Language of document : ECLI:EU:T:2015:595

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 4ης Σεπτεμβρίου 2015 (*)

«ΕΓΤΠΕ – Τμήμα Εγγυήσεων – ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ – Δαπάνες που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση – Καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως – Βασικοί έλεγχοι – Επικουρικοί έλεγχοι – Άρθρα 51, 53, 73 και 73α του κανονισμού (ΕΚ) 796/2004»

Στην υπόθεση T‑245/13,

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενo αρχικώς από την C. Murrell, τον M. Holt και την E. Jenkinson, στη συνέχεια, από τον M. Holt, επικουρούμενους από τον D. Wyatt, QC, και τη V. Wakefield, barrister,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον P. Rossi και την K. Skelly,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της εκτελεστικής αποφάσεως 2013/123/ΕΕ της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2013, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 67, σ. 20), στο μέτρο που η απόφαση αυτή αφορά εγγραφή του παραρτήματος Ι, σχετικά με διόρθωση κατά παρέκταση, ύψους 5,19 %, επί δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στη Βόρεια Ιρλανδία (Ηνωμένο Βασίλειο) κατά το οικονομικό έτος 2010, ανερχόμενη σε 16 513 582,57 ευρώ,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. E. Martins Ribeiro (εισηγήτρια), πρόεδρο, S. Gervasoni και L. Madise, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3 Δεκεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

 Νομοθεσία της Ένωσης που διέπει τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής

 Κανονισμός (ΕΚ) 1290/2005

1        Οι βασικοί κανόνες για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής περιλαμβάνονται, όσον αφορά τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από τα μεν κράτη μέλη από τις 16 Οκτωβρίου 2006, από τη δε Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από την 1η Ιανουαρίου 2007, στον κανονισμό (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 209, σ. 1).

2        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1290/2005, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) χρηματοδοτεί, με επιμερισμένη διαχείριση μεταξύ των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις άμεσες ενισχύσεις οι οποίες προβλέπονται στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και χορηγούνται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

3        Το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 φέρει τον τίτλο «Εκκαθάριση ως προς τη συμμόρφωση» και στις παραγράφους 1 έως 3 ορίζει τα εξής:

«1.      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 και στο άρθρο 4, δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες [της Ένωσης], αποφασίζει τι ποσά πρέπει να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση [της Ένωσης], με τη διαδικασία του άρθρου 41 παράγραφος 3.

2.      Η Επιτροπή εκτιμά τα προς αποκλεισμό ποσά με γνώμονα κυρίως την έκταση της έλλειψης συμμόρφωσης που διαπίστωσε. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η [Ένωση].

3.      Πριν από κάθε απόφαση απόρριψης της χρηματοδότησης, τα αποτελέσματα των ελέγχων της Επιτροπής και οι απαντήσεις του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους κοινοποιούνται εγγράφως και, κατόπιν, τα δύο μέρη επιχειρούν να καταλήξουν σε συμφωνία για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία, το κράτος μέλος δύναται να ζητήσει, εντός τεσσάρων μηνών, την έναρξη διαδικασίας συμβιβασμού των αντίστοιχων θέσεων. Τα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής ανακοινώνονται με έκθεση προς την Επιτροπή, η οποία τα εξετάζει, πριν αποφασίσει να απορρίψει ενδεχομένως τη χρηματοδότηση.»

 Κανονισμός (ΕΚ) 885/2006

4        Οι λεπτομερείς κανόνες της διαδικασίας εκκαθαρίσεως ως προς τη συμμόρφωση τίθενται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ L 171, σ. 90). Επίσης, το άρθρο 16 του κανονισμού αυτού θέτει τους λεπτομερείς κανόνες της διαδικασίας συμβιβασμού.

 Κανονισμοί (ΕΚ) 1782/2003 και 73/2009

5        Στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (EK) 1782/2003, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 2019/93, (ΕΚ) 1452/2001, (ΕΚ) 1453/2001, (ΕΚ)1454/2001, (ΕΚ) 1868/94, (ΕΚ) 1251/1999, (ΕΚ) 1254/1999, (ΕΚ) 1673/2000, (ΕΟΚ) 2358/71 και (ΕΚ) 2529/2001 (ΕΕ L 270, σ. 1). Ο κανονισμός αυτός θέσπισε, μεταξύ άλλων, καθεστώς στήριξης του εισοδήματος των γεωργών αποσυνδεδεμένο από την παραγωγή. Το εν λόγω καθεστώς, το οποίο κατά το άρθρο 1, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού αυτού, αποκαλείται «καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως», ενσωματώνει αρκετές άμεσες ενισχύσεις που λάμβαναν οι γεωργοί δυνάμει διαφόρων καθεστώτων που είχαν ισχύσει μέχρι τότε.

6        Το καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως αποτελεί το αντικείμενο του τίτλου ΙΙΙ του κανονισμού 1782/2003, το οποίο περιλαμβάνει σε πέντε κεφάλαια τα άρθρα 33 έως 71ιγ.

7        Στον τίτλο ΙΙΙ, κεφάλαιο 2, του κανονισμού 1787/2003 θεσπίζονται οι κανόνες που αφορούν τον καθορισμό του ποσού αναφοράς. Κατά το άρθρο 37, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, το εν λόγω ποσό υπολογίζεται ως εξής:

«Το ποσό αναφοράς είναι ο τριετής μέσος όρος των συνολικών ποσών των ενισχύσεων που έχει λάβει ο γεωργός στα πλαίσια των καθεστώτων στήριξης που αναφέρονται στο παράρτημα VI, και ο οποίος έχει υπολογισθεί και προσαρμοσθεί σύμφωνα με το παράρτημα VII κατά τη διάρκεια κάθε ημερολογιακού έτους της περιόδου αναφοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 38.»

8        Η περίοδος αναφοράς κατά το άρθρο 38 του κανονισμού 1782/2003 περιλαμβάνει τα ημερολογιακά έτη 2000, 2001 και 2002.

9        Ο τίτλος ΙΙΙ, κεφάλαιο 3, του κανονισμού 1782/2003 αφορά τα δικαιώματα ενισχύσεως. Το άρθρο 43 του κανονισμού φέρει τον τίτλο «Καθορισμός των δικαιωμάτων ενισχύσεως» και ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1. […Κ]άθε γεωργός λαμβάνει δικαίωμα ενισχύσεως ανά εκτάριο που υπολογίζεται από τη διαίρεση του ποσού αναφοράς με τον τριετή μέσο αριθμό όλων των εκταρίων τα οποία κατά την περίοδο αναφοράς έδωσαν δικαίωμα στις άμεσες ενισχύσεις του παραρτήματος VI.

Ο συνολικός αριθμός δικαιωμάτων ενισχύσεως είναι ίσος προς τον προαναφερόμενο μέσο αριθμό εκταρίων.

[…]»

10      Το άρθρο 44, παράγραφος 2, του κανονισμού 1782/2003, στην αρχική του μορφή, ορίζει ότι ως «επιλέξιμο εκτάριο» νοείται, πιο συγκεκριμένα, «κάθε γεωργική έκταση της εκμεταλλεύσεως που καλύπτεται από αρόσιμη γη και μόνιμους βοσκοτόπους εκτός από εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για μόνιμες καλλιέργειες, δάση ή εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για μη γεωργικές δραστηριότητες».

11      Ο τίτλος ΙΙΙ, κεφάλαιο 5, τμήμα 1, του κανονισμού 1782/2003 έδινε, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να επιλέξουν την περιφερειακή εφαρμογή του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως. Προς τούτο, το άρθρο 58 του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«1.      Κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει μέχρι την 1η Αυγούστου 2004 το αργότερο να εφαρμόσει το καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως που προβλέπεται στα κεφάλαια 1 ως 4 σε περιφερειακό επίπεδο σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο παρόν τμήμα.

2.      Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις περιφέρειες με βάση αντικειμενικά κριτήρια.

Τα κράτη μέλη με λιγότερα από τρία εκατομμύρια επιλέξιμα εκτάρια μπορούν να θεωρούνται ως μία και μόνη περιφέρεια.

3.      Τα κράτη μέλη υποδιαιρούν το ανώτατο όριο που αναφέρεται στο άρθρο 41 μεταξύ των περιφερειών με βάση αντικειμενικά κριτήρια.»

12      Το άρθρο 59 του κανονισμού 1782/2003 θέτει τους κανόνες που διέπουν την περιφερειοποίηση του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως ως εξής:

«1.      Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις και σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια, το κράτος μέλος μπορεί επίσης να κατανείμει το συνολικό ποσό του περιφερειακού ανώτατου ορίου, το οποίο θεσπίζεται δυνάμει του άρθρου 58, ή μέρος του μεταξύ όλων των γεωργών των οποίων οι εκμεταλλεύσεις βρίσκονται στη συγκεκριμένη περιφέρεια, περιλαμβάνοντας αυτούς που δεν πληρούν το κριτήριο επιλεξιμότητας που αναφέρεται στο άρθρο 33.

2.      Σε περίπτωση κατανομής του συνολικού ποσού του περιφερειακού ανώτατου ορίου, οι γεωργοί λαμβάνουν δικαιώματα, των οποία η μοναδιαία αξία υπολογίζεται διαιρώντας το περιφερειακό ανώτατο όριο που θεσπίζεται δυνάμει του άρθρου 58 διά του αριθμού των επιλέξιμων εκταρίων, κατά την έννοια του άρθρο 44 παράγραφος 2, που θεσπίζονται σε περιφερειακό επίπεδο.

3.      Σε περίπτωση μερικής κατανομής του συνολικού ποσού του περιφερειακού ανώτατου ορίου, οι γεωργοί λαμβάνουν δικαιώματα, των οποίων η μοναδιαία αξία υπολογίζεται διαιρώντας το αντίστοιχο μέρος του περιφερειακού ανώτατου ορίου που θεσπίζεται δυνάμει του άρθρου 58 διά του αριθμού των επιλέξιμων εκταρίων, κατά την έννοια του άρθρου 44 παράγραφος 2, που θεσπίζονται σε περιφερειακό επίπεδο.

Σε περίπτωση που ο γεωργός δικαιούται να λάβει δικαιώματα υπολογιζόμενα επί του εναπομένοντος μέρους του περιφερειακού ανωτάτου ορίου, η περιφερειακή μοναδιαία αξία ενός εκάστου δικαιώματός του, πλην των δικαιωμάτων παύσης καλλιέργειας, προσαυξάνεται με ποσό αντίστοιχο προς το ποσό αναφοράς, διαιρούμενο δια του αριθμού δικαιωμάτων του που έχουν αποκτηθεί δυνάμει της παραγράφου 4.

Τα άρθρα 48 και 49 εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών.

4.      Ο αριθμός δικαιωμάτων ανά γεωργό ισούται προς τον αριθμό εκταρίων που δηλώνει το πρώτο έτος εφαρμογής του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2, πλην των περιπτώσεων ανωτέρας βίας ή εξαιρετικών περιστάσεων κατά την έννοια του άρθρου 40 παράγραφος 4.»

13      Ο κανονισμός 1782/2003 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 79/2009 του Συμβουλίου, της 19ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης για τους γεωργούς στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) 1290/2005, (ΕΚ) 247/2006 και (ΕΚ) 378/2007, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2009.

14      Το άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009 φέρει τον τίτλο «Ενεργοποίηση των δικαιωμάτων ενισχύσεως ανά επιλέξιμο εκτάριο» και ορίζει τα εξής:

«1.      Η στήριξη δυνάμει του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως χορηγείται στους γεωργούς με την ενεργοποίηση δικαιώματος ενισχύσεως ανά επιλέξιμο εκτάριο. Τα ενεργοποιημένα δικαιώματα ενισχύσεως θεμελιώνουν την καταβολή των ποσών που καθορίζονται σε αυτά.»

15      Κατά το άρθρο 36, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 73/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Τροποποίηση δικαιωμάτων ενισχύσεως»:

«Τα δικαιώματα ενισχύσεως ανά εκτάριο δεν τροποποιούνται, εκτός αντιθέτων διατάξεων του παρόντος κανονισμού.»

 Κανονισμοί (ΕΚ) 796/2004 και 1122/2009

16      Στις αιτιολογικές σκέψεις 29 και 55 του κανονισμού (ΕΚ) 796/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003 (ΕΕ L 141, σ. 18), αναφέρονται τα εξής:

«(29) Πρέπει να παρακολουθείται αποτελεσματικά η συμμόρφωση προς τις διατάξεις για τα καθεστώτα ενισχύσεως που υπάγονται στο ολοκληρωμένο σύστημα. […]

(55) Για την αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της [Ένωσης] πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την καταπολέμηση των παρατυπιών και των περιπτώσεων απάτης. Πρέπει να θεσπιστούν χωριστές διατάξεις σε περιπτώσεις παρατυπιών που διαπιστώνονται σε σχέση με τα κριτήρια επιλεξιμότητας για τα διάφορα καθεστώτα ενισχύσεων.»

17      Το άρθρο 2, σημείο 22, του κανονισμού 796/2004 ορίζει την «προσδιορισθείσα έκταση» ως την:

«[…] έκταση, για την οποία έχουν εκπληρωθεί όλοι οι όροι που περιλαμβάνονται στους κανόνες για τη χορήγηση της ενισχύσεως· στην περίπτωση του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως, η δηλωθείσα έκταση μπορεί να θεωρηθεί προσδιορισθείσα, μόνον εάν πράγματι συνοδεύεται από τον αντίστοιχο αριθμό δικαιωμάτων ενισχύσεως.»

18      Το άρθρο 50, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 796/2004, με τίτλο «Βάση υπολογισμού σε σχέση με τις εκτάσεις που δηλώνονται», όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει τα εξής:

«1.      Σε περίπτωση αιτήσεων ενισχύσεως στο πλαίσιο των καθεστώτων στρεμματικής ενισχύσεως, με εξαίρεση τις ενισχύσεις για τα γεώμηλα αμυλοποιίας, τους σπόρους προς σπορά και τον καπνό που προβλέπονται στα κεφάλαια 6, 9 και 10γ αντιστοίχως του τίτλου IV του κανονισμού […] 1782/2003, εάν διαπιστωθεί ότι η [προσδιορισθείσα] έκταση ομάδας καλλιεργειών είναι μεγαλύτερη από τη δηλωθείσα στην αίτηση ενισχύσεως, για τον υπολογισμό της ενισχύσεως χρησιμοποιείται η δηλωθείσα έκταση.

2.      Όσον αφορά την αίτηση ενισχύσεως στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως, εάν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δηλωθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως και της δηλωθείσας εκτάσεως, ως βάση για τον υπολογισμό της ενισχύσεως λαμβάνεται το μικρότερο μέγεθος.

3.      Με την επιφύλαξη των μειώσεων και των αποκλεισμών σύμφωνα με τα άρθρα 51 και 53, σε περίπτωση αιτήσεων ενισχύσεως στο πλαίσιο των καθεστώτων στρεμματικής ενισχύσεως, με εξαίρεση τις ενισχύσεις για τα γεώμηλα αμυλοποιίας, τους σπόρους προς σπορά και τον καπνό που προβλέπονται στα κεφάλαια 6, 9 και 10γ αντιστοίχως του τίτλου IV του κανονισμού […] 1782/2003, εάν η έκταση που δηλώθηκε στην ενιαία αίτηση υπερβαίνει την ορισθείσα έκταση για την εν λόγω ομάδα καλλιεργειών, η ενίσχυση υπολογίζεται με βάση την ορισθείσα για την εν λόγω ομάδα καλλιεργειών έκταση.

Εντούτοις, με την επιφύλαξη του άρθρου 29 του κανονισμού […] 1782/2003, εάν η διαφορά μεταξύ της συνολικής προσδιορισθείσας εκτάσεως και της συνολικής εκτάσεως που έχει δηλωθεί για ενίσχυση στα πλαίσια των καθεστώτων ενισχύσεως που προβλέπονται στους τίτλους ΙΙΙ, IV και IVα του κανονισμού […] 1782/2003 είναι μικρότερη ή ίση με 0,1 εκτάριο, η προσδιορισθείσα έκταση θεωρείται ίση με τη δηλωθείσα έκταση. Για τον υπολογισμό αυτό λαμβάνονται υπόψη μόνο οι δηλωθείσες ως μεγαλύτερες εκτάσεις σε επίπεδο καλλιεργητικής ομάδας.

Η διάταξη που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν η διαφορά αντιπροσωπεύει άνω του 20 % της συνολικής εκτάσεως που έχει δηλωθεί για τις ενισχύσεις.»

19      Το άρθρο 50, παράγραφος 5, του κανονισμού 796/2004 περιλαμβάνει κανόνες σχετικά με τη βάση υπολογισμού που εφαρμόζεται στις δηλωθείσες εκτάσεις όσον αφορά τις εκτάσεις που δηλώνονται για την ειδική πριμοδότηση ποιότητας για τον σκληρό σίτο σύμφωνα με το άρθρο 72 του κανονισμού 1782/2003 καθώς και για το συμπλήρωμα ενισχύσεως και την ειδική ενίσχυση για τον σκληρό σίτο σύμφωνα με το άρθρο 105 του ίδιου κανονισμού.

20      Στο άρθρο 51 του κανονισμού 796/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 380/2009 της Επιτροπής, της 8ης Μαΐου 2009 (ΕΕ L 116, σ. 9), προβλέπονται οι «[μ]ειώσεις και αποκλεισμοί σε περιπτώσεις δήλωσης εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική» ως εξής:

«1.      Εάν, όσον αφορά μια ομάδα καλλιεργειών, η έκταση που έχει δηλωθεί για τους σκοπούς οιουδήποτε καθεστώτος στρεμματικής ενισχύσεως, με εξαίρεση τις ενισχύσεις για τα γεώμηλα αμυλοποιίας, τους σπόρους προς σπορά και τον καπνό που προβλέπονται στα τμήματα 2 και 5 του κεφαλαίου 1 του τίτλου IV του κανονισμού […] 73/2009 και του κεφαλαίου 10γ του τίτλου IV του κανονισμού […] 1782/2003, υπερβαίνει την ορισθείσα έκταση σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφοι 3 και 5 του παρόντος κανονισμού, η ενίσχυση υπολογίζεται με βάση την ορισθείσα έκταση, μειωμένη κατά το διπλάσιο της διαπιστωθείσας διαφοράς, εάν η εν λόγω διαφορά υπερβαίνει το 3 % ή τα δύο εκτάρια, αλλά δεν υπερβαίνει το 20 % της ορισθείσας εκτάσεως.

Εάν η διαφορά υπερβαίνει το 20 % της προσδιορισθείσας εκτάσεως, δεν χορηγείται καμία ενίσχυση βάσει της εκτάσεως για τη σχετική καλλιεργητική ομάδα.

Εάν η διαφορά υπερβαίνει το 50 %, ο κάτοχος της εκμεταλλεύσεως αποκλείεται και πάλι από τη λήψη ενισχύσεων μέχρι ποσού ίσου με εκείνο που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της δηλωθείσας εκτάσεως και της προσδιορισθείσας σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφοι 3 έως 5 του παρόντος κανονισμού. Το ποσό αυτό θα πρέπει να συμψηφιστεί σύμφωνα με το άρθρο 5[β] του κανονισμού […] 885/2006 της Επιτροπής. Εάν το ποσό αυτό δεν μπορεί να συμψηφιστεί εξ ολοκλήρου σύμφωνα με αυτό το άρθρο κατά τη διάρκεια των τριών ημερολογιακών ετών που έπονται του ημερολογιακού έτους της διαπίστωσης, ακυρώνεται το υπόλοιπο.

2α.            Εάν ο γεωργός δηλώσει έκταση μεγαλύτερη από τα δικαιώματα ενισχύσεως και η δηλωθείσα έκταση πληροί όλες τις άλλες απαιτήσεις επιλεξιμότητας, δεν εφαρμόζονται οι μειώσεις ή οι αποκλεισμοί που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Εάν ο γεωργός δηλώσει μεγαλύτερη έκταση από τα δικαιώματα ενισχύσεως και η δηλωθείσα έκταση δεν πληροί όλες τις άλλες απαιτήσεις επιλεξιμότητας, η διαφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 1 θα είναι η διαφορά μεταξύ της εκτάσεως που πληροί όλες τις άλλες απαιτήσεις επιλεξιμότητας και του δηλωθέντος ποσού των δικαιωμάτων ενισχύσεως.

