Language of document : ECLI:EU:T:2015:221

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 22ας Απριλίου 2015 (*)

«Γεωργία — Κοινή οργάνωση των αγορών — Τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών — Ενίσχυση σε ομάδες παραγωγών — Περιορισμός της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης — Ασφάλεια δικαίου — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Καλόπιστη συνεργασία»

Στην υπόθεση T‑290/12,

Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους B. Majczyna και M. Szpunar, στη συνέχεια από τους Majczyna και K. Strás,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους N. Donnelly, B. Schima και D. Milanowska, στη συνέχεια από τους Milanowska και M. Schima,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 1, σημεία 2 έως 4, 6, 12 και 13, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 3, και του άρθρου 3 καθώς και των παραρτημάτων I και II του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 302/2012 της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2012, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 της Επιτροπής για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (ΕΕ L 99, σ. 21),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, M. Kancheva και C. Wetter (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Weychert, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Σεπτεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 5 Απριλίου 2012, τέθηκε σε ισχύ ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 302/2012 της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2012, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 543/2011 της Επιτροπής για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (ΕΕ L 99, σ. 21). Αντικείμενο του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012, με τις τροποποιήσεις που επιφέρει στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 543/2011 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τους τομείς των οπωροκηπευτικών και των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (ΕΕ L 157, σ. 1), είναι να περιορίσει τη χρηματοδοτική συνδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη μορφή ενισχύσεων σε ομάδες παραγωγών οπωροκηπευτικών (στο εξής: ΟΜΠ).

2        Ο εκτελεστικός κανονισμός 302/2012 προβλέπει την προσθήκη των παραρτημάτων Vα και Vβ στον εκτελεστικό κανονισμό 543/2011, καθώς και την τροποποίηση των άρθρων 36 έως 39, 44, 47, 92, 95, 97, 98 και 112 του εν λόγω κανονισμού.

3        Οι ΟΜΠ είναι οντότητες συστηνόμενες με πρωτοβουλία παραγωγών οπωροκηπευτικών εγκατεστημένων στα κράτη μέλη τα οποία προσχώρησαν στην Ένωση την 1η Μαΐου 2004 ή μετά την ημερομηνία αυτή, στις εξόχως απόκεντρες περιοχές της Ένωσης ή στα μικρά νησιά του Αιγαίου. Έχουν μεταβατικό χαρακτήρα και συστήνονται προκειμένου να ικανοποιήσουν, μετά την πάροδο κατ’ ανώτατο μιας πενταετούς περιόδου, τα κριτήρια εκείνα βάσει των οποίων θα είναι δυνατή η αναγνώρισή τους ως οργανώσεις παραγωγών (στο εξής: ΟΡΠ).

4        Η δυνατότητα συστάσεως ΟΜΠ προβλέπεται στο άρθρο 125ε του κανονισμού (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («Ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ») (ΕΕ L 299, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε.

5        Οι ΟΡΠ είναι οι κύριοι παράγοντες του τομέα των οπωροκηπευτικών. Για την απόκτηση της ιδιότητας του ΟΡΠ, η δεδομένη οντότητα πρέπει να ικανοποιεί τα κριτήρια τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 122, στο άρθρο 125α και στο άρθρο 125β του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, όπου συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση συγκεντρώσεως ενός ελάχιστου αριθμού μελών και διαθέσεως στο εμπόριο μιας ελάχιστης ποσότητας παραγωγής. Οι αναγνωρισμένες ΟΡΠ δύνανται να λαμβάνουν χρηματοδοτική συνδρομή στο πλαίσιο επιχειρησιακών προγραμμάτων.

6        Το άρθρο 103α, παράγραφος 1, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν στις ΟΜΠ, κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου, δύο είδη χρηματοδοτικών συνδρομών, ήτοι, αφενός, ενισχύσεις για την ενθάρρυνση της συστάσεώς τους και για τη διευκόλυνση της διοικητικής λειτουργίας τους και, αφετέρου, ενισχύσεις για την κάλυψη μέρους των αναγκαίων επενδύσεων για την αναγνώριση οι οποίες περιλαμβάνονται, για τον σκοπό αυτό, στο σχέδιο αναγνωρίσεως.

7        Αρχικώς, το κράτος μέλος χορηγεί ενίσχυση στις ΟΜΠ. Στη συνέχεια, μέρος των καταβληθέντων ποσών επιστρέφεται από την Ένωση.

8        Οι τροποποιήσεις που εισήγαγε ο εκτελεστικός κανονισμός 302/2012 αφορούν την επιστροφή από την Ένωση. Το άρθρο 103α, παράγραφος 2, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ προβλέπει ότι οι ενισχύσεις της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου επιστρέφονται από την Ένωση σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίζει η Επιτροπή για τη χρηματοδότηση των εν λόγω μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των κατωτάτων και των ανωτάτων ορίων που ισχύουν για τις ενισχύσεις και της εκτάσεως της χρηματοδοτήσεως της Ένωσης. Η χορήγηση ενισχύσεως σε ΟΜΠ εξαρτάται στην πραγματικότητα, σε μεγάλο βαθμό, από τα κράτη μέλη. Το άρθρο 103α, παράγραφος 1, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ προβλέπει ότι «τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν στις [ΟΜΠ] ενισχύσεις». Το άρθρο 36 του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011, όπως τροποποιήθηκε, αφήνει στα κράτη μέλη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον καθορισμό των ελαχίστων κριτηρίων τα οποία οφείλει να πληροί μια οντότητα για να είναι σε θέση να υποβάλει σχέδιο αναγνωρίσεως, των κανόνων για το περιεχόμενο και την εφαρμογή των σχεδίων αναγνωρίσεως, των διοικητικών διαδικασιών για την έγκριση, την παρακολούθηση και την υλοποίηση των σχεδίων αναγνωρίσεως, καθώς και των τροποποιήσεων επί των σχεδίων για τις οποίες δεν απαιτείται η έγκριση της αρμόδιας αρχής. Επιπλέον, τα κράτη μέλη αποφασίζουν ως προς τη σημασία των μέτρων χρηματοδοτήσεως των ΟΜΠ στην εθνική γεωργική πολιτική. Σκοπός της εφαρμογής ως προς τις ΟΜΠ κανόνων χρηματοδοτήσεως ευνοϊκότερων εκείνων που ισχύουν για τις ΟΡΠ είναι να παρασχεθεί η δυνατότητα στους παραγωγούς του τομέα οπωροκηπευτικών οι οποίοι δεν είναι ακόμη σε θέση να ανταποκριθούν στα προβλεπόμενα για τις ΟΡΠ κριτήρια να οργανωθούν τυπικώς στην αγορά. Κατά την αιτιολογική σκέψη 29 του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011, όπως τροποποιήθηκε, για να ευνοείται η δημιουργία σταθερών οργανώσεων παραγωγών ικανών να συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων του καθεστώτος για τα οπωροκηπευτικά κατά τρόπο διαρκή, είναι σκόπιμο να χορηγείται προαναγνώριση μόνο στις ομάδες παραγωγών που είναι σε θέση να αποδεικνύουν την ικανότητά τους να πληρούν όλες τις απαιτήσεις για αναγνώριση εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.

9        H σημαντική υπέρβαση των αρχικώς προβλεφθέντων ποσών και η διαπίστωση, κατά τις επισκέψεις ελέγχου στα κράτη μέλη, ορισμένων παρατυπιών κατά την εφαρμογή των διατάξεων της Ένωσης σχετικά με τη χρηματοδότηση των ΟΜΠ, ώθησαν την Επιτροπή να εκδώσει τον εκτελεστικό κανονισμό 302/2012.

10      Πριν από τις 5 Απριλίου 2012, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012, δεν προβλεπόταν ετήσιο ανώτατο όριο για τη χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης υπό μορφή ενισχύσεως στις ΟΜΠ ούτε όριο για τη συνδρομή της Ένωσης υπό μορφή ενισχύσεως στις επενδύσεις την οποία προβλέπει το άρθρο 103α, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ.

