Language of document : ECLI:EU:T:2021:254

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 12ης Μαΐου 2021 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Αποδοχές – Προσωπικό της ΕΥΕΔ τοποθετημένο σε τρίτη χώρα – Άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ – Ετήσια αξιολόγηση της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης – Απόφαση περί μείωσης της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης για το προσωπικό που απασχολείται στην Αιθιοπία, από το 30 στο 25 % – Περιφερειακή συνοχή – Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση T‑119/17 RENV,

Ruben Alba Aguilera, κάτοικος Αντίς-Αμπέμπα (Αιθιοπία), και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα (1), εκπροσωπούμενοι από τον S. Orlandi, δικηγόρο,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), εκπροσωπούμενης από τους S. Marquardt και R. Spáč, επικουρούμενους από τους M. Troncoso Ferrer, C. García Fernández και F.‑M. Hislaire, δικηγόρους,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως ADMIN(2016) 7 της ΕΥΕΔ, της 19ης Απριλίου 2016, περί καθορισμού της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης (ΑΣΔ) που προβλέπεται στο άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ – Οικονομικό έτος 2016, κατά το μέρος που με αυτήν μειώθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 2016, η αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης η οποία καταβάλλεται στο προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει τοποθετηθεί στην Αιθιοπία,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, P. Nihoul και J. Martín y Pérez de Nanclares (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Νοεμβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο ΚΥΚ

1        Ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως (στο εξής: ΚΥΚ), διευκρινίζει στο άρθρο του 1β, στοιχείο αʹ, ότι, εκτός αν προβλέπεται άλλως στον ΚΥΚ, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) εξομοιώνεται, για την εφαρμογή του ΚΥΚ, με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2        Το άρθρο 101α του ΚΥΚ αποτελεί το μοναδικό άρθρο του τίτλου VIIIβ του κανονισμού αυτού. Προβλέπει ότι, «[μ]ε την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του [ΚΥΚ], το παράρτημα Χ θεσπίζει τις ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα».

3        Το άρθρο 110, παράγραφος 1, του ΚΥΚ προβλέπει ότι «[ο]ι γενικές διατάξεις για την εφαρμογή του [ΚΥΚ] εκδίδονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή προσωπικού και την επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης».

4        Το άρθρο 8 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα», ορίζει ότι «[η] αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να χορηγήσει σε υπάλληλο, με ειδική και αιτιολογημένη απόφαση, άδεια ανάπαυσης λόγω ιδιαιτέρων δυσχερών συνθηκών διαβίωσης στον τόπο υπηρεσίας. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή καθορίζει, για καθένα από τους τόπους αυτούς, την πόλη ή τις πόλεις όπου η άδεια αυτή μπορεί να ληφθεί».

5        Το άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«1.      Καθορίζεται αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης, ανάλογα με τον τόπο υπηρεσίας του υπαλλήλου, ως ποσοστό ενός ποσού αναφοράς. Αυτό το ποσό αναφοράς συνίσταται στο άθροισμα του βασικού μισθού, του επιδόματος αποδημίας, του επιδόματος στέγης και του επιδόματος για τα συντηρούμενα τέκνα, αφού αφαιρεθούν οι υποχρεωτικές κρατήσεις που προβλέπονται στον [KYK] ή στους κανονισμούς που εκδίδονται για την εκτέλεσή του.

Εφόσον ο υπάλληλος είναι τοποθετημένος σε χώρα όπου οι συνθήκες διαβίωσης μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες με εκείνες που υπάρχουν συνήθως μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν καταβάλλεται καμία αποζημίωση τέτοιου είδους.

Για τους άλλους τόπους υπηρεσίας, η αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης ορίζεται στη βάση, μεταξύ άλλων, των ακόλουθων παραμέτρων:

–        υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης,

–        ασφάλεια,

–        κλιματολογικές συνθήκες,

–        βαθμός απομόνωσης,

–        άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης.

Η αποζημίωση που ισχύει για κάθε τόπο υπηρεσίας αξιολογείται σε ετήσια βάση και, αν είναι σκόπιμο, αναπροσαρμόζεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού ζητηθεί η γνώμη της Επιτροπής Προσωπικού.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να αποφασίσει να χορηγήσει συμπληρωματική πριμοδότηση, επιπλέον της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης, σε περιπτώσεις όπου ο υπάλληλος είχε περισσότερες της μιας τοποθετήσεις σε τόπο εργασίας που θεωρείται δύσκολος ή πολύ δύσκολος. […]

2.      Όταν οι συνθήκες διαβίωσης στον τόπο υπηρεσίας θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα του υπαλλήλου, καταβάλλεται προσωρινά στον υπάλληλο, με ειδική και αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, μια συμπληρωματική αποζημίωση. […]

3.      Οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου αποφασίζονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή.»

 Ο ΚΛΠ

6        Το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως (στο εξής: ΚΛΠ), προβλέπει στο άρθρο 10, παράγραφος 5, ότι ο τίτλος VIIIβ του ΚΥΚ εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους έκτακτους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τρίτες χώρες.

7        Το άρθρο 118 του ΚΛΠ προβλέπει ότι το παράρτημα X του ΚΥΚ εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους συμβασιούχους που υπηρετούν σε τρίτες χώρες, εξαιρουμένου, σε ορισμένες περιπτώσεις, του άρθρου 21 του παραρτήματος αυτού. Η διάταξη αυτή αφορά την ανάληψη από το θεσμικό όργανο ορισμένων εξόδων που συνδέονται με τη στέγαση των υπαλλήλων στους τόπους υπηρεσίας.

 Αποφάσεις της ΕΥΕΔ

8        Στην απόφαση HR DEC(2013) 013 της Ύπατης Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης και τη συμπληρωματική αποζημίωση που προβλέπονται στο άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ (στο εξής: απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2013), η οποία αφορά τον ΚΥΚ και το ΚΛΠ, ιδίως δε το μνημονευόμενο στον τίτλο της άρθρο 10, επισημαίνεται ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή προσωπικού. Κατά τη μοναδική αιτιολογική σκέψη της, σκοπός της εν λόγω αποφάσεως είναι η χάραξη εσωτερικών κατευθυντήριων γραμμών, ιδίως σχετικά με την αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης (στο εξής: ΑΣΔ).

9        Το άρθρο 1 της αποφάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 2013 ορίζει ότι «οι παράμετροι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ αξιολογούνται από την [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή], η οποία μπορεί να βασιστεί, μεταξύ άλλων, σε πληροφορίες προερχόμενες από αξιόπιστες πηγές διεθνούς χαρακτήρα, δημόσιες ή ιδιωτικές, από τα κράτη μέλη, καθώς και από τις αντιπροσωπείες της Ένωσης και τις υπηρεσίες των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης».

10      Κατά το άρθρο 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 2013:

«Αφού ζητηθεί η γνώμη των επιτροπών προσωπικού της ΕΥΕΔ και της Επιτροπής, η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] καθορίζει τα ποσοστά της [ΑΣΔ] όσον αφορά τους διαφόρους τόπους υπηρεσίας. Τα ποσοστά αυτά κατανέμονται σε οκτώ κατηγορίες (0, 10, 15, 20, 25, 30, 35 και 40 %), ανάλογα με τις παραμέτρους […].

Δεν καταβάλλεται αποζημίωση τέτοιου είδους σε περίπτωση τοποθετήσεως σε χώρα όπου οι συνθήκες διαβίωσης μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες με τις συνήθεις συνθήκες διαβίωσης εντός της Ένωσης.»

11      Το άρθρο 7, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 2013 περιλαμβάνει ενδεικτικό κατάλογο των παραμέτρων που λαμβάνονται ειδικότερα υπόψη για τον καθορισμό της ΑΣΔ και οι παράμετροι αυτές αντιστοιχούν σε εκείνες του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. Το ίδιο άρθρο ορίζει στο τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο εδάφιό του τα εξής:

«Για κάθε παράμετρο η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] καθορίζει τον βαθμό δυσκολίας με αριθμό μορίων. Αυτά τα δεδομένα μεταφέρονται σε συγκριτικό πίνακα, από όπου προκύπτει μια τελική βαθμολόγηση η οποία, με τη σειρά της, αποτυπώνει το ποσοστό που ορίζεται για την [ΑΣΔ].

Η ΕΥΕΔ εκδίδει σε συμφωνία με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής, μετά από διαβούλευση με την τεχνική ομάδα [ΑΣΔ], κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμοζόμενη μεθοδολογία.

Η τεχνική ομάδα [ΑΣΔ] είναι μία ad hoc ομάδα συμβουλευτικής φύσεως που αποτελείται από μέλη της Διοίκησης και εκπροσώπους του προσωπικού της ΕΥΕΔ, αφενός, και της Επιτροπής, αφετέρου. Οι εκπρόσωποι του προσωπικού διορίζονται από την επιτροπή προσωπικού του οργάνου τους. Η τεχνική ομάδα [ΑΣΔ] αποφαίνεται με τη μορφή συστάσεων μετά από αίτημα της [αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής]. Καλείται ιδίως να γνωμοδοτήσει επί των αποφάσεων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3.»

12      Το άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 2013 προβλέπει ότι οι διατάξεις της εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στους εκτάκτους υπαλλήλους και στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

13      Βάσει της αποφάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 2013, και ιδίως των άρθρων της 2 και 7, καθώς και βάσει του παραρτήματος X του ΚΥΚ, ιδίως των άρθρων του 8 και 10, και κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή προσωπικού της ΕΥΕΔ και με την επιτροπή προσωπικού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκδόθηκε η απόφαση EEAS DEC(2014) 049 του εκτελούντος χρέη διοικητικού γενικού διευθυντή της ΕΥΕΔ, της 3ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζουν τη μεθοδολογία για τον προσδιορισμό, μεταξύ άλλων, των ΑΣΔ (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

14      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, των κατευθυντήριων γραμμών περιλαμβάνει κατάλογο με τις παραμέτρους οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της ΑΣΔ και είναι αντίστοιχες με εκείνες του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. Το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, των κατευθυντήριων γραμμών ορίζει τα εξής:

«2.      Κάθε παράμετρος πρέπει να αξιολογείται και βαθμολογείται ως εξής:

–        με 1 εφόσον οι συνθήκες διαβίωσης είναι αντίστοιχες με εκείνες που επικρατούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση,

–        με 2 εφόσον οι συνθήκες διαβίωσης είναι μάλλον δύσκολες σε σύγκριση με εκείνες που επικρατούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση,

–        με 3 εφόσον οι συνθήκες διαβίωσης είναι δύσκολες σε σύγκριση με εκείνες που επικρατούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση,

–        με 4 εφόσον οι συνθήκες διαβίωσης είναι πολύ δύσκολες σε σύγκριση με εκείνες που επικρατούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση,

–        5 εφόσον οι συνθήκες διαβίωσης είναι εξαιρετικά δύσκολες σε σύγκριση με εκείνες που επικρατούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

3.      Η συνολική βαθμολογία που προκύπτει από την αξιολόγηση αυτή μπορεί να προσαρμόζεται με βάση τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 3, [στάδιο] 3. Η ανώτατη συνολική βαθμολογία μιας χώρας μπορεί να είναι 25 μονάδες. Η [ΑΣΔ] θα καθορίζεται σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:

–        […]

–        25 % όταν η βαθμολογία είναι 12 ή 13 [μονάδες]

–        30 % όταν η βαθμολογία είναι 14 ή 15 [μονάδες]

–        […]».

15      Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 5, των κατευθυντήριων γραμμών έχει ως εξής:

«1.      Υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης

Ο βαθμός για την παράμετρο “υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης” καθορίζεται βάσει του συγκριτικού “υγειονομικού χάρτη” που εκδίδεται από την “International SOS” και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, βάσει άλλων πληροφοριών προερχόμενων από αξιόπιστες διεθνείς πηγές, δημόσιες ή ιδιωτικές.

Ο “υγειονομικός χάρτης” της “International SOS” κατατάσσει τα συστήματα υγείας των χωρών αξιολογώντας ευρύ φάσμα παραγόντων, όπως το επίπεδο των διαθέσιμων ιατρικών και οδοντιατρικών υπηρεσιών, την πρόσβαση σε συνταγογραφούμενα φάρμακα, την παρουσία σοβαρών λοιμωδών νοσημάτων και την ύπαρξη πολιτισμικών, γλωσσικών ή διοικητικών φραγμών, σύμφωνα με κλίμακα πέντε κλιμακίων που κυμαίνονται από τον “χαμηλό κίνδυνο” έως τον “σοβαρό κίνδυνο”.