[…]»

21      Το άρθρο 51, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004 προστέθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 659/2006 της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2006, για την τροποποίηση του κανονισμού 796/2004 (ΕΕ L 116, σ. 20). Στην αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 659/2006 αναφέρονται τα εξής:

«Σε περίπτωση που ένας γεωργός δήλωσε έκταση μεγαλύτερη από τα δικαιώματα ενισχύσεως, το άρθρο 50 παράγραφος 2 του κανονισμού […] 796/2004 προβλέπει ότι ως βάση για τον υπολογισμό της ενισχύσεως λαμβάνεται ο αριθμός των εκταρίων που καλύπτονται από δικαιώματα ενισχύσεως. Στις περιπτώσεις που η δηλωθείσα έκταση πληροί όλους τους άλλους όρους επιλεξιμότητας, δεν χρειάζεται να εφαρμοστούν οι μειώσεις ή οι αποκλεισμοί που προβλέπονται στα άρθρα 51 ή 53 του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, για το σκοπό αυτό, πρέπει να διευκρινιστούν αυτές οι διατάξεις.»

22      Το άρθρο 53 του κανονισμού 796/2004 αφορά την εκ προθέσεως δήλωση εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική. Στο πρώτο εδάφιο ορίζεται ότι στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι οι διαφορές μεταξύ της δηλωθείσας και της προσδιορισθείσας εκτάσεως, κατά το άρθρο 50, παράγραφοι 3 και 5, του κανονισμού αυτού, οφείλονται σε παρατυπίες που διαπράχθηκαν εκ προθέσεως δεν χορηγείται η ενίσχυση την οποία θα δικαιούνταν ο γεωργός σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφοι 3 και 5 για το συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος δυνάμει του εγκεκριμένου καθεστώτος ενισχύσεως, εάν η διαφορά αυτή υπερβαίνει το 0,5 % της προσδιορισθείσας εκτάσεως ή το ένα εκτάριο. Επίσης, κατά το άρθρο 53, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 796/2004, εάν η εν λόγω διαφορά υπερβαίνει το 20 % της προσδιορισθείσας εκτάσεως, ο γεωργός αποκλείεται και πάλι από τη λήψη ενισχύσεων μέχρι ποσού ίσου με εκείνο που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της δηλωθείσας εκτάσεως και της προσδιορισθείσας εκτάσεως σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφοι 3 και 5, του εν λόγω κανονισμού.

23      Στο άρθρο 73 του κανονισμού 796/2004 θεσπίζονται οι κανόνες που εφαρμόζονται για την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών. Στις παραγράφους 1 και 4 ορίζονται τα εξής:

«1.      Σε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής, ο κάτοχος της εκμεταλλεύσεως επιστρέφει το σχετικό ποσό, προσαυξημένο κατά τους τόκους που υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3.

[…]

4.      Η υποχρέωση επιστροφής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν ισχύει, εάν η πληρωμή οφείλεται σε σφάλμα της αρμόδιας ή άλλης αρχής, το οποίο δεν ήταν εύλογα δυνατόν να εντοπιστεί από τον κάτοχο της εκμεταλλεύσεως.

Εντούτοις, εφόσον το σφάλμα συνδέεται με πραγματικά στοιχεία που υπεισέρχονται στον υπολογισμό της σχετικής ενισχύσεως, το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται μόνον εάν η απόφαση ανάκτησης δεν κοινοποιήθηκε εντός δωδεκαμήνου από την πληρωμή.»

24      Το άρθρο 73α του κανονισμού 796/2004 φέρει τον τίτλο «Ανάκτηση των αδικαιολογήτως χορηγηθέντων δικαιωμάτων» και, όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1.      Εάν, μετά τη χορήγηση των δικαιωμάτων ενισχύσεως στους γεωργούς σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 795/2004 της Επιτροπής, διαπιστωθεί ότι χορηγήθηκαν αδικαιολογήτως ορισμένα δικαιώματα ενισχύσεως, ο εν λόγω γεωργός αποδίδει τα αδικαιολογήτως χορηγηθέντα δικαιώματα στο εθνικό απόθεμα που αναφέρεται στο άρθρο 42 του κανονισμού […] 1782/2003.

[…]

Τα αδικαιολογήτως χορηγηθέντα δικαιώματα ενισχύσεως θεωρούνται ότι δεν χορηγήθηκαν εξ αρχής.

2.      Εάν, μετά τη χορήγηση των δικαιωμάτων ενισχύσεως στους γεωργούς σύμφωνα με τον κανονισμό […] 795/2004, διαπιστωθεί ότι η αξία των δικαιωμάτων ενισχύσεως είναι υπέρμετρα υψηλή, η αξία αυτή αναπροσαρμόζεται ανάλογα. […] Η αξία της μείωσης χορηγείται στο εθνικό απόθεμα που αναφέρεται στο άρθρο 42 του κανονισμού […] 1782/2003.

Τα δικαιώματα ενισχύσεως θεωρείται ότι είχαν χορηγηθεί εξ αρχής στην αξία που προκύπτει από την αναπροσαρμογή.

2α.      Εάν, για τους σκοπούς της εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2, διαπιστωθεί ότι ο αριθμός των δικαιωμάτων που έχουν χορηγηθεί σε έναν γεωργό σύμφωνα με τον κανονισμό […] 795/2004 είναι εσφαλμένος και εάν τα αδικαιολογήτως χορηγηθέντα δικαιώματα δεν έχουν αντίκτυπο στη συνολική αξία των δικαιωμάτων που έχει αποκτήσει ο γεωργός, το κράτος μέλος υπολογίζει εκ νέου τα δικαιώματα ενισχύσεως και, κατά περίπτωση, διορθώνει τον τύπο των δικαιωμάτων που έχουν χορηγηθεί στον γεωργό. Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται εάν τα σφάλματα ήταν εύλογα δυνατόν να εντοπιστούν από τον γεωργό.

[…]

4.      Τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά ανακτώνται σύμφωνα με το άρθρο 73.»

25      Το άρθρο 73α του κανονισμού 796/2004 προστέθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 239/2005 της Επιτροπής, της 11ης Φεβρουαρίου, για την τροποποίηση του κανονισμού 796/2004 (ΕΕ L 42, σ. 3), η αιτιολογική σκέψη 15 του οποίου έχει ως εξής:

«Πρέπει να θεσπιστούν κανόνες για την περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ένας γεωργός έχει λάβει αδικαιολογήτως ορισμένα δικαιώματα ενισχύσεως ή η αξία καθενός από τα δικαιώματα ενισχύσεως καθορίστηκε σε εσφαλμένο ύψος σύμφωνα με τα διάφορα υποδείγματα βάσει του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως. […]»

26      Το άρθρο 73, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004 προστέθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ ) 972/2007 της Επιτροπής, της 20ής Αυγούστου 2007, για την τροποποίηση του κανονισμού 796/2004 (ΕΕ L 216, σ. 3), ο οποίος άρχισε να ισχύει στις 21 Αυγούστου 2007, εφαρμόζεται στις αιτήσεις ενισχύσεως για τα έτη ή τις περιόδους πριμοδοτήσεως που αρχίζουν από 1η Ιανουαρίου 2008, και η αιτιολογική του σκέψη 19 προβλέπει τα εξής:

«Σε ορισμένες περιπτώσεις η αδικαιολόγητη παραχώρηση δικαιωμάτων δεν επηρέασε τη συνολική αξία, αλλά μόνο τον αριθμό των δικαιωμάτων του γεωργού. Στις περιπτώσεις αυτές τα κράτη μέλη θα πρέπει να διορθώνουν τα παραχωρούμενα δικαιώματα ή, κατά περίπτωση, τον τύπο των δικαιωμάτων χωρίς να μειώνουν την αξία τους. Η διάταξη πρέπει να εφαρμόζεται μόνο όταν ο γεωργός δεν ήταν δυνατό να εντοπίσει το σφάλμα.»

27      Ο κανονισμός 796/2004 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1122/2009 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 73/2009 του Συμβουλίου όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση, τη διαφοροποίηση και το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου, στο πλαίσιο των καθεστώτων άμεσης στήριξης για τους γεωργούς που προβλέπονται στον εν λόγω κανονισμό, καθώς και λεπτομερών διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά την πολλαπλή συμμόρφωση στο πλαίσιο του καθεστώτος στήριξης που προβλέπεται για τον αμπελοοινικό τομέα (EE L 316, σ. 65), με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2010.

28      Κατά την αιτιολογική σκέψη 78 του κανονισμού 1122/2009:

«Η καταβολή της στήριξης στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως απαιτεί ίσο αριθμό δικαιωμάτων ενισχύσεως και επιλέξιμων εκταρίων. Για την εφαρμογή του καθεστώτος αυτού, επομένως, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι, σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ των δηλούμενων δικαιωμάτων ενισχύσεως και της δηλούμενης εκτάσεως, ως βάση για τον υπολογισμό της ενισχύσεως πρέπει να λαμβάνεται το μικρότερο μέγεθος. Για να αποφεύγεται ο υπολογισμός με βάση ανύπαρκτα δικαιώματα, πρέπει να προβλεφθεί ότι ο αριθμός των δικαιωμάτων ενισχύσεως που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό δεν πρέπει να υπερβαίνει τον αριθμό των δικαιωμάτων ενισχύσεως που έχει στη διάθεσή του ο γεωργός».

29      Το άρθρο 57 του κανονισμού 1122/2009 φέρει τον τίτλο «Βάση υπολογισμού σε σχέση με τις εκτάσεις που δηλώνονται» και στην παράγραφο 2 ορίζει τα εξής:

«Όσον αφορά τις αιτήσεις ενισχύσεως στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως

–        εάν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δηλωθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως και της δηλωθείσας εκτάσεως, ως βάση για τον υπολογισμό της ενισχύσεως λαμβάνεται το μικρότερο μέγεθος·

–        εάν ο αριθμός των δηλωθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως υπερβαίνει τον αριθμό των δικαιωμάτων ενισχύσεως που έχει στη διάθεσή του ο γεωργός, τα δηλωθέντα δικαιώματα ενισχύσεως περιορίζονται στον αριθμό των δικαιωμάτων ενισχύσεως που έχει στη διάθεσή του ο γεωργός.»

30      Στο άρθρο 58 του κανονισμού 1122/2009 προβλέπονται οι «μειώσεις και αποκλεισμοί σε περιπτώσεις δήλωσης εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική». Αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στις διατάξεις του άρθρου 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004.

31      Κατά το άρθρο 87, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1122/2009, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στις αιτήσεις ενισχύσεως οι οποίες αφορούν περιόδους εμπορίας ή πριμοδοτήσεως που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2010.

 Έγγραφο VI/5330/97

32      Οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για την εφαρμογή των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων καθορίστηκαν στο έγγραφο VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για την υπολογισμό των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – τομέας Εγγυήσεων» (στο εξής: έγγραφο VI/5330/97).

33      Το παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97, για τις οικονομικές συνέπειες στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως λογαριασμών του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων – τομέα Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), σχετικά με ελλείψεις στους ελέγχους που διεξάγονται από τα κράτη μέλη, ορίζει, στο τμήμα του με τίτλο «Εισαγωγή» τα εξής:

«Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι κάποια συγκεκριμένη πληρωμή αφορά αίτημα που δεν πληροί τους κοινοτικούς κανόνες, οι οικονομικές συνέπειες είναι σαφείς: πλην των περιπτώσεων όπου η παράτυπη πληρωμή έχει ήδη εντοπισθεί από τους εθνικούς ελεγκτικούς φορείς και έχουν ληφθεί τα δέοντα μέτρα για τη διόρθωση και την ανάκτηση του ποσού (βλ. Παράρτημα 4), η Επιτροπή πρέπει να απορρίπτει τη χρηματοδότηση της από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Όταν οι συνέπειες προκύπτουν από την εξέταση δαπάνης που περιλαμβάνει περισσότερες από μία πληρωμές, το ποσό της απόρριψης υπολογίζεται, όπου είναι εφικτό, βάσει παρεκτάσεως των αποτελεσμάτων της εξέτασης αντιπροσωπευτικού δείγματος φακέλων. Η ίδια μέθοδος παρεκτάσεως θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου εμπιστοσύνης και ουσιαστικότητας, της στρωμάτωσης του πληθυσμού, του μεγέθους του δείγματος και της αξιολόγησης των σφαλμάτων εντός του δείγματος, όσον αφορά τις συνολικές οικονομικές επιπτώσεις.

Όταν κάποιο κράτος μέλος δεν τηρεί τους κοινοτικούς [κανόνες] που αφορούν την επαλήθευση της επιλεξιμότητας των αιτημάτων, η αδυναμία αυτή σημαίνει ότι οι πληρωμές παραβιάζουν τους κοινοτικούς κανόνες που εφαρμόζονται στο εν λόγω μέτρο, και τη γενική απαίτηση δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού 729/70, που απαιτεί από τα κράτη μέλη να εντοπίζουν και να προλαμβάνουν τις ανωμαλίες. Δεν συνεπάγεται αναγκαία ότι όλα τα αιτήματα που έχουν ικανοποιηθεί είναι παράτυπα, αλλά πράγματι σημαίνει ότι ο κίνδυνος παράτυπων πληρωμών που έχουν καταλογισθεί στο [ΕΓΤΠΕ] είναι αυξημένος. Ενώ σε ορισμένες σκανδαλώδεις περιπτώσεις, η Επιτροπή δύναται να, απορρίψει το σύνολο των δαπανών, στην περίπτωση που οι απαιτούμενοι έλεγχοι από τον κανονισμό δεν έχουν πραγματοποιηθεί, σε μία σειρά περιπτώσεων το απορριπτόμενο ποσό θα είναι κατά πάσα πιθανότητα μεγαλύτερο από τις οικονομικές απώλειες που υπέστη η Κοινότητα[. Θ]α πρέπει ως εκ τούτου, όταν γίνεται η αξιολόγηση των οικονομικών διορθώσεων, να πραγματοποιείται εκτίμηση της οικονομικής απώλειας.

[...]»

34      Το παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97, στο τμήμα που φέρει τον τίτλο «Αξιολόγηση βάσει σφαλμάτων σε μεμονωμένους φακέλους», αναφέρει τα εξής:

«Με βάση τις διαδικασίες που έχουν ήδη καθιερωθεί βάσει εσωτερικών κατευθυντήριων οδηγιών, για τους υπολογισμούς της οικονομικής διόρθωσης χρησιμοποιείται μία από τις εξής τεχνικές:

α)      απόρριψη μιας [ατομικής αιτήσεως] για την οποία ο απαιτούμενος έλεγχος δεν έχει διεξαχθεί·

β)      απόρριψη ενός ποσού το οποίο υπολογίστηκε με παρέκταση των αποτελεσμάτων των ελέγχων ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος υποθέσεων, σε όλες τις υποθέσεις από τις οποίες έχει ληφθεί το δείγμα, περιοριζόμενη στη διοικητική περιοχή στην οποία η ίδια παράλειψη ευλόγως αναμένεται να έχει επαναληφθεί. Το κράτος μέλος έχει την ευκαιρία να παρουσιάσει στοιχεία ότι τα αποτελέσματα της παρεκτάσεως δεν αντιστοιχούν με εκείνα που προέκυψαν από μία εξέταση όλων των υποθέσεων από τις οποίες ελήφθη το δείγμα.

[…]»

35      Το παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97, στο τμήμα που φέρει τον τίτλο «Αξιολόγηση βάσει του κινδύνου οικονομικών απωλειών: κατ’ αποκοπήν διορθώσεις», αναφέρει τα εξής

«Καθώς η προσέγγιση ελέγχου του συστήματος απέκτησε ευρεία εφαρμογή, οι Υπηρεσίες της Επιτροπής προσέφυγαν όλο και περισσότερο σε μια αξιολόγηση του κινδύνου που παρουσιάζει μία έλλειψη του συστήματος. Όταν το πραγματικό ύψος των παράτυπων πληρωμών, και ως εκ τούτου το ποσό των οικονομικών απωλειών που υπέστη η Κοινότητα, δεν μπορούν να καθορισθούν, η Επιτροπή εφαρμόζει από την εκκαθάριση του οικονομικού έτους 1990 κατ’ αποκοπήν διορθώσεις ύψους 2 %, 5 % ή 10 % της δηλωθείσας δαπάνης, ανάλογα με το μέγεθος του κινδύνου απωλειών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούν να αποφασιστούν υψηλότερα ποσοστά διόρθωσης, μέχρι και 100%. Το αποκλειστικό δικαίωμα της Επιτροπής να εφαρμόζει διορθώσεις αυτής της φύσης έχει επιβεβαιωθεί από το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση [προσφυγών] κατά αποφάσεων ετήσιας εκκαθάρισης (π.χ. απόφαση στην υπόθεση C-50/94).

[…]»

36      Το παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97, στο τμήμα που τιτλοφορείται «Κατευθυντήριες οδηγίες για την εφαρμογή των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων», αναφέρει τα εξής:

«Οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις προβλέπονται όταν τα στοιχεία που προκύπτουν από τις έρευνες δεν δίνουν τη δυνατότητα στον ελεγκτή να αξιολογήσει τις απώλειες με παρέκταση των προσδιορισθεισών απωλειών, με στατιστικά μέσα, ή κάνοντας παραπομπή σε άλλα επαληθεύσιμα στοιχεία, αλλά όντως τον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το κράτος μέλος δεν προέβη στις απαραίτητες επαληθεύσεις για την επιλεξιμότητα των αιτημάτων.

[…] Η αδυναμία ενός κράτους μέλους να τελειοποιήσει τους ελέγχους γίνεται σοβαρότερη εάν η Επιτροπή έχει ήδη ανακοινώσει τις απαιτούμενες βελτιώσεις τις οποίες κρίνει απαραίτητες […]

[…]

Όταν εφαρμόζονται όλοι οι βασικοί έλεγχοι, αλλά όχι στον αριθμό, [τη] συχνότητα ή [το] βάθος που απαιτείται από τους κανονισμούς, τότε αιτιολογείται ένα ποσοστό διόρθωσης 5 %, καθώς εύλογα συνεπάγεται ότι δεν παρέχουν το αναμενόμενο επίπεδο εξασφάλισης της κανονικότητας των πληρωμών και υπάρχει σημαντικός κίνδυνος για το Ταμείο.

[…]»

 Νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

37      Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1), ο οποίος καθιερώνει κοινό νομικό πλαίσιο για όλους τους τομείς που καλύπτουν οι πολιτικές της Ένωσης, ορίζει στην ένατη αιτιολογική σκέψη τα εξής:

«[εκτιμώντας] ότι τα [μέτρα και οι κυρώσεις της Ένωσης] που θεσπίζονται για την επίτευξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των καθεστώτων ενισχύσεως· ότι έχουν αυτοτελή σκοπό που ουδόλως επηρεάζει την ποινική αξιολόγηση από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, της συμπεριφοράς των οικείων οικονομικών φορέων· ότι η αποτελεσματικότητά τους πρέπει να εξασφαλίζεται με την άμεση εφαρμογή του κανόνα [της Ένωσης] και με την πλήρη εφαρμογή του συνόλου των μέτρων [της Ένωσης], όταν η θέσπιση προληπτικών μέτρων δεν επιτρέπει την επίτευξη αυτού του στόχου […]».

38      Το άρθρο 1 του κανονισμού 2988/95 προβλέπει τα εξής:

«1.      Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] θεσπίζονται γενικοί κανόνες σχετικά με ομοιογενείς ελέγχους, καθώς και με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για τις παρατυπίες βάσει του [δικαίου της Ένωσης].

2.      Παρατυπία συνιστά κάθε παράβαση διάταξης του [δικαίου της Ένωσης] που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός [της Ένωσης] ή προϋπολογισμός διαχειριζόμενος από [αυτή], είτε με τη μείωση ή ματαίωση εσόδων που προέρχονται από ίδιους πόρους που εισπράττονται απευθείας για λογαριασμό της [Ένωσης], είτε με αδικαιολόγητη δαπάνη.»

