Language of document : ECLI:EU:F:2007:226

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2007

Υπόθεση F-95/05

N

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Θέση προϊσταμένου διοικήσεως – Τρίτες χώρες – Δυσμενής γνωμάτευση της ιατρικής υπηρεσίας»

Αντικείμενο: Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί κατ’ ουσίαν, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση του διευθυντή της διευθύνσεως K «Εξωτερική Υπηρεσία» της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Εξωτερικές σχέσεις» της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 15ης Απριλίου 2005, με την οποία ο προσφεύγων-ενάγων πληροφορήθηκε ότι δεν θα προσληφθεί ως προϊστάμενος διοικήσεως της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στη Γουινέα και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει αποζημίωση προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που αυτός ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Απόφαση: Η απόφαση του διευθυντή της διευθύνσεως K «Εξωτερική Υπηρεσία» της Γενικής Διευθύνσεως «Εξωτερικές σχέσεις» της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 15ης Απριλίου 2005, με την οποία ο προσφεύγων-ενάγων πληροφορήθηκε ότι δεν θα προσληφθεί ως προϊστάμενος διοικήσεως της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στη Γουινέα, ακυρώνεται. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Πρόσληψη – Σωματική ικανότητα – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άρθρο 33, εδ. 2· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Κοινοτήτων, άρθρο 13)

2.      Διαδικασία – Δικόγραφο της προσφυγής – Τυπικά στοιχεία του δικογράφου

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 §1, στοιχείο γ΄)

1.      Στο πλαίσιο διαδικασίας προσλήψεως, η διαδικασία καταρτίσεως της ιατρικής γνωματεύσεως που δεν διασφαλίζει ότι, κατά την κατάρτιση της τελικής ιατρικής γνωματεύσεως, λαμβάνεται υπόψη η γνωμάτευση ενός ιατρού ελευθέρως επιλεγέντος από τον οικείο υποψήφιο, αντιβαίνει στο άρθρο 33, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), το οποίο έχει εφαρμογή, λαμβανομένου υπόψη του ότι σκοπεί στη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και ελλείψει διατάξεων θεσπιζουσών αυτοτελή διαδικασία ή άλλων λυσιτελών λόγων, στους εκτάκτους υπαλλήλους που υπηρετούν σε τρίτη χώρα.

(βλ. σκέψεις 70 και 76)

2.      Σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει, μεταξύ άλλων, να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Για να πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις, το δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση ζημιών τις οποίες προκάλεσε κοινοτικό όργανο πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που προσδιορίζουν τη συμπεριφορά την οποία ο ενάγων προσάπτει στο θεσμικό όργανο, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και τον χαρακτήρα και την έκταση της εν λόγω ζημίας. Αντιθέτως, το αίτημα με το οποίο ζητείται η επιδίκαση μιας κάποιας αποζημιώσεις στερείται της αναγκαίας ακρίβειας και πρέπει κατά συνέπεια να θεωρείται απαράδεκτο.

Τούτο συμβαίνει εφόσον ο ενάγων απλώς και μόνο ζητεί να γίνει δεκτό το κατ’ αρχήν αίτημά του αποζημιώσεως το οποίο θα προσδιορισθεί αριθμητικώς αργότερα, προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη, χωρίς καν να εκθέτει τα πραγματικά στοιχεία που καθιστούν δυνατή την εκτίμηση της εκτάσεώς της και χωρίς, ωσαύτως, να αποδεικνύει ή να επικαλείται την ·ύπαρξη ιδιαιτέρων περιστάσεων λόγω των οποίων αυτός δεν θα ήταν υποχρεωμένος να παράσχει διευκρινίσεις.

Όσον αφορά την ηθική βλάβη, είτε η χρηματική ικανοποίηση λόγω της βλάβης αυτής ζητείται συμβολικά είτε προκειμένου να επιτευχθεί η καταβολή αληθούς αποζημιώσεως, στον ενάγοντα εναπόκειται να διευκρινίσει τη φύση της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης, υπό το πρίσμα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο κοινοτικό όργανο, και κατόπιν να διευκρινίσει, έστω και κατά προσέγγιση, την εκτίμηση του συνόλου της ζημίας αυτής.

(βλ. σκέψεις 86 έως 88, 90 και 91)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 2 Δεκεμβρίου 1971, 5/71, Zuckerfabrik Schöppenstedt κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1025, σκέψη 9· 23 Σεπτεμβρίου 2004, C-150/03 P, Hectors κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I-8691, σκέψη 62

ΠΕΚ: 1 Ιουλίου 1994, T-505/93, Osório κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I-A-179 και II-581, σκέψεις 33 και 35· 15 Φεβρουαρίου 1995, T-112/94, Moat κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I-A-37 και II-135, σκέψεις 32, 35, 37 και 38· 7 Φεβρουαρίου 2007, T-175/04, Gordon κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. Ι-Α-2-0000 και ΙΙ-Α-2-0000, σκέψεις 42 και 45