[…]

5.      Άλλες τοπικές συνθήκες [διαβίωσης]

Ο βαθμός για την παράμετρο “Άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης” καθορίζεται βάσει των στοιχείων που παρέχουν οι αντιπροσωπείες με τις απαντήσεις τους σε ερωτηματολόγιο και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, βάσει άλλων πληροφοριών προερχόμενων από αξιόπιστες διεθνείς πηγές, δημόσιες ή ιδιωτικές.

Τα στοιχεία που πρέπει να γνωστοποιήσουν οι αντιπροσωπείες αφορούν:

–        τις συνθήκες εφοδιασμού,

–        τις δημόσιες υπηρεσίες,

–        τις σχολικές υποδομές για τα παιδιά του προσωπικού,

–        τις ευκαιρίες εργασίας για τους/τις συζύγους,

–        τις αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες.»

16      Το άρθρο 3 των κατευθυντήριων γραμμών, το οποίο φέρει τον τίτλο «Το σύστημα σε 3 στάδια», ορίζει τα εξής:

«Η αξιολόγηση των χωρών είναι οργανωμένη σε 3 στάδια:

1.      Πρώτη αξιολόγηση ανά χώρα σε διοικητικό επίπεδο

2.      Ενδιάμεση αξιολόγηση: έλεγχος της πρώτης αξιολόγησης για να εξεταστεί με γνώμονα την περιφερειακή συνοχή και να γίνει σύγκριση με παρόμοιες χώρες ([…] μαζί με τις υπηρεσίες της ΕΥΕΔ και τις γεωγραφικές υπηρεσίες της Επιτροπής).

3.      Τελική αξιολόγηση και σύγκριση με τα δεδομένα των κρατών μελών μετά από διαβούλευση με τη συντονιστική επιτροπή για τις αντιπροσωπείες EUDEL.

Στάδιο 1: η πρώτη αξιολόγηση.

Οι διοικητικές υπηρεσίες προετοιμάζουν αρχική αξιολόγηση για κάθε παράμετρο, βαθμολογώντας από 1 έως 5 σύμφωνα με το σύστημα που περιγράφεται στο άρθρο 2. Τα αποτελέσματα καταχωρούνται σε συγκριτικό πίνακα και γίνεται εκτίμηση των δημοσιονομικών επιπτώσεων.

Στάδιο 2: ο έλεγχος της αξιολόγησης με γνώμονα την περιφερειακή συνοχή και κατόπιν σύγκρισης με παρόμοιες χώρες.

Κατά την αξιολόγηση των περιφερειών λαμβάνονται υπόψη οι ομοιότητες ή οι διαφορές των περιοχών, οι ειδικοί παράγοντες απομόνωσης και οι τοπικές συνθήκες διαβίωσης που είναι συγκρίσιμες στην περιοχή. Οι γεωγραφικές υπηρεσίες εξετάζουν κατά πόσον τα αποτελέσματα του σταδίου 1 φαίνονται εύλογα, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης στην περιοχή. Ομοίως, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, επαληθεύονται τα αποτελέσματα μεταξύ συγκρίσιμων χωρών (συγκρίσιμων από πλευράς μεγέθους, ανάπτυξης, αναπτυξιακών προοπτικών, χωρών του ΟΟΣΑ, μικρής έκτασης περιοχών ή νησιών).

Το στάδιο 2 ολοκληρώνεται με την κατάρτιση εκθέσεως η οποία περιλαμβάνει σύνοψη των απόψεων που διατυπώθηκαν, καθώς και εκτίμηση των δημοσιονομικών επιπτώσεων.

Στάδιο 3: η τελική αξιολόγηση.

Στο πλαίσιο της τελικής αξιολόγησης, τα ενδιάμεσα αποτελέσματα μετά την ολοκλήρωση του σταδίου 1 και του σταδίου 2 τίθενται στη διάθεση της συντονιστικής επιτροπής για τις αντιπροσωπείες EUDEL. Σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, η συντονιστική επιτροπή για τις αντιπροσωπείες EUDEL προβαίνει σε συγκριτική ανάλυση και εκδίδει την τελική αξιολόγηση:

–        εξετάζοντας πόσο συνεπείς είναι οι βαθμοί που συγκεντρώθηκαν με άλλα πρότυπα σύγκρισης δυσχερειών τα οποία καταρτίζονται από κάθε κράτος μέλος ή άλλα πρότυπα σύγκρισης δυσχερειών, του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα,

–        εξετάζοντας διεξοδικά αν, στο πλαίσιο των ενδιάμεσων αποτελεσμάτων του σταδίου 1 και του σταδίου 2, ελήφθησαν επαρκώς υπόψη οι στόχοι γενικής πολιτικής, τα προβλήματα στην πρόσληψη προσωπικού και άλλα στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στις κλασικές παραμέτρους, όπως ασυνήθιστες έκτακτες καταστάσεις (επιδημία, κρίσεις κ.λπ.).

Οι βαθμοί μπορούν να αναπροσαρμοστούν κατά την τελική αξιολόγηση. Συντάσσεται τελική έκθεση η οποία περιλαμβάνει περιγραφή των διαδικασιών και των αποτελεσμάτων, αιτιολογία για τους βαθμούς που τυχόν αναπροσαρμόστηκαν και εκτίμηση των δημοσιονομικών επιπτώσεων.»

17      Το άρθρο 4 των κατευθυντήριων γραμμών ορίζει τα εξής:

«Σύμφωνα με το άρθρο 7 της [αποφάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 2013], πρέπει να ζητηθεί η γνώμη της τεχνικής ομάδας [ΑΣΔ].

Η [αρμόδια για τους διορισμούς αρχή] καθορίζει την [ΑΣΔ] που εφαρμόζεται στους διάφορους τόπους υπηρεσίας.»

18      Το άρθρο 5 των κατευθυντήριων γραμμών έχει ως εξής:

«Σύμφωνα με το άρθρο 8 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, η [α]ρμόδια για τους διορισμούς αρχή μπορεί να χορηγήσει άδεια ανάπαυσης λόγω ιδιαίτερων δυσχερών συνθηκών διαβίωσης στον τόπο υπηρεσίας. Άδεια ανάπαυσης χορηγείται σύμφωνα με τη βαθμολογία [που συγκεντρώνεται για τον καθορισμό της ΑΣΔ] και την ακόλουθη κλίμακα:

–        1 [ημέρα] άδεια ανάπαυσης για βαθμολογία άνω των 13 [μονάδων], αλλά κατώτερη ή ίση των 17 [μονάδων]

[…]».

 Το ιστορικό της διαφοράς

19      Οι προσφεύγοντες, ήτοι ο Ruben Alba Aguilera και τα λοιπά πρόσωπα των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα, είναι μόνιμοι υπάλληλοι ή μέλη του λοιπού προσωπικού, έκτακτοι ή συμβασιούχοι υπάλληλοι, της Ένωσης τοποθετημένοι στην Αιθιοπία κατά τον χρόνο έκδοσης της αποφάσεως που μνημονεύεται στη σκέψη 20 κατωτέρω.

20      Στις 19 Απριλίου 2016, ο αρμόδιος για τον προϋπολογισμό και τη διοίκηση γενικός διευθυντής της ΕΥΕΔ εξέδωσε την απόφαση ADMIN(2016) 7, σχετικά με τον καθορισμό της ΑΣΔ που προβλέπεται στο άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ – Οικονομικό έτος 2016 [ADMIN(2016) 7] (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία αναπροσαρμόστηκε ο συντελεστής της ΑΣΔ που καταβάλλεται στο προσωπικό το οποίο είναι τοποθετημένο σε τρίτα κράτη, από 1ης Ιανουαρίου 2016. Με την απόφαση αυτή, ο συντελεστής της ΑΣΔ ο οποίος ισχύει για το προσωπικό της Ένωσης που είναι τοποθετημένο στην αντιπροσωπεία της στην Αιθιοπία μειώθηκε από 30 σε 25 % του ποσού αναφοράς.

21      Την ίδια ημέρα, ο αρμόδιος για τον προϋπολογισμό και τη διοίκηση γενικός διευθυντής της ΕΥΕΔ εξέδωσε απόφαση σχετικά με τη χορήγηση άδειας αναπαύσεως στους μονίμους υπαλλήλους, τους εκτάκτους υπαλλήλους και τους συμβασιούχους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτα κράτη. Δυνάμει του άρθρου 5 των κατευθυντήριων γραμμών, η μείωση του συντελεστή της ΑΣΔ ο οποίος ισχύει για το προσωπικό της Ένωσης που είναι τοποθετημένο στην Αιθιοπία είχε ως συνέπεια, για τους προσφεύγοντες, την απώλεια του δικαιώματος σε άδεια αναπαύσεως.

22      Μεταξύ της 13ης και της 18ης Ιουλίου 2016, οι προσφεύγοντες άσκησαν ατομικά, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητικές ενστάσεις κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως ενώπιον της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) ή της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχής (στο εξής: ΑΣΣΠΑ), προσβάλλοντας τη μείωση, από 1ης Ιανουαρίου 2016, του συντελεστή της ΑΣΔ ο οποίος ισχύει για το προσωπικό της Ένωσης που είναι τοποθετημένο στην Αιθιοπία.

23      Στις 9 Νοεμβρίου 2016, η ΑΔΑ, με μία ενιαία απόφαση, απέρριψε τις διοικητικές ενστάσεις των προσφευγόντων (στο εξής: απορριπτική απόφαση επί των διοικητικών ενστάσεων).

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

24      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Φεβρουαρίου 2017, οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή‑αγωγή με αίτημα, πρώτον, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που με αυτή μειώθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 2016, ο συντελεστής της ΑΣΔ ο οποίος ισχύει για το προσωπικό της Ένωσης που είναι τοποθετημένο στην Αιθιοπία από 30 σε 25 % του ποσού αναφοράς, δεύτερον, να υποχρεωθεί η ΕΥΕΔ να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό το οποίο θα καθοριζόταν ex aequo et bono από το Γενικό Δικαστήριο προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι προσφεύγοντες και, τρίτον, να καταδικαστεί η ΕΥΕΔ στα δικαστικά έξοδα.

25      Προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός τους, οι προσφεύγοντες προέβαλαν τρεις λόγους. Ο πρώτος λόγος αφορούσε παράβαση της υποχρεώσεως θεσπίσεως γενικών εκτελεστικών διατάξεων (στο εξής: ΓΕΔ) για το άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. O δεύτερος λόγος αφορούσε παράβαση του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, στον βαθμό που λαμβάνεται υπόψη η αρχή της περιφερειακής συνοχής στο πλαίσιο της μεθόδου την οποία χρησιμοποιεί η ΕΥΕΔ στις κατευθυντήριες γραμμές για τον καθορισμό του ποσού της ΑΣΔ ανά τόπο υπηρεσίας. Τέλος, ο τρίτος λόγος αφορούσε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως των παραμέτρων του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ κατά τον καθορισμό του ποσού της επίμαχης ΑΣΔ.

26      Με την απόφαση της 13ης Απριλίου 2018, Alba Aguilera κ.λπ. κατά ΕΥΕΔ (T‑119/17, στο εξής: αρχική απόφαση, EU:T:2018:183), το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε ενώπιόν του και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που είχε ζητηθεί, χωρίς να χρειαστεί να προχωρήσει στην εξέταση του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Επιπλέον, απέρριψε το αποζημιωτικό αίτημα και καταδίκασε την ΕΥΕΔ στα δικαστικά έξοδα.

27      Στις 26 Ιουνίου 2018, η ΕΥΕΔ άσκησε αναίρεση κατά της αρχικής αποφάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Με την αίτηση αναιρέσεως, η ΕΥΕΔ ζήτησε την αναίρεση της αρχικής αποφάσεως κατά το μέρος που με αυτήν ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και, κατά συνέπεια, η ίδια καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα. Η ΕΥΕΔ δεν αναφέρθηκε, με την αίτηση αναιρέσεως, στο κεφάλαιο του σκεπτικού της αρχικής αποφάσεως στο οποίο το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αποζημιωτικό αίτημα. Επομένως, δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες δεν άσκησαν ανταναίρεση, οι κρίσεις στην αρχική απόφαση όσον αφορά το αποζημιωτικό αίτημα έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

28      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η ΕΥΕΔ προέβαλε δύο λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο μεν πρώτος αφορoύσε νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία του άρθρου 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, στον βαθμό που κρίθηκε ότι η εκεί προβλεπόμενη υποχρέωση θεσπίσεως ΓΕΔ σύμφωνα με το άρθρο 110 του ΚΥΚ ισοδυναμεί με υποχρέωση θεσπίσεως ΓΕΔ για το σύνολο του παραρτήματος αυτού, ο δε δεύτερος αφορούσε νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία του άρθρου 10 του εν λόγω παραρτήματος, στον βαθμό που κρίθηκε ότι πρόκειται για διάταξη τόσο ασαφή και αόριστη ώστε ελλοχεύει ο κίνδυνος αυθαίρετης εφαρμογής της, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η θέσπιση ΓΕΔ.