39      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95:

«Καμία διοικητική κύρωση δεν απαγγέλλεται εάν δεν προβλέπεται από πράξη [της Ένωσης] προγενέστερη της παρατυπίας. Σε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποίησης των διατάξεων περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων που περιέχονται σε [κανόνες της Ένωσης], ισχύουν αναδρομικώς οι λιγότερο αυστηρές διατάξεις.»

40      Το άρθρο 5 του κανονισμού 2988/95 στη παράγραφο 1, στοιχεία γ΄ και δ΄, ορίζει τα εξής:

«Οι εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παρατυπίες μπορούν να επισύρουν τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις:

[…]

γ)      ολική ή μερική αφαίρεση του παρασχεθέντος από τη [νομοθεσία της Ένωσης] οφέλους, ακόμη και αν ο φορέας έχει λάβει αδικαιολογήτως μέρος μόνο αυτού του οφέλους·

δ)      απαγόρευση παροχής ή αφαίρεση του οφέλους για περίοδο μεταγενέστερη της περιόδου της παρατυπίας·

[…]».

 Ιστορικό της διαφοράς

41      Μεταξύ της 9ης και της 13ης Νοεμβρίου 2009 οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν έρευνα στο Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με την ορθή εφαρμογή των κανόνων για τη χρηματοδότηση των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν, στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως, στη Βόρεια Ιρλανδία (Ηνωμένο Βασίλειο) το 2010 για το έτος υποβολής αιτήσεων 2009 (έρευνα AA/2009/24).

42      Με έγγραφο της 8ης Ιανουαρίου 2010 (στο εξής: πρώτη κοινοποίηση της 8ης Ιανουαρίου 2010), το οποίο εστάλη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006, η Επιτροπή ενημέρωσε τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας σχετικά με το αποτέλεσμα της έρευνας. Στο έγγραφο αυτό επισυναπτόταν παράρτημα, με τίτλο «Παρατηρήσεις και αίτημα παροχής πληροφοριών», το οποίο περιλάμβανε τα συμπεράσματα της έρευνας.

43      Από την πρώτη κοινοποίηση της 8ης Ιανουαρίου 2010 προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή έκρινε ότι οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είχαν τηρήσει πλήρως τις απαιτήσεις της νομοθεσίας της Ένωσης και ότι ήταν απαραίτητα ορισμένα διορθωτικά μέτρα, ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις αυτές στο μέλλον. Η Επιτροπή ζήτησε να ενημερωθεί για διορθωτικά μέτρα που είχαν ήδη ληφθεί και για όσα επρόκειτο να ληφθούν, καθώς και για το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους. Επίσης, η Επιτροπή επισήμανε ότι μπορούσε να αποκλείσει από τη χρηματοδότηση της Ένωσης τμήμα των δαπανών που είχαν χρηματοδοτηθεί από το ΕΓΤΕ (στο εξής: Ταμείο) και το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), βάσει του άρθρου 31 του κανονισμού 1920/2005. Επιπλέον, διευκρινιζόταν ότι οι διαπιστωθείσες ελλείψεις θα λαμβάνονταν υπόψη ως βάση υπολογισμού για τις δημοσιονομικές διορθώσεις που θα επιβάλλονταν στις δαπάνες που θα πραγματοποιούνταν μέχρι την εφαρμογή πρόσφορων διορθωτικών μέτρων.

44      Στις παρατηρήσεις και τις συστάσεις που εκτίθενται στο παράρτημα της πρώτης κοινοποιήσεως της 8ης Ιανουαρίου 2010 η Επιτροπή επισήμανε, πρώτον, ελλείψεις στο σύστημα αναγνωρίσεως αγροτεμαχίων (ΣΑΑ) και στο σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών (ΣΓΠ) (στο εξής, από κοινού: ΣΑΑ-ΣΓΠ) στο μέτρο που οι πληροφορίες οι οποίες περιλαμβάνονταν στα συστήματα αυτά δεν ήταν αρκετά ακριβείς ώστε να μπορούν να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με τους διοικητικούς και τους επιτόπιους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν για να επαληθευθεί αν οι δηλωθείσες εκτάσεις ήταν πράγματι επιλέξιμες, δεύτερον, ελλείψεις στους επιτόπιους ελέγχους και, τρίτον, ελλείψεις στην εφαρμογή των κυρώσεων, την αναδρομική διόρθωση αιτημάτων που δεν ήταν επιλέξιμα για ενίσχυση, την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και την επιβολή μειώσεων για μη συμμόρφωση εκ προθέσεως. Από το παράρτημα αυτό προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή, παρότι επισημαίνει ότι υπήρξαν βελτιώσεις σε σχέση με προηγούμενες έρευνες (έρευνες AA/2006/07 και AA/2008/18), θεωρεί ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν στις έρευνες αυτές.

45      Με έγγραφο της 20ής Μαΐου 2010 η Επιτροπή κάλεσε τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των επίδικων ζητημάτων ενόψει διμερούς συναντήσεως προγραμματισμένης για την 1η Ιουλίου 2010.

46      Η διμερής συνάντηση μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) την 1η Ιουλίου 2010. Τα πρακτικά της συναντήσεως αυτής εστάλησαν στις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στις 4 Αυγούστου 2010.

47      Από τα πρακτικά της διμερούς συναντήσεως της 1ης Ιουλίου 2010 προκύπτει ότι η Επιτροπή ενέμεινε, κατ’ ουσίαν, και μετά την πραγματοποίηση της συναντήσεως αυτής στα συμπεράσματα που είχε εκθέσει στην πρώτη κοινοποίηση της 8ης Ιανουαρίου 2010. Επανέλαβε, έτσι, τα συμπεράσματά της σχετικά με τη διαπίστωση ελλείψεων, ιδίως ως προς τις πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στο ΣΑΑ-ΣΓΠ, ως προς τους επιτόπιους ελέγχους, καθώς και ως προς την επιβολή των κυρώσεων, την αναδρομική διόρθωση αιτημάτων που δεν ήταν επιλέξιμα για ενίσχυση, την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και την επιβολή μειώσεων για μη συμμόρφωση εκ προθέσεως. Η Επιτροπή σημείωσε, επίσης, ότι οι ελλείψεις αυτές επηρέαζαν τόσο βασικούς ελέγχους όσο και επικουρικούς ελέγχους, κατά την έννοια του εγγράφου VI/5330/97, και επέστησε την προσοχή των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου στο ότι είχαν τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι ο οικονομικός κίνδυνος ήταν μικρότερος από τις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις που μπορούσαν να επιβληθούν βάσει του ανωτέρω εγγράφου. Εξάλλου, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας των ελλείψεων που επισημάνθηκαν, κάνοντας αναφορά, ως προς το ζήτημα αυτό, στο υπ’ αριθ. AGRI/60637/2006 έγγραφο εργασίας της Επιτροπής με τίτλο «Ανακοίνωση της Επιτροπής – για τη διαχείριση από την Επιτροπή, στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – τμήμα Εγγυήσεων, περιπτώσεων υποτροπής [της] ανεπάρκειας των συστημάτων ελέγχων»

48      Μετά τη διμερή συνάντηση της 1ης Ιουλίου 2010 οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου προέβησαν σε έρευνα για την εκτίμηση του κινδύνου. Με έγγραφο της 25ης Οκτωβρίου 2010 ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι δεν ήταν σε θέση να ολοκληρώσουν την έρευνα αυτή μέχρι την ημερομηνία που είχε οριστεί.

49      Με έγγραφο της 29ης Μαρτίου 2011 οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου διαβίβασαν στην Επιτροπή έκθεση αξιολογήσεως του κινδύνου για το καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως στη Βόρεια Ιρλανδία στο πλαίσιο του έτους υποβολής αιτήσεων 2009 (στο εξής: έκθεση αξιολογήσεως του κινδύνου), η οποία είχε στηριχθεί σε δείγμα 394 αιτήσεων που είχαν υποβληθεί το 2009. Από την έκθεση αξιολογήσεως του κινδύνου προκύπτει, κατ’ αρχάς, ότι το 2009 οι μη επιλέξιμες εκτάσεις για τις οποίες ενεργοποιήθηκαν δικαιώματα από τους αιτούντες ανέρχονταν στο 2,72 % των ενεργοποιηθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως. Επίσης, ο οικονομικός κίνδυνος, νοούμενος ως η διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος ποσού και μιας αναπροσαρμοσμένης ενισχύσεως που περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τις εφαρμοστέες κυρώσεις ανερχόταν, στον μέσο όρο του δείγματος, σε 2,05 % προ της εφαρμογής των κυρώσεων και σε 5,19 % μετά την εφαρμογή των κυρώσεων. Τέλος, όσον αφορά τις κυρώσεις, από την έκθεση προκύπτει ότι οι ενισχύσεις και οι κυρώσεις υπολογίστηκαν βάσει των σχετικών διατάξεων του κανονισμού 796/2004, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν από την Επιτροπή. Στο παράρτημα 1 της εκθέσεως αυτής, στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά από την Επιτροπή, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου επισήμαναν, εντούτοις, ότι βάσει της δικής τους ερμηνείας των ίδιων διατάξεων ο κίνδυνος που διέτρεξε το Ταμείο ανερχόταν σε 0,59 % προ της εφαρμογής των κυρώσεων και σε 0,86 % μετά την εφαρμογή των κυρώσεων.

50      Με έγγραφο της 3ης Φεβρουαρίου 2012 η Επιτροπή προέβη, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 885/2006, σε επίσημη κοινοποίηση προς τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στην οποία ενέμεινε στη θέση της ως προς τις ανωτέρω ελλείψεις που επηρέαζαν τις δαπάνες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 2010 για το έτος υποβολής αιτήσεων 2009. Όσον αφορά τις δημοσιονομικές συνέπειες, η Επιτροπή έκανε δεκτή την εκτίμηση του κινδύνου που πρότειναν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, κρίνοντας ότι το ύψος των οικονομικών απωλειών μπορούσε εύλογα να καθοριστεί βάσει της εν λόγω εκτιμήσεως. Έτσι, βάσει του εγγράφου VI/5330/97, η Επιτροπή επέλεξε, για τα τρία είδη ελλείψεων που εντοπίστηκαν, μια διόρθωση κατά παρέκταση, ύψους 5,19 %, επί των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στη Βόρεια Ιρλανδία στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως για το έτος υποβολής αιτήσεων 2009. Αφετέρου, όσον αφορά τις δαπάνες σχετικά με την αγροτική ανάπτυξη, η Επιτροπή, δεδομένου ότι δεν προτάθηκε κάποια εκτίμηση από το Ηνωμένο Βασίλειο, εφάρμοσε κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 5 % για ανεπάρκειες που αφορούσαν βασικό έλεγχο.

51      Η Επιτροπή πρότεινε, έτσι, να αποκλειστεί από τη χρηματοδότηση της Ένωσης ποσό ύψους 17 687 303,16 ευρώ για δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν το 2010, από τα οποία 16 513 582,57 ευρώ για δαπάνες σχετικά με το καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως και 1 173 720,59 ευρώ για δαπάνες σχετικά με την αγροτική ανάπτυξη.

52      Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν υπέβαλαν αίτηση συμβιβασμού στο όργανο συμβιβασμού δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού 885/2006.

53      Στις 15 Οκτωβρίου 2012 η Επιτροπή κοινοποίησε στο Ηνωμένο Βασίλειο συνολική έκθεση ως προς τα αποτελέσματα της έρευνας AA/2009/24.

54      Κατόπιν τούτου, στις 26 Φεβρουαρίου 2013 η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση 2013/123/ΕΕ, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο ΕΓΤΕ και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού ΕΓΤΑΑ (ΕΕ L 67, σ. 20, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), μεταξύ των οποίων και των επίδικων εν προκειμένω δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο στη Βόρεια Ιρλανδία το 2010.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

55      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Μαΐου 2013, το Ηνωμένο Βασίλειο άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

56      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Ιουλίου 2013 το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε η παρούσα υπόθεση να συνεκδικαστεί με την υπόθεση T-503/12, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του αιτήματος αυτού με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιουλίου 2013.

57      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, ακολούθως, η υπό κρίση υπόθεση.

58      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 64 του Κανονισμό Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, υπέβαλε στην Επιτροπή εγγράφως ένα ερώτημα. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε εμπροθέσμως προς το αίτημα αυτό.

59      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Δεκεμβρίου 2014.

60      Το Ηνωμένο Βασίλειο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που η απόφαση αυτή αφορά μία εγγραφή που βρίσκεται στο παράρτημά της 1, σχετικά με διόρθωση κατά παρέκταση, ύψους 5,19 %, στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στη Βόρεια Ιρλανδία κατά το οικονομικό έτος 2010 (ανερχόμενη σε 16 513 582,57 ευρώ)·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

61      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει το Ηνωμένο Βασίλειο στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

62      Προς στήριξη της προσφυγής, το Ηνωμένο Βασίλειο προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως οι οποίοι στηρίζονται, ο πρώτος, σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα σχετικά με τον καθορισμό της εκτάσεως των πραγματικών απωλειών για το Ταμείο και, ο δεύτερος, σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα ως προς το συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με τις ελλείψεις στους επικουρικούς ελέγχους και, ειδικότερα, τις μεθόδους υπολογισμού των αχρεωστήτως καταβληθέντων και των κυρώσεων που εφαρμόζονται σε περίπτωση δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική.

63      Όπως προκύπτει από τα δικόγραφα των μερών και από τη συζήτηση που έγινε στο ακροατήριο, με τους δύο λόγους που προβάλλει προς στήριξη της προσφυγής το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, αφενός, τη βάση υπολογισμού, δηλαδή τις συνολικές δαπάνες, στην οποία η Επιτροπή εφάρμοσε τη δημοσιονομική διόρθωση ύψους 5,19 % (πρώτος λόγος) και, αφετέρου, πιο συγκεκριμένα, την εφαρμοσθείσα για την εκτίμηση του κινδύνου μέθοδο υπολογισμού των αχρεωστήτως καταβληθέντων και των επιβλητέων κυρώσεων, σε σχέση με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ελλείψεις ως προς τους επικουρικούς ελέγχους (δεύτερος λόγος).

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

64      Προκαταρκτικά, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι το Ταμείο χρηματοδοτεί μόνον τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 9ης Ιανουαρίου 2003, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑157/00, Συλλογή, EU:C:2003:5, σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑300/02, Συλλογή, EU:C:2005:103, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2009, Αυστρία κατά Επιτροπής, T‑368/05, EU:T:2009:305, σκέψη 70.

65      Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών. Επομένως, η Επιτροπή οφείλει να δικαιολογεί την απόφασή της με την οποία διαπιστώνεται η έλλειψη ή οι ανεπάρκειες των ελέγχων που διενήργησε το οικείο κράτος μέλος. Πάντως, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδείξει με εξαντλητικό τρόπο την ανεπάρκεια των ελέγχων που διενεργήθηκαν από τις εθνικές διοικήσεις ή την αντικανονικότητα των αριθμητικών στοιχείων που διαβιβάστηκαν από αυτές, αλλά να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία περί της σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας της έναντι των συγκεκριμένων ελέγχων ή αριθμητικών στοιχείων. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν μπορεί να ανασκευάζει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, χωρίς να στηρίζει τους δικούς του ισχυρισμούς σε στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Εφόσον δεν επιτυγχάνει να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ευσταθούν, αυτές συνιστούν στοιχεία ικανά να γεννήσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη θέσπιση κατάλληλου και αποτελεσματικού συνόλου μέτρων εποπτείας και ελέγχου. Ο ανωτέρω μετριασμός της απαιτήσεως για την εκ μέρους της Επιτροπής απόδειξη εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι σε καλύτερη θέση να συλλέξει και να επαληθεύσει τα αναγκαία στοιχεία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του Ταμείο, οπότε σ’ αυτό απόκειται να προσκομίσει την πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη του αληθούς των ελέγχων ή των στοιχείων του και, ενδεχομένως, της ανακρίβειας των ισχυρισμών της Επιτροπής (βλ. υπ’ αυτή την έννοια αποφάσεις Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 64 ανωτέρω, EU:C:2005:103, σκέψεις 33 έως 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 6ης Μαρτίου 2001, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑278/98, Συλλογή, EU:C:2001:124, σκέψεις 39 έως 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Αυστρία κατά Επιτροπής, σκέψη 64 ανωτέρω, EU:T:2009:305, σκέψη 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

66      Τρίτον, κατά τη νομολογία, απόκειται μεν στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων της Ένωσης, πλην όμως, εφόσον αποδειχθεί η παράβαση αυτή, στο κράτος μέλος απόκειται να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε τυχόν σε πλάνη ως προς τις οικονομικές συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την ανωτέρω παράβαση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 24ης Απριλίου 2008, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑418/06 P, Συλλογή, EU:C:2008:247, σκέψη 135, και Αυστρία κατά Επιτροπής, σκέψη 52 ανωτέρω, EU:T:2009:305, σκέψη 181).

67      Συγκεκριμένα, η διαχείριση της χρηματοδοτήσεως του Ταμείου γίνεται κυρίως από τις εθνικές διοικητικές αρχές, οι οποίες οφείλουν να μεριμνούν για την αυστηρή τήρηση των κανόνων της Ένωσης, και στηρίζεται στην εμπιστοσύνη μεταξύ των εθνικών αρχών και των αρχών της Ένωσης. Μόνον τα κράτη μέλη είναι σε θέση να γνωρίζουν και να καθορίζουν επακριβώς τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την κατάρτιση των λογαριασμών του Ταμείου, καθώς η Επιτροπή δεν έχει την απαιτούμενη εγγύτητα για να αποκτήσει τις πληροφορίες που χρειάζεται από τους επιχειρηματίες (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 7ης Οκτωβρίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑153/01, Συλλογή, EU:C:2004:589, σκέψη 133 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Αυστρία κατά Επιτροπής, σκέψη 52 ανωτέρω, EU:T:2009:305, σκέψη 182 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία),

68      Εν συνεχεία, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που προέβαλαν τα μέρη στο πλαίσιο των δύο λόγων ακυρώσεως που διατύπωσε το Ηνωμένο Βασίλειο, πρέπει να διευκρινιστεί ποια μέθοδο ακολούθησε το Ηνωμένο Βασίλειο το 2005 ως προς τη χορήγηση δικαιωμάτων, προκειμένου να εφαρμόσει το καθεστώς που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 1782/2003.

69      Ως προς το ζήτημα αυτό, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξε την περιφερειακή εφαρμογή του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου ΙΙΙ, κεφάλαιο 5, του κανονισμού 1782/2003.

70      Στη Βόρεια Ιρλανδία τα δικαιώματα ενισχύσεως υπολογίστηκαν βάσει του μοντέλου που ονομάζεται «υβριδικό στατικό». Στο μοντέλο αυτό κάθε δικαίωμα ενισχύσεως αποτελείται από ένα «ιστορικό» στοιχείο (στο εξής: ιστορικό στοιχείο) και από ένα «κατ’ αποκοπήν» στοιχείο το οποίο συνδέεται με την έκταση (στο εξής: κατ’ αποκοπήν στοιχείο), το δε άθροισμα της αξίας των στοιχείων αυτών αντιστοιχεί στη μοναδιαία αξία του δικαιώματος ενισχύσεως. Αφενός, για να προσδιοριστεί η αξία του ιστορικού στοιχείου, το ποσό αναφοράς, το οποίο προκύπτει βάσει των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν στους γεωργούς κατά την περίοδο αναφοράς (έτη 2000 έως 2002) διαιρείται με τον αριθμό επιλέξιμων εκταρίων που δηλώθηκαν από τους γεωργούς, ο οποίος αποτελεί τον αριθμό των δικαιωμάτων ενισχύσεως που χορηγήθηκαν. Επομένως, παρότι το άθροισμα των ιστορικών στοιχείων αποτελεί σταθερό ποσό που προσδιορίζεται βάσει των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς, η μοναδιαία αξία κάθε ιστορικού στοιχείου των δικαιωμάτων ενισχύσεως εξαρτάται από τον αριθμό δικαιωμάτων που χορηγήθηκαν το 2005 και, έτσι, από τον αριθμό των επιλέξιμων εκταρίων που δηλώθηκαν κατά το έτος αυτό. Αφετέρου, το κατ’ αποκοπήν στοιχείο έχει σταθερή αξία, που ανέρχεται εν προκειμένω σε 78,33 ευρώ.

