Language of document : ECLI:EU:T:2017:515

Προσωρινό κείμενο

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 13ης Ιουλίου 2017 (*)

«Διαδικασία – Καθορισμός των δικαστικών εξόδων»

Στην υπόθεση T‑419/11 DEP,

Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου ΑΕ (ΕΤΑΔ), πρώην Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Ν. Φραγκάκη, δικηγόρο,

αιτούσα,

υποστηριζόμενη από

την Ελληνικό Καζίνο Κέρκυρας ΑΕ, με έδρα την Αθήνα,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Δ. Τριανταφύλλου και Μ. Κωνσταντινίδη,

καθής,

υποστηριζόμενης από

την Κοινοπραξία Τουριστική Λουτρακίου ΑΕ ΟΤΑ – Λουτράκι ΑΕ – Κλαμπ Οτέλ Λουτράκι Καζίνο Τουριστικές και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις ΑΕ, με έδρα το Λουτράκι (Ελλάδα),

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων που υπέβαλε η αιτούσα κατόπιν της διατάξεως της 19ης Απριλίου 2016, ΕΤΑΔ κατά Επιτροπής (T‑419/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:277),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, J. Schwarcz (εισηγητή) και Κ. Ηλιόπουλο, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Με την απόφαση 2011/716/ΕΕ της 24ης Μαΐου 2011, σχετικά με κρατική ενίσχυση σε ορισμένα ελληνικά καζίνα C 16/10 (πρώην NN 22/10, πρώην CP 318/09), την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ελληνική Δημοκρατία (ΕΕ 2011, L 285, σ. 25, στο εξής: επίδικη απόφαση), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτίμησε ότι αποτελούσε παράνομη κρατική ενίσχυση, μη συμβατή με την εσωτερική αγορά, το επίμαχο μέτρο το οποίο συνίστατο στη φορολογική μεταχείριση ορισμένων καζίνων από τις ελληνικές αρχές κατά τρόπο που να προκαλούνται δυσμενείς διακρίσεις, αφενός, διά της επιβολής ενιαίου φόρου 80 % επί της τιμής των εισιτηρίων εισόδου στα καζίνα και, αφετέρου, διά του καθορισμού δύο διαφορετικών νόμιμων τιμών εισιτηρίου στα δημόσια και στα ιδιωτικά καζίνα. Η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση των επίμαχων ποσών.

2        Με δικόγραφο το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιουλίου 2011 και πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑419/11, η Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου (στο εξής: ΕΤΑΔ, προσφεύγουσα, ή αιτούσα) άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

3        Με δικόγραφο το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Αυγούστου 2011 και πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό T‑425/11, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή επίσης με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

4        Με έγγραφο της 7ης Αυγούστου 2012 το οποίο απηύθυναν στο Γενικό Δικαστήριο, οι Regency Entertainment Ψυχαγωγική και Τουριστική ΑΕ, Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας AE και Athens Resort Casino AE Συμμετοχών, προσφεύγουσες στις υποθέσεις T‑635/11, T‑14/12 και T‑36/12, ζήτησαν τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑419/11, T‑425/11, T‑635/11, T‑14/12 και T‑36/12 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως που περατώνει τη δίκη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 50 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991. Με έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2012, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι δεν αντιτάσσεται στο αίτημα συνεκδικάσεως. Με έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2012, η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν έχει καταρχήν αντιρρήσεις για τη συνεκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων και υπέβαλε τις παρατηρήσεις της. Με έγγραφο της 4ης Σεπτεμβρίου 2012, η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε, από την πλευρά της, την απόρριψη του αιτήματος. Στις 16 Σεπτεμβρίου 2013, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να μη συνεκδικάσει τις υποθέσεις T‑419/11, T‑425/11, T‑635/11, T‑14/12 και T‑36/12.

5        Με απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Τ‑425/11, EU:T:2014:768), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση. Στις 21 Νοεμβρίου 2014, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C‑530/14 P.

6        Με διάταξη της 12ης Φεβρουαρίου 2015, ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου ανέστειλε τη διαδικασία στην υπόθεση T‑419/11 έως την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου για την περάτωση της δίκης στην υπόθεση C‑530/14 P, Επιτροπή κατά Ελλάδας.

7        Με διάταξη της 22ας Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑530/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:727), το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής και επικύρωσε την απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑425/11, EU:T:2014:768).

