Language of document : ECLI:EU:C:2015:359

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 4ης Ιουνίου 2015 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 — Άρθρο 27 — Παράρτημα VI, τμήμα ΙΗ΄, σημείο 1, στοιχεία α΄ και β΄ — Έννοια των “οφειλομένων συντάξεων κατά τη νομοθεσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών” — Παροχές σε είδος — Αναδρομική χορήγηση συντάξεως δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας — Χορήγηση παροχών υγείας υπό την προϋπόθεση της υπαγωγής σε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως υγείας — Βεβαίωση μη ασφαλίσεως δυνάμει της νομοθεσίας περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως υγείας του κράτους μέλους κατοικίας — Συνεπακόλουθη έλλειψη υποχρεώσεως καταβολής εισφορών στο εν λόγω κράτος μέλος — Αναδρομική ανάκληση της βεβαιώσεως αυτής — Αδυναμία αναδρομικής υπαγωγής σε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως υγείας — Διακοπή της καλύψεως του κινδύνου ασθενείας από τέτοια ασφάλιση — Πρακτική αποτελεσματικότητα του κανονισμού 1408/71»

Στην υπόθεση C‑543/13,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Centrale Raad van Beroep (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Οκτωβρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank

κατά

E. Fischer‑Lintjens,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Ó Caoimh (εισηγητή), C. Toader, E. Jarašiūnas και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        το Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank, εκπροσωπούμενο από τον H. van der Most,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. de Ree και M. Bulterman,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze και την A. Wiedmann,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και M. van Beek,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 27 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ L 392, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71), καθώς και του παραρτήματος VI, τμήμα ΙΗ΄, σημείο 1, στοιχεία α΄ και β΄, του εν λόγω κανονισμού.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank (διοικητικού συμβουλίου του ταμείου κοινωνικών ασφαλίσεων, στο εξής: SVB) και της E. Fischer‑Lintjens σχετικά με την ανάκληση, από το College voor zorgverzekeringen (συμβούλιο ασφαλίσεων υγείας, στο εξής: CVZ), οργανισμό του οποίου οι αρμοδιότητες ασκούνται πλέον από το SVB, βεβαιώσεως με την οποία πιστοποιούνταν ότι η E. Fischer‑Lintjens δεν ήταν υποχρεωμένη να συνάψει ασφάλιση υγείας στις Κάτω Χώρες και ότι, ως εκ τούτου, δεν οφείλει ασφαλιστικές εισφορές (στο εξής: βεβαίωση μη ασφαλίσεως).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 27 του κανονισμού 1408/71 εντάσσεται στον τίτλο III αυτού, ο οποίος επιγράφεται «Ειδικές διατάξεις για διάφορες κατηγορίες παροχών», και στο κεφάλαιο 1 του εν λόγω τίτλου, το οποίο επιγράφεται «Ασθένεια και μητρότητα». Το εν λόγω άρθρο 27, με τίτλο «Συντάξεις που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας περισσοτέρων κρατών μελών, εφόσον υπάρχει δικαίωμα παροχών στη χώρα κατοικίας», προβλέπει τα εξής:

«Ο δικαιούχος συντάξεων οφειλομένων κατά τη νομοθεσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνη του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, και ο οποίος —λαμβανομένων υπόψη, κατά περίπτωση, των διατάξεων του άρθρου 18 και του παραρτήματος VΙ— δικαιούται παροχών δυνάμει της νομοθεσίας του τελευταίου αυτού κράτους μέλους, καθώς και τα μέλη της οικογένειάς του, λαμβάνουν τις παροχές αυτές από το φορέα του τόπου κατοικίας και εις βάρος αυτού, σαν να εδικαιούτο συντάξεως ο ενδιαφερόμενος δυνάμει μόνον της νομοθεσίας του τελευταίου αυτού κράτους μέλους.»

4        Το προαναφερθέν κεφάλαιο 1 περιλαμβάνει και το άρθρο 28 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Συντάξεις που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών, αν δεν υπάρχει δικαίωμα παροχών στη χώρα κατοικίας», το οποίο προβλέπει κανόνες σχετικά με τη χορήγηση των παροχών, καθώς και την ανάληψη της σχετικής επιβαρύνσεως, σε δικαιούχους συντάξεων οφειλόμενων δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών, εφόσον οι εν λόγω δικαιούχοι δεν έχουν δικαίωμα παροχών βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας, αλλά δικαιούνται τέτοιες παροχές για τους ίδιους και τα μέλη της οικογένειάς τους, κατά το μέτρο που θα εδικαιούντο των παροχών αυτών κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους ή τουλάχιστον ενός από τα κράτη μέλη που είναι αρμόδια στο θέμα της συντάξεως, αν κατοικούσαν στο έδαφος του εν λόγω κράτους.

5        Το άρθρο 84α του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Σχέσεις μεταξύ των φορέων και των προσώπων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό», ορίζει τα εξής:

«1.      Οι φορείς και τα πρόσωπα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό έχουν υποχρέωση αμοιβαίας πληροφόρησης και συνεργασίας έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Οι φορείς, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοίκησης, απαντούν σε όλα τα αιτήματα εντός εύλογης προθεσμίας και παρέχουν συναφώς στους ενδιαφερομένους κάθε πληροφορία που απαιτείται για την άσκηση των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζει ο παρών κανονισμός.

Τα εν λόγω πρόσωπα ενημερώνουν το συντομότερο δυνατόν τους φορείς του αρμόδιου κράτους και του κράτους της κατοικίας σχετικά με κάθε αλλαγή της προσωπικής ή οικογενειακής τους κατάστασης η οποία έχει επιπτώσεις στα δικαιώματά τους επί των παροχών του παρόντος κανονισμού.

2.      Η μη τήρηση της υποχρέωσης ενημέρωσης της παραγράφου 1, τρίτο εδάφιο, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη λήψη ανάλογων μέτρων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, τα εν λόγω μέτρα πρέπει να είναι ισοδύναμα με τα εφαρμοζόμενα σε παρόμοιες καταστάσεις βάσει του εθνικού δικαίου και δεν πρέπει να καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δύσκολη την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στους ενδιαφερομένους με τον παρόντα κανονισμό.

