλαμβάνεται την προσφορά.


54 – Βλ., για παράδειγμα, στο αγγλικό δίκαιο την υπόθεση Smith v Hughes, (1871) L.R. 6 Q.B., σ. 607· στο αυστριακό δίκαιο, βλ. άρθρο 863 του αυστριακού γενικού αστικού κώδικα· στο ιταλικό δίκαιο, βλ. άρθρο 1362 του αστικού κώδικα· το σλοβενικό δίκαιο δεν περιέχει ρητή διάταξη, αλλά βλ. Kranjc, V., Juhart, M., και Plavšak, N. (επιμέλεια), Obligacijskizakonikskomentarjem, τόμος 1, όπ.π., ερμηνεία του άρθρου 15, σ. 211.


55 – Η οδηγία 2008/48/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133, σ. 66), ορίζει στο άρθρο 10, παράγραφος 1, τα εξής: «Οι συμβάσεις πίστωσης καταρτίζονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου».


56 – Η οδηγία 94/47/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 1994, περί της προστασίας των αγοραστών ως προς ορισμένες πλευρές των συμβάσεων που αφορούν την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής μίσθωσης (ΕΕ L 280, σ. 83), ορίζει στο άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, ότι τα κράτη μέλη προβλέπουν στη νομοθεσία τους «ότι η σύμβαση, η οποία υποχρεωτικά συντάσσεται γραπτώς, πρέπει να μνημονεύει τουλάχιστον τα στοιχεία που περιέχονται στο παράρτημα».


57 – Κατά το άρθρο II.-1:107, παράγραφος 1 («Form»), του DCFR: «A contract or other juridical act need not be concluded, made or evidenced in writing nor is it subject to any other requirement as to form». Στις PECL, βλ. άρθρο 2:101, παράγραφος 2 («Conditions for the Conclusion of a Contract»).


58 – Κατά τον Riesenhuber, K., SystemundPrinzipiendesEuropäischenVertragsrechts, όπ.π., σ. 317, στο δίκαιο των συμβάσεων, η απαίτηση τηρήσεως ειδικού τύπου για τη σύναψη νομικής πράξεως προβλέπεται χωριστά.


59 – Όσον αφορά την απαίτηση τηρήσεως τύπου, θα αναφέρω ορισμένα μόνον κράτη μέλη στα οποία το ενοχικό δίκαιο δεν απαιτεί, γενικώς, την τήρηση ιδιαίτερου τύπου για τη σύναψη συμβάσεως, ή τον απαιτεί μόνο για ειδικές συμβάσεις. Στο αυστριακό δίκαιο, βλ. άρθρο 883 του γενικού αστικού κώδικα από το οποίο προκύπτει ότι δεν απαιτείται να συναφθεί η σύμβαση με συγκεκριμένο τύπο, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτό προβλέπεται από τον νόμο· στο ιταλικό δίκαιο, βλ. άρθρο 1350 του αστικού κώδικα, το οποίο απαιτεί τον έγγραφο τύπο μόνο για ειδικές συμβάσεις· στο γερμανικό δίκαιο, βλ., κατ’ αναλογία, άρθρο 125 του αστικού κώδικα (Bürgerliches Gesetzbuch, στο εξής: BGB), από το οποίο προκύπτει ότι μια νομική πράξη η οποία δεν συνήφθη με τον τύπο που επιβάλλει ο νόμος είναι άκυρη· στο σλοβενικό δίκαιο, βλ. άρθρο 51 του κώδικα των ενοχών, το οποίο ορίζει ότι δεν απαιτείται η τήρηση τύπου για τη σύναψη συμβάσεως, εκτός εάν ο νόμος ορίζει κάτι διαφορετικό· στο ισπανικό δίκαιο, βλ. άρθρο 1278 του αστικού κώδικα από το οποίο συνάγεται ότι οι συμβάσεις είναι δεσμευτικές εφόσον πληρούνται οι βασικοί όροι για το κύρος τους, ανεξαρτήτως του τύπου που τηρείται για τη σύναψή τους.


60 – Για παράδειγμα, η σύμβαση πωλήσεως, η σύμβαση δανείου, η σύμβαση μισθώσεως.