8        Στις 16 Νοεμβρίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της διατάξεως της 22ας Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑530/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:727), καθώς και επί του εάν συντρέχει ακόμη λόγος να εκδοθεί απόφαση επί της υπό κρίση υποθέσεως. Με έγγραφα της 4ης Δεκεμβρίου 2015, η προσφεύγουσα και η υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα Ελληνικό Καζίνο Κέρκυρας ΑΕ δήλωσαν ότι επαφίενται στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την κατάργηση της δίκης. Με έγγραφα της 4ης και της 7ης Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή και η υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα Κοινοπραξία Τουριστική Λουτρακίου ΑΕ ΟΤΑ – Λουτράκι ΑΕ – Κλαμπ Οτέλ Λουτράκι Καζίνο Τουριστικές και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις ΑΕ (στο εξής: ΚΤΛ) δήλωσαν ότι, κατά την εκτίμησή τους, η προσφυγή είχε καταστεί άνευ αντικειμένου.

9        Με διάταξη της 19ης Απριλίου 2016, ΕΤΑΔ κατά Επιτροπής (T‑419/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:277), το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, διέταξε την κατάργηση της δίκης επί της υπό κρίση προσφυγής, δεδομένου ότι η έκλειψη του αντικειμένου της διαφοράς αποτελούσε άμεση συνέπεια της αμετάκλητης ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως, και, αφετέρου, όρισε να φέρει η Επιτροπή, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνθηκαν κατά την εκδίκαση της ως άνω προσφυγής η προσφεύγουσα και η Ελληνικό Καζίνο Κέρκυρας που παρενέβη υπέρ της. Το Γενικό Δικαστήριο όρισε επίσης ότι η ΚΤΛ που παρενέβη υπέρ της Επιτροπής θα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

10      Με επιστολή της 24ης Ιουνίου 2016, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 121 726,29 ευρώ ως δικαστικά έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν.

11      Με επιστολή της 22ας Αυγούστου 2016, η Επιτροπή αμφισβήτησε το ποσό αυτό.

12      Με επιστολή της 1ης Σεπτεμβρίου 2016, η προσφεύγουσα αποφάσισε, συμβιβαστικά, να παραιτηθεί από την καταβολή σε αυτήν ποσού 17 281,50 ευρώ πλέον ΦΠΑ, το οποίο αντιστοιχεί, σε συμπληρωματική αμοιβή που είχε συμφωνηθεί μεταξύ της ίδιας και των δικηγόρων της, για την περίπτωση που γινόταν δεκτή η αίτηση παρεμβάσεως που κατέθεσε υπέρ της Ελληνικής Δημοκρατίας στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑530/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:727). Στην επιστολή αυτή ανέφερε ότι το σύνολο των δικαστικών εξόδων ανερχόταν στο ποσό των 104 288,50 ευρώ.

13      Με επιστολή της 10ης Οκτωβρίου 2016, η Επιτροπή αμφισβήτησε το νέο αυτό ζητούμενο ποσό και πρότεινε την καταβολή 23 000 ευρώ ως δικαστικών εξόδων δυναμένων να αναζητηθούν.

14      Ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων ως προς το ποσό των δυνάμενων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων, η ΕΤΑΔ υπέβαλε, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Νοεμβρίου 2016, δυνάμει του άρθρου 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, την υπό κρίση αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων με την οποία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ορίσει στο ποσό των 104 288,50 ευρώ τα δυνάμενα να αναζητηθούν από την ίδια δικαστικά έξοδα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη ΕΤΑΔ κατά Επιτροπής (T‑419/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:277).

15      Με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Ιανουαρίου 2017, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων·

–        να ορίσει τα δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα στο ποσό των 16 225 ευρώ.