[...]»

6        Στο παράρτημα VI του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Ειδικές περιπτώσεις εφαρμογής των νομοθεσιών ορισμένων κρατών μελών», και υπό το τμήμα IZ΄ του εν λόγω παραρτήματος, τα στοιχεία α΄ και β΄ του σημείου 1, το οποίο επιγράφεται «Ασφάλιση υγείας», έχουν ως εξής:

«α)      Όσον αφορά το δικαίωμα σε παροχές σε είδος σύμφωνα με τη νομοθεσία των Κάτω Χωρών, ως πρόσωπα που δικαιούνται παροχές σε είδος για τους σκοπούς της εφαρμογής των κεφαλαίων 1 και 4 του τίτλου ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού νοούνται:

i)      τα πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 2 του [νόμου περί ασφάλισης υγείας (Zorgverzekeringswet, στο εξής: Zvw)], είναι υποχρεωμένα να ασφαλιστούν σε ασφαλιστικό φορέα υγείας,

[...]

β)      Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο α΄, σημείο i, πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις του [Zvw] να ασφαλιστούν σε ασφαλιστικό φορέα υγείας […]».

 Το δίκαιο της Ολλανδίας

 Ο νόμος περί γενικού συστήματος ασφαλίσεως γήρατος

7        Το άρθρο 14, παράγραφος 1, του γενικού νόμου περί γήρατος (Algemene ouderdomswet, στο εξής: AOW) προβλέπει:

«Σύνταξη γήρατος, καθώς και αύξηση της συντάξεως γήρατος χορηγούνται, κατόπιν αιτήσεως, από την Sociale verzekeringsbank.»

8        Κατά το άρθρο 16 του AOW:

«1.      Η σύνταξη γήρατος αρχίζει από την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο ο ενδιαφερόμενος πληροί τις προϋποθέσεις για την απόκτηση δικαιώματος συντάξεως γήρατος.

2.      Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παραγράφου 1, καταβολή συντάξεως γήρατος δεν δύναται να αρχίσει νωρίτερα από ένα έτος πριν από την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση ή κατά τον οποίο η σύνταξη χορηγήθηκε αυτεπαγγέλτως. Η Sociale verzekeringsbank δύναται για ειδικές περιπτώσεις να παρεκκλίνει από τις διατάξεις της προηγούμενης περιόδου.»

 Ο νόμος περί ειδικής ασφαλίσεως υγείας

9        Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 4, του γενικού νόμου περί ειδικής ασφαλίσεως υγείας (Algemene wet bijzondere ziektekosten, στο εξής: AWBZ) ορίζει:

«1.      Ασφαλισμένος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου είναι:

a.      ο κάτοικος ημεδαπής·

b.      ο μη κάτοικος ημεδαπής ο οποίος όμως υπόκειται σε φόρο εισοδήματος για μισθωτή εργασία που άσκησε στις Κάτω Χώρες.

[...]

4.      Διεύρυνση ή περιορισμός του κύκλου των ασφαλισμένων μπορεί να γίνει, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, με βασιλικό διάταγμα ή βάσει τέτοιου διατάγματος.»

10      Το άρθρο 5c του AWBZ έχει ως εξής:

«Η Sociale verzekeringsbank καθορίζει αυτεπαγγέλτως και, ενδεχομένως, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εάν ένα φυσικό πρόσωπο πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 5 ή 5b ή προϋποθέσεις που έχουν καθοριστεί βάσει των άρθρων αυτών, προκειμένου να ασφαλιστεί σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.»

 Διάταγμα του 1999, για τη διεύρυνση και τον περιορισμό του κύκλου των ασφαλισμένων στο σύστημα των κοινωνικών ασφαλίσεων

11      Το άρθρο 21, παράγραφοι 1 και 6, του διατάγματος του 1999 για τη διεύρυνση και τον περιορισμό του κύκλου των ασφαλισμένων στο σύστημα των κοινωνικών ασφαλίσεων (Besluit uitbreiding en beperking kring verzekerden volksverzekeringen 1999, στο εξής: KB 746) προβλέπει:

«1.      Μη ασφαλισμένο βάσει του [AWBZ] είναι το πρόσωπο που κατοικεί στις Κάτω Χώρες, αλλά, κατ’ εφαρμογήν κανονισμού του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή συμβάσεως σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση συναφθείσας από τις Κάτω Χώρες με ένα ή περισσότερα άλλα κράτη, δύναται να ασκήσει στις Κάτω Χώρες δικαίωμα για τη λήψη παροχών σε είδος που κατ’ αρχήν χορηγούνται στο πρόσωπο αυτό με επιβάρυνση άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου κράτους που είναι συμβαλλόμενο μέρος της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή κράτους με το οποίο οι Κάτω Χώρες έχουν συνάψει σύμβαση σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση.

[...]

6.      Η Sociale verzekeringsbank εκδίδει, κατόπιν αιτήσεως προσώπου της παραγράφου 1, 2, 3 ή 4, βεβαίωση ότι το πρόσωπο αυτό δεν είναι ασφαλισμένο.»

 Ο νόμος περί ασφαλίσεως υγείας

12      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του Zvw:

«Όποιος είναι αυτοδικαίως ασφαλισμένος σύμφωνα με τον AWBZ και τη ρύθμιση που βασίζεται σε αυτόν, υποχρεούται να ασφαλιστεί, ή να αναθέσει την ασφάλισή του, βάσει ασφαλίσεως υγείας κατά του κινδύνου που αναφέρει το άρθρο 10.»

13      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του Zvw ορίζει:

«Φορέας ασφαλίσεως υγείας υποχρεούται να συνάψει κατόπιν σχετικής αιτήσεως ασφάλιση υγείας με ή προς όφελος κάθε υπόχρεου ασφαλίσεως που κατοικεί στη ζώνη δραστηριότητάς του καθώς και με ή προς όφελος κάθε υπόχρεου ασφαλίσεως που κατοικεί στην αλλοδαπή.»