61 – Πράγματι, και το DCFR περιλαμβάνει, στο βιβλίο II («Contracts and other juridical acts») γενικές διατάξεις για τις συμβάσεις, και στο βιβλίο IV («Specific contracts and the rights and obligations arising from them») διατάξεις για ειδικές κατηγορίες συμβάσεων. Όσον αφορά το συγκριτικό δίκαιο, επισημαίνω ότι και στις έννομες τάξεις των κρατών μελών είναι γνωστή η διάκριση μεταξύ τυπικών και άτυπων συμβάσεων. Βλ. για παράδειγμα, στο αυστριακό δίκαιο, Rummel, P., Rummel, P., KommentarzumAllgemeinenbürgerlichenGesetzbuch: mitEheG, KSchG, MRG, WGG, WEG 2002, BTVG, HeizKG, IPRG, EVÜ, Manzsche Verlags- u. Universitätsbuchhandlung, Βιέννη, 2000, ερμηνεία του άρθρου 859 του γενικού αστικού κώδικα, σημείο 21· στο γαλλικό δίκαιο, Antonmattei, P.-H., και Raynard, J., Droitcivil: Contratsspéciaux, 3η έκδοση, Litec, Παρίσι, 2002, σ. 3· στο γερμανικό δίκαιο, Kramer, E. A., MünchenerKommentarzumBürgerlichenGesetzbuch, 5η έκδοση, Beck, Μόναχο, 2006, ερμηνεία του άρθρου 145, σημείο 4· στο σλοβενικό δίκαιο, Cigoj, S., Teorijaobligacij – Splošnidelobligacijskegaprava, Uradni list Republike Slovenije, Ljubljana, 2003, σ. 100.


62 – Όσον αφορά την αυτονομία της βουλήσεως στο ιδιωτικό δίκαιο, βλ. υπό το πρίσμα του συγκριτικού δικαίου, στη γερμανική θεωρία, Larenz, K., και Wolf, M., AllgemeinerTeildesbürgerlichenRechts, όπ.π., σ. 2, σημείο 2· στην αυστριακή θεωρία, Koziol, H., και Welser, R., GrundrissdesbürgerlichenRechts – BandI: AllgemeinerTeil – Sachenrecht – Familienrecht, όπ.π., σ. 84· στη γαλλική θεωρία, Starck, B., Roland, H., και Boyer, L., Droitcivil – Lesobligations. 2. Contrat, 6η έκδοση, Litec, Παρίσι, 1998, σ. 4 επ.


63 – Όπως ήδη ανέφερα στην υποσημείωση 6 των προτάσεων αυτών, από την εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001 προκύπτει ότι η Δανία δεν συμμετείχε στη θέσπιση του κανονισμού αυτού και, κατά συνέπεια, δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του. Όπως προκύπτει από την εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 44/2001, η Σύμβαση των Βρυξελλών εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις σχέσεις μεταξύ της Δανίας και των κρατών μελών που δεσμεύονται από τον εν λόγω κανονισμό.


64 – Η απαίτηση αυτόνομης ερμηνείας των εννοιών που χρησιμοποιούνται στον κανονισμό 44/2001 εκπληρώνεται με την ανάλογη εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με τη Σύμβαση των Βρυξελλών, με την οποία το Δικαστήριο κατ’ επανάληψη διαπίστωσε ότι οι έννοιες που χρησιμοποιεί η εν λόγω Σύμβαση πρέπει να ερμηνεύονται αυτόνομα, με αναφορά πρωτίστως στο σύστημα και στους σκοπούς της Συμβάσεως αυτής, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της Συμβάσεως εντός του συνόλου των συμβαλλομένων κρατών. Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 1978, 150/77, Bertrand (Συλλογή τόμος 1978, σ. 441, σκέψεις 14 έως 16), της 19ης Ιανουαρίου 1993, C-89/91, Shearson Lehman Hutton (Συλλογή 1993, σ. I-139, σκέψη 13), καθώς και προπαρατεθείσες αποφάσεις Benincasa (σκέψη 12), Mietz (σκέψη 26), Gabriel (σκέψη 37) και Engler (σκέψη 33). Στη θεωρία, βλ. Schmidt‑Kessel, M., «Europäisches Vertragsrecht», Riesenhuber, K. (επιμέλεια.), EuropäischeMethodenlehre – HandbuchfürAusbildungundPraxis, de Gruyter Recht, Βερολίνο, 2006, σ. 395, σημείο 11, ο οποίος επισημαίνει ότι οι επιταγές και οι έννοιες του ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων πρέπει να ερμηνεύονται αυτόνομα και όχι υπό το πρίσμα των εθνικών εννόμων τάξεων.