Σκεπτικό

16      Κατά το άρθρο 170, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση αμφισβητήσεως σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται με διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου διαδίκου και αφού ο αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

17      Κατά το άρθρο 140, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, θεωρούνται ως δικαστικά έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων. Κατά πάγια νομολογία, από την ως άνω διάταξη συνάγεται ότι μπορούν να αναζητηθούν μόνον τα έξοδα τα οποία, αφενός, πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, ήταν αναγκαία για τον σκοπό αυτό (βλ. διάταξη της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής, T‑342/99 DEP, EU:T:2004:192, σκέψη 13 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

18      Κατά πάγια επίσης νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να καθορίζει το ύψος της αμοιβής που οφείλουν οι διάδικοι στους δικηγόρους τους, αλλά να ορίζει μέχρι ποιο ποσό μπορεί να ζητηθεί η απόδοση της αμοιβής αυτής έναντι του διαδίκου ο οποίος έχει καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (διάταξη της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής, T‑342/99 DEP, EU:T:2004:192, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

19      Ελλείψει διατάξεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικών με το ύψος των αμοιβών, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εκτιμά ελεύθερα τα στοιχεία της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς δικαίου της Ένωσης καθώς και τις δυσκολίες που παρουσιάζει, τον όγκο της εργασίας την οποία κλήθηκαν να φέρουν εις πέρας οι εκπρόσωποι ή οι σύμβουλοι των διαδίκων, καθώς και τα διακυβευόμενα στο πλαίσιο της διαφοράς οικονομικά συμφέροντα των διαδίκων (διάταξη της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής, T‑342/99 DEP, EU:T:2004:192, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

20      Ο αιτών οφείλει να προσκομίσει δικαιολογητικά ικανά να αποδείξουν το υποστατό των εξόδων των οποίων ζητεί την απόδοση (διάταξη της 8ης Ιουλίου 2004, De Nicola κατά ΕΤΕπ, T‑7/98 DEP, T‑208/98 DEP και T‑109/99 DEP, EU:T:2004:217, σκέψη 42). Η απουσία τέτοιων στοιχείων δεν εμποδίζει μεν το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει, κατά δίκαιη κρίση, το ποσό των δικαστικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν, πλην όμως λειτουργεί κατ’ ανάγκην περιοριστικά όσον αφορά την εκτίμησή του επί των αξιώσεων του αιτούντος (διάταξη της 28ης Μαΐου 2013, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑278/07 P‑DEP, EU:T:2013:269, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21      Κατά τον καθορισμό του ποσού των δικαστικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως έως τον χρόνο εκδόσεως της διατάξεως περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων αναγκαίων δαπανών (διάταξη της 28ης Μαΐου 2013, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑278/07 P‑DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:269, σκέψη 13 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

22      Το ποσό των δυνάμενων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων στην υπό κρίση υπόθεση πρέπει να εκτιμηθεί βάσει των στοιχείων αυτών.

 Επί του ποσού που ζητείται για αμοιβή των δικηγόρων

23      Κατά πρώτον, όσον αφορά το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς δικαίου της Ένωσης καθώς και τις δυσκολίες που παρουσιάζει, επισημαίνεται ότι η κύρια υπόθεση αφορούσε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή εκτίμησε ότι μέτρο που έθεσε σε εφαρμογή η Ελλάδα υπέρ ορισμένων ελληνικών καζίνων αποτελούσε παράνομη κρατική ενίσχυση, μη συμβατή με την εσωτερική αγορά. Στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, η προσφεύγουσα προέβαλε, κατ’ ουσίαν, τρεις λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προέβαλε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ανεπαρκή αιτιολογία κατά παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, στον βαθμό που το επίδικο μέτρο δεν εξασφάλιζε κανένα οικονομικό πλεονέκτημα στο καζίνο της Πάρνηθας και στο καζίνο της Κέρκυρας με τη μεταβίβαση κρατικών πόρων, δεν είχε επιλεκτικό χαρακτήρα και δεν ήταν ικανό να επηρεάσει τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές ούτε νόθευε ή απειλούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προέβαλε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 ΕΚ (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), στον βαθμό που, αφενός, η ανάκτηση της ενισχύσεως έπρεπε να ζητηθεί μόνο από τον δικαιούχο της και, αφετέρου, οι πραγματικοί δικαιούχοι δεν ήταν αποδέκτες της αποφάσεως περί ανακτήσεως. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προέβαλε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, υποστηρίζοντας ότι η ανάκτηση της επίδικης ενισχύσεως αντέβαινε στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και στην αρχή της αναλογικότητας.