29      Με την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2020, ΕΥΕΔ κατά Alba Aguilera κ.λπ. (C-427/18 P, στο εξής: αναιρετική απόφαση, EU:C:2020:109), το Δικαστήριο έκανε δεκτό τον πρώτο από τους λόγους αναιρέσεως τους οποίους είχε προβάλει η ΕΥΕΔ και αποφάνθηκε, ειδικότερα, ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι το άρθρο 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ συνιστά διάταξη που επιβάλλει ρητώς υποχρέωση θεσπίσεως ΓΕΔ για το σύνολο των διατάξεων του παραρτήματος αυτού και συνάγοντας εξ αυτού το συμπέρασμα ότι η ΕΥΕΔ όφειλε να έχει θεσπίσει ΓΕΔ για το άρθρο 10 του προαναφερθέντος παραρτήματος, ειδάλλως δεν μπορούσε να εκδώσει νομίμως την προσβαλλόμενη απόφαση (αναιρετική απόφαση, σκέψη 83).

30      Tο Δικαστήριο έκρινε όμως ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στηριζόταν σε εσφαλμένη ερμηνεία της αρχικής αποφάσεως και τον απέρριψε ως αβάσιμο. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επ’ αυτού ότι οι κρίσεις του Γενικού Δικαστηρίου στην αρχική απόφαση δεν αφορούσαν τη φύση του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ (αναιρετική απόφαση, σκέψεις 93 και 94).

31      Δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως ήταν βάσιμος, κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο αναίρεσε εν μέρει την αρχική απόφαση. Στη συνέχεια, στο μέτρο που, με την αρχική απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο είχε κάνει δεκτό τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που είχαν προβάλει οι προσφεύγοντες χωρίς να εξετάσει τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαφορά δεν ήταν ώριμη προς εκδίκαση και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Τέλος, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων στο πλαίσιο της παρούσας δίκης κατόπιν αναπομπής

32      Με έγγραφο της 2ας Μαρτίου 2020, ο Γραμματέας του Γενικού Δικαστηρίου ενημέρωσε, σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, τους προσφεύγοντες ότι διέθεταν προθεσμία δύο μηνών, παρεκτεινόμενη λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες, από την επίδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως για να υποβάλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους σχετικά με τα συμπεράσματα που θα πρέπει να αντληθούν από την αναιρετική απόφαση για την επίλυση της διαφοράς.

33      Η ΕΥΕΔ και οι προσφεύγοντες κατέθεσαν τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί των συμπερασμάτων που θα πρέπει να συναχθούν από την αναιρετική απόφαση στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Μαΐου 2020.

34      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε, στις 30 Σεπτεμβρίου 2020, από τους διαδίκους να απαντήσουν σε σειρά ερωτήσεων και από την ΕΥΕΔ να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι απάντησαν στις ερωτήσεις και ανταποκρίθηκαν στο αίτημα προσκομίσεως εγγράφων εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

35      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Νοεμβρίου 2020.

36      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που με αυτήν μειώθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 2016, η ΑΣΔ η οποία καταβάλλεται στο προσωπικό της Ένωσης που είναι τοποθετημένο στην Αιθιοπία·

–        να καταδικάσει την ΕΥΕΔ στα δικαστικά έξοδα.

37      Η ΕΥΕΔ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα της αρχικής, της αναιρετικής και της κατόπιν αναπομπής δίκης.

 Σκεπτικό

38      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως θεσπίσεως ΓΕΔ για το άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. O δεύτερος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, στον βαθμό που λαμβάνεται υπόψη η αρχή της περιφερειακής συνοχής στο πλαίσιο της μεθόδου την οποία χρησιμοποιεί η ΕΥΕΔ στις κατευθυντήριες γραμμές για τον καθορισμό του ποσού της ΑΣΔ ανά τόπο υπηρεσίας. Τέλος, ο τρίτος λόγος αφορά πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως των παραμέτρων του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ κατά τον καθορισμό του ποσού της επίμαχης ΑΣΔ.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως θεσπίσεως ΓΕΔ όσον αφορά το άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

39      Ως προκαταρκτική παρατήρηση, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να κρίνει, ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υποθέσεως, αν είναι δικαιολογημένη, από την άποψη της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η επί της ουσίας απόρριψη του λόγου ακυρώσεως, χωρίς να αποφανθεί προηγουμένως επί του παραδεκτού αυτού (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2002, Συμβούλιο κατά Boehringer, C‑23/00 P, EU:C:2002:118, σκέψεις 51 και 52, και της 5ης Απριλίου 2017, Γαλλία κατά Επιτροπής, T-344/15, EU:T:2017:250, σκέψη 92).

40      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, πρέπει να εξεταστεί το βάσιμο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως χωρίς προηγούμενη απόφαση επί του παραδεκτού του, το οποίο αμφισβητεί η ΕΥΕΔ ισχυριζόμενη ότι τα επιχειρήματα προς στήριξή του προβλήθηκαν μετά την έκδοση της αναιρετικής αποφάσεως, δεδομένου ότι ο λόγος αυτός είναι, εν πάση περιπτώσει και για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω, απορριπτέος επί της ουσίας.

41      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος αυθαίρετης εφαρμογής του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ λόγω της ασάφειας και της αοριστίας που χαρακτηρίζει τη διάταξη αυτή, με αποτέλεσμα να καθίσταται υποχρεωτική, κατά την άποψή τους, η θέσπιση ΓΕΔ.

42      Πρώτον, θεωρούν κατ’ ουσίαν ότι, στο πλαίσιο της νομοθετικής εξέλιξης του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, ο ενδεικτικός χαρακτήρας του καταλόγου παραμέτρων της παραγράφου 1, τρίτο εδάφιο, του άρθρου αυτού, καθώς και το γεγονός ότι η ΑΔΑ ή η ΑΣΣΠΑ διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια για τον καθορισμό της ΑΣΔ αποτελούν περιστάσεις που επιβάλλουν τη θέσπιση ΓΕΔ. Ειδικότερα, η ευρεία αυτή διακριτική ευχέρεια περιλαμβάνει, κατά τους προσφεύγοντες, τον καθορισμό της χρησιμοποιούμενης μεθόδου, των παραμέτρων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και των αντίστοιχων βαθμών τους, καθώς και των συντελεστών και των ποσοστών που εφαρμόζονται για τον καθορισμό της ΑΣΔ.

43      Δεύτερον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι το γεγονός ότι το άρθρο 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ προβλέπει ότι η ΑΔΑ καθορίζει τους «λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής» του άρθρου αυτού δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να λαμβάνουν οι λεπτομερείς αυτοί κανόνες τη μορφή ΓΕΔ, όσον αφορά τον καθορισμό της ΑΣΔ.

44      Συναφώς, εκτιμούν κατ’ ουσίαν ότι, εφόσον το άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ προβλέπει διάφορα είδη αποζημιώσεων ή πριμοδοτήσεων για τη χορήγηση των οποίων απαιτείται η έκδοση διαφόρων ειδών αποφάσεων, η θέσπιση ΓΕΔ δεν απαιτείται ως προς το σύνολο της διατάξεως αυτής. Κατά τους προσφεύγοντες, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να εξηγεί γιατί ο νομοθέτης καθιερώνει υποχρέωση της ΑΔΑ ή της ΑΣΣΠΑ να θεσπίσουν «λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής». Ειδικότερα, οι προσφεύγοντες παρατηρούν ότι το άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ προβλέπει, στην παράγραφο 1, πέμπτο εδάφιο, συμπληρωματική πριμοδότηση στην περίπτωση που ο υπάλληλος είχε περισσότερες από μία τοποθετήσεις σε τόπο εργασίας που θεωρείται δύσκολος ή πολύ δύσκολος και, στην παράγραφο 2, συμπληρωματική αποζημίωση όταν οι συνθήκες διαβίωσης στον τόπο υπηρεσίας θέτουν σε κίνδυνο τη σωματική ασφάλεια του υπαλλήλου. Κατά τους προσφεύγοντες, σε αντίθεση με τις αποφάσεις που αφορούν την ΑΣΔ, η χορήγηση των συμπληρωματικών αυτών πριμοδοτήσεων και αποζημιώσεων αποτελεί αντικείμενο ατομικών αποφάσεων για τις οποίες δεν απαιτείται η θέσπιση ΓΕΔ.

45      Τρίτον, οι προσφεύγοντες εκτιμούν ότι το γεγονός ότι ζητείται η γνώμη της επιτροπής προσωπικού πριν από την ετήσια αναπροσαρμογή της ΑΣΔ δεν εμποδίζει την ΑΔΑ ή την ΑΣΣΠΑ να θεσπίσουν, εκ των προτέρων, ΓΕΔ για τη διάταξη αυτή, αφού γνωμοδοτήσουν η επιτροπή προσωπικού και η επιτροπή ΚΥΚ. Περαιτέρω, οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι η γνώμη της επιτροπής ΚΥΚ είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των συνθηκών διαβίωσης που επικρατούν σε τρίτες χώρες καθορίζονται κατά τρόπο αφηρημένο και ανεξάρτητο από κάθε άλλη διαδικασία η οποία έχει ως αντικείμενο την αναπροσαρμογή της ΑΣΔ, ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος να επηρεάζονται τα κριτήρια αυτά από κάποιο αποτέλεσμα που ενδεχομένως επιδιώκει η Διοίκηση.

46      Τέλος, τέταρτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η έκδοση της αποφάσεως ADMIN(2018) 35 της Ύπατης Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, της 20ής Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση γενικών εκτελεστικών διατάξεων σχετικά με την αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης και με τη συμπληρωματική αποζημίωση που προβλέπονται στο άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ (στο εξής: ΓΕΔ του 2018), επιβεβαιώνει την επιχειρηματολογία τους. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται κατ’ ουσίαν ότι, μολονότι η ΕΥΕΔ είχε κρίνει ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να θεσπίσει ΓΕΔ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, εντούτοις, θεσπίζοντας τελικώς τις ΓΕΔ του 2018, αναγνώρισε εμμέσως πλην σαφώς ότι όφειλε να το πράξει, στο μέτρο που συνέτρεχε κίνδυνος αυθαίρετης εφαρμογής του άρθρου 10 του εν λόγω παραρτήματος.

47      Η ΕΥΕΔ αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

48      Από τη νομολογία προκύπτει ότι, ελλείψει ρητής προβλέψεως, η υποχρέωση θεσπίσεως ΓΕΔ υποκείμενων στις τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 110 του ΚΥΚ μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται μόνον κατ’ εξαίρεση, ήτοι όταν οι διατάξεις του ΚΥΚ είναι ασαφείς και αόριστες σε τέτοιο βαθμό ώστε να ελλοχεύει ο κίνδυνος αυθαίρετης εφαρμογής τους (πρβλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 2016, Vanhalewyn κατά Επιτροπής, T-792/14 P, EU:T:2016:156, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Πρέπει να υπογραμμιστεί ο εξαιρετικός χαρακτήρας της υποχρεώσεως θεσπίσεως εκτελεστικών μέτρων που υπόκεινται στις τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 110 του ΚΥΚ. Επισημαίνεται δε ότι η νομολογία έχει δεχθεί ότι ο ΚΥΚ εμφανίζει κενά που επιτρέπουν στα θεσμικά όργανα ορισμένη ελευθερία, η οποία όμως περιορίζεται από την υποχρέωση διασφάλισης της υπεράσπισης του ενδιαφερομένου υπό δίκαιους όρους (απόφαση της 8ης Ιουλίου 1965, Willame κατά Επιτροπής, 110/63, EU:C:1965:71, σ. 815).

50      Επομένως, εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ είναι ασαφές και αόριστο σε τέτοιο βαθμό ώστε να ελλοχεύει ο κίνδυνος αυθαίρετης εφαρμογής του.

51      Κατά το Γενικό Δικαστήριο, τα επιχειρήματα των προσφευγόντων πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αναφέρονται στο άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ μόνο στον βαθμό που αυτό διέπει την ΑΣΔ, και όχι όσον αφορά τη συμπληρωματική πριμοδότηση και τη συμπληρωματική αποζημίωση οι οποίες προβλέπονται, αντιστοίχως, στην παράγραφο 1, πέμπτο εδάφιο, και στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου.