65 – Krejci, H., Rummel, P., KommentarzumAllgemeinenbürgerlichenGesetzbuch: mitEheG, KSchG, MRG, WGG, WEG 2002, BTVG, HeizKG, IPRG, EVÜ, τόμος 2, Manzsche Verlags- u. Universitätsbuchhandlung, Βιέννη, 2002, ερμηνεία του άρθρου 5j KSchG, σ. 254, σημείο 8.


66 – Klauser, A., «Gewinnzusagen sind einzuhalten!», ecolex 2002, σ. 574 επ. Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι, πριν από τη δημοσίευση του άρθρου αυτού, ο Klauser υποστήριξε διαφορετική άποψη· βλ. Klauser, A., «Der Anspruch nach § 5j KSchG in dogmatischer und kollisionsrechtlicher Hinsicht», ecolex 1999, σ. 752 επ.


67 – Την άποψη αυτή υποστηρίζει ο Klauser, A., «Der Anspruch nach § 5j KSchG in dogmatischer und kollisionsrechtlicher Hinsicht», όπ.π.· ο Wukoschitz, M., συμφωνεί με την άποψη αυτή: «Grenzüberschreitende Gewinnzusagen – Was der Generalanwalt wirklich sagte...Replik zu Klauser in ecolex 2002, 80», ecolex 2002, σ. 423 επ. Επί του ορισμού της έννοιας της culpa in contrahendo στο αυστριακό δίκαιο, βλ., αντί πολλών, Koziol, H., και Welser, R., Grundriss des bürgerlichen Rechts – Band I: Allgemeiner Teil - Sachenrecht – Familienrecht, όπ.π., σ. 29. Οι δύο συγγραφείς αναφέρουν, μεταξύ άλλων, ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει την υποχρέωση να ενημερώσει το άλλο μέρος κυρίως όσον αφορά περιστάσεις που θα μπορούσαν να εμποδίσουν τη σύναψη έγκυρης συμβάσεως· όποιος παραβιάζει την υποχρέωση αυτή (culpa in contrahendo) πρέπει να αποζημιώσει το άλλο μέρος.


68 – Fenyves, A., «Zur Deckung von Ansprüchen nach § 5j KSchG in der Rechtsschutzversicherung», Verbraucherrecht, 2003, σ. 89 επ.· Matt, A., «Noch einmal § 5j KSchG», ecolex 2000, σ. 494.


69 – Klauser, A., «Der Anspruch nach § 5j KSchG in dogmatischer und kollisionsrechtlicher Hinsicht», όπ.π., σ. 752 επ. Πρέπει πάντως να τονισθεί ότι μια δημόσια υπόσχεση κέρδους απευθύνεται σε απροσδιόριστο αριθμό προσώπων, σε αντιδιαστολή προς την παρούσα υπόθεση, στο πλαίσιο της οποίας η υπόσχεση απευθύνεται ονομαστικά σε συγκεκριμένο καταναλωτή. Όσον αφορά τη δημόσια υπόσχεση κέρδους στην αυστριακή θεωρία, βλ. Rummel, P., Rummel, P., KommentarzumAllgemeinenbürgerlichenGesetzbuch: mitEheG, KSchG, MRG, WGG, WEG 2000, BTVG, HeizKG, IPRG, EVÜ, τόμος 1, Manzsche Verlags- u. Universitätsbuchhandlung, Βιέννη, 2002, ερμηνεία του άρθρου 860 του γενικού αστικού κώδικα.


70 – Το άρθρο 661a του BGB ορίζει τα εξής: «Επιχειρηματίας ο οποίος απευθύνει σε καταναλωτή υποσχέσεις κέρδους ή παρεμφερή μηνύματα, διατυπωμένα κατά τρόπον ώστε να δημιουργούν την πεποίθηση ότι ο καταναλωτής κέρδισε βραβείο, πρέπει να καταβάλει το βραβείο αυτό στον καταναλωτή». Στο πρωτότυπο γερμανικό κείμενο, η διάταξη αυτή ορίζει τα εξής: «Ein Unternehmer, der Gewinnzusagen oder vergleichbare Mitteilungen an Verbraucher sendet und durch die Gestaltung dieser Zusendungen den Eindruck erweckt, dass der Verbraucher einen Preis gewonnen hat, hat dem Verbraucher diesen Preis zu leisten».