71      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω υπομνήσεων και διευκρινίσεων πρέπει να εξεταστεί, κυρίως, το βάσιμο της υπό κρίση προσφυγής, αρχής γενομένης από τον δεύτερο λόγο που προέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα ως προς τις ελλείψεις στους επικουρικούς ελέγχους και, ειδικότερα, ως προς τις μεθόδους υπολογισμού των αχρεωστήτως καταβληθέντων και των κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική

72      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα σχετικά με τη διαπίστωση ελλείψεων στους επικουρικούς ελέγχους, το Ηνωμένο Βασίλειο βάλλει, ιδίως, κατά της μεθόδου υπολογισμού των αχρεωστήτως καταβληθέντων και των επιβλητέων κυρώσεων σε περίπτωση δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική, η οποία εφαρμόστηκε από την Επιτροπή στην έκθεση αξιολογήσεως του κινδύνου. Ο λόγος αυτός αποτελείται από πέντε αιτιάσεις που αφορούν, η πρώτη την αναδρομική επανεκτίμηση της αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως, η δεύτερη τη συνεκτίμηση, κατά τον νέο υπολογισμό των δικαιωμάτων ενισχύσεως, των διαφορών των εκτάσεων που λαμβάνουν πριμοδότηση για ζώα, η τρίτη την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων, η τέταρτη τις μειώσεις και τους αποκλεισμούς που επιβάλλονται σε περίπτωση δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική, και η πέμπτη την εκ προθέσεως δήλωση εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική.

73      Δεδομένου ότι, σε αντίθεση με τη δεύτερη και την πέμπτη αιτίαση, η πρώτη, η τρίτη και η τέταρτη αιτίαση αφορούν ειδικά τη μέθοδο υπολογισμού των αχρεωστήτως καταβληθέντων και των κυρώσεων, βάσει της οποίας εκτιμήθηκε, στην έκθεση αξιολογήσεως του κινδύνου, ο οικονομικός κίνδυνος που διέτρεξε εν προκειμένω το Ταμείο, πρέπει να εξετασθούν κατ’ αρχάς αυτές οι τρεις αιτιάσεις πριν κριθεί η δεύτερη και η πέμπτη αιτίαση.

 Επί της πρώτης, της τρίτης και της τέταρτης αιτιάσεως, που αφορούν τη μέθοδο εκτιμήσεως του οικονομικού κινδύνου που διέτρεξαν τα Ταμεία

74      Με την πρώτη, την τρίτη και την τέταρτη αιτίαση που προβλήθηκαν προς στήριξη του υπό κρίση λόγου το Ηνωμένο Βασίλειο βάλλει συγχρόνως τόσο κατά της διαπιστώσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, ελλείψεων σε ορισμένους επικουρικούς ελέγχους όσο και της μεθόδου υπολογισμού την οποία πρότεινε και χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην έκθεση αξιολογήσεως του κινδύνου, ως προς την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και τις μειώσεις και τους αποκλεισμούς που επιβάλλονται σε περίπτωση δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική.

75      Αυτές οι τρείς αιτιάσεις αφορούν την ερμηνεία διαφόρων διατάξεων του κανονισμού 796/2004 για περιπτώσεις καταβολής ενισχύσεων βάσει αδικαιολογήτως χορηγηθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως που συνοδεύονταν από μη επιλέξιμα εκτάρια. Ειδικότερα, η ιδιαιτερότητα σε σχέση με την οποία προβάλλονται αυτές οι αιτιάσεις είναι ότι υπήρξαν σφάλματα ως προς την επιλέξιμη έκταση κατά την αρχική χορήγηση των δικαιωμάτων ενισχύσεως για το καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως. Κατά συνέπεια, σε ορισμένους γεωργούς χορηγήθηκε ιδιαίτερα αυξημένος αριθμός δικαιωμάτων ενισχύσεως. Λόγω της μεθόδου χορηγήσεως των δικαιωμάτων ενισχύσεως που επέλεξε το Ηνωμένο Βασίλειο (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω), η αδικαιολόγητη χορήγηση είχε ως αποτέλεσμα, αφενός, να υποεκτιμηθεί η μοναδιαία αξία κάθε δικαιώματος ενισχύσεως των οικείων γεωργών και, ειδικότερα, του ιστορικού του στοιχείου. Αφετέρου, είχε ως αποτέλεσμα την υπερεκτίμηση της συνολικής αξίας του αθροίσματος των δικαιωμάτων ενισχύσεως λόγω του κατ’ αποκοπήν στοιχείου. Τα σφάλματα σχετικά με τις επιλέξιμες εκτάσεις επαναλήφθηκαν κατά τα επόμενα έτη έως την ανακάλυψή τους κατά τη διενέργεια των ελέγχων, με αποτέλεσμα οι ενισχύσεις να χορηγηθούν βάσει μη επιλέξιμων εκταρίων.

76      Υπό τις συνθήκες αυτές το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι σε μια τέτοια περίπτωση η μοναδιαία αξία των δικαιωμάτων ενισχύσεως πρέπει, συγχρόνως με τη μείωση του αριθμού τους, να αναθεωρηθεί αναδρομικά προς τα άνω βάσει του άρθρου 73α του κανονισμού 796/2004 (πρώτη αιτίαση) πριν εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 73 του κανονισμού αυτού σχετικά με την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών (τρίτη αιτίαση) και οι διατάξεις του άρθρου 51 του ίδιου κανονισμού, σχετικά με τις μειώσεις και τους αποκλεισμούς σε περίπτωση δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική (τέταρτη αιτίαση).

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως, σχετικά με την αναδρομική αναθεώρηση της αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως

77      Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση προς όσα έκρινε η Επιτροπή κατά τη διαδικασία εκκαθαρίσεως, το άρθρο 73α, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 796/2004 επιβάλλει την αναπροσαρμογή της αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως σε περίπτωση αρχικής χορηγήσεως ιδιαιτέρως υψηλού αριθμού δικαιωμάτων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η γνώση του γεωργού. Η γνώση του γεωργού ασκεί επιρροή μόνο στο πλαίσιο της παραγράφου 2α της διατάξεως αυτής, η οποία όμως δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω. Εξάλλου, το Ηνωμένο Βασίλειο, επισημαίνοντας ότι η ίδια η Επιτροπή συστηματικά προβαίνει σε αναθεωρήσεις, βάσει του άρθρου 73α, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 796/2004 της αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως οι οποίες ισχύουν για το μέλλον, παρατηρεί ότι το άρθρο 73α του κανονισμού αυτού δεν προβαίνει σε καμία διάκριση μεταξύ της αναδρομικής αναθεωρήσεως και της αναθεωρήσεως με μελλοντική ισχύ και ότι ένας συστηματικός νέος υπολογισμός για το μέλλον θα ήταν, μάλιστα, αντίθετος προς τις διατάξεις αυτές. Απαντώντας στα επιχειρήματα της Επιτροπής το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι η παραπομπή που κάνει το άρθρο 73α, παράγραφος 4, του κανονισμού 796/2004 στο άρθρο 73 του ίδιου κανονισμού δεν κλονίζει την ερμηνεία που δίνει στο άρθρο 73α του κανονισμού αυτού.

78      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών.

79      Στο πλαίσιο της παρούσας αιτιάσεως τα μέρη διαφωνούν, κατ’ ουσίαν, ως προς το ζήτημα αν, στην περίπτωση όπου λόγω σφαλμάτων ως προς την επιλέξιμη έκταση τα οποία έγιναν το 2005 και στη συνέχεια επαναλήφθηκαν, χορηγήθηκε υπέρμετρος αριθμός δικαιωμάτων ενισχύσεως με αποτέλεσμα να υποεκτιμηθεί η μοναδιαία τους αξία και να υπερεκτιμηθεί η συνολική τους αξία, το άρθρο 73α του κανονισμού 796/2004 απαιτεί να αναθεωρηθεί αναδρομικά η μοναδιαία αξία των δικαιωμάτων ενισχύσεως, πριν εφαρμοστούν οι διατάξεις σχετικά με την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και των επιβλητέων κυρώσεων σε περίπτωση δηλώσεως εκτάσεων μεγαλύτερων από τις πραγματικές, ζήτημα που αποτελεί το αντικείμενο της τρίτης και της τέταρτης αιτιάσεως του παρόντος λόγου.

80      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το άρθρο 36 του κανονισμού 73/2009 προβλέπει ότι τα δικαιώματα ενισχύσεως ανά εκτάριο δεν τροποποιούνται, εκτός αντιθέτων διατάξεων του κανονισμού αυτού (απόφαση της 5ης Ιουλίου 2014, Vonk Noordegraaf, C‑105/13, EU:C:2014:1126, σκέψη 37).

81      Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009, στο μέτρο που κάθε ενεργοποιημένο δικαίωμα ενισχύσεως θεμελιώνει δικαίωμα καταβολής του ποσού που καθορίζεται σε αυτό, η τροποποίηση του δικαιώματος θα είχε ως συνέπεια τη μείωση ή την αύξηση του ποσού της ενισχύσεως που καταβάλλεται στον ενδιαφερόμενο γεωργό. Όπως όμως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 1782/2003, ένας από τους σκοπούς του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως είναι να παρασχεθεί σε κάθε γεωργό η δυνατότητα να εξακολουθήσει να εισπράττει ενισχύσεις σε ύψος ανάλογο των ποσών που έχει λάβει κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς (απόφαση Vonk Noordegraaf, σκέψη 80 ανωτέρω, EU:C:2014:1126, σκέψη 38).

82      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι καμία διάταξη του κανονισμού 73/2009 δεν προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα τροποποιήσεως των δικαιωμάτων ενισχύσεως γεωργού ο οποίος έλαβε υπερβολικό αριθμό δικαιωμάτων ενισχύσεως κατά την αρχική κατανομή (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Vonk Noordegraaf, σκέψη 80 ανωτέρω, EU:C:2014:1126, σκέψη 40).

83      Αντιθέτως, το άρθρο 73α του κανονισμού 796/2004 θεσπίζει κανόνες σχετικά με την ανάκτηση αδικαιολογήτως χορηγηθέντων δικαιωμάτων, από τους οποίους προκύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις που ορίζονται σε αυτούς, χωρεί νέος υπολογισμός των δικαιωμάτων ενισχύσεως. Η ως άνω διάταξη εκκινεί, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 239/2005 με τον οποίο αυτή προστέθηκε στον κανονισμό 796/2004, από τη βούληση να καθοριστούν κανόνες για την περίπτωση όπου ένας γεωργός έχει λάβει αδικαιολογήτως ορισμένα δικαιώματα ενισχύσεως ή όπου η αξία καθενός από τα δικαιώματα ενισχύσεως καθορίστηκε σε εσφαλμένο ύψος.

84      Δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο στηρίζει στο άρθρο 73α, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, ενδεχομένως σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 της ίδιας διατάξεως, το επιχείρημα ότι σε περίπτωση αχρεωστήτως χορηγηθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως πρέπει να γίνει αναδρομικά μείωση και επαναπροσδιορισμός τους, επιβάλλεται η ερμηνεία του άρθρου 73α του κανονισμού αυτού.

85      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι για την ερμηνεία μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1983, Merck, 292/82, Συλλογή, EU:C:1983:335, σκέψη 12).

86      Πρέπει να υπομνησθούν αρχικά οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 73α του κανονισμού 796/2004. Κατ’ αρχάς, το άρθρο 73α, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004 ορίζει ότι, εάν χορηγήθηκαν αδικαιολογήτως ορισμένα δικαιώματα ενισχύσεως, ο γεωργός αποδίδει τα αδικαιολογήτως χορηγηθέντα δικαιώματα στο εθνικό απόθεμα και τα δικαιώματα αυτά θεωρείται ότι δεν είχαν χορηγηθεί εξαρχής. Στη συνέχεια, από το άρθρο 73α, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004 προκύπτει ότι, όταν η αξία των δικαιωμάτων ενισχύσεως είναι υπέρμετρα υψηλή, η αξία αυτή αναπροσαρμόζεται ανάλογα, ενώ εξυπακούεται ότι τα δικαιώματα ενισχύσεως θεωρείται ότι είχαν χορηγηθεί εξαρχής στην αξία που προκύπτει από την αναπροσαρμογή. Τέλος, το άρθρο 73α, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004, που προστέθηκε με τον κανονισμό 972/2007, ορίζει ότι, εάν για τους σκοπούς της εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2 του ίδιου άρθρου, έχουν χορηγηθεί αδικαιολογήτως ορισμένα δικαιώματα ενισχύσεως σε έναν γεωργό, χωρίς η εσφαλμένη κατανομή να έχει αντίκτυπο στη συνολική αξία των δικαιωμάτων που του έχουν χορηγηθεί, τότε τα δικαιώματα ενισχύσεως πρέπει να υπολογιστούν εκ νέου, εκτός αν τα σφάλματα μπορούσαν ευλόγως να εντοπιστούν από τον γεωργό (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Vonk Noordegraaf, σκέψη 80 ανωτέρω, EU:C:2014:1126, σκέψη 41). Εξάλλου, κατά το άρθρο 73α, παράγραφος 4, του κανονισμού 796/2004, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά ανακτώνται σύμφωνα με το άρθρο 73 του ίδιου κανονισμού, το οποίο αφορά την ανάκληση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

87      Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, τα μέρη συμφωνούν ως προς το ότι δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 73α, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004, δεδομένου ότι η αδικαιολογήτως χορηγηθείσα ενίσχυση, παρότι προκάλεσε υποεκτίμηση της μοναδιαίας αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως, επηρέασε επίσης, λόγω του κατ’ αποκοπήν στοιχείου, τη συνολική αξία των δικαιωμάτων ενισχύσεως.

88      Τρίτον, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 73α, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, σημειώνεται ότι από το γράμμα της διατάξεως αυτής ούτε προβλέπεται ούτε αποκλείεται ρητά η αναδρομική επανεκτίμηση της μοναδιαίας αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως μετά την ανάκτηση των δικαιωμάτων που χορηγήθηκαν αδικαιολογήτως.

89      Τα μέρη παρατηρούν, όμως, ότι η διευκρίνιση, στο άρθρο 73α, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 796/2004, ότι τα αδικαιολογήτως χορηγηθέντα δικαιώματα θεωρείται ότι δεν είχαν χορηγηθεί εξαρχής μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν η αδικαιολόγητη χορήγηση δικαιωμάτων ενισχύσεως έχει επηρεάσει τη μοναδιαία αξία των χορηγηθέντων δικαιωμάτων, τότε πρέπει να γίνει επανεκτίμηση της μοναδιαίας αξίας των εναπομεινάντων δικαιωμάτων.

90      Μια τέτοια, όμως, ερμηνεία του άρθρου 73α, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004 προσκρούει στη συστηματική ανάλυση της διατάξεως αυτής.

91      Συγκεκριμένα, μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 73α, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004 θα καθιστούσε, τουλάχιστον εν μέρει, άνευ νοήματος την προσθήκη της παραγράφου 2α της διατάξεως αυτής, που έγινε με τον κανονισμό 972/2007. Στο πλαίσιο του άρθρου 73α, παράγραφος 2α, του εν λόγω κανονισμού, για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, η επανεκτίμηση της μοναδιαίας αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως, σε περίπτωση αδικαιολόγητης χορηγήσεως δικαιωμάτων, αφορά μόνο μία περίπτωση, που όπως δέχονται τα μέρη διαφέρει από την υπό κρίση περίπτωση, και συγκεκριμένα την περίπτωση όπου τα αδικαιολογήτως χορηγηθέντα δικαιώματα δεν έχουν αντίκτυπο στη συνολική αξία των δικαιωμάτων ενισχύσεως, εφόσον τα σχετικά σφάλματα δεν μπορούσαν ευλόγως να εντοπιστούν από τον γεωργό. Αν, όμως, το άρθρο 73α, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004 είχε την έννοια ότι συνεπάγεται την υποχρέωση αναδρομικής επανεκτιμήσεως της μοναδιαίας αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως –χωρίς να ληφθεί υπόψη η επίδραση μιας τέτοιας επανεκτιμήσεως στη συνολική αξία των δικαιωμάτων ενισχύσεως και, ενδεχομένως, αν ο γεωργός μπορούσε εύλογα να εντοπίσει τα σφάλματα αυτά– τότε η σχετική διευκρίνιση που γίνεται στο άρθρο 73α, του κανονισμού 796/2004 θα έχανε κάθε χρησιμότητα και σημασία.

92      Αυτή η ανάλυση επιβεβαιώνεται, άλλωστε από τους λόγους για τους οποίους προστέθηκε η παράγραφος 2α στο άρθρο 73α του κανονισμού 796/2004 με τον κανονισμό 972/2007. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού 972/2007, μόνο στην περίπτωση όπου η αδικαιολόγητη παραχώρηση δικαιωμάτων δεν έχει επηρεάσει τη συνολική αξία των δικαιωμάτων ενισχύσεως αλλά αποκλειστικώς τον αριθμό των δικαιωμάτων του γεωργού, τα κράτη μέλη διορθώνουν, εφόσον ο γεωργός δεν ήταν δυνατό να εντοπίσει το σφάλμα, τα παραχωρούμενα δικαιώματα ή, κατά περίπτωση, τον τύπο των δικαιωμάτων χωρίς να μειώνουν την αντίστοιχη αξία τους, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή.

93      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διευκρίνιση, στο άρθρο 73α, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 796/2004, ότι «[τ]α αδικαιολογήτως χορηγηθέντα δικαιώματα ενισχύσεως θεωρούνται ότι δεν χορηγήθηκαν εξ αρχής», δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλεται η αναδρομική επανεκτίμηση της μοναδιαίας αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως. Αντιθέτως, η διευκρίνιση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 73α, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, κατά το οποίο «[τ]α αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά ανακτώνται σύμφωνα με το άρθρο 73 [του ίδιου κανονισμού]». Επομένως, η ανωτέρω διευκρίνιση του άρθρου 73α, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 796/2004 έχει την έννοια ότι αποκλειστικός σκοπός της είναι καταστεί σαφές ότι τυχόν ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει αδικαιολογήτως χορηγηθέντων δικαιωμάτων είναι και οι ίδιες αδικαιολογήτως καταβληθείσες, με αποτέλεσμα να πρέπει να ανακτηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 73 του κανονισμού 796/2004.

94      Τέλος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ερμηνεία αυτή δεν αντιβαίνει στους σκοπούς του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως. Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 81 ανωτέρω, κατά τη νομολογία, από την αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 1872/2003 προκύπτει ότι ένας από τους σκοπούς του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως είναι να παρασχεθεί σε κάθε γεωργό η δυνατότητα να εξακολουθήσει να εισπράττει ενισχύσεις σε ύψος ανάλογο των ποσών που έχει λάβει κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς (απόφαση Vonk Noordegraaf, σκέψη 80 ανωτέρω, EU:C:2014:1126, σκέψη 38). Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη χρήση του επιθέτου «ανάλογο», το καθεστώς αυτό δεν εγγυάται το επίπεδο της ενισχύσεως να είναι ακριβώς το ίδιο.

95      Τέταρτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα που αντλεί το Ηνωμένο Βασίλειο από το άρθρο 73α, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή προβλέπει την επανεκτίμηση των δικαιωμάτων ενισχύσεως μόνο προς τα κάτω. Αντιθέτως, από το γράμμα της διατάξεως αυτής δεν προκύπτει ότι επιτρέπει την επανεκτίμηση προς τα πάνω όταν, λόγω της αρχικής χορηγήσεως υπερβολικά μεγάλου αριθμού δικαιωμάτων ενισχύσεως, η αξία τους εκτιμήθηκε σε υπερβολικά χαμηλό επίπεδο.