24      Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι, παρά το πολύπλοκο πραγματικό και διαδικαστικό πλαίσιο, ο βαθμός δυσκολίας των νομικών ζητημάτων που έθετε η κύρια υπόθεση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ιδιαίτερα υψηλός. Μολονότι η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να συμβάλει στη διευκρίνιση ορισμένων συνεπειών των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, εντούτοις η σημασία της από πλευράς δικαίου της Ένωσης πρέπει να σχετικοποιηθεί. Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι η υπόθεση αυτή παρουσίαζε μέτριο βαθμό δυσκολίας και δεν είχε συνολικά ιδιαίτερη σημασία από πλευράς δικαίου της Ένωσης.

25      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τα διακυβευόμενα στο πλαίσιο της διαφοράς οικονομικά συμφέροντα των διαδίκων, επισημαίνεται ότι, μολονότι η υπόθεση είχε οικονομικό διακύβευμα για αυτούς, το διακύβευμα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ασύνηθες ή ουσιωδώς διαφορετικό από εκείνο που ενυπάρχει σε κάθε διαδικασία κρατικών ενισχύσεων.

26      Κατά τρίτον, όσον αφορά την εκτίμηση του όγκου της εργασίας που απαιτήθηκε για τη δίκη, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να λαμβάνει κυρίως υπόψη τον συνολικό αριθμό των ωρών εργασίας που δύνανται να θεωρηθούν αντικειμενικά αναγκαίες για τη δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του αριθμού των δικηγόρων μεταξύ των οποίων κατανεμήθηκε η ως άνω εργασία. Επιπλέον, η δυνατότητα του δικαστή της Ένωσης να εκτιμήσει την αξία της εργασίας που επιτελέστηκε εξαρτάται από την ακρίβεια των παρασχεθέντων πληροφοριακών στοιχείων (διάταξη της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής, T‑342/99 DEP, EU:T:2004:192, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27      Εν προκειμένω, η αιτούσα προσκόμισε δέκα αποδείξεις παροχής υπηρεσιών των πέντε εξωτερικών δικηγόρων της, οι οποίοι χρέωσαν συνολικά 245,5 ώρες εργασίας και 5 ημέρες μετακινήσεων. Κατά τα στοιχεία που παρέσχε η αιτούσα, οι ως άνω 245,5 ώρες εργασίας κατανέμονται μεταξύ της μελέτης 158 σελίδων της δικογραφίας, της προετοιμασίας διαδικαστικών εγγράφων 532 σελίδων, της συμμετοχής σε συναντήσεις με την Επιτροπή και της παραστάσεως του δικηγόρου της προσφεύγουσας στην προφορική διαδικασία, καθώς και της μετακινήσεώς του για την ίδια διαδικασία. Από την πλευρά της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού πολυπλοκότητας της υποθέσεως, ο αναγκαίος χρόνος για την παροχή των υπηρεσιών των δικηγόρων δεν υπερέβαινε τις 87 ώρες εργασίας.

28      Όσον αφορά τον αριθμό συμβούλων, από τη νομολογία προκύπτει ότι, μολονότι καταρχήν μπορεί να αναζητηθεί η αμοιβή ενός μόνο δικηγόρου, ενδέχεται, αναλόγως των ιδιαίτερων περιστάσεων κάθε υποθέσεως και πρωτίστως της πολυπλοκότητάς της, να γίνει δεκτό ότι εμπίπτει στην έννοια των αναγκαίων εξόδων η αμοιβή περισσότερων δικηγόρων (διάταξη της 15ης Σεπτεμβρίου 2010, Huvis κατά Συμβουλίου, T‑221/05 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:402, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Εν προκειμένω, μολονότι η δικονομική πολυπλοκότητα της διαφοράς δικαιολογούσε την παροχή υπηρεσιών από περισσότερους δικηγόρους, η κατανομή της εργασίας μεταξύ πέντε συμβούλων συνεπαγόταν αναπόφευκτα, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, αλληλεπικάλυψη εργασιών.

30      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο δεν δύναται να κρίνει όλες τις ζητούμενες ώρες εργασίας ως αντικειμενικά αναγκαίες για την ένδικη διαδικασία.

31      Ειδικότερα, η αιτούσα ζητεί να ληφθεί υπόψη συνολικός αριθμός 245,5 ωρών εργασίας, οι οποίες αναλύονται σε 42 ώρες εργασίας ασκούμενων δικηγόρων, ήτοι προσώπων που δεν έχουν ακόμη ολοκληρώσει τη νομική κατάρτισή τους, σε 82 ώρες εργασίας συνεργαζόμενων δικηγόρων και σε 121,5 ώρες εργασίας του πλέον πεπειραμένου δικηγόρου.