71 – Lorenz, S., «Internationale Zuständigkeit deutscher Gerichte und Anwendbarkeit von § 661a BGB bei Gewinnmitteilungen aus dem Ausland: Erweiterungen des Verbraucher-gerichtsstands durch die ‘Brüssel I-Verordnung’ (zu LG Braunschweig, 10.1.2002 - 10 O 2753/00)», Praxis des Internationalen Privat- und Verfahrensrechts, αριθ. 3/2002, σ. 193.


72 – Έτσι, για παράδειγμα, ο Schulze, R., Schulze, R., Dörner, H., και Ebert, I. (επιμέλεια), Kommentar zum Bürgerlichen Gesetzbuch, 5η έκδοση, Nomos, Baden-Baden, 2007, ερμηνεία του άρθρου 661a, σημείο 1· Mansel, P., Jauernig, O., Kommentar zum Bürgerlichen Gesetzbuch, 12η έκδοση, Beck, Μόναχο, 2007, ερμηνεία του άρθρου 661a, σημείο 2.


73 – Ως παράδειγμα χαρακτηρισμού της υποσχέσεως κέρδους ως culpa in contrahendo αναφέρεται συχνά η απόφαση που εξέδωσε στις 10 Ιανουαρίου 2002 το Landesgericht Braunschweig, Praxis des Internationalen Privat- und Verfahrensrechts, αριθ. 3/2002, σ. 213· ερμηνεία του άρθρου: Lorenz, S., «Internationale Zuständigkeit deutscher Gerichte und Anwendbarkeit von § 661a BGB bei Gewinnmitteilungen aus dem Ausland: Erweiterungen des Verbraucher-gerichtsstands durch die „Brüssel I-Verordnung“ (zu LG Braunschweig, 10.1.2002 – 10 O 2753/00)», όπ.π.


74 – Kotzian-Marggraf, K., Bamberger, H. G., και Roth, H., Kommentar zum Bürgerlichen Gesetzbuch (Beck’scher Online-Kommentar), 9η έκδοση, Beck, Μόναχο, 2007, ερμηνεία του άρθρου 661a, σημείο 1.


75 – Στη θεωρία, βλ. Reifegerste, S., «Fondement de la responsabilité des sociétés organisatrices de loteries publicitaires», La Semaine Juridique (Édition générale), αριθ. 46/2002, σ. 2023· Fages, B., «L’annonce d’un gain à des fins publicitaires (comparaison franco‑allemande sur fond de jurisprudence européenne)», Coester, M., Martiny, D., και Prinz von Sachsen Gessaphe, K. A. (επιμέλεια), Privatrecht in Europa – Vielfalt, Kollision, Kooperation – Festschrift für Hans Jürgen Sonnenberger zum 70. Geburtstag, Beck, Μόναχο, 2004, σ. 230 επ.· Dutoit, B., «Le consommateur face aux promesses de gain non tenues: quel tribunal est compétent?: à propos des arrêts Gabriel et Engler de la Cour de justice des Communautés européennes», Études sur le droit de la concurrence et quelques thèmes fondamentaux: mélanges en l’honneur d’Yves Serra, Dalloz, Παρίσι, 2006, σ. 154· Berrebi, J., «ECJ judgment C‑27/02, 20 January 2005, Engler v. Janus Versand GmbH – Entitlement of a consumer to whom misleading advertising has been sent to seek payment, in judicial proceedings, of the prize which he has ostensibly won (French case note)», European Review of Private Law, αριθ. 1/2006, σ. 138 επ.


76 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 2001, C-405/98, Gourmet International Products (Συλλογή 2001, σ. I‑1795, σκέψη 33)· της 25ης Φεβρουαρίου 2003, C-326/00, IKA (Συλλογή 2003, σ. I‑1703, σκέψη 27)· της 11ης Μαρτίου 2004, C-9/02, de Lasteyrie du Saillant (Συλλογή 2004, σ. I‑2409, σκέψη 41)· της 26ης Μαΐου 2005, C-20/03, Burmanjer κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I-4133, σκέψεις 31 και 32)· της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C‑441/04, A-Punkt Schmuckhandel (Συλλογή 2006, σ. I‑2093, σκέψη 25), και της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, C-434/04, Ahokainen και Leppik (Συλλογή 2006, σ. I‑9171, σκέψη 37).