14      Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 5, του Zvw προβλέπει:

«1.      Η ασφάλιση υγείας αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία περιέρχεται στον φορέα ασφαλίσεως υγείας η αίτηση του άρθρου 3, παράγραφος 1[...]

[...]

5.      Η ασφάλιση υγείας έχει, εφόσον είναι αναγκαίο κατά παρέκκλιση από το άρθρο 925, παράγραφος 1, του Τόμου 7 του Αστικού Κώδικα, αναδρομική ισχύ:

a.      αν αρχίσει εντός τεσσάρων μηνών από τη δημιουργία της υποχρεώσεως ασφαλίσεως, έως και την ημέρα κατά την οποία δημιουργήθηκε η υποχρέωση αυτή.

[...]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Η E. Fischer‑Lintjens κατοικούσε από γεννήσεώς της, την 1η Δεκεμβρίου 1934, έως την 1η Σεπτεμβρίου 1970 στις Κάτω Χώρες. Εν συνεχεία, κατοικούσε στη Γερμανία έως την 1η Μαΐου 2006, οπότε επέστρεψε στις Κάτω Χώρες, όπου έκτοτε κατοικεί.

16      Από τον Οκτώβριο του 2004, η E. Fischer‑Lintjens λαμβάνει σύνταξη χηρείας από τον γερμανικό αρμόδιο φορέα. Μετά τη μετεγκατάστασή της από τη Γερμανία στις Κάτω Χώρες το 2006, εγγράφηκε, χρησιμοποιώντας το έντυπο E 121, στον ολλανδικό φορέα ασφαλίσεως υγείας CZ (στο εξής: CZ), οπότε από την 1η Ιουνίου 2006 δικαιούνταν στις Κάτω Χώρες παροχές σε είδος βάσει του άρθρου 28 του κανονισμού 1408/71, με επιβάρυνση του γερμανικού αρμόδιου φορέα. Η E. Fischer‑Lintjens κατέβαλε επίσης εισφορές για ασφάλιση υγείας στη Γερμανία.

17      Στις 20 Οκτωβρίου 2006, η E. Fischer‑Lintjens έλαβε από το CVZ βεβαίωση μη ασφαλίσεως βάσει του AWBZ, προκειμένου να αποδείξει στην αρμόδια για την είσπραξη των εισφορών ολλανδική αρχή ότι δεν οφείλει εισφορές στις Κάτω Χώρες. Στο έντυπο το οποίο έπρεπε να συμπληρώσει για να της χορηγηθεί η εν λόγω βεβαίωση, η E. Fischer‑Lintjens δήλωσε ότι δεν λαμβάνει συντάξεις ή παροχές βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας, αλλά σύνταξη βάσει της γερμανικής νομοθεσίας.

18      Η εν λόγω βεβαίωση ίσχυε, με τη επιφύλαξη της μεταβολής των συνθηκών, από 1ης Ιουνίου 2006 έως 31 Δεκεμβρίου 2010.

19      Μολονότι η E. Fischer‑Lintjens είχε συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας, θεμελιώνοντας έτσι συνταξιοδοτικό δικαίωμα στις Κάτω Χώρες από την 1η Δεκεμβρίου 1999, σύμφωνα με τον AOW, εντούτοις υπέβαλε αίτηση συνταξιοδοτήσεως μόλις τον Μάιο του 2007. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η E. Fischer‑Lintjens θεωρούσε εσφαλμένως, έως την υποβολή της αιτήσεώς της, ότι δεν δικαιούνταν σύνταξη.

20      Με απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2007, η οποία τροποποιήθηκε στις 24 Απριλίου 2008, το SVB χορήγησε στην E. Fischer‑Lintjens σύνταξη με αναδρομική ισχύ ενός έτους πριν από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως, δηλαδή από την 1η Μαΐου 2006, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 2, του AOW.

21      Έως τον Οκτώβριο του 2010, η E. Fischer‑Lintjens δεν είχε γνωστοποιήσει στο CZ, στο CVZ και στον γερμανικό φορέα ασφαλίσεως υγείας τη μεταβολή της καταστάσεώς της.

22      Στις 21 Οκτωβρίου 2010, η E. Fischer‑Lintjens συμπλήρωσε έντυπο το οποίο της είχε δοθεί από το CVZ στο πλαίσιο της αιτήσεώς της για παράταση της βεβαιώσεως μη ασφαλίσεως, δηλώνοντας ότι από την 1η Μαΐου 2006 λαμβάνει σύνταξη γήρατος βάσει του AOW.

23      Με απόφαση της 2ας Νοεμβρίου 2010, το CVZ γνωστοποίησε στην E. Fischer‑Lintjens ότι υπείχε πλέον υποχρέωση ασφαλίσεως σύμφωνα με τον AWBZ και τον Zvw και ότι, ως εκ τούτου, όφειλε ασφαλιστικές εισφορές στις Κάτω Χώρες, διότι η περίπτωσή της δεν ενέπιπτε πλέον στο άρθρο 21, παράγραφος 1, του KB 746 και, συνεπώς, υπείχε υποχρέωση ασφαλίσεως από τον Ιούνιο του 2006. Το CVZ ανακάλεσε, ως εκ τούτου, τη βεβαίωση μη ασφαλίσεως της E. Fischer‑Lintjens (στο εξής: ανακλητική απόφαση) και το CZ έλυσε τη σύμβασή της ασφαλίσεως υγείας. Τόσο η ανακλητική απόφαση όσο και η λύση της συμβάσεως ίσχυαν αναδρομικά από 1ης Ιουνίου 2006.

24      Εν συνεχεία, ο γερμανικός φορέας ασφαλίσεως υγείας επέστρεψε στην E. Fischer‑Lintjens τις εισφορές ύψους 5 000 ευρώ, τις οποίες είχε καταβάλει στη Γερμανία από την 1η Ιουνίου 2006.