32      Πλην όμως, μολονότι μέρος των ανωτέρω ωρών εργασίας παρίσταται αντικειμενικά δικαιολογημένο, εντούτοις αυτό δεν ισχύει για συγκεκριμένες ώρες εργασίας που ζητούνται για ορισμένες εργασίες.

33      Ειδικότερα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ελλείψει διευκρινίσεων εκ μέρους της αιτούσας, είναι υπερβολικές οι 13 ώρες εργασίας που τιμολογήθηκαν στις 5 Δεκεμβρίου 2011 και αφορούσαν νομική έρευνα, καθώς και τη σύνταξη και την κατάθεση παρατηρήσεων επί αιτήσεως παρεμβάσεως υπέρ της Επιτροπής. Το αυτό ισχύει επίσης για τις 13 ώρες εργασίας που τιμολογήθηκαν στις 17 Ιουνίου 2013 και αφορούν νομική έρευνα, μελέτη παραληφθέντων εγγράφων, τη σύνταξη και την κατάθεση παρατηρήσεων επί μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, καθώς και μία συνάντηση. Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις δύο ως άνω αποδείξεις παροχής υπηρεσιών που αφορούν συνολικά 26 ώρες εργασίας, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι συνολικά 11 ώρες πρέπει να αφαιρεθούν από τον αντικειμενικά δικαιολογημένο χρόνο.

34      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, σύνολο 31 ωρών εργασίας για τη σύνταξη παρατηρήσεων 8 σελίδων όσον αφορά την πιθανότητα αναστολής της δίκης παρίσταται προδήλως υπερβολικό, τούτο δε παρά τη φερόμενη ιδιομορφία της νέας νομικής έρευνας σχετικά με προσβολή του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, την οποία επικαλείται η αιτούσα. Ως εκ τούτου, ένα σύνολο 11 ωρών εργασίας παρίσταται προσήκον ως εκτίμηση του αναγκαίου χρόνου για την παροχή των υπηρεσιών αυτών.

35      Επιπλέον, η αιτούσα διεκδικεί 50 ώρες εργασίας που χρεώθηκαν για την αίτηση παρεμβάσεως υπέρ της Ελληνικής Δημοκρατίας στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ελλάδας (C‑530/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:727). Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, μπορούν να αναζητηθούν μόνο τα έξοδα τα οποία, αφενός, πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της δίκης και, αφετέρου, ήταν αναγκαία για τον σκοπό αυτό (διάταξη της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής, T‑342/99 DEP, EU:T:2004:192, σκέψη 13 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Δεδομένου ότι οι ενέργειες για την αίτηση παρεμβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑530/14 P δεν αφορούσαν την κύρια υπόθεση ούτε ήταν αναγκαίες για αυτήν, οι 50 ώρες που χρεώθηκαν δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δικαστικά έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν.

36      Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι παρίσταται προδήλως υπερβολικό το σύνολο 30 ωρών εργασίας, αφενός, για τη σύνταξη παρατηρήσεων 6 σελίδων επί της από 16 Νοεμβρίου 2015 ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, για τη σύνταξη της υπό κρίση αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ο αναγκαίος χρόνος εργασίας για την παροχή των υπηρεσιών αυτών ήταν 21 ώρες.

37      Τέλος, από τα δικαστικά έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν εξαιρούνται οι αμοιβές των δικηγόρων της αιτούσας για τον συντονισμό των εργασιών με την Επιτροπή, δεδομένου ότι αυτός ο συντονισμός δεν ζητήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο (βλ. διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2008, Endesa κατά Επιτροπής, T‑417/05 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:570, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρέπει να αφαιρεθεί από τον αντικειμενικά δικαιολογημένο χρόνο εργασίας ο χρόνος που χρεώθηκε για την κατόπιν πρωτοβουλίας της συνάντηση της 15ης Απριλίου 2013 μεταξύ των εκπροσώπων της Επιτροπής και της Ελληνικής Δημοκρατίας, καθώς και των δικηγόρων της αιτούσας. Πράγματι, δεδομένου ότι δεν ήταν αναγκαίες για τη δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι 11,5 ώρες που χρεώθηκαν για τον σκοπό αυτό δεν θεωρούνται δικαστικά έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν.