77 – Βλ. κατ’ αναλογία, όσον αφορά τη Σύμβαση των Βρυξελλών, απόφαση Shearson Lehman Hutton προπαρατεθείσα (σκέψη 18)· βλ. και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs της 8ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση Engler, προπαρατεθείσα (σημείο 28).


78 – Βλ. κατ’ αναλογία, όσον αφορά τη Σύμβαση των Βρυξελλών, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs στην υπόθεση Engler προπαρατεθείσα (σημείο 29).


79 – Πράσινο βιβλίο που υπέβαλε η Επιτροπή (COM/2006/0744 τελικό). Η Επιτροπή θα δώσει προτεραιότητα στις εργασίες του κοινού πλαισίου αναφοράς ως προς τα ζητήματα που αφορούν τις συμβάσεις καταναλωτών, προκειμένου να συμβάλει σε εύθετο χρόνο στην επανεξέταση του κοινοτικού κεκτημένου στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών. Βλ. δεύτερη έκθεση της Επιτροπής ως προς την κατάσταση προόδου του κοινού πλαισίου αναφοράς (COM/2007/0447 τελικό).


80 – Πράσινο βιβλίο, σ. 4.


81 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 149, σ. 22).


82 – Ο κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ L 177, σ. 6), ορίζει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, ότι οι συμβάσεις καταναλωτών «διέπ[ονται] από το δίκαιο της χώρας όπου ο καταναλωτής έχει τη συνήθη διαμονή του, εφόσον ο επαγγελματίας α) ασκεί τις εμπορικές ή επαγγελματικές του δραστηριότητες στη χώρα όπου ο καταναλωτής έχει τη συνήθη διαμονή του, ή β) με οποιοδήποτε μέσο κατευθύνει αυτές τις δραστηριότητές του σε αυτή τη χώρα ή σε διάφορες χώρες μεταξύ των οποίων και η συγκεκριμένη χώρα και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων». Κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέξουν το εφαρμοστέο δίκαιο· η επιλογή αυτή «δεν μπορεί, ωστόσο, να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον καταναλωτή από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία, σύμφωνα με το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο βάσει της παραγράφου 1, ελλείψει επιλογής». Σύμφωνα με το άρθρο 29, ο κανονισμός εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009.


83 – Η οδηγία 2005/29 περιλαμβάνει επίσης, υπό τον τίτλο «Εμπορικές πρακτικές οι οποίες, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, κρίνονται αθέμιτες», στο σημείο 31 του παραρτήματος I, την πρακτική η οποία έγκειται στη «[δ]ημιουργία της ψευδούς εντύπωσης ότι ο καταναλωτής έχει ήδη κερδίσει, πρόκειται να κερδίσει, ή αν προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια, θα κερδίσει έπαθλο ή θα αποκομίσει άλλο αντίστοιχο όφελος, ενώ στην πραγματικότητα δεν υφίσταται έπαθλο ή άλλο αντίστοιχο όφελος ή η δυνατότητα διεκδίκησης του επάθλου ή άλλου οφέλους προϋποθέτει την καταβολή χρημάτων από τον καταναλωτή ή συνεπάγεται δαπάνη». Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.


84 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4.


85 – Όπ.π. (σκέψη 48).


86 – Όπ.π. (σκέψη 49).


87 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4 (σκέψη 53).


88 – Όπ.π. (σκέψη 54).


89 – Όπ.π.


90 – Όσον αφορά τον κανονισμό 44/2001, βλ. απόφαση Gabriel, προπαρατεθείσα (σκέψη 57). Βλ. κατ’ αναλογία, όσον αφορά τη Σύμβαση των Βρυξελλών, αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1976, 14/76, De Bloos (Συλλογή τόμος 1976, σ. 553, σκέψη 9)· της 15ης Ιανουαρίου 1987, 266/85, Shenavai (Συλλογή 1987, σ. 239, σκέψη 8)· της 13ης Ιουλίου 1993, C-125/92, Mulox IBC (Συλλογή 1993, σ. I-4075, σκέψη 21)· της 9ης Ιανουαρίου 1997, C‑383/95, Rutten (Συλλογή 1997, σ. I-57, σκέψη 18)· της 5ης Οκτωβρίου 1999, C‑420/97, Leathertex (Συλλογή 1999, σ. I-6747, σκέψη 31), και Besix, προπαρατεθείσα (σκέψη 27).