25      Κατόπιν, το CZ αξίωσε από την E. Fischer‑Lintjens την καταβολή δαπανών υγείας, ύψους άνω των 11 000 ευρώ, τις οποίες είχε αποδώσει στον προαναφερθέντα γερμανικό φορέα. Κατά το CVZ, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 5, του Zvw, η ασφάλιση υγείας ισχύει αναδρομικά μόνον εάν έχει συναφθεί εντός τετραμήνου από τη γένεση της ασφαλιστικής υποχρεώσεως. Η E. Fischer‑Lintjens έπρεπε, συνεπώς, να καταβάλει η ίδια τις δαπάνες υγείας που είχαν αποδοθεί στον εν λόγω γερμανικό φορέα για το διάστημα κατά το οποίο δεν καλυπτόταν από ασφάλιση υγείας, ήτοι από τον Ιούνιο του 2006 έως την 1η Ιουλίου 2010, ημερομηνία κατά την οποία η E. Fischer‑Lintjens υπήχθη σε ασφάλιση υγείας στις Κάτω Χώρες.

26      Στις 7 Δεκεμβρίου 2010, η E. Fischer‑Lintjens υπέβαλε στο CVZ ένσταση κατά της ανακλητικής αποφάσεως.

27      Από τις 15 Μαρτίου 2011, το SVB είναι το αρμόδιο όργανο για τη χορήγηση απαλλαγών από την ασφαλιστική υποχρέωση βάσει του AWBZ και την έκδοση βεβαιώσεων μη ασφαλίσεως. Οι βεβαιώσεις που έχουν εκδοθεί πριν την ημερομηνία αυτή από το CVZ λογίζονται εκδοθείσες από το SVB.

28      Με απόφαση της 21ης Απριλίου 2011, το SVB έκρινε αβάσιμη την ένσταση της E. Fischer‑Lintjens κατά της ανακλητικής αποφάσεως. Με απόφαση του Rechtbank Roermond (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Roermond) της 17ης Ιανουαρίου 2012, έγινε δεκτή η προσφυγή της E. Fischer‑Lintjens κατά της διοικητικής αυτής αποφάσεως. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, η βεβαίωση μη ασφαλίσεως που έλαβε η Ε. Fischer‑Lintjen παρήγαγε έννομα αποτελέσματα μη δυνάμενα να αρθούν με την ανάκληση της βεβαιώσεως.

29      Το SVB άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης δικαστικής αποφάσεως ενώπιον του Centrale Raad van Beroep (κεντρικό διοικητικό δικαστήριο), προβάλλοντας ότι η βεβαίωση μη ασφαλίσεως έχει αποκλειστικά διαπιστωτικό χαρακτήρα, όπως και το έντυπο E 121. Κατά το SVB, η εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν είναι δυνατόν να παράγει έννομες συνέπειες κατά παρέκκλιση από αυτές που απορρέουν από την εφαρμογή του κανονισμού 1408/71.

30      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το SVB είχε την ευχέρεια να ανακαλέσει αναδρομικά τη βεβαίωση μη ασφαλίσεως, πλην όμως το εν λόγω ταμείο δεν συνεκτίμησε επαρκώς, ενόψει της ανακλήσεως αυτής, τα συμφέροντα της E. Fischer‑Lintjens. Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει η πραγματική αρμοδιότητα για τη χορήγηση συντάξεων και την κάλυψη των δαπανών των παροχών σε είδος να γεννάται μόνον από την ημερομηνία της αποφάσεως χορηγήσεως συντάξεως, με την οποία πιστοποιείται ότι ο ενδιαφερόμενος πράγματι έχει τέτοιο δικαίωμα. Για τον λόγο αυτό, διερωτάται από ποιο χρονικό σημείο «οφείλεται» πράγματι στην Ε. Fischer‑Lintjens η επίμαχη στην κύρια δίκη σύνταξη, κατά την έννοια του άρθρου 27 του κανονισμού 1408/71, δεδομένου ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, η αναδρομική εφαρμογή του άρθρου αυτού συνεπάγεται κατ’ αρχήν την επέλευση εννόμων συνεπειών με αναδρομική επίσης ισχύ, όπως, εν προκειμένω, η υποχρέωση της Ε. Fischer‑Lintjens να διαθέτει ασφάλιση υγείας στις Κάτω Χώρες.

31      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Centrale Raad van Beroep αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει ο όρος “οφειλόμενες” [συντάξεις] κατά το άρθρο 27 επ. του κανονισμού 1408/71 την έννοια ότι, για τον καθορισμό του χρονικού σημείου από το οποίο “οφείλεται” σύνταξη, κρίσιμη είναι η ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως χορηγήσεως βάσει της οποίας καταβλήθηκε εν συνεχεία η σύνταξη ή η ημερομηνία ενάρξεως της αναδρομικής καταβολής της συντάξεως;

2)      Αν με τον όρο “οφειλόμενες” [συντάξεις] νοείται η ημερομηνία ενάρξεως της αναδρομικής καταβολής της συντάξεως:

Συμβιβάζεται με την ερμηνεία αυτή το γεγονός ότι κατά την ολλανδική νομοθεσία ο δικαιούχος συντάξεως που εμπίπτει στο άρθρο 27 του κανονισμού 1408/71 δεν μπορεί να τύχει ασφαλίσεως υγείας με την ίδια αναδρομική ισχύ;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

32      Διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι τα ερωτήματα έχουν υποβληθεί υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, στο πλαίσιο της οποίας, αφενός, χορηγείται στην E. Fischer‑Lintjens από τον Νοέμβριο του 2007 στις Κάτω Χώρες σύνταξη αναδρομικά από 1ης Μαΐου 2006 και, αφετέρου, η E. Fischer‑Lintjens απέδειξε στην αρμόδια για την είσπραξη των εισφορών ολλανδική αρχή, με τη βεβαίωση μη ασφαλίσεως της 20ής Οκτωβρίου 2006, ότι δεν υπέχει την υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, του Zvw, σε συνδυασμό με το παράρτημα VI, τμήμα ΙΗ΄, σημείο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1408/71, να έχει υπαχθεί σε υποχρεωτική ασφάλιση υγείας στις Κάτω Χώρες, διότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 28 του κανονισμού αυτού και, συνεπώς, είχε δικαίωμα σε ασφαλιστικές παροχές ασθενείας στις Κάτω Χώρες, με επιβάρυνση του αρμόδιου γερμανικού φορέα. Ωστόσο, η εν λόγω βεβαίωση μη ασφαλίσεως ανακλήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2010 αναδρομικά από 1ης Ιουνίου 2006.