96      Εξάλλου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε αντίθεση προς ό,τι υποστήριξε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το άρθρο 73α, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει αναδρομική επανεκτίμηση της μοναδιαίας αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως προς τα πάνω όταν, σε περίπτωση που χορηγήθηκαν αδικαιολογήτως ορισμένα δικαιώματα ενισχύσεως και υποεκτιμήθηκε η μοναδιαία αξία των χορηγηθέντων δικαιωμάτων, η συνολική αξία των δικαιωμάτων που χορηγήθηκαν στον γεωργό υπερεκτιμήθηκε. Συγκεκριμένα, πέραν του ότι, ερμηνευόμενη εντός του πλαισίου του άρθρου 73α, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004, η χρήση του όρου «αξία» στην παράγραφο 2 της ίδιας διατάξεως πρέπει να θεωρηθεί, ελλείψει διευκρινίσεως ότι πρόκειται για τη συνολική αξία, ότι αναφέρεται στη μοναδιαία αξία των ατομικών δικαιωμάτων ενισχύσεως, η ερμηνεία που πρότεινε το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί για λόγους αντίστοιχους με όσους παρατέθηκαν στις σκέψεις 91 και 92 ανωτέρω.

97      Επομένως, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, από τον συνδυασμό των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 73α του κανονισμού 796/2004 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση αρχικής χορηγήσεως υπερβολικά υψηλού αριθμού δικαιωμάτων ενισχύσεως που οδήγησε στην υποεκτίμηση της μοναδιαίας αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως και επηρέασε τη συνολική αξία των δικαιωμάτων αυτών, πρέπει, όταν εντοπίζεται το σφάλμα, να γίνει αναδρομική επανεκτίμηση της μοναδιαίας αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως αφού προηγηθεί μείωση του αριθμού τους.

98      Εξάλλου, στο μέτρο που το Ηνωμένο Βασίλειο στο υπόμνημα απαντήσεως παρατηρεί ότι η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η ανάλυσή της είναι εσφαλμένη, καθώς δέχτηκε ότι δεν εφαρμόζεται το άρθρο 73α, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, το οποίο αναφέρεται στη γνώση του γεωργού, αρκεί η παρατήρηση ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή στήριξε στο άρθρο 73α, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004 την αιτίαση σχετικά με τη συστηματική επανεκτίμηση των δικαιωμάτων ενισχύσεως.

99      Επομένως, χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν τα επιχειρήματα που αντλεί η Επιτροπή από το άρθρο 73, παράγραφος 4, του κανονισμού 796/2004 σχετικά με την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων, ζήτημα που εμπίπτει στην τρίτη αιτίαση του παρόντος λόγου, κρίνεται ότι η υπό εξέταση αιτίαση είναι απορριπτέα.

–       Επί της τρίτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων

100    Το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί τις απόψεις που εξέθεσε η Επιτροπή σχετικά με την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων δυνάμει του άρθρου 73 του κανονισμού 796/2004. Φρονεί κατ’ ουσίαν ότι, σε περίπτωση που χορηγήθηκε αρχικά υπέρμετρα υψηλός αριθμός δικαιωμάτων ενισχύσεως, θα πρέπει να υπολογιστούν εκ νέου τα δικαιώματα ενισχύσεως βάσει του άρθρου 73α του κανονισμού αυτού, πριν υπολογιστούν τα ποσά που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως και πρέπει να ανακτηθούν. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, τα ποσά που σχετίζονται με το ιστορικό στοιχείο της ενισχύσεως δεν θα έπρεπε να επιστραφούν. Η προσέγγιση της Επιτροπής, κατά την οποία τα ποσά που έπρεπε να ανακτηθούν υπολογίστηκαν βάσει της αρχικής αξίας των ανύπαρκτων δικαιωμάτων ενισχύσεως, ήταν αντίθετη προς τα άρθρα 73 και 73α του κανονισμού 796/2004, καθώς η Επιτροπή, αφενός, δεν προέβη σε αναδρομική αναπροσαρμογή της αξίας των δικαιωμάτων και, αφετέρου, υποχρέωνε τους γεωργούς να επιστρέψουν ποσά τα οποία υπερέβαιναν την πραγματική ζημία του Ταμείου και τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά. Με τον τρόπο αυτό η προσέγγιση της Επιτροπής κατέληγε να αποτελεί κύρωση για τους γεωργούς.

101    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών.

102    Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009:

«Η στήριξη δυνάμει του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως χορηγείται στους γεωργούς με την ενεργοποίηση δικαιώματος ενισχύσεως ανά επιλέξιμο εκτάριο. Τα ενεργοποιημένα δικαιώματα ενισχύσεως θεμελιώνουν την καταβολή των ποσών που καθορίζονται σε αυτά.»

103    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 73, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, σε περίπτωση αχρεώστητης πληρωμής, ο κάτοχος της εκμεταλλεύσεως επιστρέφει το σχετικό ποσό προσαυξημένο κατά τους τόκους που υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 της διατάξεως αυτής.

104    Σύμφωνα με το άρθρο 73, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 796/2004, η υποχρέωση επιστροφής στην οποία αναφέρεται στο άρθρο 73, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού δεν ισχύει εάν η πληρωμή οφείλεται σε σφάλμα της αρμόδιας ή άλλης αρχής το οποίο δεν ήταν εύλογα δυνατόν να εντοπιστεί από τον κάτοχο της εκμεταλλεύσεως. Εξάλλου, από το άρθρο 73, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 796/2004 προκύπτει ότι, εφόσον το σφάλμα συνδέεται με πραγματικά στοιχεία που υπεισέρχονται στον υπολογισμό της σχετικής ενισχύσεως, το πρώτο εδάφιο της διατάξεως αυτής εφαρμόζεται μόνον εάν η απόφαση ανακτήσεως δεν κοινοποιήθηκε εντός δωδεκαμήνου από την πληρωμή.

105    Τρίτον, από τη νομολογία προκύπτει ότι στις περιπτώσεις όπου ο νομοθέτης της Ένωσης θέτει προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για τη χορήγηση ενισχύσεως, ο αποκλεισμός που συνεπάγεται η μη τήρηση κάποιας από τις προϋποθέσεις αυτές δεν αποτελεί κύρωση, αλλά απλώς και μόνο συνέπεια της μη τηρήσεως των προϋποθέσεων που προβλέπονται από τον νόμο (αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2007, Maatschap Schonewille-Prins, C‑45/05, Συλλογή, EU:C:2007:296, σκέψη 47, και της 24ης Μαΐου 2012, Hehenberger, C‑188/11, Συλλογή, EU:C:2012:312, σκέψη 37).

106    Εν προκειμένω, παρατηρείται ότι τα επιχειρήματα του Ηνωμένου Βασιλείου στηρίζονται στην παραδοχή ότι, σε περίπτωση αδικαιολόγητης χορηγήσεως ορισμένων δικαιωμάτων ενισχύσεως με αποτέλεσμα να επηρεάζεται τόσο η μοναδιαία αξία όσο και η συνολική αξία των δικαιωμάτων, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 73α του κανονισμού 796/2004, να γίνει αναδρομική επανεκτίμηση της αξίας των δικαιωμάτων αφού μειωθεί ο αριθμός τους, τούτο δε πριν εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 73 του εν λόγω κανονισμού σχετικά με την ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

107    Όμως αυτή η παραδοχή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

108    Συγκεκριμένα, βάσει όσων εκτέθηκαν στη σκέψη 97 ανωτέρω, μια τέτοια επανεξέταση, σε αντίθεση προς τα όσα ισχυρίζεται το Ηνωμένο Βασίλειο με τα επιχειρήματά του, δεν θα ήταν δυνατό να στηριχθεί στις διατάξεις του άρθρου 73α του κανονισμού 796/2004, εφόσον, σε περίπτωση σφαλμάτων σχετικά με την επιλέξιμη έκταση τα οποία ανατρέχουν στον χρόνο χορηγήσεως των δικαιωμάτων ενισχύσεως, η συνολική τους αξία επηρεάζεται από τα σφάλματα αυτά.

109    Επομένως, το επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου ότι έπρεπε να γίνει αναδρομική επανεκτίμηση των δικαιωμάτων ενισχύσεως πριν εφαρμοστεί το άρθρο 73 του κανονισμού 796/2004 δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

110    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα του Ηνωμένου Βασιλείου, με τα οποία υποστηρίζεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 73, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004 χωρίς να προηγηθεί επανεκτίμηση των δικαιωμάτων ενισχύσεως συνεπάγεται ανάκτηση ποσών που υπερβαίνουν τον πραγματικό κίνδυνο για το Ταμείο και αποτελεί, συνεπώς, κύρωση για τον γεωργό.

111    Ως προς το ζήτημα αυτό, αφενός, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 1, του κανονισμού 73/2009, η στήριξη χορηγείται για τα ενεργοποιημένα δικαιώματα ενισχύσεως, δηλαδή για τα δικαιώματα ενισχύσεως που συνοδεύονται από αντίστοιχο αριθμό επιλέξιμων εκταρίων. Επομένως, τυχόν σφάλμα ως προς την επιλέξιμη έκταση, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, επηρεάζει σε κάθε περίπτωση το ύψος της καταβληθείσας ενισχύσεως στο σύνολό του.

112    Αφετέρου, από όσα αναφέρθηκαν στη σκέψη 93 ανωτέρω προκύπτει ότι ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει αδικαιολογήτως χορηγηθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως αποτελεί, βάσει των διατάξεων του άρθρου 73α, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 796/2004 σε συνδυασμό με το άρθρο 73α, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, αχρεωστήτως καταβληθείσα ενίσχυση που πρέπει να ανακτηθεί κατά το άρθρο 73 του κανονισμού αυτού.

113    Κατ’ αρχάς, η προσέγγιση του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την οποία, πριν εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 73 του κανονισμού 796/2004, προηγείται αναδρομική επανεκτίμηση της μοναδιαίας αξίας κάθε δικαιώματος ενισχύσεως και υπολογίζεται εκ νέου, βάσει του ορθού αριθμού δικαιωμάτων ενισχύσεως που έχει προκύψει από την επανεκτίμηση, το συνολικό ύψος της ενισχύσεως που έπρεπε να έχει καταβληθεί στον γεωργό χωρίς το σφάλμα που έγινε το 2005, επ’ ουδενί εξυπηρετεί, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή απαντώντας τόσο στην πρώτη όσο και στην τρίτη αιτίαση του παρόντος λόγου, την ορθή και αποτελεσματική ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθεισών ενισχύσεων.

114    Έτσι, το αποτέλεσμα της προσεγγίσεως του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είναι να θεωρηθεί ως αχρεωστήτως καταβληθείσα στο σύνολό της η ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει αδικαιολογήτως χορηγηθέντος δικαιώματος ενισχύσεως συνοδευόμενου από μη επιλέξιμη έκταση, αλλά να μειωθεί το αχρεωστήτως καταβληθέν και να ταυτιστεί με τη διαφορά μεταξύ της ενισχύσεως που καταβλήθηκε και μιας αναπροσαρμοσμένης ενισχύσεως βάσει, αφενός, των αναθεωρημένων προς τα πάνω δικαιωμάτων ενισχύσεως και, αφετέρου, του αριθμού των εκταρίων που θεωρούνται επιλέξιμα, κατ’ αντιστοιχία προς το ύψος του κατ’ αποκοπήν στοιχείου του δικαιώματος ενισχύσεως το οποίο χορηγήθηκε αδικαιολογήτως.

115    Πρέπει, όμως, να γίνει δεκτό ότι, ελλείψει οποιασδήποτε διατάξεως η οποία να προβλέπει ότι, στην περίπτωση όπου έχουν χορηγηθεί αδικαιολογήτως ορισμένα δικαιώματα ενισχύσεως με συνέπεια να έχει επηρεαστεί η συνολική αξία των δικαιωμάτων ενισχύσεως, χωρεί αναδρομική επανεκτίμηση προς τα πάνω της μοναδιαίας αξίας, μια τέτοια ερμηνεία δεν συμβιβάζεται με τη νομολογιακή απαίτηση να ερμηνεύονται στενά οι προϋποθέσεις αναλήψεως δαπανών στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), όπως αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103), που αντικαταστάθηκε, στη συνέχεια, με τον κανονισμό (ΕΚ) 1290/2005 (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2014, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑610/13 P, EU:C:2014:2349, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

116    Επίσης, στο μέτρο που, στο υπόμνημα απαντήσεως το Ηνωμένο Βασίλειο παρατηρεί ότι η προσέγγιση βάσει της οποίας το αχρεωστήτως καταβληθέν υπολογίζεται βάσει των αρχικώς χορηγηθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως εμποδίζει την ορθή ανάκτηση του αχρεωστήτως καταβληθέντος, διότι, ανάλογα με την περίπτωση, καταλήγει είτε στο να μην ανακτηθεί αυτό ποτέ είτε στο να ανακτηθεί ποσό μεγαλύτερο από το οφειλόμενο, επισημαίνεται, πρώτον, όσον αφορά την ανάκτηση μεγαλύτερου ποσού, ότι το επιχείρημα αυτό, βάσει όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 113 και 114 ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί.

117    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η ως άνω προσέγγιση της Επιτροπής θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να μην ανακτάται το αχρεωστήτως καταβληθέν, εξαιτίας του υπολογισμού της ενισχύσεως βάσει ανύπαρκτων δικαιωμάτων ενισχύσεως, υπογραμμίζεται ότι το επιχείρημα αυτό, το οποίο προβλήθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής μόνο στο πλαίσιο της τέταρτης αιτιάσεως και διατυπώθηκε σε σχέση με τις διατάξεις του άρθρου 51 του κανονισμού 796/2004, χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στο υπόμνημα αντικρούσεως σε σχέση με τον υπολογισμό του αχρεωστήτως καταβληθέντος, ενώ προς θεμελίωσή του γίνεται απλώς παραπομπή σε όσα εκτίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής στο πλαίσιο της τέταρτης αιτιάσεως. Εν πάση περιπτώσει, σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 93 ανωτέρω, ενίσχυση που καταβλήθηκε βάσει αδικαιολογήτως χορηγηθέντος δικαιώματος είναι και η ίδια αδικαιολογήτως καταβληθείσα. Μολονότι το Ηνωμένο Βασίλειο διατείνεται ότι η προσέγγιση της Επιτροπής θα έχει, υπό ορισμένες περιστάσεις, ως αποτέλεσμα να μη θεωρηθεί αχρεωστήτως καταβληθείσα μια τέτοια πληρωμή, εφόσον υπολογίζεται το αχρεωστήτως καταβληθέν βάσει των δικαιωμάτων ενισχύσεως που δηλώθηκαν, εντούτοις διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή κατέστησε σαφές, απαντώντας στον πρώτο λόγο ακυρώσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι δεν επιτρέπεται η καταβολή ενισχύσεως σε γεωργό βάσει αδικαιολογήτως χορηγηθέντος δικαιώματος. Επιπλέον, δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας ότι στο πλαίσιο της εκθέσεως αξιολογήσεως του κινδύνου, το Ηνωμένο Βασίλειο αναγκάστηκε να αποκλείσει από τον υπολογισμό των αχρεωστήτως καταβληθέντων ορισμένα ποσά καταβληθέντα βάσει αδικαιολογήτως χορηγηθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως.

118    Τέλος, διευκρινίζεται ότι, όπως συνάγεται από την προαναφερθείσα στη σκέψη 105 νομολογία, η ανάκτηση δεν αποτελεί κύρωση, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά απλώς και μόνο συνέπεια της μη τηρήσεως των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας.

119    Εξάλλου, πρέπει να προστεθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 73, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 796/2004 ορίζει ότι η υποχρέωση επιστροφής κατά την έννοια της παραγράφου 1 της διατάξεως αυτής δεν ισχύει, εάν η πληρωμή οφείλεται σε σφάλμα της αρμόδιας ή άλλης αρχής, το οποίο δεν ήταν εύλογα δυνατόν να εντοπιστεί από τον κάτοχο της εκμεταλλεύσεως. Επομένως, ο καλόπιστος γεωργός προστατεύεται από την επιστροφή της αχρεωστήτως καταβληθείσας ενισχύσεως όταν το σφάλμα που επηρέασε την επιλέξιμη έκταση ή ακόμα και τη χορήγηση των δικαιωμάτων ενισχύσεως οφείλεται στις αρχές και δεν ήταν εύλογα δυνατόν να το εντοπίσει.

120    Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της τέταρτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την επιβολή μειώσεων και αποκλεισμών σε περίπτωση δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική

121    Το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί τη διαπίστωση ότι εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις του άρθρου 51 του κανονισμού 796/2004. Κατ’ αρχάς, φρονεί ότι, στην περίπτωση όπου έχουν υπάρξει σφάλματα κατά την αρχική κατανομή των δικαιωμάτων, οι κυρώσεις που αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο μπορούν να εφαρμοστούν μόνον αφού υπολογιστεί η αξία των δικαιωμάτων ενισχύσεως βάσει του άρθρου 73α του ίδιου κανονισμού. Δεύτερον, αν και δέχεται ότι πρέπει να μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις για κάθε έτος δηλώσεως εφόσον ο γεωργός δηλώνει μη επιλέξιμη έκταση για να ενεργοποιήσει δικαίωμα ενισχύσεως το οποίο πράγματι διαθέτει, το Ηνωμένο Βασίλειο παρατηρεί ότι κακώς η Επιτροπή θεωρεί ότι σε περίπτωση σφαλμάτων που έχουν γίνει κατά την αρχική κατανομή των δικαιωμάτων ενισχύσεως και επαναλήφθηκαν κατά τα επόμενα έτη πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις όχι μόνο για το έτος 2005 αλλά και για τα επόμενα έτη, μολονότι τα επιλέξιμα εκτάρια που δηλώνει ο γεωργός επαρκούν για την ενεργοποίηση των δικαιωμάτων ενισχύσεως που πράγματι διαθέτει. Οι διατάξεις του άρθρου 51 του κανονισμού 796/2004 προβαίνουν, έτσι, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, σε διάκριση μεταξύ δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ενεργοποίηση δικαιωμάτων ενισχύσεως που διαθέτει ο γεωργός και δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική που προκαλείται από σφάλμα κατά την αρχική χορήγηση δικαιωμάτων ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, τόσο από την οικονομία του άρθρου 51, παράγραφοι 1 και 2α, του κανονισμού 796/2004, η οποία επιβεβαιώνεται από το άρθρο 57, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1122/2009, όσο και, επικουρικά, από την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης κυρώσεως, εν προκειμένω του άρθρου 57, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, προκύπτει ότι δεν μπορεί να επιβληθεί καμία κύρωση για τα μεταγενέστερα έτη.

122    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου.

123    Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει το Ηνωμένο Βασίλειο προς στήριξη της υπό κρίση αιτιάσεως εκκινούν από την παραδοχή ότι, πριν από την επιβολή των μειώσεων και των αποκλεισμών κατά το άρθρο 51 του κανονισμού 796/2004, πρέπει να προηγηθεί η εφαρμογή του άρθρου 73α του κανονισμού αυτού, όπως έχει ερμηνευθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο.

124    Ως προς το ζήτημα αυτό αρκεί να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 97 και 108 ανωτέρω, η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη.

125    Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 97 έως 108, το άρθρο 73α του κανονισμού 796/2004 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην παρούσα υπόθεση, προβλέπει αναδρομική επανεκτίμηση της αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως.

126    Εξ αυτού συνάγεται επίσης ότι, στο μέτρο που το άρθρο 73α του κανονισμού 796/2004 δεν επιτρέπει, σε περιστάσεις όπως αυτές της παρούσας υποθέσεως, να υπολογιστούν αναδρομικά εκ νέου τα δικαιώματα ενισχύσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή ότι, αναθεωρώντας τη δηλωθείσα έκταση χωρίς να αναθεωρεί τα δηλωθέντα δικαιώματα, αντιμετωπίζει την πρώτη διαφορετικά από τα δεύτερα.