38      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, κατά δίκαιη εκτίμηση, ο χρόνος νομικής εργασίας που ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για την έγγραφη και προφορική διαδικασία στην κύρια υπόθεση πρέπει να οριστεί σε 144 ώρες, οι οποίες αναλύονται σε 74 ώρες εργασίας του πεπειραμένου δικηγόρου, 45 ώρες εργασίας των συνεργαζόμενων δικηγόρων και 25 ώρες εργασίας των ασκούμενων δικηγόρων.

39      Όσον αφορά το ποσό της ωριαίας αμοιβής, κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο δεν οφείλει να λαμβάνει υπόψη εθνικό πίνακα δικηγορικών αμοιβών ούτε ενδεχόμενη σχετική συμφωνία μεταξύ του ενδιαφερόμενου διαδίκου και των εκπροσώπων ή συμβούλων του (βλ. διάταξη της 10ης Ιανουαρίου 2002, Starway κατά Συμβουλίου, T‑80/97 DEP, EU:T:2002:1, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Εν προκειμένω, το ποσό της ωριαίας αμοιβής των δικηγόρων N. Φραγκάκη και Γ. Σκιαδά συνάδει με την πείρα τους και τα χαρακτηριστικά της κύριας υποθέσεως. Από τη νομολογία προκύπτει ότι ωριαία αμοιβή όπως αυτή με την οποία τιμολογήθηκαν οι υπηρεσίες που παρέσχε ο Ν. Φραγκάκης, ήτοι 400 ευρώ, όντως αρμόζει σε ιδιαιτέρως πεπειραμένο επαγγελματία. Η ωριαία αμοιβή με την οποία τιμολογήθηκαν οι υπηρεσίες της Γ. Σκιαδά, ήτοι 250 ευρώ, επίσης συνάδει με τη συνήθη αμοιβή συνεργαζόμενου δικηγόρου (βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Smurfit Kappa Group κατά Επιτροπής, T‑304/08 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:707, σκέψη 87). Πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής ότι η ωριαία αμοιβή με την οποία τιμολογήθηκαν οι υπηρεσίες των δυο ως άνω δικηγόρων της αιτούσας ήταν υπερβολική.

41      Εντούτοις, όσον αφορά την ωριαία αμοιβή των ασκούμενων δικηγόρων και όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, από τη νομολογία προκύπτει ότι η αμοιβή που ζητείται για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες, ήτοι 200 ευρώ ανά ώρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί προσήκουσα. Πράγματι, έχει κριθεί ότι ωριαία αμοιβή 160 λιρών στερλινών (ήτοι περίπου 195 ευρώ κατά τον χρόνο εκείνο) για ασκούμενο solicitor ήταν υπερβολική (βλ. διάταξη της 8ης Απριλίου 2014, Laboratoires CTRS κατά Επιτροπής, T‑12/12 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:231, σκέψεις 50 και 51). Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένων υπόψη της ελλείψεως πείρας των ασκούμενων δικηγόρων και των χαρακτηριστικών της κύριας υποθέσεως, όπως αυτά διευκρινίστηκαν στις σκέψεις 23 έως 25 ανωτέρω, η ζητούμενη ωριαία αμοιβή για τους ασκούμενους δικηγόρους δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 150 ευρώ.

42      Εξάλλου, δεν είναι αδικαιολόγητη η αξίωση του δικηγόρου να αποζημιωθεί για τον χρόνο που έχει δαπανήσει στα μέσα μεταφοράς, αν και ο χρόνος αυτής της μετακινήσεως ενόψει της παραστάσεως στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν επιτρέπεται να χρεώνεται με την τιμή που ισχύει για μία ώρα εργασίας (βλ. διάταξη της 14ης Ιουλίου 2015, Ντούβας κατά ECDC, T‑223/12 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:570, σκέψη 24). Στο πλαίσιο αυτό, αμοιβή συνιστάμενη στο ένα τρίτο της εκτεθείσας στη σκέψη 40 ανωτέρω ωριαίας αμοιβής του Ν. Φραγκάκη, ήτοι 133 ευρώ, αποτελεί δίκαιη αμοιβή του δικηγόρου της προσφεύγουσας για το μετ’ επιστροφής ταξίδι του από το γραφείο του στην Αθήνα προς την έδρα του Γενικού Δικαστηρίου στο Λουξεμβούργο.