11      Αντιθέτως, όσον αφορά τις ΟΡΠ, η συνδρομή της Ένωσης υπό μορφή ενισχύσεως στις επενδύσεις περιοριζόταν στο 4,1 % της αξίας της διατιθέμενης στο εμπόριο παραγωγής. Οι ΟΜΠ μπορούσαν επίσης να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις οι οποίες δεν ήταν δεκτές για χρηματοδότηση στην περίπτωση των ΟΡΠ.

12      Της ενάρξεως ισχύος του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012 προηγήθηκαν εργασίες στο πλαίσιο της επιτροπής για την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών (στο εξής: επιτροπή οργανώσεως). Ένα πρώτο τροποποιητικό σχέδιο των κανόνων σχετικά με τη χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης, όπως εμφανίζεται μέσα στον εκτελεστικό κανονισμό 543/2011, υποβλήθηκε στην επιτροπή οργανώσεως τον Σεπτέμβριο του 2011. Το σχέδιο αυτό της Επιτροπής πρότεινε, μεταξύ άλλων, περιορισμό των ενισχύσεων στις επενδύσεις που προβλέπει το άρθρο 103α, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, κατάλογο επενδύσεων οι οποίες δεν ήταν δεκτές για ενίσχυση και ανώτατο όριο της δυνατότητας τροποποιήσεως των σχεδίων αναγνωρίσεως κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους έως 25 % του αρχικώς εγκριθέντος ποσού. Αυτό το πρώτο σχέδιο εξετάσθηκε κατά τις συνεδριάσεις της επιτροπής οργανώσεως που έλαβαν χώρα στις 20 Σεπτεμβρίου, στις 4 και στις 19 Οκτωβρίου 2011. Κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής οργανώσεως στις 19 Οκτωβρίου 2011, το τροποποιητικό σχέδιο υποβλήθηκε σε ψηφοφορία. Δεδομένου ότι δεν κατέστη δυνατό να διατυπώσει γνώμη η επιτροπή οργανώσεως κατά τη συνεδρίαση αυτή, η Επιτροπή αποφάσισε να αναστείλει την ψήφισή του.

13      Η Επιτροπή ακολούθως υπέβαλε ένα δεύτερο τροποποιητικό σχέδιο του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011, το οποίο εξετάσθηκε κατά τις συνεδριάσεις της επιτροπής οργανώσεως στις 27 και 29 Μαρτίου, καθώς και στις 3 Απριλίου 2012, ημερομηνία κατά την οποία διενεργήθηκε ψηφοφορία επί του σχεδίου αυτού. Με το εν λόγω σχέδιο η Επιτροπή επεδίωκε κατ’ ουσίαν την τροποποίηση των περιορισμών των ενισχύσεων στις επενδύσεις που προβλέπει το άρθρο 103α, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, τη διατήρηση του καταλόγου επενδύσεων οι οποίες δεν ήταν δεκτές για ενίσχυση και τη μείωση του ανωτάτου ορίου των δυνατών τροποποιήσεων κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους του σχεδίου αναγνωρίσεως σε 5 % του αρχικώς εγκριθέντος ποσού. Προέβλεπε επίσης τη θέσπιση περιορισμού στη χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης υπό μορφή ενισχύσεως του άρθρου 103α, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ μόνο σε 10 εκατομμύρια ευρώ ανά ημερολογιακό έτος. Δεν κατέστη και πάλι δυνατόν να διατυπώσει γνώμη η επιτροπή οργανώσεως επί του σχεδίου αυτού.

14      Στις 4 Απριλίου 2012 η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό 302/2012.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

15      Η Δημοκρατία της Πολωνίας, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιουνίου 2012, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

16      Το υπόμνημα αντικρούσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Σεπτεμβρίου 2012.

17      Το υπόμνημα απαντήσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Νοεμβρίου 2012.

18      Το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Ιανουαρίου 2013.

19      Κατόπιν της αποχωρήσεως του εισηγητή δικαστή που είχε ορισθεί αρχικώς, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή.

20      Κατόπιν της μερικής ανανεώσεως των μελών του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε ως εκ τούτου η υπό κρίση υπόθεση.

21      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, έθεσε εγγράφως ερωτήσεις στους διαδίκους. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εμπροθέσμως.

22      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Σεπτεμβρίου 2014.

23      Η Δημοκρατία της Πολωνίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, σημεία 2 έως 4, 6, 12 και 13, το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, και τα παραρτήματα I και II του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012 (στο εξής: προσβαλλόμενες διατάξεις)·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

24      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τη Δημοκρατία της Πολωνίας στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

25      Προς στήριξη της προσφυγής, η Δημοκρατία της Πολωνίας προβάλλει τέσσερις λόγους οι οποίοι αφορούν, πρώτον, παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεύτερον, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, τρίτον, παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας των προσβαλλομένων διατάξεων, και, τέταρτον, παραβίαση των αρχών της καλόπιστης συνεργασίας και της αλληλεγγύης.

26      Επιβάλλεται να εξετασθεί ο τρίτος λόγος, ο οποίος αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, προ της εξετάσεως των λοιπών λόγων.

 Επί του τρίτου λόγου προσφυγής, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας των προσβαλλομένων διατάξεων

27      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς τον περιορισμό της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης υπέρ των ΟΜΠ και ως εκ τούτου δεν ικανοποίησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ.

28      Η Δημοκρατία της Πολωνίας εκτιμά ότι η Επιτροπή όφειλε να αιτιολογήσει τις προσβαλλόμενες διατάξεις δεδομένου ότι οι εν λόγω διατάξεις έχουν πολύ αρνητικές συνέπειες για τους παραγωγούς οπωροκηπευτικών και περιέχουν ασυνήθεις και άνευ προηγουμένου αλλαγές οι οποίες τέθηκαν σε εφαρμογή με ταχείς ρυθμούς.

29      Η Δημοκρατία της Πολωνίας φρονεί, επίσης, ότι, με βάση την ισχύουσα νομολογία, η Επιτροπή όφειλε να επισημάνει τα πραγματικά στοιχεία που δικαιολογούσαν τη θέσπιση ορίων στη χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης υπέρ των ΟΜΠ και τους επιδιωκόμενες με τη θέσπιση των ορίων αυτών σκοπούς.

30      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε κατά τρόπο μη διφορούμενο τους σκοπούς που επιδιώκονται με τη θέσπιση των εν λόγω ορίων.

31      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

32      Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτή κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑138/03, C‑324/03 και C‑431/03, EU:C:2005:714, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      H απαίτηση αυτή πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 32 ανωτέρω, EU:C:2005:714, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο αν τα κράτη μέλη έχουν μετάσχει ενεργά στη διαδικασία καταρτίσεως της επίδικης πράξεως και, επομένως, γνωρίζουν τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η πράξη αυτή (βλ. αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2001, Κάτω Χώρες κατά Συμβουλίου, C‑301/97, EU:C:2001:621, σκέψη 188, και της 26ης Ιουνίου 2012, Πολωνία κατά Επιτροπής, C‑335/09 P, EU:C:2012:385, σκέψη 153 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Όταν πρόκειται για κανονισμό, η αιτιολογία μπορεί να περιοριστεί στην περιγραφή, αφενός, της συνολικής καταστάσεως που οδήγησε στην έκδοσή του και, αφετέρου, των γενικών σκοπών που επιδιώκει (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1985, Abrias κ.λπ. κατά Επιτροπής, 3/83, EU:C:1985:283, σκέψη 30, και της 10ης Μαρτίου 2005, Ισπανία κατά Συμβουλίου, C‑342/03, EU:C:2005:151, σκέψη 55).