127    Δεύτερον, το Ηνωμένο Βασίλειο φρονεί, αφενός, ότι όσον αφορά το έτος δηλώσεως 2005, πρέπει μεν, δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, να επιβληθεί κύρωση για δήλωση εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική, πλην όμως η κύρωση αυτή πρέπει να υπολογιστεί βάσει των δικαιωμάτων ενισχύσεως αφού προηγηθεί η αναδρομική τους διόρθωση. Αφετέρου, όσον αφορά τα μεταγενέστερα έτη δηλώσεως κατά τα οποία επαναλήφθηκε το ίδιο σφάλμα, το Ηνωμένο Βασίλειο φρονεί ότι η εφαρμογή της παραγράφου 1 σε συνδυασμό με την παράγραφο 2α έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείεται η επιβολή κυρώσεως για τα έτη αυτά. Αυτό το επιχείρημα στηρίζεται στην οικονομία των εν λόγω διατάξεων, υπό την έννοια ότι, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, όταν ο γεωργός δηλώνει επιλέξιμη έκταση επαρκή για την ενεργοποίηση των δικαιωμάτων ενισχύσεως που διαθέτει στην πραγματικότητα (δηλαδή εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση μετά τη μείωση του αριθμού τους και την επανεκτίμηση της αξίας τους), δεν χρειάζεται να επιβληθεί κύρωση κατά το άρθρο 51, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004.

128    Προκειμένου να κριθεί το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών πρέπει να εξεταστεί, αφενός, αν το άρθρο 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004 επιβάλλει, παρά το γράμμα του άρθρου 73α του εν λόγω κανονισμού, να γίνει αναδρομική επανεκτίμηση της αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως και, αφετέρου, αν από το άρθρο 51, παράγραφος 2α, του κανονισμού αυτού προκύπτει ότι, όπως υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν πρέπει να επιβληθεί κύρωση σε περίπτωση που ο γεωργός δηλώσει επαρκή έκταση για την ενεργοποίηση του αριθμού των δικαιωμάτων ενισχύσεως που πράγματι διαθέτει.

129    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται προκαταρκτικά ότι σκοπός του κανονισμού 796/2004 και, ειδικότερα, του άρθρου 51 είναι, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 29 και 55 του κανονισμού αυτού αντιστοίχως, να παρακολουθείται αποτελεσματικά η συμμόρφωση προς τις διατάξεις οι οποίες αφορούν τα καθεστώτα ενισχύσεως που εντάσσονται στο ολοκληρωμένο σύστημα και, προς εξασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, να ληφθούν κατάλληλα μέτρα για την καταπολέμηση των παρατυπιών και των περιπτώσεων απάτης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2002, Agrargenossenschaft Pretzsch, C‑417/00, Συλλογή, EU:C:2002:715, σκέψη 33).

130    Επίσης, το άρθρο 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004 προβλέπει, στην περίπτωση όπου η έκταση που έχει δηλωθεί στην αίτηση χορηγήσεως ενισχύσεως υπερβαίνει την έκταση που καθορίστηκε κατόπιν ελέγχου, κυρώσεις κλιμακούμενες ανάλογα με τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παρατυπίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Agrargenossenschaft Pretzsch, σκέψη 129 ανωτέρω, EU:C:2002:715, σκέψη 35). Πρώτον, όταν η διαφορά μεταξύ της εκτάσεως που έχει δηλωθεί και της ορισθείσας εκτάσεως σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφοι 3 και 5, του κανονισμού αυτού υπερβαίνει το 3 % ή τα δύο εκτάρια αλλά δεν υπερβαίνει το 20 % της ορισθείσας εκτάσεως, η ενίσχυση υπολογίζεται με βάση την ορισθείσα έκταση μειωμένη κατά το διπλάσιο της διαπιστωθείσας διαφοράς. Δεύτερον, όταν η διαφορά αυτή υπερβαίνει το 20 % της ορισθείσας εκτάσεως δεν χορηγείται καμία ενίσχυση. Τρίτον, όταν η διαφορά αυτή υπερβαίνει το 50 % ο κάτοχος της εκμεταλλεύσεως αποκλείεται και πάλι από τη λήψη ενισχύσεων μέχρι ποσού ίσου με εκείνο που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της δηλωθείσας εκτάσεως και της προσδιορισθείσας εκτάσεως σύμφωνα με το άρθρο 50, παράγραφοι 3 έως 5, του κανονισμού 796/2004.

131    Αντιθέτως, αφενός, το άρθρο 51, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004 προβλέπει στο πρώτο εδάφιο ότι μειώσεις και αποκλεισμοί δεν εφαρμόζονται αν ο γεωργός δηλώσει έκταση μεγαλύτερη από τα δικαιώματα ενισχύσεως και η δηλωθείσα έκταση πληροί όλες τις άλλες απαιτήσεις επιλεξιμότητας. Αφετέρου, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της ίδιας διατάξεως, αν ο γεωργός δηλώσει μεγαλύτερη έκταση από τα δικαιώματα ενισχύσεως και η δηλωθείσα έκταση δεν πληροί όλες τις άλλες απαιτήσεις επιλεξιμότητας, η διαφορά που αναφέρεται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, θα είναι η διαφορά μεταξύ της εκτάσεως που πληροί όλες τις άλλες απαιτήσεις επιλεξιμότητας και του ποσού των δηλωθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως.

132    Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι, αν η αρμόδια αρχή ανακαλύψει ότι ο αιτών τη χορήγηση ενισχύσεως υπέβαλε εσφαλμένη δήλωση που δεν οφείλεται σε δόλο, αλλά είχε ως αποτέλεσμα μια υπερεκτίμηση της επιλέξιμης για ενίσχυση εκτάσεως, και το ίδιο σφάλμα είχε διαπραχθεί κατά τα έτη πριν από το έτος στη διάρκεια του οποίου αποκαλύφθηκε το σφάλμα αυτό, με αποτέλεσμα την υπερεκτίμηση για καθένα από τα έτη αυτά της επιλέξιμης για ενίσχυση εκτάσεως, η ως άνω αρχή υποχρεούται να μειώσει την πραγματική επιφάνεια για τον υπολογισμό της ενισχύσεως που οφείλεται για τα οικεία έτη, υπό την επιφύλαξη της παραγραφής η οποία προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95 (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2002, Strawson και Gagg & Sons, C‑304/00, Συλλογή, EU:C:2002:695, σκέψη 64, και της 25ης Ιουλίου 2006, Βέλγιο κατά Επιτροπής, T‑221/04, EU:T:2006:223, σκέψη 88).

133    Τα δύο ερωτήματα που τέθηκαν στη σκέψη 128 ανωτέρω πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά υπό το πρίσμα των ανωτέρω.

134    Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το ζήτημα αν οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί του άρθρου 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004 πρέπει να καθοριστούν βάσει της μοναδιαίας αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως αφού προηγηθεί η επανεκτίμηση της αξίας αυτής, υπογραμμίζεται ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, ούτε από το γράμμα του άρθρου αυτού, το οποίο, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, «κάνει λόγο […] για δικαιώματα», ούτε από την ερμηνεία της συγκεκριμένης διατάξεως υπό το πρίσμα του ορισμού, στο άρθρο 2, σημείο 22, του κανονισμού, της έννοιας της «προσδιορισθείσας εκτάσεως», προκύπτει ότι η κύρωση του άρθρου 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004 πρέπει να καθοριστεί βάσει των δικαιωμάτων ενισχύσεως αφού προηγηθεί η αναδρομική τους αναθεώρηση.

135    Συγκεκριμένα, από το γράμμα του άρθρου 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004 προκύπτει ότι οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί που αυτό προβλέπει εφαρμόζονται όταν η έκταση η οποία έχει δηλωθεί από τον γεωργό υπερβαίνει την έκταση που προσδιορίσθηκε σύμφωνα, ιδίως, με το άρθρο 50, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, και η διαφορά μεταξύ των δύο εκτάσεων υπερβαίνει τα όρια που αναφέρονται στη διάταξη αυτή.

136    Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει μεν ότι δήλωση εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική τιμωρείται με τη μείωση, υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, της προσδιορισθείσας εκτάσεως βάσει της οποίας υπολογίζεται το ύψος της ενισχύσεως, πλην όμως διαπιστώνεται ότι, βάσει της ίδιας της διατυπώσεως της διατάξεως, η εφαρμογή της δεν προϋποθέτει την προηγούμενη επανεκτίμηση της μοναδιαίας αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως στην περίπτωση όπου τέτοια δικαιώματα έχουν χορηγηθεί αδικαιολογήτως.

137    Κατά τα λοιπά, στο μέτρο που το Ηνωμένο Βασίλειο παραπέμπει στο άρθρο 2, σημείο 22, του κανονισμού 796/2004, παρατηρείται ότι, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, η έκταση είναι προσδιορισθείσα μόνον εάν πληροί όλους τους όρους οι οποίοι περιλαμβάνονται στους κανόνες για τη χορήγηση της ενισχύσεως, διευκρινίζεται δε ότι στην περίπτωση του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως η δηλωθείσα έκταση μπορεί να θεωρηθεί προσδιορισθείσα μόνον εάν πράγματι συνοδεύεται από τον αντίστοιχο αριθμό δικαιωμάτων ενισχύσεως.

138    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, το άρθρο 2, σημείο 22, του κανονισμού 796/2004 δίνει αυτό τον ορισμό στην προσδιορισθείσα έκταση σε σχέση με την έκταση που συνοδεύεται από τον αριθμό δικαιωμάτων ενισχύσεως τα οποία πράγματι διαθέτει ο γεωργός και ότι ο ορισμός αυτός είναι κρίσιμος στο πλαίσιο του άρθρου 51 του κανονισμού, ο συγκεκριμένος ορισμός δεν σημαίνει ότι η επιβαλλόμενη δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004 κύρωση πρέπει να υπολογιστεί βάσει της επανεκτιμηθείσας αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως. Ειδικότερα, ουδείς λόγος γίνεται στο άρθρο 2, σημείο 22, του εν λόγω κανονισμού ως προς το ποια αξία των δικαιωμάτων ενισχύσεως θα έπρεπε ενδεχομένως να ληφθεί υπόψη.

139    Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή του άρθρου 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004 επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο βάσει των διατάξεων του άρθρου 50 του κανονισμού αυτού και, ειδικότερα, της παραγράφου 2. Από το άρθρο 50, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, το οποίο ορίζει τη βάση υπολογισμού της ενισχύσεως, προκύπτει ότι, εάν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δηλωθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως και της δηλωθείσας εκτάσεως, ως βάση για τον υπολογισμό της ενισχύσεως λαμβάνεται το μικρότερο μέγεθος. Με άλλα λόγια, η διάταξη αυτή καθιστά σαφές ότι ο υπολογισμός της ενισχύσεως γίνεται, ελλείψει ενδείξεως περί του αντιθέτου, βάσει των δικαιωμάτων ενισχύσεως που δήλωσε ο γεωργός, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη τυχόν επανεκτίμηση προς τα πάνω της μοναδιαίας τους αξίας.

140    Άλλωστε, η ερμηνεία αυτή των διατάξεων του άρθρου 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004 συνάδει με την ερμηνεία, στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως προς στήριξη του υπό εξέταση λόγου, του άρθρου 73α του ίδιου κανονισμού, υπό την έννοια ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 125, το άρθρο αυτό δεν προβλέπει υπό περιστάσεις όπως αυτές της παρούσας υποθέσεως την αναδρομική επανεκτίμηση της αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως.

141    Επομένως, τα επιχειρήματα τα οποία το Ηνωμένο Βασίλειο αντλεί από το άρθρο 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, σκέψη 22, του κανονισμού αυτού, δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί πρέπει να καθοριστούν βάσει των δικαιωμάτων ενισχύσεως αφού προηγηθεί η αναδρομική τους επανεκτίμηση.

142    Εν συνεχεία, όσον αφορά το ζήτημα αν, σε περίπτωση επαναλήψεως σφάλματος σχετικά με την επιλέξιμη έκταση, όπως αυτό που έγινε αρχικά το 2005, το άρθρο 51, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004 αποκλείει την εφαρμογή μειώσεως ή αποκλεισμού βάσει της παραγράφου 1 της εν λόγω διατάξεως σε περίπτωση που ο γεωργός δηλώσει επαρκή έκταση για την ενεργοποίηση των δικαιωμάτων ενισχύσεως που πράγματι διαθέτει, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 51, παράγραφος 2α, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι, αν ο γεωργός δηλώσει έκταση μεγαλύτερη από τα δικαιώματα ενισχύσεως και η δηλωθείσα έκταση πληροί όλες τις άλλες απαιτήσεις επιλεξιμότητας, τότε δεν εφαρμόζονται οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί της παραγράφου 1 της διατάξεως αυτής, διευκρινιζόμενου δε ότι, όταν στην περίπτωση αυτή η δηλωθείσα έκταση δεν πληροί όλες τις άλλες απαιτήσεις επιλεξιμότητας, τότε η διαφορά στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 του άρθρου 51 είναι η διαφορά μεταξύ της εκτάσεως που πληροί όλες τις άλλες απαιτήσεις επιλεξιμότητας και του ποσού των δηλωθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως.

143    Πρώτον, από τον συνδυασμό των δύο εδαφίων του άρθρου 51, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004, πέραν του προκύπτει ότι στο γράμμα της διατάξεως αυτής ουδεμία επιφύλαξη διατυπώνεται ως προς την περίπτωση όπου επαναλαμβάνεται δήλωση εκτάσεως μεγαλύτερη από την πραγματική, η οποία είχε οδηγήσει αρχικά στη χορήγηση υπερβολικά υψηλού αριθμού δικαιωμάτων ενισχύσεως, ούτε προβλέπεται οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων όπου τέτοια δήλωση γίνεται κατά τον χρόνο της αρχικής χορηγήσεως των δικαιωμάτων και επαναλαμβάνεται στη συνέχεια, και όπου τέτοια δήλωση γίνεται μετά τη χορήγηση των δικαιωμάτων, καθίσταται επίσης σαφές ότι η συγκεκριμένη διάταξη, όπως άλλωστε παρατήρησε η Επιτροπή, εφαρμόζεται όταν η έκταση που δήλωσε ο γεωργός υπερβαίνει τον δηλωθέντα αριθμό δικαιωμάτων ενισχύσεως, ανεξαρτήτως του αριθμού των δικαιωμάτων που πράγματι έχει. Πράγματι, παρότι από το πρώτο εδάφιο της διατάξεως αυτής δεν προκύπτει σαφώς ότι τα δικαιώματα ενισχύσεως στα οποία αναφέρεται είναι τα δηλωθέντα δικαιώματα, τούτο συνάγεται πέραν πάσης αμφιβολίας από το δεύτερο εδάφιο της διατάξεως.

144    Επομένως, μόνο στην περίπτωση όπου η δηλωθείσα έκταση είναι μεγαλύτερη από τον αριθμό των δηλωθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως και η έκταση αυτή πληροί όλες τις άλλες απαιτήσεις επιλεξιμότητας δεν εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 51, παράγραφος 2α, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 796/2004, οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί της παραγράφου 1 της εν λόγω διατάξεως.

145    Εν αντιθέσει δε προς τα επιχειρήματα του Ηνωμένου Βασιλείου, η σύγκριση μεταξύ της δηλωθείσας εκτάσεως και των δηλωθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως γίνεται, στο πλαίσιο του άρθρου 51, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των δικαιωμάτων ενισχύσεως τα οποία έχει πράγματι ο γεωργός, ενδεχομένως κατόπιν της ανακτήσεως των αδικαιολογήτως χορηγηθέντων δικαιωμάτων βάσει του άρθρου 73α του κανονισμού 796/2004.

146    Δεύτερον, πρέπει να προστεθεί ότι η ανωτέρω γραμματική ερμηνεία του άρθρου 51, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004 επιβεβαιώνεται επίσης από τόσο από τη συστηματική όσο και από την τελολογική ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως.

147    Επ’ αυτού υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 50, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004 ορίζει ότι, αν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δηλωθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως και της δηλωθείσας εκτάσεως, ως βάση για τον υπολογισμό της ενισχύσεως στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως λαμβάνεται το μικρότερο μέγεθος. Έτσι αυτή η διάταξη ορίζει τη βάση υπολογισμού του ύψους της ενισχύσεως.

148    Εξάλλου, όπως ήδη επισημάνθηκε στη σκέψη 129 ανωτέρω, το άρθρο 51 του κανονισμού 796/2004 υπηρετεί, κατ’ ουσίαν, τον σκοπό της αποτελεσματικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω της αντιμετωπίσεως των παρατυπιών και των περιπτώσεων απάτης. Προς τούτο, όταν η δηλωθείσα έκταση υπερβαίνει την προσδιορισθείσα έκταση, το άρθρο 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004 προβλέπει κλιμακούμενες κυρώσεις (βλ. σκέψη 130 ανωτέρω).

149    Αντιθέτως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 659/2006 με τον οποίο προστέθηκε η παράγραφος 2α στο άρθρο 51 του κανονισμού 796/2004, δεν θεωρείται αναγκαία η επιβολή τέτοιων κυρώσεων αν ο γεωργός δηλώσει έκταση μεγαλύτερη από τα δικαιώματα ενισχύσεως και η δηλωθείσα έκταση πληροί όλες τις άλλες απαιτήσεις επιλεξιμότητας. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, όπως αναφέρεται στην ίδια αιτιολογική σκέψη, το άρθρο 50, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004 ορίζει ότι ως βάση για τον υπολογισμό της ενισχύσεως λαμβάνεται ο αριθμός των εκταρίων που καλύπτονται από δικαιώματα ενισχύσεως.

150    Έτσι, αφενός, η σύνδεση που γίνεται στην αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 659/2006 μεταξύ του άρθρου 50, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, διατάξεως η οποία στηρίζεται ρητά σε σύγκριση μεταξύ της δηλωθείσας εκτάσεως και των δηλωθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως, και του άρθρου 51, παράγραφος 2α, του κανονισμού αυτού, επιβεβαιώνει το συμπέρασμα ότι η σύγκριση που απαιτείται κατά την τελευταία διάταξη πρέπει να γίνει μεταξύ, αφενός, της δηλωθείσας εκτάσεως και, αφετέρου, των δηλωθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως, και όχι των δικαιωμάτων ενισχύσεως που πράγματι έχει ο γεωργός, ενδεχομένως μετά από ανάκτηση των αδικαιολογήτως χορηγηθέντων δικαιωμάτων βάσει του άρθρου 73α του κανονισμού 796/2004.

151    Αφετέρου, βάσει της γενικής οικονομίας του άρθρου 51 του κανονισμού 796/2004, το οποίο έχει θεσπιστεί προς αντιμετώπιση των παρατυπιών και των περιπτώσεων απάτης, η προσθήκη της παραγράφου 2α στη διάταξη αυτή στηρίζεται στη σκέψη ότι σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ της δηλωθείσας εκτάσεως και των δηλωθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως δεν συντρέχει, κατ’ αρχήν, κανένας κίνδυνος παρατυπίας ή απάτης εφόσον η δηλωθείσα έκταση πληροί όλες τις άλλες απαιτήσεις επιλεξιμότητας. Συγκεκριμένα, σε τέτοια περίπτωση διαφοράς μεταξύ της δηλωθείσας εκτάσεως και του αριθμού των δηλωθέντων δικαιωμάτων, για τον καθορισμό του ύψους σε κάθε περίπτωση, κατά το άρθρο 50, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, λαμβάνεται ως βάση το μικρότερο μέγεθος, με αποτέλεσμα να αποκλείεται εντελώς το ενδεχόμενο να καταβληθεί ενίσχυση βάσει μη προσδιορισθείσας εκτάσεως. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση δεν υφίσταται, κατ’ αρχήν, κανένας κίνδυνος καταβολής αχρεώστητης ενισχύσεως βάσει μη προσδιορισθείσας εκτάσεως.

152    Τρίτον, επισημαίνεται ότι, πράγματι, όπως παρατήρησε το Ηνωμένο Βασίλειο, η ερμηνεία αυτή του άρθρου 51 του κανονισμού 796/2004, και ειδικότερα της παραγράφου 2α, δεν αποκλείει, κατ’ εξαίρεση, μια κύρωση να υπολογίζεται βάσει ανύπαρκτων δικαιωμάτων ενισχύσεως, όταν ο γεωργός δηλώνει μεγαλύτερο αριθμό δικαιωμάτων από τα δικαιώματα ενισχύσεως τα οποία πράγματι διαθέτει.