33      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι οι δικαιούχοι συντάξεων βάσει νομοθεσιών δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, οι οποίοι είναι κάτοικοι Κάτω Χωρών, υποχρεούνται, κατά τις διατάξεις του παραρτήματος VI, τμήμα ΙΗ΄, σημείο 1, στοιχεία α΄ και β΄, του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να έχουν δικαίωμα ασφαλιστικών παροχών ασθενείας με επιβάρυνση του αρμοδίου ολλανδικού φορέα βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 27 του ίδιου κανονισμού, να είναι ασφαλισμένοι σε φορέα ασφαλίσεως υγείας, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Zvw. Δεν αμφισβητείται ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 5, του Zvw, η ασφάλιση αυτή ισχύει αναδρομικά μόνον εάν έχει συναφθεί εντός τετραμήνου από τη γένεση της ασφαλιστικής υποχρεώσεως.

34      Κατά το αιτούν δικαστήριο, πρέπει επίσης να προσδιοριστεί η ημερομηνία κατά την οποία η E. Fischer‑Lintjens απέκτησε δικαίωμα στις προαναφερθείσες παροχές στις Κάτω Χώρες, με επιβάρυνση του αρμόδιου ολλανδικού φορέα, η οποία αντιστοιχεί στην ημερομηνία κατά την οποία η E. Fischer‑Lintjens έπαυσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 28 του κανονισμού 1408/71, εμπίπτοντας πλέον σε αυτό του άρθρου 27 του ίδιου κανονισμού. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας αυτής, η εφαρμογή των άρθρων 2 και 5, παράγραφος 5, του Zvw ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα να μη διαθέτει η E. Fischer‑Lintjens ασφάλιση υγείας για ορισμένο διάστημα, στον βαθμό που οι εν λόγω διατάξεις δεν επιτρέπουν την αναδρομική υπαγωγή σε τέτοια ασφάλιση υπό περιστάσεις όπως αυτές που χαρακτηρίζουν την περίπτωση της E. Fischer‑Lintjens. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι μπορεί να γίνει δεκτό ότι η διακοπή της ασφαλίσεως υγείας της E. Fischer‑Lintjens κατά το διάστημα μεταξύ 8ης Νοεμβρίου 2007, ημερομηνία πρώτης καταβολής σε αυτήν της συντάξεως στις Κάτω Χώρες, και 1ης Ιουλίου 2010, ημερομηνία υπαγωγής της E. Fischer‑Lintjens σε ασφάλιση υγείας στις Κάτω Χώρες, οφείλεται αποκλειστικά στην εκπρόθεσμη υπαγωγή της σε ολλανδικό ασφαλιστικό φορέα. Συνεπώς, η E. Fischer‑Lintjens θα έπρεπε να επωμιστεί μόνη της τη ζημία που απορρέει από το γεγονός αυτό.

35      Επομένως, με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 27 του κανονισμού 1408/71, σε συνδυασμό με παράρτημα VI, τμήμα ΙΗ΄, σημείο 1, στοιχεία α΄ και β΄, αυτού αντιτίθεται, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία δεν επιτρέπει στον δικαιούχο συντάξεως αναδρομικά χορηγούμενης κατά ένα έτος από το κράτος μέλος αυτό να υπαχθεί, με αντίστοιχη αναδρομικότητα, σε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως υγείας.

36      Πρέπει, συνεπώς, να διαπιστωθεί, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, η ημερομηνία από της οποίας η E. Fischer‑Lintjens ως δικαιούχος συντάξεως υπήχθη στην αρμοδιότητα των Κάτω Χωρών βάσει του άρθρου 27 του κανονισμού 1408/71.

37      Συναφώς, οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας αποτελούν ένα σύστημα κανόνων συγκρούσεως, η πληρότητα του οποίου έχει ως αποτέλεσμα να μην έχουν πλέον οι εθνικοί νομοθέτες την εξουσία προσδιορισμού της εκτάσεως και των προϋποθέσεων εφαρμογής της σχετικής εθνικής νομοθεσίας τους όσον αφορά τα πρόσωπα που υπόκεινται σ’ αυτή και το έδαφος εντός του οποίου οι εθνικές διατάξεις παράγουν τα αποτελέσματά τους (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση van Delft κ.λπ., C‑345/09, EU:C:2010:610, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Δεδομένου ότι οι κανόνες συγκρούσεως που προβλέπει ο κανονισμός 1408/71 επιβάλλονται συνεπώς κατά τρόπο δεσμευτικό στα κράτη μέλη, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι δεν μπορεί κατά μείζονα λόγο να γίνει δεκτό ότι οι ασφαλισμένοι που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων αυτών μπορούν να αντιπαρέλθουν τις συνέπειές τους, επιλέγοντας να εξαιρεθούν από αυτούς. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του συστήματος προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου που καθιερώνει ο κανονισμός 1408/71 εξαρτάται μόνο από την αντικειμενική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος (βλ., συναφώς, απόφαση van Delft κ.λπ., C‑345/09, EU:C:2010:610, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Υπενθυμίζεται ακόμη ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 που καθορίζουν την εφαρμοστέα νομοθεσία έχουν ως σκοπό όχι μόνο να αποτρέψουν την ταυτόχρονη εφαρμογή περισσότερων εθνικών νομοθεσιών και τις επιπλοκές που ενδέχεται να προκληθούν εξ αυτού, αλλά και να εμποδίσουν το ενδεχόμενο τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού να στερηθούν προστασίας σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, λόγω ελλείψεως νομοθεσίας έχουσας εφαρμογή επ’ αυτών (βλ., συναφώς, απόφαση Mulders, C‑548/11, EU:C:2013:249, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Εξ αυτού συνάγεται, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 41 των προτάσεών του, ότι σκοπός των κανόνων συγκρούσεως του κανονισμού 1408/71 είναι πράγματι κάθε ασφαλισμένο πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του να έχει συνεχή κάλυψη, ανεξαρτήτως της βουλήσεως των προσώπων ή των αρμοδίων φορέων των κρατών μελών.