43      Εντούτοις, η χρέωση μετακινήσεως του δικηγόρου της τότε προσφεύγουσας διάρκειας πέντε ημερών για την παράστασή του στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου φαίνεται προδήλως υπερβολική και δεν μπορεί να προστεθεί σε αυτήν κατ’ αποκοπήν και μάλιστα χωρίς καμία δικαιολόγηση ποσό 800 ευρώ ανά ημέρα μετακινήσεως. Ως εκ τούτου, χρόνος 11 ωρών που περιλαμβάνει τη διάρκεια του ταξιδιού Αθήνα-Λουξεμβούργο-Αθήνα δεν παρίσταται παράλογος. Συνεπώς, τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν για τη μετακίνηση και διαμονή του δικηγόρου της αιτούσας πρέπει να οριστούν στο ποσό των 1 463 ευρώ.

44      Τέλος, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι εταιρίες υπόκεινται ως εμπορικές επιχειρήσεις στον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) και, κατά συνέπεια, δικαιούνται να ανακτήσουν τα ποσά που κατέβαλαν δυνάμει αυτού του φόρου επ’ αφορμή της καταβολής των εν λόγω αμοιβών των δικηγόρων, με αποτέλεσμα τα ποσά αυτά να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό των δικαστικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν (βλ. διάταξη της 19ης Ιανουαρίου 2016, Copernicus‑Trademarks κατά ΓΕΕΑ, T‑685/13 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:31, σκέψη 26). Κατά συνέπεια, τα δυνάμενα να αναζητηθούν ποσά θα ληφθούν υπόψη χωρίς ΦΠΑ.

45      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων και λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των ωρών που έγινε δεκτός στη σκέψη 38 ανωτέρω, η δυνάμενη να αναζητηθεί αμοιβή των δικηγόρων ορίζεται στο ποσό των 46 063 ευρώ.

 Επί του ποσού των δαπανών που μπορούν να αναζητηθούν

46      Η αιτούσα υποστηρίζει ότι τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής του δικηγόρου της, για να συμμετάσχει στη συνάντηση με τους εκπροσώπους της Επιτροπής στις Βρυξέλλες και για να παραστεί στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ανέρχονται στο ποσό των 1 030 ευρώ και προσκομίζει ως δικαιολογητικά τα σχετικά τιμολόγια. Εντούτοις, δεδομένου ότι η συνάντηση που έγινε στις Βρυξέλλες εξαιρέθηκε, στη σκέψη 37 ανωτέρω, από τα δικαστικά έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν για την αμοιβή των δικηγόρων, πρέπει να αναγνωριστούν ως δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα ταξιδιού μόνο τα έξοδα μετακινήσεως του δικηγόρου της τότε προσφεύγουσας στο Λουξεμβούργο, ήτοι 380 ευρώ.

47      Ελλείψει συνημμένων στην αίτηση δικαιολογητικών τα οποία να επιβεβαιώνουν το ποσό τους, τα γραμματειακά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η αιτούσα, όπως ταχυδρομικά έξοδα, έξοδα τηλεπικοινωνιών, καθώς και έξοδα φωτοτυπιών, πρέπει να εκτιμηθούν κατ’ αποκοπήν στο ποσό των 500 ευρώ.

 Επί των εξόδων για την παρούσα διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων

48      Δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί και τα αιτήματα αμφοτέρων των διαδίκων στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας έγιναν εν μέρει δεκτά, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για την παρούσα διαδικασία (βλ., επ’ αυτού, διατάξεις της 14ης Ιουλίου 2015, Ντούβας κατά ECDC, T‑223/12 DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:570, σκέψη 37, και της 11ης Ιανουαρίου 2017, Wahlström κατά Frontex, T‑653/13 P‑DEP, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:12, σκέψεις 38 και 39).

49      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο ορίζει τα δικαστικά έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν στο ποσό των 46 943 ευρώ, το οποίο λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως έως την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας διατάξεως.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

διατάσσει:

Το συνολικό ποσό των καταβλητέων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς την Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου ΑΕ (ΕΤΑΔ) εξόδων ορίζεται σε 46 943 ευρώ.

Λουξεμβούργο, 13 Ιουλίου 2017.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      H. Kanninen


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.