153    Πρέπει, όμως, να γίνει δεκτό ότι, χωρίς να απαιτείται να καθοριστεί αν, όπως υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, η αναφορά, στο άρθρο 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, στην προσδιορισθείσα έκταση πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφορά στην επιλέξιμη έκταση που καλύπτεται από αντίστοιχο αριθμό δηλωθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως τα οποία διαθέτει πράγματι ο γεωργός, το ενδεχόμενο για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 152 ανωτέρω δεν σημαίνει, σε αντίθεση προς όσα υποστήριξε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να κριθεί παράνομη.

154    Συγκεκριμένα, πέραν του ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αμφισβητεί τη νομιμότητα του άρθρου 51 του κανονισμού 796/2004, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ενδεχόμενο αυτό, όσο δυσάρεστο και αν είναι, δεν μπορεί να ανατρέψει την προεκτεθείσα ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 51, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004, η οποία επιβάλλεται από τη γραμματική, τη συστηματική και την τελολογική ερμηνεία των διατάξεων αυτών.

155    Σημειωτέον επίσης επ’ αυτού ότι ο κανονισμός 1122/2009, που κατάργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό 796/2004 από 1ης Ιανουαρίου 2010, προβλέπει πλέον ρητά στο άρθρο 57, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, με τίτλο «Βάση υπολογισμού σε σχέση με τις εκτάσεις που δηλώνονται», ότι, «εάν ο αριθμός των δηλωθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως υπερβαίνει τον αριθμό των δικαιωμάτων ενισχύσεως που έχει στη διάθεσή του ο γεωργός, τα δηλωθέντα δικαιώματα ενισχύσεως περιορίζονται στον αριθμό των δικαιωμάτων ενισχύσεως που έχει στη διάθεσή του ο γεωργός».

156    Η νέα αυτή διάταξη στηρίζεται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 78 του κανονισμού 1122/2009, στην ακόλουθη συλλογιστική:

«Η καταβολή της στήριξης στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως απαιτεί ίσο αριθμό δικαιωμάτων ενισχύσεως και επιλέξιμων εκταρίων. Για την εφαρμογή του καθεστώτος αυτού, επομένως, είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι, σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ των δηλούμενων δικαιωμάτων ενισχύσεως και της δηλούμενης εκτάσεως, ως βάση για τον υπολογισμό της ενισχύσεως πρέπει να λαμβάνεται το μικρότερο μέγεθος. Για να αποφεύγεται ο υπολογισμός με βάση ανύπαρκτα δικαιώματα, πρέπει να προβλεφθεί ότι ο αριθμός των δικαιωμάτων ενισχύσεως που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό δεν πρέπει να υπερβαίνει τον αριθμό των δικαιωμάτων ενισχύσεως που έχει στη διάθεσή του ο γεωργός.»

157    Σε αντίθεση, όμως, προς το επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου ότι η ερμηνεία που δίνει στο άρθρο 51, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004 επιβεβαιώνεται από το άρθρο 57, παράγραφος 2, του κανονισμού 1122/2009, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η έκδοση του κανονισμού 1122/2009 και οι αλλαγές που αυτή επέφερε επ’ ουδενί μεταβάλλουν την ερμηνεία του άρθρου 51, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004 η οποία έγινε δεκτή ανωτέρω, ούτε μπορούν να δικαιολογήσουν μια ερμηνεία της διατάξεως αυτής που θα αντέβαινε τόσο στο γράμμα της όσο και στους λόγους για τους οποίους προστέθηκε στον εν λόγω κανονισμό (βλ., υπ’ αυτή την έννοια και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, T‑343/11, EU:T:2013:468, σκέψη 91).

158    Συγκεκριμένα, πέραν του ότι, βάσει του τίτλου του, το άρθρο 57, παράγραφος 2, του κανονισμού 1122/2009 έχει διαφορετικό αντικείμενο από αυτό του άρθρου 51, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004, αφού το τελευταίο αφορά μειώσεις και αποκλεισμούς που επιβάλλονται σε περίπτωση δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική, πρέπει, χωρίς καν να είναι αναγκαίο να ερμηνευθεί το άρθρο 57, παράγραφος 2, του κανονισμού 1122/2009, να επισημανθεί ότι ο κανονισμός αυτός δεν εφαρμοζόταν κατά τον χρόνο διεξαγωγής των ελέγχων κατά τους οποίους αποκαλύφθηκαν τα σφάλματα που οφείλονταν σε δηλώσεις εκτάσεων μεγαλύτερων από τις πραγματικές, καθώς ο κανονισμός αυτός άρχιζε να εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 87, δεύτερο εδάφιο, από τις αιτήσεις ενισχύσεως οι οποίες αφορούν περιόδους εμπορίας ή πριμοδότησης που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2010.

159    Στο μέτρο δε που το Ηνωμένο Βασίλειο επιχειρεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του σχετικά με την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 51 του κανονισμού 796/2004 παρουσιάζοντας παραδείγματα υπολογισμού κυρώσεων βάσει των διατάξεων αυτών, αρκεί η διαπίστωση ότι τέτοια παραδείγματα, τα οποία είναι απλώς ενδεικτικά, δεν αποδεικνύουν ότι κακώς η Επιτροπή προσήψε στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι υπολόγισε με εσφαλμένο τρόπο τις κυρώσεις κατ’ εφαρμογήν των εν λόγω διατάξεων και ότι είναι εσφαλμένη η μέθοδος υπολογισμού που χρησιμοποιήθηκε όσον αφορά κυρώσεις για την περίπτωση δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική, στην εκτίμηση του οικονομικού κινδύνου για τα Ταμεία.

160    Τέλος, το Ηνωμένο Βασίλειο επικαλείται επικουρικά την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης κυρώσεως. Ως προς το ζήτημα αυτό φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 57, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1122/2009 αποτελεί νέο κανόνα σχετικά με την εφαρμογή μειώσεων και αποκλεισμών και, δεδομένου ότι ο κανόνας αυτός είναι ευνοϊκότερος από τον κανόνα του άρθρου 51 του κανονισμού 796/2004 όπως ερμηνεύτηκε από την Επιτροπή, πρέπει να εφαρμοστεί αναδρομικά. Ο νέος αυτός κανόνας έχει, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, ως αποτέλεσμα ότι δεν χωρεί εφαρμογή των μειώσεων και των αποκλεισμών που επιβάλλονται σε περίπτωση δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική εφόσον ο γεωργός δηλώσει επιλέξιμη έκταση τουλάχιστον ίση με τον αριθμό των δηλωθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως, ενώ ο αριθμός αυτός δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό δικαιωμάτων ενισχύσεως που έχει στη διάθεσή του.

161    Ως προς το ζήτημα αυτό, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 158 ανωτέρω, υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 1122/2009, σύμφωνα με το άρθρο του 87, δεύτερο εδάφιο, εφαρμόζεται από τις αιτήσεις ενισχύσεως οι οποίες αφορούν περιόδους εμπορίας ή πριμοδοτήσεως που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 2010, επομένως ως προς τις αιτήσεις ενισχύσεως που υποβλήθηκαν για το έτος 2009 ίσχυε κατ’ αρχήν ο κανονισμός 796/2004. Πρέπει, όμως, να υπομνησθεί επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95, σε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποιήσεως των διατάξεων περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων που περιέχονται σε κανόνες της Ένωσης ισχύουν αναδρομικώς οι λιγότερο αυστηρές διατάξεις.

162    Κατά τη νομολογία, μέτρα όπως οι μειώσεις και οι αποκλεισμοί ενισχύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 51 του κανονισμού 796/2004 αποτελούν διοικητική κύρωση υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95 (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 1997, National Farmers’ Union κ.λπ., C‑354/95, Συλλογή, EU:C:1997:379, σκέψεις 40 και 41· Strawson και Gagg & Sons, σκέψη 132 ανωτέρω, EU:C:2002:695, σκέψη 46, και της 4ης Μαΐου 2006, Haug, C‑286/05, Συλλογή, EU:C:2006:296, σκέψη 21).

163    Από τη νομολογία προκύπτει δε επίσης ότι στις διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό της βάσεως υπολογισμού δεν τυποποιείται διοικητική κύρωση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Haug, σκέψη 162 ανωτέρω, EU:C:2006:296, σκέψη 24).

164    Σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία εμπίπτει, όμως, το άρθρο 57, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1122/2009, το οποίο επικαλείται το Ηνωμένο Βασίλειο.

165    Συγκεκριμένα, το άρθρο 57, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του άρθρου 1122/2009, κατά το οποίο, «εάν ο αριθμός των δηλωθέντων δικαιωμάτων ενισχύσεως υπερβαίνει τον αριθμό των δικαιωμάτων ενισχύσεως που έχει στη διάθεσή του ο γεωργός, τα δηλωθέντα δικαιώματα ενισχύσεως περιορίζονται στον αριθμό των δικαιωμάτων ενισχύσεως που έχει στη διάθεσή του ο γεωργός», άπτεται, όπως προκύπτει από τον τίτλο του και όπως παρατήρησε η Επιτροπή στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, του καθορισμού της βάσεως υπολογισμού σε σχέση με τις εκτάσεις που δηλώνονται.

166    Επιπλέον, το άρθρο 57, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1122/2009 δεν τροποποιεί τους κανόνες σχετικά με τις μειώσεις και τις εξαιρέσεις, όπως αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 58 του κανονισμού 1122/2009. Το άρθρο αυτό επαναλαμβάνει, άλλωστε, τους κανόνες του άρθρου 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 796/2004, με τη διευκρίνιση ότι οι διατάξεις του άρθρου 51, παράγραφος 2α, του κανονισμού 796/2004, το οποίο θέσπιζε εξαίρεση στις μειώσεις και τους αποκλεισμούς του άρθρου 51, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, δεν επαναλήφθηκαν στο άρθρο 58 του κανονισμού 1122/2009.

167    Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα σχετικά με την αναδρομική εφαρμογή της ελαφρύτερης κυρώσεως δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

168    Συνεπώς, η τέταρτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά τη συνεκτίμηση, κατά τον νέο υπολογισμό των δικαιωμάτων ενισχύσεως, των διαφορών των εκτάσεων που λαμβάνουν πριμοδότηση για ζώα

169    Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι το ιστορικό στοιχείο μπορούσε να επηρεαστεί από σφάλματα ως προς τον καθορισμό εκτάσεων που σχετίζονται με πριμοδότηση για ζώα. Συγκεκριμένα, από την απόφαση 2010/399/ΕΕ της Επιτροπής, της 15ης Ιουλίου 2010, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ L 184, σ. 6), προκύπτει ότι, όσον αφορά το έτος υποβολής αιτήσεων 2004 η Επιτροπή εφάρμοσε κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 2 % στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος πριμοδοτήσεως για εκτακτικοποίηση. Κατ’ επέκταση, θα συνέτρεχε και κατά την περίοδο αναφοράς ο ίδιος, εξαιρετικά χαμηλός, κίνδυνος, λόγω της μεγάλης ομοιότητας των καθεστώτων και των σχετικών προϋποθέσεων.

170    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών.

171    Εν προκειμένω από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η Επιτροπή, κατά τη διαδικασία εκκαθαρίσεως, έκρινε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έλαβε υπόψη, κατά τον νέο υπολογισμό των δικαιωμάτων ενισχύσεως, μόνον το κατ’ αποκοπήν στοιχείο, ενώ δεν είχε πραγματοποιηθεί κανένας έλεγχος προκειμένου να καθοριστεί αν οι διαφορές των εκτάσεων επηρέαζαν επίσης τις πριμοδοτήσεις για ζώα που είχαν καταβληθεί την περίοδο αναφοράς, μεταξύ 2000 και 2002, και, επομένως, και το ιστορικό στοιχείο των δικαιωμάτων ενισχύσεως.

172    Ακόμη και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι ήταν ιδιαίτερα μικρός ο κίνδυνος που προκλήθηκε λόγω του ότι δεν ελέγχθηκε η επίδραση των σφαλμάτων ως προς τον καθορισμό των εκτάσεων που σχετίζονταν με τις πριμοδοτήσεις για ζώα, πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ουδέποτε αμφισβήτησε τη διαπίστωση ότι δεν είχε προβεί σε τέτοιο έλεγχο. Συγκεκριμένα, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αμφισβητεί ότι υπήρχαν διαφορές στις εκτάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν επηρεάσει την πριμοδότηση για ζώα. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο επιβεβαίωσε στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτημα που είχε θέσει το Γενικό Δικαστήριο, ότι δεν είχε προβεί σε ελέγχους σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις των διαφορών αυτών στο ιστορικό στοιχείο των δικαιωμάτων ενισχύσεως, κάτι που καταγράφηκε και στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

173    Επομένως, βάσει της νομολογίας που αναφέρθηκε στη σκέψη 65 ανωτέρω, κατά την οποία απόκειται μεν στην Επιτροπή να προσκομίσει αποδείξεις σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας σχετικά με τους ελέγχους που έχουν πραγματοποιηθεί από τις εθνικές διοικητικές αρχές ή τα αριθμητικά στοιχεία που έχουν διαβιβαστεί από αυτές, στο οικείο δε κράτος μέλος απόκειται να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της επιτροπής δεν είναι ακριβείς, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν κατόρθωσε να αναιρέσει τις διαπιστώσεις αυτές της Επιτροπής όπως συνοψίστηκαν στη σκέψη 171 ανωτέρω.

174    Εξάλλου, στο μέτρο που το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι ο κίνδυνος που προέκυψε λόγω της απουσίας ελέγχων όσον αφορά την πριμοδότηση για ζώα ήταν εξαιρετικά μικρός, επισημαίνεται ότι το ύψος της οικονομικής διορθώσεως που εφαρμόστηκε εν προκειμένω δικαιολογήθηκε βάσει ενός συνόλου ελλείψεων τις οποίες διαπίστωσε η Επιτροπή στους επικουρικούς ελέγχους, και προκύπτει από την εκτίμηση κινδύνου που έκανε το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο. Πέραν του ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν εξήγησε με ποιον τρόπο επηρεαζόταν, ενδεχομένως, το ποσοστό του 5,19 % από τη συνεκτίμηση της απουσίας των ελέγχων, παρατηρείται ότι, ακόμη και αν ο σχετικός κίνδυνος για τα Ταμεία ήταν αμελητέος, το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε να αναιρέσει την εφαρμογή, εν προκειμένω, του ποσοστού εξατομικευμένης διορθώσεως ύψους 5,19 %.

175    Συνεπώς, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της πέμπτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την εκ προθέσεως δήλωση εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική

176    Το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί τη διαπίστωση ελλείψεων στους επικουρικούς ελέγχους για την εκ προθέσεως δήλωση εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική, κατά την έννοια του άρθρου 53 του κανονισμού 796/2004. Προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η εκ προθέσεως δήλωση εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική αποτελεί απάτη που μπορεί να διωχθεί ποινικά και, κατά το δίκαιο της Βόρειας Ιρλανδίας, συνιστά ποινικό αδίκημα. Επομένως, ακόμη και αν το άρθρο 53 του κανονισμού 796/2004 θεσπίζει μια διοικητική και όχι ποινική κύρωση, η Υπηρεσία γεωργίας και αγροτικής ανάπτυξης της Βόρειας Ιρλανδίας (Northern Ireland Department of Agriculture and Rural Development, στο εξής: DARD) μπορεί να κρίνει ότι ο γεωργός υπέβαλε εκ προθέσεως απατηλή δήλωση μόνον όταν κάτι τέτοιο αποδειχθεί στο πλαίσιο τακτικής ποινικής δίκης. Ομοίως, η Επιτροπή δεν μπορεί να προσάψει στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι το DARD δεν παρέπεμψε στην κεντρική υπηρεσία ερευνών που διαθέτει (Central Investigation Service, CIS) υποθέσεις οι οποίες κατά την Επιτροπή έπρεπε να παραπεμφθούν, πολλώ δε μάλλον επειδή ουδεμία τέτοια υποχρέωση υφίσταται όταν, εν πάση περιπτώσει, τα αποδεικτικά στοιχεία είναι ανεπαρκή. Το Ηνωμένο Βασίλειο προσθέτει, εξάλλου, ότι οι εκ προθέσεως απατηλές δηλώσεις είναι εξαιρετικά σπάνιες, με αποτέλεσμα να είναι πιθανότατα εξαιρετικά χαμηλή η αναλογία των δαπανών που εκτίθενται σε κίνδυνο λόγω εκ προθέσεως δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική στη Βόρεια Ιρλανδία.

177    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου.

178    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το Ηνωμένο Βασίλειο, απαντώντας σε ερώτημα που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, απέσυρε, κατόπιν της αποφάσεως της 27ης Φεβρουαρίου 2013, Πολωνία κατά Επιτροπής (T‑241/10, EU:T:2013:96), το επιχείρημα ότι, κατ’ ουσίαν, κακώς η Επιτροπή του είχε προσάψει ότι εξάρτησε την επιβολή κυρώσεως για εκ προθέσεως δήλωση εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική κατά το άρθρο 53 του κανονισμού 796/2004 από την προηγούμενη διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας, όπερ καταγράφηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

179    Δεύτερον, στο μέτρο που το Ηνωμένο Βασίλειο δεν απέσυρε ρητώς το επιχείρημά του ότι η Επιτροπή δεν επιτρεπόταν να του προσάψει ότι το DARD δεν παρέπεμψε ορισμένες υποθέσεις στο CIS, χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί αν το επιχείρημα αυτό είναι λυσιτελές, διαπιστώνεται ότι και μόνον το γεγονός, το οποίο όπως προκύπτει από τη σκέψη 178 ανωτέρω δεν αμφισβητείται, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο εξάρτησε την εφαρμογή των διοικητικών κυρώσεων από την προηγούμενη διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας αρκεί για να κριθεί ότι υπήρξαν ελλείψεις που επηρέαζαν το σύστημα εφαρμογής των διοικητικών κυρώσεων του άρθρου 53 του κανονισμού 796/2004 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επομένως, δεν χρειάζεται να εξεταστεί αν, επιπροσθέτως, το σύστημα αυτό έπασχε περαιτέρω ελλείψεις, υπό την έννοια ότι ορισμένες περιπτώσεις δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική, οι οποίες κατά την Επιτροπή έπρεπε να διαβιβαστούν στο CIS, δεν διαβιβάστηκαν.

180    Εν πάση περιπτώσει, παρατηρείται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν απέδειξε ότι ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με την παράλειψη διαβιβάσεως υποθέσεων στο CIS. Συγκεκριμένα, το Ηνωμένο Βασίλειο περιορίστηκε σε γενικά επιχειρήματα κατά τα οποία η παραπομπή σε μια αρχή αρμόδια για διώξεις δεν είναι υποχρεωτική όταν είναι προφανές ότι τα αποδεικτικά στοιχεία δεν επαρκούν για να κριθεί ότι υπήρξε εκ προθέσεως μη συμμόρφωση. Ένα τέτοιο επιχείρημα, βάσει της νομολογίας που αναφέρθηκε στη σκέψη 65 ανωτέρω, είναι ανεπαρκές για να άρει τις σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες της Επιτροπής.

181    Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου ότι σε κάθε περίπτωση ο οικονομικός κίνδυνος για τα Ταμεία λόγω της εκ προθέσεως δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική στη Βόρεια Ιρλανδία ήταν «πιθανότητα εξαιρετικά μικρός», χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν το επιχείρημα αυτό είναι λυσιτελές τη στιγμή που, βάσει των διευκρινίσεων που έδωσε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στην εκτίμηση του κινδύνου που πραγματοποίησε το κράτος μέλος δεν ελήφθησαν υπόψη οι εκ προθέσεως δηλώσεις εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική, παρατηρείται ότι το επιχείρημα αυτό δεν επαρκεί για να κλονίσει τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι υπήρξε αδυναμία κατά την εφαρμογή των διοικητικών κυρώσεων του άρθρου 53 του κανονισμού 796/2004.