41      Συναφώς, το άρθρο 27 του εν λόγω κανονισμού αφορά τον δικαιούχο συντάξεως οφειλομένης βάσει νομοθεσιών διαφόρων κρατών μελών, μεταξύ των οποίων και εκείνης του κράτους μέλους κατοικίας, ο οποίος δικαιούται παροχές ασθενείας και μητρότητας από το τελευταίο αυτό κράτος. Το άρθρο αυτό, σε συνδυασμό με το άρθρο 28 του εν λόγω κανονισμού, αποσκοπεί στον προσδιορισμό, αφενός, του φορέα που πρέπει να καταβάλλει στους δικαιούχους συντάξεως τις εν λόγω παροχές ασθενείας και μητρότητας και, αφετέρου, τον φορέα που βαρύνεται με τη σχετική δαπάνη (βλ., συναφώς, απόφαση Rundgren, C‑389/99, EU:C:2001:264, σκέψεις 43 και 44).

42      Το σύστημα που έχει θεσπιστεί με τα προαναφερθέντα άρθρα δημιουργεί σύνδεσμο μεταξύ της αρμοδιότητας για τη χορήγηση συντάξεων και της υποχρεώσεως καλύψεως των δαπανών για τις παροχές σε είδος, οπότε η υποχρέωση αυτή είναι παρεπόμενη της ουσιαστικής αρμοδιότητας για την καταβολή της συντάξεως. Επομένως, δεν μπορεί να βαρύνεται με τη δαπάνη για τις παροχές σε είδος ο φορέας κράτους μέλους το οποίο έχει απλώς ενδεχόμενη αρμοδιότητα σχετικά με την καταβολή της συντάξεως. Κατά συνέπεια, η οφειλόμενη σύνταξη για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 27 του κανονισμού 1408/71, όπως και στο άρθρο 28 αυτού, είναι η σύνταξη που πράγματι καταβάλλεται στον ενδιαφερόμενο (βλ., συναφώς, απόφαση Rundgren, C‑389/99, EU:C:2001:264, σκέψη 47).

43      Επομένως, η σύνταξη που καταβάλλεται στις Κάτω Χώρες σε ενδιαφερόμενο ευρισκόμενο σε κατάσταση πανομοιότυπη με αυτή της E. Fischer‑Lintjens θεωρείται οφειλόμενη, κατά την έννοια του άρθρου 27 του κανονισμού 1408/71, από τη στιγμή που αρχίζει πραγματικά η καταβολή της στον ενδιαφερόμενο, ανεξαρτήτως του χρόνου της τυπικής διαπιστώσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Συνεπώς, η σύνταξη αυτή θεωρείται οφειλόμενη καθ’ όλο το διάστημα της πραγματικής καταβολής της, ακόμη και όταν η καταβολή αρχίζει πριν την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί χορηγήσεως της συντάξεως αυτής.

44      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύνταξη καταβάλλεται πράγματι στην E. Fischer‑Lintjens, βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας, από 1ης Μαΐου 2006. Επομένως, όσον αφορά τη χορήγηση παροχών στην E. Fischer‑Lintjens, θεωρείται από την ημερομηνία αυτή «οφειλόμενη» κατά την έννοια του άρθρου 27 του κανονισμού 1408/71.

45      Επιπλέον, όπως επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, κάθε άλλη ερμηνεία του όρου «οφειλόμενη» του εν λόγω άρθρου 27 θα είχε ως συνέπεια να εξαρτάται η κατά χρόνο άσκηση της αρμοδιότητας ενός κράτους μέλος όσον αφορά τις οφειλόμενες βάσει του κανονισμού αυτού παροχές από την ταχύτητα επεξεργασίας των αιτήσεων συνταξιοδοτήσεως από τις εθνικές διοικητικές αρχές, πράγμα που θα αντέβαινε σε έναν από τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο με τη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, συνίσταται στη συνεχή κάλυψη όλων των ασφαλισμένων προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.

46      Περαιτέρω, από τα στοιχεία που έχουν προσκομιστεί στο Δικαστήριο και τα οποία δεν έχουν αμφισβητηθεί, προκύπτει ότι, μετά την αναδρομική ανάκληση της βεβαιώσεως μη ασφαλίσεως, η E. Fischer‑Lintjens δεν διέθετε ασφάλιση υγείας κατά το διάστημα από τον Ιούνιο του 2006 έως την 1η Ιουλίου 2010, παρά το γεγονός ότι είχε καταβάλει εισφορές ασφαλίσεως υγείας στη Γερμανία για το διάστημα αυτό, εισφορές οι οποίες, κατόπιν της ανακλητικής αποφάσεως, της επιστράφηκαν.

47      Συναφώς, η Ολλανδική Κυβέρνηση διευκρινίζει, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ολλανδική κανονιστική ρύθμιση αποκλείει καταρχήν εντελώς την αναδρομική ισχύ της ασφαλίσεως υγείας στις Κάτω Χώρες, διότι, αφενός, οι ασφαλίσεις αποσκοπούν εκ φύσεως στην κάλυψη μελλοντικών κινδύνων οι οποίοι δεν έχουν επέλθει κατά τον χρόνο υπαγωγής στην ασφάλιση και, αφετέρου, επιδιώκεται να έχουν οι ενδιαφερόμενοι το κίνητρο να συνάψουν το συντομότερο δυνατό ασφαλιστική σύμβαση κατά το ολλανδικό δίκαιο, εφόσον υπέχουν σχετική υποχρέωση. Η έλλειψη αναδρομικής ισχύος της ασφαλίσεως εγγυάται την αλληλεγγύη, η οποία αποτελεί τη βάση του συστήματος ασφαλίσεως υγείας, και προλαμβάνει τις καταχρήσεις. Ωστόσο, παρά τη γενική αυτή αρχή του αποκλεισμού της αναδρομικής ισχύος, ο Ολλανδός νομοθέτης έχει προβλέψει μια περιορισμένη εξαίρεση, κατά την οποία, εφόσον η ασφάλιση υγείας αρχίζει εντός τετραμήνου από τη γένεση της ασφαλιστικής υποχρεώσεως, η ασφάλιση ισχύει αναδρομικά έως τη γένεση της υποχρεώσεως αυτής. Επομένως, ακόμη και αν η ασφαλιστική κάλυψη μπορούσε να ισχύσει αναδρομικά, πράγμα που δεν θα μπορούσε να συμβεί στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η ασφαλιστική υποχρέωση ως προς την E. Fischer‑Lintjens γεννήθηκε την 1η Μαΐου 2006, η αναδρομική αυτή ισχύς θα περιοριζόταν στο τετράμηνο.