52      Πρώτον, διαπιστώνεται ότι οι παράμετροι που μνημονεύονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, έστω και αν δεν απαριθμούνται εξαντλητικώς, είναι σαφείς και ακριβείς. Πράγματι, οι υγειονομικές συνθήκες και οι συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης, οι συνθήκες ασφαλείας, οι κλιματολογικές συνθήκες και ο βαθμός απομόνωσης αποτελούν όλα συγκεκριμένα και αρκούντως αντικειμενικά στοιχεία, με συνέπεια να μην επιδέχονται αυθαίρετη εφαρμογή ως κριτήρια.

53      Όσον αφορά τις «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης», μολονότι είναι αληθές ότι η παράμετρος αυτή δεν προσδιορίζεται επακριβώς στο άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, ωστόσο προκύπτει ότι το περιεχόμενό της μπορεί να προσδιοριστεί διότι σκοπός της είναι να διευκολύνει τη σύγκριση των συνθηκών διαβίωσης που επικρατούν στους τόπους υπηρεσίας με τις συνήθεις συνθήκες διαβίωσης εντός της Ένωσης.

54      Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τον ενδεικτικό χαρακτήρα του καταλόγου των παραμέτρων. Πράγματι, ο ιδιαίτερος σκοπός των παραμέτρων, ο οποίος έγκειται στη σύγκριση συνθηκών διαβίωσης, συνεπάγεται ότι αυτές πρέπει να καθιστούν δυνατή μια τέτοια σύγκριση. Το γεγονός αυτό περιορίζει τις δυνατές επιλογές και συμβάλλει στην αποφυγή της αυθαίρετης εφαρμογής των εν λόγω παραμέτρων.

55      Δεύτερον, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας M. Szpunar με τις προτάσεις του στην υπόθεση ΕΥΕΔ κατά Alba Aguilera κ.λπ. (C-427/18 P, EU:C:2019:866, σκέψη 69), το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος X του ΚΥΚ, κατά το οποίο η ΑΔΑ «καθορίζει τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου». Οι δε καθοριζόμενοι από την ΑΔΑ λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του ως άνω άρθρου, και ειδικότερα της παραγράφου 1, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, μπορούν να θεωρηθούν ως αφηρημένοι και ανεξάρτητοι από τη διαδικασία που έχει ως αντικείμενο να διαπιστωθεί, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, αν οι συνθήκες διαβίωσης οι οποίες επικρατούν σε μια χώρα είναι αντίστοιχες με τις συνήθεις συνθήκες διαβίωσης εντός της Ένωσης.

56      Τέλος, τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο καθορισμός της ΑΣΔ αξιολογείται σε ετήσια βάση και, αν είναι σκόπιμο, αυτή αναπροσαρμόζεται, αφότου ζητηθεί η γνώμη της επιτροπής προσωπικού. Η περιοδικότητα των αξιολογήσεων και η ανάμειξη των εκπροσώπων του προσωπικού στο οποίο καταβάλλεται η ΑΣΔ και το οποίο μπορεί, εξ αυτού του λόγου, να επηρεάζεται άμεσα από ενδεχόμενη αναπροσαρμογή της ΑΣΔ συνιστούν, επίσης, εγγυήσεις προς αποτροπή του κινδύνου αυθαίρετης εφαρμογής του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

57      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ως προς το άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, στον βαθμό που διέπει την ΑΣΔ, ότι δεν επιβάλλεται η κατ’ εξαίρεση θέσπιση ΓΕΔ κατά την έννοια της προαναφερθείσας στη σκέψη 48 νομολογίας, λαμβανομένων υπόψη του γράμματος του άρθρου αυτού, των σκοπών του και των διαδικαστικών εγγυήσεων τις οποίες προβλέπει για την αναπροσαρμογή της ΑΣΔ, σε ετήσια βάση και αφού ζητηθεί η γνώμη της επιτροπής προσωπικού.

58      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα των προσφευγόντων.

59      Επισημαίνεται ειδικότερα ότι, κατά την αναιρετική απόφαση, προκύπτει σαφώς από την τελευταία νομοθετική εξέλιξη του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ και του άρθρου 110 του ΚΥΚ ότι, αν ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να επιβάλει τη θέσπιση ΓΕΔ, και όχι λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 10, όταν απλοποίησε το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, θα το είχε ορίσει ρητώς (αναιρετική απόφαση, σκέψη 81).

60      Επιπλέον, μολονότι, όπως ορθώς υπογραμμίζουν οι προσφεύγοντες, το γεγονός ότι το άρθρο 10, παράγραφος 3, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ επιβάλλει τη θέσπιση «λεπτομερών κανόνων εφαρμογής» της διατάξεως αυτής δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται οι ως άνω λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής να λάβουν τη μορφή ΓΕΔ κατά την έννοια του άρθρου 110 του ΚΥΚ, εντούτοις η συγκεκριμένη μορφή είναι επιβεβλημένη μόνο σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι κάποια από τις διατάξεις του εν λόγω παραρτήματος είναι ασαφής και αόριστη σε τέτοιο βαθμό ώστε να ελλοχεύει ο κίνδυνος αυθαίρετης εφαρμογής της. Όμως, όπως έγινε δεκτό στη σκέψη 57 ανωτέρω, τούτο δεν ισχύει όσον αφορά το άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, στον βαθμό που διέπει την ΑΣΔ.

61      Εξάλλου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η θέσπιση των ΓΕΔ του 2018 επιβεβαιώνει ότι το άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ επιδέχεται αυθαίρετη εφαρμογή και, ως εκ τούτου, καθιστά αναγκαία τη θέσπιση ΓΕΔ. Συναφώς, από τις απαντήσεις της ΕΥΕΔ στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι η θέσπιση των ΓΕΔ του 2018 αποσκοπούσε στη συμμόρφωση προς τη μέχρι τότε πάγια νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία όμως κατόπιν μεταστράφηκε, αφότου θεσπίστηκαν οι ΓΕΔ του 2018, με την αναιρετική απόφαση. Κατά τη νομολογία εκείνη, οι μεν διατάξεις του άρθρου 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ θεωρούνταν ως γενικής ισχύος, οι δε ΓΕΔ των οποίων τη θέσπιση προβλέπει το άρθρο αυτό αφορούσαν το σύνολο του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ (αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 2016, Vanhalewyn κατά ΕΥΕΔ, T‑792/14 P, EU:T:2016:156, σκέψη 25). Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι σε καμία από τις αιτιολογικές σκέψεις των ΓΕΔ του 2018 δεν γίνεται λόγος για ασάφεια ή αοριστία του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, την οποία επιδιώκουν να θεραπεύσουν οι ΓΕΔ. Αντιθέτως, το γεγονός ότι η αιτιολογική σκέψη 4 των ΓΕΔ του 2018 κάνει λόγο για «λεπτομέρειες εφαρμογής» του άρθρου 10 υποδηλώνει ότι η ΕΥΕΔ θα μπορούσε να αποφασίσει, ελλείψει οποιασδήποτε σχετικής υποχρέωσης, ότι αυτές οι «λεπτομέρειες εφαρμογής» θα λάμβαναν, εν πάση περιπτώσει, τη μορφή ΓΕΔ υποκείμενων στις διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου 110 του ΚΥΚ (πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση ΕΥΕΔ κατά Alba Aguilera κ.λπ., C‑427/18 P, EU:C:2019:866, σημείο 53).

62      Τέλος, είναι επίσης απορριπτέο το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η γνώμη της επιτροπής ΚΥΚ είναι αναγκαία. Πράγματι, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, για τη θέσπιση κανόνων αφηρημένων και ανεξάρτητων από τη διαδικασία που έχει ως αντικείμενο την αναπροσαρμογή του ποσού της ΑΣΔ δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην η γνώμη της επιτροπής ΚΥΚ. Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι ΓΕΔ του 2018, για τις οποίες ζητήθηκε η γνώμη της επιτροπής ΚΥΚ, έχουν, κατ’ ουσίαν, το ίδιο περιεχόμενο με την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2013 και τις κατευθυντήριες γραμμές.

63      Κατόπιν των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το παραδεκτό του.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, στον βαθμό που λαμβάνεται υπόψη η αρχή της περιφερειακής συνοχής στο πλαίσιο της μεθόδου την οποία χρησιμοποιεί η ΕΥΕΔ στις κατευθυντήριες γραμμές για τον καθορισμό του ποσού της ΑΣΔ ανά τόπο υπηρεσίας

64      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, βάσει του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, ο συντελεστής της ΑΣΔ πρέπει να αντανακλά τις μικρότερες ή μεγαλύτερες δυσκολίες του περιβάλλοντος στις οποίες εκτίθενται οι μόνιμοι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που έχουν τοποθετηθεί σε τρίτη χώρα όπου οι συνθήκες διαβίωσης δεν είναι αντίστοιχες με τις συνήθεις συνθήκες διαβίωσης εντός της Ένωσης.

65      Εκτιμούν ότι, μέσω του δεύτερου σταδίου που προβλέπεται στο άρθρο 3 των κατευθυντήριων γραμμών, στο πλαίσιο του οποίου ελέγχεται αν οι βαθμολογίες που συγκεντρώνει κάθε αντιπροσωπεία παρουσιάζουν συνοχή από περιφερειακής απόψεως, η ΕΥΕΔ δεν προβαίνει πλέον σε αξιολόγηση των συνθηκών διαβίωσης μόνο σε συνάρτηση με τον τόπο υπηρεσίας, αλλά σε συνάρτηση με την περιοχή στην οποία βρίσκεται η αντιπροσωπεία της Ένωσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ΕΥΕΔ σχετικοποιεί την εκτίμηση των παραμέτρων του άρθρου 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και ευνοεί τη συγκριτική, αυθαίρετη και υποκειμενική ανάλυση των διαφόρων τόπων υπηρεσίας που βρίσκονται στην ίδια περιοχή. Επιπλέον, θεωρούν ότι το γεγονός ότι η αρχή της περιφερειακής συνοχής εφαρμόζεται μετά τη συγκεκριμένη αξιολόγηση των συνθηκών διαβίωσης σε κάθε τόπο υπηρεσίας είναι ικανό να στρεβλώσει την εκτίμηση των παραμέτρων του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.

66      Η ΕΥΕΔ αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

67      Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγοντες δεν προβάλλουν τυπικώς, κατά την έννοια του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 3 των κατευθυντήριων γραμμών με το δικόγραφο της προσφυγής. Πλην όμως κατ’ ουσίαν ζητούν, με τον υπό κρίση λόγο, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση διότι αυτή στηρίζεται στο συγκεκριμένο άρθρο, το οποίο, κατά τους προσφεύγοντες, αντιβαίνει στο άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, στον βαθμό που λαμβάνεται υπόψη η αρχή της περιφερειακής συνοχής.

68      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει, σε πρώτη φάση, να εξεταστεί το παραδεκτό της ένστασης ελλείψεως νομιμότητας την οποία εγείρουν οι προσφεύγοντες και, σε περίπτωση που η ένσταση κριθεί παραδεκτή, να εξεταστεί, σε δεύτερη φάση, αν είναι βάσιμη.

69      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 277 ΣΛΕΕ αποτελεί την έκφραση μιας γενικής αρχής με την οποία διασφαλίζεται σε κάθε διάδικο το δικαίωμα να προσβάλει, στο πλαίσιο του αιτήματός του για την ακύρωση αποφάσεως που τον αφορά άμεσα και ατομικά, το κύρος προγενέστερων πράξεων θεσμικού οργάνου οι οποίες, έστω και αν δεν έχουν τη μορφή κανονισμού, αποτελούν τη νομική βάση της επίδικης αποφάσεως, εφόσον ο διάδικος δεν είχε το δικαίωμα να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ευθεία προσφυγή κατά των πράξεων αυτών, των οποίων υφίσταται ως εκ τούτου τις συνέπειες χωρίς να του έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωσή τους (βλ. αποφάσεις της 25ης Απριλίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-526/10, EU:T:2013:215, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Paulini κατά ΕΚΤ, T-764/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:101, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70      Επιπλέον, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, δεδομένου ότι το άρθρο 277 ΣΛΕΕ δεν έχει ως σκοπό να παράσχει στους διαδίκους τη δυνατότητα αμφισβήτησης του κύρους οποιασδήποτε πράξεως γενικής ισχύος προς ευδοκίμηση της όποιας τυχόν προσφυγής, πρέπει, αφενός, η πράξη γενικής ισχύος της οποίας προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας να έχει άμεση ή έμμεση εφαρμογή στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής και, αφετέρου, να υφίσταται άμεσος νομικός δεσμός μεταξύ της προσβαλλομένης ατομικής αποφάσεως και της ως άνω γενικής πράξεως (βλ. αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-358/11, EU:T:2015:394, σκέψη 181 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Paulini κατά ΕΚΤ, T-764/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:101, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Ειδικότερα, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να στρέφεται κατά διατάξεων γενικής πράξεως οι οποίες ασκούν επιρροή για την επίλυση της διαφοράς και έχουν άμεσο νομικό δεσμό με αυτήν (απόφαση της 19ης Ιουνίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής, T-358/11, EU:T:2015:394, σκέψη 181· πρβλ., επίσης, διάταξη της 29ης Αυγούστου 2013, Iran Liquefied Natural Gas κατά Συμβουλίου, T-5/13 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:395, σκέψη 32).