35      Εξάλλου, αν από τη γενικής ισχύος πράξη συνάγεται η ουσία του επιδιωκόμενου από το όργανο σκοπού, θα ήταν υπερβολικό να απαιτηθεί ειδική αιτιολογία για καθεμία από τις τεχνικές επιλογές στις οποίες προέβη το όργανο αυτό (βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Ισπανία κατά Συμβουλίου, C‑310/04, Συλλογή 2006, EU:C:2006:521, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι λόγοι για τους οποίους θεσπίστηκαν οι τροποποιήσεις της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης υπέρ ΟΜΠ εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6 του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012. Αναφέρεται το γεγονός ότι θεσπίστηκαν ανώτατα όρια για «λόγους δημοσιονομικής πειθαρχίας», με σκοπό τη «βελτιστοποίηση της κατανομής των οικονομικών πόρων με βιώσιμο και αποτελεσματικό τρόπο».

37      Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 2 του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012 προκύπτει ότι οι τροποποιήσεις του συστήματος χρηματοδοτήσεως θεσπίστηκαν προκειμένου να αποφευχθούν καταστάσεις αντίθετες προς τους σκοπούς του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, ιδίως η τεχνητή δημιουργία από τις επίμαχες οντότητες προϋποθέσεων για τη χορήγηση ενισχύσεων της Ένωσης με το να μεταπηδούν οι παραγωγοί από μια ΟΜΠ σε άλλη ώστε να επωφελούνται από τις ενισχύσεις της Ένωσης για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών και να λαμβάνουν την ενίσχυση αυτή ακόμη και αν ικανοποιούν τα κριτήρια αναγνωρίσεως που ισχύουν για τις ΟΡΠ.

38      Η αιτιολογική σκέψη 17 του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012 αναφέρεται στις έννομες προσδοκίες των παραγωγών και προβλέπει ειδικότερα ότι οι τροποποιήσεις δεν εφαρμόζονται στα σχέδια αναγνωρίσεως τα οποία έγιναν δεκτά πριν από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του εν λόγω κανονισμού για τα οποία οι παραγωγοί έχουν ήδη δεσμευθεί οικονομικά ή έχουν συνάψει νομικά δεσμευτικές συμφωνίες με τρίτους για την υλοποίηση των επενδύσεων.

39      Όσον αφορά την έναρξη ισχύος του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012, από την αιτιολογική σκέψη 19 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός τέθηκε σε ισχύ την ημέρα της δημοσιεύσεώς του με σκοπό τον «έλεγχο των ενωσιακών δαπανών».

40      Κατά τα λοιπά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι συνθήκες θεσπίσεως των προσβαλλομένων διατάξεων παρέχουν τη δυνατότητα στη Δημοκρατία της Πολωνίας να κατανοήσει τους λόγους θεσπίσεώς τους. Πράγματι, το εν λόγω κράτος μέλος συμμετείχε στις συνεδριάσεις της επιτροπής οργανώσεως κατά τη διάρκεια των οποίων συζητήθηκαν οι τροποποιητικές προτάσεις. Ομοίως, αναγνώρισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι οι εκπρόσωποι των παραγωγών οπωροκηπευτικών όφειλαν να είναι ενήμεροι για τις σημαντικές υπό εξέλιξη τροποποιήσεις.

41      Επομένως, διαπιστώνεται ότι, υπό το πρίσμα της παρατιθέμενης στις ανωτέρω σκέψεις 32 έως 35 νομολογίας, η αιτιολογία των προσβαλλομένων διατάξεων είναι επαρκής, στο μέτρο που παρέχει τη δυνατότητα στη Δημοκρατία της Πολωνίας και στους οικονομικούς παράγοντες να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους λήφθηκε το μέτρο και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του.

42      Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος προσφυγής, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας των προσβαλλομένων διατάξεων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του πρώτου λόγου προσφυγής, ο οποίος αφορά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

43      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις θεσπίστηκαν κατά τρόπο τέτοιο ώστε να καθίσταται αδύνατο για τους παραγωγούς οπωροκηπευτικών να προβλέψουν τις επίμαχες τροποποιήσεις και να προσαρμόσουν τη δραστηριότητά τους στην αλλαγή αυτή. Εκτιμά ότι, ακόμη και αν ορισμένες αλλαγές της οικονομικής καταστάσεώς τους ήταν ενδεχόμενες, εντούτοις, οι εν λόγω παραγωγοί ευλόγως ανέμεναν ότι οι σχετικές τροποποιήσεις θα θεσπίζονταν με ρυθμό και τρόπο που να καθιστά δυνατή την προσαρμογή εντός ευλόγων προθεσμιών.

44      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υπογραμμίζει ότι οι παραγωγοί οπωροκηπευτικών καλούνται να καταβάλλουν προσπάθειες σε οργανωτικό και οικονομικό επίπεδο, ακόμη και πριν από την υποβολή σχεδίου αναγνωρίσεως. Κατά την άποψή της, αντιστάθμισμα αυτών των προσπαθειών ήταν η οικονομική δέσμευση των δημοσίων αρχών, σε επίπεδο Ένωσης και κρατών μελών, να επιδοτήσουν τις δραστηριότητες των παραγωγών, καθώς ο μηχανισμός αυτός σκοπό έχει την καλύτερη διάρθρωση της αγοράς οπωροκηπευτικών.

45      Οι παραγωγοί οπωροκηπευτικών δικαιούνταν, επομένως, να προσδοκούν ότι οι κανόνες χρηματοδοτήσεως των ΟΜΠ δεν επρόκειτο να τροποποιηθούν «στο μεσοδιάστημα», και ότι η απόφαση με βάση την οποία παρακινήθηκαν να αναλάβουν προσπάθειες για να δημιουργήσουν ΟΜΠ δεν επρόκειτο να ανακληθεί ακριβώς πριν ή μετά την αποδοχή του σχεδίου αναγνωρίσεως.

46      Οι μεταβατικές διατάξεις του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012 είναι, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, ιδιαίτερα «περιοριστικές», στο μέτρο που οι εν λόγω διατάξεις δεν εφαρμόζονται στα σχέδια αναγνωρίσεως που έγιναν δεκτά προ της ενάρξεως ισχύος του εν λόγω κανονισμού, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Τούτο ισχύει και για τους μεταβατικούς κανόνες κατά τους οποίους το ανώτατο όριο της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης δεν εφαρμόζεται στα σχέδια αναγνωρίσεως που έγιναν δεκτά προ της ενάρξεως ισχύος του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012 και για τα οποία η οικεία ΟΜΠ έχει ήδη δεσμευθεί οικονομικώς ή έχει συνάψει νομικά δεσμευτικές συμφωνίες με τρίτους όσον αφορά τις αντίστοιχες επενδύσεις.

47      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει, επίσης, όσον αφορά τις ΟΜΠ των οποίων τα σχέδια αναγνωρίσεως έχουν εγκριθεί και για τα οποία οι ΟΜΠ έχουν δεσμευθεί νομικώς ή οικονομικώς προ της ενάρξεως ισχύος του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012, ότι η κατάργηση της δυνατότητας αυξήσεως του ποσού των εξόδων κατά τη διάρκεια υλοποιήσεως του σχεδίου αναγνωρίσεως συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

48      Η Δημοκρατία της Πολωνίας εκτιμά, τέλος, ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε προβλέψει μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ της θεσπίσεως των προσβαλλομένων διατάξεων και της ενάρξεως της ισχύος τους, για να παράσχει στις ΟΜΠ τη δυνατότητα να προσαρμοσθούν στις τροποποιήσεις του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011.