182    Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο με το επιχείρημα αυτό βάλλει κατά του ύψους της δημοσιονομικής διορθώσεως που εφάρμοσε η Επιτροπή, επισημαίνεται ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε στη σκέψη 174 ανωτέρω, το ποσοστό αυτό δικαιολογήθηκε βάσει ενός συνόλου ελλείψεων τις οποίες διαπίστωσε η Επιτροπή στους επικουρικούς ελέγχους, και προκύπτει από την εκτίμηση κινδύνου που έκανε το Ηνωμένο Βασίλειο. Επομένως, ακόμη και αν οι ελλείψεις που σχετίζονται με τη διαδικασία διοικητικών κυρώσεων βάσει του άρθρου 53 του κανονισμού 796/2004 δημιούργησαν αμελητέο κίνδυνο για τα Ταμεία, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να κλονίσει την εφαρμογή, εν προκειμένω, του ποσοστού της εξατομικευμένης διορθώσεως ύψους 5,19 %.

183    Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση προς τις απαιτήσεις της προαναφερθείσας στη σκέψη 66 νομολογίας, κατά την οποία απόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη ως προς τις δημοσιονομικές συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από τη διαπιστωθείσα παρατυπία, το Ηνωμένο Βασίλειο προέβαλε απλώς υποθετικά και αόριστα επιχειρήματα τα οποία, ακόμη και αν στηρίζονται στην ετήσια έκθεση της Επιτροπής για το 2009, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και την καταπολέμηση της απάτης, δεν τεκμηριώνονται από αναλυτικά στοιχεία που θα επέτρεπαν να αποδειχτεί ότι εν προκειμένω το ύψος της διορθώσεως που εφάρμοσε η Επιτροπή είναι εσφαλμένο.

184    Κατόπιν των ανωτέρω, η πέμπτη αιτίαση του δεύτερου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

185    Επομένως, ο δεύτερος λόγος είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

 Επί του πρώτου λόγου, ο οποίος στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα ως προς τον καθορισμό της εκτάσεως των πραγματικών απωλειών για τo Ταμείο

186    Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως το Ηνωμένο Βασίλειο προσάπτει στην Επιτροπή ότι επιβάλλοντας κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 5,19 % επί του συνόλου των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για το έτος υποβολής αιτήσεων 2009 στη Βόρεια Ιρλανδία, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πλάνη περί τα πράγματα ως προς την έκταση του κινδύνου απωλειών για τα Ταμεία. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, αφενός, ότι το 80 % περίπου των σφαλμάτων που έγιναν κατά το έτος υποβολής δηλώσεων 2009 ως προς τις επιλέξιμες εκτάσεις οφειλόταν στη δήλωση εκτάσεων μεγαλύτερων από τις πραγματικές το 2005, κατά την αρχική χορήγηση των δικαιωμάτων ενισχύσεως, και, αφετέρου, ότι η μοναδιαία αξία των δικαιωμάτων ενισχύσεως, η οποία καθορίστηκε το 2005 βάσει ενός υβριδικού στατικού μοντέλου, αποτελείται από ένα ιστορικό στοιχείο, το οποίο προέκυψε από τη διαίρεση του ποσού αναφοράς διά του συνολικού αριθμού των δικαιωμάτων ενισχύσεως, και από ένα κατ’ αποκοπήν στοιχείο, ανερχόμενο σε 78,33 ευρώ ανά δικαίωμα ενισχύσεως. Όσον αφορά, όμως, το 80 % των δαπανών, ο κίνδυνος για το Ταμείο αφορούσε μόνο τις δαπάνες που αφορούσαν το κατ’ αποκοπήν στοιχείο, το οποίο ανέρχεται σε 22 % περίπου του συνόλου των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν. Επομένως, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, κατ’ εφαρμογήν της εξατομικευμένης διορθώσεως ύψους 5,19 % στο τμήμα των δαπανών για τις οποίες υπήρξε κίνδυνος, η δημοσιονομική διόρθωση δεν θα μπορούσε να υπερβαίνει το 1,95 %.

187    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου.

188    Επισημαίνεται προκαταρκτικά ότι, όσον αφορά τις δημοσιονομικές διορθώσεις, το έγγραφο VI/5330/97 προβλέπει, στο παράρτημα 2, ότι δημοσιονομικές διορθώσεις εφαρμόζονται όταν η Επιτροπή κρίνει ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης. Το έγγραφο αυτό προβλέπει επίσης ότι, πλην των περιπτώσεων όπου η παράτυπη πληρωμή έχει ήδη εντοπισθεί από τους εθνικούς ελεγκτικούς φορείς και έχουν ληφθεί τα δέοντα μέτρα για τη διόρθωση και την ανάκτηση του ποσού, η Επιτροπή πρέπει να απορρίπτει τη χρηματοδότησή της από τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Σε περίπτωση που μπορούν να προσδιοριστούν οι παράτυπες δαπάνες και, επομένως, το ποσό των οικονομικών ζημιών σε βάρος της Ένωσης, στο έγγραφο VI/5330/97 προβλέπεται ιδίως η απόρριψη ποσού υπολογιζόμενου, όσον αφορά το σύνολο των φακέλων, με κατά προσέγγιση εκτίμηση βάσει των αποτελεσμάτων των ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν σε αντιπροσωπευτικό δείγμα των φακέλων, απόρριψη η οποία όμως περιορίζεται στη διοικητική περιοχή στην οποία η ίδια παράλειψη ευλόγως αναμένεται να έχει επαναληφθεί (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, T‑2/11, Συλλογή, EU:T:2013:307, σκέψη 120). Αντιθέτως, όταν δεν μπορεί να προσδιοριστεί το πραγματικό επίπεδο των παράτυπων δαπανών, επιβάλλονται κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικές διορθώσεις (αποφάσεις της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, C‑346/00, Συλλογή, EU:C:2003:474, σκέψη 53, και της 24ης Απριλίου 2008, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑418/06 P, Συλλογή, EU:C:2008:247, σκέψη 136· βλ., επίσης, προαναφερθείσα απόφαση Πορτογαλία κατά Επιτροπής, EU:T:2013:307, σκέψη 121 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

189    Πρέπει να προστεθεί, συναφώς, ότι, μολονότι το έγγραφο VI/5330/97 εκδόθηκε από την Επιτροπή στο πλαίσιο του ΕΓΤΠΕ και περιλαμβάνει, όπως αναφέρεται στον τίτλο του, τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, τίποτα δεν εμποδίζει την Επιτροπή να εφαρμόσει το έγγραφο αυτό και κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που της απονέμει το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1290/2005, για την εκκαθάριση των λογαριασμών του Ταμείου (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Βουλγαρία κατά Επιτροπής, T‑335/11, EU:T:2013:262, σκέψη 86), κάτι που, άλλωστε, δεν αμφισβητεί το Ηνωμένο Βασίλειο.

190    Το βάσιμο του υπό κρίση λόγου πρέπει να εξεταστεί, κυρίως, υπό το πρίσμα των ανωτέρω.

191    Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εξατομικευμένη διόρθωση ύψους 5,19 % στο σύνολο των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως για το έτος υποβολής δηλώσεων 2009 στη Βόρεια Ιρλανδία. Το ύψος της διορθώσεως αυτής προέκυψε από μια εκτίμηση του κινδύνου στην οποία προέβησαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου και την οποία έκανε δεκτή η Επιτροπή, καθώς η εκτίμηση αυτή επέτρεπε, κατά την Επιτροπή, να καθοριστεί με εύλογο τρόπο το ύψος των οικονομικών απωλειών για την Ένωση. Βάσει της εκτιμήσεως αυτής των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου ο οικονομικός κίνδυνος ορίστηκε ότι ανέρχεται στη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος ποσού και μιας αναπροσαρμοσμένης ενισχύσεως που περιλάμβανε, κατά περίπτωση, τις εφαρμοστέες κυρώσεις, με τη διευκρίνιση ότι τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά και οι εφαρμοστέες κυρώσεις καθορίστηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου που είχε προταθεί από την Επιτροπή. Η εκτίμηση του κινδύνου στηρίχθηκε σε παρέκταση, [ήτοι σε υπολογισμό κατά προβολή] που έγινε βάσει ενός δείγματος 394 αιτήσεων που είχαν υποβληθεί το 2009 στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως.

192    Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει, έτσι, ότι η εκτίμηση του οικονομικού κινδύνου που έγινε από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου συνίστατο στον καθορισμό, βάσει δείγματος και κατά παρέκταση, των οικονομικών απωλειών που πράγματι υπέστη η Ένωση. Αυτές οι οικονομικές απώλειες, και επομένως ο αντίστοιχος οικονομικός κίνδυνος, όπως προκύπτει από την έκθεση αξιολογήσεως του κινδύνου και από τα δικόγραφα του Ηνωμένου Βασιλείου, αντιστοιχούν στο άθροισμα των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και των κυρώσεων, που καθορίστηκαν βάσει της μεθόδου η οποία είχε προταθεί από την Επιτροπή. Ο οικονομικός κίνδυνος που υπολογίστηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο διατυπώθηκε στην έκθεση αξιολογήσεως ως ποσοστό του συνόλου των οικείων δαπανών. Συγκεκριμένα, προκύπτει κατηγορηματικά από την έκθεση αξιολογήσεως κινδύνου ότι ο οικονομικός κίνδυνος ανέρχεται στο 5,19 % του συνόλου των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στη Βόρεια Ιρλανδία στο πλαίσιο του ενιαίου καθεστώτος ενισχύσεως για το έτος υποβολής αιτήσεων 2009, κάτι που άλλωστε επιβεβαίωσε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε ερώτημα που είχε υποβάλει το Γενικό Δικαστήριο.

193    Επομένως, αφού η Επιτροπή μπόρεσε να καθορίσει, βάσει της εκτιμήσεως κινδύνου την οποία πρότειναν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου και αποδέχτηκε και η ίδια, τις παράτυπες δαπάνες και άρα το ύψος των οικονομικών απωλειών της Ένωση, ορθώς απέκλεισε το ποσό που αντιστοιχεί στο ύψος των απωλειών, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του εγγράφου VI/5330/97 που αναφέρθηκαν, ιδίως, στη σκέψη 188 ανωτέρω.

194    Επίσης, στο μέτρο που το ύψος των απωλειών που υπολογίστηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο εκφράστηκε, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 192 ανωτέρω, σε ποσοστό επί του συνόλου των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος της ενιαίας ενισχύσεως στη Βόρεια Ιρλανδία κατά το έτος υποβολής δηλώσεων 2009, ορθώς η Επιτροπή εφάρμοσε την εξατομικευμένη διόρθωση ύψους 5,19 % στο σύνολο των δαπανών αυτών.

195    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο στο πλαίσιο του παρόντος λόγου και στηρίζονται, κατ’ ουσίαν, στο ότι η εξατομικευμένη διόρθωση ύψους 5,19 % έπρεπε να εφαρμοστεί μόνο σε όσες από τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν βάσει του έτους υποβολής δηλώσεων 2009 στη Βόρεια Ιρλανδία επηρεάστηκαν, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, από τις παρατυπίες, με αποτέλεσμα ο πραγματικός οικονομικός κίνδυνος να ανέρχεται σε 1,95 %. Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει συναφώς ότι το 80 % των σφαλμάτων που έγιναν το 2009 οφειλόταν σε σφάλματα κατά την αρχική χορήγηση και τον αρχικό υπολογισμό των δικαιωμάτων ενισχύσεως ως προς τις επιλέξιμες εκτάσεις. Για τον λόγο αυτόν, κατ’ ουσίαν, όσον αφορά το 80 % των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στη Βόρεια Ιρλανδία κατά την εξεταζόμενη περίοδο, θα έπρεπε, λόγω του τρόπου υπολογισμού των δικαιωμάτων ενισχύσεως τα οποία αποτελούνται από ένα ιστορικό και από ένα κατ’ αποκοπήν στοιχείο (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω), να ληφθεί υπόψη ότι δεν επηρεαζόταν από τον κίνδυνο για το Ταμείο συνολικά η ενίσχυση αλλά μόνο το κατ’ αποκοπήν στοιχείο. Το κατ’ αποκοπήν στοιχείο αντιστοιχούσε, όμως, μόνο στο 22 % περίπου του συνόλου των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν στη Βόρεια Ιρλανδία.

196    Ως προς το ζήτημα αυτό υπενθυμίζεται ότι, εν προκειμένω, η δημοσιονομική διόρθωση καθορίστηκε βάσει εκτιμήσεως του κινδύνου που παρουσιάστηκε κατά τη διαδικασία εκκαθαρίσεως από το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο.

197    Κατ’ αρχάς, παρατηρείται ότι για τη συγκεκριμένη εκτίμηση κινδύνου το Ηνωμένο Βασίλειο όρισε ότι ο δημοσιονομικός κίνδυνος αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβλήθηκε και της αναθεωρημένης ενισχύσεως που περιλαμβάνει, ενδεχομένως, τις επιβαλλόμενες κυρώσεις, σημειώνεται δε ότι τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά και οι εφαρμοστέες κυρώσεις καθορίστηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου που πρότεινε η Επιτροπή.

198    Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, πέραν του ότι τα επιχειρήματα που πρόβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου για να αμφισβητήσει τη συγκεκριμένη μέθοδο υπολογισμού απορρίφθηκαν ανωτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι ο δημοσιονομικός κίνδυνος για τα Ταμεία αποτελείται από το ύψος των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και των κυρώσεων.

199    Επίσης, το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο, για την εκτίμηση του δημοσιονομικού κινδύνου που πρότεινε στην Επιτροπή, χρησιμοποίησε ως βάση υπολογισμού το σύνολο των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν, για το έτος υποβολής δηλώσεων 2009 στη Βόρεια Ιρλανδία, όπως επιβεβαίωσε στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. σκέψη 192 ανωτέρω). Κατά τα λοιπά, δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι το Ηνωμένο Βασίλειο όταν παρουσίασε τη δική του εκτίμηση κινδύνου διατύπωσε κάποια επιφύλαξη σε σχέση με τη συγκεκριμένη βάση υπολογισμού.

200    Υποστηρίζοντας, στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, ότι η δημοσιονομική διόρθωση ύψους 5,19 %, που καθορίστηκε στην έκθεση αξιολογήσεως κινδύνου σε σχέση με το σύνολο των δαπανών, πρέπει να εφαρμοστεί μόνο στο μειωμένο τμήμα των ενισχύσεων που κατά το κράτος αυτό επηρεάστηκε πράγματι από τον κίνδυνο, το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί στην πραγματικότητα παρεμπιπτόντως τη δική του εκτίμηση δημοσιονομικού κινδύνου.

201    Τέλος, η επιχειρηματολογία του Ηνωμένου Βασιλείου μπορεί να κλονίσει τους υπολογισμούς που οδήγησαν, στην έκθεση αξιολογήσεως του κινδύνου, στο ποσοστό του 5,19 %. Έτσι, στο μέτρο που το ποσοστό αυτό αντικατοπτρίζει το τμήμα του συνόλου των δαπανών που ανταποκρίνεται στο σύνολο των αχρεωστήτως καταβληθέντων και των εφαρμοστέων κυρώσεων (επομένως στον ποσοτικοποιημένη δημοσιονομικό κίνδυνο), αυτό το ποσοστό χάνει τη σημασία του όταν εφαρμόζεται σε διαφορετική βάση υπολογισμού. Συγκεκριμένα, η αντικατάσταση, για τον υπολογισμό του δημοσιονομικού κινδύνου, από μια μειωμένη βάση υπολογισμού (το τμήμα των ενισχύσεων το οποίο κατά το Ηνωμένο Βασίλειο πράγματι επηρεάστηκε από τον κίνδυνο) της αρχικής βάσης υπολογισμού (δηλαδή του συνόλου των ενισχύσεων) η οποία είχε δώσει νόημα στο ποσοστό δημοσιονομικής διορθώσεως που εφαρμόστηκε, διασπά τη σύνδεση μεταξύ της αρχικής βάσεως υπολογισμού και του καθορισθέντος ποσοστού.

202    Επομένως, υποστηρίζοντας ότι η δημοσιονομική διόρθωση ύψους 5,19 %, που καθορίστηκε βάσει του συνόλου των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν το 2010 στη Βόρεια Ιρλανδία, πρέπει να εφαρμοστεί σε τμήμα μόνο των δαπανών αυτών, το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί ουσιαστικά τη βάση της εκτιμήσεως που πραγματοποιήθηκε κατά τη διαδικασία εκκαθαρίσεως. Επιπλέον, θέλοντας να εφαρμόσει δημοσιονομική διόρθωση που να ανταποκρίνεται στον πραγματικό κίνδυνο για τα Ταμεία, διατυπωμένη ως ποσοστό του συνόλου των δαπανών αυτών σε τμήμα μόνο των δαπανών, το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί την ορθότητα της αναλύσεως κινδύνου και του ποσοστού του 5,19 %, ενώ το ίδιο πραγματοποίησε την ανάλυση αυτή και προσδιόρισε αυτό το ποσοστό βάσει ενός ορισμού του κινδύνου ο οποίος δεν αμφισβητείται από το εν λόγω κράτος.

203    Εξάλλου, στο μέτρο που, απαντώντας σε ερώτημα που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Ηνωμένο Βασίλειο παρατήρησε ότι το ποσοστό ύψους 1,95 % που πρότεινε στο πλαίσιο του παρόντος λόγου εξηγείται βάσει της μεθόδου υπολογισμού των αχρεωστήτως καταβληθέντων και των κυρώσεων, που αποτελεί αντικείμενο του δεύτερου λόγου της προσφυγής, αρκεί να υπομνησθεί ότι τα επιχειρήματα που παρουσίασε το Ηνωμένο Βασίλειο σχετικά με τη μέθοδο αυτή απορρίφθηκαν κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου ανωτέρω.

204    Επομένως, η επιχειρηματολογία αυτή του Ηνωμένο Βασιλείου, στο οποίο απόκειτο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 66 ανωτέρω, να αποδείξει ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πλάνη ως προς τις οικονομικές συνέπειες που έπρεπε να συναχθούν από την παραβίαση των κανόνων της Ένωσης σχετικά με την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών, δεν μπορεί να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη ως προς τις οικονομικές συνέπειες που συνήγαγε από τις παρατυπίες που διαπίστωσε.

205    Επομένως, πρέπει να κριθεί ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εφαρμόζοντας την ακριβή διόρθωση ύψους 5,19 % στο σύνολο των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος ενιαίας ενισχύσεως στη Βόρεια Ιρλανδία για το έτος υποβολής αιτήσεων 2009.

206    Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

207    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

208    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Martins Ribeiro

Gervasoni

Madise

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Σεπτεμβρίου 2015.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

Νομοθεσία της Ένωσης που διέπει τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής

Κανονισμός (ΕΚ) 1290/2005

Κανονισμός (ΕΚ) 885/2006

Κανονισμοί (ΕΚ) 1782/2003 και 73/2009

Κανονισμοί (ΕΚ) 796/2004 και 1122/2009

Έγγραφο VI/5330/97

Νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα ως προς τις ελλείψεις στους επικουρικούς ελέγχους και, ειδικότερα, ως προς τις μεθόδους υπολογισμού των αχρεωστήτως καταβληθέντων και των κυρώσεων που επιβάλλονται σε περίπτωση δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική

Επί της πρώτης, της τρίτης και της τέταρτης αιτιάσεως, που αφορούν τη μέθοδο εκτιμήσεως του οικονομικού κινδύνου που διέτρεξαν τα Ταμεία

– Επί της πρώτης αιτιάσεως, σχετικά με την αναδρομική αναθεώρηση της αξίας των δικαιωμάτων ενισχύσεως

– Επί της τρίτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων

– Επί της τέταρτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την επιβολή μειώσεων και αποκλεισμών σε περίπτωση δηλώσεως εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική

Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά τη συνεκτίμηση, κατά τον νέο υπολογισμό των δικαιωμάτων ενισχύσεως, των διαφορών των εκτάσεων που λαμβάνουν πριμοδότηση για ζώα

Επί της πέμπτης αιτιάσεως, η οποία αφορά την εκ προθέσεως δήλωση εκτάσεως μεγαλύτερης από την πραγματική

Επί του πρώτου λόγου, ο οποίος στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα ως προς τον καθορισμό της εκτάσεως των πραγματικών απωλειών για τo Ταμείο

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.