72      Κατά πάγια επίσης νομολογία, η ύπαρξη ενός τέτοιου δεσμού μπορεί να συναχθεί από τη διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη ατομική απόφαση βασίζεται ουσιαστικά σε διάταξη της πράξης της οποίας αμφισβητείται η νομιμότητα, ακόμη και αν η τελευταία δεν αποτελούσε επίσημα τη νομική βάση (βλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Paulini κατά ΕΚΤ, T-764/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:101, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73      Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι κατευθυντήριες γραμμές, μολονότι δεν αποτελούν τη νομική βάση της προσβαλλομένης πράξεως, μπορούν να προσβληθούν με ένσταση ελλείψεως νομιμότητας εφόσον χρησίμευσαν για την έκδοση της πράξεως αυτής (βλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Paulini κατά ΕΚΤ, T-764/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:101, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74      Τέλος, συνάγεται από τη νομολογία ότι ως πράξη γενικής ισχύος κατά το άρθρο 277 ΣΛΕΕ νοείται μια πράξη η οποία εφαρμόζεται σε αντικειμενικά καθορισμένες καταστάσεις και παράγει τα έννομα αποτελέσματά της έναντι ορισμένων κατηγοριών προσώπων που προσδιορίζονται κατά τρόπο αφηρημένο (βλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Paulini κατά ΕΚΤ, T-764/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:101, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75      Εν προκειμένω, οι κατευθυντήριες γραμμές είναι πράξη γενικής ισχύος, δεδομένου ότι εφαρμόζονται σε κατηγορία προσώπων προσδιοριζόμενη κατά τρόπο αφηρημένο, ήτοι στους μονίμους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό της Ένωσης, όταν αυτοί βρίσκονται σε μια αντικειμενικά καθορισμένη κατάσταση, δηλαδή όταν είναι τοποθετημένοι σε τρίτες χώρες.

76      Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που εκτέθηκε στις σκέψεις 70 και 71 ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί αν υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, της επίμαχης διατάξεως της πράξεως γενικής ισχύος, εν προκειμένω του άρθρου 3 των κατευθυντήριων γραμμών, στον βαθμό που λαμβάνει υπόψη την αρχή της περιφερειακής συνοχής, και, αφετέρου, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

77      Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι, σε σημείωμα της ΑΔΑ της 7ης Απριλίου 2016 προς τους προϊσταμένους των αντιπροσωπειών της Ένωσης στην Αιθιοπία (στο εξής: σημείωμα της 7ης Απριλίου 2016), εκτίθενται τα εξής:

«[…] με βάση [τις κατευθυντήριες γραμμές], ένας πρόσθετος έλεγχος της γενικής αξιολόγησης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη [την αρχή της] περιφερειακής συνοχής και τα αποτελέσματα συγκρίσιμων χωρών, καθώς και άλλα συναφή στοιχεία. Κατά συνέπεια, για τις τελικές συστάσεις, ελήφθησαν υπόψη οι εκτιμήσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένης της γνώμης των γεωγραφικών υπηρεσιών […] της ΕΥΕΔ και της Επιτροπής.»

78      Εξάλλου, η ΑΔΑ, στην απορριπτική απόφαση επί των διοικητικών ενστάσεων, αναφέρει ότι «η ελαφρά μείωση της βαθμολογίας για [την παράμετρο των άλλων τοπικών συνθηκών διαβίωσης] συνδέεται επίσης με την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών στην Αιθιοπία, η οποία, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε η αντιπροσωπεία της [Ένωσης] και λαμβανομένης υπόψη [της αρχής της] περιφερειακής συνοχής, φαίνεται να [υποτιμήθηκε]».

79      Επομένως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, της επίμαχης διατάξεως της πράξεως γενικής ισχύος, εν προκειμένω του άρθρου 3 των κατευθυντήριων γραμμών, στον βαθμό που λαμβάνει υπόψη την αρχή της περιφερειακής συνοχής, και, αφετέρου, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τούτο δεν αμφισβητείται εξάλλου από την ΕΥΕΔ.

80      Επομένως, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας την οποία εγείρουν οι προσφεύγοντες πρέπει να κριθεί παραδεκτή και να εξεταστεί επί της ουσίας.

81      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τους παράγοντες και τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αναπροσαρμογή των αποδοχών των υπαλλήλων (βλ. απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, Ajour κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-201/00 και T-384/00, EU:T:2002:224, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ΑΣΔ αποτελεί μέρος των αποδοχών των μονίμων υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού που είναι τοποθετημένοι σε τρίτες χώρες. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 62 του ΚΥΚ, οι αποδοχές των υπαλλήλων περιλαμβάνουν βασικό μισθό, επιδόματα και αποζημιώσεις. Εξάλλου, το άρθρο 1β, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ ορίζει ότι, εκτός αν προβλέπεται άλλως στον ΚΥΚ, η ΕΥΕΔ εξομοιώνεται, για την εφαρμογή του ΚΥΚ, με τα όργανα της Ένωσης. Δεδομένου ότι το παράρτημα X του ΚΥΚ δεν περιέχει αντίθετη διάταξη όσον αφορά τα συστατικά στοιχεία της έννοιας των αποδοχών, η ΑΣΔ πρέπει να θεωρηθεί ως τμήμα των αποδοχών των μονίμων υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού που έχουν τοποθετηθεί σε τρίτες χώρες.

83      Εν συνεχεία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, προέκυψε από τις τροποποιήσεις που επέφερε ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του [ΚΥΚ], καθώς και του [ΚΛΠ] (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15). Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους επήλθαν οι τροποποιήσεις αυτές, η αιτιολογική σκέψη 27 του κανονισμού 1023/2013 αναφέρει ότι «[ε]ίναι σκόπιμο να εκσυγχρονιστούν οι συνθήκες εργασίας του προσωπικού που εργάζεται σε τρίτες χώρες και να καταστούν οικονομικά αποδοτικότερες με ταυτόχρονες εξοικονομήσεις» και «να προβλεφθεί η δυνατότητα εφαρμογής ευρύτερου φάσματος παραμέτρων στον καθορισμό της [ΑΣΔ], χωρίς να επηρεαστεί ο γενικός στόχος για επίτευξη εξοικονομήσεων».

84      Προς τούτο, απλοποιήθηκε το άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, ως είχε μετά την τροποποίησή του με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) 3019/87 του Συμβουλίου, της 5ης Οκτωβρίου 1987, για τη θέσπιση ειδικών και κατά παρέκκλιση διατάξεων που ισχύουν για τους υπαλλήλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα (ΕΕ 1987, L 286, σ. 3). Κατ’ ουσίαν, ο κατάλογος των παραμέτρων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της ΑΣΔ κατέστη ενδεικτικός, απαλείφθηκαν οι διευκρινίσεις σχετικά με τους συντελεστές, τους βαθμούς για τις παραμέτρους και τα ποσοστά του ποσού αναφοράς και προστέθηκε η παράγραφος 3, κατά την οποία η ΑΔΑ καθορίζει τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του άρθρου αυτού (αναιρετική απόφαση, σκέψη 79).

85      Εξ αυτού συνάγεται ότι πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να αφήσει στην ΑΔΑ ορισμένη διακριτική ευχέρεια προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες και στοιχεία που βρίσκονται σε συνάφεια με γενικότερους σκοπούς, όπως ενδεικτικά, αλλά όχι αποκλειστικά, η διασφάλιση του γενικού στόχου της εξοικονόμησης, εφόσον τηρείται ο σκοπός της ΑΣΔ, ο οποίος συνίσταται στην αντιστάθμιση, με τη χορήγηση αποζημίωσης, των συνθηκών διαβίωσης που είναι δυσχερέστερες στον τόπο υπηρεσίας του υπαλλήλου απ’ ό,τι οι συνήθεις συνθήκες διαβίωσης στην Ένωση.

86      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, βάσει του άρθρου 3 των κατευθυντήριων γραμμών, η ΑΔΑ λαμβάνει υπόψη, πέραν της αρχής της περιφερειακής συνοχής, αφενός, άλλους παράγοντες και άλλα στοιχεία που δεν εξυπηρετούν αυστηρά σκοπούς σύγκρισης των συνθηκών διαβίωσης στους τόπους υπηρεσίας τρίτων χωρών με τις συνθήκες διαβίωσης οι οποίες επικρατούν συνήθως στην Ένωση, όπως ο δημοσιονομικός αντίκτυπος, το επίπεδο συνοχής με πρότυπα σύγκρισης δυσχερειών τα οποία καταρτίζονται από κάθε κράτος μέλος, καθώς και άλλα πρότυπα σύγκρισης δυσχερειών, του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα, οι στόχοι δημόσιας πολιτικής και, τέλος, προβλήματα σε επίπεδο προσλήψεων, καθώς και, αφετέρου, άλλα στοιχεία τα οποία δεν περιλαμβάνονται στις κλασσικές παραμέτρους, όπως ασυνήθιστες έκτακτες καταστάσεις (επιδημία, κρίσεις κ.λπ.). Οι προσφεύγοντες, όμως, δεν αμφισβητούν την εφαρμογή των εν λόγω παραγόντων και στοιχείων.

87      Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι η αρχή της περιφερειακής συνοχής αποσκοπεί, σε συμφωνία και με τον σκοπό της ΑΣΔ, στη διασφάλιση της αντικειμενικότητας της σύγκρισης των συνθηκών διαβίωσης που επικρατούν στους τόπους υπηρεσίας με τις συνθήκες διαβίωσης εντός της Ένωσης. Πράγματι, σκοπός της εφαρμογής της αρχής αυτής είναι να διασφαλιστεί ότι τυχόν παρόμοιες συνθήκες που επικρατούν σε δύο χώρες της ίδιας περιοχής θα αξιολογηθούν με παρόμοιο τρόπο.

88      Βάσει των προεκτεθέντων και λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας της ΑΔΑ ως προς τους παράγοντες και τα στοιχεία που πρέπει να συνεκτιμώνται κατά την αναπροσαρμογή των αποδοχών των μονίμων υπαλλήλων, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 3 των κατευθυντήριων γραμμών, στον βαθμό που λαμβάνει υπόψη την αρχή της περιφερειακής συνοχής, δεν αντιβαίνει στο άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και, επομένως, δεν τίθεται ζήτημα ελλείψεως νομιμότητάς του.

89      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα των προσφευγόντων.

90      Σημειωτέον δε ότι, όπως ορθώς ισχυρίζεται η ΕΥΕΔ, η εφαρμογή της αρχής της περιφερειακής συνοχής ούτε έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι η εξέταση των συνθηκών διαβίωσης στους τόπους υπηρεσίας γίνεται σε σύγκριση με εκείνες που επικρατούν συνήθως στην Ένωση ούτε είναι ασυμβίβαστη με μια τέτοια εξέταση. Συγκεκριμένα, κατά την εφαρμογή της αρχής αυτής, οι γεωγραφικές υπηρεσίες της ΕΥΕΔ ελέγχουν απλώς και μόνον αν τα αποτελέσματα τα οποία προκύπτουν από την εξέταση αυτή είναι εύλογα, λαμβανομένων υπόψη των συγκρίσιμων περιστάσεων που επικρατούν στους τόπους υπηρεσίας εντός της ίδιας περιοχής.