48      Βεβαίως, είναι θεμιτό να περιορίζει το κράτος μέλος τη δυνατότητα αναδρομικής υπαγωγής σε ασφάλιση υγείας, ώστε τα πρόσωπα που υπέχουν τη σχετική υποχρέωση να προβαίνουν στην υπαγωγή τους στην ασφάλιση αυτή το συντομότερο δυνατόν. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η υποχρέωση καταβολής εισφορών λόγω της υπάρξεως δικαιώματος επί παροχών, ακόμη και σε περίπτωση μη πραγματικής λήψεως των παροχών αυτών, είναι εγγενής με την αρχή της αλληλεγγύης που διέπει τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, καθόσον, ελλείψει τέτοιας υποχρεώσεως, οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούσαν να αναμένουν να επέλθει ο κίνδυνος πριν συμβάλλουν στη χρηματοδότηση του συστήματος αυτού (βλ., συναφώς, απόφαση van Delft κ.λπ., C‑345/09, EU:C:2010:610, σκέψη 75).

49      Ωστόσο, οι προϋποθέσεις υπαγωγής στα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών, τα οποία είναι αρμόδια για τη ρύθμιση των συστημάτων αυτών, πρέπει να είναι συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης και να μην έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό, από το πεδίο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, προσώπων επί των οποίων η νομοθεσία αυτή έχει εφαρμογή δυνάμει του κανονισμού 1408/71 (βλ., συναφώς, αποφάσεις Kits van Heijningen, C‑2/89, EU:C:1990:183, σκέψη 20, καθώς και Salemink, C‑347/10, EU:C:2012:17, σκέψεις 38 έως 40).

50      Διαπιστώνεται, πάντως, ότι, όπως κατ’ ουσίαν επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 53 και 54 των προτάσεών του, εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη έχει ως αποτέλεσμα πρόσωπο στο οποίο παρέχεται από τις αρχές του κράτους μέλους κατοικίας, δυνάμει του άρθρου 27 του εν λόγω κανονισμού, σύνταξη με αναδρομική ισχύ άνω των τεσσάρων μηνών από την έκδοση της αποφάσεως χορηγήσεως δεν έχει στη συνέχεια καμία δυνατότητα να τηρήσει τις εκ του νόμου υποχρεώσεις του και να αποκτήσει στο κράτος μέλος αυτό ασφάλιση υγείας η οποία να ισχύει αναδρομικά για διάστημα μεγαλύτερο του τετραμήνου, παρά το γεγονός ότι το πρόσωπο αυτό δικαιούνταν έως τότε την κάλυψη της υγειονομικής περιθάλψεώς του από τον αρμόδιο φορέα άλλου κράτους μέλους.

51      Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, ακόμη και αν η E. Fischer‑Lintjens είχε γνωστοποιήσει στους αρμόδιους φορείς της Ολλανδίας ότι λάμβανε σύνταξη στη Γερμανία, δεν θα είχε τη δυνατότητα να υπαχθεί στις 8 Νοεμβρίου 2007, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του SVB με την οποία διαπιστωνόταν ότι έχει συνταξιοδοτικό δικαίωμα στις Κάτω Χώρες αναδρομικά από 1ης Μαΐου 2006, σε υποχρεωτική ασφάλιση υγείας που να την καλύπτει από την 1η Μαΐου 2006, λόγω του επιβαλλόμενου από το άρθρο 5, παράγραφος 5, του Zvw περιορισμού. Επομένως, διαπιστώνεται ότι, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, θα ήταν αδύνατο να αποφύγει η E. Fischer‑Lintjens τη διακοπή της καλύψεώς της από την ασφάλιση αυτή για ορισμένο χρονικό διάστημα.

52      Πάντως, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, ένας ασφαλισμένος, όπως η E. Fischer‑Lintjens, που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 δεν μπορεί να στερείται κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας, λόγω ελλείψεως εφαρμοστέας επ’ αυτού νομοθεσίας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Kuusijärvi, C‑275/96, EU:C:1998:279, σκέψη 28).

53      Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 55 και 56 των προτάσεών του, ο περιορισμός που επιβάλλεται από τις διατάξεις εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, αποτέλεσμα του οποίου είναι να μην μπορεί πρόσωπο που βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση με εκείνην της E. Fischer­Lintjens να τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 27 του κανονισμού 1408/71 και του παραρτήματος VI, τμήμα ΙΗ΄, σημείο 1, στοιχεία α΄ και β΄, του ίδιου κανονισμού, θίγει την αποτελεσματικότητα του συστήματος των κανόνων συγκρούσεως που έχει τεθεί σε εφαρμογή με τον εν λόγω κανονισμό και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτόν για τους ασφαλισμένους. Ειδικότερα, η αποτελεσματικότητα του συστήματος αυτού, το οποίο είναι δεσμευτικό τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τους ενδιαφερομένους, δεν μπορεί να διασφαλιστεί εάν τα εν λόγω κράτη, μέσω των εθνικών κανονιστικών τους ρυθμίσεων, έχουν τη δυνατότητα να στερούν από τους ενδιαφερομένους, όπως η E. Fischer‑Lintjens, τη δυνατότητα πλήρους εκπληρώσεως των υποχρεώσεών τους που υπέχουν από τον κανονισμό.