49      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

50      Η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς, τα δε αποτελέσματά τους να μπορούν να προβλεφθούν, ιδίως όταν οι κανόνες αυτοί ενδέχεται να έχουν δυσμενείς συνέπειες για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 2005, VEMW κ.λπ., C‑17/03, EU:C:2005:362, σκέψη 80, και της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Costa και Cifone, C‑72/10 και C‑77/10, EU:C:2012:80, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Οι διατάξεις του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012 ορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ενδιαφερόμενων νομικών οντοτήτων κατά τρόπο σαφή και ακριβή παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να γνωρίζουν με βεβαιότητα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και τούτο από της ενάρξεως ισχύος του εν λόγω κανονισμού. Συγκεκριμένα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ΟΜΠ ορίζονται στο άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο γ΄, του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012 (σχετικά με το άρθρο 38, παράγραφος 5, του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011, όπως τροποποιήθηκε), το οποίο ορίζει ρητώς ότι, μόλις καθοριστούν οι συντελεστές κατανομής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους παρέχει στις ΟΜΠ τη δυνατότητα να τροποποιήσουν ή να αποσύρουν το σχέδιο αναγνωρίσεώς τους. Ομοίως, το άρθρο 1, σημείο 4, του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012 (σχετικά με το άρθρο 39, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011, όπως τροποποιήθηκε) προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους μπορεί να επιτρέψει στις ΟΜΠ να αυξήσουν το συνολικό ποσό των δαπανών που προβλέπονται στο σχέδιο αναγνωρίσεως κατά 5 %, κατ’ ανώτατο όριο, του ποσού που είχε αρχικά εγκριθεί, ή να το μειώσουν κατά ένα μέγιστο ποσοστό.

52      Το ίδιο ισχύει και για τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφοι 1 έως 3, του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012, οι οποίες διέπουν τα δικαιώματα των ΟΜΠ στο πλαίσιο της εφαρμογής των νέων κανόνων περί του ύψους των ενισχύσεων. Αυτές οι μεταβατικές διατάξεις ικανοποιούν, επίσης, την επιταγή περί προβλεψιμότητας, στο μέτρο που παρέχουν τη δυνατότητα στους οικείους παραγωγούς οπωροκηπευτικών να γνωρίζουν τους κανόνες χρηματοδοτήσεως που πρόκειται στο μέλλον να εφαρμοστούν ως προς αυτούς αναλόγως του βαθμού υλοποιήσεως των επενδύσεων που προβλέπονται στα σχέδιά τους αναγνωρίσεως.

53      Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η απόρριψη των επιχειρημάτων τα οποία αφορούν παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

54      Όσον αφορά την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, κατά πάγια νομολογία, δικαίωμα επικλήσεως της αρχής αυτής έχει κάθε ιδιώτης στον οποίο κοινοτικό θεσμικό όργανο δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες (απόφαση της 11ης Μαρτίου 1987, Van den Bergh en Jurgens και Van Dijk Food Products κατά Επιτροπής, 265/85, EU:C:1987:121, σκέψη 44). Περαιτέρω, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής, αν η διοίκηση δεν του έχει δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις (αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2005, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑506/03, EU:C:2005:715, και της 18ης Ιανουαρίου 2000, MehibasDordtselaan κατά Επιτροπής, T‑290/97, EU:T:2000:8, σκέψη 59).

55      Από τη νομολογία συνάγεται επίσης ότι, όταν ένας συνετός και επιμελής επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση μέτρου ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2004, Di Lenardo και Dilexport, C‑37/02 και C‑38/02, EU:C:2004:443, σκέψη 70· της 7ης Σεπτεμβρίου, Ισπανία κατά Συμβουλίου, σκέψη 35 ανωτέρω, EU:C:2006:521, σκέψη 81, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Plantanol, C‑201/08, EU:C:2009:539, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

56      Επιπροσθέτως, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν δικαιολογημένα να τρέφουν προσδοκίες για διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα και τούτο, ιδίως, σε τομείς όπως οι κοινές οργανώσεις αγορών, ο σκοπός των οποίων επιβάλλει συνεχή προσαρμογή αναλόγως προς τις μεταβαλλόμενες οικονομικές καταστάσεις (βλ. αποφάσεις της 15ης Φεβρουαρίου 1996, Duff κ.λπ., C‑63/93, EU:C:1996:51, σκέψη 20· της 15ης Απριλίου 1997, Irish Farmers Association κ.λπ., C‑22/94, EU:C:1997:187, σκέψη 25, και Πολωνία κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, EU:C:2012:385, σκέψη 180 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57      Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά το κράτος μέλος που προσχωρεί [στην Ένωση] (βλ. απόφαση Πολωνία κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, EU:C:2012:385, σκέψη 181).

58      Εν προκειμένω, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν απέδειξε ούτε υποστήριξε ότι η Επιτροπή της είχε δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Όσον αφορά το επιχείρημα κατά το οποίο είχαν δοθεί τέτοιες συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις στους επιχειρηματίες με αποτέλεσμα τη δημιουργία δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επιβάλλεται να επισημανθούν τα ακόλουθα.

59      Όσον αφορά τις νομικές οντότητες των οποίων τα σχέδια αναγνωρίσεως δεν είχαν γίνει δεκτά προ της ενάρξεως ισχύος των προσβαλλομένων διατάξεων, υπογραμμίζεται κατ’ αρχάς ότι η αρμοδιότητα που αναγνωρίζεται στην Επιτροπή με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 103α, παράγραφος 2, και του άρθρου 103η, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ της παρέχει την εξουσία να θέτει κανόνες βάσει των οποίων μπορούν να προσαρμόζονται τα εφαρμοζόμενα κατώτατα και ανώτατα όρια των ενισχύσεων και την έκταση της χρηματοδοτήσεως της Ένωσης. Έχοντας υπόψη την εν λόγω εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής και το γεγονός ότι οι επίμαχες νομικές οντότητες λειτουργούν στον τομέα κοινής οργανώσεως των αγορών, οι οντότητες αυτές δεν μπορούν να θεμελιώσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για την επ’ αόριστον εφαρμογή των διατάξεων που ίσχυαν προ της ενάρξεως ισχύος των προσβαλλομένων διατάξεων.

60      Εξάλλου δεν προκύπτει από τη δικογραφία ότι δόθηκαν συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στις επίμαχες νομικές οντότητες. Το άρθρο 38 του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011 δεν παρείχε εγγυήσεις ότι τα σχέδια αναγνωρίσεως επρόκειτο να γίνουν δεκτά με την υποβολή τους, πόσο μάλλον ότι η υποβολή αυτή επρόκειτο να δεσμεύσει την Ένωση οικονομικώς. Συγκεκριμένα, η τρίτη παράγραφος του άρθρου αυτού όριζε ότι τα κράτη μέλη, μετά τους ελέγχους συμμορφώσεως κατά το άρθρο 111 του εν λόγω κανονισμού, μπορούσαν να εγκρίνουν το σχέδιο αναγνωρίσεως, να ζητήσουν τροποποιήσεις του εν λόγω σχεδίου ή να το απορρίψουν.

61      Οι προσπάθειες των επίμαχων νομικών οντοτήτων σε οργανωτικό και οικονομικό επίπεδο, ήδη προ της υποβολής σχεδίου αναγνωρίσεως, δεν απέρρεαν επομένως από συγκεκριμένη διαβεβαίωση επί της οποίας οι οντότητες αυτές μπορούσαν να θεμελιώσουν την εμπιστοσύνη τους, αλλά αποκλειστικώς από την ελπίδα ότι τα σχέδιά τους αναγνωρίσεως επρόκειτο να γίνουν δεκτά με την υποβολή τους. Οι οντότητες αυτές κατέβαλαν τις εν λόγω προσπάθειες καίτοι δεν αγνοούσαν ότι ενδέχετο το σχέδιο αναγνωρίσεως να απορριφθεί ή να ζητηθούν τροποποιήσεις από τις πολωνικές αρχές.

62      Επιπλέον, από έγγραφο της 14ης Μαρτίου 2012, το οποίο απηύθυνε το πολωνικό Υπουργείο Γεωργίας και Αγροτικής Αναπτύξεως στην Επιτροπή, και όπως επίσης επιβεβαιώθηκε από τη Δημοκρατία της Πολωνίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκύπτει ότι οι παραγωγοί οπωροκηπευτικών γνώριζαν το τροποποιητικό σχέδιο του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011 ήδη από το φθινόπωρο του 2011 και ότι επιτάχυναν τους ρυθμούς, μόλις ενημερώθηκαν για τις προτεινόμενες τροποποιήσεις του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011, προκειμένου να γίνουν δεκτά τα σχέδιά τους αναγνωρίσεως κατά τους δύο πρώτους μήνες του έτους 2011.