91      Επομένως, η αρχή της περιφερειακής συνοχής εφαρμόζεται με σκοπό να ελεγχθούν τα αποτελέσματα της εξέτασης των συνθηκών διαβίωσης στους τόπους υπηρεσίας και να διορθωθούν ενδεχομένως οι σχετικές βαθμολογίες, όχι μόνον προς τα κάτω αλλά και προς τα πάνω, σε καμία όμως περίπτωση με σκοπό να παραμορφωθούν τα αποτελέσματα της εξέτασης. Υπό την έννοια αυτή, η εφαρμογή της προαναφερθείσας αρχής δεν είναι, κατ’ αρχήν, δυνατόν να οδηγήσει σε ουσιώδη μεταβολή των αποτελεσμάτων που προέκυψαν κατά την εξέταση των συνθηκών διαβίωσης στους τόπους υπηρεσίας. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να σημειωθεί ότι, εν προκειμένω, σε κλίμακα οκτώ βαθμών, η Αιθιοπία υποχώρησε κατά έναν μόνο βαθμό, από άποψη δυσχερειών των συνθηκών διαβίωσης, λόγω της εφαρμογής της αρχής της περιφερειακής συνοχής.

92      Επιπλέον, είναι απορριπτέο το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι το γεγονός ότι η αρχή της περιφερειακής συνοχής εφαρμόζεται μετά την εξέταση των συνθηκών διαβίωσης σε τόπο υπηρεσίας μπορεί να στρεβλώσει την εκτίμηση των παραμέτρων του άρθρου 10, παράγραφος 1, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. Τούτο διότι η αρχή αυτή πρέπει κατ’ ανάγκην να εφαρμοστεί μετά από μια αρχική εξέταση των συνθηκών διαβίωσης, εφόσον ο σκοπός είναι οι βαθμολογίες των τόπων υπηρεσίας να συγκριθούν και, ενδεχομένως, να προσαρμοστούν κατά το τρίτο στάδιο που προβλέπεται από το άρθρο 3 των κατευθυντήριων γραμμών.

93      Τέλος, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η εφαρμογή της αρχής της περιφερειακής συνοχής οδηγεί σε αυθαίρετη και υποκειμενική ανάλυση ή λύση. Πράγματι, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει λάβει διάφορα μέτρα προς αποφυγή του κινδύνου αυθαιρεσίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 10, παράγραφος 1, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ (πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Szpunar στην υπόθεση ΕΥΕΔ κατά Alba Aguilera κ.λπ., C-427/18 P, EU:C:2019:866, σημείο 69).

94      Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

95      Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλείονα σφάλματα εκτιμήσεως, ιδίως όσον αφορά την εκτίμηση των παραμέτρων «υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης» και «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης», στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι τα πρόδηλα αυτά σφάλματα εκτιμήσεως απορρέουν επίσης από το γεγονός ότι μόνον η ΕΥΕΔ έκρινε ότι οι συνθήκες διαβίωσης στην Αιθιοπία βελτιώθηκαν μεταξύ 2014 και 2016, ενώ πολλά κράτη μέλη θεώρησαν ότι παρέμειναν αμετάβλητες και μάλιστα ένα κράτος μέλος διαπίστωσε ακόμη και επιδείνωση των συνθηκών αυτών.

96      Κατά πρώτο λόγο, όσον αφορά την παράμετρο «υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης», οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ότι η Αιθιοπία, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως «χώρα υψηλού ιατρικού κινδύνου» στην κατάταξη του συγκριτικού υγειονομικού χάρτη της International SOS, έλαβε βαθμολογία 4 επί συνόλου 5. Όμως, χώρες όπως η Μαδαγασκάρη, η Ουγκάντα, η Ζάμπια, η Ζιμπάμπουε ή οι Κομόρες, οι οποίες έχουν επίσης χαρακτηριστεί από τον οργανισμό αυτόν ως «χώρες υψηλού ιατρικού κινδύνου», έλαβαν βαθμολογία 5 στα 5. Οι προσφεύγοντες προσάπτουν στην ΕΥΕΔ ότι δεν προέβαλε καμία αιτιολογία προς δικαιολόγηση της διαφορετικής αυτής μεταχείρισης, η οποία φαίνεται, συνεπώς, εντελώς αυθαίρετη.

97      Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά την παράμετρο «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης», οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι η ΕΥΕΔ δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις απαντήσεις τους στα ερωτηματολόγια τα οποία συμπλήρωσαν το 2014 και το 2015. Η ΕΥΕΔ περιορίστηκε μόνο στη διαπίστωση ότι οι άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης σε άλλους τόπους υπηρεσίας είναι δυσχερέστερες απ’ ό,τι στην Αιθιοπία, διαπίστωση που, κατά τους προσφεύγοντες, δεν στηρίζεται σε κανένα στοιχείο βάσει του οποίου θα μπορούσαν οι ίδιοι ή το Γενικό Δικαστήριο να ελέγξουν το βάσιμό της.

98      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι οι «άλλες τοπικές συνθήκες» στην Αιθιοπία δεν βελτιώθηκαν το 2015 και δεν είναι μόνο «μάλλον δύσκολες» σε σύγκριση με εκείνες που επικρατούν στην Ένωση.

99      Επ’ αυτού επισημαίνουν, πρώτον, όσον αφορά τις συνθήκες εφοδιασμού, ότι η κατάσταση παραμένει κρίσιμη, λόγω των αυστηρών κανόνων που διέπουν την εισαγωγή προϊόντων, ιδίως τροφίμων, σε μια χώρα της οποίας η οικονομία ελέγχεται εξ ολοκλήρου από το κράτος. Δεύτερον, οι προσφεύγοντες αναφέρουν ότι η κατάσταση παραμένει επίσης προβληματική και όσον αφορά την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών. Πιο συγκεκριμένα, οι προσφεύγοντες υπογραμμίζουν ότι η πρόσβαση στο διαδίκτυο είναι αμφίβολη, διακόπτεται συχνά και κοστίζει ακριβά, οι διακοπές ρεύματος είναι καθημερινές, η πρόσβαση σε πόσιμο νερό είναι δύσκολη, η διάδοση ασθενειών όπως η χολέρα είναι συχνή, δεν υπάρχουν ασφαλείς δημόσιες συγκοινωνίες και τα απορρίμματα σε καμία περίπτωση δεν συλλέγονται τακτικά. Τρίτον, παρατηρούν ότι δεν υπάρχουν ευκαιρίες εργασίας για τους συζύγους, καθότι η αιθιοπική νομοθεσία απαγορεύει την πρόσληψή τους, σύμφωνα με τα λεγόμενα των προσφευγόντων. Τέταρτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η ποιότητα των αθλητικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων έχει επιδεινωθεί από το 2014 λόγω των κινδύνων ασφαλείας. Πέμπτον, ισχυρίζονται ότι η ποιότητα των σχολείων παρέμεινε αμετάβλητη από το 2014. Τέλος, έκτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι η Αιθιοπία δεν έχει επικυρώσει τη Σύμβαση της Βιέννης για τις προξενικές σχέσεις, της 24ης Απριλίου 1963, πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση των δυσχερειών στις συνθήκες διαβίωσης τις οποίες αντιμετωπίζουν οι μόνιμοι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού της Ένωσης που έχουν τοποθετηθεί στη χώρα αυτή.

100    Κατά τρίτο λόγο, όσον αφορά τα δεδομένα τα οποία παρέχονται από τα κράτη μέλη και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την ΕΥΕΔ στο πλαίσιο του τρίτου σταδίου σύμφωνα με το άρθρο 3 των κατευθυντήριων γραμμών, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι μόνον η ΕΥΕΔ έκρινε ότι οι συνθήκες διαβίωσης στην Αιθιοπία είχαν βελτιωθεί μεταξύ 2014 και 2016. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι η ως άνω εκτίμηση έρχεται σε πρόδηλη αντίφαση με τα δεδομένα αυτά, δεδομένου ότι το Βασίλειο του Βελγίου, η Τσεχική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Δανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ιρλανδία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Πολωνίας, η Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής θεώρησαν ότι οι συνθήκες διαβίωσης στην Αιθιοπία παρέμειναν αμετάβλητες. Η Δημοκρατία της Αυστρίας διαπίστωσε δε επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης.

101    Η ΕΥΕΔ αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγόντων.

 Προκαταρκτικές εκτιμήσεις

102    Πρέπει να υπομνησθεί κατ’ αρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία, στους τομείς στους οποίους ο νομοθέτης της Ένωσης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, ο έλεγχος νομιμότητας που ασκείται από τον δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στον έλεγχο του νομότυπου της διαδικασίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών και της απουσίας πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως ή κατάχρησης εξουσίας (αποφάσεις της 15ης Μαΐου 1997, N κατά Επιτροπής, T‑273/94, EU:T:1997:71, σκέψη 125, της 16ης Ιουλίου 1998, Y κατά Κοινοβουλίου, T‑144/96, EU:T:1998:173, σκέψη 34, και της 14ης Μαΐου 2002, Antas de Campos κατά Κοινοβουλίου, T‑194/00, EU:T:2002:119, σκέψη 37).

103    Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια, ο έλεγχος της τήρησης των εγγυήσεων που προβλέπει η έννομη τάξη της Ένωσης για τις διοικητικές διαδικασίες αποκτά θεμελιώδη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών συγκαταλέγονται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλες τις σχετικές πτυχές της εκάστοτε υποθέσεως και να αιτιολογεί επαρκώς την απόφασή του (αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C-269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14, της 7ης Μαΐου 1992, Pesquerias De Bermeo και Naviera Laida κατά Επιτροπής, C‑258/90 και C‑259/90, EU:C:1992:199, σκέψη 26, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, ETF κατά Landgren, T-404/06 P, EU:T:2009:313, σκέψη 163).

104    Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου να αποδειχθεί ότι ένα θεσμικό όργανο, κατά την εκτίμηση περίπλοκων πραγματικών στοιχείων, υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως το οποίο μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση μιας πράξεως, πρέπει τα προσκομισθέντα από τον προσφεύγοντα αποδεικτικά στοιχεία να είναι ικανά να ανατρέψουν την ευλογοφάνεια των πραγματικών εκτιμήσεων που έχουν γίνει στην πράξη αυτή. Με την επιφύλαξη αυτής της εξέτασης του ευλογοφανούς χαρακτήρα, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον εκδότη της πράξης στην εκτίμηση περίπλοκων πραγματικών στοιχείων (πρβλ. απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2015, Ισπανία κατά Επιτροπής, T-204/11, EU:T:2015:91, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105    Επιπλέον, η νομολογία έχει παγιωθεί υπό την έννοια, αφενός, ότι για τις διοικητικές πράξεις ισχύει τεκμήριο νομιμότητας (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2000, Griesel κατά Συμβουλίου, T-157/99, EU:T:2000:192, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και, αφετέρου, ότι το βάρος αποδείξεως φέρει, κατ’ αρχήν, εκείνος που επικαλείται, οπότε απόκειται στους προσφεύγοντες να προσκομίσουν τουλάχιστον αρκούντως ακριβείς, αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις βάσει των οποίων να τεκμηριώνεται ή να πιθανολογείται ότι τα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται προς στήριξη των αιτιάσεών τους είναι αληθή (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2001, Connolly κατά Επιτροπής, C-274/99 P, EU:C:2001:127, σκέψη 113)

106    Επομένως, τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγοντες προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των νομολογιακών αυτών αρχών.

107    Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η συνολική βαθμολογία από την αξιολόγηση της Αιθιοπίας για το έτος 2015 ήταν 15 μονάδες. Δεδομένου ότι η εν λόγω βαθμολογία υπερέβαινε το όριο των 14 μονάδων το οποίο απαιτείται βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 3, των κατευθυντήριων γραμμών για τον καθορισμό του ποσοστού της ΑΣΔ στο 30 % του ποσού αναφοράς, η ΑΣΔ η οποία καταβλήθηκε στο προσωπικό της Ένωσης που ήταν τοποθετημένο στην Αιθιοπία ΑΣΔ υπολογίστηκε με αυτόν τον συντελεστή.

108    Μετά την ετήσια αξιολόγηση για τον καθορισμό του συντελεστή ΑΣΔ που θα ίσχυε από 1ης Ιανουαρίου 2016, κατόπιν εφαρμογής του συστήματος των τριών σταδίων το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 3 των κατευθυντήριων γραμμών, η βαθμολογία για την Αιθιοπία ορίστηκε σε 13 μονάδες, υποχωρώντας κάτω από το όριο των 14 μονάδων, με συνέπεια να τυγχάνει εφαρμογής, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3, των κατευθυντήριων γραμμών, συντελεστής ΑΣΔ ίσος με ποσοστό 25 % του ποσού αναφοράς.