54      Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Ολλανδικής Κυβερνήσεως ότι η διακοπή της ασφαλίσεως υγείας της E. Fischer‑Lintjens, ειδικότερα κατά το διάστημα από τον Νοέμβριο του 2007 έως τον Ιούλιο του 2010, οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι αυτή δεν γνωστοποίησε στον αρμόδιο ολλανδικό φορέα τη μεταβολή ως προς τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά της.

55      Βεβαίως, το άρθρο 84α, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 προβλέπει αμοιβαία υποχρέωση πληροφόρησης και συνεργασίας μεταξύ αρμοδίων φορέων και προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. Συγκεκριμένα, τα μεν πρόσωπα υποχρεούνται να γνωστοποιούν αμελλητί στους εν λόγω φορείς κάθε μεταβολή στην προσωπική ή οικογενειακή κατάστασή τους, η οποία επηρεάζει το δικαίωμά τους σε παροχές δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, οι δε φορείς υποχρεούνται να παρέχουν στα πρόσωπα αυτά, απαντώντας σε σχετικές αιτήσεις τους, κάθε πληροφορία που απαιτείται για την άσκηση των δικαιωμάτων που αντλούν από τον κανονισμό 1408/71.

56      Η πληροφόρηση μπορεί, ενδεχομένως, να περιλαμβάνει και στοιχεία που είναι απαραίτητα ώστε ένα πρόσωπο, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, να αντιληφθεί ότι υποχρεούται να έχει ασφαλιστική κάλυψη υγείας στις Κάτω Χώρες.

57      Ωστόσο, τονίζεται ότι, κατά το άρθρο 84α, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, η μη τήρηση της υποχρεώσεως ενημερώσεως της παραγράφου 1, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω άρθρου 84α μπορεί να έχει ως μόνο αποτέλεσμα τη λήψη ανάλογων μέτρων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα οποία πρέπει, αφενός, να είναι ισοδύναμα με τα εφαρμοζόμενα σε παρόμοιες καταστάσεις βάσει του εθνικού δικαίου και, αφετέρου, να μην καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αντλούν οι ενδιαφερόμενοι από τον κανονισμό.

58      Ωστόσο, τούτο δεν συμβαίνει σε περίπτωση που η εθνική κανονιστική ρύθμιση έχει ως συνέπεια να στερείται παντελώς ένας ενδιαφερόμενος που βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση με εκείνην της E. Fischer‑Lintjens κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας επί ορισμένο χρονικό διάστημα, χωρίς να έχουν ληφθεί υπόψη οι σχετικές περιστάσεις, ιδίως εκείνες που σχετίζονται με την προσωπική κατάστασή του, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η ηλικία του ενδιαφερομένου, η κατάσταση της υγείας του και η επί μακρόν απουσία του από τις Κάτω Χώρες. Επιπλέον, ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι η E. Fischer‑Lintjens κατέβαλλε στη Γερμανία, από τον Νοέμβριο του 2007 έως τον Οκτώβριο του 2010 εισφορές για ασφάλιση υγείας.

59      Βάσει των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 27 του κανονισμού 1408/71, σε συνδυασμό με το παράρτημα VI, τμήμα ΙΗ΄, σημείο 1, στοιχεία α΄ και β΄, έχει την έννοια ότι η σύνταξη που καταβάλλεται σε δικαιούχο, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, θεωρείται οφειλόμενη από τη στιγμή που αρχίζει πραγματικά η καταβολή της στον ενδιαφερόμενο, ανεξαρτήτως του χρόνου της τυπικής διαπιστώσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, ακόμη και όταν η καταβολή αρχίζει πριν την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί χορηγήσεως της συντάξεως αυτής. Τα άρθρα 27 και 84α του κανονισμού 1408/71, σε συνδυασμό με το παράρτημα VI, τμήμα ΙΗ΄, σημείο 1, στοιχεία α΄ και β΄, αυτού αντιτίθενται, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία δεν επιτρέπει στον δικαιούχο συντάξεως αναδρομικά χορηγούμενης κατά ένα έτος από το κράτος μέλος αυτό να υπαχθεί, με αντίστοιχη αναδρομικότητα, σε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως υγείας και έχει ως συνέπεια ο εν λόγω ενδιαφερόμενος να στερείται παντελώς κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας, χωρίς να έχουν ληφθεί υπόψη όλες οι σχετικές περιστάσεις, ιδίως εκείνες που σχετίζονται με την προσωπική κατάστασή του.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 27 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σε συνδυασμό με παράρτημα VI, τμήμα ΙΗ΄, σημείο 1, στοιχεία α΄ και β΄, του εν λόγω κανονισμού 1408/71, έχει την έννοια ότι η σύνταξη που καταβάλλεται σε δικαιούχο, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, θεωρείται οφειλόμενη από τη στιγμή που αρχίζει πραγματικά η καταβολή της στον ενδιαφερόμενο, ανεξαρτήτως του χρόνου της τυπικής διαπιστώσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, ακόμη και όταν η καταβολή αρχίζει πριν την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί χορηγήσεως της συντάξεως αυτής.

Τα άρθρα 27 και 84α του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 1992/2006, σε συνδυασμό με παράρτημα VI, τμήμα ΙΗ΄, σημείο 1, στοιχεία α΄ και β΄, αυτού αντιτίθενται, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, σε κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους η οποία δεν επιτρέπει στον δικαιούχο συντάξεως αναδρομικά χορηγούμενης κατά ένα έτος από το κράτος μέλος αυτό να υπαχθεί, με αντίστοιχη αναδρομικότητα, σε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως υγείας και έχει ως συνέπεια ο εν λόγω ενδιαφερόμενος να στερείται παντελώς κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας, χωρίς να έχουν ληφθεί υπόψη όλες οι σχετικές περιστάσεις, ιδίως εκείνες που σχετίζονται με την προσωπική κατάστασή του.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.