63      Επιβάλλεται, επομένως, η διαπίστωση ότι οι επίμαχες νομικές οντότητες γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν, το αργότερο από το φθινόπωρο του 2011, ότι επρόκειτο να τροποποιηθούν οι κανόνες χρηματοδοτήσεως του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011. Παρά ταύτα, συνέχισαν να υποβάλλουν προς αποδοχή σχέδια αναγνωρίσεως, ελπίζοντας ότι θα γίνονταν δεκτά προ της τροποποιήσεως των εν ισχύι κανόνων.

64      Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται, όπως υποστηρίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας, από το γεγονός ότι οι παραγωγοί οπωροκηπευτικών δεν είχαν πρόσβαση στα σχέδια των νομικών πράξεων της Επιτροπής τα οποία υποβάλλονταν κατά τις συνεδριάσεις των επιτροπών οργανώσεως, καθώς οι πράξεις αυτές έχουν απόρρητο χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 3, του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής αυτής.

65      Συγκεκριμένα, προκειμένου να αποκλεισθεί η ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αρκεί η διαπίστωση ότι, όταν ένας προνοητικός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη λήψη μέτρου δυνάμενου να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη του εν λόγω μέτρου. Εν προκειμένω, δεν απαιτείται, επομένως, οι παραγωγοί οπωροκηπευτικών να είχαν γνώση του ακριβούς περιεχομένου των προσβαλλομένων διατάξεων ώστε να κριθεί ότι είχαν επαρκή γνώση των προταθεισών τροποποιήσεων του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011 ώστε να αποκλεισθεί η ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς αυτούς.

66      Οι παραγωγοί οπωροκηπευτικών δεν μπορούσαν ούτε να προσδοκούν ότι επρόκειτο να προβλεφθεί ως προς αυτούς μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μεταξύ της θεσπίσεως των προσβαλλομένων διατάξεων και της ενάρξεως της ισχύος τους. Υπενθυμίζεται, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 40 και 62 της παρούσας αποφάσεως, ότι οι επίμαχες νομικές οντότητες καθώς και η Δημοκρατία της Πολωνίας γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν, λαμβανομένων υπόψη των προκειμένων περιστάσεων, την επικείμενη τροποποίηση του χρηματοδοτικού συστήματος.

67      Ως εκ τούτου, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν παραβιάσθηκε έναντι των νομικών οντοτήτων των οποίων τα σχέδια αναγνωρίσεως δεν είχαν γίνει δεκτά προ της ενάρξεως ισχύος των προσβαλλομένων διατάξεων.

68      Ακολούθως, ως προς τις ΟΜΠ των οποίων τα σχέδια αναγνωρίσεως είχαν γίνει δεκτά προ της ενάρξεως ισχύος των προσβαλλομένων διατάξεων, επισημαίνεται, αφενός, ότι μπορούσαν, ως επιχειρηματίες προνοητικοί και ενημερωμένοι, να προβλέψουν ότι επρόκειτο να επέλθουν τροποποιήσεις στον εκτελεστικό κανονισμό 543/2011 και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή είχε επαρκώς διασφαλίσει την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τους με τους μεταβατικούς κανόνες του άρθρου 2 του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012, χωρίς να απαιτείτο η πρόβλεψη μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος μεταξύ της θεσπίσεως των προσβαλλομένων διατάξεων και της ενάρξεως της ισχύος τους. Τούτο παρείχε περαιτέρω τη δυνατότητα να προστατευθούν επαρκώς τόσο τα συμφέροντα των ΟΜΠ όσο και τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

69      Συγκεκριμένα, η προστασία της ενδεχόμενης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ΟΜΠ, των οποίων τα σχέδια αναγνωρίσεως είχαν γίνει δεκτά και για τα οποία οι ΟΜΠ δεν είχαν δεσμευθεί νομικώς ή οικονομικώς προ της ενάρξεως ισχύος των προσβαλλομένων διατάξεων, ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή η οποία προέβλεψε διατάξεις προς τούτο στο άρθρο 1, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012 (που αντιστοιχεί στο άρθρο 38, παράγραφος 5, του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011, όπως τροποποιήθηκε). Το άρθρο αυτό ορίζει ότι οι ΟΜΠ μπορούν να τροποποιήσουν ή να αποσύρουν τα σχέδιά τους αναγνωρίσεως, αφού λάβουν πληροφορίες σχετικά με τους συντελεστές κατανομής που αφορούν τη συνδρομή της Ένωσης, οι οποίοι καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011, όπως τροποποιήθηκε. Εξάλλου, η κατάσταση των ΟΜΠ, των οποίων τα σχέδια αναγνωρίσεως είχαν γίνει δεκτά και για τα οποία οι ΟΜΠ δεν είχαν δεσμευθεί νομικώς ή οικονομικώς προ της 5ης Απριλίου 2012, λήφθηκε επίσης υπόψη στις μεταβατικές διατάξεις του κανονισμού 302/2012. Επισημαίνεται συναφώς ότι οι ΟΜΠ που τελούν σε τέτοια κατάσταση λαμβάνουν το συνολικό ποσό των ενισχύσεων για τη σύσταση και τη διοικητική λειτουργία, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012. Επιπλέον, το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012 προβλέπει ότι, σε περίπτωση αποσύρσεως, οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από την ΟΜΠ μετά την αρχική έγκριση του σχεδίου για τη σύσταση και τη διοίκησή της επιστρέφονται από την Ένωση μέχρι ποσού που δεν υπερβαίνει το 3 % της ενισχύσεως που θα δικαιούτο η ΟΜΠ δυνάμει του άρθρου 103α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, αν το σχέδιό της αναγνωρίσεως είχε εφαρμοστεί.

70      Τέλος, όσον αφορά τις ΟΜΠ των οποίων τα σχέδια αναγνωρίσεως είχαν γίνει δεκτά και για τα οποία οι ΟΜΠ είχαν δεσμευθεί οικονομικώς ή νομικώς προ της ενάρξεως ισχύος των προσβαλλομένων διατάξεων, επισημαίνεται ότι, με την έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012, η Επιτροπή δεν έθιξε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους, δεδομένου ότι έχουν τη δυνατότητα να υλοποιήσουν τις επενδύσεις που προβλέπονται στα σχέδιά τους αναγνωρίσεως βάσει των προγενέστερων κανόνων χρηματοδοτήσεως όπως ορίζει το άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012. Εξάλλου, το ανώτατο όριο του 5 % για τις αυξήσεις του ποσού των δαπανών κατά τη διάρκεια της υλοποιήσεως του σχεδίου αναγνωρίσεως δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς αυτές τις ΟΜΠ, καθώς η αύξηση του ποσού των δαπανών κατά τη διάρκεια υλοποιήσεως του σχεδίου αναγνωρίσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκεκριμένη διαβεβαίωση που τους δόθηκε από την Επιτροπή. Πράγματι, από το άρθρο 39, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011 προέκυπτε ότι μια τέτοια τροποποίηση μπορούσε να ζητηθεί υπό τους όρους που καθορίζουν τα κράτη μέλη. Δεν επρόκειτο, επομένως, παρά μόνο για δυνατότητα τροποποιήσεως των σχεδίων αναγνωρίσεως κατά τη διάρκεια της εφαρμογής τους και όχι για συγκεκριμένη διαβεβαίωση δοθείσα από την Επιτροπή.