109    Ειδικότερα, η μείωση κατά δύο μονάδες στη βαθμολογία της Αιθιοπίας για το έτος 2016 οφείλεται στη μείωση των βαθμών για τις παραμέτρους «υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης» και «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης», οι οποίοι μειώθηκαν κατά μία μονάδα σε σχέση με το 2015 (από 5 σε 4 μονάδες για την πρώτη και από 3 σε 2 μονάδες για τη δεύτερη παράμετρο). Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, των κατευθυντήριων γραμμών, η μείωση αυτή σημαίνει ότι οι «υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης», οι οποίες είχαν αρχικώς θεωρηθεί «εξαιρετικά δύσκολες» σε σύγκριση με τις αντίστοιχες συνήθεις συνθήκες εντός της Ένωσης, θεωρούνταν πλέον «πολύ δύσκολες». Όσον αφορά τις «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης», οι οποίες είχαν αρχικώς θεωρηθεί «δύσκολες», θεωρούνταν πλέον «μάλλον δύσκολες».

 Επί της παραμέτρου «υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης»

110    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, των κατευθυντήριων γραμμών, ο βαθμός για την παράμετρο «υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης» πρέπει να καθορίζεται βάσει του συγκριτικού υγειονομικού χάρτη που καταρτίζει η International SOS και, ενδεχομένως, βάσει άλλων πληροφοριών προερχόμενων από αξιόπιστες διεθνείς πηγές, δημόσιες ή ιδιωτικές.

111    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Αιθιοπία χαρακτηρίστηκε ως «χώρα υψηλού ιατρικού κινδύνου» στην κατάταξη του συγκριτικού υγειονομικού χάρτη τον οποίο κατάρτισε η International SOS τον Δεκέμβριο του 2015. Επιπλέον, κατά την ΕΥΕΔ, η κατάταξη αυτή επιβεβαιώθηκε από τη Falck Global Assistance, μια εταιρία που πραγματοποιεί ιατρικές διακομιδές για λογαριασμό της ΕΥΕΔ. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ΕΥΕΔ υποστήριξε ότι οι τόποι υπηρεσίας που βρίσκονται σε «χώρες υψηλού ιατρικού κινδύνου» βαθμολογούνται με 4 ή 5 μονάδες.

112    Εξάλλου, η ΑΔΑ αναφέρει, στο σημείωμα της 7ης Απριλίου 2016, ότι «η βαθμολογία 5 [μονάδων] ([σε] μια κλίμακα αξιολόγησης από 1 έως 5 [μονάδες]) για την παράμετρο [“υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης”] επιφυλάσσεται σε πολύ επικίνδυνες χώρες όπως το Νότιο Σουδάν, η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία ή η Σομαλία όπου η ενδεχόμενη έκθεση σε κινδύνους για την υγεία θεωρείται σοβαρότερη».

113    Επιπλέον, η ΑΔΑ επισημαίνει, στην απορριπτική απόφαση επί των διοικητικών ενστάσεων, τα εξής:

«Πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπάρχουν χώρες στην ίδια περιοχή όπου ο πιθανός κίνδυνος για την υγεία είναι ακόμη σοβαρότερος. Οι χώρες αυτές έλαβαν την υψηλότερη βαθμολογία στην παράμετρο [“υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης”] για το έτος 2016: Μαδαγασκάρη, Ουγκάντα, Ζάμπια, Ζιμπάμπουε, Κομόρες, Ερυθραία, Σομαλία, Σουδάν και Νότιο Σουδάν […]».

114    Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, ασφαλώς, το γεγονός ότι η Αιθιοπία είναι η μοναδική από τις «χώρες υψηλού ιατρικού κινδύνου» στον συγκριτικό υγειονομικό χάρτη που κατάρτισε η International SOS τον Δεκέμβριο 2015, η οποία έχει λάβει 4 και όχι 5 μονάδες, μπορεί να εγείρει ορισμένες αμφιβολίες ως προς την αξιολόγηση που διενεργήθηκε από την ΑΔΑ. Εντούτοις, οι αμφιβολίες αυτές δεν αρκούν για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ΕΥΕΔ υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειας την οποία θέλησε να της απονείμει ο νομοθέτης κατά τον καθορισμό της ΑΣΔ.

115    Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, παράγραφος 1, των κατευθυντήριων γραμμών ορίζει ότι η βαθμολογία για την παράμετρο «υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης» καθορίζεται βάσει του συγκριτικού υγειονομικού χάρτη τον οποίο καταρτίζει η International SOS, αλλά το άρθρο αυτό δεν επιβάλλει να υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ των κλιμακίων της κλίμακας που χρησιμοποιείται στον χάρτη αυτόν και του βαθμού για τη συγκεκριμένη παράμετρο. Επομένως, η απόφαση της ΕΥΕΔ να βαθμολογήσει την Αιθιοπία με 4 μονάδες δεν αντιβαίνει στην ως άνω διάταξη.

116    Επιπλέον, η ΕΥΕΔ βασίστηκε και στις πληροφορίες που παρέσχε η Falck Global Assistance προκειμένου να επιβεβαιώσει την αξιολόγηση της παραμέτρου «υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης» στην Αιθιοπία, με σημείο αναφοράς τον συγκριτικό υγειονομικό χάρτη της International SOS.

117    Εξάλλου, η εξέταση του επιπέδου δυσκολίας των υγειονομικών συνθηκών και των συνθηκών νοσοκομειακής περίθαλψης σε ορισμένο τόπο υπηρεσίας είναι ένα δύσκολο εγχείρημα που απαιτεί την αξιολόγηση μεγάλου αριθμού παραγόντων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, το επίπεδο των διαθέσιμων ιατρικών και οδοντιατρικών υπηρεσιών, η πρόσβαση σε συνταγογραφούμενα φάρμακα, η παρουσία σοβαρών λοιμωδών νοσημάτων και η ύπαρξη πολιτισμικών, γλωσσικών ή διοικητικών φραγμών.

118    Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως ορθώς υπογραμμίζει η ΕΥΕΔ, ούτε η τεχνική ομάδα της ΑΣΔ ούτε η επιτροπή EUDEL εξέδωσαν αρνητική γνώμη για τη μείωση, από 1ης Ιανουαρίου 2016, της ΑΣΔ για την Αιθιοπία.

119    Εξάλλου, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι πληροφορίες τις οποίες παρέσχε η Falck Global Assistance δεν ήταν αξιόπιστες, δεδομένου ότι από τον ιστότοπο της εταιρίας μπορούσε να συναχθεί ότι αυτή δεν δραστηριοποιούνταν στην Αιθιοπία. Πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι οι προσφεύγοντες είχαν προβάλει το ως άνω επιχείρημα με τις διοικητικές ενστάσεις τους, οι οποίες επισυνάφθηκαν στο δικόγραφο της προσφυγής, εντούτοις το επιχείρημα αυτό δεν διατυπώθηκε στο ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής.

120    Υπενθυμίζεται δε ότι, κατά πάγια νομολογία, τα παραρτήματα των δικογράφων των διαδίκων μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον εφόσον τεκμηριώνουν ή συμπληρώνουν λόγους ακυρώσεως ή επιχειρήματα που προβλήθηκαν ρητώς από τους προσφεύγοντες στο κυρίως σώμα των δικογράφων τους. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αναζητά και να εντοπίζει, στα παραρτήματα του δικογράφου, τους λόγους ακυρώσεως ή τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν τη βάση της προσφυγής, διότι τα παραρτήματα επιτελούν απλώς αποδεικτική και βοηθητική λειτουργία (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2020, Sammut κατά Κοινοβουλίου, T-608/18, EU:T:2020:249, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

121    Επιπλέον, κατά το άρθρο 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών στη διάρκεια της δίκης, εκτός αν αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, Dennekamp κατά Κοινοβουλίου, T-115/13, EU:T:2015:497, σκέψη 80), ή αν αποτελούν ανάπτυξη ισχυρισμού ή λόγου που έχει προβληθεί προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο και εμφανίζουν στενό σύνδεσμο με αυτόν (πρβλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2012, Thesing και Bloomberg Finance κατά ΕΚΤ, T-590/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:635, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

122    Εν προκειμένω πρόκειται για νέο επιχείρημα που προβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να έχει διατυπωθεί κατά το στάδιο της κατάθεσης του δικογράφου της προσφυγής, παρότι στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία τα οποία ήταν ήδη γνωστά στους προσφεύγοντες κατά την κατάθεση του εν λόγω δικογράφου (πρβλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2017, von Blumenthal κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, T-558/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:827, σκέψη 50). Ούτε αποτελεί το συγκεκριμένο επιχείρημα ανάπτυξη λόγου που είχε προβληθεί προηγουμένως, ρητώς ή εμμέσως, με το δικόγραφο της προσφυγής και που συνδέεται στενά με αυτό. Ως εκ τούτου, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο.

123    Εν πάση περιπτώσει, οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τη Falck Global Assistance δεν μπορούν να θεωρηθούν αναξιόπιστες απλώς και μόνον επειδή η εταιρία αυτή δεν δραστηριοποιείται στην Αιθιοπία.

124    Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η ΕΥΕΔ υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως όσον αφορά την αξιολόγηση της παραμέτρου «υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης». Ειδικότερα, τα στοιχεία της δικογραφίας δεν είναι ικανά να πείσουν το Γενικό Δικαστήριο ότι στερείται ευλογοφάνειας η αξιολόγηση στην οποία προέβη η ΕΥΕΔ, χαρακτηρίζοντας τις μεν υγειονομικές συνθήκες και συνθήκες νοσοκομειακής περίθαλψης στην Αιθιοπία ως «πολύ δύσκολες», τις δε αντίστοιχες συνθήκες, μεταξύ άλλων, στη Μαδαγασκάρη, την Ουγκάντα, τη Ζάμπια, τη Ζιμπάμπουε και τις Κομόρες ως «εξαιρετικά δύσκολες».

 Επί της παραμέτρου «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης»

125    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 109 ανωτέρω, η βαθμολογία της Αιθιοπίας για την παράμετρο «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης» μειώθηκε κατά μία μονάδα, υποχωρώντας από τις 3 μονάδες για το 2015 στις 2 μονάδες για το έτος 2016. Αυτό σημαίνει ότι οι «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης», οι οποίες είχαν αρχικώς θεωρηθεί «δύσκολες», θεωρούνταν πλέον «μάλλον δύσκολες».

126    Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 5, των κατευθυντήριων γραμμών, η βαθμολογία για την παράμετρο «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης» καθορίζεται με βάση τα δεδομένα που παρέχονται από τις αντιπροσωπείες ως απαντήσεις σε ερωτηματολόγιο και, κατά περίπτωση, με βάση άλλες πληροφορίες, προερχόμενες από αξιόπιστες διεθνείς πηγές, δημόσιες ή ιδιωτικές. Ειδικότερα, τα δεδομένα τα οποία καλούνται να παράσχουν οι αντιπροσωπείες αφορούν πέντε κριτήρια, ήτοι «τις συνθήκες εφοδιασμού», «τις δημόσιες υπηρεσίες», «τις σχολικές υποδομές για τα παιδιά του προσωπικού», «τις ευκαιρίες εργασίας για τους/τις συζύγους» και «τις αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες».

127    Όσον αφορά το σύστημα βαθμολόγησης για τα πέντε κριτήρια που περιλαμβάνονται στην παράμετρο «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης» και, επομένως, για την παράμετρο αυτή στο σύνολό της, από το φύλλο βαθμολογίας το οποίο καταρτίζει η ΕΥΕΔ βάσει των στοιχείων που παρέχουν οι αντιπροσωπείες της Ένωσης στην Αιθιοπία καθίσταται σαφές ότι η ανώτατη συνολική βαθμολογία και για τα πέντε κριτήρια μπορεί να είναι 54 μονάδες. Μια σημείωση στο εν λόγω φύλλο βαθμολογίας δείχνει την αντιστοιχία μεταξύ, αφενός, των βαθμών από 0 έως 54, που αντιπροσωπεύουν, χωρισμένοι σε πέντε κλιμάκια, τη συνολική βαθμολογία και για τα πέντε κριτήρια και, αφετέρου, των επιμέρους βαθμών από 1 έως 5 για το κάθε κλιμάκιο, δηλαδή εν προκειμένω των μονάδων με τις οποίες μπορεί να βαθμολογηθεί η παράμετρος «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης». Από τη σημείωση αυτή προκύπτει ότι βαθμολογία που κυμαίνεται μεταξύ 11 και 21 μονάδων για το σύνολο των πέντε κριτηρίων αντιστοιχεί σε βαθμό 2 για την παράμετρο «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης», ενώ βαθμολογία που κυμαίνεται μεταξύ 22 και 29 μονάδων για το σύνολο των πέντε κριτηρίων αντιστοιχεί σε βαθμό 3 για τη συγκεκριμένη παράμετρο.