71      Κατόπιν των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

72      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξακρίβωσε αν, θεσπίζοντας τις προσβαλλόμενες διατάξεις, παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας. Αυτή η απουσία εξακριβώσεως συνιστά αυτή καθαυτή παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

73      Η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν αμφισβητεί ότι, στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, ο δικαστικός έλεγχος των πράξεων που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης είναι περιορισμένος. Αυτός ο περιορισμός αφορά πρωτίστως τις νομοθετικές πράξεις που συνεπάγονται δύσκολες πολιτικές επιλογές, οπότε η Επιτροπή οφείλει να επιτύχει ισορροπία μεταξύ των διαφορετικών σκοπών της κοινής γεωργικής πολιτικής, οι οποίοι είναι συχνά αντιφατικοί μεταξύ τους. Ο περιορισμός αυτός του δικαστικού ελέγχου δεν αφορά, ωστόσο, τις πράξεις της Επιτροπής που δεν περιλαμβάνουν πολιτικές επιλογές, οπότε απλώς εξειδικεύει την πρακτική εφαρμογή και τη διαχείριση ενός προγράμματος ή μιας πολιτικής. Κατά συνέπεια, οι πράξεις οι οποίες θίγουν σοβαρώς τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ένωσης, ιδίως την αρχή της αναλογικότητας, δεν εκφεύγουν του δικαστικού ελέγχου.

74      Η Δημοκρατία της Πολωνίας διαπιστώνει ότι ένας από τους πλέον δραστικούς περιορισμούς είναι η θέσπιση του ανωτάτου ορίου σε 10 εκατομμύρια ευρώ ετησίως για τις ΟΜΠ στο σύνολο της Ένωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 1, σημείο 6, του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012 (το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 47, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011, όπως τροποποιήθηκε). Υποστηρίζει ότι μια τόσο περιορισμένη ενίσχυση στις επενδύσεις έχει μόνο συμβολική αξία σε σχέση με τις ανάγκες και με τη δέσμευση των παραγωγών στο πλαίσιο της οργανώσεως του τομέα των οπωροκηπευτικών.

75      Ο εν λόγω περιορισμός της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης καταλήγει στην εξάλειψη ενός εργαλείου για την ενθάρρυνση των παραγωγών να συνεργαστούν ώστε να συστήσουν ΟΜΠ, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως στην αγορά οπωροκηπευτικών στην Πολωνία και στο έδαφος άλλων νέων κρατών μελών.

76      Ομοίως, η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η θέσπιση, με το άρθρο 1, σημείο 6, του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012, ανωτάτου ορίου για τις ενισχύσεις στις επενδύσεις ανερχόμενου αντιστοίχως σε 70 %, σε 50 % και σε 20 % της αξίας της πωληθείσας παραγωγής από τις οικείες ΟΜΠ, για το τρίτο, το τέταρτο και για το πέμπτο έτος υλοποιήσεως του σχεδίου αναγνωρίσεως, έχει ως συνέπεια την αποθάρρυνση των παραγωγών οπωροκηπευτικών.

77      Ως προς τις διατάξεις περί εξαιρέσεως ορισμένων μορφών επενδύσεων υπό μορφή ενισχύσεως (άρθρο 1, σημεία 2 και 12, και παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012), η Δημοκρατία της Πολωνίας φρονεί περαιτέρω ότι οι διατάξεις αυτές θίγουν την αρχή της αναλογικότητας στο μέτρο που δεν συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών της οικονομικής και νομικής ασφάλειας. Δεν αμφισβητεί ότι η Επιτροπή είναι αρμόδια για τη σύνταξη καταλόγου με τις εξαιρούμενες επενδύσεις, αλλά υποστηρίζει ότι όφειλε να εξακριβώσει εκ των προτέρων αν οι εξαιρέσεις αυτές «συμμορφώνονται» με την αρχή της αναλογικότητας, ιδίως καθόσον το ζήτημα περί της χρηματοδοτικής συνδρομής στις επενδύσεις ενέπιπτε στην αρμοδιότητα εκάστου των κρατών μελών. Οι προβλεπόμενες στο εν λόγω παράρτημα εξαιρέσεις δεν παρείχαν τη δυνατότητα να ληφθεί υπόψη η ιδιαιτερότητα της περιπτώσεως των ΟΜΠ, οι οποίες με τα σχέδιά τους αναγνωρίσεως είχαν την πρόθεση να προβούν σε τέτοιες επενδύσεις.

78      Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας οι ζημίες που θα υποστούν οι ΟΜΠ μετά τη θέση σε ισχύ των προσβαλλομένων διατάξεων θα είναι «κατά πολύ μεγαλύτερες από τα οφέλη που ενδέχεται να επέλθουν, ιδίως για τις εξοικονομήσεις πόρων του προϋπολογισμού».

79      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

80      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, απαιτεί να είναι τα προβλεπόμενα από διάταξη του δικαίου της Ένωσης μέσα πρόσφορα για την υλοποίηση του επιδιωκομένου από την οικεία διάταξη σκοπού και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2005, ABNA κ.λπ., C‑453/03, C‑11/04, C‑12/04 και C‑194/04, Συλλογή, EU:C:2005:741, σκέψη 68· της 7ης Ιουλίου 2009, S.P.C.M. κ.λπ., C‑558/07, Συλλογή, EU:C:2009:430, σκέψη 41, και της 8ης Ιουνίου 2010, Vodafone κ.λπ., C‑58/08, Συλλογή, EU:C:2010:321, σκέψη 51).

81      Στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής, το Συμβούλιο μπορεί να κρίνει ότι συντρέχει λόγος να αναθέσει στην Επιτροπή ευρείες εκτελεστικές εξουσίες, δεδομένου ότι η Επιτροπή είναι η μόνη που μπορεί να παρακολουθεί σταθερά και προσεκτικά την εξέλιξη των γεωργικών αγορών και να ενεργεί με την ταχύτητα που απαιτεί η κατάσταση. Τα όρια των εξουσιών αυτών πρέπει να εκτιμώνται ιδίως με γνώμονα τους ουσιώδεις γενικούς σκοπούς της οργανώσεως της αγοράς (βλ. απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1997, Somalfruit και Camar, C‑369/95, Συλλογή, EU:C:1997:562, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82      Επίσης, κατά πάγια νομολογία, ο νομοθέτης της Ένωσης διαθέτει στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η οποία αντιστοιχεί προς τις πολιτικές ευθύνες που του αναθέτουν τα άρθρα 40 ΣΛΕΕ και 43 ΣΛΕΕ και μόνον ο προδήλως ακατάλληλος χαρακτήρας ληφθέντος στον τομέα αυτό μέτρου, σε σχέση προς τον σκοπό που το αρμόδιο όργανο επιδιώκει, μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα αυτού του μέτρου (βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, Association Kokopelli, C‑59/11, Συλλογή, EU:C:2012:447, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

83      Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας αυτής, επιβάλλεται η απόρριψη του επιχειρήματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας κατά το οποίο το Γενικό Δικαστήριο δεν πρέπει να ασκήσει περιορισμένο έλεγχο όσον αφορά την αναλογικότητα των προσβαλλομένων διατάξεων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή όφειλε, θεσπίζοντας τις προσβαλλόμενες διατάξεις, να επιτύχει ισορροπία μεταξύ των σκοπών του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ, ήτοι της διαδικασίας οργανώσεως των παραγωγών οπωροκηπευτικών, και της δημοσιονομικής πειθαρχίας της Ένωσης. Τα μέτρα αυτά δεν είναι, επομένως, παρά μόνο μέτρα εφαρμογής προγράμματος ή πολιτικής, όπως υποστηρίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας.

84      Επομένως, επιβάλλεται να εξετασθεί αν οι προσβαλλόμενες διατάξεις είναι προδήλως ακατάλληλες σε σχέση προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

85      Κατά την Επιτροπή, σκοπός των προσβαλλομένων διατάξεων είναι μεταξύ άλλων η δημοσιονομική πειθαρχία, ήτοι η ανάγκη ελέγχου κατά τρόπο άμεσο των δαπανών της Ένωσης και βελτιστοποιήσεώς τους προκειμένου να επιτευχθούν οι επιδιωκόμενοι σκοποί.

86      Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από τη Δημοκρατία της Πολωνίας, στην πραγματικότητα υπήρξε σε μεγάλο βαθμό υπέρβαση των δαπανών που είχε αρχικώς προβλέψει η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, το 2007, η Επιτροπή είχε προβλέψει ότι οι δαπάνες της Ένωσης που προορίζονταν για τις ΟΜΠ της Ένωσης για τα έτη 2008 έως 2013 επρόκειτο να ανέλθουν σε 30 εκατομμύρια ευρώ για το 2008, σε 40 εκατομμύρια ευρώ για το 2009, σε 40 εκατομμύρια ευρώ για το 2010, σε 40 εκατομμύρια ευρώ για το 2011, σε 40 εκατομμύρια ευρώ για το 2012 και σε 30 εκατομμύρια ευρώ για το 2013. Προκύπτει, όμως, από τη δικογραφία ότι, μεταξύ των ετών 2009 και 2011, οι συνολικές δαπάνες της Ένωσης για τον σκοπό αυτό είχαν ανέλθει από 82 εκατομμύρια ευρώ για το 2009 (εκ των οποίων περίπου 40,9 εκατομμύρια ευρώ υπέρ ΟΜΠ στην Πολωνία) σε περίπου 195 εκατομμύρια ευρώ για το 2011 (εκ των οποίων περίπου 174 εκατομμύρια ευρώ υπέρ ΟΜΠ στην Πολωνία).

87      Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι, όσον αφορά τους ευνοϊκούς όρους χρηματοδοτήσεως των ΟΜΠ, το κίνητρό τους να ζητήσουν την αναγνώρισή τους ως ΟΡΠ αποδυναμώθηκε.

88      Προκειμένου να θεραπευτεί η κατάσταση αυτή, η Επιτροπή, με τις προσβαλλόμενες διατάξεις, έθεσε ανώτατο όριο στη συνδρομή της Ένωσης στη χρηματοδότηση των ΟΜΠ και προέβλεψε εξαιρέσεις για τη συνδρομή σε ορισμένες επενδύσεις, απαριθμούμενες στο παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012 (νέο παράρτημα Vα του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011, όπως τροποποιήθηκε) που αντιστοιχεί στις εξαιρέσεις που ήδη εφαρμόζονται στις ΟΡΠ, οι οποίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο των δράσεων και των δαπανών που δεν γίνονται δεκτές στο πλαίσιο των επιχειρησιακών προγραμμάτων του άρθρου 60, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011.

89      Επιπλέον, η Επιτροπή έθεσε, με το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο β΄, του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012, κανόνες για τον ακριβέστερο έλεγχο της διάρκειας της εφαρμογής των σχεδίων αναγνωρίσεως και για την απόρριψη σχεδίων αναγνωρίσεως υποβαλλόμενων από οντότητες που ήδη πληρούν τα κριτήρια αναγνωρίσεως που ισχύουν ως προς τις ΟΡΠ.

90      Βεβαίως, δεν αποκλείεται η μείωση της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης να επηρεάσει ενδεχομένως την ενθάρρυνση των ΟΜΠ για οργάνωσή τους. Παρά ταύτα, η ενίσχυση των ΟΜΠ θα συνεχίσει να υφίσταται, αλλά θα διέπεται από νέους κανόνες. Συγκεκριμένα, η ενίσχυση αυτή των ΟΜΠ παραμένει διάφορη από τη χρηματοδότηση των ΟΡΠ, που δεν λαμβάνουν ενίσχυση για τη σύσταση. Η έγκριση σχεδίου οργανώσεως συνεχίζει να παρέχει τη δυνατότητα στις ΟΜΠ να λαμβάνουν τη χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης, ακόμη και αν δεν πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την απόκτηση της ιδιότητας της ΟΜΠ. Επομένως, η διαδικασία οργανώσεως των παραγωγών οπωροκηπευτικών δεν έπαυσε όπως υποστηρίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας.

91      Όσον αφορά τον ρυθμό με τον οποίο οι προσβαλλόμενες διατάξεις τέθηκαν σε ισχύ, η Επιτροπή δεν υπερέβη προδήλως το αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών μέτρο. Συγκεκριμένα, απέβλεπε στο να ελέγξει κατά τρόπο άμεσο τις δαπάνες της Ένωσης λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις καταστάσεις των ΟΜΠ τα σχέδια οργανώσεως των οποίων είχαν γίνει δεκτά. Ως προς τις νομικές οντότητες τα σχέδια οργανώσεως των οποίων δεν είχαν γίνει δεκτά προ της ενάρξεως ισχύος των προσβαλλομένων διατάξεων, επισημαίνεται, όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 59 έως 66 ανωτέρω, ότι οι οντότητες δεν είχαν αποκτήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν τους είχαν δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Επομένως, δεν υπήρχε λόγος να προβλεφθεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μεταξύ της θεσπίσεως των προσβαλλομένων διατάξεων και της ενάρξεως της ισχύος τους ή να προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις. Επιπλέον, όπως ήδη διαπιστώθηκε, η Επιτροπή όφειλε να ενεργήσει με ταχείς ρυθμούς λόγω του ότι ο αριθμός των σχεδίων αναγνωρίσεως τα οποία γίνονταν δεκτά είχε αυξηθεί ιδιαιτέρως κατά τους δύο τελευταίους μήνες του 2011.

92      Κατόπιν των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν είναι προδήλως ακατάλληλες για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών.

93      Επομένως, ο δεύτερος λόγος προσφυγής, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τέταρτου λόγου προσφυγής ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της αλληλεγγύης και της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας

94      Κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας παραβιάσθηκε λόγω της μη τηρήσεως της δηλώσεως στην οποία προέβη η Επιτροπή με το έγγραφο της 15ης Ιουνίου 2007, με τίτλο «Συμβιβαστική πρόταση της Προεδρίας, σε συμφωνία με την Επιτροπή» (στο εξής: συμβιβαστική πρόταση του 2007). Με τη δήλωση αυτή, η Επιτροπή δεσμεύθηκε σαφώς να διατηρήσει το ύψος χρηματοδοτήσεως που ίσχυε έως τότε. Οι προσβαλλόμενες διατάξεις μείωσαν δραστικά το ύψος χρηματοδοτήσεως και παραβίασαν την εν λόγω συμβιβαστική πρόταση, που αποφασίσθηκε κατά τις εργασίες της προαναφερθείσας αναθεωρήσεως.

95      Η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, κατά τη Δημοκρατία της Πολωνίας, επίσης παραβιάσθηκε λόγω του τρόπου εργασίας με τον οποίο έγινε η επεξεργασία των προσβαλλομένων διατάξεων. Δεδομένου του μικρού χρονικού διαστήματος μεταξύ της πρώτης υποβολής της αρχικής μεταβολής, βάσει της οποίας θεσπιζόταν ανώτατο όριο χρηματοδοτήσεως της Ένωσης σε 10 εκατομμύρια ευρώ, και της εκδόσεως του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012, η Επιτροπή ενήργησε αιφνιδιαστικά, θέτοντας με τον τρόπο αυτό τα κράτη μέλη προ «τετελεσμένου γεγονότος», χωρίς να τα συμβουλευθεί.

96      Περαιτέρω, η Δημοκρατία της Πολωνίας εκτιμά ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις παραβιάζουν την αρχή της αλληλεγγύης, διότι η Επιτροπή προέβη σε εξοικονομήσεις πόρων του προϋπολογισμού που αφορούν τις οντότητες των οποίων το επίπεδο οργανώσεως στον τομέα των οπωροκηπευτικών είναι το πλέον χαμηλό. Ως εκ τούτου, οι παραγωγοί οπωροκηπευτικών οι οποίοι προτίθενται να οργανωθούν συναισθάνονται εντονότερα τις συνέπειες των επίμαχων τροποποιήσεων. Αντιθέτως, ο περιορισμός της χρηματοδοτήσεως δεν αφορά εκείνους που ενεργούν ήδη εντός του πλαισίου των ΟΡΠ, δηλαδή, τους παραγωγούς περιοχών όπου το επίπεδο οργανώσεως του τομέα των οπωροκηπευτικών είναι υψηλό. Έτσι, οι προσβαλλόμενες διατάξεις οξύνουν τις διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την ανάπτυξη της αγοράς των οπωροκηπευτικών αντί να συμβάλλουν στη μείωσή τους.