128    Στην παρούσα υπόθεση, η βαθμολογία για το έτος 2015 ήταν 24 μονάδες επί συνόλου 54 μονάδων που είναι η ανώτατη δυνατή βαθμολογία για τα πέντε κριτήρια συνολικά, ενώ για το έτος 2016 ήταν 20 μονάδες. Αυτή η διαφορά τεσσάρων βαθμών οφείλεται στη μείωση της βαθμολογίας του κριτηρίου «δημόσιες υπηρεσίες» από 5 σε 2 μονάδες και στη μείωση της βαθμολογίας του κριτηρίου «ευκαιρίες εργασίας για τους/τις συζύγους» από 3 σε 2 μονάδες αντίστοιχα. Οι βαθμολογίες για τα άλλα τρία κριτήρια παρέμειναν αμετάβλητες.

129    Εντούτοις, η ΕΥΕΔ υποστηρίζει, χωρίς να αντικρούεται από τους προσφεύγοντες ως προς το σημείο αυτό, ότι το κριτήριο που οδήγησε, στην πραγματικότητα, σε τροποποίηση της βαθμολογίας για την παράμετρο «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης» ήταν εκείνο των «δημοσίων υπηρεσιών». Συγκεκριμένα, από το φύλλο βαθμολογίας το οποίο προσκόμισε η ΕΥΕΔ καθίσταται σαφές ότι, ακόμη και αν ο βαθμός για το κριτήριο «ευκαιρίες εργασίας για τους/τις συζύγους» παρέμενε αμετάβλητος, η βαθμολογία για την παράμετρο «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης» και πάλι θα μειωνόταν κατά μία μονάδα εξαιτίας της μείωσης της βαθμολογίας του κριτηρίου «δημόσιες υπηρεσίες». Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η ΕΥΕΔ δήλωσε ότι έλαβε υπόψη το ερωτηματολόγιο που είχαν συμπληρώσει οι αντιπροσωπείες της Ένωσης στην Αιθιοπία σχετικά με τις «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης» προκειμένου να βαθμολογήσει την παράμετρο αυτή, σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 2, παράγραφος 5, των κατευθυντήριων γραμμών. Ειδικότερα, στο σημείωμα της 7ης Απριλίου 2016, η ΑΔΑ ανέφερε τα εξής:

«[Ο]ι πληροφορίες σχετικά με τις “άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης” ελήφθησαν κυρίως υπόψη στην αρχική αξιολόγηση η οποία βασίστηκε στις απαντήσεις της αντιπροσωπείας στο ερωτηματολόγιο [e-ΑΣΔ]. Τα στοιχεία που περιγράφονται στο ερωτηματολόγιο και αφορούν τις άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης βαθμολογήθηκαν με […] Βάσει της αξιολόγησης αυτής, η παράμετρος “άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης” για την Αιθιοπία βαθμολογήθηκε με 2 μονάδες (σε κλίμακα από το 1 έως το 5).»

130    Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι οι απαντήσεις τις οποίες έδωσαν οι αντιπροσωπείες της Ένωσης στην Αιθιοπία στο ερωτηματολόγιο σχετικά με το κριτήριο «δημόσιες υπηρεσίες», περιλαμβανομένης της παραμέτρου «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης» για το 2014, ενόψει του καθορισμού της ΑΣΔ που θα ίσχυε το 2015 είναι ίδιες με τις απαντήσεις που δόθηκαν όσον αφορά το έτος 2015, ενόψει του καθορισμού της ΑΣΔ για το 2016.

131    Ως προς το κριτήριο «δημόσιες υπηρεσίες», από τις απαντήσεις των αντιπροσωπειών της Ένωσης στην Αιθιοπία στο ερωτηματολόγιο συνάγεται κατ’ ουσίαν ότι ούτε οι δημόσιες συγκοινωνίες ούτε οι υπηρεσίες ταξί μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη χώρα αυτή. Επιπλέον, η παροχή συνδρομής από την τοπική αστυνομία δεν είναι εγγυημένη, οπότε, σε επείγουσες περιπτώσεις, οι μόνιμοι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού των αντιπροσωπειών της Ένωσης στην Αιθιοπία αναγκάζονται να προσφεύγουν στις υπηρεσίες ασφαλείας των εν λόγω αντιπροσωπειών. Τέλος, δεν υπάρχει σύστημα διαχείρισης απορριμμάτων, δεδομένου ότι η συλλογή σκουπιδιών οργανώνεται τοπικά σε ορισμένες συνοικίες της Αντίς-Αμπέμπα (Αιθιοπία).

132    Πρέπει να επισημανθεί ότι η εξέταση της ποιότητας των δημοσίων υπηρεσιών σε έναν ορισμένο τόπο υπηρεσίας είναι περίπλοκη διαδικασία που απαιτεί την αξιολόγηση ευρέος φάσματος παραγόντων, όπως της αξιοπιστίας των δημοσίων και ιδιωτικών συγκοινωνιών, της πυροσβεστικής, των υπηρεσιών των ασθενοφόρων, της αστυνομίας και του συστήματος διαχείρισης απορριμμάτων.

133    Σύμφωνα δε με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 104 ανωτέρω, κατά την εκτίμηση περίπλοκων πραγματικών περιστατικών που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την ακύρωση πράξεως, ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του κατά πόσον οι προσφεύγοντες μπόρεσαν να θέσουν εν αμφιβόλω την ευλογοφάνεια των πραγματικών εκτιμήσεων που έγιναν στην πράξη αυτή.

134    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι η ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών δεν βελτιώθηκε το 2015 και παραμένει προβληματική. Συναφώς, η πρόσβαση στο διαδίκτυο είναι αμφίβολη, διακόπτεται συχνά και κοστίζει ακριβά, οι διακοπές ρεύματος είναι καθημερινές, η πρόσβαση σε πόσιμο νερό είναι δύσκολη, η διάδοση ασθενειών όπως η χολέρα είναι συχνή, δεν υπάρχουν ασφαλείς δημόσιες συγκοινωνίες και τα απορρίμματα σε καμία περίπτωση δεν συλλέγονται τακτικά.

135    Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες, επισήμαναν ότι οι απαντήσεις τις οποίες έδωσαν οι αντιπροσωπείες της Ένωσης στην Αιθιοπία στο ερωτηματολόγιο σχετικά με το κριτήριο «δημόσιες υπηρεσίες» για το 2014, ενόψει του καθορισμού της ΑΣΔ που θα ίσχυε το 2015, είναι ίδιες με τις απαντήσεις που δόθηκαν όσον αφορά το έτος 2015, ενόψει του καθορισμού της ΑΣΔ για το 2016. Εντούτοις, η ΕΥΕΔ δεν εξήγησε γιατί μειώθηκε η βαθμολογία αυτού του κριτηρίου.

136    Αφενός, πρέπει να σημειωθεί ότι η ΕΥΕΔ δεν προσκόμισε στοιχεία ικανά να αντικρούσουν τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγοντες.

137    Αφετέρου, η ΕΥΕΔ δεν εξήγησε, με πειστικό τρόπο, γιατί έκρινε ότι η ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών βελτιώθηκε μεταξύ των ετών 2014 και 2015, σε τέτοιο σημείο ώστε έπρεπε να μειωθεί η βαθμολογία για το κριτήριο αυτό από 5 σε 2 μονάδες. Συγκεκριμένα, τέτοιοι λόγοι δεν προκύπτουν από τη δικογραφία και, όταν η ΕΥΕΔ ερωτήθηκε συναφώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δήλωσε ότι δεν διέθετε άλλα στοιχεία πέραν εκείνων που περιλαμβάνονταν στη δικογραφία και ότι, κατ’ ουσίαν, δεν ήταν σε θέση να απαντήσει στην ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού.

138    Είναι γεγονός ότι η ΑΔΑ, στην απορριπτική απόφαση επί των διοικητικών ενστάσεων, αναφέρει ότι «η ελαφρά μείωση της βαθμολογίας για [την παράμετρο των άλλων τοπικών συνθηκών διαβίωσης] συνδέεται επίσης με την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών στην Αιθιοπία, η οποία, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε η αντιπροσωπεία της [Ένωσης] και λαμβανομένης υπόψη [της αρχής της] περιφερειακής συνοχής, φαίνεται να [υποτιμήθηκε]».

139    Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η Αιθιοπία δεν συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των αφρικανικών χωρών των οποίων οι βαθμολογίες προσαρμόστηκαν κατ’ εφαρμογήν της αρχής της περιφερειακής συνοχής στην έκθεση η οποία καταρτίστηκε κατόπιν του δεύτερου σταδίου που προβλέπεται στο άρθρο 3 των κατευθυντήριων γραμμών, έκθεση στην οποία η ΕΥΕΔ προέβη σε επανεξέταση της αξιολόγησης που πραγματοποιήθηκε κατά το πρώτο στάδιο αναφορικά με την εφαρμογή της περιφερειακής συνοχής. Επιπλέον, σε απάντηση προς σχετική ερώτηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μολονότι η ΕΥΕΔ δεν αμφισβήτησε ότι η αρχή της περιφερειακής συνοχής θα μπορούσε να έχει εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση, υποστήριξε κατ’ ουσίαν ότι δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει, συγκεκριμένα, με ποιον τρόπο η εφαρμογή της αρχής αυτής άσκησε επιρροή στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

140    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των επιχειρημάτων των προσφευγόντων ότι η ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών στην Αιθιοπία δεν βελτιώθηκε μεταξύ των ετών 2014 και 2015 και, αφετέρου, ελλείψει εξηγήσεων εκ μέρους της ΕΥΕΔ που να δικαιολογούν τη μείωση της βαθμολογίας για το κριτήριο των «δημοσίων υπηρεσιών», πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ΕΥΕΔ υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κατά την αξιολόγηση του εν λόγω κριτηρίου.

141    Όσον αφορά τις συνέπειες που είχε το πρόδηλο αυτό σφάλμα εκτιμήσεως για την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να υπομνησθεί (βλ. σκέψη 128 ανωτέρω) ότι το κριτήριο το οποίο οδήγησε στη μείωση της βαθμολογίας για την παράμετρο «άλλες τοπικές συνθήκες διαβίωσης» ήταν εκείνο των «δημοσίων υπηρεσιών», με αποτέλεσμα η Αιθιοπία να λάβει συνολικά 13 μονάδες για το έτος 2016. Η δε μείωση του συντελεστή ΑΣΔ την οποία επιφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση οφείλεται στο γεγονός ότι η βαθμολογία της Αιθιοπίας υποχώρησε κάτω από το όριο των 14 μονάδων. Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρόδηλο σφάλμα κατά την εκτίμηση του κριτηρίου «δημόσιες υπηρεσίες» μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

142    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

143    Κατά το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, στο πλαίσιο αναπομπής μιας υπόθεσης μετά από αναίρεση, επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

144    Με την αίτηση αναιρέσεως, η ΕΥΕΔ είχε ζητήσει την αναίρεση της αρχικής αποφάσεως, ιδίως κατά το μέρος με το οποίο καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένης της αναπομπής της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο, στην αναιρετική απόφαση το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

145    Κατά συνέπεια, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να κρίνει με την παρούσα απόφαση επί των δικαστικών εξόδων, πρώτον, της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση της αρχικής αποφάσεως, δεύτερον, της αναιρετικής διαδικασίας στην υπόθεση C-427/18 P και, τρίτον, της παρούσας διαδικασίας κατόπιν αναπομπής.

146    Δεδομένου ότι η ΕΥΕΔ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας, καθώς και σε εκείνα των διαδικασιών στις υποθέσεις T-119/17 και C-427/18 P, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των προσφευγόντων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση ADMIN(2016) 7 του αρμόδιου για τον προϋπολογισμό και τη διοίκηση γενικού διευθυντή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), της 19ης Απριλίου 2016, περί καθορισμού της αποζημίωσης συνθηκών διαβίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 10 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ – Οικονομικό έτος 2016, κατά το μέρος που με αυτήν μειώθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 2016, η αποζημίωση συνθηκών διαβίωσης η οποία καταβάλλεται στο προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει τοποθετηθεί στην Αιθιοπία.

2)      Καταδικάζει την ΕΥΕΔ στα δικαστικά έξοδα στις υποθέσεις T-119/17, C-427/18 P και T-119/17 RENV.

Gervasoni

Nihoul

Martín y Pérez de Nanclares

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαΐου 2021.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1      Ο κατάλογος των λοιπών προσφευγόντων επισυνάπτεται ως παράρτημα μόνο στο κείμενο που κοινοποιείται στους διαδίκους.