97      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

98      Το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ ορίζει τα εξής:

«[Σ]ύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η Ένωση και τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας.»

99      Επιβάλλεται, προκαταρκτικώς, η διαπίστωση ότι τα άρθρα 4, 103η και 127 του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ απονέμουν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες και ότι το άρθρο 195, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή οργανώσεως. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΕ) 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55, σ. 13), ορίζει ότι η διαδικασία εξετάσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού εφαρμόζεται κατά την άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής. Η εργασία της επιτροπής οργανώσεως διέπεται από τον εσωτερικό κανονισμό της.

100    Οι διαδικασίες που προβλέπει ο κανονισμός 182/2011 και ο εσωτερικός κανονισμός της επιτροπής οργανώσεως προβλέπουν ότι η έκδοση των εκτελεστικών πράξεων της Επιτροπής υπόκειται στον έλεγχο των κρατών μελών και τους παρέχει τη δυνατότητα να αποφανθούν επί των νομοθετικών σχεδίων της Επιτροπής. Επιβάλλεται, επομένως, να εξετασθεί αν η Επιτροπή, κατά την έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012, τήρησε τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία εκδόσεως του κανονισμού αυτού και αν, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, σεβάσθηκε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας.

101    Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή αρχικώς υπέβαλε ένα τροποποιητικό σχέδιο των κανόνων για τη χρηματοδοτική συνδρομή της Ένωσης. Ακολούθως, στις 19 Οκτωβρίου 2011, έθεσε σε ψηφοφορία αυτό το τροποποιητικό σχέδιο του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011 στην επιτροπή οργανώσεως. Η επιτροπή οργανώσεως δεν διατύπωσε γνώμη στη συνεδρίαση αυτή. Η Επιτροπή, στη συνέχεια, υπέβαλε νέο τροποποιητικό σχέδιο στα κράτη μέλη, στις 27 Μαρτίου 2012, το οποίο τέθηκε σε ψηφοφορία στην επιτροπή οργανώσεως στις 3 Απριλίου 2012. Η επιτροπή και πάλι δεν διατύπωσε γνώμη.

102    Δεδομένου ότι η επιτροπή οργανώσεως δεν διατύπωσε γνώμη κατά την ψήφισή του στις 3 Απριλίου 2012, η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό 302/2012 στις 4 Απριλίου 2012.

103    Κατόπιν των ανωτέρω, κρίνεται ότι η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό 302/2012 σύμφωνα με τους εν ισχύι διαδικαστικούς κανόνες και ότι δεν προκύπτουν ενδείξεις ότι παραβίασε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκδόσεως του εν λόγω κανονισμού. Η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν αμφισβητεί εξάλλου το γεγονός ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 302/2012 εκδόθηκε σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες.

104    Όσον αφορά το φερόμενο ως αιφνιδίως επιβληθέν ανώτατο όριο της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης 10 εκατομμυρίων ευρώ, είναι ακριβές ότι το ανώτατο όριο προτάθηκε στις 27 Μαρτίου 2012, ήτοι λίγο πριν την ψηφοφορία της επιτροπής οργανώσεως στις 3 Απριλίου 2012 επί του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012. Παρά ταύτα, το σχέδιο τροποποιήσεως των κανόνων της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης είχε αποτελέσει αντικείμενο διαβουλεύσεων και συζητήσεων με τις πολωνικές αρχές και τα άλλα κράτη μέλη από τον μήνα Σεπτέμβριο 2011 και η υιοθέτηση του τροποποιητικού σχεδίου είχε αναβληθεί μετά την ψηφοφορία της επιτροπής οργανώσεως της 19ης Οκτωβρίου 2011. Επομένως, δεν εκπλήσσει το ότι η Επιτροπή αποφάσισε να υιοθετήσει το δεύτερο τροποποιητικό σχέδιο μετά την ψηφοφορία της 3ης Απριλίου 2012 ενώ είχε, επιπλέον, υπογραμμίσει τη σημασία της ταχείας υιοθετήσεως του εν λόγω σχεδίου κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής οργανώσεως της 29ης Μαρτίου 2012. Επίσης, το άρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού 182/2011 προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει σχέδιο εκτελεστικής πράξεως εφόσον η επιτροπή οργανώσεως δεν διατυπώσει γνώμη. Η έκδοση αυτή δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε περίοδο αναμονής. Περαιτέρω, από τα τροποποιητικά σχέδια προκύπτει ότι η Επιτροπή προέβλεπε ταχεία έναρξη ισχύος των τροποποιήσεων που προτάθηκαν για τον εκτελεστικό κανονισμό 543/2011 μετά την έκδοσή τους. Συγκεκριμένα, στο πρώτο τροποποιητικό σχέδιο, η έναρξη ισχύος των εν λόγω τροποποιήσεων προβλεπόταν για την έβδομη ημέρα μετά τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, στο δεύτερο τροποποιητικό σχέδιο, η έναρξη ισχύος των τροποποιήσεων αυτών προβλεπόταν για την ημερομηνία δημοσιεύσεώς τους στην Επίσημη Εφημερίδα. Η Δημοκρατία της Πολωνίας, γνωρίζοντας τους κανόνες αυτούς και έχοντας μετάσχει στις εργασίες της επιτροπής οργανώσεως, δεν μπορεί, επομένως, να υποστηρίζει δικαιολογημένως ότι η Επιτροπή ενήργησε αιφνιδιαστικά, θέτοντας τα κράτη μέλη ενώπιον «τετελεσμένου γεγονότος», χωρίς να τα συμβουλευτεί.

105    Συνάγεται ότι η Επιτροπή σεβάσθηκε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας κατά την έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 302/2012.

106    Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι η περιλαμβανόμενη στο σημείο 29 της συμβιβαστικής προτάσεως του 2007 δήλωση αφορά την τήρηση των συντελεστών συγχρηματοδοτήσεως που θέτει το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 1943/2003 της Επιτροπής, της 3ης Νοεμβρίου 2003, για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2200/96 του Συμβουλίου όσον αφορά τις ενισχύσεις στις προαναγνωρισμένες ομάδες παραγωγών (ΕΕ L 286, σ. 5 έως 9), και ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 302/2012 δεν τροποποιεί τους εν λόγω συντελεστές. Πράγματι, οι συντελεστές αυτοί διατηρήθηκαν στο άρθρο 47 του εκτελεστικού κανονισμού 543/2011, όπως τροποποιήθηκε.

107    Ως προς την αρχή της αλληλεγγύης, είναι αληθές ότι οι προσβαλλόμενες διατάξεις αφορούν τους μη οργανωμένους παραγωγούς οπωροκηπευτικών. Παρά ταύτα, κρίνεται ότι ο περιορισμός αυτός της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης δεν εμποδίζει την οργάνωση των αγορών οπωροκηπευτικών σύμφωνα με τον πολιτικό προσανατολισμό και τους σκοπούς του ενιαίου κανονισμού ΚΟΑ. Συγκεκριμένα, οι προσβαλλόμενες διατάξεις δεν τροποποιούν τους κανόνες χρηματοδοτήσεως των ΟΡΠ και συνεχίζουν να αποβλέπουν, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 90 ανωτέρω, στην παρότρυνση της συστάσεως ΟΜΠ παρά τον περιορισμό της παρεχόμενης σ' αυτές υποστηρίξεως.

108    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος και, ως εκ τούτου, και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

109    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Καθόσον η Δημοκρατία της Πολωνίας ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Δημοκρατία της Πολωνίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Γρατσίας

Kancheva

Wetter

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Απριλίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.